Διήγημα

Σχόλια ενός μοναχικού αντεπαναστάτη

Θα παρέλειπα μερικά πράγματα από όσα έχω να γράψω εδώ, αλλά τελικά νομίζω ότι αυτό το κείμενο θα μείνει όπως είναι, χωρίς καμιά διόρθωση. Νιώθω όλο μου το σώμα να πονάει, καθώς έμπλεξα σε καυγά μόλις χθες το βράδυ. Πριν μερικές ώρες, δηλαδή. Άλλες φορές δεν θα μιλούσα ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα, συνήθως όσα γράφω είναι ψέματα. Συνήθως όλοι οι άνθρωποι που είναι φτιαγμένοι από τα ίδια σκατά που είμαι κι εγώ παριστάνουν τους καλλιτέχνες. Άλλοι τους συγγραφείς, άλλοι τους μουσικούς. Άλλοι απλά καπνίζουν χόρτο. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία, σε όσους δηλαδή θα ήθελαν να είναι συγγραφείς. Όχι λογοτέχνης. Δεν είμαι λογοτέχνης, δεν θα μπορούσα να είμαι λογοτέχνης. Αλλά ακόμη κι αν μπορούσα, μάλλον δεν θα το ήθελα. Έτσι κι αλλιώς, κατά τη γνώμη μου το τι ακριβώς είναι λογοτεχνία είναι κάτι το σχετικό. Κάποιος είπε ότι η λογοτεχνία ορίζεται ανάλογα με το πνεύμα της κάθε εποχής. Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Αλλά νομίζω ότι προς το παρόν θα συμφωνήσω, και δεν χάλασε κι ο κόσμος… πάντα μπορώ να αναθεωρήσω τις απόψεις μου.
Πρόκειται να σας μιλήσω για μια περίοδο που κόντευα να λιώσω πάνω στο κρεβάτι μου. Ήταν μια από εκείνες τις φορές που οι καύλες μου έσπαγαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ τους. Αλλά ας μην γίνομαι χυδαίος. Ας πούμε απλά ότι ήμουν λίγο ερωτευμένος, αυτό ήταν όλο. Είχα δει, μάλιστα, μια φωτογραφία της τότε… κατάμαυρα μαλλιά, κατάμαυρα μάτια… και τα πιο κόκκινα χείλη στον κόσμο. Μου είχαν πει, επίσης, ότι είναι πολύ καλός άνθρωπος. Τρίχες. Δεν υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Λένε ότι ούτε κακοί άνθρωποι υπάρχουν. Άλλοι λένε ότι οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί. Εγώ τους γαμάω όλους αυτούς όταν έχω τα νεύρα μου. Λέω απλά ότι όλοι οι άνθρωποι είναι κακοί.
Όταν λέω σε κάποιους ότι γράφω, οι περισσότεροι κάνουν εκείνη την ηλίθια ερώτηση, η οποία στην πραγματικότητα δεν θα έπρεπε να γίνεται: Τι γράφεις;
Τι θα μπορούσα να απαντήσω σ’ αυτό; Ιστορίες, τους λέω. Ή αλλιώς: Διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα. Κι εκείνοι επιμένουν: Ναι, αλλά τι γράφεις;
Πρέπει να έχω να κάνω με ηλίθιους, δεν γίνεται αλλιώς, σκέφτομαι. Μην δίνεις σημασία.
Δουλεύω σε μια εφημερίδα. Κάνω διορθώσεις σε διάφορα κείμενα που μου δίνουν. Σκατοδουλειά είναι, αλλά βγάζω τα προς το ζην. Τουλάχιστον μπορώ έτσι να διαβάζω εφημερίδα τζάμπα.
Είχαμε και στο πανεπιστήμιο εφημερίδα. Είχα επιχειρήσει να γνωρίσω μερικούς που έγραφαν, έτσι, μήπως μου έδιναν την ευκαιρία να γράψω κι εγώ, αλλά σύντομα εκείνοι μου έδειξαν ότι αδιαφορούσαν. Τι σύντομα, δηλαδή… αμέσως μόλις διάβασαν κάνα δυο κείμενά μου. Κάποιοι απλά με απέφευγαν, ενώ ένας τύπος όταν με ξεπροβόδιζε από ένα γραφείο του πανεπιστημίου με κλώτσησε στον κώλο. Δεν του είπα κουβέντα.
Με έχουν κατηγορήσει ξανά, πάντως, ότι είμαι ακοινώνητος. Την πρώτη φορά, δηλαδή, με είχε αποκαλέσει ένας φίλος μου «αντικοινωνικό». Μου άρεζε ο χαρακτηρισμός. Αλλά μετά είχε το θράσος να μου πει ότι εκείνος με είχε κάνει άνθρωπο, ότι με είχε βγάλει έξω, στον κόσμο, και ότι πριν ήμουν άγριος, πάνω στο βουνό, σε μια σπηλιά. Εκεί τα πήρα λίγο και του είπα ότι η μάνα του είναι μια πόρνη και τον χτύπησα στο δεξί μάτι. Δεν μιλήσαμε από τότε.
Είναι αλήθεια ότι από πάντα αντιπαθούσα κάθε μορφή κοινωνικής έκφρασης. Όχι, εντάξει, είμαι υπερβολικός. Άλλωστε οι λέξεις «κοινωνική έκφραση» δεν αποτελούν παρά μια γενικότητα. Απλά δεν μου άρεσε ποτέ η ιδέα του να ενταχθώ σε κάποια ομάδα. Είχα φίλους, ναι, αλλά με τα χρόνια χαθήκαμε, ο καθένας πήρε τον δρόμο του, κι εγώ είχα αρχίσει να παίρνω τον δικό μου. Αλλά ας μην γκρινιάζω έτσι, αφού καταφέρνω και τα βγάζω πέρα… κάτι είναι κι αυτό, ε;
Πίσω στην κοινωνική έκφραση, όμως. Όπως σας έλεγα, η ιδέα του να ανήκω σε κάποια ομάδα με αηδίαζε από πάντα. Λίγο από εγωισμό, λίγο από δισταγμό και ανασφάλεια, πάντα φρόντιζα να μείνω απ’ έξω. Και όλα έμπαιναν σε μια σειρά όσο ήμουν υποχρεωμένος να πηγαίνω στο σχολείο. Κοίτα να δεις πράγματα που έμαθα εκεί μέσα! Το σχολείο, λέει, είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας μας. Πιστέψτε με, όποιος το είπε αυτό είχε δίκιο. Νομίζω ότι υπάρχει μια μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης εκεί μέσα, κι αυτό που σίγουρα τρόμαζε εμένα, ήταν η κοινωνική μου θέση.
Ήξερα ότι δεν μου άξιζε εκείνη η θέση. Δεν ήμουν κανένας ηλίθιος, ήμουν έξυπνος, απλά τα δεδομένα της ηλικίας ήταν άλλα. Για κάποιο λόγο το να είμαι ο εαυτός μου με έβγαζε απ’ έξω. Και ήταν εντάξει όλο αυτό, κάπως μου άρεζε να είμαι στην απ’ έξω. Αυτό που ποτέ δεν κατάλαβα ήταν για ποιο λόγο θα έπρεπε να ανέχομαι ορισμένες συμπεριφορές.
Θα πρέπει να ήμουν στην τρίτη λυκείου όταν κάποιοι προσπάθησαν να μου κάνουν τη ζωή πατίνι. Μου έκαναν διάφορες ερωτήσεις οι οποίες ήταν υπερβολικά πολύ προσβλητικές… συμπεριλάμβαναν βρισιές και άλλες σχετικές λέξεις, ενώ παράλληλα είχαν φέρει μαζί τους και μια άσχημη γκόμενα η οποία με ρωτούσε αν ήθελα να μην είναι μπροστά ενώ με προσέβαλλαν έτσι. Εκείνη η γκόμενα ήταν που με είχε ρωτήσει πόσες φορές τη μέρα βαρούσα μαλακία. Μια μέρα, λοιπόν, έκανα φασαρία μέσα στην τάξη την ώρα του μαθήματος. Τι εννοώ; Ότι σηκώθηκα όρθιος και προκάλεσα έναν από εκείνους. Αδιαφόρησα για την γκόμενα… ας μην ξεχνάμε ότι η κοινωνία έχει ορίσει τη γυναίκα ως αδύναμη… αλλά μ’ αυτό το ανέκδοτο θα γελάσουμε σε κάποιο άλλο κείμενο, φαντάζομαι.
Ο τύπος, λοιπόν, γυρνάει πίσω, στον φίλο του, έναν νταγλαρά νταή, ο οποίος του μίλησε για το διάλειμμα… ο μπροστά τύπος μου λέει ότι στο διάλειμμα θα δω τι θα πάθω, κι εγώ του λέω ότι θέλω να μου δείξει εκείνη τη στιγμή.
Για να μην λέω πολλά, κανείς τους δεν μου έδειξε ποτέ τίποτα, και μάλιστα ο μπροστά τύπος μου ζήτησε συγνώμη αργότερα στο διάλειμμα τρίβοντας τα χέρια του μεταξύ τους. Μου είχε πει ότι έκανε πλάκα. Ο άλλος τον είχε ρωτήσει μπροστά μου αν ήθελε να με δείρουν.
Αμέσως μετά είχε ξεκινήσει μια ολόκληρη ιστορία για το αν τελικά θα με έβαζαν σε μία άλλη τάξη. Οι καθηγητές αρνήθηκαν, φυσικά. Είπαν ότι οι κατάλογοι της κάθε τάξης ήταν έτοιμοι και ότι δεν γινόταν να αλλάξουν. Μια καθηγήτρια είχε μεσολαβήσει, αλλά της είπαν ότι αν ήθελε να καθόταν εκείνη να γράψει ξανά τα ονόματα κάθε τάξης. Και σας τα λέω όλα αυτά επειδή ήμουν μπροστά στον καυγά τους, τον οποίο εδώ αναφέρω. Μπροστά σ’ εμένα το είπε αυτό. Στην πραγματικότητα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σβήσει το όνομά μου από τον κατάλογο της μιας τάξης και να το προσθέσει σ’ αυτόν της άλλης. Και όλο αυτό θα το έκανε στον υπολογιστή. Απλά φαίνεται ότι ο τύπος δεν ήξερε να χειρίζεται το ανάλογο πρόγραμμα, και γι’ αυτό με κάθε αλλαγή καθόταν και έφτιαχνε τις καταστάσεις απ’ την αρχή.
Στην πραγματικότητα κανείς δεν ασχολήθηκε με το αληθινό πρόβλημα. Με το ότι δηλαδή μέσα στο σχολείο, το οποίο είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, υπάρχουν νταήδες, οι οποίοι κάνουν δύσκολη τη ζωή κάποιων. Οι διδάσκοντες ποτέ δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για τους μαθητές.
Λίγο καιρό μετά το περιστατικό και αφού μετά από ανταλλαγή προσωπικής χάρης ανάμεσα σε καθηγητές με έβαλαν σε μια άλλη τάξη, πράγμα που -σε αντίθεση με όλο τον καυγά και τις διαφωνίες- διήρκεσε δύο δευτερόλεπτα, ένας καθηγητής που με πέτυχε στον διάδρομο πήρε το ύφος του μάγκα και μου είπε:
«Εσύ είσαι ο Σταύρος ο Παπαδόπουλος;»
«Ποιος ρωτάει;» Του είπα εγώ.
«Θα πρέπει να θεωρείς τον εαυτό σου πολύ μάγκα για να κάνεις τέτοια φασαρία σε ώρα μαθήματος. Για μαζέψου, να μην σε μαζέψω εγώ…»
Με είπε και κωλόπαιδο φεύγοντας. Τώρα… ποιος ακριβώς τον έθεσε υπεύθυνο ώστε να με μαζέψει… είναι άλλο θέμα.
Μέσα από όλα αυτά διαμορφώθηκαν οι απόψεις μου σχετικά με το ποιος θα ήθελα να είμαι ως καθηγητής αν ποτέ τελείωνα το πανεπιστήμιο. Οι περισσότεροι καθηγητές που είχα γνωρίσει ήταν παραδείγματα προς αποφυγήν. Σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να χτίσω μια καλή σχέση με τον εκάστοτε μαθητή μου, να του επιτρέψω να με εμπιστεύεται, ώστε μέσα από εμένα να αγαπήσει την γνώση. Δουλειά μου δεν ήταν ούτε να του μεταδώσω τη γνώση, ούτε να τον εξετάσω σε αυτήν. Δουλειά μου ήταν να τον οδηγήσω σε έναν τέτοιο δρόμο, ώστε να κυνηγήσει την γνώση από μόνος του. Εγώ δεν θα ήμουν τίποτα παραπάνω από συνοδοιπόρος στο ταξίδι του κάθε παιδιού.
Ένιωσα περήφανος για τις ιδέες μου, περήφανος για κάθε ένα από τα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά μου, τα οποία με τόση προσπάθεια είχα καλλιεργήσει. Με είχαν ήδη βάλει σε πολλούς μπελάδες και θα με έβαζαν σε ακόμη περισσότερους, αλλά ανάθεμα με… Σίγουρα μέχρι τώρα άξιζε τον κόπο.Πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο πανεπιστήμιο όταν τέλειωσα το σχολείο. Ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά ειλικρινά νομίζω ότι έχει σημασία.
Τα πρότυπά μου από πάντα ήταν καλλιτέχνες. Συγγραφείς και μουσικοί κυρίως. Ήμουν αυτός που ήμουν, και γι’ αυτό είχα επιλέξει την θεωρητική κατεύθυνση. Δεν με ένοιαζε τι θα ακολουθούσε. Μισό λεπτό. Να γίνω κατανοητός. Ήμουν αυτός που ήμουν, που σημαίνει ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, και συνεπώς, μέσα στο εφηβικό μυαλό μου, η θεωρητική κατεύθυνση ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που τόσο αγαπούσα. Στο γράψιμο, δηλαδή. Μιλάμε για την πιο ανόητη σκέψη που έκανα ποτέ στη ζωή μου. Όχι ότι το μετάνιωσα, αλλά σίγουρα πρόκειται για μια ανόητη σκέψη, δεν συμφωνείτε; Τέτοιου είδους ανόητες σκέψεις θα έπαιζαν τον δικό τους αρνητικό ρόλο στη συνέχεια.
Όπως και να έχει το πράγμα, το να περάσω σε μια σχολή σχετική με ανθρωπιστικές επιστήμες ήταν το πιο θετικό ατύχημα που μου έτυχε ποτέ. Είναι αλήθεια ότι το πρώτο που ένιωσα ήταν απογοήτευση, για μια σειρά από λόγους, οι οποίοι δεν έχουν πια και τόση σημασία. Τώρα πια δεν είμαι απογοητευμένος, απλά είμαι αδιάφορος. Διαπίστωσα, ωστόσο, με τον καιρό ότι με ενδιέφερε το αντικείμενο της σχολής, καθώς θα μπορούσε να μου δώσει εφόδια τα οποία θα μπορούσα στο μέλλον να συνδυάσω με το γράψιμο. Και μόνο η προσωπική μου ανάπτυξη, που ήδη από τα δεκαεννιά μου χρόνια έγινε ο πρωταρχικός μου στόχος, μπορούσε να ωφεληθεί από τη μελέτη της ιστορίας, της κοινωνίας και τις θεωρίες που αφορούν την έννοια του πολιτισμού. Με πιο απλά λόγια: Είχα αυτή την απλή ιδέα να συνδυάσω τη γνώση με την φαντασία μου και την συγγραφή. Αυτό είναι όλο.
Από την αρχή, ωστόσο, αντιπάθησα για ακόμη μια φορά την οποιαδήποτε ομάδα υπήρχε εντός του πανεπιστήμιου. Απογοητεύτηκα, όπως σας είπα, για δικούς μου λόγους, κι ακολούθησα την πιο εύκολη και ανόητη λύση: Κλείστηκα μέσα στο σπίτι μου.
Τώρα πια θα σας έλεγα ότι το βασικό μου πρόβλημα ήταν ότι δεν ήμουν αρκετά ώριμος ώστε να προσαρμοστώ. Από την άλλη, μέχρι να τελειώσω το πανεπιστήμιο δεν είχα προσαρμοστεί ούτε γι’ αστείο. Ίσως να είμαι ακόμη ανώριμος, λοιπόν. Ποτέ δεν θα προσαρμοστώ, και μάλλον πάντα θα υποφέρω εντός ενός κοινωνικού πλαισίου στο οποίο δεν ανήκω.Ένας από τους λόγους που υπέφερα ήταν ότι είχα ήδη αρχίσει να διαμορφώνω τις δικές μου απόψεις πάνω σε ορισμένα θέματα. Δεν είμαι πρόθυμος να τις εκφράσω… Ακόμη δεν έχω το θάρρος της γνώμης μου… θα έπρεπε να ντρέπομαι! Αυτή η έλλειψη σιγουριάς στις απόψεις μου μάλλον δείχνει μια γενικότερη έλλειψη πίστης και εμπιστοσύνης. Αλλά κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτό, ας μην αρχίσουμε τις θεωρίες περί ψυχολογίας τώρα.
Αρνήθηκα λοιπόν τους πάντες και τα πάντα, κι έτσι φρόντισα για ακόμη μια φορά να αποκλείσω τον εαυτό μου. Όχι ότι το μετάνιωσα και πολύ. Ναι, παρουσιάστηκαν προβλήματα στη συνέχεια, η μοναξιά είναι πολύ σκληρός αντίπαλος, αλλά ακόμη και αυτό που μου προσέφεραν οι παρέες που είχα μέχρι τότε δεν με έκανε να αισθάνομαι λιγότερο μόνος. Δεν ήξερα τι έφταιγε, ήμουν σίγουρος ότι η ευθύνη δεν ήταν αποκλειστικά δική μου, αλλά με τα χρόνια άρχισα να αποδέχομαι και το δικό μου μερίδιο.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν ότι ήμουν ακοινώνητος, γιατί δεν ήμουν, ούτε ότι δεν μπορούσα να κάνω φίλους λόγω κάποια «κοινωνικής αναπηρίας». Το πρόβλημα ήταν η επιθυμία μου να είμαι μόνος. Δεν ήθελα να με πλησιάζει κανένας, πια, κανένας απολύτως. Κι όταν κάποιος με πλησίαζε, πριν καν το καταλάβω γινόμουν επιθετικός. Γαμώτο, ποιος ήμουν, τελικά;
Και εντάξει, έτσι κι αλλιώς μέσα μου δεν σεβόμουν κανέναν, ούτε καν τον ίδιο τον εαυτό μου, αλλά τα πράγματα ζόρισαν ακόμη περισσότερο όταν γυναίκες άρχισαν να ενδιαφέρονται για μένα. Ακόμη κι εκείνη, εκείνη με «τα πιο κόκκινα χείλια στον κόσμο». Την ήθελα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Πραγματικά ένιωθα εντελώς ανίκανος.
Σήκωσα, λοιπόν, το αριστερό μου χέρι και μέτρησα. Ένα, δύο, τρία δάχτυλα. Ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που ένιωθα ότι πραγματικά ήθελα μια γυναίκα. Εντάξει, αν ήθελα να μετρήσω πόσες μου άρεσαν, κάτι τέτοιο όπως όλοι καταλαβαίνετε θα ήταν αδύνατο… αλλά εκείνην την ήθελα. Και την ήθελα πολύ.
Κι έτσι βρέθηκα να νιώθω σαν να ήμουν δεμένος χειροπόδαρα. Ήθελα, αλλά ήμουν τελείως ανήμπορος. Μια σειρά από άγχη ακολούθησαν, ενώ παράλληλα γνώριζα άλλες γυναίκες. Την πρώτη φορά που βρέθηκα με γυναίκα στο κρεβάτι ήταν… Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου. Εκείνη ήταν είκοσι πέντε ετών. Έβγαλε τα ρούχα της και κάθισε δίπλα μου. Εγώ φορούσα μόνο το παντελόνι μου. Κι ενώ εκείνη ανέβαινε και κατέβαινε και ξανανέβαινε πάνω μου, σκεφτόμουν: Θεέ μου, δεν νιώθω τίποτα. Την κοίταζα, και όσο κι αν προσπαθούσε η καημένη δεν μπορούσε να με κάνει να λειτουργήσω… Όχι ότι έφταιγε εκείνη. Όποιος και να έφταιγε… δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι προσπάθησα. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της και άγγιξα ό,τι υπήρχε εκεί κάτω, και μόλις εκείνη ένιωσε άνετα το τράβηξα μακριά. Της είπα να φύγει από πάνω μου και αμέσως φόρεσα και άρχισα να κουμπώνω το πουκάμισό μου.
«Πού είναι το μπάνιο;» Την ρώτησα. Έπρεπε να πλύνω τα χέρια μου, μόλις είχα πιάσει το πράμα της, και δεν μου άρεζε η ιδέα ότι μόλις έβγαινα έξω θα έτρωγα τυρόπιτα μ’ ένα τέτοιο χέρι. Έφυγα από το σπίτι της και δεν την είδα ποτέ ξανά.
Άρχισα να αναρωτιέμαι. Δεν αμφέβαλλα για τον εαυτό μου, ούτε γι’ αστείο. Απλά… το μόνο που σκεφτόμουν όσο εκείνη τριβόταν πάνω μου, ήταν τα κατάμαυρα μαλλιά της άλλης και τα κατακόκκινα χείλια της. Άσε που είχα αρχίσει στο μεταξύ να νιώθω τύψεις που δεν μου είχε σηκωθεί όσο εκείνη είχε πάρει φωτιά. Πρόβλημά της, σκέφτηκα.Μέσα από μερικά μαθήματα είχα αρχίσει εν τω μεταξύ να σκέφτομαι το θέμα της θρησκείας και της πίστης στον Θεό. Μέχρι τότε δεν είχα άποψη. Ούτε τώρα έχω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι έχει τη δική του σημασία το να πιστεύεις. Αν σκεφτεί κανείς, όμως, πώς χρησίμευσε η θρησκεία στον άνθρωπο σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, μπαίνει σε σκέψεις. Αποκτώντας λίγες γνώσεις ιστορίας και ακόμη περισσότερο βλέποντας ειδήσεις, είχα αρχίσει να σχηματίζω μια άποψη που στην αρχή τουλάχιστον με ξένιζε. Η άποψη αυτή έλεγε ότι η εκκλησία και η πίστη στον Θεό είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Παράξενο, είχα σκεφτεί.
Ποια είναι αυτή η κινητήρια δύναμη που ωθεί τους ανθρώπους στις πράξεις τους; Το συμφέρον; Τίποτα ένστικτα, μήπως; Η θρησκεία φαίνεται πως μπορούσε να αποτελέσει μέσο και όπλο «κατάκτησης» του άλλου. Πώς λόγια που αφορούσαν την αγάπη και τη συνύπαρξη μεταφράστηκαν στα χέρια του ανθρώπου σε κάτι τέτοιο;
Θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο μόνο με ερωτήσεις, όπως είχα διαβάσει σε ένα τεύχος της Μαφάλντα. Θα μου απαντούσε κανείς, άραγε; Γιατί η θρησκεία είναι κάτι που χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο σκοπός της υποτίθεται ότι είναι να τους ενώνει;
Α, γενικότητες! Μάλλον όλες οι ερωτήσεις μου θα αφορούσαν τη φύση του ανθρώπου γενικότερα, και σ’ αυτό το σημείο βρίσκω κάτι το εγωιστικό: Μέσα από την όποια κατανόηση της φύσης του ανθρώπου, θα μπορούσα πλέον να προσδιορίσω τον εαυτό μου. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να επιβιώσω μέσα στην κοινωνία, και πιο συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο, μέσα στην κοινωνία του πανεπιστημίου.
Δε θα σας κρύψω, λοιπόν, ότι ποτέ δεν κατάφερα να συμπαθήσω το πανεπιστήμιο. Αν μπορούσα θα έπαιρνα τα βιβλία του κάθε μαθήματος και δεν θα πατούσα ποτέ ξανά εκεί μέσα. Θεωρούμαι, ίσως, γι’ αυτόν τον λόγο ακοινώνητος, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση θα μπορούσα να πω ότι για μένα, το ότι ήμουν ακοινώνητος μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά τις δυσκολίες, ήταν ένα προτέρημα. Ηθικό προτέρημα.
Ίσως όντως να είμαι ανώριμος, ποιος ξέρει;Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι έκανα μερικές όχι και τόσο φιλότιμες προσπάθειες να ενταχθώ σ’ αυτό που τελευταία μ’ αρέσει να ονομάζω «κοινωνία του πανεπιστημίου». Εντάξει, σας είπα ήδη, δεν συμπαθούσα κανέναν, εντελώς κανέναν, αλλά στην πορεία υπήρχαν άνθρωποι που τράβηξαν την προσοχή μου. Άρχισα, μάλιστα, να σκέφτομαι και ένα πιθανό μεταπτυχιακό, τα μυαλά μου κόντεψαν να πάρουν αέρα εκείνη την περίοδο, όταν ένας τύπος που ήξερα, μου είπε ότι: «Για να κάνεις μεταπτυχιακό χρειάζεσαι: 1) Μεγάλους βαθμούς (πράγμα που έμοιαζε λογικό σ’ εμένα), 2) να γλείφεις, να έχεις δηλαδή έναν καθηγητή να σε «σπρώξει», και 3) να έχεις γνωστούς… βύσματα, δηλαδή».
Ε, όσοι ρώτησα μου είπαν παρόμοια πράγματα, και κάπου εκεί άρχισα να αλλάζω γνώμη. Σκέφτηκα ότι δεν ήταν για μένα αυτά τα πράγματα, για να μην αναφερθώ σε όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο εντός της σχολής στην οποία σπούδαζα. Εγώ σε πανεπιστήμιο; Χέσε μέσα, θα με έτρωγαν ζωντανό. Γι’ αυτό κι εγώ είπα από μέσα μου ας πάει κι αυτό στο διάολο. Λες και δεν έβλεπα πώς λειτουργούσαν τα πράγματα εκεί μέσα. Η ανικανότητά μου να είμαι διπλωμάτης, η ανάγκη μου να είμαι ειλικρινής και η απέχθεια που ένιωθα για ένα ολόκληρο σύστημα σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση των δικών μου απόψεων, άρχισαν με τον καιρό να με κάνουν να μισώ ολόκληρο τον κόσμο. Εντάξει, δεν ήμουν και όλη την ώρα μέσα στα νεύρα, αλλά σίγουρα αντιδρούσα απέναντι στους άλλους σαν να μην τους σεβόμουν. Και δεν τους σεβόμουν. Και ούτε τώρα τους σέβομαι. Όχι ότι είχε για εκείνους καμιά σημασία, είχε όμως για εμένα.
Οφείλω να ομολογήσω ότι έγραψα πολύ από εκείνη την περίοδο μέχρι τώρα. Έγραψα πράγματα που πήγαν για πέταμα, και άλλα που φρόντισα να δημοσιεύσω. Κάτι ήταν κι αυτό. Και κάθε φορά που είχα τις μαύρες μου (τότε έρχεται συνήθως το γράψιμο), έγραφα στα τέτοια μου όλα τα μαθήματα και οτιδήποτε άλλο, ακόμη και το τι θα έτρωγα το μεσημέρι, και καθόμουν και έγραφα. Δεν υπήρχε τίποτα που να με γέμιζε περισσότερο από το γράψιμο. Αμέσως η διάθεσή μου βελτιωνόταν, αν και υπήρχαν περιπτώσεις που λειτουργούσε αντίθετα απ’ αυτό. Πάντα υπάρχουν περιπτώσεις που μετά από δύο ώρες μπροστά στον υπολογιστή χρειάζομαι κάτι που θα με κάνει να βγω από το κείμενό μου, κάτι που θα κάνει τη σκέψη μου να αλλάξει.
Με λίγα λόγια ξυπνούσα, έφτιαχνα καφέ, έγραφα, κοιμόμουν. Ξυπνούσα ξανά, έτρωγα, ξανακοιμόμουν, ξαναέγραφα. Καμιά φορά έβγαινα έξω, αλλά για ακόμη μια φορά είχα καταφέρει να προσεγγίσω ανθρώπους οι οποίοι μου συμπεριφέρονταν άσχημα. Είχαμε, βλέπετε, μερικές βασικές διαφορές κουλτούρας, αλλά έχω γράψει αλλού γι’ αυτό, και έτσι κι αλλιώς τέτοιοι άνθρωποι είναι πραγματικά πολύ ασήμαντοι για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι είχα πουλήσει τα πάντα για το γράψιμο. Χρωστούσα ήδη πάρα πολλά μαθήματα στο τρίτο έτος, κι εκείνη θα τελείωνε και θα έπαιρνε τα κατάμαυρα μαλλιά της και τα κατακόκκινα χείλια της και θα έφευγε για πάντα. Θα έμενα εντελώς μόνος, ακόμη και από τις φαντασιώσεις μου.
Έπρεπε να το ξεπεράσω.
Έπρεπε, δηλαδή, να γράψω ακόμη περισσότερο.Σκεφτόμουν εκείνη την τύπισσα που είχε σκαρφαλώσει πάνω μου. Θυμήθηκα πως είχα βάλει το χέρι μου εκεί κάτω, έτσι απλά. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς είχα καταφέρει να φτάσω μέχρι εκείνο το σημείο μαζί της. Έτσι συμβαίνει μ’ εμένα. Σκέφτομαι τα πράγματα ξανά και ξανά, μέχρι να δω κάτι διαφορετικό. Και κάποια στιγμή το είδα, και ήταν πολύ απλό. Είχα φτάσει σε τέτοιο σημείο μαζί της απλά και μόνο επειδή δεν με ένοιαζε. Και αυτός ήταν επίσης ο λόγος που δεν είχα καταφέρει να της κάνω τη δουλειά.
Τρίτη φορά, λοιπόν, στη ζωή μου που ένιωθα έτσι για μια γυναίκα. Το κόλπο, σκέφτηκα κάποια στιγμή, είναι να μην νοιάζεσαι. Αν δεν με ένοιαζε καθόλου, θα μπορούσα να την πλησιάσω. Βέβαια, θα χρειαζόταν να σπρώξει κι εκείνη λίγο, όπως είχε κάνει ήδη κάποιες φορές. Αλλά τι τα θες… Ήμουν, άραγε, τόσο βλάκας, ώστε να πάω να της κάνω τη σχετική εξομολόγηση, να βάλω δηλαδή φωτιά στον εαυτό μου, και μετά να την αφήσω να χορέψει χαρούμενη και κολακευμένη πάνω στις στάχτες μου;
Προφανώς και δεν ήμουν. Στην αρχή, τουλάχιστον. Γιατί ήρθε κάποια μέρα που βρεθήκαμε μαζί σε ένα μαγαζί. Όλοι παρήγγειλαν μπύρες, κι εγώ έναν καφέ. Εκείνη προτίμησε έναν χυμό. Αυτό το τελευταίο για κάποιο λόγο με έβαλε σε σκέψεις. Σε λίγο όλοι και όλες σηκώθηκαν για να σταθούν όρθιοι και να συζητήσουν, μπλα, μπλα, μπλα – φλερτ και σκατά, και μείναμε μόνο τρία άτομα στον καναπέ. Μια κοντή κοπελίτσα, η μικρότερη σε ηλικία, η οποία έμοιαζε πολύ συνεσταλμένη, εγώ, κι εκείνη η άλλη. Καθόταν στα δεξιά μου. Εγώ το έπαιζα άσχετος, ότι και καλά δεν ξέρω τίποτα και δεν καταλαβαίνω τίποτα, σκέτος μαλάκας δηλαδή, μέχρι που εκείνη γύρισε προς το μέρος μου και στηρίχτηκε στον καναπέ. Με κοίταζε, το ήξερα. Το ένιωθα. Την κοίταξα κι εγώ, και γύρισε ήρεμα από την άλλη. Είχε πάλι εκείνο το παράπονο στο βλέμμα της, κι εγώ ένιωσα κάτι πολύ παράξενο… ήμουν έτοιμος να την ρωτήσω τι ήθελε, όταν γύρισε και με ρώτησε εκείνη πρώτη. Ναι, ακριβώς, έκανε την ίδια αυτή ερώτηση.
«Τι θέλεις;»
Ένιωσα ότι με είχε προσβάλλει.
«Τίποτα», της είπα.
«Ναι, καλά», μου είπε εκείνη. «…τίποτα δεν θέλεις…»
Ήμουν έτοιμος να βάλω τα γέλια.
«Παράτα με», της είπα.
«Δεν σε καταλαβαίνω», είπε εκείνη. «Όταν θες κάτι γιατί δεν το ζητάς;»
«Δηλαδή είναι τώρα δεδομένο ότι θέλω κάτι…;»
«Καλά, αφού δεν είναι… εντάξει».
«Σήκω να πας στις φίλες σου», της είπα, «εκεί κάθονται».
«Ό,τι θέλω θα κάνω», μου είπε.
Θεέ μου, την είχα συμπαθήσει. Και όσο προχωρούσε γινόταν όλο και καλύτερο. Ή μάλλον χειρότερο. Ναι, αυτό ήθελα να πω. Χειρότερο γινόταν, και έφταιγε εκείνη γι’ αυτό. Τι σκύλα που ήταν, να με κάνει να νιώθω έτσι… Θα έπρεπε να τη μισήσω ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν το έκανα. Ούτε αργότερα θα το έκανα. Για μερικές μέρες ανέχτηκα τις μαλακίες της, αφού τριγυρνούσαμε οι δυο μας μέσα στην πόλη, ενώ εκείνη σταματούσε σε κάθε βιτρίνα και καθόταν με τις ώρες εκεί, να χαζεύει. Σαν μικρό παιδί έκανε, και όλο και περισσότερο τη συμπαθούσα. Πάλευα μέσα μου για να είμαι καλός μαζί της και να μην την προσβάλλω, κάθε στιγμή πάλευα, κι ύστερα εκείνη άρχισε να με πιέζει. Βρεθήκαμε οι δυο μας στο διαμέρισμά της, στη σκάλα, της είπα ότι δεν ήθελα να την ακολουθήσω μέσα, κι εκείνη το δέχτηκε αυτό και πρότεινε να καθίσουμε στα σκαλοπάτια. Σαν ηλίθιο, ερωτευμένο κορόιδο, σαν αφελής βλάκας, δέχτηκα, φυσικά.
Ήταν ήσυχη. Όλες αυτές τις μέρες που την ήξερα ήταν πάντα ήσυχη, ήρεμη, πάντα καλοπροαίρετη, δεν θα μπορούσα να μην είμαι ερωτευμένος μαζί της, και καθώς περνούσαν οι μέρες όλο και περισσότερο το αντιλαμβανόμουν αυτό μέσα μου. Και τώρα καθόμασταν στη σκάλα, κι εκείνη με κοίταζε πάλι μ’ εκείνο το γαμημένο το παράπονο που τόσο αγαπούσα να βλέπω στο πρόσωπό της. Ήταν σαν να ζητούσε κάτι, πάντα σαν να ζητούσε κάτι… Μείναμε έτσι για λίγο, μόνο κοιταζόμασταν. Σκατά, τώρα έπρεπε να της το πω κιόλας, δεν ήταν αρκετά όλα αυτά που είχαμε πει τόσες μέρες. Απ’ την αρχή το ήξερε, γιατί δεν με άφηνε να της το πω απ’ την πρώτη στιγμή να τελειώνουμε; Γιατί κατά βάθος αυτό ήταν που ήθελα. Το μόνο που ήθελα –για αρχή τουλάχιστον- ήταν να το μοιραστώ μαζί της. Αλλά δεν άντεξα να μην της το χαλάσω.
«Δεν θα πάει καλά», της είπα.
«Ποιο πράγμα;» Με ρώτησε.
«Αυτό… μεταξύ μας».
«Γιατί το λες αυτό; Μέχρι τώρα καλά δεν ήταν; Γίνεσαι λίγο κωλόπαιδο μερικές φορές, αλλά νομίζω ότι καλά τα πηγαίνουμε…»
«Το λέω γιατί ποτέ δεν θα μπορέσω να σε εμπιστευτώ», της είπα. «Οπότε είναι καλύτερα να το ξεχάσουμε. Τι λες;»
Το έβλεπα να έρχεται. Τώρα θα μου έλεγε ότι αν ήθελα κάτι τέτοιο, εκείνη θα ήταν εντάξει μ’ αυτό. Δηλαδή θα με έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια για τα καλά, δηλαδή δεν την ένοιαζε καθόλου, δηλαδή δεν την ένοιαζε ποτέ. Ωχ, μωρέ! Τι σκατά ήθελα κι εγώ;
«Δεν θέλω να το ξεχάσω», μου είπε. «Ούτε κι εσύ θες».
«Αυτή η σιγουριά σου…» της είπα εγώ. «Είσαι ανυπόφορη μερικές φορές».
«Εγώ τουλάχιστον ξέρω τι θέλω», μου είπε. «Δεν κάνω σα μωρό».
«Μαλακίες», είπα εγώ.
Κι ύστερα κάναμε πάλι ησυχία. Εγώ ήμουν το πρόβλημα, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Της είχα πει την αλήθεια, ποτέ δεν θα μπορούσα να την εμπιστευτώ. Εγώ ήμουν το πρόβλημα. Σήκωσα το χέρι μου και ακούμπησα το γόνατό της, κι ύστερα τον μηρό της. Εκείνη κατέβασε ένα σκαλοπάτι το πόδι της, κι εγώ τράβηξα αμέσως το χέρι μου. Νόμιζα ότι είχα κάνει κάτι λάθος, αλλά εκείνη έπιασε το χέρι μου και το ακούμπησε ξανά στον μηρό της. Πάλι εκείνο το παράπονο.
«Μη με κοιτάς έτσι», της είπα και πήρα το χέρι μου από πάνω της. «Σου έχω πει ότι δεν τα μπορώ αυτά τα πράγματα».
Με πλησίασε λίγο και με ακούμπησε… μόνο για να με αγκαλιάσει. Γαμώτο, θα λιποθυμούσα, ποτέ δεν μου άρεζε να με ακουμπάνε. Μου ήρθε να την πετάξω απ’ τη σκάλα, αλλά για ακόμη μια φορά δεν αντέδρασα απότομα.
«Έτσι μπράβο», μου είπε εκείνη. «Αφού έκατσες ήρεμος μέχρι τώρα, κάτι κάνουμε. Δεν έχεις αγκαλιάσει άνθρωπο άλλη φορά;» Με ρώτησε.
Με πίεζε. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Την τράβηξα πιο κοντά μου και την αγκάλιασα. Δεν θυμάμαι τι άλλο έκανα, θυμάμαι μόνο ότι ακούμπησα τα μαλλιά της, ότι ένιωσα τη μυρωδιά της, ότι την ένιωσα πάνω μου… Θυμάμαι ότι δεν την άφησα από τα χέρια μου για αρκετή ώρα, θυμάμαι ακόμα ότι δεν έλεγα να τη χορτάσω… Σκύλα, σκέφτηκα. Δες τι με έβαζε να κάνω. Ίσως να είπα και μερικές κουβέντες από εκείνες που τόσο πολύ αντιπαθώ, ποιος ξέρει, δεν θυμάμαι πια. Όλες οι αισθήσεις μου είχαν θολώσει από εκείνην, δεν θυμάμαι πια ούτε τι έκανα ούτε τι είπα.
Το τι ακολούθησε δεν σας αφορά. Ήδη είπα πολλά, ίσως θα έπρεπε να σταματήσω τώρα, να ξεκουραστώ λίγο. Έχω κλείσει τα παντζούρια, είναι θεοσκότεινα εδώ μέσα. Όλη αυτή την ώρα ακούω μουσική και γράφω, και είμαι μόνος μου εδώ. Όχι όσο μόνος ήμουν κάποτε, αλλά μόνος. «Είδες;» Με ρώτησε μια φορά εκείνη. «Φτάσαμε ως εδώ… μπορούμε να προχωρήσουμε κι άλλο».
Ναι, σκέφτηκα. Ίσως.
Ίσως.