Διήγημα

Ανάμεσα σε Δαίμονες (Ιεροί δεσμοί)

Μια μητέρα περπάτησε ανάμεσα σε τάφους, ψάχνοντας το κορίτσι της. Είχε χάσει την κόρη της πριν χρόνια. Καθώς περπατούσε ανάμεσα στα μνήματα, είδε μια νεαρή κοπέλα να κάθεται στο μάρμαρο ενός τάφου.
«Κόρη μου!» Είπε και χαμογέλασε. Μάλιστα έκανε να αγγίξει το κορίτσι, αλλά δεν τόλμησε να τεντώσει παραπάνω το χέρι της.
Το κορίτσι σηκώθηκε και πλησίασε. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα χωρίς μανίκια, και από μέσα μια άσπρη μπλούζα, η οποία για κάποιο λόγο είχε αρχίσει να κιτρινίζει. Η μάνα πρόσεξε ότι όντως ήταν η κόρη της, αλλά αντιλήφθηκε γρήγορα ότι δεν μπορούσε να την αγγίξει. Μπορούσε να δει από μέσα της. Η κόρη της ήταν ένα στοιχειό. Ήταν ένα φάντασμα.
«Γεια σου, μαμά», είπε το κορίτσι.
«Σε βρήκα», είπε η μητέρα. «Σε έψαχνα εδώ και πολύ καιρό… μόνη μου. Ο πατέρας σου δεν με πίστεψε ότι θα μπορούσα να σε βρω αν το ήθελα πολύ…»
«Δεν με βρήκες επειδή το ήθελες εσύ, μαμά. Με βρήκες επειδή το ήθελα εγώ. Αλλά πες μου, τι με θέλεις τώρα; Ξέρεις ότι οι νεκροί δεν κάνουν με τους ζωντανούς».
«Ήθελα απλά να σε δω, κόρη μου. Μου έλειψες… μου έλειψες πολύ. Μόνο να μπορούσα να σ’ αγκαλιάσω…»
«Δεν μπορείς, όμως», είπε το στοιχειό. Ύστερα κοίταξε τη μητέρα του και χαμογέλασε. Η μάνα μπορούσε να δει ένα όχι και τόσο αγνό χαμόγελο σ’ εκείνο το χλωμό πρόσωπο.
Έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση.
«Θα με συγχωρέσεις;» Ρώτησε και έκλαψε.
Το φάντασμα άρχισε να ισιώνει τα μανίκια της άσπρης μπλούζας του, ενώ παράλληλα περπάτησε γύρω από τη μητέρα που έκλαιγε με λυγμούς.
«Όχι, μάνα», είπε. «Γιατί με σκότωσες. Ποτέ δεν με άκουσες, μόνο με σκότωνες». Στάθηκε ξανά μπροστά από τη μάνα. «Θες να με έχεις κοντά σου», της είπε. «Επειδή με αγαπάς. Τις ανάγκες του εαυτού σου ικανοποιούσες πάντα, ποτέ τις δικές μου. Και για κάποιο λόγο αυτό ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Όταν το έμαθα αυτό, τότε μεγάλωσα».
«Γιατί το κάνεις αυτό;» Ρώτησε η μάνα.
«Κράτα με κοντά σου, μάνα», είπε το κορίτσι, «και θα σε σκοτώνω κάθε μέρα».
Κι ύστερα έφυγε.