Διήγημα

Τοπίο στην Ομίχλη

Κανονικά, μια τέτοια βραδινή ώρα, θα κρατούσα ένα ποτήρι ουίσκι στα χέρια μου και θα το ευχαριστιόμουν με κάθε γουλιά, γράφοντας παράλληλα. Τώρα, όμως, κάτι δεν μου ταιριάζει. Νιώθω λες και είναι πρωί, και όχι βράδυ.
Βγαίνω από το σκοτεινό γραφείο μου, και βλέπω ότι το σπίτι λούζεται στο φως. Φως της μέρας, αλλά φως σκοτεινό. Τόσες ώρες είχα μείνει μέσα στο γραφείο μου, που είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Ήθελα να φύγω, να βγω έξω.
Άνοιξα την πόρτα, και περπάτησα μακριά από το σπίτι, στους αγρούς, προς την λίμνη, και είχε ομίχλη, κι εγώ δεν ήξερα προς τα πού κατευθυνόμουν, μέχρι που τελικά χάθηκα. Και ήταν τώρα λες και η ομίχλη δεν ήταν ένα σύννεφο που είχε κατέβει στη γη, αλλά σαν εγώ να ήμουν ένας άνθρωπος που είχε ανεβεί στον ουρανό, κι από εκεί θυμόταν και παρατηρούσε, και αναπολούσε και νοσταλγούσε, σαν τίποτα να μην υπήρχε πια γι’ αυτόν να ζήσει.
Μόνο ο κόσμος μέσα μου μετράει τώρα, τίποτα άλλο, κανένας άνθρωπος, κανένα παρελθόν, παρά μόνο αυτό που συνδέεται μ’ εμένα, λες και οι άνθρωποι είναι ανάξιοι, κι εγώ εκεί ψηλά, να τους παρατηρώ, να τους χαζεύω, και να γελάω μαζί τους.
Βράχηκα στη λίμνη μπροστά μου, καθώς μπήκα μέσα της μέχρι που το νερό έφτασε στη μέση μου, κι από εκεί, πλημμύρισα από αηδία και σιχασιά, για την αντανάκλαση όλων όσων γνώρισα ποτέ. Μια μικρή δόση ειλικρίνειας του εαυτού, και ένα μεγάλο κενό μέσα μου για όλους όσους έχασα, όσους απέρριψα, και όσους άφησα πίσω να συνεχίσουν μόνοι.
Μόνος κι εγώ πορεύομαι μέχρι το τέλος, κι αν αυτό μοιάζει μακρινό, σίγουρα είναι πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζω. Απ’ ό,τι νομίζει ο οποιοσδήποτε, ο κάθε άλλος, και πάλι εγώ, και κανείς, και όλοι μαζί σαν ένα, και όλοι, ναι, σαν ένα, πεθαίνουμε μόνοι.
Και μόνο ο κόσμος μέσα μου μετράει τώρα.
Βγήκα απ’ το νερό, κατέβηκα απ’ τα σύννεφα, επέστρεψα στο σπίτι, και έκλεισα την πόρτα στο σκοτεινό γραφείο, όπου χάθηκα ξανά στις γραφές μου.