Διήγημα

Ανάμεσα σε Δαίμονες (Μέρες στην παράξενη πόλη)

Ένα διήγημα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
Μέρα 1η
 
Έφτασα βράδυ. Δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά το αυτοκίνητο δεν ξαναπήρε μπρος. Προσπάθησα πολλές φορές γυρνώντας το κλειδί, αλλά δεν κατάφερα να ξεκινήσω τη μηχανή. Τελικά βγήκα έξω και περπάτησα. Ήμουν κοντά στην είσοδο της πόλης ακόμη, και δεν ήξερα καθόλου πώς να βρεθώ κοντά στο κέντρο, κοντά σε κάποιο ξενοδοχείο, ίσως. Για κάποιο λόγο –έτσι ένιωσα, μάλλον- έστριψα δεξιά στον πρώτο δρόμο που βρήκα. Ήταν μια μεγάλη ευθεία, κι εγώ μπορούσα να δω σχεδόν μέχρι το τέρμα της, καθώς οι λάμπες του δρόμου ήταν αναμμένες. Στα αριστερά και στα δεξιά υπήρχαν κυρίως χαμηλά σπίτια, αλλά και μερικά ψηλότερα κτίρια. Άρχισα να περπατάω.
Σε λίγο βγήκε αέρας έντονος, δυνατός. Τον ένιωθα πάνω μου, ένιωθα τον ήχο του στα αυτιά μου, το βουητό του, και σε λίγο τα δέντρα που υπήρχαν γύρω άρχισαν να λυγίζουν σχηματίζοντας καμπύλες σε τέτοιο βαθμό, που οι κορυφές τους σχεδόν άγγιζαν το έδαφος. Έβαλα τα χέρια μου στις τσέπες του πανωφοριού μου και προσπάθησα να κρατηθώ από πάνω μου, από φόβο μήπως εκείνος ο αέρας λυγίσει κι εμένα όπως και τα δέντρα. Αλλά δεν ξέρω πώς και γιατί… κάτι με έκανε να θέλω να κοιτάξω πίσω μου. Ήταν λες και ένιωθα ότι με παρακολουθούσαν, σαν να είχα την αίσθηση ότι κάποιος θα μου έκανε κακό. Ταυτόχρονα, όμως, ένιωθα τη μοναξιά…
Ο δρόμος ήταν άδειος, τα σπίτια τάφοι, ήσυχα, αλλά να… εκεί πάνω υπάρχει φως σε ένα παράθυρο. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τον τόπο, σκέφτηκα. Ίσως τελικά να μην είμαι μόνος. Και δεν ξέρω γιατί όλα μοιάζουν σαν εφιάλτης, αλλά σίγουρα θέλω όλα να τελειώσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, δεν αντέχω τον αέρα, το μανιασμένο βουητό του… και ξαφνικά νεκρική σιγή έπεσε. Ο αέρας κόπασε, το βουητό σταμάτησε, τα σπίτια παρέμειναν τάφοι, μια σκιά εμφανίστηκε σ’ εκείνο το παράθυρο. Πρώτα έμοιαζε να στέκεται ακίνητη, αλλά ύστερα κινήθηκε, κι εγώ φαντάστηκα μια νεαρή κοπέλα να χορεύει. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήταν η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό. Κάτι άλλο, όμως, τράβηξε την προσοχή μου. Κάτι κινούνταν στο βάθος του δρόμου. Μισόκλεισα τα μάτια μου και κοίταξα καλύτερα. Ήταν ένας άνθρωπος ψηλός, πανύψηλος, λεπτός σαν μια γραμμή από μολύβι πάνω σε χαρτί. Στάθηκε στο κέντρο του δρόμου, κι εγώ νόμιζα ότι με κοιτούσε. Κι ύστερα εκείνος λύγισε, ακριβώς όπως είχαν λυγίσει τα δέντρα πριν από λίγο. Μετά απλά έφυγε.
Κάτι με έκανε να τρέξω προς το μέρος του, δεν ξέρω τι, μάλλον ήθελα να του μιλήσω. Έτρεξα, άφησα πίσω μου τα δέντρα και την κοπέλα που χόρευε στο παράθυρο, και έφτασα στο τέρμα του δρόμου, πάνω στη στροφή, εκεί όπου υπήρχε ένα ξενοδοχείο απ’ ό,τι είδα. Η πινακίδα του φώτιζε ένα μεγάλο κομμάτι του δρόμου, κι εγώ χώθηκα κάτω από εκείνο το φως και ένιωσα ζεστασιά μόλις είδα κάποιον να κάθεται στη ρεσεψιόν, ακριβώς πίσω από την ξύλινη πόρτα με τα μικρά τζάμια. Νόμιζα ότι μου χαμογελούσε εκείνος, γι’ αυτό και του χαμογέλασα κι εγώ, κρύβοντας μέσα μου σκέψεις καχυποψίας.
Μπήκα στο ξενοδοχείο.
 
 
 
 
 
 
 
 
Μέρα 2η
 
 
Την επόμενη μέρα ήρθε η άνοιξη. Βγήκα έξω και περπάτησα στην παράξενη πόλη. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, ως άνοιξη, φαντάζομαι. Ήταν πρωί ακόμα, και μάλλον ήταν Κυριακή. Δηλαδή είτε ήταν Κυριακή, είτε οι συνθήκες που επικρατούσαν με έκαναν να νιώθω σαν να ήταν Κυριακή. Χμ! Ήταν όμορφα. Ποιες ήταν αυτές οι συνθήκες, όμως; Ίσως το ότι δεν έβλεπα ανθρώπους έξω, αν και στην πραγματικότητα, δεν ήξερα τα έθιμα της πολιτείας για να μπορώ να μιλήσω καθαρά επ’ αυτού. Ήταν όμορφα, πάντως. Καθώς περνούσα κάτω από ένα κτίριο, άκουσα ένα ραδιόφωνο. Κοίταξα ψηλά, αλλά δεν είδα κανέναν στα μπαλκόνια. Το ραδιόφωνο, πάντως, ήταν μια ακόμη ένδειξη ζωής. Όμορφη μέρα, όλη δική μου για να την περάσω μέσα σε δημιουργική μοναξιά. Δική μου μοναξιά και αίσθηση αμοιβαιότητας. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά είναι λέξεις που μ’ αρέσουν.
Πέρασα έξω από ένα σχολείο… ή μήπως ήταν πανεπιστήμιο; Δεν πρόλαβα να δω κάποια επιγραφή, μάλλον απομακρύνθηκα σχετικά γρήγορα. Λουλούδια υπήρχαν σε μερικά παρτέρια… μύριζαν όμορφα. Ξαφνικά ένιωσα μια παρουσία δίπλα μου. Ήταν μια φοιτήτρια, ένα κορίτσι. Αγνή, ή διεφθαρμένη και ελκυστική, ήταν όμορφη.
«Να σου κάνω μια ερώτηση;» Μου είπε.
«Ναι, βέβαια», της είπα εγώ.
«Εμείς οι άνθρωποι, ο καθένας από μας, ως κοινωνικά όντα, ακολουθούμε μια ιδεολογία… δηλαδή, αργά ή γρήγορα συμβιβαζόμαστε με μια τέτοια, σωστά; Αν και εγώ θεωρώ ότι δεν ξέρω αρκετά πράγματα ώστε να έχω δική μου ιδεολογία…»
«Ναι, ίσως», της είπα.
«Η ερώτηση που θέλω να κάνω είναι η εξής», μου είπε. «Το να παρατηρούμε τα πράγματα μέσα από το πρίσμα μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας δεν περιορίζει το πεδίο της αντίληψής μας για τα πράγματα; Δεν περιορίζει την αναζήτηση της αλήθειας;»
Της χαμογέλασα. Τη θαύμασα για κάποιο λόγο.
«Αν αποδεχτούμε την άποψη ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, παρά μόνο πολλές υποκειμενικές, δικές μας αλήθειες, τότε αυτός ο συλλογισμός, ή σκέψη, ή ιδέα, απαντάει στο ερώτημά σου. Επομένως, ο καθένας βλέπει τα πράγματα μέσα από το πρίσμα της δικής του αλήθειας, και συνεπώς της δικής του ιδεολογίας».
«Ναι, αλλά εφόσον ο καθένας μας έχει την δική του αλήθεια, πώς γίνεται πολλοί άνθρωποι να ακολουθούν μια ίδια ιδεολογία; Και πώς μπορούμε να ταυτίσουμε την ιδεολογία με την υποκειμενική αλήθεια, ή να θεωρήσουμε ότι αυτή είναι μέρος της; Ακόμη, το ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές αλήθειες δεν αποτελεί μια αντικειμενική αλήθεια;»
Δεν ήμουν αρμόδιος να της απαντήσω. Κι εκείνη στάθηκε δίπλα μου, κι εγώ σταμάτησα κοντά της και αντίκρισα τα σουφρωμένα χείλη της, έκφραση όλο απορία, και νομίζω ότι την ερωτεύτηκα.
«Λυπάμαι», της είπα, «αλλά αλήθεια… δεν ξέρω να σου απαντήσω. Θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω, όμως, αν αυτό σου φτάνει».
Εκείνη μου χαμογέλασε.
«Δεν μοιάζεις έτοιμος», μου είπε, «να αγαπήσεις. Οπότε ας το αφήσουμε για την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε».
«Είναι αυτό κάτι οριστικό;»
«Δεν υπάρχει κάτι οριστικό ως την επόμενη φορά», μου είπε. «Πρέπει να φύγω τώρα. Τα λέμε».
Και μετά έφυγε.
 
Μέρα 3η
 
 
Το φθινόπωρο έφτασε την τρίτη μέρα. Κατέβηκα τη σκάλα και βρέθηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο άνθρωπος που στεκόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν χαμογελούσε ακόμη. Φορούσε ένα μακρύ και στρογγυλό καπελάκι στο κεφάλι του, το οποίο κρατιόταν στη θέση του με ένα λουράκι που περνούσε κάτω απ’ το σαγόνι του, και φορούσε, επίσης, τη στολή της δουλειάς του. Μου έγνεψε όταν στάθηκα μπροστά του, κι εγώ τον χαιρέτησα. Θα βγείτε έξω, με ρώτησε. Ναι, του είπα εγώ, θέλω να βγω έξω. Εσείς τι θα κάνετε; Τη δουλειά μου, είπε. Έχετε πολλούς πελάτες; Έχουμε… κατά καιρούς…
Βγήκα έξω στον δρόμο και περπάτησα. Ήταν νωρίς το πρωί ακόμη, κι εγώ είχα κοιμηθεί λίγες ώρες. Ένιωθα ξεκούραστος, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, γιατί λίγα λεπτά αργότερα ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει. Είχε ομίχλη, και η ορατότητα δεν ήταν καλή. Περπατούσα αργά. Ήλπιζα να συναντήσω έναν άνθρωπο. Ίσως εκείνη την κοπέλα που είχα δει και την προηγούμενη μέρα. Ίσως τώρα να ήμουν έτοιμος για εκείνην.
Παντού υπήρχε ησυχία, νομίζω ότι η ομίχλη απορροφούσε όλους του ήχους, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό να συμβαίνει. Η ομίχλη έμοιαζε ζωντανή, σαν να ανέπνεε. Ένιωθα πάνω μου την ανάσα της να υγραίνει το δέρμα και τα ρούχα μου. Έμοιαζε να ταξιδεύει, να μετακινείται μέσα στην πόλη, και να κατευθύνει εμένα σε μέρη που δεν γνώριζα. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν πια, αλλά ξαφνικά άκουσα –ή μάλλον ένιωσα- ένα υπόκωφο βουητό, που ούτε καν μπορούσα να φανταστώ τι θα μπορούσε να είναι. Κι ύστερα φωνές. Άκουσα πολλές φωνές, μικρών παιδιών, μάλλον, και μουσική. Κάποιο πάρτι, ίσως… Ή κάποια γενέθλια… Ή κάποιο πανηγύρι. Διέκρινα στην απέναντι πλευρά του δρόμου μια παιδική χαρά, και πλησίασα για να δω καλύτερα. Παιδιά φαντάσματα έπαιζαν απελπισμένα, γονείς που έκλαιγαν κάθονταν στα παγκάκια, αδέρφια που πονούσαν και μετάνιωναν, τάφοι δίπλα στις κούνιες. Εικόνες οδύνης, παράξενη πόλη.
Περπάτησα κι άλλο, χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, χωρίς να έχω την αίσθηση του χρόνου. Κοίταξα το ρολόι μου, αλλά οι δείκτες είχαν σταματήσει, λες και όλα είχαν τελειώσει, πια. Κατάφερα, ωστόσο, να βγω απ’ την ομίχλη. Την άφησα πίσω μου, σαν ένα εμπόδιο που ξεπεράστηκε, μια πληγή που είχε πάψει να είναι νωπή. Και τώρα βρέθηκα κάτω από έναν ασημένιο ουρανό, κάτω από ένα ασημένιο πέπλο. Χαμογέλασα όταν το αντίκρισα, και άπλωσα το χέρι μου για να το αγγίξω, αλλά δεν τα κατάφερα, δεν το έφτασα. Ήθελε λίγο ακόμα… αλλά δεν μπορούσα να φτάσω. Ένα αεράκι με έσπρωξε προς το βορρά, και κοίταξα κάπου έξω απ’ την πόλη τώρα πια, πέρα, μακριά. Δέντρα. Ψηλά δέντρα. Ένα δάσος. Μυστηριώδες και σκοτεινό, μαγικό… τρομακτικό και ελκυστικό, ήταν για να διεγείρει τις αισθήσεις σου, κι εγώ βρισκόμουν στη άκρη ενός δρόμου, και ξανά το βουητό, αλλά τώρα χωρίς τις παιδικές φωνές, μόνο το βουητό, όλο και πιο έντονο και δυνατό, και το κεφάλι μου πάει να σπάσει, και στο βάθος εμφανίζεται εκείνος ο ψηλός άνθρωπος, και με πλησιάζει, και απλώνει μπροστά μου τη σελίδα μιας εφημερίδας, κι εγώ την κρατάω στα χέρια μου και βλέπω τη φωτογραφία της κοπέλας. Είναι νεκρή, μου λέει ο ψηλός άνθρωπος, κι εγώ τον κοιτάζω θυμωμένος, και του λέω ότι δεν τον φοβάμαι και ότι δεν τον πιστεύω, κι εκείνος γέρνει από πάνω μου. Σκέφτηκα ότι το έκανε για να επιβληθεί, αλλά εγώ δεν τον άφησα. Άθελά μου, δηλαδή… με τρόμαξε, ήταν αλήθεια, πολύ, αλλά η αντίδρασή μου ήταν τέτοια που κι οι δυο μας οπισθοχωρήσαμε. Μετά εκείνος γύρισε κι έφυγε, κι εγώ κοίταξα την εφημερίδα και τη φωτογραφία της κοπέλας… Τότε σκέφτηκα ότι επρόκειτο για ένα φθινόπωρο που θα κρατούσε για πάντα.
Ήθελα πολύ να ακολουθήσω τον ψηλό άνθρωπο, αλλά είχα ένα προαίσθημα το οποίο μου έλεγε ότι δεν έπρεπε να το κάνω, ότι δεν έπρεπε να πάω εκεί που πήγαινε εκείνος. Τον είδα να χάνεται μέσα στο δάσος, ανάμεσα στα δέντρα, ώσπου εξαφανίστηκε. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, πια, δεν ήξερα προς τα πού πήγαινα. Το μόνο που μετρούσε τώρα ήταν η φυγή. Έπρεπε να φύγω. Με έπιασε απελπισία. Εκείνη είχε πεθάνει, κι εγώ, τόσο αδύναμος κι ανόητος, την είχα ερωτευτεί, απλά και μόνο επειδή εκείνη είχε θέσει μια ερώτηση. Ο θάνατός της ήταν η τιμωρία μου για όσα είχα νιώσει, πράγματα που τώρα πια είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου. Απογοήτευση στην απογοήτευση, και μια πίκρα έμενε στο τέλος, αγκάθια πάνω σε ένα τριαντάφυλλο, ομορφιά που την πλήρωνες ακριβά, θλίψη και θυμός. Κι εκείνη νεκρή. Τι ήταν εκείνη η παράξενη πόλη; Γιατί με τιμωρούσε έτσι; Ποιος μάγος με κατηύθυνε, ποιος δαίμονας, ποιος θεός;
Χάθηκα στην πόλη, και περιπλανιέμαι ακόμη. Έτυχε να μπω σε ένα εστιατόριο για μια στιγμή, και βρήκα εκεί ένα μπλοκ κι ένα μολύβι, και τώρα γράφω. Κάνω αυτό που θα ήθελα να κάνω καλύτερα, ώσπου να βρω τον δρόμο μου και να ξεγελάσω τους δήμιους μου, τους δολοφόνους, τους μάγους που με τιμώρησαν. Ανάμεσα σε δαίμονες, βρίσκω κι εγώ στιγμές ευτυχίας, ανάμεσα σε στιγμές πόνου, μερικές στιγμές ηδονής και ευχαρίστησης, κι ύστερα πόνος ξανά. Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω, κι ύστερα ξανά στην πόλη που θα μας ξεπλύνει από κάθε αμαρτία, που θα μας εξιλεώσει μέσω της κάθαρσης, μέσω της τιμωρίας. Γλυκιά τιμωρία, τέλος στον πόνο της ενοχής.
 
 
30 Απριλίου 2010
Τελευταία μέρα στην Παράξενη Πόλη