Events List 2

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Αποχαιρετισμός
 
Η Ζωή είναι ένα κορίτσι οχτώ χρονών, και τώρα στέκεται μόνη της μέσα στη βροχή. Φοράει ένα σκούρο πράσινο αδιάβροχο και έχει στην πλάτη της μια μικρή ροζ τσάντα. Η τσάντα έχει μέσα τα βιβλία της δευτέρας τάξης του δημοτικού, καθώς και μερικά μπλε τετράδια από εκείνα που είχε πει η δασκάλα να αγοράσουν.
Η Ζωή θα περίμενε μέσα στην αυλή, κάτω απ’ το υπόστεγο, αλλά είχαν περάσει ήδη αρκετές ώρες από τότε που είχε τελειώσει το σχολείο, και η καθαρίστρια της είχε πει ότι είχε τελειώσει τη δουλειά της και ότι έπρεπε να κλειδώσει την αυλή, γι’ αυτό και η Ζωή περίμενε στο πεζοδρόμιο.
Η Ζωή περίμενε τη μητέρα της να έρθει να την πάρει, και η μητέρα της είχε αργήσει πολύ εκείνη τη μέρα. Μόνο κατά τις τέσσερις το απόγευμα φάνηκε στην αρχή της κατηφόρας, κρατώντας μια ομπρέλα και περπατώντας όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα τακούνια της να περπατήσει. Άρχισε να κατηφορίζει προσέχοντας να μην γλιστρήσει πάνω στις άσπρες πλάκες του πεζοδρομίου. Η Ζωή στην αρχή δεν την είδε, αλλά μετά έτρεξε κοντά της. Μπορούσε να τρέξει, φορούσε κάτι άσπρα αθλητικά παπούτσια κι ένα τζιν παντελόνι, ενώ η μητέρα της φορούσε εκείνο το καφέ και γκρίζο ταγιέρ και μαύρα τακούνια.
«Με συγχωρείς, μωρό μου, που άργησα, είχα πολύ δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω», της είπε η μητέρα της.
Η Ζωή δεν είπε τίποτα, μόνο έπιασε το χέρι της μητέρας της και άρχισε να περπατάει δίπλα της μέσα στη βροχή που είχε αρχίσει να δυναμώνει. Η Ζωή μοιάζει μερικές φορές να είναι ένα θλιμμένο κοριτσάκι, σαν να της λείπει κάτι πάρα πολύ. Της αρέσει να παίζει μόνη της με τις κούκλες της, και δεν της αρέσει ο πολύς κόσμος. Δεν της αρέσει να παίζει με μπάλες και με άλλα παιδιά, της αρέσει όμως να παίζει κρυφτό. Βρίσκει πάντα τα πιο απίθανα μέρη για να κρυφτεί, κανείς δεν την βρίσκει ποτέ. Μερικές φορές, μάλιστα, ξεχνιέται στις κρυψώνες της και αργεί να βγει. Μια φορά βγήκε η μητέρα της και την έψαχνε στους δρόμους, ενώ η Ζωή είχε αποκοιμηθεί κάτω από την εξωτερική σκάλα ενός σπιτιού.
Στη Ζωή αρέσει, επίσης, το διάβασμα. Της αρέσει να διαβάζει παραμύθια, από εκείνα που κάνουν το μυαλό της να ταξιδεύει πολύ, πολύ μακριά. Ένα από τα αγαπημένα της είναι το «Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο». Η Ζωή είχε κλάψει όταν ο σπουργίτης είχε χάσει το γιλέκο του και όταν οι άλλοι τον κορόιδευαν και του συμπεριφέρονταν άσχημα, και είχε χαρεί όταν είχε κάνει φίλο του το κάτασπρο χελιδόνι. Η μητέρα της την είχε παρηγορήσει στην πρώτη περίπτωση.
Επίσης, της αρέσει πολύ να ακούει μουσική. Τραγουδάει τις μελωδίες που ακούει στην τηλεόραση, και προσπαθεί να ταιριάξει εκείνες τις μελωδίες με τα παραμύθια που διαβάζει. Της αρέσει και να μετράει. Τα βράδια ξαπλώνει στον καναπέ και μετράει τα σχήματα και τα χρώματα του καλύμματος μέχρι να την πάρει ο ύπνος.
Η Ζωή νιώθει ελεύθερη.
 
 
 

Το Πτώμα

Σε λένε Ζωή και είσαι είκοσι χρονών. Είσαι φοιτήτρια τώρα και μένεις μόνη σου σε μια πόλη, έχεις το δικό σου διαμέρισμα. Όταν ήσουν δεκαπέντε ξεκίνησες να παίζεις πιάνο. Μάλιστα, μέσα σε μερικά χρόνια έγραψες και μερικά δικά σου μουσικά κομμάτια. Ήσουν καλή μαθήτρια.
Πριν από ένα χρόνο δεν αυτοκτόνησες επειδή λυπήθηκες τους γονείς σου. Τώρα είσαι κλεισμένη στο σπίτι σου και κλαις σχεδόν κάθε βράδυ. Είχες κάποιους φίλους, αλλά δεν κατάφερες να τους ακολουθήσεις κι εκείνοι σε παράτησαν, ενώ μερικοί άλλοι σε πρόδωσαν. Γι’ αυτό κι εσύ παραιτήθηκες. Δεν τα πας καλά με τα μαθήματα σου τώρα πια.
Είσαι πολύ όμορφη, Ζωή. Είσαι ένα όνειρο. Έχεις όμορφα καστανά μαλλιά, ένα πανέμορφο πρόσωπο κι ένα υπέροχο, ελκυστικό σώμα. Είναι πολλοί αυτοί που σε πλησιάζουν, αλλά εσύ δεν μπορείς να αφήσεις κανέναν να σε ακουμπήσει, ακόμη κι αν κάποιες φορές το θες. Ένας καθηγητής του πανεπιστημίου σε κάλεσε στο γραφείο του και σου προσέφερε μέχρι και τρεις χιλιάδες για να τον αφήσεις να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του πάνω σου –σου περιέγραψε κάποιες από αυτές-, αλλά εσύ αρνήθηκες. Έφυγες απ’ το πανεπιστήμιο και κλείστηκες στο σπίτι σου.
Σκέφτεσαι πώς κάποιοι απ’ τους φίλους σου το ευχαριστήθηκαν που σου συμπεριφέρθηκαν έτσι, και σε πονάει πολύ. Σου φαίνεται άδικο το ότι σου είπαν ότι φταις εσύ γι’ αυτό. Θες πάρα πολύ να φύγεις, αλλά δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, δεν μπορείς, Ζωή.
Σκέφτεσαι το μέλλον σου, και νιώθεις σαν να βουτάς μέσα στα σκοτάδια. Ξέρεις ότι τα παιδιά σου θα σε αντιπαθήσουν επειδή είσαι περίεργη. Επειδή είσαι μόνη και φοβάσαι τους ανθρώπους. Πώς θα τα βοηθήσεις να κοινωνικοποιηθούν; Πώς θα τα πηγαίνεις στα γενέθλια των φίλων τους εσύ που φοβάσαι τους ανθρώπους; Εσύ που δεν μπορείς να σταθείς στα πόδια σου από μόνη σου; Εσύ που παλεύεις για να μην τηλεφωνήσεις κάθε μέρα στο σπίτι των γονιών σου για να ζητήσεις υποστήριξη; Εσύ που δεν μπορείς να κάνεις τα πιο απλά πράγματα;
Στα είκοσι χρόνια της ζωής σου αποφασίζεις να μην κάνεις ποτέ παιδιά.
Δεν παίζεις πιάνο, δεν ακούς μουσική, δεν διαβάζεις παραμύθια. Μόνο ξαπλώνεις τα βράδια στον καναπέ σου και μετράς τα χρώματα και τα σχήματα εκείνου του ίδιου καλύμματος που σου έδωσε η μητέρα σου για το φοιτητικό σου διαμέρισμα. Μετράς, και μετράς, και μετράς μέχρι να σε πάρει ο ύπνος. Και μερικές φορές το κάνεις κλαίγοντας, πονώντας.
Δεν νιώθεις ελεύθερη.
 
 
 
 

Αναγέννηση

Η Ζωή βρίσκεται κάπου έξω μια νύχτα του φθινοπώρου. Πριν μία ώρα πληροφορήθηκε το θάνατο των γονιών της, και όλη αυτή την ώρα έκλαψε πικρά. Τώρα, όμως, κάτι έχει αλλάξει στο πρόσωπό της. Τώρα χαμογελάει, παρά τα πρησμένα απ’ το κλάμα, κατακόκκινα μάτια της.
Η Ζωή κοιτάζει τα αστέρια, με τα χέρια της πάνω στο στήθος της. Θα έλεγε κανείς ότι προσεύχεται αν δεν γνώριζε την κατάστασή της. Σκέφτεται ότι δεν έπρεπε να τους πιστέψει ξανά. Ότι δεν έπρεπε να τους εμπιστευτεί… Ποτέ ξανά. Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι θα άλλαζαν; Πώς μπόρεσε να σκεφτεί ότι αυτή τη φορά θα της συμπεριφέρονταν ανθρώπινα; Πώς τόλμησε να σκεφτεί ότι θα έβρισκε τη θέση της σ’ αυτόν τον κόσμο;
Ξέχνα τους όλους. Όλους εκείνους που σκέφτονταν μόνο το συμφέρον τους. Δεν ήταν άνθρωποι αυτοί. Μόνο άγριοι και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Πώς μπορούσαν να είναι τόσο κακοί; Και πάνω απ’ όλα… η Ζωή αδυνατούσε να καταλάβει πώς μερικοί άνθρωποι συγχωρούσαν τόσο εύκολα τους εαυτούς τους.
Η Ζωή δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο σε κάποιον. Ποτέ δεν θα συμπεριφερόταν τόσο άσχημα σε κάποιον. Κι όσο κι αν προσπαθούσε να απέχει από εκείνους τους ανθρώπους, εκείνους που κάποτε ήταν φίλοι της, τόσο περισσότερο βρισκόταν σε αδιέξοδο. Κάθε φορά, για κάθε νέα της κίνηση υπήρχε και μια νέα απόρριψη… στα δειλά πάντα. Δεν τολμούσαν να κάνουν κάτι στο φως, κάτι τέτοιοι προτιμούσαν να κάνουν αθόρυβα τις βρωμιές τους.
Και τώρα υπήρχε αυτό. Ο θάνατος των γονιών της. Ένα νέο κύμα θλίψης και πόνου έπνιξε τη Ζωή. Την έλουσε ολόκληρη, από την κορυφή ως τα νύχια. Αλλά υπήρχε και μια δόση χαράς μέσα σ’ όλα αυτά. Τώρα πια η Ζωή δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να συνεχίσει. Τώρα μπορούσε να τα παρατήσει, να σταματήσει. Επρόκειτο για μια στάση στην οποία η Ζωή σκόπευε να κατέβει μια και καλή.
Κοίταζε τ’ αστέρια, λοιπόν, και χαμογελούσε, και της ερχόταν να κλάψει απ’ τη χαρά της… Δεν υπήρχε τίποτα τώρα πια να την κρατήσει. Τώρα μπορούσε να φύγει…
Έμοιαζαν όλα τόσο πεντακάθαρα, τόσο διαυγή… τα πάντα της μίλησαν για μια στιγμή, όλα τα στοιχεία της φύσης που υπήρχαν γύρω της ήρθαν σε επαφή μαζί της, άνοιξαν τις αγκαλιές τους έτοιμα να την δεχτούν. Ένιωσε λες και βρισκόταν στο διάστημα, λες και πετούσε ήρεμα ανάμεσα σ’ αστέρια και πλανήτες…
Κι έτσι, μια νύχτα του φθινοπώρου, η Ζωή έγινε ένα με τον κόσμο και ξεκίνησε το ταξίδι της.
Η Ζωή είναι ελεύθερη.

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

Log in