Διήγημα

Στιγμές Ησυχίας

Μια στιγμή, να θυμηθώ το όνομά της.
Α, ναι. Δώρα την έλεγαν.
Η Δώρα δούλευε σε ένα σούπερ μάρκετ. Κάθε μέρα έπαιρνε το αστικό για να φτάσει στη δουλειά της, λίγο πιο έξω απ’ την Αλεξανδρούπολη. Ύστερα δούλευε άλλοτε στο ταμείο, κι άλλοτε τακτοποιούσε ράφια, ή μετέφερε κούτες με ένα μεγάλο μεταλλικό καλάθι με ρόδες. Ήταν το μεγαλύτερο καλάθι που είχε δει ποτέ της εκείνο, γι’ αυτό και της είχε φανεί παράξενο στη αρχή. Παράξενο και αστείο, τόσο που γέλασε λίγο.
Δεν ήταν απονήρευτη. Ποτέ οι γυναίκες δεν είναι έτσι. Ποτέ δεν ήταν έτσι. Και η Δώρα ήταν πλέον γυναίκα, και το ήξερε αυτό. Πριν λίγες ώρες μάλιστα είχε συμβεί κάτι που την είχε κάνει να χαμογελάσει, ενώ ήξερε ότι παλιότερα θα την θύμωνε. Ένας τύπος είχε περάσει από τον διάδρομο σπρώχνοντας ένα καρότσι με ψώνια. Δίπλα του περπατούσε μια γυναίκα νέα, μάλλον η αδερφή του, υπέθεσε η Δώρα.
Η Δώρα τον είδε να την κοιτάζει, κι ύστερα τον άκουσε να λέει: «Επιτέλους, φέρανε και μια όμορφη κοπέλα σ’ αυτό το σούπερ μάρκετ».
Η αλήθεια είναι ότι τον θυμόταν από παλιά. Πάντα την πρόσεχε όποτε ερχόταν να ψωνίσει. Είτε μόνος του, είτε με την αδερφή του. Όταν δούλευε στο ταμείο, κοντά στα παράθυρα, τον έβλεπε να έρχεται και να φεύγει με το ακριβό του αυτοκίνητο.
Το βράδυ περίμενε στη στάση για το λεωφορείο. Κατέβαινε στη στάση στην πόλη, κι από κει επέστρεφε στο διαμέρισμά της. Διάβαζε, ή έβλεπε ταινίες. Ή άκουγε μουσική, ή απλά κοιμόταν. Αλλά μερικές φορές ερχόταν εκείνος ο τύπος, ο ζωγράφος. Χτυπούσε το κουδούνι της, κι εκείνη του άνοιγε για να ανέβει πάνω. Μετά έπαιρνε τα κλειδιά της και καθόταν μαζί του στη σκάλα για να μιλήσουν. Είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα τον έβαζε στο σπίτι της ακόμα. Εκείνη το είχε αναφέρει απ’ την αρχή, κι εκείνος είχε συμφωνήσει.
Η Δώρα μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι και στεκόταν γυμνή μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, κοιτάζοντας το σώμα της. Της άρεζε το σώμα της, πίστευε ότι ήταν όμορφο, και μάλλον είχε δίκιο. Ήταν ψηλή και λεπτή. Όχι πολύ λεπτή, αλλά αρκετά ώστε να είναι όμορφη. Το δέρμα της ήταν καστανό, σκούρο, ενώ τα μαλλιά της τα είχε βάψει κατάμαυρα και τα ίσιωνε πάντα. Κάποιες φορές τα έπιανε σε μια κοτσίδα που έφτανε μέχρι την πλάτη της. Μια ηλίθια στη δουλειά τραβούσε διαρκώς εκείνη την κοτσίδα. Κανείς δεν γέλασε ποτέ μ’ αυτό, αλλά εκείνη επέμενε να το κάνει, γι’ αυτό και μια μέρα η Δώρα της έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι που η ρουφιάνα έχασε μια γέφυρα. Όπως και να ‘χει, ποτέ ξανά δεν τράβηξε την κοτσίδα της Δώρας.
Μπήκε στο μπάνιο και έριξε νερό πάνω της. Της άρεζε να ρίχνει ζεστό νερό στο σώμα της, γι’ αυτό και άφηνε πάντα το θερμοσίφωνο αναμμένο για πολλή ώρα, αλλά τώρα δεν είχε χρόνο. Θα ερχόταν ο ζωγράφος και ήθελε να είναι όμορφη. Δεν ήξερε αν είχε κάποιο σκοπό, αλλά ως γυναίκα πάντα ήθελε να είναι όμορφη, ακόμη και για εκείνους για τους οποίους δεν ενδιαφερόταν άμεσα.
Βγήκε από το μπάνιο, φρόντισε τα μαλλιά της όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατό και ντύθηκε. Δεν έβαλε, βέβαια, τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο ένα τζιν και ένα πουλόβερ. ούτε καν παπούτσια έβαλε, θα έμενε με τις παντόφλες της. Δεν ήθελε να δώσει στον ζωγράφο την εντύπωση ότι θεωρούσε τόσο σημαντικές τις συναντήσεις τους.
Το κουδούνι χτύπησε λίγη ώρα αργότερα. Η Δώρα έτρεξε να το σηκώσει.
«Ναι; Ναι, ανέβα», του είπε και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.
Ύστερα βγήκε στη σκάλα. Σύντομα ο ζωγράφος φάνηκε να ανεβαίνει. Η Δώρα χρειάστηκε να ανάψει δύο φορές το φως της σκάλας για να μπορεί εκείνος να βλέπει.
Του έκανε νόημα με το χέρι της να καθίσει στα σκαλοπάτια. Έτσι εκείνος έκατσε πρώτος. Εκείνη κάθισε δίπλα του. Δεν μίλησαν για λίγο, μέχρι εκείνος να πάρει μια ανάσα. Της είχε εξομολογηθεί ότι είχε σταματήσει εδώ και μήνες να γυμνάζεται και ότι η φυσική του κατάσταση δεν ήταν στα καλύτερά της.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» Την ρώτησε.
«Καλή», του είπε εκείνη. «Η δική σου;»
«Καλή ήταν. Απλά… έχω αυτή τη μαθήτρια, η οποία δεν λέει να μάθει τίποτα. Εδώ και μήνες προσπαθεί, δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα… μια πρόοδο συγχορδιών δεν μπορεί να παίξει», της είπε.
Ο ζωγράφος ήταν και μουσικός. Ζωγράφιζε, αλλά δίδασκε κιθάρα για να μπορεί να βγάζει κάποια χρήματα.
«Σου έχω πει τόσες φορές να πουλήσεις τους πίνακές σου», του έλεγε εκείνη. «Είναι πολύ ωραίοι».
Η Δώρα δεν είχε δει ποτέ από κοντά έναν από τους πίνακες του ζωγράφου. Τους είχε δει μόνο σε φωτογραφίες που έφερνε εκείνος, φωτογραφίες που τραβούσε με την ψηφιακή κάμερά του. Εκείνη η συμφωνία συμπεριλάμβανε επίσης τον όρο να μην πάει εκείνη ποτέ στο σπίτι του. Ωστόσο, από τις φωτογραφίες που της έφερνε, τώρα ήξερε πώς ήταν ο χώρος που έμενε ο ζωγράφος. Ήταν ακατάστατος κυρίως, αλλά της είχε πει ότι τον τακτοποιούσε όταν κατά περιόδους δεν ζωγράφιζε.
«Αν προσπαθήσει θα μάθει», είπε η Δώρα για τη μαθήτρια του ζωγράφου.
«Αυτό είναι το θέμα. Πως ό,τι και να κάνει, και πραγματικά πιστεύω ότι προσπαθεί, δεν πρόκειται ποτέ να μάθει… δεν μπορεί καθόλου να παίξει τίποτα».
Η Δώρα γέλασε.
«Είσαι σκληρός μαζί της;»
«Δεν είμαι σκληρός με κανέναν», της είπε. «Σου έδωσα ποτέ τέτοια εντύπωση;»
«Όχι».
«Μου επιτρέπεις να καπνίσω;»
Η Δώρα γέλασε ξανά.
«Σου έχω πει τόσες φορές ότι δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ μέσα… γιατί επιμένεις να ρωτάς;»
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κάποιος κανονισμός που να το απαγόρευε, τουλάχιστον όσον αφορούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά στη Δώρα δεν άρεζε ο καπνός. Δεν της άρεζε το τσιγάρο γενικότερα.
«Με συγχωρείς. Λειτουργώ πολύ με τις συνήθειές μου, κι αυτή η ερώτηση είναι μία από αυτές. Ίσως αν βρισκόμασταν περισσότερες φορές την εβδομάδα, ίσως τότε να σταματούσα να ρωτάω… αν αλλάζαμε το πρόγραμμά μας, δηλαδή…»
«Δεν ξέρω», του είπε.
«Όπως νομίζεις», της είπε εκείνος. Και μετά: «Παλιά αντιπαθούσα τις γυναίκες, όσο κι αν μου άρεζαν. Αργότερα μόνο άλλαξα γνώμη. Και ίσως κάποια στιγμή να αλλάξω ξανά. Έκανα λάθος, πάντως. Το θέμα με εσάς είναι μάλλον ότι πρέπει να προστατεύετε τον εαυτό σας… ή τουλάχιστον με κάποιες από εσάς. Πιστεύω ότι είσαι ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες».
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί είσαι μόνη. Ζεις μόνη σου, και υποθέτω ότι δεν έχεις δεσμό. Έχω δίκιο;»
«Ναι», του είπε.
«Για ποιο λόγο μια νέα κοπέλα θα περνούσε τον χρόνο της με έναν γέρο αν είχε δεσμό;»
«Δεν είσαι γέρος», του είπε.
«Κοντεύω να γίνω, όμως. Γιατί περνάς τον χρόνο σου μαζί μου, αλήθεια;»
«Γιατί είσαι ευχάριστη παρέα. Εσύ γιατί περνάς τον δικό σου μαζί μου;»
«Για τον ίδιο λόγο, μάλλον».
«Έχεις κοιμηθεί με πολλές γυναίκες;»
«Με αρκετές, θα έλεγα. Κοιμήθηκα με όσες χρειαζόμουν», γέλασε ο ζωγράφος. «Σου μιλάω για έναν αριθμό που σίγουρα καλύπτει τις ανάγκες του εγωισμού μου. Αυτό που μου λείπει τώρα πια δεν είναι ο έρωτας, αλλά η ζεστασιά. Από όλες, όμως, τις γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου, μία είχε την πιο ζεστή αγκαλιά», της είπε. «Αλλά εκείνη έφυγε τώρα».
«Αυτό είναι που σου λείπει; Μια αγκαλιά; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;»
«Η μητέρα μου», της απάντησε. Καθώς μεγαλώνω τη σκέφτομαι όλο και περισσότερο.
«Θα μπορούσα να σε αγκαλιάσω εγώ αν το θέλεις», του είπε η Δώρα. «Θα το ήθελες;»
Ο ζωγράφος την κοίταξε σκεφτικός, κι ύστερα έγειρε κοντά της. Εκείνη έφερε τα χέρια της γύρω του και τον τράβηξε στο στήθος της, κι έτσι τον αγκάλιασε. Κατάλαβε ότι εκείνος δάκρυσε μόνο όταν σηκώθηκε από την αγκαλιά της. Ύστερα το φως έσβησε και δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον, κι όταν η Δώρα το άναψε, χαμογέλασαν κι οι δυο τους. Ύστερα σώπασαν για λίγο. Κι ύστερα συνέχισαν τη συζήτησή τους.