Διήγημα

Η γη του Άκκο Πρέβιτς

Κάτω στην παραλία τα πάντα είχαν μια απόχρωση γκρίζου και γαλάζιου από κοινού. Στις άκρες του δρόμου κατά μήκος της ακτής υπήρχε σιτάρι… ξερό σιτάρι. Ο ουρανός ήταν ένα άψυχο γαλάζιο, ενώ το νερό της θάλασσας ήταν ασημένιο, θύμιζε μέταλλο.
Ο Άκκο περπάτησε πρώτα κατά μήκος του δρόμου, πάνω στην άσφαλτο, κι ύστερα στην άμμο, προς το νερό. Η θάλασσα έμοιαζε ζωντανή, έδειχνε να αναπνέει καθώς έρρεε πίσω, βαθιά, και μετά μπροστά, προς την ακτή. Πέρα από την θάλασσα δεν υπήρχε τίποτα… όσο μακριά κι αν ταξίδευε κανείς.
Στάθηκε μπροστά στο νερό και κοίταξε μακριά, προς τη γραμμή του ορίζοντα. Εκεί ο ουρανός άλλαζε χρώμα, γινόταν σκοτεινός, σκούρος, μαύρος και γκρίζος, κεραυνοί φαίνονταν, και ο Άκκο μπορούσε να ακούσει το βουητό της καταιγίδας. Εκείνη η καταιγίδα ποτέ δεν έφτανε… πάντα έδειχνε να πλησιάζει, αλλά ποτέ δεν έφτανε.
Μερικές φορές είχε ευχηθεί να φτάσει, και να ξεσπάσει, γιατί ήξερε ότι εκείνη η καταιγίδα θα έβαζε ένα τέλος σ’ αυτό τον μουντό, ψεύτικο κόσμο. Γύρισε και περπάτησε βαθύτερα στη στεριά. Διέσχισε την άμμο, πέρασε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και περπάτησε στο μονοπάτι που διαπερνούσε έναν από τους αγρούς. Μετά από εκείνο το τμήμα ξεκινούσε η σάπια γη.
Γύρω από το χωράφι υπήρχε φράχτης με σύρμα… είχε αρχίσει να σκουριάζει πια, το ίδιο και οι μεταλλικοί στύλοι που τον συγκρατούσαν. Ο Άκκο είχε καταφέρει να κόψει το σύρμα σε διάφορα σημεία έτσι ώστε να φτάσει στη θάλασσα. Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που είχε καταφέρει κατά την παραμονή του στην σάπια γη. Έτσι την είχε ονομάσει.
Πέρασε, λοιπόν, το κομμένο σύρμα και βρέθηκε ανάμεσα σε γκρίζα δέντρα που είχαν χάσει τη ζωή τους, δεν ήταν παρά φαντάσματα και πτώματα οργανισμών που κάποτε ανέπνεαν. Όχι πια, όμως. Επίσης, τώρα ο ουρανός είχε σταδιακά αλλάξει χρώμα… ήταν ένα βαθύ κόκκινο, σε κάποια σημεία έντονο και φωτεινό, λες και μικρές εκρήξεις και λάμψεις φωτός συνέβαιναν μέσα του, σε διάφορα σημεία του.
Αρκετά μέτρα μακριά, φαινόταν το κτίσμα. Ένα ψηλό κτίσμα, φτιαγμένο από μέταλλο, ένας πύργος, μια φυλακή. Στη θέα του ο Άκκο δυσανασχετούσε, αλλά ένιωθε και μια κάποια ευχαρίστηση όταν περνούσε τις πύλες του.
Τώρα διέσχιζε τη μακριά γέφυρα προς την είσοδό του, εκείνην που πάνω της ήταν αραδιασμένες μαύρες πέτρες στο μέγεθος χαλικιού. Έσπρωξε τις πύλες και μπήκε μέσα.

**

Ομιλίες ακούστηκαν στους χώρους του κτίσματος. Μια γυναίκα και ένας άντρας συζητούσαν. Η γυναίκα γελούσε, έμοιαζε να έχει πιει, έδειχνε χαρούμενη. Είτε αυτό, ή τουλάχιστον ένιωθε εύθυμα.
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε, και ο μπήκαν μέσα ο Άκκο και η Μαρία. Εκείνη τον έπιασε από το χέρι και τον κράτησε κοντά της.
«Τι είναι εδώ μέσα;» Τον ρώτησε.
Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε.
«Εδώ είναι η μεταλλική κουζίνα», της είπε.
«Εδώ μαγειρεύεις;»
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Ποτέ δεν μαγειρεύω. Απλά εδώ μέσα… είναι η κουζίνα».
Για κάποιο λόγο αυτό της φάνηκε αστείο, κι έτσι έσκασε στα γέλια. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε ένα ποτήρι με σαμπάνια, λίγη από την οποία χύθηκε στο πάτωμα καθώς εκείνη γελούσε.
«Πρόσεξε», της είπε ο Άκκο.
«Με συγχωρείς».
«Έλα».
Την έπιασε από το χέρι και έκαναν τον γύρο του  μεγάλου ορθογώνιου τραπεζιού.
«Πού θα κάτσουμε;» Τον ρώτησε. «Δεν έχει καρέκλες».
«Κάτσε κάτω, εδώ, και στηρίξου στον πάγκο».
«Κάτω;» Ρώτησε εκείνη. Τώρα απλά χαμογελούσε, αλλά έμοιαζε έτοιμη να δεχτεί τα πάντα με περισσή αποδοχή.
«Ναι, μην ανησυχείς. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καθαρά είναι», της είπε.
Εκείνη τον άκουσε και κάθισε κάτω προσέχοντας να μην χύσει άλλη σαμπάνια στα πλακάκια. Εκείνος κάθισε δίπλα της.
«Θύμισέ μου το όνομά σου», του είπε.
«Άκκο Πρέβις».
«Παράξενο όνομα έχεις».
«Ναι...»
«Πώς σου ήρθε να ονομάσεις έτσι τον εαυτό σου;»
Ο Άκκο ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν πιστεύεις ότι άλλοι με ονόμασαν έτσι;»
«Όχι», του είπε. «Κανείς στον κόσμο δεν λέγεται Άκκο Πρέβις. Έτσι δεν είναι;»
«Σε ποιο κόσμο;» Την ρώτησε, κι εκείνη γέλασε ξανά, μέχρι που δάκρυα κύλησαν στα μάτια της.
«Δεν ξέρω», απάντησε. «Μάλλον μόνο στον δικό σου κόσμο υπάρχει κάποιος μ’ αυτό το όνομα. Ο εαυτός σου».
Ο Άκκο δεν μίλησε. Ήπιε μια γουλιά από τη δική του σαμπάνια, και κατάπιε με δυσκολία. Έτσι κι αλλιώς, πάντα μισούσε το αλκοόλ, ποτέ δεν του άρεσε.
«Τώρα, όμως, είσαι στον κόσμο μου», της είπε, «και επέλεξες να βρεθείς εδώ, κι έτσι γνωρίζεις τον Άκκο Πρέβις, τον άνθρωπο που σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σύμπαντος, δεν θα υπήρχε», και γέλασε.
«Τιμή μου, κύριε Πρέβις», είπε εκείνη, «στην υγειά μας», και του πρότεινε να τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους. Εκείνος υπέκυψε, παρόλο που σκέφτηκε να αρνηθεί, και χτύπησε απαλά το ποτήρι του στο δικό της. Ύστερα ήπιαν μαζί.
Ο Άκκο κατάπιε ξανά με δυσκολία, και όταν η Μαρία το πρόσεξε, τον έσπρωξε για να τον πειράξει.
«Δεν σου αρέσει, ε;»
«Όχι», της είπε, «καθόλου».
«Ε μην πίνεις, ρε χαζέ», του είπε. «Γιατί πίνεις;»
«Για να σου κάνω παρέα… βλέπω ότι έχεις μεθύσει, και δεν θέλω να σου χαλάσω το κέφι».
Η Μαρία γέλασε ξανά.
«Δεν έχω μεθύσει», του είπε σέρνοντας, σχεδόν τραγουδώντας, τις λέξεις. Κι ύστερα από λίγο άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της και για την ζωή της. Ξεκίνησε μιλώντας για τα αδέρφια της και για τους γονείς της, μετά για τους πρώην της, ένα σημείο στο οποίο ο Άκκο ένιωσε αηδία, και κατέληξε με τον καιρό που ήταν φοιτήτρια (είχε αποφοιτήσει πριν μερικά χρόνια) και την εποχή που έπιασε δουλειά ως δικηγόρος. Συμβολαιογράφος, συγκεκριμένα.
«Και για πες μου…» της είπε ο Άκκο. «Σου αρέσει η δουλειά σου;»
Η Μαρία γέλασε ξανά. Γελούσε διαρκώς ανάμεσα σε όσα έλεγε.
«Σκατά είναι», του είπε. Γέλασε ξανά.
Ο Άκκο πήρε το ποτήρι από το χέρι της και το ακούμπησε μαζί με το δικό του στον πάγκο από πάνω τους. Μετά έπιασε τον καρπό του χεριού της, κι εκείνη τράβηξε το χέρι της κοντά της. Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή.
«Εντάξει», της είπε. «Προφανώς δεν θες».
«Όχι, δεν είναι αυτό…»
«Τότε;»
«Απλά σκέφτομαι ότι… με όλη αυτή τη σαμπάνια…» γέλιο ξανά «…θα ξεράσω», και ξανά.
Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή.
«Τότε ίσως θα πρέπει να πάμε κάπου για να ξεράσεις», της είπε.
«Ναι, εντάξει».
«Σήκω…»
Σηκώθηκαν, αλλά δεν πήγαν πολύ μακριά. Εκείνη γύρισε στο πλάι και ξέρασε μέσα στο νεροχύτη. Μετά άνοιξε την βρύση και ξέπλυνε όσο μπορούσε…
«Θεέ μου», είπε. «Συγνώμη… απλά… δεν ένιωθα και τόσο καλά…»
«Μην ανησυχείς, δεν υπάρχει πρόβλημα… Εννοώ… νιώσε άνετα μαζί μου…»
Την κράτησε δίπλα του και ανέβηκαν μέχρι τον όροφο που βρίσκονταν τα δωμάτια. Εκεί την έβαλε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι.
«Θα τα πούμε αύριο το πρωί», του είπε.
«Ναι», συμφώνησε μαζί της, και μέσα του ένιωσε ότι δεν ήταν παρά ένας ψεύτης.
Στην σάπια γη δεν ξημερώνει ποτέ.

**

Η Μαρία ξύπνησε μερικές ώρες αργότερα, και μετά το μεθύσι, παρόλο που δεν ήταν πολύ ισχυρό, δεν ένιωθε και πολύ καλά. Η ανάσα της τής έφερνε αηδία… έφταιγε το ότι είχε κάνει εμετό. Κοίταξε το δωμάτιο γύρω της. Ήταν πανέμορφο… Το κρεβάτι πάνω στο οποίο καθόταν ήταν για δύο άτομα… το πάπλωμα ήταν κόκκινο, το ίδιο και η κουρτίνα που κρεμόταν από πάνω του και γύρω απ’ το κρεβάτι. Σύντομα αντιλήφθηκε ότι δεν φορούσε τα παπούτσια της, και κοίταξε γύρω, για να τα δει δίπλα στο κομοδίνο.
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα αναμμένο πορτατίφ, και ένα ρολόι φτιαγμένο από ξύλο και μέταλλο, το οποίο μετρούσε τις ώρες αθόρυβα. Η Μαρία πάτησε πάνω στο χαλί και έσκυψε για να πιάσει και να φορέσει τα παπούτσια της. Ο Άκκο, προφανώς, της τα είχε βγάλει για να κοιμηθεί εκείνη άνετα. Χαμογέλασε στη σκέψη ότι είχε προσπαθήσει να την φροντίσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Ήταν ένας άνθρωπος που έδειχνε ότι δεν του άρεζε να έχει άλλους κοντά του. Επίσης, αντιπαθούσε τις γυναίκες. Ο μισογυνισμός του, η Μαρία το είχε καταλάβει αυτό από τις αδιάκοπες συζητήσεις τους, ξεπερνούσε κάθε όριο που εκείνη μπορούσε να φανταστεί.
Τώρα στάθηκε όρθια μέσα στο δωμάτιο. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός, ιδιαίτερα κοντά στον απέναντι τοίχο, και στη μια άκρη του δωματίου νόμιζε ότι μπορούσε να δει κάποιον να κρύβεται στο σκοτάδι που είχε συγκεντρωθεί εκεί. Δεν έδειξε φόβο, όμως. Πλησίασε, και τελικά είδε ότι δεν ήταν παρά μια κρεμάστρα με διάφορα παλτά και μπουφάν. Ένας πίνακας κρεμόταν στον τοίχο… δεν ήταν παρά σχήματα σε μαύρο φόντο… νόμισε ότι μπορούσε να διακρίνει ένα μεγάλο μάτι να την κοιτάζει. Παρατήρησε ότι όσο περισσότερο κοίταζε τα σχήματα, τόσα περισσότερα θέματα μπορούσε να διακρίνει μέσα τους, μέχρι που τα παράτησε με την πρόφαση ότι το μυαλό της έπαιζε μαζί της.
Η πόρτα άνοιξε με δυσκολία. Χρειάστηκε να παλέψει λίγο μαζί της μέχρι να την καταφέρει. Ύστερα βγήκε στον διάδρομο. Πόρτες υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Ξύλινες πόρτες, πίσω από τις οποίες συνήθως επικρατούσε ησυχία. Αλλά καθώς η Μαρία περπατούσε στον διάδρομο, μπορούσε να ακούσει διάφορους θορύβους που έρχονταν πίσω από κάποιες από εκείνες τις πόρτες. Κάποιες φορές ήταν ψίθυροι, ενώ κάποιες άλλες ήταν βήματα. Επίμονα, αργά βήματα, που της έφερναν στο μυαλό έναν άνθρωπο να περπατάει σκεφτικός… 
Τότε κάποιος της μίλησε. Η Μαρία στάθηκε ακίνητη.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε.
«Μαρία;» Είπε ξανά η φωνή.
Κατάφερε να εντοπίσει την πόρτα πίσω από την οποία είχε ακούσει το όνομά της, και πλησίασε.
«Άκκο;» Ρώτησε.
«Δεν είμαι ο Άκκο», είπε η φωνή. «Είμαι μια ανάμνηση… ο Άκκο με έχει κλειδώσει εδώ μέσα, και δεν με αφήνει να βγω…»
«Ο Άκκο…» μουρμούρισε η Μαρία. «Είσαι… όμορφη ανάμνηση; Ή μήπως… όχι;»
Η φωνή δεν απάντησε για λίγο. Μόνο μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, είπε:
«Μπορείς να μου ανοίξεις, σε παρακαλώ;»
«Δεν ξέρω… τι θα έλεγε ο Άκκο αν σου άνοιγα;»
«Σε ενδιαφέρει τόσο πολύ; Με έχει φυλακίσει εδώ μέσα… δεν με αφήνει να ελευθερωθώ… και οι αναμνήσεις μερικές φορές χρειάζονται την ελευθερία τους, ξέρεις. Και κάποιες φορές… όσο την χρειάζονται οι αναμνήσεις, άλλο τόσο την χρειάζονται κι αυτοί που τις έχουν φυλακίσει μέσα τους…»
«Εννοείς ότι… χρειάζονται την απελευθέρωση των αναμνήσεων;»
«Αυτό ακριβώς εννοώ, Μαρία», είπε η φωνή.
«Θα του κάνω καλό αν σου ανοίξω;»
«Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να γυρίσεις το πόμολο… βλέπεις, από τη δική μου μεριά δεν υπάρχει πόμολο, παρά μόνο κλειδαριά…»
Η Μαρία το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Καλύτερα να του μιλήσω πρώτα», είπε, «δεν ξέρω… φοβάμαι μήπως κάνω κάτι που δεν πρέπει… δεν θέλω να υποφέρει…»
«Μαρία…» είπε η ανάμνηση «…ξέρεις ότι έτσι κι αλλιώς θα υποφέρει μαζί σου… εξαιτίας σου. Όλοι μας το ξέρουμε. Κι εμείς, κι εκείνος, κι εσύ…»
«Δεν θέλω να του κάνω κακό, όμως… πρέπει να το καταλάβει αυτό…»
«Θα ήθελες, τουλάχιστον, να κάνεις καλό σ’ εμένα;»
Η Μαρία το σκέφτηκε ξανά.
«Γύρισε το πόμολο… ελευθέρωσέ με… σε παρακαλώ…»
«Είσαι καλή ανάμνηση ή κακή;» Ρώτησε ξανά.
«Ο Άκκο θέλει να με αφήσει ελεύθερη, Μαρία. Απλά δεν μπορεί να το κάνει μόνος του. Ο Άκκο χρειάζεται βοήθεια. Ελευθέρωσέ με, και δεν θα πω ότι ήσουν εσύ… δεν θα το μάθει ποτέ… κι ύστερα θα σε αφήσει να φύγεις».
«Τι εννοείς; Σκόπευε να με κρατήσει εδώ;»
«Με συγχωρείς… νόμιζα ότι το είχες καταλάβει… Άνοιξέ μου, Μαρία, και θα σου δείξω τον δρόμο του γυρισμού στον αληθινό κόσμο».
Η Μαρία δεν το σκέφτηκε ξανά. Απλά έπιασε το πόμολο, το γύρισε, και άνοιξε την πόρτα. Η πόρτα άνοιγε προς τα μέσα, και καθώς την έσπρωχνε, ένιωσε ότι την ίδια στιγμή κάτι από την άλλη μεριά την τραβούσε απαλά. Απομακρύνθηκε, περιμένοντας.
«Λοιπόν;» Ρώτησε. «Πού είσαι;»
«Εδώ είμαι, Μαρία. Και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό».
Το δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο, τίποτα δεν φαινόταν μέσα. Σε μια στιγμή, ωστόσο, φάνηκε μια μορφή να πλησιάζει, να βγαίνει στο αχνό φως του διαδρόμου. Η Μαρία μισόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα, αλλά μια άλλη αίσθησή της λειτούργησε περισσότερο, αυτή της ακοής. Άκουσε ομιλίες τις οποίες δεν κατάφερε να διακρίνει, μόνο ένιωσε τη φωνή του Άκκο, κι εκείνο το γέλιο που τόσο τον χαρακτήριζε, κι εκείνη η φωνή δεν εξέφραζε τίποτα παραπάνω από καλοσύνη. Κι ύστερα άκουσε το ήσυχο κλάμα μιας γυναίκας.
«Μαρία;» Είπε η ανάμνηση.
«Ναι;»
«Σ’ ευχαριστώ».
«Μήπως θα έπρεπε να ελευθερώσω και τις υπόλοιπες αναμνήσεις; Μήπως… θα μπορούσα να τον βοηθήσω;» Ρώτησε, αλλά κανείς δεν απάντησε. Η πόρτα του δωματίου μπροστά της ήταν ανοιχτή, και μέσα έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτα απολύτως. Η ανάμνηση ήταν, πλέον, ελεύθερη.

**

Ο Άκκο περπάτησε σε μια μεγάλη αίθουσα. Αριστερά και δεξιά του υπήρχαν χώροι για να καθίσει κανείς. Το κοινό του… θέσεις που πάντα ήταν κενές. Πατούσε πάνω σε μια κόκκινη μοκέτα, προς έναν βωμό… ή μήπως ήταν απλά ένα τζάκι που έκαιγε εκεί; Ναι, αυτό ήταν. Ο Άκκο μπορούσε να δει τη φωτιά. Γύρω υπήρχαν αναμμένα κεριά, και η μυρωδιά τους ήταν όμορφη.
Πριν από λίγο είχε νιώσει πόνο μέσα του. Κάπου στο στήθος του… είχε νοιώσει το στήθος του να βαραίνει, και το στομάχι του να δένεται σε έναν κόμπο. Κάποια ανάμνηση είχε επιστρέψει, αλλά μόνο για λίγο. Πάντα επέστρεφαν για λίγο, αλλά τώρα δεν τον είχε πονέσει με τον ίδιο τρόπο, και σύντομα είχε νοιώσει ανακούφιση. Η Μαρία, σκέφτηκε. Η Μαρία είχε απελευθερώσει κάποια ανάμνηση.
Κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά στη φωτιά και έμεινε εκεί για λίγο, περιμένοντάς την να τον βρει. Αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τη μεγάλη αίθουσα. Ήταν ήδη κάπως θυμωμένος μαζί της που είχε πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία. Τι νόμιζε, ότι θα τον βοηθούσε; Ή μήπως ήθελε να του κάνει κακό;
«Άκκο;»
Την είδε να στέκεται κοντά του, δίπλα στην άλλη καρέκλα μπροστά στο τζάκι.
«Κάθισε», της είπε. «Πώς είσαι;»
«Καλύτερα», είπε εκείνη. «Σ’ ευχαριστώ που με φρόντισες…»
«Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς».
Η Μαρία χαμογέλασε.
«Κάτι έκανες εσύ…» της είπε εκείνος. «Έπαιξες με τη σκέψη μου, έτσι δεν είναι; Απελευθέρωσες κάποια ανάμνηση, το ξέρω».
«Είπε ότι… ότι δεν θα το καταλάβαινες».
«Είπε ψέματα».
«Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σου κάνω κακό…»
«Δεν μου έκανες», της είπε και έσκυψε μπροστά για να στηριχτεί στα γόνατά του.
«Τότε;»
«Οι αναμνήσεις μου… δεν μπορώ να τις αφήσω ελεύθερες, πια. Έχουν ριζώσει μέσα μου. Μόνο αν κάποιος άνθρωπος…» Σ’ αυτό το σημείο την κοίταξε γεμάτος ντροπή. «Τίποτα, άσε», της είπε.
Εκείνη κοίταξε με θλίψη τη φωτιά.
«Δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος, Άκκο», του είπε. «Με συγχωρείς».
«Το ξέρω. Κανείς δεν είναι αυτός ο άνθρωπος… δεν σε κατηγορώ. Ή τουλάχιστον… προσπαθώ να μην σε κατηγορήσω. Ελπίζω να καταλαβαίνεις…»
«Ναι…» είπε.
«Δεν με φοβάσαι καθόλου;» Την ρώτησε.
«Γιατί να σε φοβάμαι;»
«Εγώ σε φοβάμαι», είπε εκείνος.
Η Μαρία δεν απάντησε. Δεν θα τον παρηγορούσε πια.
«Ξέχνα το», της είπε. «Θα μπορούσα να σε κρατήσω για πάντα εδώ… να σε φυλακίσω, όπως τις αναμνήσεις μου…»
«Δεν θα το έκανες αυτό… είσαι πολύ καλός για να το κάνεις…»
«Δεν με ξέρεις», της είπε.
«Κι αν σου έδινα αγάπη;» Τον ρώτησε. «Τι θα έκανες τότε;»
«Δεν θα τολμούσες», της είπε και γέλασε.
Σώπασαν για λίγο. Ύστερα της έδειξε μια πόρτα που βρισκόταν στα δεξιά τους, μέτρα μακριά.
«Βλέπεις εκείνη την πόρτα;»
Του είπε ότι την έβλεπε.
«Αν περάσεις εκείνη την πόρτα», της είπε, «είσαι ελεύθερη».
Η Μαρία τον κοίταξε, και δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει.
«Τώρα φύγε… αλλιώς θα σε σκοτώσω».
Σηκώθηκε, και για μια στιγμή ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Ύστερα περπάτησε προς την πόρτα, την άνοιξε, την έκλεισε πίσω της, και χάθηκε για πάντα.

Ο Άκκο ανέβαινε την σκάλα εδώ και ώρες… πόσο ψηλός ήταν ο πύργος; Όταν τον έβλεπε απ’ έξω σίγουρα δεν έδινε την ίδια αίσθηση όπως όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια επί ώρες.
Τελικά έφτασε στο τέρμα. Άνοιξε τη μικρή πόρτα και βγήκε στον οροφή. Τριγύρισε για λίγο σ’ εκείνο τον χώρο, και κοίταξε πρώτα προς τη γη, τη σάπια γη. Μια απέραντη σκουριά έβλεπε, τίποτα παραπάνω. Όχι, θα προτιμούσε την άλλη πλευρά, από την οποία μπορούσε να δει την θάλασσα.
Στάθηκε, λοιπόν, σ’ εκείνη την άκρη και έφερε τα χέρια του στη μέση του. Η καταιγίδα φαινόταν στο βάθος, εκείνη η καταιγίδα που δεν έφτανε ποτέ. Αλλά κάτι ήταν διαφορετικό τώρα. Περιέργως, έμοιαζε να έχει πλησιάσει. Όχι, μάλλον ιδέα του ήταν. Δε μπορεί να πλησίαζε η καταιγίδα, εκείνη η καταιγίδα που θα τέλειωνε τα πάντα. Τι θα σήμαινε αυτό;
Κεραυνοί φάνηκαν στο βάθος.
Σύντομα άρχισε να βρέχει.