1. Ένας καλά κρυμμένος άνθρωπος θυμάται.
Σε θυμάμαι ακόμα.
Και βέβαια σε θυμάμαι.
Πάντα θα σε θυμάμαι.
Θα σε θυμάμαι μέχρι να με ξεχάσεις.
Θυμάσαι εκείνο τον τόπο; Το πράσινο; Τον αέρα που έκανε τα χόρτα να χορεύουν, και το μικρό δρομάκο να βγαίνει κάθε τόσο απ’ την κρυψώνα του και να κρύβεται ξανά;
Τα κύματα της θάλασσας, πώς χτυπούσαν απαλά στο πλάι της γης;
«Πού είμαστε;» Με ρώτησες.
Βόρεια, σου είπα εγώ.
Τα σύννεφα. Άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα.
Γκρίζα, ταξίδευαν από πάνω μας αργά… ήρεμα.
Μια καταιγίδα ερχόταν.
«Ας πάμε στο σπίτι», είπες εσύ.
Ναι, κοριτσάκι, συμφώνησα. Ας πάμε.
«Δεν ξεχνάω τους παλιούς μου φίλους», μου είπες κάποτε.
Δεν είμαι φίλος, σου είπα εγώ.
Είμαι πολλά περισσότερα απ’ αυτό.
Είμαι ο αληθινός εαυτός.
Μπήκαμε στο σπίτι.
2. Ο Δεσμός – Το δέσιμο και η ελευθερία.
Πρέπει να ήταν αρχές ακόμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος.
Εσύ ήσουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ξημερώματα, κι εκείνος δίπλα σου.
Κοιμόταν, νόμιζες εσύ, αλλά δεν ήταν έτσι.
Καλημέρα, σου είπε εκείνος και χαμογέλασε.
Ξυπνήσατε. Κάποιος έφτιαξε καφέ, εκείνος μάλλον.
Τα πάντα έξω ήταν άσπρα, ένα απόκοσμο φως έμπαινε στο σαλόνι.
Ομίχλη. Τί ήταν εκείνο το φως;
Εγώ στεκόμουν ανάμεσά σας, αλλά μόνο εσύ με έβλεπες.
Δεν μου μιλούσες μπροστά του.
Μετά εκείνος βγήκε, δεν είπε πότε θα γυρίσει.
Θα γυρνούσε, όμως.
Εκείνη τη φορά θα επέστρεφε, κι εσύ το ήξερες.
Περάσαμε μαζί την υπόλοιπη μέρα.
Γύρισε.
Κρατούσε βιβλία μαζί του και έμοιαζε χαρούμενος.
Κοίτα τι έφερα, σου είπε.
«Τί είναι;»
Κοιτάξατε τα βιβλία, ενώ εγώ έκανα στην άκρη,
κρατώντας το στόμα μου κλειστό.
Πέρασε καιρός, κι εκείνος άλλαξε.
Ήταν μόνος. Έκανε εχθρούς. Του το είπες, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία.
Αδιαφορούσε για τους πάντες, θυμάσαι;
Μια μέρα γύρισε στο σπίτι με αίμα στο πρόσωπό του.
Μεθυσμένος.
Σωριάστηκε στο κρεβάτι και έμεινε εκεί μέχρι την επόμενη μέρα το πρωί.
Όταν ξύπνησε και άρχισε να συνέρχεται, το πρώτο πράγμα που έκανε
ήταν να κάψει τα ποιήματά του.
«Τι κάνεις;» Του φώναξες.
Του είχες πει ότι θα έβαζες μουσική σ’ εκείνα τα λόγια.
Εκείνος είχε συμφωνήσει, είχε ενθουσιαστεί.
Τώρα όλα είχαν τελειώσει.
Καθίσατε στο πάτωμα παρατηρώντας την ομίχλη.
Το λευκό φως.
Εκείνος έγειρε στην αγκαλιά σου.
Όταν κοιμήθηκε, πήρες ένα από εκείνα τα τετράδια
και έγραψες κάποιους δικούς του στίχους.
Έφτιαξες ένα μικρό ποίημα από ό,τι θυμόσουν απ’ έξω.
Αυτό θα καθοδηγούσε τη μουσική σου, σκέφτηκες.
Κοίταξέ με. Προκαλώ αηδία.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες».
Κάνω κακό στους άλλους… κάνω κακό σ’ εσένα.
«Αυτό άσε να το αποφασίσω εγώ».
Είσαι μικρή ακόμα. Δεν καταλαβαίνεις.
Λευκό φώς περνούσε από την διπλή μπαλκονόπορτα.
Τον βρήκες να κάθεται εκεί μπροστά, σε μια καρέκλα.
Χαμογελούσε.
Το δυνατό φως τον έκανε να μοιάζει με σκιά.
Θα πάω έξω.
«Να έρθω κι εγώ;»
Όχι. Εσύ να επιμείνεις.
Δεν γύρισε ποτέ.
3. Το σπίτι.
Είχα θυμώσει πολύ μαζί σου τότε.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό.
Εσύ καθόσουν σε μια πολυθρόνα και μόνο σκεφτόσουν,
δεν έκανες τίποτα παραπάνω απ’ αυτό.
Μόνο που καμιά φορά έκλαιγες.
Κάποια στιγμή μια γυναίκα μπήκε μέσα,
κι εσύ την κοίταξες με απορία.
Είχε κόκκινα, σγουρά μαλλιά, χρώμα που είχε αρχίσει να ξεβάφει.
Έβγαλε τα ρούχα της, και πήγε στο μπάνιο.
Ξάπλωσε μέσα στην κρύα μπανιέρα και έκοψε τις φλέβες της.
Εκεί πνίγηκε στο αίμα.
Τώρα υπήρχαν δύο φαντάσματα μέσα στο σπίτι.
Ένα το δικό σου και ένα το δικό της.
Εκείνο δεν σου μιλούσε. Συνήθως έβγαινε στη βεράντα και
καθόταν στην παιδική κούνια κοιτώντας τη φύση.
Εσύ δεν έβγαινες έξω, σαν να φοβόσουν.
Ένα βράδυ τα φώτα έσβησαν, κι έμεινες με τους δαίμονες.
Εκείνοι άρχισαν να σαλεύουν.
Άκουγες τους χτύπους… τις καρδιές τους.
Ήταν ζωντανοί.
Καλά να περάσεις.
4. Η καταιγίδα.
«Γιατί το έκανες αυτό;» Με ρώτησες.
Ποιο, ακριβώς;
«Γιατί με άφησες μόνη μου μέσα στο σκοτάδι;»
Πρέπει να καταλάβεις, σου είπα,
ότι δεν θα είμαι για πάντα εδώ. Τώρα σήκω πάνω.
Σταμάτα να κλαίς και σήκω πάνω. Έτσι έχουν
τα πράγματα, και όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις,
τόσο πιο εύκολα θα επιβιώσεις.
Σήκω πάνω τώρα.
«Θα βρέξει; Κοίτα το χορτάρι… είναι ανήσυχο».
Ναι, είναι. Μάλλον θα βρέξει. Έ χει σύννεφα.
Και τότε άρχισε να βρέχει. Τα πάντα κρύφτηκαν.
Εγώ σε έπιασα απ’ το χέρι και σε πήγα σε μια μικρή σπηλιά.
Εκεί καθίσαμε κάμποση ώρα, παρατηρώντας τη βροχή.
Δε μιλούσες καθόλου.
Ούτε κι εγώ.
«Σταματάει», είπες σε κάποια στιγμή.
Όχι, είπα εγώ. Θα επιστρέψει.
Η βροχή δυνάμωσε ξανά.
Ο ουρανός φώναζε.
Η φύση έκλαιγε.
«Θέλω τον ήλιο», μου είπες.
Αν μπορούσα θα σου τον χάριζα, είπα εγώ.
«Αν μπορούσα θα σου χάριζα έναν λαμπερό ήλιο», τραγούδησες.
Εσύ είσαι ο ήλιος μου, σου είπα.
Και θέλω ο ήλιος μου να λάμπει.
5. Απόλυτο Κενό.
«Κοίτα αυτό το ποίημα».
Κράτησα τις λέξεις στα χέρια μου.
Παλιοί φίλοι σκυλεύαν τώρα το πτώμα του στην ανασκαμμένη
πόλη. Οι αφελείς! Γιατί εκείνος βρισκόταν πάντα σ’ έναν πύργο
μακρινό, απ’ όπου δεν είχε βγει ποτέ του.
Σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον
τοίχο μια πόρτα κι έφυγε.*
Σου αρέσει; Σε ρώτησα.
«Πολύ. Θα φτιάξω μουσική απ’ αυτό», μου είπες.
«Είναι του Τάσου Λειβαδίτη».
Χαμογέλασα.
6. Όταν βγαίνει ο ήλιος.
Κοίτα μπροστά σου, σου είπα εγώ.
Βγαίνει ο ήλιος.
Τα πάντα αλλάζουν, κι εσύ φοβάσαι.
Έπιασες το χέρι μου, κι εγώ για ακόμη μια φορά
το κράτησα απαλά, ενώ εσύ περίμενες να δεις τι θα γίνει.
Χαρούμενες φωνές ακούστηκαν γύρω μας.
Μελωδίες, ίσως.
Μη φοβάσαι, σου είπα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι είσαι έτοιμη.
7. Αποχαιρετισμός.
Νέος τόπος.
Αλλαγή, κι εγώ περπάτησα προς το φως μέσα απ’ το σκοτάδι.
Εσύ με κοίταξες, κι ύστερα έκανες δυο βιαστικά βήματα για να μ’ αγκαλιάσεις.
«Καλή αντάμωση», μου είπες εσύ.
Αντίο, σου είπα εγώ.
*Ο τίτλος του ποιήματος που αναφέρεται πιο πάνω είναι «Μόνιμη Εγκατάσταση». Είναι του Τάσου Λειβαδίτη.