Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Είχε συννεφιά απ’ το πρωί εκείνη τη μέρα, αλλά τα σύννεφα πύκνωσαν αργότερα, γύρω στις έντεκα και μισή το πρωί, όταν εγώ ξεκίνησα για το σταθμό. Κρατούσα μια καφέ τσάντα στο δεξί μου χέρι και τα κλειδιά μου στο άλλο όταν κατέβηκα τη σκάλα και βγήκα στο δρόμο. Πέρασα μπροστά απ’ το μίνι μάρκετ στη γωνία, αγνόησα δύο γάτες δίπλα σ’ έναν κάδο απορριμμάτων και συνέχισα το δρόμο μου προς το σταθμό.
Ο σταθμός απέχει τρία με τέσσερα τετράγωνα από το σπίτι μου, οπότε μέσα σε λίγα λεπτά είχα φτάσει. Μπήκα μέσα στο μικρό, πέτρινο κτίριο και πήγα για να βγάλω εισιτήριο. Κάθισα σε μια από τις μεταλλικές καρέκλες που βρίσκονταν δίπλα στο κυλικείο.
Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να έρθει το τρένο, και όλη αυτή την ώρα είδα ανθρώπους να φτάνουν στο σταθμό –όχι πολλούς, μια χούφτα μόνο-, ίσως όχι για να ταξιδέψουν, αλλά και για άλλες δουλειές που πιθανότατα είχαν να κάνουν. Τους είδα να τριγυρνούν μέσα στο σταθμό, να κάνουν ερωτήσεις, μερικοί έκοψαν εισιτήριο για άλλες μέρες και άλλοι για την ίδια μέρα, όπως κι εγώ.
Πρόσεξα τον καθέναν τους ξεχωριστά. Μια χοντρή γυναίκα με σκούρα καστανά μαλλιά, δύο φοιτήτριες που ταξίδευαν μαζί, ένας μουσουλμάνος που –όπως άκουσα- ήθελε να κόψει εισιτήριο για Αθήνα, μια όμορφη γυναίκα μ’ ένα κοντό φόρεμα που ήθελε επίσης να κόψει εισιτήριο για άλλη μέρα, κι ένας ηλικιωμένος άντρας που κρατούσε μια άσπρη πλαστική σακούλα και μια μικρή ομπρέλα. Μάλλον υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που κάθονταν έξω, κάτω απ’ το υπόστεγο, και υπήρχαν και δύο φαντάροι, αλλά αυτοί δεν ταξίδευαν. Το ήξερα γιατί τους είχα δει την προηγούμενη Παρασκευή. Έρχονταν κάθε φορά για κάποιου είδους παραλαβή, δεν ήξερα τι ακριβώς, αλλά ούτε με ένοιαζε να μάθω.
Λίγα λεπτά πριν φτάσει το τρένο άρχισε να ψιχαλίζει, και αργότερα η βροχή δυνάμωσε. Σηκώθηκα και βγήκα έξω, κάτω απ’ το υπόστεγο, καθώς μας πληροφόρησαν ότι το τρένο πλησίαζε και ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε όσοι θα πηγαίναμε προς Αλεξανδρούπολη. Είδα το τρένο να στρίβει από μακριά και να πλησιάζει.
Όταν έφτασε και σταμάτησε μπροστά μας, όλοι σηκώθηκαν βιαστικοί για να επιβιβαστούν. Ο γέρος με την ομπρέλα χώθηκε μπροστά μου και με καθυστέρησε, αλλά κατάφερα να τον αποφύγω και να ανέβω στο τρένο αμέσως μετά από μια ηλικιωμένη γυναίκα.
Περπάτησα μέσα στο βαγόνι ψάχνοντας μια κενή θέση, και δεν άργησα να βρω. Έκατσα ολομόναχος σε δύο άδειες θέσεις. Δίπλα μου ακούμπησα την τσάντα μου. Στηρίχτηκα πίσω και περίμενα να ξεκινήσει το τρένο, ενώ παρατηρούσα τους άλλους επιβάτες. Δεξιά και διαγώνια από εμένα κάθονταν ένας νέος και μια νέα που μιλούσαν και γελούσαν όχι ήσυχα, μάλλον μικρότεροι από εμένα, ενώ μια θέση ποιο μπροστά τους, στραμμένη προς τους δύο νέους καθόταν μια γυναίκα μέσης ηλικίας.
Μια μητέρα με τον γιο της πέρασαν από το διάδρομο για να πάνε σε ένα άλλο βαγόνι, μάλλον ψάχνοντας για την τουαλέτα. Εκείνη του έλεγε να κάθεται φρόνιμα, να μην κάνει φασαρία. Μ’ έκανε να σκεφτώ εμένα και τη δικιά μου τη μάνα, και το πώς εκείνη ποτέ δεν είχε αναγκαστεί να μου πει να κάτσω φρόνιμα. Πολύ απλά επειδή εγώ ήμουν πάντα φρόνιμος και ήσυχος. Θυμήθηκα και την πρώτη φορά που είχα ανεβεί στο τρένο. Ήμουν ήσυχος, φυσικά, και το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο με το πρόσωπο και τις παλάμες μου κολλημένες στο τζάμι. Ήμουν ο άνθρωπος που χρωστούσε στη μητέρα του όσα κανένας άλλος στους δικούς του γονείς.
Ποτέ δεν θα κατάφερνα να ανταποδώσω στη μητέρα μου όσα εκείνη είχε κάνει για μένα. Τώρα πια είμαι σίγουρος… με αγαπούσε. Τη θυμάμαι να με ρωτάει αν ήθελα να πάρουμε κάτι απ’ το κυλικείο του τρένου καθώς ο υπάλληλος περνούσε από δίπλα μας με το καροτσάκι με τα σάντουιτς και τα υπόλοιπα τρόφιμα. Επρόκειτο για ένα τόσο απλό πράγμα που εγώ δεν έκανα ποτέ για κανέναν, που είχε κάνει, όμως, η μητέρα μου για μένα. Ακόμη ένα μικρό πράγμα που είχε κάνει για μένα.
Κι η Αθανασία; Με θυμόμουν να μιλάω μαζί της απ’ το τηλέφωνο, κάνοντας όλες τις λάθος κινήσεις… δεν νομίζω ότι υπήρχε λάθος κίνηση που να μην έκανα. Τη θυμάμαι πώς είχε έρθει στο σπίτι μου φορώντας εκείνο το φαρδύ, μαύρο, κοντό παντελόνι κι εκείνη την πορτοκαλί αμάνικη μπλούζα, με τα φουντωτά ανοιχτά καστανά μαλλιά της να ανεμίζουν κι εκείνο το κρεμαστό στο λαιμό της να πέφτει ανάμεσα στο όμορφο στήθος της. Θυμάμαι και το ενδιαφέρον που έδειχνε. Με είχε και για έμπειρο, η χαζούλα. Κι όλα αυτά είχαν αντικατασταθεί αργότερα από διάφορα όνειρα δικαίωσης απέναντι στις βλακείες που της είχα αραδιάσει τότε. Άκου εκεί, δικαίωση…
Κοίταξα έξω απ’ το τζάμι. Το τρένο είχε αρχίσει να κινείται, και οι στάλες πάνω στο χοντρό γυαλί άρχισαν να ταξιδεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η βροχή είχε δυναμώσει πριν λίγο κι είχε παραμείνει σταθερή, στον ίδιο ρυθμό εδώ και κάποια ώρα.
Στο τζάμι δίπλα στη μπροστινή μου θέση συνέβαιναν τα ίδια πράγματα, μόνο που σ’ εκείνο υπήρχε και κάτι άλλο. Η αντανάκλαση ενός προσώπου, ενός νεανικού, γυναικείου προσώπου. Ήταν η γυναίκα που καθόταν από μπροστά μου. Ταξίδευε κι εκείνη μόνη της, και τώρα είχε στραφεί προς το παράθυρο, κι εγώ μπορούσα να διακρίνω πεντακάθαρα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πάνω στο τζάμι. Ήταν ένα σοβαρό πρόσωπο, λίγο θλιμμένο, ίσως. Το χρώμα του δέρματός της ήταν κάπως καστανό, και τα μαλλιά της είχαν το ίδιο χρώμα. Την αγνόησα για λίγο.
Κι έτσι που λέτε. Αυτό, δηλαδή, ήταν που ένιωθα. Ένιωθα ότι είμαι κάποιος ο οποίος δεν αξίζει τίποτα, αφού δεν ξεπλήρωνε όσα έκαναν οι άλλοι για εκείνον. Και το παράδειγμα με τη μητέρα μου είναι το πλέον κλασικό, αλλά το ίδιο ίσχυε και για την Αθανασία. Πόσες φορές άκουσε τις ανησυχίες μου, τον πόνο μου, τις σκέψεις που με βασάνιζαν τόσο έντονα…; Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω πίσω και να άλλαζα τα πράγματα, ή ακόμη καλύτερα… να έκανα μια καινούρια αρχή. Ναι, μάλλον αυτό θα έκανα. Από τη στιγμή που το τρένο θα έφτανε στον προορισμό του, εγώ θα άλλαζα. Θα έβγαινα άλλος άνθρωπος από εκείνο το τρένο, και θα αποδείκνυα στον εαυτό μου ότι δεν είμαι και τόσο σκάρτος. Τόσο απλά.
Μόνο που –κακά τα ψέματα- τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά. Η αλήθεια είναι ότι είχα πολύ καιρό να δω την Αθανασία, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ακόμα τη σκεφτόμουν, όπως ήταν αλήθεια και το γεγονός ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει. Εξάλλου, γι’ αυτό δεν είχα αρχίσει ξαφνικά να σκέφτομαι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γι’ αυτό δεν είχα αρχίσει να κρίνω τον εαυτό μου τόσο σκληρά, νιώθοντας ότι δεν τα είχα καταφέρει καλά όσο εκείνη ήταν ακόμα ζωντανή;
Πρόσεξα ξανά την κοπέλα που καθόταν μπροστά μου. Πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από μένα παρεμπιπτόντως. Την είδα να βγάζει ένα άσπρο βιβλίο από την μπλε τσάντα της, και για μια στιγμή προσπάθησε να διαβάσει, αλλά δεν τα κατάφερε για κάποιο λόγο. Τελικά έβαλε το βιβλίο πίσω στην τσάντα και έγειρε στο πλάι, κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, επιτρέποντάς μου να παρατηρήσω κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της.
Πώς είχα γίνει έτσι; Από ένα σημείο και μετά είχα αρχίσει να απαξιώνω τα πάντα, να τα μειώνω, να τα ισοπεδώνω, να τα γκρεμίζω σαν να μην σήμαιναν τίποτα για μένα, λες και δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να με βγάλει απ’ τη μιζέρια μου. Ίσως αυτό να είχε να κάνει με τις εμπειρίες μου. Ας πούμε… σαν να ήμουν λιγάκι πιο έμπειρος αυτή τη φορά. Αλλά δεν ξέρω… είναι δυνατόν η πείρα να αντικαθιστά όσα σημαίνουν κάτι για έναν άνθρωπο; Είναι δυνατόν να είναι ένδειξη εμπειρίας το ότι τίποτα δεν προκαλεί πλέον τον ενθουσιασμό σου; Και είχα πάντα αυτή την ίδια αντιμετώπιση για τα περισσότερα πράγματα. Ένα ειρωνικό, μισό χαμόγελο κι ένα υφάκι που έλεγε ναι, καλά, σίγουρα.
Κι όμως, ήμουν πεπεισμένος ότι δεν είχα δει τίποτα ακόμα. Πρακτικά, η ζωή μου δεν ήταν –ούτε και είναι- καθόλου ολοκληρωμένη. Απλά έτσι ένιωθα. Ή ίσως αυτό να ήταν μια αιτία για μένα για να μην προσπαθήσω να κάνω τίποτα, για να μην δουλέψω σκληρά, να μην καταφέρω τίποτα. Να μην ζήσω άλλο. Αλλά γιατί να ήθελα κάτι τέτοιο, τι μπορεί αν ήταν αυτό που με ωθούσε στο να τα τινάζω όλα στον αέρα χωρίς να δείχνω το παραμικρό δείγμα επιμονής για να κάνω τα πράγματα έστω και λίγο καλύτερα;
Όπως ίσως καταλαβαίνετε, δεν ήμουν έτοιμος για να κάνω μια καινούρια αρχή. Ή μάλλον όχι μόνο δεν ήμουν έτοιμος, αλλά δεν ήμουν ούτε κοντά στο να είμαι έτοιμος. Μήπως έφταιγε ο θάνατος της μητέρας μου; Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς είχα αρχίσει να βλέπω τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο, οπότε δεν μπορούσα να συσχετίσω την απώλειά της με τους δικούς μου προβληματισμούς… Ή μήπως έφταιγε το ότι ήμουν ακόμη ερωτευμένος με την Αθανασία ενώ εκείνη βρισκόταν τόσο μακριά μου και είχε συνεχίσει τη ζωή της;
Κάτι τέτοιες στιγμές, στιγμές δηλαδή που η σκέψη μου μπλεκόταν σε κουβάρι ανεξέλεγκτα, μου ερχόταν να αναζητήσω λύσεις ακόμη και στα πιο απίθανα μέρη. Ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, έτσι δεν λένε; Και σ’ αυτήν την περίπτωση ο πνιγμένος ήμουν εγώ. Αποφάσισα να στρέψω κάπου αλλού την προσοχή μου. Κοίταξα μέσα στο βαγόνι αναζητώντας κάτι που θα έδινε ώθηση στη φαντασία μου, κάτι που θα με βοηθούσε να ξεφύγω από τη μονοτονία εκείνων των αδιέξοδων σκέψεων που έμοιαζαν να εντείνονται από την αργή και σταθερή κίνηση του τρένου.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σ’ εκείνο το τζάμι, και είδα ξανά το πρόσωπο της γυναίκας που καθόταν μπροστά μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ένιωσα γαλήνια. Στηρίχτηκα πίσω και έμεινα να χαζεύω το πρόσωπό της. Κοίταζε έξω μ’ εκείνο το ίδιο βλέμμα που σας ανέφερα και πριν. Για κάποιο λόγο σκέφτηκα ότι θα ήταν δασκάλα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν η αρμονία των χαρακτηριστικών της που με έκανε να σκεφτώ ότι επρόκειτο για έναν καλό άνθρωπο, έναν άνθρωπο που παράλληλα θα ήταν καλός με τα παιδιά, που θα τα κατάφερνε καλά μαζί τους, έναν απλό άνθρωπο. Θα μπορούσε να είναι φίλη μου, σκέφτηκα. Μήπως καταλάβαινε ότι την κοίταζα; Μερικές φορές μου φαινόταν σαν να πήγαινε να χαμογελάσει, αλλά εγώ επέμενα, δεν έπαιρνα το βλέμμα μου από πάνω της. Απολάμβανα το ρίσκο να με καταλάβει και να έρθω σε δύσκολη θέση.
Σε λίγο θα της μιλούσα. Και θα γινόμασταν φίλοι. Και το τρένο θα σταματούσε σε μια άλλη πόλη, σε μια ξένη, μικρή πόλη. Σε μια πόλη όμορφη με πολλούς κήπους, δέντρα, πέτρινα χαμηλά κτίρια και πλατείες. Κι εγώ θα κατέβαινα μαζί της απ’ το τρένο καθώς θα περπατούσαμε προς το δρόμο όπου θα μέναμε. Θα είχα ένα σπίτι με την Αθανασία, κι η φίλη μου θα έμενε μερικά σπίτια πιο κάτω, λίγο πριν το αρτοποιείο απ’ όπου θα αγόραζα κάθε μέρα ψωμί. Θα περνούσα από όμορφες αυλές με πολύ πράσινο και πολύχρωμα λουλούδια για να φτάσω στο αρτοποιείο, αυλές που θα στόλιζαν ξύλινα και πέτρινα διώροφα σπίτια με οικογένειες απλών, καθημερινών ανθρώπων που θα τους άρεζε η ησυχία. Εγώ κι η Αθανασία θα τα πηγαίναμε μια χαρά, και το ίδιο θα ίσχυε και για τη φίλη μου, θα τα πηγαίναμε μια χαρά εμείς οι δύο. Θα μπορούσα να της πω τα πάντα, κι εκείνη θα μου μιλούσε για τον εαυτό της, αν και θα κρατούσε κάποια πράγματα μέσα της. Δεν θα με πείραζε. Κι όλα θα ήταν τόσο αρμονικά και ειρηνικά… και ήσυχα και όμορφα. Κι η μητέρα μου θα ήταν ζωντανή, θα ερχόταν συχνά για να βλέπει εμένα και την Αθανασία, και κάθε φορά που θα ερχόταν εγώ θα έπαιρνα γλυκά από εκείνα τα ζαχαροπλαστεία με τις όμορφες βιτρίνες που θα υπήρχαν στην πόλη. Και θα μπορούσα, πλέον, να ξεπληρώσω τα χρέη μου απέναντί τους, θα με βοηθούσε σ’ αυτό η φίλη μου, η δασκάλα, και οι συμβουλές της, τα έξυπνα λόγια της… Και ξέρετε κάτι; Όλα αυτά δεν θα τα αντάλλαζα με τίποτα. Με τίποτα απολύτως. Ούτε γι’ αστείο.
Όπως καταλαβαίνετε, το τρένο δεν σταμάτησε σε καμιά ιδιαίτερη πόλη σαν αυτή που είχα φανταστεί. Σταμάτησε απλά στον προορισμό του, όπου ο καιρός ήταν εξίσου συννεφιασμένος με την Κομοτηνή. Εγώ περίμενα στη θέση μου μέχρι να δω τη γυναίκα από μπροστά μου να σηκώνεται, κι όταν εκείνη βγήκε στο διάδρομο ανάμεσα στις θέσεις, σηκώθηκα κι εγώ και την ακολούθησα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη, και για μια στιγμή ανησύχησα μήπως τη χάσω από τα μάτια μου, αλλά αυτό δεν συνέβη.
Κατεβήκαμε απ’ το τρένο και περπατήσαμε στην αποβάθρα πολλοί επιβάτες μαζί. Εγώ δεν τολμούσα να πάρω το βλέμμα μου απ’ τα κοκκινωπά μαλλιά της για να μην την χάσω σε κάποια ανυπολόγιστη στιγμή. Λίγο αργότερα το τοπίο ξεκαθάρισε. Άλλοι περπάτησαν προς τα ταξί που περίμεναν πιο πέρα απ’ τον σταθμό και άλλοι, όπως εγώ, έφυγαν με τα πόδια.
Θα την ακολουθούσα. Δεν θα δίσταζα να το κάνω. Δεν ήταν, βέβαια, κάτι που έκανα κάθε μέρα, αλλά θα το τολμούσα. Την είδα να περνάει το δρόμο και περπάτησα αργά από πίσω της, αφήνοντας μια σχετικά ασφαλή απόσταση ανάμεσά μας. Την ακολούθησα για αρκετή ώρα. Πέρασε από τον κεντρικό δρόμο, τη Λεωφόρο Δημοκρατίας, και έφτασε μέχρι τη Μαζαράκη, εκεί που βρισκόταν κάποτε η πιάτσα των ταξί. Εκεί λοιπόν έστριψε και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω.
Συνέχισα κρατώντας την καφέ τσάντα μου στο δεξί μου χέρι, το οποίο είχε αρχίσει να κουράζεται τώρα πια, γι’ αυτό και τελικά αποφάσισα να την κρατήσω για λίγο με το αριστερό. Εκείνη είχε περάσει την τσάντα της πάνω απ’ τον ώμο της. Δεν μπορούσα να μαντέψω τι είχε εκεί μέσα, αλλά χωρούσαν λίγα πράγματα. Σίγουρα όχι ρούχα. Το πολύ καμιά ζακέτα, ή μπλούζα, ή κάτι τέτοιο.
Την ακολούθησα μέχρι το σπίτι της. Έμενε σε ένα στενό δύο δρόμους πριν το πρώτο λύκειο της πόλης. Το σπίτι είχε τρεις ορόφους, ο καθένας με ένα μεγάλο μπαλκόνι. Την είδα να περνάει την πόρτα της εισόδου, κι ύστερα χάθηκε για λίγο. Εγώ πήγα και περίμενα πίσω από δύο χαμηλά δέντρα που βρίσκονταν στην άκρη του απέναντι πεζοδρομίου. Στην αρχή δεν ήξερα γιατί περίμενα, απλά δεν μου φαινόταν εντάξει το να φύγω έτσι απλά, αλλά ύστερα χαμογέλασα. Δύο στόρια άνοιξαν στον δεύτερο όροφο, το ένα μετά το άλλο, και τώρα ήξερα που έμενε. Διέσχισα ξανά τον δρόμο και κοίταξα τα ονόματα στο κουδούνι. Αυτό του δεύτερου ορόφου ήταν κενό. Δεν μπορούσα να μάθω έτσι το όνομά της. Τότε αποφάσισα πως μέχρι εδώ ήταν αρκετά. Είχε έρθει η ώρα να φύγω, κι αποφάσισα να γυρίσω στο πατρικό μου.
Βγήκα απ’ τα στενά σε έναν δρόμο που συνήθως είχε περισσότερη κυκλοφορία, σ’ αυτόν που περνούσε δίπλα από ένα δημοτικό, δεν θυμάμαι τον αριθμό του συγκεκριμένου σχολείου, όμως, δεν τον πρόσεξα… Σκέφτηκα να ακολουθήσω τον δρόμο που ακολουθούσα και τότε, όταν ακόμα ήμουν μαθητής και επέστρεφα απ’ το σχολείο. Δεν μπορούσα να συνδέσω το τι σχέση είχαν μεταξύ τους όλα όσα έκανα, αλλά αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι το έκανα για την αίσθηση. Αυτή ήταν η δουλειά μου, έτσι κι αλλιώς… το να συλλέγω συναισθήματα. Ήμουν περίεργος να δω πως θα ένιωθα, τι σκέψεις θα μου προκαλούσε αυτή η μικρή αναδρομή στο παρελθόν.
Κατέληξα, λοιπόν, σε ένα άλλο στενό, πέρασα μπροστά από ένα αρτοποιείο, κι από εκεί βγήκα σε ένα μικρό πάρκο ανάμεσα σε μερικά σπίτια. Ήταν πολύ μικρό και πάντα μου άρεζε. Είχε μερικά δέντρα, κάτι θάμνους και λίγα λουλούδια. Χάρηκα που είδα ότι υπήρχε ακόμα. Στη συνέχεια πέρασα μπροστά από το σπίτι της γυναίκας που με πρόσεχε όταν ήμουν μωρό ακόμα. Είχε πεθάνει πριν χρόνια, αλλά εγώ και η οικογένειά μου δεν το είχαμε μάθει. Δεν είχαμε πάει καν στην κηδεία της, παρόλο που η μητέρα μου διατηρούσε σχέσεις μαζί της όσο εκείνη ζούσε. Όσο ζούσαν κι οι δυο τους, δηλαδή.
Πέρασα την Εθνικής Αντίστασης, έναν μεγάλο δρόμο στον οποίο βρισκόταν το περίπτερο στο οποίο με έστελναν κάποτε για να αγοράζω εφημερίδες, και μπήκα σε έναν παράδρομο που κάποτε, τους χειμώνες, θεωρούσα τον πιο όμορφο δρόμο της πόλης. Θυμόμουν ότι γυρνούσα το βράδυ περνώντας μέσα από εκείνο το γραφικό δρομάκι με τα όμορφα σπίτια, ενώ ο αέρας έκανε ένα καμπανάκι που βρισκόταν σε κάποιο απ’ τα μπαλκόνια να ακούγεται με τον δικό του ιδιαίτερο ήχο. Τελικά έφτασα στο πατρικό μου.
Είχα ακόμη τα κλειδιά περασμένα στον ίδιο κρίκο που είχα και τα κλειδιά του διαμερίσματός μου στην Κομοτηνή, αλλά και του σπιτιού μου στα Τρίκαλα. Ήλπιζα μόνο να μην είχαν αλλάξει την κλειδαριά της εξώπορτας αυτοί που έμεναν από πάνω, αλλά γιατί θα έκανε κανείς κάτι τέτοιο; Πέρασα την είσοδο με ευκολία τελικά, αφού πρώτα έριξα μια ματιά στο παλιό αυτοκίνητο των γονιών μου, ένα μικρό τζιπ. Ανέβηκα τη σκάλα μέχρι που έφτασα στην πόρτα του σπιτιού, στον πρώτο όροφο. Μπήκα μέσα.
Δεν θυμόμουν ποτέ το σπίτι να ήταν σκοτεινό, αλλά τώρα οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και έξω είχε συννεφιά, οπότε ναι, τώρα το σπίτι ήταν σχετικά σκοτεινό. Άφησα την τσάντα μου μπροστά στο ντουλάπι που βρισκόταν κάτω απ’ τον καθρέφτη και περπάτησα μέσα στο σαλόνι, στην κουζίνα, κι ύστερα στον διάδρομο, προς τα υπνοδωμάτια όπου το σκοτάδι ήταν διπλά πιο πυκνό.
Θα περίμενα να βρω φαντάσματα μέσα στο πατρικό μου. Της μητέρας και του πατέρα μου… και ίσως τη σκιά του αδερφού μου… αν είχε μείνει έστω και η σκιά του μέσα σ’ εκείνο το σπίτι.
Στο δωμάτιό μου βρήκα κάτι παλιά άλμπουμ μουσικής. Ήταν ένας από τους λόγους που είχα γυρίσει… έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου η μουσική που άκουγα. Μου έδινε εμπειρίες… με βοηθούσε πολύ στη δουλειά μου. Θυμάμαι πώς οι στίχοι κάποιων τραγουδιών με παρακινούσαν να γράψω… Υπήρχε μάλιστα εκείνο το τραγούδι… δεν θυμάμαι τον τίτλο του τώρα, αλλά τραγουδούσε μια γυναίκα. Κι εγώ δεν την είχα δει ποτέ στη ζωή μου, αλλά νόμιζα ότι θα την ερωτευόμουν μόνο ακούγοντας τη φωνή της. Για κάποιο λόγο σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να είναι πανέμορφη. Και τώρα χαμογελάω στη σκέψη... Κι όμως, είχα διαβάσει κάπου ότι έρωτας μπορεί να υπάρξει μόνο για ένα απρόσιτο πρόσωπο… κι εκείνη η τραγουδίστρια ήταν σίγουρα ένα απρόσιτο πρόσωπο για μένα.
Ό,τι υπήρχε στο ψυγείο βρισκόταν για μήνες εκεί μέσα και ήταν άχρηστο πια. Κι αυτό γιατί κανείς δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό. Μετά την κηδεία της μητέρας μας, αποφασίσαμε και εγώ και ο αδερφός μου να φύγουμε αμέσως από την πόλη. Για διαφορετικούς λόγους, βέβαια, αλλά αυτή την απόφαση είχε πάρει ο καθένας για τον εαυτό του. Θα έβαζα στοίχημα ότι ο αδερφός μου είχε πάρει όρκο να μην γυρίσει ποτέ, αλλά δεν νιώθω σαν να θέλω να το συζητήσω τώρα.
Τα πράγματα με την κηδεία του πατέρα μου είχαν λειτουργήσει αλλιώς. Εκείνος είχε πεθάνει από καρκίνο. Θυμάμαι πώς είχα μείνει για πολλή ώρα καθισμένος σε μια ξύλινη καρέκλα, δίπλα στο νεκροκρέβατό του, κρατώντας το χέρι του… το χέρι ενός πτώματος… το χέρι του πατέρα μου. Η μάνα μου περίμενε έξω, στο διάδρομο, κι ο αδερφός μου έλειπε στο εξωτερικό κυνηγώντας το όνειρο.
Πέρασα αρκετή ώρα ακούγοντας τα παλιά εκείνα άλμπουμ που είχα ξεθάψει. Κάποιες φορές οι αναμνήσεις με έκαναν να χαμογελάσω, αν και πολλές στιγμές ένιωσα σαν να ήθελα να τα παρατήσω όλα. Να παρατήσω το ταξίδι και να γυρίσω πίσω στα Τρίκαλα, εκεί που είχα χτίσει τη ζωή μου. Εξάλλου, τα Τρίκαλα ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να τακτοποιήσω τα πράγματα έτσι ώστε να μην έχω λόγους να μετανιώσω για όσα έκανα. Αν τα σκάτωνα κι εκεί, τότε δεν ήξερα που θα πήγαινα μετά. Ίσως στο Ναύπλιο. Μια απλή σκέψη είναι αυτή, τώρα…
Είχα κάνει μια στάση στην Κομοτηνή πρώτα, όπως καταλάβατε. Στο φοιτητικό μου διαμέρισμα. Το είχα νοικιάσει ξανά μετά από τόσα χρόνια απλά και μόνο για να έχω τη δυνατότητα να το επισκέπτομαι. Δεν ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου τα φοιτητικά, αλλά ήθελα να επιστρέφω στα παλιά κάθε τόσο. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που το έκανα. Η πρώτη φορά που επέστρεφα, και διαπίστωνα ότι το παρελθόν μου δεν ήταν και ο πιο όμορφος τόπος για να βρίσκεται κανείς.
Αλλά αυτό ήταν κάτι που θα έπρεπε να το ξέρω ήδη. Εγώ ο ίδιος ήθελα να φύγω απ’ την Αλεξανδρούπολη όταν ακόμη τέλειωνα το σχολείο. Αργότερα είχα διαπιστώσει ότι δεν ήθελα να πάω και πολύ μακριά… κι όμως, υπήρχαν φορές που πραγματικά ήθελα να πάω κάπου αλλού, να φύγω μακριά από όλους αυτούς του γνωστούς που είχα, εκείνους με τους οποίους είχα κάνει τόσα λάθη. Ήθελα να μην με ξαναδούν ποτέ, και να μην τους ξαναδώ κι εγώ.
Στην αρχή είχα ξεχάσει πώς ένιωθα. Η αυτοτιμωρία με είχε κάνει να ξεχάσω πόσο πολύ μισούσα τους παλιούς μου φίλους. Τα είχα χαντακώσει όλα κάτω απ’ το χαλί, ακριβώς όπως είχα κάνει με τις τύψεις μου. Ακριβώς όπως είχα κάνει με την Αθανασία κάποτε. Μόνο που λίγο καιρό αργότερα όλα εκείνα άρχισαν να ξεπροβάλλουν. Κι έτσι, διαπίστωσα ότι όλες οι επιλογές μου ήταν βασισμένες σε ψέματα, σε ψεύτικα όνειρα που απείχαν πολύ απ’ την πραγματικότητα. Και τώρα έπρεπε να συγκεντρωθώ… να προσαρμοστώ ή να βρω έναν τρόπο να τη σκαπουλάρω. Εγώ, που είχα τα μάτια μου κλειστά, που δυσκολευόμουν να βγω στον έξω κόσμο, να τον αποδεχτώ, να γίνω κομμάτι του. Έπρεπε να φτιάξω έναν δικό μου κόσμο, λοιπόν, έτσι ώστε να μπορώ να επιβιώνω. Το πρόβλημα ήταν ότι ο κόσμος που είχα φτιάξει αποδείχτηκε πολύ τρομακτικός.
Είχα, συνεπώς, την ανάγκη να περνάω πολλές ώρες με τον εαυτό μου και τις σκέψεις μου, κάτι που δεν είναι πάντα και πολύ καλό. Είχα την ανάγκη να ονειρεύομαι… να έρχομαι σε επαφή με ό,τι είχε απομείνει από τα όνειρά μου. Κάπως έτσι απομακρύνθηκα και από την Αθανασία. Κάθε φορά που ήμασταν μαζί ένιωθα ότι υπήρχε κάτι ανάμεσά μας που μας ένωνε, αλλά και κάτι που μας κρατούσε μακριά. Ήταν σαν να την ήθελα, και σαν εκείνη να έδειχνε ενδιαφέρον, αλλά παράλληλα σαν να με απωθούσε. Κι αυτό με έκανε να σκέφτομαι ότι δεν ήμουν κανένας σημαντικός για εκείνην. Μετά από κάθε λάθος εκτίμηση μαζί της ένιωθα σαν να ήθελα να καταστρέψω τον εαυτό μου.
Μερικές φορές ακόμη με πιάνει εκείνος ο φόβος μου με έπιανε και τις μέρες που ζούσα μέσα στον κόσμο μου. Ο φόβος για τα μικρά πράγματα. Ο φόβος για τα πάντα. Είχα ακούσει ότι για να έρθει η αλλαγή πρέπει πρώτα να επέλθει η απόλυτη καταστροφή. Λοιπόν για μένα υπήρχε κάθε φορά μια καταστροφή που άφηνε καινούριες υποσχέσεις, οι οποίες μόνο κατά το ήμισυ εκπληρώνονταν. Αλλά ίσως δεν θα έπρεπε να παραπονιέμαι και τόσο.
Ήθελα να γίνω συγγραφέας. Μεγάλος και τρανός συγγραφέας. Από τότε που ήμουν μικρός. Ο καιρός πέρασε, πράγματα συνέβησαν, κι εγώ ωρίμασα κάπως. Προσγειώθηκα κάπως ανώμαλα, όπως και οι περισσότεροι ονειροπόλοι, μάλλον. Τα πρότυπά μου άλλαξαν, και για να πω την αλήθεια στράφηκα εναντίον των παλιών μου ειδώλων. Πολιτικοποιήθηκα κιόλας σε ένα βαθμό. Και κατάφερα τελικά να γίνω συγγραφέας. Δεν ήθελα πια να γίνω μεγάλος και τρανός, δημοφιλής και δυνατός. Ήθελα, όμως, να ζω απ’ το γράψιμο, γράφοντας μόνο όσα ήθελα, και όχι κάνοντας την πουτάνα.
Ζούσα απ’ το γράψιμό, λοιπόν, ναι. Αλλά τι άλλο ήθελα; Ξεγράψτε την ερώτηση, είναι κάπως λάθος. Η σωστή είναι η εξής: Ποιο ήταν το τίμημα;
Έτσι όπως το βλέπω εγώ, το τίμημα ήταν ότι ήμουν ακόμη ένας κυνηγημένος. Με κυνηγούσε το παρελθόν μου. Χρόνια είχα που πήγαινα σε ψυχολόγο, για ένα διάστημα είχα πάρει και φάρμακα από ψυχίατρο, κι όμως είχα ακόμη τύψεις για τα μικρά πράγματα. Για τους ανόητους έρωτές μου με γυναίκες που δεν μπορούσα ούτε να σταθώ δίπλα τους. Για τα λάθη μου, για τις ελλιπείς… γνώσεις και… ξέρω γω… εμπειρίες μου. Για τα καταραμένα τα λάθη, ξανά απ’ την αρχή… Και έγραφα για όλα αυτά. Πουλούσα τον πόνο μου, αυτό έκανα μέχρι πρόσφατα. Κι εκείνος έπιανε τόπο. Κι εγώ τώρα χρειαζόμουν τη δόση μου. Χρειαζόμουν μια δόση αυτοτιμωρίας, γι’ αυτό έκανα αυτό το ταξίδι. Επειδή στην πραγματικότητα δεν έφυγα ποτέ απ’ την Αλεξανδρούπολη, και δεν έφυγα ποτέ απ’ την Κομοτηνή. Και τώρα οι τύψεις μου είχαν αρχίσει να χτίζουν την αυτοκρατορία τους στα Τρίκαλα, κι εγώ σε λίγο θα έπρεπε να φύγω για άλλη μια φορά.
Τι θα μου έλεγε η φίλη μου για όλα αυτά; Ξέρετε ποιαν εννοώ… όχι την Αθανασία. Εκείνη την γυναίκα μέσα στο τρένο. Θυμάστε πως τη φανταζόμουν, ελπίζω… σαν κάποια που θα με συμβούλευε… σχεδόν. Τι θα μου έλεγε εκείνη, λοιπόν; Τι θα μου λέγατε εσείς; Πιστεύω ότι θα μου έλεγε να το αντιμετωπίσω. Αυτό πιστεύω εγώ, δηλαδή. Δεν ξέρω για εσάς. Ναι, μάλλον θα μου έπιανε το χέρι ενώ θα καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας της, και θα μου έλεγε ότι έπρεπε να δώσω λύση στις τύψεις… στην αυτοτιμωρία μου… Ξέρετε, στη μικρή πόλη με τα πέτρινα κτίρια, τις πλατείες και τα ζαχαροπλαστεία και όλα τα σχετικά, στην πόλη που δεν υπάρχει. Δεν ξέρω γιατί είχα κολλήσει με τα ζαχαροπλαστεία… κάπου θα είχα δει κάτι παρόμοιο, φαντάζομαι.
Τέλος πάντων, με όλα αυτά και με τη μουσική που άκουγα επί ώρες, είχε φτάσει και το απόγευμα. Και αν ήθελα να επιβιώσω στο πατρικό μου, έπρεπε να πάω για ψώνια.
**
Είχα ψάξει στο γραφείο του πατέρα μου για να βρω τα κλειδιά του παλιού αυτοκινήτου, θα το χρειαζόμουν για τα ψώνια. Επέστρεψα στο σπίτι κάποια ώρα αργότερα και έφτιαξα έναν καφέ. Πέταξα και τα παλιά πράγματα που είχε μέσα το ψυγείο. Είχα την εντύπωση ότι πρώτη φορά ξόδευα τόσα πολλά λεφτά σε σούπερ μάρκετ. Τόσα πολλά είχα αγοράσει.
Βγήκα και κάθισα στο μπαλκόνι για λίγο, μέσα στην φθινοπωρινή ψύχρα. Ψιχάλιζε πάλι. Ο καφές, όμως, ήταν ζεστός και ήταν όμορφα. Έτσι μου άρεζε, να ρουφάω κάθε σταγόνα μελαγχολίας που υπήρχε γύρω μου, κάθε αίσθηση μοναξιάς. Κάπως έτσι θα τελείωνα μια μέρα. Μόνος.
Τέλειωσα τον καφέ σχετικά γρήγορα, και αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι της φίλης μου. Εκείνην απ’ το τρένο, εννοώ. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα από εκείνη, αλλά αποφάσισα να αφήσω τις αισθήσεις μου να με καθοδηγήσουν. Πήρα το αυτοκίνητο, λοιπόν, και οδήγησα μέχρι ένα σημείο κοντά στο σπίτι της. Από το σημείο εκείνο μπορούσα να δω την είσοδο του κτιρίου, αλλά και τα παράθυρα. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και τα φώτα ήταν σβηστά, αλλά εκείνη καθόταν στο μπαλκόνι. Φορούσε μια γκρι ζακέτα και είχε τα μαλλιά της πιασμένα πίσω… αν μπορούσα να δω καλά. Και διάβαζε ένα βιβλίο.
Τι τρόπος να προσεγγίσεις έναν άνθρωπο! Πόσο βλάκας μπορούσα να είμαι; Πόσο περίεργος, ανίδεος, ανήθικος και ηλίθιος έπρεπε να είμαι για να κάθομαι και να την παρακολουθώ έτσι; Απ’ την άλλη βέβαια, ο καθένας έχει τον τρόπο του. Θυμάμαι ένα κορίτσι σε ένα κατάστημα στα Τρίκαλα. Κάθε φορά που πήγαινα εκεί μου μιλούσε απότομα, ώσπου μια μέρα έσκυψε μπροστά και με φίλησε… η ηλίθια. Εγώ την έσπρωξα πίσω τόσο δυνατά που χτύπησε πάνω σε ένα ράφι. Ήθελα να την χτυπήσω, τόσο πολύ με είχε εκνευρίσει, αλλά κάτι με σταμάτησε. Η λογική, ίσως. Για ποιο λόγο είχα ενοχληθεί τόσο πολύ;
Δεν πήγα ποτέ ξανά σ’ εκείνο το κατάστημα, αν και λίγο αργότερα άρχισα να καταλαβαίνω τι με είχε ενοχλήσει. Η αποδοχή. Το ενδεχόμενο να της αρέσω. Δεν καταλάβαινα τι μου έβρισκε, και μου την είχε δώσει το ότι μου το έδειξε. Και μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο… αυθόρμητα, ας πούμε.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό που προσπαθώ να σας πω, είναι ότι είχα κι εγώ τον απλό, παρανοϊκό μου τρόπο. Ο σκοπός ποιος ήταν, δεν ξέρω. Μάλλον το να βρω μια ευκαιρία για να της μιλήσω. Αλλά δεν ήξερα ακόμη τι ακριβώς περίμενα από εκείνην. Γιατί το να βασιστώ σε ένα όνειρο μέσα στο οποίο εγώ ήμουν τελικά παντρεμένος με την Αθανασία, ενώ η γυναίκα απ’ το τρένο –όπως κι αν την έλεγαν- ήταν φίλη μου, δεν ήταν μια κίνηση πολύ έξυπνη, μάλλον. Τι ήθελα; Μήπως να έφευγα; Να έβαζα ένα τέλος σ’ αυτή την ιστορία; Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα.
Έσκυψα λίγο μπροστά και κοίταξα στο μπαλκόνι της. Είχε σηκωθεί όρθια και στεκόταν στην άκρη, κοιτάζοντας προς την πλευρά που είχα παρκάρει. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για μένα, επομένως ήμουν προς το παρόν αόρατος.
Για να μην τα πολυλογώ, εκείνη έμεινε στο μπαλκόνι, κι εγώ έμεινα καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητο, ακούγοντας ανόητα τραγούδια από έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, παρατηρώντας την ίδια στιγμή τις κινήσεις της. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα ότι κάποιος την παρακολουθούσε, κι εγώ δεν ήξερα καθόλου τι άνθρωπος ήταν, αλλά εκείνη την στιγμή ένιωθα σαν να είχαμε μια κάποιου είδους σχέση. Περίεργη σχέση, σχεδόν ανύπαρκτη, αλλά εκείνη την στιγμή σχετιζόμασταν, νομίζω.
Τελικά μπήκε μέσα και άναψε τα φώτα, αφήνοντας εμένα ολομόναχο. Έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και άρχισα να οδηγάω μέσα στην πόλη για λίγο, σκοτώνοντας τον χρόνο μου. Αποφάσισα να επιστρέψω ξανά το επόμενο πρωί. Ίσως έτσι να μάθαινα πού δουλεύει. Ίσως τελικά να έβρισκα έναν τρόπο να την πλησιάσω.
Το επόμενο πρωί πάρκαρα στην ίδια θέση. Περίμενα περίπου μιάμιση ώρα, όταν είδα την πόρτα της εισόδου να ανοίγει. Την είδα να βγαίνει έξω. Κατέβηκα αμέσως από το αυτοκίνητο, το κλείδωσα και έτρεξα πίσω της. Είχα να τρέξω κατά μήκος ενός μικρού δρόμου για να την φτάσω, δεν την έβλεπα πια.
Όταν έφτασα στην γωνία ακριβώς απέναντι από το σπίτι της, κοίταξα προσεκτικά. Περπατούσε προς το κέντρο της πόλης. Υπέθεσα, δηλαδή, ότι κατευθυνόταν προς το κέντρο. Λογικά θα δούλευε κάπου, έτσι δεν είναι; Την ακολούθησα, λοιπόν, με τα πόδια και περπατήσαμε μαζί αρκετά λεπτά, ώσπου τελικά εκείνη μπήκε σε ένα βιβλιοπωλείο το οποίο δεν θυμόμουν από παλιά. Υπέθεσα ότι ήταν σχετικά καινούριο.
Στάθηκα μπροστά στην βιτρίνα παριστάνοντας ότι κοίταζα τα βιβλία. Στην πραγματικότητα προσπαθούσα να δω τι έκανε εκεί μέσα. Έβγαζε το παλτό της για την ώρα, αυτό έκανε. Κι ύστερα πήγε κάπου πίσω, κάπου που δεν την έβλεπα, κι επέστρεψε με ένα φλιτζάνι που μάλλον είχε μέσα καφέ. Κι ύστερα στάθηκε πίσω απ’ τον πάγκο. Δούλευε εκεί, λοιπόν. Μπήκα μέσα.
Τα μαλλιά μου είχαν βραχεί απ’ το ψιλόβροχο, το ίδιο και το δερμάτινο σακάκι μου, αλλά σε γενικές γραμμές δεν με ένοιαζε και πολύ η εμφάνισή μου τα τελευταία χρόνια. Απλά προσπαθούσα να μην δείχνω αστείος. Σε καμιά περίπτωση δεν προσπαθούσα να δείχνω εντυπωσιακός ή κάτι τέτοιο.
«Γεια σας», είπε εκείνη, κι εγώ χαμογέλασα.
«Γεια», είπα. «Είμαι ο πρώτος πελάτης;» Βλακείες… προσπαθούσα να ανοίξω συζήτηση.
«Ναι», είπε εκείνη.
«Βλέπω ότι δεν προλάβατε να πιείτε τον καφέ σας ακόμη…»
«Μην σας ανησυχεί αυτό, δεν άνοιγα εγώ σήμερα το κατάστημα. Είναι κάποιος άλλος κάτω εδώ και αρκετή ώρα. Πως μπορώ να σας βοηθήσω;»
Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας μια απάντηση. Δεν έψαχνα τίποτα, άρα… τι θα της έλεγα; Ότι την είδα στο τρένο και ότι ήθελα να μιλήσω μαζί της; Μαλακίες, προφανώς όχι κάτι τέτοιο.
«Ψάχνω ένα τετράδιο… ξέρεις… από αυτά τα…»
«Ημερολόγιο;»
«Ναι!» είπα. «Από αυτά».
Την ακολούθησα στο βάθος, σε έναν πάγκο που είχε κάθε είδους τετράδιο.
«Μπορείτε να ρίξετε εδώ μια ματιά», μου είπε. «Όλα αυτά, στην αριστερή πλευρά είναι ημερολόγια».
«Εντάξει, ευχαριστώ».
«Ψάχνετε κάτι συγκεκριμένο; Υπάρχουν αυτά με τις εικόνες ζώων, αυτά με τις γελοιογραφίες…»
«Θα προτιμούσα κάτι απλό…»
Μου έδειξε ένα σκούρο κόκκινο τετράδιο με χοντρό εξώφυλλο. Ήταν όμορφο. Το κράτησα στα χέρια μου και έκανα ότι με ενδιέφερε. Της είπα ότι θα το αγόραζα κι ύστερα την ακολούθησα στον πάγκο. Αποδείχτηκε ότι στο τρένο είχα κάνει λάθος. Δεν ήταν μεγαλύτερη, αλλά μικρότερη από εμένα. Ήταν οπωσδήποτε μικρότερη κατά μερικά χρόνια.
«Πως σε λένε;» Την ρώτησα.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή.
«Ιωάννα», είπε.
Εγώ έγνεψα καταφατικά. Δεν με ρώτησε το δικό μου όνομα. Με ρώτησε, ωστόσο, κάτι άλλο ενώ έβαζε το ημερολόγιο μέσα σε μια σακούλα.
«Είσαι συγγραφέας, έτσι δεν είναι;»
«Ε;»
«Λέω…» είπε ξανά «Είσαι συγγραφέας, σωστά; Είμαι σίγουρη ότι σε έχω δει κάπου».
«Μπορεί», της είπα και χαμογέλασα. «Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσει να διαβάζεις;»
«Ας πούμε ότι ασχολούμαι», μου είπε.
«Ωραία», είπα. «Ωραία».
«Τελικά είσαι συγγραφέας ή όχι;»
«Είμαι», της είπα. «Είμαι». Το γράψιμο. Μερικές φορές μπορούσε να σε βοηθήσει, τελικά. Με διάφορους τρόπους, απ’ ό,τι φαίνεται. «Έχεις διαβάσει κάτι δικό μου;»
«Δεν ξέρω, μπορεί. Πάντως δεν έχω γνωρίσει ποτέ συγγραφέα».
«Δεν ξέρω αν διαφέρουμε καθόλου, για να σου πω την αλήθεια. Απλά… εμείς γράφουμε. Νομίζω ότι αυτή είναι η μόνη διαφορά μας».
«Εγώ νομίζω ότι κάνεις λάθος. Νομίζω ότι έχετε κι άλλες διαφορές».
«Όπως;» Τη ρώτησα. Για να σας πω την αλήθεια, κι εγώ νόμιζα ότι είχαμε κι άλλες διαφορές εμείς οι συγγραφείς, απλά δεν ήθελα να με περάσει για ψώνιο.
«Μερικοί από εσάς βλέπετε τα πράγματα με κάποιο διαφορετικό τρόπο, νομίζω… είστε πιο ευαίσθητοι».
«Δεν είμαι σίγουρος αν ισχύουν όλα αυτά…»
Η Ιωάννα ήπιε μια λίγο απ’ τον καφέ της και μου χαμογέλασε. Ύστερα με ρώτησε το όνομά μου, κι εγώ της το είπα. Έψαξε στον υπολογιστή και είδε ότι υπήρχαν στο βιβλιοπωλείο δύο απ’ τα βιβλία μου. Είπε ότι θα διάβαζε το ένα, και ότι θα ήθελε να μπορεί να το συζητήσει μαζί μου. Της είπα ότι θα ήταν ό,τι καλύτερο.
«Ποιο θα μου πρότεινες να διαβάσω;» Με ρώτησε.
«Αυτό με τα διηγήματα», της είπα. «Νομίζω ότι είναι καλύτερο».
«Εντάξει», είπε. «Θα μπορέσεις να ξαναπεράσεις κάποια στιγμή; Για να… μιλήσουμε».
«Ναι, εντάξει. Σε… τρεις μέρες ίσως;»
Συμφώνησε. Είπε ότι θα έβαζε τα δυνατά της για να τελειώσει το βιβλίο μέχρι τότε. Κι ύστερα έφυγα κρατώντας τη σακούλα με το ημερολόγιο.
**
Την επόμενη μέρα ξύπνησα νωρίς το πρωί και πήγα σχολείο. Ναι, καλά διαβάσατε. Πήγα σχολείο, ακριβώς όπως πήγαινα κάποτε. Ακολούθησα τον ίδιο δρόμο που ακολουθούσα και τότε, παρατηρώντας τις όποιες διαφορές με το παρελθόν, και έφτασα μέχρι την είσοδο της αυλής. Συνάντησα πολλά παιδιά μέχρι να φτάσω, και διαπίστωσα με μια κάποια πικρία αλλά και με ένα χαμόγελο ότι το σχολείο στο οποίο πήγαινα λειτουργούσε ακόμα. Βέβαια, οι καθηγητές είχαν ακόμη την κακή συνήθεια να κλειδώνουν την πόρτα της αυλής, γι’ αυτό και περίμενα έξω μέχρι να τελειώσει η προσευχή. Κι όταν τέλειωσε, πέρασα πάνω από τα κάγκελα και μπήκα μέσα σε έναν έρημο χώρο. Βλέπετε, όλοι ήταν στις τάξεις.
Μπήκα και μέσα στα κτίρια, πρώτα στο δεύτερο, εκεί που ήταν η τάξη μου. Τριγύρισα για λίγο μέσα στους διαδρόμους, και στη σκάλα του δεύτερου ορόφου συνάντησα έναν μαθητή που περίμενε έξω μουτρωμένος.
«Τι κάνεις εδώ;» Τον ρώτησα.
«Μ’ έβγαλε έξω», μου είπε.
«Κιόλας; Πότε πρόλαβε;»
«Ε, είναι βιαστικός αυτός».
«Α, έτσι…»
«Εσύ ποιος είσαι;» Με ρώτησε.
Στην αρχή δεν ήξερα τι να του πω. Ύστερα πήρα μπρος:
«Ένας κακόμοιρος που είναι προσκολλημένος στο παρελθόν του», του είπα.
«Α. Εντάξει», μου είπε εκείνος. «Γεια».
«Γεια».
Πέρασα, όμως, κι απ’ το πρώτο κτίριο, εκεί που βρίσκονταν η γραμματεία και το γραφείο του διευθυντή, την πόρτα του οποίου και χτύπησα. Κάποιος καινούριος ήταν, προφανώς, ο διευθυντής, κάποιος που δεν ήξερα. Μου μίλησε με ευγένεια, ωστόσο, και συζήτησε για λίγο μαζί μου όταν του είπα ότι είμαι συγγραφέας. Τον ρώτησα τα ονόματα κάποιων παλιών καθηγητών μου. Μερικών που συμπαθούσα, και μερικών άλλων, μπάσταρδων. Απ’ όσα μου είπε άλλοι είχαν συνταξιοδοτηθεί και άλλοι είχαν πεθάνει, κι εγώ του είπα ότι κάποια μέρα θα μιλάνε και για μας έτσι αυτά τα παιδιά. Συμφώνησε, κι ύστερα τον χαιρέτησα και έφυγα περνώντας ξανά πάνω απ’ τα κάγκελα.
Πέρασα, βασικά, τρεις μέρες χωρίς να κάνω τίποτα. Το μόνο χρήσιμο που έκανα ήταν ότι κράτησα μερικές σημειώσεις για το καινούριο διήγημα που ήθελα να γράψω. Βλέπετε, μερικές φορές οι ιδέες έρχονται πολύ απλά απ’ το πουθενά. Οι μάλλον… όχι ακριβώς απ’ το πουθενά, αλλά να… εκεί που δεν το περιμένει κανείς… Σημείωσα στο κόκκινο ημερολόγιο που μου έδωσε η Ιωάννα, έτσι απλά, για την αίσθηση ότι έκανα μια καινούρια αρχή. Κάθε καινούρια δουλειά –ένα διήγημα σ’ αυτήν την περίπτωση- θα έπρεπε να είναι μια καινούρια αρχή. Έτσι πιστεύω εγώ, δηλαδή. Αλλιώς αρχίζεις και επαναλαμβάνεσαι, κι αυτό δεν είναι καλό. Όχι για το αναγνωστικό κοινό. Δεν με νοιάζει πάντα το κοινό, αλλά για τον εαυτό μου και για το γράψιμο. Πρέπει να την σέβεσαι την τέχνη.
Την τρίτη μέρα σηκώθηκα και πάλι νωρίς, όπως και κάθε μέρα. Στάθηκα μπροστά στο παράθυρο και κοίταξα έξω κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ. Είχε και πάλι συννεφιά. Ντύθηκα και ξεκίνησα για το βιβλιοπωλείο. Πήγα με τα πόδια, δεν υπήρχε μέρος να παρκάρεις εκεί πέρα. Στάθηκα ξανά μπροστά στην βιτρίνα και κοίταξα διακριτικά μέσα. Δεν έβλεπα πουθενά την Ιωάννα. Μπήκα μέσα, παρ’ όλα αυτά, και συνάντησα έναν τύπο που δούλευε εκεί. Ρώτησα για την Ιωάννα.
«Α, είσαι ο συγγραφέας;» Με ρώτησε και γέλασε.
«Ναι…» του είπα «…κάτι τέτοιο».
«Είπε να σου δώσω τον αριθμό της, και να την πάρεις τηλέφωνο. Μια στιγμή», είπε και άρχισε να γράφει σε ένα μικρό κομμάτι χαρτί. «Ορίστε», μου το έδωσε.
Κοίταξα τον αριθμό. Ήταν σταθερό. Ναι, είχα τον αριθμό του σπιτιού της. Πρώτη φορά εξελισσόταν έτσι μια σχέση στην ζωή μου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχε προσέξει ότι μέσα στο τρένο, πριν λίγες μέρες, καθόμουν από πίσω της. Δεν είχε σημασία πια. Το επόμενο βήμα ήταν να της τηλεφωνήσω.
Χαιρέτησα τον φίλο της Ιωάννας και έφυγα απ’ το βιβλιοπωλείο με το μικρό χαρτάκι στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου. Της τηλεφώνησα το απόγευμα. Πρώτα είπαμε όλα τα σχετικά, είμαι ο τάδε, πώς είσαι, τι κάνεις, και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, αλλά μετά μου είπε ότι διάβασε το βιβλίο μου, κι όλα άρχισαν ν’ αλλάζουν. Διαπίστωσα ότι είχε να πει καλά λόγια. Πιο συγκεκριμένα, μου είπε ότι το βρήκε πολύ… ιδιαίτερο. Και της άρεσαν ιδιαίτερα εκείνα τα διηγήματα που έμοιαζαν με παραμύθια… Κάποια από αυτά τα βρήκε πολύ συγκινητικά, είπε. Της είπα ότι χαίρομαι γι’ αυτό. Κι ύστερα με προσκάλεσε στο σπίτι της. Έτσι απλά. Είπε ότι θα ήθελε να με γνωρίσει, γιατί πίστευε –σύμφωνα με το βιβλίο που διάβασε- ότι έχω πολλά να δώσω. Ακριβώς αυτό είπε. Το φαντάζεστε; Ήθελε να με γνωρίσει επειδή είχα πολλά να δώσω. Πόσο αφελής μπορούσε να ήταν; Θα μπορούσα να είμαι ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο, θα μπορούσα να θέλω να την βιάσω, να την ληστέψω και μετά να την σκοτώσω, κι εκείνη δεν τα σκέφτηκε όλα αυτά. Αντίθετα, με προσκάλεσε στο σπίτι της. Βέβαια… το ζήτημα ήταν το εξής: Εγώ δεν ήθελα τίποτα απ’ όλα αυτά. Εγώ ήθελα απλά να την γνωρίσω και να κάνω παρέα μαζί της. Επομένως ναι, μάλλον μπορούσα να πάω στο σπίτι της.
Άκουσα προσεκτικά τις οδηγίες για το πού θα έβρισκα το σπίτι, προσέχοντας να μην υποψιαστεί καθόλου ότι ήξερα ήδη πού έμενε. Ναι, ακριβώς… ήμουν ένας μικρός διαβολάκος εγώ, ε;
«Εντάξει», μου είπε, «θα τα πούμε στις οχτώ και μισή».
Κι ύστερα χαιρετηθήκαμε.
Είχα αγοράσει από μια κάβα ένα μπουκάλι κρασί πριν πάω. Δεν ήθελα να πάω με άδεια χέρια, βλέπετε. Δεν ήξερα τίποτα από κρασιά, γι’ αυτό και εμπιστεύτηκα το γούστο του πατέρα μου και αγόρασα αυτό που προτιμούσε εκείνος από παλιά. Μακάρι να ήξερα τι προτιμούσε η Ιωάννα, αλλά προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό.
Χτύπησα το κουδούνι του δεύτερου ορόφου ακριβώς στις οχτώ και μισή. Συνήθως πήγαινα πιο νωρίς στα ραντεβού μου, αλλά δεν ήθελα ούτε να αργήσω, ούτε και να την αιφνιδιάσω. Ανέβηκα απ’ τη σκάλα. Δεν μου αρέσουν τα ασανσέρ.
«Γεια», μου είπε. «Έλα, πέρνα μέσα».
Ήταν ένα όμορφο σπίτι. Αλλά κι αν δεν ήταν όμορφο, εγώ πάλι όμορφο θα σας το παρουσίαζα. Υπέθεσα απ’ την αρχή ότι ήταν το πατρικό της, απ’ το γεγονός ότι δεν έδειχνε καθόλου νεανικό. Τα έπιπλα ήταν όλα φτιαγμένα από ένα ξύλο που έμοιαζε να έχει τα χρονάκια του. Στη μεγάλη τραπεζαρία μπροστά απ’ την βιβλιοθήκη υπήρχε ένα όμορφο τραπεζομάντιλο μπεζ χρώματος. Τρεις καναπέδες, ένας μεγάλος, ένας μικρότερος κι ένας μονοθέσιος υπήρχαν στο σαλόνι γύρω από ένα μικρότερο τραπέζι. Στην άκρη υπήρχε ένα πιάνο. Για κάποιο λόγο μου έκανε εντύπωση αυτό.
«Έφερα αυτό», της είπα και της έδωσα το μπουκάλι με το κρασί.
«Α, ωραία. Θέλεις να το ανοίξουμε;»
«Όπως νομίζεις», της είπα. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, μια μαύρη ζακέτα κι ένα άσπρο πουκάμισο από μέσα. Φορούσε και τα παπούτσια της. Την είδα να πηγαίνει μέχρι την κουζίνα, κι ύστερα την είδα να επιστρέφει με δύο ποτήρια κρασί. Παρατήρησα ότι ήταν όμορφη με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά της και το κάπως σκούρο δέρμα της. «Παίζεις πιάνο;» Την ρώτησα.
«Όχι. Η μητέρα μου έπαιζε», μου είπε. Κι ύστερα: «Εντάξει, σου λέω ψέματα. Παίζω. Απλά συνήθως λέω το αντίθετο επειδή δεν μου αρέσει να παίζω μπροστά σε άλλους, κι έρχομαι σε δύσκολη θέση όταν μου το ζητούν».
«Τότε δεν θα σου ζητήσω κάτι τέτοιο», της είπα.
«Καλύτερα έτσι. Διάβασα το βιβλίο σου».
«Και; Πως σου φάνηκε;»
«Λίγο καταπιέστηκα διαβάζοντάς το. Ήταν πολύ σφιχτό, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γιατί έχεις τέτοια πράγματα μέσα σου;»
Γέλασα. Είχε θέσει την ερώτηση με έναν τρόπο που έδειχνε απόγνωση.
«Δεν ξέρω», της είπα. «Ή μάλλον ξέρω. Απλά… ξέρεις πώς είναι. Ο καθένας έχει τα δικά του βιώματα».
«Ναι, αλλά εγώ στη θέση σου, αν κατάλαβα καλά διαβάζοντας αυτά τα διηγήματα, θα είχα νιώσει θυμό. Και αυτό ακριβώς θα εξέφραζα. Όχι ήττα, αλλά θυμό. Εσύ… δεν ξέρω… γιατί;»
«Κάνεις σαν να με ξέρεις», την προειδοποίησα.
«Μα τα κείμενά σου είναι τέτοια που νομίζω ότι καταλαβαίνω ένα κομμάτι σου πολύ καλά».
«Ναι, μάλλον δεν είμαι και πολύ δύσκολος στο να με καταλάβει κανείς. Μου το έχουν πει κι άλλοι. Και τι μπορείς να περιμένεις από κάποιον που τα παρατάει έτσι εύκολα, ε;»
«Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Απλά λέω ότι με έκανε να θυμώσω λίγο αυτή η ηττοπάθεια που δείχνεις εδώ μέσα», είπε και έδειξε το βιβλίο που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι.
«Νομίζω ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια για να το αλλάξω αυτό. Και θα ήταν ψέματα αν σου έλεγα ότι δεν προσπάθησα. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου η απογοήτευση».
«Κακώς», μου είπε. «Δείχνεις μια χαρά, πάντως. Μένεις εδώ; Στην Αλεξανδρούπολη;»
«Μένω στα Τρίκαλα. Απλά έκανα ένα ταξίδι για να θυμηθώ κάποια πράγματα. Έχει να κάνει με ένα κείμενο που θέλω να γράψω, και χρειάζομαι την κατάλληλη αίσθηση. Τις αναμνήσεις, εννοώ».
«Ακούγονται τόσο ωραία όλα αυτά…»
«Κι εσύ για κάποιο λόγο ακούγεσαι τόσο αθώα…» της είπα.
«Νομίζεις ότι μόνο σ’ εσένα αρέσει να ονειρεύεσαι;» Με ρώτησε, κι εγώ χαμογέλασα.
«Έχεις δίκιο. Αν ήμουν ο μόνος που ονειρεύεται μάλλον δεν θα είχα καταφέρει να ζω σαν συγγραφέας τώρα».
«Περίμενε», μου είπε. «Πάω να φέρω το μπουκάλι».
Είχε τελειώσει το κρασί στο ποτήρι της, σε αντίθεση με εμένα. Εγώ έπινα αργά. Ποτέ δεν ήμουν και πολύ κοντά στο αλκοόλ, πάντα ζαλιζόμουν εύκολα. Και δεν ήθελα να ζαλιστώ τώρα. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.
«Και τι είναι αυτό που σε παρακινεί να γράφεις έτσι;» Με ρώτησε όταν γύρισε. «Γιατί υπάρχει αυτό το σκοτάδι στις λέξεις σου;»
«Συνήθως δεν μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα», της είπα. «Δεν μου αρέσει να αποκαλύπτω τέτοιου είδους πράγματα σχετικά με το γράψιμό μου, δεν κάνει καλό στην δουλειά μου».
«Εντάξει τότε…»
«Αλλά θα σου πω», της είπα. «Θα σου πω κάτι απ’ όσα καταλαβαίνω, επειδή πολλές φορές μερικά είναι άγνωστα ακόμη και για αυτόν που γράφει. Έτσι πιστεύω, δηλαδή».
«Έχει να κάνει με κάποια γυναίκα;» Με ρώτησε. «Με τη γυναίκα σου;»
«Δεν είμαι παντρεμένος. Και ναι, έχει να κάνει και με κάποια γυναίκα».
«Πως την λένε;»
«Την λένε Αθανασία», της είπα. «Την ήξερα πριν από… αρκετά χρόνια. Και έχω να την δω επίσης αρκετά χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι έκανα τόσα λάθη μαζί της… και τώρα σκέφτομαι ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά, αλλά τώρα απλά έχουμε χαθεί. Έχουμε χάσει ο ένας τον άλλον, κι εγώ δεν ξέρω καν που βρίσκεται».
«Τι ακριβώς σχέση είχες μαζί της;»
«Ήμασταν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Εγώ πάντως ήμουν κοντά της. Για ό,τι χρειαζόταν μπορούσε να με ζητήσει, και νομίζω ότι εκείνη το ήξερε αυτό και το δεχόταν. Ήταν ό,τι καλύτερο, ειλικρινά».
«Και τι έγινε τελικά;»
«Τελικά απομακρύνθηκα από κοντά της».
«Γιατί;»
«Γιατί φοβόμουν να κάνω σχέση μαζί της. Ένιωθα εντελώς ανίκανος. Φοβόμουν. Κι εκείνη θύμωσε όταν μια μέρα της ζήτησα να φύγει. Ουσιαστικά την έδιωξα εκείνη τη μέρα».
«Και μετά το μετάνιωσες…»
«Ναι». Της μιλούσα για ένα από τα λάθη που είχα κάνει στη ζωή μου μ’ ένα τέτοιο χαμόγελο που θα μπορούσε κανείς να νομίσει ότι ήμουν περήφανος. Δεν ήμουν. Είχα κάνει λάθος τότε με την Αθανασία, και μετά έμεινα μόνος μου για πολύ καιρό. Στην Ιωάννα, βέβαια, δεν ανέφερα ότι μου είχαν πει τότε για μια που πληρωνόταν για να πηδιέται, μια γυναίκα που εγώ είχα επισκεφτεί. Ήταν μια όμορφη πουτάνα, αυτό ήταν. Πιο ερωτική από την Αθανασία. Ένας το λιγότερο χυδαίος ερωτισμός είχε αντικαταστήσει την αληθινή σχέση που είχα με την Αθανασία, κι αυτό δεν με ικανοποιούσε. Μου άρεζε, ωστόσο, όταν τελείωνα μέσα στο στόμα της. Αυτό που δεν μου άρεζε ήταν ότι δεν μπορούσα να κάνω μια ανθρώπινη συζήτηση μαζί της. Ήταν μεγαλύτερη από εμένα και με έβλεπε με μια κάποια ειρωνεία –αυτό επίσης με ερέθιζε- κι εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω άνετα. Παρ’ όλα αυτά έκανα οικονομίες για να την επισκέπτομαι. Μια μέρα έμαθα ότι πέθανε από υπερβολική δόση. Γαμούσα ένα πρεζόνι, και ούτε που το ήξερα. Είχα παρατηρήσει, ωστόσο, πώς είχε αρχίσει να καταρρέει από ένα διάστημα και μετά. Και ξανά… στην Ιωάννα δεν είπα τίποτα για όλη αυτή την κατάντια. Έμεινα στο ναι, το μετάνιωσα.
«Έχεις αδέρφια;» Την ρώτησα.
«Ναι, μια μικρότερη αδερφή. Σπουδάζει στην Θεσσαλονίκη. Εσύ;»
«Έχω έναν αδερφό σε κάποιο μέρος του κόσμου… στην Αμερική ίσως. Έχω καιρό να μιλήσω μαζί του. Γύρισε για την κηδεία της μητέρας μας και έφυγε ξανά αμέσως μετά».
«Κι η δική μου η μητέρα είναι νεκρή. Κι ο πατέρας μου επίσης. Μου άφησαν αυτό το σπίτι, όμως, και κάποια χρήματα τα οποία στέλνω στην αδερφή μου για να σπουδάσει. Εγώ έχω και τη δουλειά, κι έτσι τα βγάζω πέρα κάπως».
Έπιασα το μπουκάλι και γέμισα ξανά το ποτήρι της. Γέμισα και το δικό μου, αν και δεν είχα πολύ όρεξη να πιω. Πιο πολύ το έκανα από αμηχανία, μάλλον.
«Αύριο έρχεται η αδερφή μου, θες να πάμε να την πάρουμε μαζί από τον σταθμό;»
Το σκέφτηκα για μια στιγμή, αν και δεν έδωσα πολύ χρόνο στην εαυτό μου. Της είπα ότι εντάξει, θα πήγαινα μαζί της. Μείναμε μαζί για κάποια ώρα ακόμα συζητώντας για διάφορα θέματα, μέχρι που τελικά το κρασί τελείωσε κι είχαμε ζαλιστεί και οι δύο. Εγώ περισσότερο.
«Το πρόσωπό σου είναι κόκκινο», μου είπε και γέλασε.
«Ναι, είναι απ’ το αλκοόλ».
«Μείνε εδώ το βράδυ», μου είπε.
«Όχι, καλύτερα να φύγω».
«Δεν πρέπει να οδηγήσεις τώρα, μείνε, χρειάζομαι κάποιον για να μου κάνει παρέα. Δεν ξέρω αν το πρόσεξες, αλλά δεν είμαι και πολύ καλά…»
Μου φάνηκε σαν να μου έλεγε ψέματα. Σαν να ήθελε να με κρατήσει εκεί, κι αυτό με έκανε να νιώθω άβολα.
«Γιατί;» Την ρώτησα κι ύστερα στηρίχτηκα στην ράχη του καναπέ. Τα μάτια μου έκλειναν κι ένιωθα κάπως ευχάριστα.
«Απλά χρειάζομαι λίγη παρέα για το βράδυ. Μπορούμε να κάτσουμε εδώ και να συζητάμε μέχρι το πρωί, τι λες; Κι αν βαρεθούμε θα κοιμηθούμε. Έλα, τι λες; Κάνε μου αυτή τη χάρη…»
«Εντάξει», της είπα. «Θα μείνω για απόψε. Θα σου κάνω παρέα. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;» Ήταν απλό. Είχε πιει, αυτό την είχε πιάσει, και τώρα ένιωθε εύθυμα. «Θα μείνω», της είπα. Κι ύστερα ξάπλωσα πίσω κι έκλεισα τα μάτια μου. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι έκανε το ίδιο.
**
Ξύπνησα πολύ νωρίς. Διαπίστωσα ότι ενώ κοιμόμουν είχα ανεβάσει τα πόδια μου στον καναπέ, και τα κατέβασα αμέσως. Έτσι, βρέθηκα καθισμένος, με την Ιωάννα να κοιμάται στον διπλανό καναπέ. Την παρατήρησα για λίγο και χαμογέλασα. Ύστερα σηκώθηκα και τριγύρισα για λίγο μέσα στο σαλόνι. Κοίταξα έξω, στη βροχή. Ένα ρολόι πάνω στην τηλεόραση έδειχνε έξι και δέκα. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Για μια στιγμή σκέφτηκα να φύγω, αλλά τελικά άλλαξα γνώμη. Εξάλλου, λίγα λεπτά αργότερα η Ιωάννα ξύπνησε και με κοίταξε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Θες καφέ;» Με ρώτησε.
«Καλημέρα», της είπα.
«Καλημέρα. Θες καφέ;»
«Ναι, ευχαριστώ».
Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε τον καφέ, ενώ παράλληλα μου μιλούσε. Την ακολούθησα για λίγο στο χώρο της κουζίνας. Τελικά μου έδωσε τον καφέ μου και γυρίσαμε στο σαλόνι.
«Νιώθεις πολύ μόνη εδώ πέρα;» Την ρώτησα.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ αυτό που λέω. Νιώθεις πολύ μόνη;»
«Μερικές φορές όλοι νιώθουν μόνοι».
«Εσύ νιώθεις συχνά έτσι;»
«Κοίταξε, έχω μερικούς φίλους εδώ, οπότε αυτό αναπληρώνει μια τέτοια αίσθηση…»
Της έγνεψα. «Κατάλαβα», της είπα.
«Εσύ νιώθεις μόνος;»
«Όλη την ώρα», της απάντησα και της χαμογέλασα. «Αλλά τις περισσότερες φορές μ’ αρέσει». Ναι, μου άρεζε να περνάω τις ώρες μου με τον εαυτό μου. Αυτό που δεν μου άρεζε ποτέ ήταν εκείνο το ανελέητο είδος μοναξιάς που σε χτυπούσε αλύπητα και σε έκανε να νιώθεις σαν να μην ανήκεις πουθενά, σαν να μην σε θέλει κανένας δίπλα του ποτέ. Εκείνο το είδος της μοναξιάς που μερικές φορές μέχρι τώρα με είχε κάνει να βάλω τα κλάματα.
«Μου αρέσει το σπίτι σου», είπα. «Είναι όμορφο, και κάπως σκοτεινό, γι’ αυτό είναι ωραίο».
«Μ’ αρέσει το γράψιμό σου», μου είπε εκείνη και γελάσαμε μαζί.
«Θες να μου παίξεις κάτι στο πιάνο;»
«Όχι», μου είπε. «Όχι ακόμα».
«Εντάξει», της είπα εγώ.
**
Περάσαμε κάποια ώρα ακόμη στο σπίτι της και ύστερα φύγαμε για το σταθμό. Πήγαμε με το αυτοκίνητό μου. Με ρώτησε αν ήταν των γονιών μου, προφανώς επειδή έδειχνε πολύ παλιό, κι εγώ της απάντησα ότι ναι, ήταν. Πάρκαρα κοντά στον παλιό σταθμό των τρένων και συνεχίσαμε με τα πόδια μέχρι την αποβάθρα. Δεν μιλούσαμε και πολύ, μόνο η Ιωάννα είχε όρεξη για αστειάκια. Εγώ της έριχνα μερικές κλεφτές ματιές ελπίζοντας να μην το καταλάβει εκείνη. Διαπίστωσα ότι μου άρεζε κάπως, οπότε όλες οι σκέψεις που είχα κάνει πάνω στο τρένο όταν την είχα πρωτοδεί πήγαν χαμένες. Την φανταζόμουν σαν φίλη μου, και ακόμη αυτό ήταν που ήθελα, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο εδώ πέρα. Ήταν όμορφη.
Σε κάποια στιγμή μου είπε ότι είχε σκεφτεί κάτι σχετικά μ’ εμένα και την Αθανασία, αλλά δεν ήθελε να μου το πει ακόμα. Μου έδωσε την εντύπωση ότι ήθελε να παίξει μαζί μου. Δεν με ενόχλησε και τόσο, για να πω την αλήθεια. Ύστερα με ρώτησε αν ήθελα ακόμη να είμαι μαζί της. Με την Αθανασία, δηλαδή. Της είπα ότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που την είχα δει για τελευταία φορά. Εκείνη είχε οπωσδήποτε συνεχίσει τη ζωή της, της είπα, κι εγώ δεν είχα καμιά θέση δίπλα της. Ναι, μου είπε, αλλά την σκέφτεσαι ακόμα. Ναι, της είπα, την σκέφτομαι, αλλά… Εκείνη την στιγμή έφτασε το τρένο και λίγο αργότερα συναντήσαμε την αδερφή της. Η Ιωάννα μας βοήθησε να συστηθούμε, κι ένα απ’ τα πράγματα που της είπε ήταν ότι είμαι συγγραφέας, κάτι που με έκανε να νιώσω άβολα. Πάντα με έκανε αυτό το θέμα να νιώθω άβολα μπροστά στους άλλους.
Επιστρέψαμε ξανά στο σπίτι της Ιωάννας, κι εκεί πρότεινα να τις αφήσω μόνες. Υπέθεσα ότι θα ήθελαν να τα πούνε οι δυο τους, αλλά μου πρότειναν να μείνω για φαγητό, κι εγώ συμφώνησα ξανά. Συμμετείχα σε όλη την προετοιμασία. Βοήθησα στο μαγείρεμα και στα υπόλοιπα σχετικά, και περάσαμε καλά εκείνη τη μέρα, αλλά το απόγευμα αποφάσισα να τις αφήσω επιτέλους μόνες τους και γύρισα στο σπίτι. Έφτιαξα έναν καφέ και πέρασα λίγο χρόνο μπροστά στην βιβλιοθήκη ρίχνοντας μια ματιά στα βιβλία των γονιών μου. Βιβλία που είχαν αγοράσει ακόμη και το 1970 ή και παλιότερα.
Σκέφτηκα ότι τα είχα καταφέρει καλά μέχρι εδώ με την Ιωάννα. Απλά τα πράγματα είχαν γίνει λίγο πιο περίπλοκα από τη στιγμή που σκέφτηκα ότι ίσως και να μου άρεζε τελικά. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω μαζί της. Είχα συνηθίσει τόσο πολύ στις σκέψεις μου για την Αθανασία, που τώρα μου φαινόταν δύσκολο να τις εγκαταλείψω. Απ’ την άλλη, όμως, είχε περάσει πολύς καιρός, και κάτι έπρεπε να αλλάξει στη ζωή μου. Δεν μπορούσα να μείνω μόνος μου άλλο πια.
Το βράδυ μου τηλεφώνησε η Ιωάννα. Μου είπε ότι ήθελε να βρεθούμε κάπου έξω. Θα έρχονταν και κάποιοι φίλοι της μαζί, είπε. Συναντηθήκαμε τελικά σε μια καφετέρια, όπου γνώρισα τους φίλους της. Τρεις γυναίκες μεγαλύτερες από εκείνην και τον τύπο απ’ το βιβλιοπωλείο, εκείνον που μου είχε δώσει τον αριθμό της. Όλοι τους έμοιαζαν να είναι καλοί άνθρωποι, αλλά οι εμπειρίες μου από άλλες παρέες που είχα ζήσει δεν μου επέτρεψαν να ενθουσιαστώ με τις καινούριες μου γνωριμίες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ύστερα από λίγο ένιωσα ότι ήθελα να φύγω. Άρχισα να σκέφτομαι κάποιες δικαιολογίες τις οποίες τελικά εγκατέλειψα.
Παίζαμε χαρτιά, αυτό κάναμε όταν οι φίλοι της Ιωάννας με ρώτησαν για μένα και για τα βιβλία που είχα γράψει μέχρι τώρα. Όπως σας είπα, δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτά τα θέματα γιατί νιώθω ότι παινεύομαι, και σπάνια έχω τέτοια πρόθεση. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Τους είπα παρ’ όλα αυτά κάποια πράγματα, κι εκείνοι μου φάνηκε ότι τα άκουσαν με ενδιαφέρον.
Όταν φύγαμε από εκείνη την καφετέρια, γύρω στις δώδεκα παρά δέκα, σχεδόν όταν έκλεινε, η Ιωάννα με έπιασε από το χέρι και μου είπε τη γνώμη της για την σχέση μου με την Αθανασία. Χαμογελούσε όταν διέγραφε το όποιο δέσιμο είχα με την Αθανασία, κάτι που έκανε εμένα να χαμογελάσω πικρά. Ορίστε τι μου είπε:
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι σου λείπει η Αθανασία, αλλά ότι φοβάσαι τα λάθη σου. Μ’ αυτά είσαι δεμένος, όχι μ’ εκείνη. Και αμφιβάλλω αν ήσουν και τότε ερωτευμένος μαζί της. Μόνος σου μου είπες ότι ήθελες την υποστήριξή της».
«Την αγαπούσα, ξέρεις», της είπα εγώ. «Ο καθένας έπαιρνε αυτό που χρειαζόταν από τη σχέση μας».
«Έτσι νομίζεις», μου είπε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα εκείνη ήθελε να είστε μαζί».
«Ήμασταν μαζί».
«Όχι, δεν ήσασταν. Όταν εκείνη σε πλησίασε εσύ την έδιωξες. Εσύ μου το είπες».
Κι ύστερα εγώ έβαλα τα γέλια, μιας και δεν είχα επιχειρήματα.
«Γι’ αυτό συνέχισε τη ζωή σου και ξέχνα την Αθανασία. Αυτό προτείνω εγώ, δηλαδή», είπε. «Και σταμάτα να λες ψέματα στον εαυτό σου».
Την κοίταξα στα μάτια, αλλά χωρίς να χαμογελάω τώρα πια. Συνέχισε τη ζωή σου, είχε πει. Μα δεν είχα μέλλον χωρίς το παρελθόν μου. Όλα όσα με ταλαιπωρούσαν ήταν αυτά τα οποία έτρεφαν την τέχνη μου. Δεν ήθελα το γράψιμό μου να γίνει κάτι το ψεύτικο. Ήμουν αυτός που ήμουν, και αυτός που μερικές φορές ευχόμουν να μην ήμουν, και όλο αυτό με έκανε –εν μέρει- συγγραφέα. Κι ύστερα η Ιωάννα πρόσθεσε:
«Εκτός κι αν θες να βασανίζεσαι».
«Όχι», είπα, «…δεν…» Με σταμάτησε το χαμόγελό της. Εκείνη τη στιγμή με έκανε να πιστέψω ότι ήταν ιδιαίτερα έξυπνη. Με εντυπωσίασε, συγκεκριμένα. Γι’ αυτό κι εγώ έσκυψα και την φίλησα στην άκρη των χειλιών της.
«Με φίλησες;» με ρώτησε.
«Νομίζω», της είπα. «Δεν έπρεπε;»
«Δεν ξέρω, έπρεπε;»
«Δεν ξέρω», είπα.
«Εντάξει», είπε εκείνη και γέλασε κάπως. «Μας περιμένουν οι άλλοι».
Λίγες μέρες αργότερα εγώ, η Ιωάννα και η αδερφή της καθίσαμε σε ένα παγκάκι στο λιμάνι. Είχε αρχίσει ήδη να ψιχαλίζει, και σε λίγο θα σκοτείνιαζε. Ήταν Κυριακή, κι εγώ ακόμα δεν μπορούσα να απαλλαγώ από τη μελαγχολία που συνόδευε το τέλος της εβδομάδας.
«Τέτοια μέρα», είπε η Ιωάννα, «σκοτώθηκαν οι γονείς μας».
Δεν της είπα τίποτα. Δεν ξέρω τι λέει κανείς σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Μόνο την κοίταξα για να της δείξω ότι είχε την προσοχή μου.
«Θυμάμαι πώς ήταν λίγο πριν πεθάνουν. Θυμάμαι τον τρόπο που έκαναν τα πράγματα. Ακριβώς όπως και πρώτα, μόνο που τώρα τα έκαναν λιγότερο καλά. Γερνούσαν, κι εμείς το ξέραμε. Το βλέπαμε. Το νιώθαμε».
Πέρασε λίγη ώρα χωρίς να πει κανείς μας τίποτα, κι ύστερα εγώ σήκωσα το χέρι μου και χάιδεψα το πρόσωπο της Ιωάννας.
«Τι κάνεις;» Με ρώτησε και χαμογέλασε.
Της χαμογέλασα κι εγώ.
Λίγο πριν πέσει η νύχτα.