Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Άνθρωποι στο Σκοτάδι Μερος Πρωτο Μυθιστόρημα Του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη

Άνθρωποι στο Σκοτάδι

Μυθιστόρημα

Του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ήταν ακόμη μια περίοδος από αυτές που έκανα ανόητα πράγματα. Ξέρω ότι αυτό δεν σας βοηθάει να καταλάβετε τι εννοώ, αλλά θα το εξηγήσω σύντομα.
Κάτι τέτοιες περιόδους το μόνο που έκανα ήταν να προκαλώ κακό στον εαυτό μου. Με διάφορους τρόπους. Όχι στο σώμα μου, μην με παρεξηγείτε. Αν και ούτε το σώμα μου αγαπούσα ακριβώς. Ούτε και το είχα αγαπήσει ποτέ. Ακόμη περισσότερο, ο σκοπός όλων εκείνων των πράξεων σε καμία περίπτωση δεν ήταν να βλάψω τον εαυτό μου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Ο σκοπός ήταν απλά να μην τον αφήσω να βελτιωθεί, να μην του επιτρέψω να αναπνεύσει όπως στην πραγματικότητα του άξιζε, να κόψω τα φτερά του και όλα τα σχετικά. Νομίζω ότι έχετε αρχίσει τώρα να καταλαβαίνετε περί τίνος επρόκειτο.
Λίγο καιρό πριν είχε μπει στη ζωή μου ένας νέος άνθρωπος. Όλοι οι παλιοί είχαν πεταχτεί έξω, από το παράθυρο κατευθείαν στον κάδο των απορριμμάτων, κάτω στον δρόμο. Ο νέος αυτός άνθρωπος ήταν η Χριστίνα.
Η Χριστίνα ήταν μια αρκετά όμορφη κοπέλα, όμορφη με τον δικό της τρόπο, αλλά και με τον δικό μου, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Μου ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν αναζητούσε κάτι το ερωτικό, αλλά αυτό ήταν κάτι που στην πραγματικότητα ποτέ δεν χώρεσε μέσα στο κούφιο μου κεφάλι. Γι’ αυτό και κάθε φορά που ένιωθα σαν να ήθελα να της την πέσω, απλά το έκανα. Ήμουν αρκετά νέος ακόμα, δεν είχα μάθει να βάζω φρένο στις ανάγκες μου… αν ένας άντρας μαθαίνει ποτέ κάτι τέτοιο όσον αφορά τις γυναίκες. Και όπως καταλαβαίνετε, εκείνη φρόντιζε να μου δείξει ξανά από την αρχή ότι δεν μπλέκει τους φίλους με τα ερωτικά της.
«Ε, λοιπόν», της είπα, «εγώ τα μπλέκω… γι’ αυτό να έχεις το νου σου».
«Τον έχω το νου μου», μου είχε πει εκείνη, «μην ανησυχείς».
Αλλά τι ανοησία της είχα πει… ήξερα ότι είχε το νου της… τουλάχιστον σ’ αυτό το θέμα. Το κατάλαβα μετά από αμέτρητες χυλόπιτες που μου έριξε μέσα σε ένα κάποιο χρονικό διάστημα. Κι όμως, δεν με παράτησε ποτέ, πάντα ήταν εκεί, δίπλα μου, ρίχνοντας χυλόπιτες και παράλληλα δείχνοντάς μου την αγάπη της για μένα. Και είχε ξεκινήσει μια καινούρια περίοδος για τη ζωή μου, το ήξερα. Είχα αρχίσει να νιώθω αγάπη… εκείνην που τόσο μου είχε λείψει. Εκείνην που τόσο δεν είχα νιώσει. Ίσως έτσι να γίνεται πιο ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο κάθε χυλόπιτά της ήταν για μένα απλά ευπρόσδεκτη.
Είχα ήδη κόψει το πανεπιστήμιο τότε. Ναι, τελικά αυτό είχα κάνει. Υποτίθεται ότι ήμουν φοιτητής, αλλά είχα τελειώσει οριστικά μ’ αυτές τις μαλακίες. Έτσι πίστευα τότε, και έτσι ένιωθα. Είχα περάσει καλές στιγμές με τα βιβλία του πανεπιστημίου, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να γίνω κομμάτι του. Ιδιαίτερα τις «περιόδους κρίσεις» όπως αυτήν στην οποία αναφέρομαι, το μόνο που έκανα ήταν να εγκαταλείπω τον εαυτό μου, και είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν ίχνη κατάθλιψης όλα αυτά… ποτέ δεν πέρασα κάτι τέτοιο. Αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισα να σκέφτομαι μήπως ήταν κάτι χειρότερο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν παρατούσα τον εαυτό μου επειδή ένιωθα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Το έκανα απλά και μόνο επειδή ήθελα να το κάνω, κι αν μη τι άλλο, αυτό μοιάζει πιο επικίνδυνο από μια κατάσταση στην οποία χρειάζεσαι βοήθεια η οποία πραγματικά μπορεί να σου φέρει αποτελέσματα σε περίπτωση που σου την προσφέρει κάποιος. Το δικό μου πρόβλημα ήταν ότι ήθελα να με βλάψω… με καταλαβαίνετε; Ήταν επιλογή μου. Πώς σταματάς κάποιον που έχει τη θέληση να βλάψει τον εαυτό του, ενώ την ίδια στιγμή υποφέρει κάνοντάς το; Ακόμη περισσότερο, πώς σταματάει ο ίδιος τον εαυτό του;
Τώρα που το σκέφτομαι ίσως όντως να μην είχα επιλογή. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήμουν ακριβώς αυτοκαταστροφικός, ή κάτι τέτοιο… καμιά σοβαρή, περίεργη για τους κοινούς ανθρώπους και όχι τους ειδικούς περίπτωση… Δεν χαράκωνα τον εαυτό μου ή τίποτα τέτοιο υπερβολικό… Το μόνο που έκανα ήταν να σπρώχνω την κατάντια της ζωής μου στα άκρα, προκαλώντας όλο και περισσότερο, εντείνοντας τη μοναξιά μου, την θλίψη και τον θυμό μου, καταστρέφοντας όλο και περισσότερο το μέλλον μου με τις επιλογές μου… παίζοντας κορώνα γράμματα την ψυχική μου ισορροπία.
Με μισούσα, αυτό ήταν το πρόβλημα. Και ήξερα τι έφταιγε, το είχα εντοπίσει με τον καιρό. Όπως σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, έφταιγε η σχέση μου με τον πατέρα μου, και είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι ότι αν ήθελα να τα βγάλω πέρα και να σταθώ στα πόδια μου, θα έπρεπε να βγάλω από μέσα μου κάθε ίχνος εκείνου του καθάρματος που τόσο εγκληματικά με είχε διαποτίσει με την θέλησή του να με καταστρέψει. Αυτήν του τη θέληση, την οποία ποτέ δεν θα του συγχωρούσα, αλλά και τον φθόνο του, όλες τις προσπάθειές του να μου αποδείξει ότι δεν ήμουν παρά ένας άχρηστος που έπρεπε να ζήσει σύμφωνα με τις επιταγές των αναγκών… ο πόλεμος που έκανε στα όνειρά μου, η προσπάθειά του να με βλάψει με τα λόγια, κάθε απόρριψή του απέναντι στις δικές μου προσπάθειες να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας… Θα ήθελα τώρα να πιστέψω ότι μπορεί να γίνει κατανοητό τουλάχιστον με συμπάθεια το ότι είχα σκεφτεί ότι τον ήθελα νεκρό, τότε που δεν ήμουν παρά δεκατεσσάρων ετών. Ο τρόπος που μιλούσε, ο τρόπος που με μείωνε, ακόμη και μπροστά σε φίλους και καλεσμένους καμιά φορά…
Ο θυμός για όλα αυτά με συντρόφευε για χρόνια. Ολόκληρα χρόνια, θυμός που με τύφλωνε κάθε μέρα, κάθε νύχτα μάλλον, όταν η μοναξιά γινόταν πιο έντονη και καταλάβαινα ότι στον κόσμο δεν είχα παρά μια ευκαιρία να πιεστώ και να τελειώσω το πανεπιστήμιο, και τον ίδιο μου τον εαυτό. Έναν εαυτό στον οποίο ένιωθα ότι δεν μπορούσα να βασίσω τίποτα, αφού εκείνο το κάθαρμα, αλλά και διάφορα κατά συρροή καθάρματα όπως κατέληξα να τα ονομάζω, είχαν στραγγίξει από μέσα μου ακόμη και την τελευταία σταγόνα εμπιστοσύνης που είχα σ’ αυτό το ταλαιπωρημένο άτομο… στον εαυτό στον οποίο αναφέρομαι.
Είμαι συγγραφέας. Ναι, σωστά. Άσε να πάει στο διάολο. Είμαι συγγραφέας, και το ξέρω. Το ξέρω επειδή γράφω. Δεν ξέρω αν γράφω καλά, αλλά γράφω. Γράφω διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, ίσως και κάποια ποιήματα καμιά φορά, ποιος ξέρει... Και με τον καιρό βρήκα το θάρρος να αποκαλέσω τον εαυτό μου συγγραφέα, αν και ακόμη δεν ξέρω πώς λειτουργεί το να είσαι ένας τέτοιος. Δεν ξέρω πώς να χειρίζομαι την έμπνευση. Πώς να την φέρνω, πώς να την καβαλάω, πώς να εμφανίζω θαύματα από μέσα της, ακριβώς όπως ο μάγος βγάζει τον λαγό από το καπέλο του. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να φτιάξω θαύματα, αλλά να πάρει και να σηκώσει, γράφω. Κι αυτό με κάνει συγγραφέα, σωστά;
Δεν θέλω να μιλήσω σχετικά με το πώς το γράψιμο είναι πηγή ζωής για έναν συγγραφέα. Έχουν μιλήσει γι’ αυτό άνθρωποι που υπήρξαν πραγματικά σπουδαίοι στον χώρο της συγγραφής… δεν τοποθετώ τον εαυτό μου δίπλα τους, όπως καταλαβαίνετε, δεν θα τολμούσα, αν και θα ήθελα πολύ να έχω το θάρρος να το κάνω. Όχι επειδή τους θαυμάζω. Η αλήθεια είναι ότι δεν θαυμάζω κανέναν πλέον, κανέναν και τίποτα, και δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με απογοήτευση αυτό. Απλά έχω νιώσει πολλά πράγματα… Έχω αυτό το πλεονέκτημα, να νιώθω πολύ. Μπορεί να σε βλάψει, αλλά μπορεί και να σε οδηγήσει στο να βγάλεις λαγούς από το καπέλο σου, όπως σας είπα και πριν.
Το να νιώθεις, λοιπόν, πολύ, όσο απλό και αν ακούγεται αυτό, σου προσφέρει εμπειρίες. Σου προσφέρει ζωή. Και για εμένα η τέχνη από πάντα είχε να κάνει με αυτό. Με την εμπειρία, με το συναίσθημα, με την ζωή. Και κάπου σ’ αυτό το σημείο πέτυχε διάνα η Χριστίνα. Η Χριστίνα ήταν για εμένα ένας από τους καλλιτέχνες που με επηρέασαν περισσότερο στη ζωή μου. Ήρθε κοντά μου από μόνη της, και με τον καιρό με έκανε να νιώσω. Υπήρξε ειλικρινής, στάθηκε δίπλα μου και δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να με αγαπήσει με τον δικό της τρόπο, και να με αποδεχτεί χωρίς να με κατακρίνει ή να με απορρίψει έτσι ή αλλιώς. Κι όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, ή τουλάχιστον σε έναν άνθρωπο σαν αυτόν που ήμουν τότε, πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Της είπα σχετικά νωρίς ότι την αγαπούσα. Της είπα ότι έδιωχνε από κοντά μου τα αρνητικά συναισθήματα και τις αρνητικές σκέψεις όπως το σκόρδο διώχνει τους βρικόλακες στα έργα, στα μυθιστορήματα, ή στις διάφορες παραδόσεις που υπάρχουν ανά τον κόσμο. Μου είπε ότι κι εκείνη με αγαπούσε, επισημαίνοντας ξανά ότι δεν μπλέκει τους φίλους της με τα ερωτικά της. Της είπα να πάει στο διάολο, επειδή δίνει την αγάπη της σε όλους, χωρίς να την θεωρεί τίποτα σημαντικό. Μου είπε ότι την δίνει μόνο σε όσους θεωρεί σημαντικούς.
Και πάει λέγοντας.
Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πόσο μάταιη ήταν η ζωή μου. Είχα καταστρέψει τα πάντα. Οι φίλοι που είχα κάνει στην αρχή της φοιτητικής μου ζωής με είχαν ξεχάσει, όχι λιγότερο απ’ όσο ήθελα και εγώ αλλά και εκείνοι να με ξεχάσουν… ήμουν κάπως σίγουρος γι’ αυτό, και σίγουρα δεν μπορούσα με τίποτα να πλησιάσω γυναίκα. Οι μέχρι τότε εμπειρίες μου είχαν παίξει τον δικό τους ρόλο σ’ αυτό, σε συνδυασμό με την ευαισθησία που διέκρινε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Τι σκατά συγγραφέας ήμουν αν δεν ήμουν ευαίσθητος, ε;
Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα με την ευαισθησία, δεν είχε, δηλαδή, να κάνει με την τέχνη. Όχι, σε καμιά περίπτωση, άσχετα αν είχα πολλά χαρακτηριστικά -όπως μου είπε κάποιος κάποτε- κάποια από τα οποία εμφανίζονταν στους μεγαλύτερους των συγγραφέων. (Καταλαβαίνετε πόσο μου είχε αρέσει αυτό όταν το άκουσα, έτσι δεν είναι;) Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω με τι είχε να κάνει, αλλά υποθέτω ότι η ευαισθησία στην οποία αναφέρομαι είχε να κάνει όπως και κάθε τι στον άνθρωπο με τον τρόπο που μεγάλωσα. Θέλω να πω ότι από μικρός ήμουν αυτός που ήμουν… ευαίσθητος. Δεν μου άρεζε ο ανταγωνισμός, μου άρεζε να περνάω τον καιρό μου μόνος μου και όλα τα σχετικά, και όταν πλέον μεγάλωσα, παρατήρησα ότι είχα σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον εαυτό που θυμόμουν. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τώρα είχαν προσαρμοστεί στη ζωή του ενήλικα… είχαν ντυθεί στα καλά τους και είχαν εμφανιστεί στην ενήλικη εκδοχή τους, αλλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται ότι λειτουργούσαν με παρόμοιο τρόπο. Άλλα ήταν τρομακτικά, ενώ άλλα όμορφα, όπως συμβαίνει στις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Το θέμα ήταν ότι με τον καιρό άρχισα να βλέπω την λύση σε όλα μου τα προβλήματα. Όχι την μόνιμη λύση, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει κάτι που να λειτουργεί ως «μόνιμη πηγή ευτυχίας» για τις ζωές των ανθρώπων, δεν υπάρχει ποτέ τέλος για τα προβλήματα και δεν υπάρχει ποτέ απόλυτη ευτυχία. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος αλλάζει διαρκώς και εξελίσσεται προς την κατεύθυνση που μπορεί ή που του επιβάλλεται. Και το λέω αυτό επειδή όλοι έχουμε το όνειρο να εξελιχθούμε προς την κατεύθυνση που θέλουμε, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που όλοι καταφέρνουμε. Για πολλούς λόγους. Είτε επειδή απλά δεν είμαστε αρκετά ικανοί, είτε επειδή δεν μας δίνεται η δυνατότητα για να το κάνουμε.
Αλλά ας επιστρέψω. Ποια ήταν αυτή η λύση που είχα, επιτέλους, βρει; Για μένα ήταν απλό. Όλα τα προβλήματά μου είχαν δύο πηγές: Πρώτη από αυτές ήταν η σχέση μου με τον εαυτό μου. Δεύτερη ήταν η σχέση μου με τους άλλους. Με όλους τους άλλους, τους όποιους άλλους. Και η προβληματική σχέση μου με τον εαυτό μου ξεκινούσε από τη σχέση μου με τους γονείς μου, και συγκεκριμένα με τον πατέρα μου.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά λιγότερο ή περισσότερο, όλοι οι άνθρωποι που έχουν προβληματικές σχέσεις με τους συγγενείς τους είτε διακόπτουν εντελώς τις σχέσεις αυτές, είτε απλά διατηρούν πρώτα τις αποστάσεις και μετά τα προσχήματα. Επομένως, στη δική μου περίπτωση, εφόσον δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, θα έπρεπε να ακολουθήσω μία από τις παραπάνω λύσεις. Αυτό, αν και δεν αποτελούσε την καλύτερη λύση, με άφηνε με δύο ουσιαστικά προβλήματα. Την σχέση μου με τον εαυτό μου, και την σχέση μου με τους άλλους. Και τα προβλήματα στις σχέσεις μου με τους άλλους, πήγαζαν από αυτά στη σχέση μου με τον εαυτό μου.
Η βασική λύση ήταν η εξής: Πολύ απλά, να αγαπήσω αυτό ήμουν. Να αγαπήσω και να σεβαστώ τον εαυτό μου, να τον αποδεχτώ, να τον εμπιστευτώ, και να χτίσω την αυτοπεποίθηση που μου στερήθηκε. Αν ένας άνθρωπος καταφέρει κάτι τέτοιο, τότε κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει. Ίσως να βλέπετε πώς όλα αυτά είναι δομημένα πάνω σε μια κάποια φιλοσοφία… κι ας είναι αυτή ρηχή. Έτσι κι αλλιώς, το να τα βγάλει κανείς πέρα στη ζωή του δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας φιλοσοφίας, έτσι δεν είναι;
Ξέρω από δυσκολίες, πιστέψτε με… ξέρω τι σας λέω. Ξέρω πώς είναι οι πραγματικά δύσκολες στιγμές. Στιγμές που απλά αρχίζεις και προσεύχεσαι, ενώ δεν έχεις καν ξεκαθαρίσει μέσα σου αν πιστεύεις σε κάποια θρησκεία ή σε κάποιον –όποιον- θεό. Άποψή μου είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τα πάντα… ή σχεδόν τα πάντα, για να μην λέω μεγάλα λόγια. Όλα ξεκινούν από τις σχέσεις με τον εαυτό και τις σχέσεις με τους άλλους, και αυτό που χρειαζόμαστε όλοι, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια κάποια αποδοχή και λίγη αγάπη για να μπορούμε να συνεχίζουμε. Και ίσως να κάνω όλα αυτά να ακούγονται απλά, αλλά ξέρω ότι δεν είναι. Δεν είναι εύκολο να χτίσει κανείς μια σχέση εμπιστοσύνης με έναν άνθρωπο, μέσα στην οποία τα πάντα θα είναι αποδεκτά… Θεωρίες, το ξέρω, και ίσως να μην μοιάζουν όλα αυτά με τον παγερό κόσμο που απ’ ό,τι ακούω και διαβάζω η επιστήμη ετοιμάζει για όλους μας, αλλά ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Τα όρια της ψυχής, και του μυαλού, του νου, δεν τα γνωρίζει κανείς μας, και απ’ ό,τι φαίνεται, η θεραπεία της ψυχής δεν μπορεί να είναι κάτι το πρακτικό. Σ’ αυτό, τουλάχιστον, το σημείο, η επιστήμη πέφτει έξω.Είχα τουλάχιστον έναν φίλο τότε. Τον έλεγαν Δημήτρη. Ο τύπος φορούσε γυαλιά και είχε μακριά καστανά μαλλιά. Του είχα πει να μείνει λίγο αξύριστος, έτσι να δούμε αν θα του πήγαινε, αν θα άρεσε στα κοριτσάκια, αλλά εκείνος επέμενε ότι το γένι του δεν είχε πυκνώσει ακόμα και ότι θα φαινόταν αστείος. «Σαν ανέκδοτο θα είμαι», έλεγε και γελούσε.
Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε έξω για καμιά μπύρα κάθε τόσο. Όχι για καφέ, όμως. Ποτέ για καφέ. Με είχε ρωτήσει κάποιες φορές, αλλά είχα αρνηθεί. Για εμένα ο καφές ήταν μια ιερή στιγμή της μέρας. Κάτι σαν μια δική μου, προσωπική τελετουργία ας πούμε. Από τη στιγμή που θα έβαζα το νερό να βράσει (σχεδόν, δηλαδή, να βράσει) ακούγοντας μουσική, μέχρι την στιγμή που θα στεκόμουν όρθιος μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω τη βροχή και τα σύννεφα, κρατώντας το φλιτζάνι στα χέρια μου, ήταν κάτι το ιδιαίτερο για μένα. Δεν θα ξόδευα τον δεύτερο ή τον πρώτο καφέ της μέρας σε μια καφετέρια της κακιάς ώρας πίνοντας έναν καφέ εξίσου κακό, με καταλαβαίνετε; Εξάλλου… είναι αλήθεια ότι ο Δημήτρης μπορούσε να είναι αρκετά καλή παρέα. Ο καφές μου, όμως, μπορούσε να είναι καλύτερη.
Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι τριγυρνούσαμε μαζί στην πόλη και απλά μιλούσαμε, ή δεν μιλούσαμε. Σκοτώναμε τον χρόνο μας, και ήταν από εκείνες τις παρέες που λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι έχουν… εκείνες για τις οποίες στην ουσία δεν νοιάζεσαι, δεν χάνεις τίποτα αν την χάσεις, ας πούμε. Είναι απλά ένας τρόπος να σκοτώσεις τον χρόνο σου, είναι μια παρέα που πολύ λίγα έχει να σου δώσει.
Μάλλον το πρόβλημα ήταν δικό μου, ναι, αν σκεφτεί κανείς αυτό που αναζητούσα. Πέρα από την αγάπη μιας γυναίκας, δηλαδή, ήθελα να έχω κοντά μου ανθρώπους οι οποίοι να έχουν ενδιαφέρον, να μπορώ να μοιράζομαι μαζί τους τις στιγμές μου, ακόμη και τις καλύτερες από αυτές. Κι αν κάποιος ήταν τυχερός, ίσως να μοιραζόταν έναν καφέ μαζί μου… όχι όποιον καφέ… εννοώ εκείνες τις στιγμές της τελετουργίας μου.
Ο Δημήτρης άρχισε να τα χάνει λίγο καιρό αργότερα. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε να περάσω απ’ το σπίτι του. Του είπα ότι θα ήμουν εκεί σε λίγο. Ντύθηκα, έβαλα το δερμάτινο μπουφάν μου και βγήκα έξω. Υπήρχε πυκνή συννεφιά, εκείνη που μοιάζει με προσωπική απειλή εις βάρος σου όταν βρίσκεσαι έξω απ’ το σπίτι, και ήδη είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Ήταν μια όμορφη μέρα.
Καθίσαμε μαζί στο καθιστικό του διαμερίσματός του. Τον είδα βυθισμένο στον καναπέ του, ενώ εγώ κάθισα σε μια καρέκλα απέναντί του.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησα.
«Δεν είμαι καλά», μου είπε.
«Δηλαδή;»
«Νομίζω ότι στάζει η βρύση του μπάνιου… εννοώ… στη ντουζιέρα… ξέρεις…»
«Τότε πρέπει να καλέσεις κάποιον να την φτιάξει».
«Δεν είμαι σίγουρος, όμως», μου είπε, «δεν την έχω δει να στάζει».
«Τότε;»
«Απλά το υποψιάζομαι», είπε. «Νομίζω ότι το κάνει μόνο όταν δεν είμαι εγώ μπροστά».
Τον κοίταξα καλά, και σκέφτηκα ότι το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να μην πω τίποτα. Σκέφτηκα να τον συμβουλέψω να πάει να δει κάποιον ειδικό… ειδικό ψυχικής υγείας, εννοώ, αλλά δεν το έκανα. Έμεινα λίγη ώρα ακόμη μαζί του απλά και μόνο για να μην καταλάβει ότι ήθελα να φύγω, και μετά την έκανα ευγενικά. Αργότερα τον θυμήθηκα και αναρωτήθηκα τι είχε απογίνει, καθώς εκείνη ήταν η τελευταία μας συνάντηση, και σκέφτηκα ότι αν είχα επέμβει θα μπορούσα να έχω σώσει μια ζωή… ποιος ξέρει. Τον φανταζόμουν να ανοίγει απότομα την πόρτα του μπάνιου μήπως και πιάσει εκείνη την άτιμη βρύση να στάζει και να τον κοροϊδεύει, και ράγιζε η καρδιά μου.
Αργότερα μόνο άρχισα να συχνάζω με την Χριστίνα. Είχε καστανά μαλλιά, τα οποία μου άρεσε να αγγίζω, κάτι που με άφηνε να κάνω χωρίς να θυμώνει και χωρίς να με παρεξηγεί. Ε, νομίζω ότι ήξερε τι ήθελα κατά καιρούς. Όπως σας είπα, της το είχα ζητήσει ήδη.
Βγαίναμε έξω δύο ή τρεις φορές τη βδομάδα, συνήθως πίναμε κάτι μαζί. Μας άρεσε να παίρνουμε κάτι σε χάρτινα ποτήρια και να βγαίνουμε στην πόλη. Εγώ έπαιρνα εκείνο το περίεργο πράγμα που είναι σαν τσάι, γνωστό ως «κρόκος Κοζάνης», κι εκείνη έναν καπουτσίνο. (Είχα δοκιμάσει μια φορά από τον καφέ της, κι εκείνη από το δικό μου ποτήρι. Ο καφές της μου είχε αρέσει, αλλά εκείνη βρήκε αηδία αυτό που έπινα εγώ.) Πηγαίναμε μαζί είτε στο θέατρο, είτε στο σινεμά, και είχε πλάκα η όλη ιστορία, όχι μόνο επειδή περνούσαμε καλά, αλλά επειδή εκείνη παρατούσε τον γκόμενο της για να βγει μαζί μου. Του έλεγε ότι θα έβγαινε με φίλες της, κι ύστερα μιλούσε μαζί τους για να κανονίσουν τι ψέματα θα του έλεγαν. Κι όλο αυτό για να βγει μαζί μου.
Μου είχε κάνει εντύπωση το πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να έχει χτίσει τέτοιες φιλίες, και τόσες πολλές, μάλιστα. Της είπα μια μέρα ότι την θεωρούσα πραγματικά επιτυχημένη.
«Έχεις φτάσει στο τέταρτο έτος και σε λίγο θα τελειώσεις, είσαι με κάποιον, άσχετα αν του λες όλη την ώρα ψέματα, έχεις φίλους… έχεις ζωή…» Σ’ αυτό το σημείο γέλασα κάπως.
«Δεν είναι πάντα τόσο όμορφα τα πράγματα, ξέρεις», μου είπε εκείνη.
«Ναι», είπα εγώ, «φαντάζομαι ότι δεν είναι πάντα έτσι…»
Εκείνη έγνεψε και γέλασε.
«Χαζέ», μου είπε. «Μπορείς κι εσύ να τα κάνεις όλα αυτά αν θες. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, ξέρεις. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν».
«Έτσι λες;»
«Ναι. Αρκεί να το θες. Το πρόβλημά σου είναι ότι δεν ξέρεις τι θες, αυτό πιστεύω εγώ».
Τόση ώρα στεκόμασταν στη μέση της πλατείας, όρθιοι μέσα στη βροχή, κι εκείνη αφού το είπε αυτό γύρισε και περπάτησε μακριά. Την ακολούθησα, νιώθοντας ότι θέλω να την αγκαλιάσω και να την ευχαριστήσω, ίσως ακόμη και να πιάσω το χέρι της, αλλά αποφάσισα να μην το ρισκάρω.
Επομένως… απλά περπατήσαμε μαζί. Και ήταν ακόμη μια από εκείνες τις στιγμές που ένιωσα τυχερός που έμενα σε μια πόλη στην οποία έβρεχε τόσο συχνά. Η βροχή με μαγεύει, αυτό είναι όλο. Και το ότι μπορούσα να μοιραστώ αυτή τη μαγεία μαζί της, ότι εκείνη δεχόταν να την μοιραστεί μαζί μου, ήταν τότε κάτι που για πρώτη φορά ένιωθα. Το αναζητούσα από πάντα, λες και το είχα μέσα μου από τη φύση μου, ίσως να είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους από τη φύση τους, αλλά εκείνη τη στιγμή μπορούσα να το νιώσω. Είναι παράξενο το πώς ξοδεύουμε τις ζωές μας στα απλά και πρακτικά πράγματα της καθημερινότητας, σχεδόν αγνοώντας την πραγματική ουσία της ζωής... πράγματα όπως οι αισθήσεις μας, ας πούμε. Είναι λεπτό θέμα οι αισθήσεις… λίγοι το ψάχνουν αρκετά ώστε να ανακαλύψουν την αξία τους. Είναι αυτό που σε κάνει έμπειρο, είναι αυτό που σου αφήνει κάτι να θυμάσαι... με τον ίδιο τρόπο που θυμάσαι αυτό που έζησες, ή ακόμη και μια ταινία, ή ένα καλό μυθιστόρημα που σε σημάδεψε.
Αργότερα την άφησα κάτω από το διαμέρισμά της. Μου είπε ότι θα ήθελε λίγη παρέα πάνω, αλλά θα ήταν ο φίλος της εκεί και θα την περίμενε.
«Παρέα;» Την ρώτησα εγώ.
«Ναι… θα ήθελα να με βοηθήσεις να καθαρίσουμε την κουζίνα», μου είπε, «είναι χάλια».
«Αχά», είπα εγώ. «Ίσως κάποια άλλη φορά τότε».
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα του παλιότερους φίλους μου. Θυμήθηκα την Χρύσα. Η Χρύσα είχε ρωτήσει εμένα και τον Βαγγέλη αν θα μπορούσαμε να της αγοράσουμε ένα τεστ εγκυμοσύνης επειδή ντρεπόταν να πάει. Ο Βαγγέλης, σκεπτόμενος μόνο το τομάρι του, είχε αρνηθεί. Εγώ, σκεπτόμενος ότι θα με χαροποιούσε να κάνω μια τέτοια καλή πράξη για έναν άνθρωπο που θεωρούσα φίλο μου, δέχτηκα. Δεν πήρε πολύ καιρό μέχρι να γίνω το κορόιδο της παρέας, πήρε όμως πολύ καιρό για να καταλάβω ότι για την κατάντια μου έφταιγα κυρίως εγώ, και οι ανόητες επιλογές μου όσον αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους σύχναζα.
«Ναι», μου είπε η Χριστίνα, «κάποια άλλη φορά».
Και καθώς θυμήθηκα τους ανόητους που τόσο με είχαν παιδέψει παλιότερα, της είπα:
«Μπορούμε να καθαρίσουμε μαζί αν θες… θα ήθελα να σε βοηθήσω… ίσως και το δικό μου διαμέρισμα να χρειάζεται λίγο… ξέρεις…»
Εκείνη γέλασε.
«Πρέπει να πάω πάνω», μου είπε. «Τα λέμε».Η παρέα της Χριστίνας ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Μέχρι να την γνωρίσω πίστευα ότι είχα αγαπήσει τέσσερις ή πέντε γυναίκες. Αφού την γνώρισα και μετά, αντιλήφθηκα ότι δεν είχα αγαπήσει όλες τις προηγούμενες.
Με την Χριστίνα ήταν κάτι άλλο. Υπήρχε σεβασμός μεταξύ μας. Ή τουλάχιστον από μέρους μου. Υπήρχε σεβασμός, καταλαβαίνετε τι εννοώ; Και κατανόηση. Και ό,τι δημιουργήθηκε το ξεκίνησε εκείνη με το να είναι απλά ο εαυτός της. Αν είχαμε βασιστεί σ’ εμένα θα το είχαμε χάσει το παιχνίδι πριν καν αρχίσει. Θα ήμουν διαρκώς προσβλητικός, με κάθε προσπάθειά της να με πλησιάσει και δεν θα την εμπιστευόμουν ποτέ. Δηλαδή… να… Ήμουν προσβλητικός στην αρχή έτσι κι αλλιώς, αλλά εκείνη αμύνθηκε σ’ αυτό, είτε με την αποδοχή της, είτε με εκείνη την απειλή που τελείωσε κάθε δική μου προσβλητική επίθεση εναντίον της. Μου είπε ότι αν δεν μπορώ να την σεβαστώ και να σταματήσω να την υποβιβάζω, τότε τέρμα. Και όπως καταλαβαίνετε, ο μικρός αλητάκος μέσα μου συμμορφώθηκε κάπου σ’ εκείνο το σημείο.
Όχι ότι δεν είχα σκεφτεί το σεξ μαζί της. Σας είπα ήδη ότι της το είχα ζητήσει κιόλας, αλλά αυτό ήταν σε τελείως διαφορετικά πλαίσια από όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα: Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν το είχα ζητήσει καν. Κι αν αυτό δεν σας λέει κάτι, τότε –και με όλο τον σεβασμό που σας έχω- είστε ανόητοι.
Αφότου γύρισα στο σπίτι εκείνη τη μέρα, και αφού την άφησα στο διαμέρισμά της, το πρώτο που έκανα ήταν να κοιμηθώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έβαλα στον υπολογιστή κέλτικη μουσική… την έβρισκα με τέτοια κομμάτια… και απλά κοιμήθηκα. Δεν ξέρω για πόσο, όμως ένιωθα πολύ κουρασμένος. Αλλά δεν θα σας έλεγα έτσι, χωρίς λόγο ότι κοιμήθηκα.
Έχω παρατηρήσει κάτι όσον αφορά τον ύπνο, κι αυτό έχει να κάνει τουλάχιστον με τον εαυτό μου. Κοιμάσαι σε μία κατάσταση. Ξυπνάς σε μία άλλη. Κι όταν ξύπνησα δεν ένιωθα και τόσο καλά. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι εκείνος ο ύπνος, και ό,τι είχε συμβεί μέσα στο κεφάλι μου κατά τη διάρκειά του, είχαν ξεκλειδώσει ένα σεντούκι μέσα στο οποίο είχα κρύψει όλα μου τα προβλήματα, και ανάμεσά τους το βασικότερο. Τι θα έκανα με τη ζωή μου;
Είχα κολλήσει. Τα είχα κάνει σκατά από κάθε άποψη, το μόνο θετικό που συνέβαινε ήταν μια καλή φίλη, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Όχι ότι ήταν λίγο, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετό. Τι θα έκανα με το μέλλον μου; Πού πήγαινε η ζωή μου;
Η απάντηση ήταν απλή. Δεν πήγαινε πουθενά. Προχωρούσε αργά και σταθερά προς έναν γκρεμό ο πάτος του οποίου σήμαινε κάτι που δεν ήθελα ούτε να το σκέφτομαι.
«Να βρεις τι είναι αυτό που θες να κάνεις», μου είπε η Χριστίνα όταν μιλήσαμε μια φορά από το τηλέφωνο. «Αν βρεις τι θες, θα μπορέσεις να το κάνεις… είσαι πολύ ικανός άνθρωπος, μην υποτιμάς τον εαυτό σου».
«Έχω ακούσει αυτές τις μαλακίες ξανά και ξανά με μία μόνο εξαίρεση», της είπα. «Όλοι οι άλλοι μου έλεγαν ότι ήμουν πολύ ικανός, και μετά προσπαθούσαν να μου πουν τι ακριβώς να κάνω. Το να βρω αυτό που θέλω είναι απλά κάτι που δεν μου είχε πει κανένας άλλος», της είπα.
«Έχω βαρεθεί να μου δείχνεις όλη την ώρα ότι με εκτιμάς», μου είπε εκείνη.
«Σε εκτιμάω», της είπα. «Σε εκτιμάω, σε εκτιμάω, σε εκτιμάω».
«Θέλω να με αντιπαθήσεις και λίγο».
«Σε αντιπαθώ κάθε φορά που μου ρίχνεις χυλόπιτα, μικρή σκυλίτσα», της είπα.
«Σου έχω πει ότι δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερα αυτό μεταξύ μας. Απλά εσύ δεν λες να το καταλάβεις».
«Εγώ και οι ρομαντικές μαλακίες μου, ε;»
«Όχι, δεν είπα αυτό. Μου αρέσουν τα ρομαντικά εμένα».
Έπρεπε να βρω τι ήταν αυτό που ήθελα. Πώς βρίσκει κανείς κάτι τέτοιο;
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μάθω μερικά πράγματα. Ήξερα ότι ήθελα να είμαι συγγραφέας, αλλά αυτό ήταν κάτι που ήμουν ήδη. Δεν είχα ούτε αναγνώριση, ούτε επιτυχία, αλλά για έναν άνθρωπο που έχει αρχίσει να εμπιστεύεται τον εαυτό του, αυτά τα δύο ίσως να είναι υπερεκτιμημένα. Ίσως τελικά να μην ήταν αυτό το όνειρό μου… ίσως αυτό να ήταν το ποιος ήμουν, αλλά όχι αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Έγραφα από εννιά χρονών, και μετά από δεκατρία χρόνια είχα πολλά να μάθω. Από την άλλη, όμως, είχα ήδη μάθει πολλά. Εξάλλου, ακόμη κι αυτοί που γεύτηκαν την επιτυχία, δεν ξέρω κατά πόσο κάθε φορά που κάθονταν να γράψουν την είχαν στο μυαλό τους. Ίσως να υπήρχε κάπου ανάμεσα στις σκέψεις τους, αλλά κάπως δεν πιστεύω ότι ήταν ο νούμερο ένα στόχος τους. Και θέλω να πιστεύω ότι δεν κάνω λάθος σ’ αυτό.
Το επόμενο πρωί βγήκα έξω. Μου άρεσε να τριγυρνάω στην πόλη τις ώρες που οι άλλοι κοιμούνταν. Τις πρωινές ώρες, λίγο πριν αρχίσουν όλοι να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Έφτανα στην καφετέρια λίγο πριν προλάβει να ανοίξει, ο πρώτος πελάτης, και έπαιρνα εκείνο τον καπουτσίνο που είχα δοκιμάσει από το ποτήρι της Χριστίνας. Είχε δημιουργηθεί ανταγωνισμός ανάμεσα στον δικό μου και σε εκείνον τον καφέ… είχα αρχίσει να πιστεύω ότι εκείνος ήταν καλύτερος.
Είχα πάρει την κάμερά μου μαζί… την φωτογραφική μηχανή, εννοώ. Μου άρεσε να εξερευνάω την πόλη και να βγάζω φωτογραφίες, ιδιαίτερα τις μέρες που έβρεχε. Δεν είχα καμιά κάμερα της προκοπής, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Και όταν πια είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για τις φωτογραφίες που έβγαζα, κατάλαβα για ποιο λόγο το αυτοκίνητο είναι τόσο ενοχλητικό όσο λένε ότι είναι. Είναι απλό: Ξαφνικά στρίβεις σε έναν δρόμο, εντελώς τυχαία, και σκέφτεσαι ότι ο δρόμος είναι ωραίος, και θες να βγάλεις μερικές φωτογραφίες. Και βγάζεις την κάμερά σου και την κρατάς στα χέρια σου, και τώρα κοιτάς το κάδρο. Βρίσκεις την κατάλληλη θέση, και μετά παρατηρείς το εξής λάθος: Ο δρόμος είναι γεμάτος αυτοκίνητα, παρκαρισμένα και από τις δύο μεριές. Και σίγουρα δεν θες μια τέτοια φωτογραφία στην συλλογή σου. (Όχι ότι αυτές που είχα βγάλει χωρίς να υπάρχουν αυτοκίνητα ήταν πολύ καλύτερες, αλλά νομίζω ότι αυτό που θέλω να πω γίνεται κατανοητό).
Συνάντησα, λοιπόν, στον δρόμο μου μια βιβλιοθήκη, και αποφάσισα να μπω μέσα και να ρίξω μια ματιά. Περπάτησα για λίγα λεπτά ανάμεσα στα ράφια και χαιρέτησα μια γυναίκα που προφανώς εργαζόταν εκεί. Το ενδιαφέρον μου τράβηξε ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορούσα να καταλάβω αν επρόκειτο να μου πει αλήθεια ή ψέματα. Στο εξώφυλλο αναφερόταν σε μύθους και παραμύθια, και στον πρόλογο ο εκδότης είχε γράψει ότι επρόκειτο για μια σημαντική συλλογή λαογραφικού υλικού, πράγμα για το οποίο αμφέβαλλα όλο και περισσότερο καθώς γυρνούσα τις σελίδες. Έμοιαζε περισσότερο με κακογραμμένα διηγήματα το περιεχόμενο του βιβλίου… μιλούσε για νεράιδες και ξωτικά, και άλλα τέτοια που ποτέ δεν είχαν καταφέρει να με συναρπάσουν.
Στην σελίδα 30 υπήρχε ένας χάρτης. Τον κοίταξα προσεκτικά. Εντόπισα την πόλη στην οποία ζούσα, επομένως ίσως να υπήρχε και μια δόση αλήθειας μέσα σε όλες εκείνες τις σαχλαμάρες που είχα διαβάσει. Ακολούθησα τον βόρειο δρόμο με το δάχτυλό μου, μέχρι το ψηλότερο σημείο του χάρτη, και συνάντησα ένα χωριό, ακριβώς στο τέρμα της εικόνας. Λεγόταν «Παρεκκλήσι».
Τότε ήταν που άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες. Ιδέες που για λίγο καιρό ακόμα απλά αγνόησα… ελπίζω να με καταλαβαίνετε… Δεν μπορούσα να παρατήσω τα πάντα και να φύγω, απλά και μόνο επειδή ένα χωριό που λεγόταν Παρεκκλήσι μου είχε δώσει την εντύπωση ότι ήταν απομονωμένο. Πάντα μου άρεζαν οι περιοχές χωρίς πολύ κόσμο. Δεν ξέρω τον λόγο, απλά λειτουργούσαν για μένα όπως λειτουργούσε και η βροχή… Με μάγευαν.
Πέρασα λίγη ώρα ακόμη κοιτώντας το βιβλίο και ύστερα το έβαλα στη θέση του και έφυγα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι τι ανόητος που ήμουν. Είχα κάνει στον εαυτό μου την ερώτηση τι θες να κάνεις στη ζωή σου, και το πρώτο πράγμα που είχα σκεφτεί ήταν το να φύγω και να πάω να μείνω σε ένα μέρος που στο μυαλό μου έδειχνε απομονωμένο. Είχα αρχίσει ήδη να το φαντάζομαι κοντά σε ένα βουνό, ανάμεσα σε δάση, πράγμα που μάλλον δεν ίσχυε, αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, τι δουλειά είχα εγώ εκεί;
Δεν ήξερα αν έπρεπε να απογοητευτώ, ή να γελάσω με τον εαυτό μου. Τόσο ανόητος ήμουν. Δεν ήθελα τίποτα, αυτή ήταν η αλήθεια. Ήμουν ένας άχρηστος που πιθανότατα θα κατέληγε άστεγος σε μερικά χρόνια από εκείνη τη στιγμή, και που θα έπαιρνε την κατηφόρα μόλις η Χριστίνα παντρευόταν τον ηλίθιο φίλο της. Θα με παρατούσε κάποια στιγμή, το ήξερα. Ήταν το μόνο σίγουρο, και είχα φροντίσει να προειδοποιήσω τον εαυτό μου για κάτι τέτοιο. Κι εγώ καθόμουν και φανταζόμουν δάση, βουνά και ελευθερία.
Ελευθερία;
Αυτή η λέξη μου χαμογέλασε πλατιά. Η μικρή πουτανίτσα είχε όμορφο χαμόγελο. Δεν ήθελα σπουδές, δεν ήθελα πτυχία, δεν ήθελα τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήθελα μόνο να νιώθω ελεύθερος. Μπορεί να μοιάζει αυτό ως νεανικό όνειρο, αλλά ανεξάρτητα από την τωρινή σας ηλικία, αν σας ζητούσα αυτή τη στιγμή να με κοιτάξετε στα μάτια και να μου πείτε αν σκεφτήκατε έστω και μία φορά την ιδέα της ελευθερίας, της προσωπικής σας ελευθερίας, τότε τι θα μου λέγατε; Μπορεί να μην την σκεφτήκατε με αυτές τις λέξεις, ούτε καν με την ίδια τη λέξη «ελευθερία», αλλά με μια κάποια μορφή, είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή την ευχηθήκατε. Κάποιοι από εσάς, ίσως και να την κατακτήσατε με τον τρόπο σας, και ίσως τώρα να είστε ευτυχισμένοι. Γιατί να μην είχα εγώ το δικαίωμα να κυνηγήσω την δικιά μου ελευθερία;
Τότε άρχισαν να ξεπροβάλλουν μερικά προβλήματα. Μήπως για έναν ακοινώνητο –όπως με είχαν χαρακτηρίσει- σαν εμένα, δεν θα ήταν καλύτερα αν ζούσε σε μια πραγματικά μεγάλη πόλη, στην οποία θα μπορούσε να είναι αόρατος; Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι σε μια μικρή κοινωνία, ίσως αυτός ο οποίος δεν έχει καμία σχέση μαζί της, πόσο μάλλον αν της αντιτίθεται, να χαίρει… χειρότερης μεταχείρισης. Ίσως να το μετάνιωνα. Ε, και; Αν συνέβαινε αυτό, απλά θα έφευγα.
Κάθισα σε ένα παγκάκι στον πεζόδρομο μπροστά από τη βιβλιοθήκη, και μόνο ευχήθηκα να μπορούσα να πιω ακόμη έναν καφέ. Είχα πιει ήδη έναν. Έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει, και αποφάσισα ότι έπρεπε να μάθω ακόμη περισσότερα για εκείνο το χωριό… ή μήπως όχι;
Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι. Ένιωθα ήδη ενθουσιασμένος με την ιδέα… σαν μικρό παιδί, απλά λίγο περισσότερο συγκρατημένος, αφού είχα αρκετό μυαλό μέσα στο κεφάλι μου ώστε να σκεφτώ και τα αρνητικά. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσα να φύγω, απλά και μόνο επειδή δεν είχα αρκετά χρήματα. Κι αν απλά έφευγα; Αν δεν σκεφτόμουν τίποτα, και απλά έφευγα;
Μαλάκα, είπα στον εαυτό μου. Δεν κοιτάς να τελειώσεις την σχολή σου λέω ‘γω... Αλλά μέσα μου είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Δεν με ένοιαζαν οι συνέπειες. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Ήταν μια εντελώς διαφορετική ζωή αυτό που αναζητούσα, και ίσως να μην ήμουν ακόμη αρκετά πρόθυμος να κάνω ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να την κατακτήσω, αλλά για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος. Θα έφευγα. Θα έβρισκα τον δρόμο που έπρεπε να πάρω, και μετά θα έφευγα.Μια από εκείνες τις μέρες πήγα στον σταθμό. Είχα ήδη κοιτάξει μερικούς χάρτες που βρήκα στο διαδίκτυο, και ήξερα ότι μπορούσα να πάρω τρένο. Το βιβλίο έλεγε ότι το χωριό είχε σταθμό, και ότι έτσι μεταφέρονταν εκεί προϊόντα και άλλα. Ρώτησα πότε μπορούσα να πάρω τρένο, κι εκείνος είπε ότι υπήρχε κάθε μέρα τρένο που πήγαινε βόρεια. Ξεκινούσε γύρω στις 12.15.
Το επόμενο βήμα ήταν να τηλεφωνήσω στην Χριστίνα. Ήταν λες και είχα βρεθεί ήδη σ’ εκείνο το μέρος. Όχι στο πραγματικό μέρος, αλλά σ’ εκείνο που υπήρχε κάπου στο μυαλό μου, στην φαντασία μου. Σκόπευα να της ζητήσω να με ακολουθήσει, αν και ήξερα ότι δεν θα το έκανε. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο ήμουν σίγουρος, όπως ήμουν σίγουρος και για το ότι θα παντρευόταν εκείνον τον λεχρίτη στο τέλος, τον φίλο της. Ήδη συζούσαν.
Της ζήτησα να βρεθούμε, κι εκείνη μου είπε να βρεθούμε το απόγευμα, όπως συνήθως. Βρεθήκαμε γύρω στις τέσσερις, μπροστά στο παλιό δημοτικό σχολείο που βρισκόμασταν πάντα. Ξεκίνησα να της μιλάω λέγοντας ότι έκανε ασυνήθιστη ζέστη για φθινόπωρο. Εκείνη συμφώνησε μαζί μου, αλλά μου έδειξε στο βάθος το δρόμου, στην έξοδο της πόλης, εκεί που η άσφαλτος άγγιζε το σύνορο του ουρανού στα μάτια μας. Υπήρχαν σύννεφα. Ένιωσα λες και ερχόταν μια από εκείνες της καλοκαιρινές καταιγίδες, εκείνες που δεν διαρκούσαν πολύ, αλλά ήταν αρκετά έντονες. Πάντα μου άρεζαν.
«Τι ήθελες να μου πεις;» Με ρώτησε. «Ακουγόσουν κάπως στο τηλέφωνο…»
«Κάπως;» Την ρώτησα εγώ. «Κάπως πώς;»
«Κάπως ενθουσιασμένος», μου είπε.
«Ναι… έχω αυτό το πράγμα κατά νου εδώ και μερικές μέρες… δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου».
«Τι είναι; Έγινε κάτι;»
«Όχι. Απλά… νομίζω ότι θα φύγω από εδώ».
«Και πού θα πας;»
Τώρα είχε φέρει τα χέρια της στο στήθος της, κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Δεν θα περίμενα από εκείνην να αρχίσει να με ειρωνεύεται, κι αν το έκανε τώρα θα έχανα την καλή μου γνώμη για εκείνην…
Αλλά δεν το έκανε. Σύντομα διαπίστωσα ότι περισσότερο έδειχνε ανήσυχη, παρά πρόθυμη να με ειρωνευτεί.
«Υπάρχει ένα μέρος… λέγεται Παρεκκλήσι… είναι βόρεια από εδώ».
«Περισσότερο βόρεια; Πού βρίσκεται; Στα σύνορα;»
«Δεν είμαι σίγουρος… δηλαδή ίσως… κοντά εκεί… δεν ξέρω».
Ο χάρης που είχα δει στο βιβλίο δεν έδειχνε τα σύνορα της χώρας, σε καμία περίπτωση.
«Και τι θα κάνεις εκεί;»
«Δεν ξέρω… θα δουλέψω για αρχή. Θα βρω μια δουλειά και ένα μέρος να μείνω… και θα αφοσιωθώ στο γράψιμο. Θα προσπαθήσω να ζήσω εκεί αν μου αρέσει. Αλλιώς θα περιμένω μέχρι να βγάλω κάποια χρήματα και μετά θα φύγω για αλλού».
«Με κοροϊδεύεις;» Με ρώτησε. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα... Κι αν δεν βρεις δουλειά; Αν ξεμείνεις εκεί από χρήματα; Τι θα κάνεις; Το σκέφτεσαι αυτό;»
«Δεν έχω απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις», της είπα. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου. Θέλω να φύγω από εδώ».
«Αν το κάνεις και αλλάξεις γνώμη; Μετά θα μπορείς να γυρίσεις; Είναι πολύ μεγάλη απόφαση αυτή… δεν ξέρω… σκέψου το καλά…»
«Μάλλον όχι. Μάλλον δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να συνεχίσω τις σπουδές μου. Αλλά κι εδώ που είμαι, πάλι δεν τις συνεχίζω», γέλασα εγώ. «Το έχω ανάγκη, με καταλαβαίνεις;»
«Οι γονείς σου; Τους το είπες;»
«Όχι. Και ούτε πρόκειται».
Σ’ αυτό το σημείο εκείνη κοίταξε στο πλάι. Έμοιαζε ήδη έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν ήξερα αν ήταν το ότι θα έφευγα, ή το ότι πίστευε ότι θα κατέστρεφα τη ζωή μου.
«Απλά θα φύγω», είπα. «Δεν με νοιάζει τι θα κάνουν. Ας μείνουν εδώ να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν πρόκειται να καταστρέψω τη ζωή μου, ας είναι. Αλλά αν μείνω εδώ θα είναι σαν να την έχω καταστρέψει ήδη».
«Δεν ξέρω τι να σου πω… φοβάμαι μήπως παιδιαρίζεις, μήπως δεν είσαι σίγουρος γι’ αυτό».
«Κι εγώ το ίδιο φοβάμαι», της είπα. «Αλλά πάντα θα φοβάμαι να πάρω μια τέτοια απόφαση, όποια στιγμή της ζωής μου κι αν το κάνω…»
Είχα καταλάβει από τη στάση της ότι δεν υπήρχε περίπτωση να με ακολουθήσει. Για την ακρίβεια, είχα αρχίσει να απορώ που είχα φτάσει σε σημείο να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Μήπως όντως έκανα σαν μικρό παιδί, τελικά; Γάμησέ το. Θα έφευγα έτσι κι αλλιώς.
Επιτρέψτε μου να κάνω μια παρένθεση και να σας πως ότι η σωστή φράση για να χρησιμοποιήσω δεν θα ήταν γάμησέ το, αλλά γάμησέ τους. Αυτή ήταν η αλήθεια, και την ήξερα ήδη από τότε. Αν ήθελα να κάνω όσα μου έλεγαν ότι έπρεπε να κάνω, θα τα έκανα. Θα ήθελε δουλειά, αλλά θα τα έκανα. Θα τέλειωνα τη σχολή μου και θα πήγαινα να γίνω καθηγητής, ή κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήθελα. Κι αν ήθελα, δεν είχα τρόπο να πλησιάσω πια το γαμημένο το πανεπιστήμιο, το οποίο είχα επιεικώς μισήσει… το απεχθανόμουν, δεν ήθελα να πατήσω ποτέ ξανά εκεί πέρα. Δεν γούσταρα ούτε τους καθηγητές του και τις κλίκες τους και τη διπλωματία τους, και αυτοί ήταν οι κοινωνικοποιημένοι, ούτε και τα φοιτητάκια του. Και θα μου έλεγε κανείς ότι αν ήμουν λίγο έξυπνος θα πρόσεχα τι γράφω εδώ πέρα, αλλά εγώ θα του έλεγα ότι δεν είμαι, οπότε άντε και γαμήσου εσύ που θα μου το έλεγες αυτό.
Ήταν το πείσμα μου αυτό που θα με έκανε να φύγω. Γάμησέ τους όλους, λοιπόν, ας κατέστρεφα τη ζωή μου. Γάμησέ με κι εμένα, δεν με ένοιαζε.
«Το έχεις αποφασίσει, δηλαδή», μου είπε, «έχεις πάρει την απόφασή σου».
«Ναι», της είπα εγώ. «Και σκόπευα να σου ζητήσω να έρθεις μόλις ορκιστείς, αλλά κατάλαβα ήδη ότι δεν πρόκειται να δεχτείς κάτι τέτοιο…»
«Και να το θέλω», μου είπε, «δεν μπορώ. Έχω τον Γιάννη, εδώ πέρα».
«Μιλάς γι’ αυτόν σαν να είναι μικρό παιδί. Μεγάλος είναι, μεγαλύτερος από εσένα κατά αρκετά χρόνια… είμαι σίγουρος ότι τον έχει παρατήσει γυναίκα και πριν… Θα το ξεπεράσει…» της είπα.
Εκείνη γέλασε. Με πλησίασε και με αγκάλιασε.
«Δεν θέλω να φύγεις», μου είπε.
«Θέλω εγώ», της είπα. «Και θα το κάνω… μια από αυτές τις μέρες θα φύγω, και δεν γυρνάω εδώ με τίποτα».
Όταν είπα εκείνα τα τελευταία λόγια είχα αρχίσει ήδη να νιώθω την αμφιβολία μέσα μου. Είχα νιώσει την αμφιβολία ήδη από τη στιγμή που είχα κοιτάξει τα μάτια της, αν και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι μου τα είχε πει αυτά κατά ένα μέρος επειδή δεν ήθελε να φύγω. Όχι ότι με είχε ανάγκη… κι αν όντως με είχε, τότε αυτό ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα εκείνο τον καιρό. Κι αν το καταλάβαινα, προτιμούσα να προσποιούμαι το αντίθετο.
«Μπορείς να έρχεσαι τουλάχιστον για λίγες μέρες… για να βλεπόμαστε».
«Θα μιλάμε στο τηλέφωνο», μου είπε.
«Δεν σκοπεύω να χρησιμοποιώ το κινητό», της είπα εγώ.
«Γιατί;»
«Γιατί έχει μέσα ονόματα ανθρώπων που ήξερα», της είπα. «Ανθρώπων που δεν θέλω να ξέρω πια».
«Είσαι πολύ βλάκας», μου είπε. «Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι μπορείς να αγνοείς του πάντες έτσι και να τους ξεγράφεις; Οι άλλοι δεν είναι άνθρωποι;» Με ρώτησε.
«Εγώ», της είπα, «δεν είμαι άνθρωπος;»
Και με κοίταξε ξανά με το ίδιο παράπονο.
«Τι με κοιτάς έτσι;»
«Μισείς τους πάντες, έτσι δεν είναι;» Με ρώτησε. «Μισείς τους πάντες, και μισείς τον εαυτό σου, και θα τον καταστρέψεις. Θα πας εκεί και θα δεις ότι δεν υπάρχει τίποτα, και μετά θα γυρίσεις αν προλάβεις, και να δω τι θα πεις στους γονείς σου».
«Είμαι ενήλικος, και δεν τους πέφτει λόγος για τις επιλογές μου, πλέον».
Το είχα πει αυτό κάποτε στον πατέρα μου. Δηλαδή όχι ακριβώς έτσι. Είχα πει ότι είμαι ενήλικος και ότι μπορώ και έχω το δικαίωμα να κάνω τις δικές μου επιλογές. Εκείνος μου είχε πει ότι αφού μπήκα στο πανεπιστήμιο δεν είχα άλλη επιλογή πέρα από το να σπουδάσω και ότι αυτό θα έκανα. Και όχι, δεν είχα δικαίωμα επιλογής, επειδή εκείνος έβαζε τα λεφτά. Και ότι δούλευε τόσα χρόνια σα μαλάκας… Σ’ αυτό το σημείο είχε σταματήσει, είχε κοιτάξει έξω από το παράθυρο και είχε φέρει τα χέρια του στη μέση του. Οι γονείς ξεσπάνε τα ψυχολογικά τους προβλήματα πάνω στα παιδιά τους. Ποιος ο λόγος να με αναγκάσουν να σπουδάσω αν δεν το ήθελα αυτό; Ποιος; Ποιος τους ζήτησε να πληρώσουν; Είχα περάσει σε μια σχολή απλά και μόνο επειδή αυτό έλεγε το σύστημα ότι έπρεπε να κάνω. Το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσω το σχολείο και να μην έχω καμιά σχέση με κανέναν… ούτε συμμαθητή ούτε κανέναν. Απλά κανέναν. Απλά δεν άντεχα άλλο, αυτό ήταν όλο. Ήθελα να μείνω μόνος μου, και δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Γιατί το γεγονός ότι εκείνος «δούλευε τόσα χρόνια σα μαλάκας» έπρεπε να αναγκάσει εμένα να σπουδάσω; Γιατί στα δικά μου μάτια, αυτά τα δύο δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Και το πρόβλημα δεν ήταν οι σπουδές. Θα μπορούσα να βρω ενδιαφέρον στη σχολή μου, και το είχα παλέψει, το είχα κυνηγήσει… αλλά η σχολή ήταν ένα άλλο, μεγάλο κεφάλαιο για μένα. Γάμησέ τους, λοιπόν. Γάμησέ τους.
«Και μην μου επιτίθεσαι επειδή δεν θες να φύγω», είπα και χαμογέλασα.
«Ε, τι να σου πω τώρα;» Είπε εκείνη. «Τι να σου πω;»
Με αγκάλιασε ξανά, κι αυτή τη φορά είδα δάκρυα στα μάτια της. Εντάξει, δεν έκλαιγε και με λυγμούς, αλλά να… ήταν όντως δάκρυα αυτά που έβλεπα.
«Πότε θα φύγεις;»
«Δεν ξέρω. Μια από αυτές τις μέρες. Να ετοιμάσω κάποια πράγματα, να δω τι χρειάζομαι…» αναστέναξα σ’ αυτό το σημείο. «Μου τη σπάει μόνο που θα πρέπει να αφήσω πίσω τα βιβλία μου. Δεν ξέρω ποια να πάρω. Λέω να πάρω μερικά που δεν έχω διαβάσει. Θα τα βάλω μέσα στην τσάντα, και αυτό είναι όλο. Μόνο τη συλλογή μου φοβάμαι…» είπα. «Εννοώ… τη συλλογή από βιβλία λογοτεχνίας που έχω φτιάξει εδώ και τόσα χρόνια. Φοβάμαι μήπως τα πάρουν οι δικοί μου και τα κάνουν προσάναμμα για το τζάκι. Σου έχω πει ότι έχουν τζάκι στο πατρικό μου;» Γέλασα.
«Είσαι βλάκας… κανείς δεν σκέφτεται έτσι…»
«Τι σου έχω πει;» Της είπα. «Τι σου είπα λίγο καιρό αφού γνωριστήκαμε;»
«Ότι μερικές φορές η σκέψη ξεπερνάει τα όρια που της είχε θέσει μέχρι τότε ο άνθρωπος, και ότι τότε οι θεσμοί μέσα στους οποίους ζεις αρχίζουν και καταστρέφονται. Πολλές φορές άλλοι συμβάλλουν στο να γίνει αυτό, και τότε αρχίζεις να μην σέβεσαι κανέναν και τίποτα, και δεν γίνεσαι παρά ένας αντικοινωνικός αλήτης για όλους τους άλλους, ίσως και για τον εαυτό σου, και έτσι καταστρέφεις με τον καιρό τη ζωή σου».
«Ακριβώς», της είπα. «Διαβασμένη σε βρίσκω».
«Επίσης είπες ότι κατά τη γνώμη σου, καμιά επιτυχία δεν χτίστηκε πάνω σε μίσος, αλλά πάνω στην αγάπη που έρχεται αφού κάποιος αποδεχτεί τον θυμό του και ό,τι τον προκάλεσε σε τέτοιο βαθμό ώστε εκείνος να καταλαγιάσει».
«Αυτό δεν το θυμάμαι, αλλά ακούγεται σαν κάτι που θα έλεγα εγώ», είπα και γέλασα.
«Το είχες πει για όλους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που είχαν φτάσει στο σημείο που ήθελαν να φτάσουν… Είχες πει ότι για χρόνια είχες ακολουθήσει τον λάθος δρόμο, και ότι έπρεπε να γράφεις με αγάπη… όχι με μίσος. Και ότι…»
«…ότι ένιωθα άσχημα για πράγματα που είχα γράψει, και ότι ντρεπόμουν για εκείνα».
«Ναι», είπε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι τώρα παίρνεις τον σωστό δρόμο;»
«Τίποτα», της είπα. «Το μόνο που έχω είναι η παρούσα κατάσταση, και το πώς νιώθω τώρα».
«Είναι αρκετό αυτό;»
«Όχι. Πότε έχει κανείς κάτι το αρκετό ώστε να αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή του; Μια τέτοια απόφαση πάντα συνοδεύεται από αβεβαιότητα. Συμφωνείς;» Της χαμογέλασα ξανά. «Σ’ αγαπάω», της είπα. «Και εκτός κι αν κάτι το παράδοξο συμβεί… θα σε περιμένω εκεί, ή όπου αλλού αποφασίσω να μείνω τελικά».
Εκείνη τη μέρα μείναμε μαζί πολλές ώρες. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου. Μόνο σκεφτόμασταν… ο καθένας τα δικά του υποθέτω, αλλά σίγουρα σχετικά με τις ανακοινώσεις που της είχα κάνει. Όταν αργότερα, το βράδυ, επιστρέψαμε προς το κέντρο της πόλης και προς το διαμέρισμά της όπου θα την άφηνα για τελευταία φορά, εκείνη κράτησε το χέρι μου.Όταν έφτασα στο σταθμό, το τρένο είχε φτάσει ήδη. Ένιωσα λες και με περίμενε. Πλήρωσα για ένα εισιτήριο, και όταν ο εισπράκτορας άκουσε τον προορισμό μου χαμογέλασε.
«Έχετε πάει ποτέ στο Παρεκκλήσι;» Τον ρώτησα.
«Και βέβαια», μου είπε. «Είναι από τις καλύτερες διακοπές που έχω κάνει».
Τον χαιρέτησα, και καθώς έφευγα, μου ευχήθηκε να περάσω καλά εκεί πάνω.
Ανέβηκα στο τρένο και περπάτησα μέσα στο βαγόνι. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι μέσα, κάτι που μάλλον ήταν σπάνιο φαινόμενο. Κάθισα στην άλλη άκρη του βαγονιού, κοντά στην πόρτα. Είχα ήδη παρατηρήσει την όμορη κοπέλα κάπου στη μέση, αλλά δεν κάθισα απέναντί της, προτίμησα να καθίσω πιο μακριά.
Ακούμπησα την τσάντα μου στη θέση πάνω από το κάθισμα και κάθισα ακουμπώντας τον υπολογιστή δίπλα μου. Σύντομα το τρένο ξεκίνησε. Πάντα καθόμουν από τη μεριά του παραθύρου, μου άρεζε πολύ να κοιτάζω έξω. Το να κοιτάζω μέσα μου επέτρεπε να παρατηρώ τους ανθρώπους, αλλά το έξω ήταν διαφορετικό.
Λίγη ώρα αργότερα κάποιος που ήρθε από ένα άλλο βαγόνι ζήτησε να κάτσει δίπλα μου. Το έπαιξα ευγενικός και τον άφησα, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα ότι ο τύπος είχε φάει σκόρδο. Κρατούσε, επίσης, μια σακούλα που περιείχε μικρούς φακέλους με καφέ, κι έτσι η μυρωδιά που έπιανα ήταν ένας συνδυασμός σκόρδου και καφέ, δύο σε ένα. Ένιωθα λες και θα ξερνούσα. Κι επειδή πλέον δεν με ενδιέφερε να το παίξω ευγενικός, τον ρώτησα πού θα κατέβαινε.
«Στο Παρεκκλήσι», μου είπε, κι εγώ τον κοίταξα έντρομος.
«Στο Παρεκκλήσι;» Τον ρώτησα.
«Ναι», είπε και χαμογέλασε.
Του είπα να σηκωθεί για να περάσω και έφυγα από εκείνη τη θέση. Πήρα την τσάντα μου από πάνω και τον υπολογιστή, και επέστρεψα στην μέση του βαγονιού. Στάθηκα όρθιος και κοίταξα την κοπέλα που καθόταν εκεί. Μόνη της, με τέσσερις καρέκλες γύρω της.
«Κάθεται κανείς;» Την ρώτησα.
«Για όλους είναι», μου είπε.
Κάθισα απέναντί της και διαγώνιά της… δεν ήθελα να είμαι ακριβώς απέναντι, δεν θα μπορούσα να μην την κοιτάζω. Φορούσε γυαλιά ηλίου, και δεν θα μπορούσα να διακρίνω πού έστρεφε το βλέμμα της. Ποτέ δεν μου άρεσε να με καταλαβαίνουν οι γυναίκες…
Προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο. Έγειρα στο πλάι και έκλεισα τα μάτια μου. Μπορούσα να ακούσω τη μουσική που άκουγε εκείνη. Είχε ακουστικά στα αυτιά της, και άκουγε από το κινητό της. Όταν έβλεπα ανθρώπους να το κάνουν αυτό μου την έδινε για κάποιο λόγο, κι ας ήταν καλύτερα από κάτι ηλίθιους που βάζουν δυνατά μουσική μέσα στο τρένο. Σκέφτηκα να της μιλήσω, αλλά δεν το έκανα.Άνοιξα τα μάτια μου σε μια στιγμή που το τρένο είχε σταματήσει.
«Πού είμαστε;» Την ρώτησα.
«Στην Αλεξανδρούπολη», μου είπε. «Εσύ πού πας;»
«Όπου θέλω», της είπα.
Μόρφασε και γύρισε απ’ την άλλη. Είχε βγάλει τα ακουστικά της τώρα. Δεν ήξερα τότε για ποιο λόγο της είχα μιλήσει έτσι. Γενικά, στις γυναίκες που μου άρεσαν είτε μιλούσα έτσι, είτε δεν τους μιλούσα καθόλου. Όποιο τρόπο κι αν ακολουθούσα, υπέφερα και αντιπαθούσα τον εαυτό μου ακόμη περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή της έριχνα μερικές ματιές στα κρυφά, γνωρίζοντας ότι εκείνη θα το καταλάβαινε αυτό. Έμοιαζε ψώνιο. Αλλά στα δικά μου μάτια, όλες οι γυναίκες που μου άρεσαν έμοιαζαν έτσι. Είχε σκούρα καστανά μαλλιά και καστανά μάτια, εκείνο το είδος που μου άρεσε και που μου αρέσει ακόμα, και καθώς την κοίταζα, την αντιπαθούσα όλο και περισσότερο, ακριβώς επειδή μου άρεσε.
«Εσύ πού πας;» Την ρώτησα εγώ.
«Στο Παρεκκλήσι», μου είπε.
«Τι δουλειά έχεις εκεί;»
«Πάω να δω τους δικούς μου, και ίσως να μείνω αρκετά ώστε να βρω δουλειά», είπε.
«Σπουδάζεις;» Την ρώτησα.
«Έχω τελειώσει. Πριν μερικούς μήνες πήρα το πτυχίο μου».
«Συγχαρητήρια», είπα εγώ.
«Ευχαριστώ. Εσύ; Σπουδάζεις;»
«Όχι», της είπα.
«Με τι ασχολείσαι;»
«Με τίποτα», είπα.
«Και τι κάνεις δηλαδή;»
«Τίποτα», είπα ξανά.
Μου χαμογέλασε.
«Λες πάντα τόσο λίγα για τον εαυτό σου;»
«Δεν λέω ποτέ τίποτα σε κανέναν», της είπα.
«Α, εντάξει».
Κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια της. Διάβαζε Κάφκα. Κάνε μου τη χάρη, μικρό κορίτσι, σκέφτηκα τη στιγμή που το πρόσεξα και γέλασα.
«Τι γελάς;» Με ρώτησε.
«Τίποτα, μην δίνεις σημασία. Τι διαβάζεις;»
«Εννοείς τι προσπαθώ να διαβάσω. Κάφκα», μου είπε, «αλλά δεν τα καταφέρνω ποτέ στο τρένο, κουνάει πάρα πολύ».
«Εμένα με ζαλίζει», της είπα.
Και μετά δεν είπαμε τίποτα. Το τρένο ξεκίνησε πάλι, κι έτσι μείναμε απλά να καθόμαστε εγώ στη θέση μου κι εκείνη στη δική της χωρίς να ανταλλάσουμε κουβέντα. Τελικά επέστρεψε στο βιβλίο της και στην προσπάθειά της να διαβάσει.
Το τρένο συνέχισε την πορεία του για αρκετή ώρα ακόμη. Βρήκα όλο τον χρόνο να χαθώ μέσα στις σκέψεις μου. Για μια στιγμή γύρισα και την κοίταξα, και ένιωσα σαν ηλίθιος. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί της εκείνες τις σκέψεις. Τι με έπιασε δεν ήξερα, απλά έπρεπε να μιλήσω με κάποιον, και αν αυτός ο κάποιος ήταν μια όμορφη γυναίκα, τότε ακόμη καλύτερα. Μόνο που τελικά αποφάσισα να μην κάνω την ίδια βλακεία που έκανα πάντα, κι έτσι κράτησα το στόμα μου κλειστό.Μου άρεσε. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, δεν χωρούσε αμφιβολία πια. Αλλά όπως και κάθε άλλη φορά, δεν θα έκανα τίποτα. Ήμουν πράγματι τόσο άχρηστος για τον εαυτό μου ή ήταν ιδέα μου μόνο;
Είχε καστανά μαλλιά τα οποία κοίταζα ορεξάτος, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα ήταν αν την άγγιζα. Αν την χάιδευα, αν την αγκάλιαζα και έκρυβα το πρόσωπό μου στον λαιμό της… αν φιλούσα το πρόσωπό της…
Η φαντασία μου με είχε βάλει σε μπελάδες και παλιότερα, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πραγματικά είχα αρχίσει να βυθίζομαι για τα καλά μέσα στο πρόβλημα, το οποίο πρόβλημα ήταν ότι επρόκειτο να την ερωτευτώ. Το ήξερα, το είχα νιώσει και πριν, ήξερα πώς ήταν στην αρχή. Πρώτα ένιωθα μια κάποια έλξη την οποία δεν ήταν εύκολο να περιγράψω με λέξεις… ήταν εκείνη η έλξη που είχα νιώσει και πριν για γυναίκες οι οποίες δεν ήταν τόσο όμορφες, αλλά είχαν κάτι δικό τους, κάποιο χαρακτηριστικό το οποίο έμοιαζε να έχει σημασία για εμένα σαν άτομο. Αυτό το κάποιο χαρακτηριστικό δεν μπορούσα να το διακρίνω εκείνη τη στιγμή στην Ιωάννα, όμως υπήρχε, το ήξερα. Πάνω απ’ όλα το ένιωθα.
Πρώτα σκέφτηκα την ομορφιά της. Αυτό πρέπει να είναι, σκέφτηκα. Το ότι είναι όμορφη. Δεν είναι έντονα ερωτική, αλλά είναι όμορφη. Είναι γλυκιά και μοιάζει ευγενική… και κομψή. Στη συνέχεια σκέφτηκα μήπως έφταιγε το ότι διάβαζε Κάφκα, αλλά απέρριψα και αυτό. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω έλξη για εκείνην, προς το παρόν δεν ήταν παρά ένα ερωτηματικό για εμένα. Η πηγή του θαυμασμού που ένιωθα μόλις είχε αρχίσει να αναβλύζει.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησα.
Έκανε στην άκρη το βιβλίο της και με κοίταξε χαμογελώντας. Τα μάτια της μου έδειξαν ότι είχε ξαφνιαστεί από την ερώτησή μου. Μου πέρασε από το μυαλό ότι μάλλον ήθελε να την ρωτήσω, ή τουλάχιστον να της πω κάτι, οτιδήποτε.
«Ιωάννα», μου είπε και μου πρότεινε το χέρι της. Εγώ το κράτησα στο δικό μου για λίγο. Είναι αλήθεια ότι δεν μου αρέσει να πιάνω τα χέρια των ανθρώπων. Σε γενικές γραμμές δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι. Για εμένα μια χειραψία μπορεί να είναι ό,τι είναι το να πλένω ένα πιάτο που έχει πάνω του τα αποφάγια κάποιου άλλου. Δεν ξέρω αν αυτό δεν είναι κάτι για εσάς, για εμένα όμως δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Ακόμη και στην περίπτωση της Ιωάννας ήταν λίγο δύσκολο, αν και περισσότερο σκέφτηκα τη δική μου παλάμη και πώς θα ένιωθε εκείνη που θα την ακουμπούσε. Εννοώ ότι θα ήθελα αν αυτό ήταν δυνατό να νιώσει κατά κάποιο τρόπο ευχάριστα.
«Αχά», είπα εγώ, περιμένοντας να με ρωτήσει το όνομά μου. Δεν το ρώτησε τότε, και για μια στιγμή σκέφτηκα ότι προφανώς δεν την ένοιαζε, αλλά ακόμα χαμογελούσε, και εκείνο το χαμόγελο έκρυβε πίσω του έναν κάποιο ενθουσιασμό. «Κι εγώ πηγαίνω στο Παρεκκλήσι», της είπα. «Θέλω να δω τι ακριβώς είναι αυτό το χωριό».
«Είναι πολύ όμορφο μέρος», μου είπε. «Εξαρτάται τι ψάχνεις και τι περιμένεις. Αν θες βουνά και δάση από έλατα, τότε οδεύεις προς το κατάλληλο μέρος».
«Νομίζω ότι τα θέλω όλα αυτά. Και θα ήθελα και μια δουλειά… κι ένα μέρος να μείνω». Δεν είπε τίποτα σε όλα αυτά, αλλά μάλλον ένιωσε ότι ζητούσα κάποιου είδους συμβουλή σε σχέση με τον τόπο καταγωγής της. Μου είχε πει ότι πήγαινε να δει τους δικούς της εκεί, γι’ αυτό και υπέθεσα ότι καταγόταν από το Παρεκκλήσι. «Είναι ήσυχα εκεί;»
«Είναι, νομίζω. Έχει τουρισμό κάποιες εποχές του χρόνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ήσυχα. Γιατί πηγαίνεις εκεί;»
Χαμογέλασα και στράφηκα προς το παράθυρο και έξω από αυτό. Ήταν ακόμη μία από εκείνες τις ερωτήσεις για τις οποίες δεν είχα απάντηση. Ή μάλλον είχα, αλλά δεν ήθελα να την προσφέρω σ’ εκείνην. Ίσως να μην ήθελα να την προσφέρω ούτε καν στον εαυτό μου. Μ’ εκείνη την ερώτησή της ένα άγχος άρχισε να δημιουργείται μέσα μου, καθώς συνειδητοποίησα ότι είχα φύγει, πλέον. Είχα φύγει για τα καλά, είχα εγκαταλείψει τις σπουδές μου και τους δικούς μου και την ζωή που είχα –ή που δεν είχα, για να είμαι ακριβής- σ’ εκείνη την πόλη και είχα φύγει. Ηρέμησα στην σκέψη ότι ήταν νωρίς ακόμη και μπορούσα να επιστρέψω αν το ήθελα.
«Μην το ψάχνεις», της είπα, «δεν έχει σημασία».
«Αν θες θα μπορούσα να σου δείξω λίγο τα κατατόπια μέχρι να συνηθίσεις στο χωριό… Ίσως και να σου γνωρίσω μερικούς ανθρώπους, έτσι, για να κάνεις μια καλή αρχή».
«Ευχαριστώ, αλλά… ας περιοριστούμε στο να μου δείξεις τα κατατόπια».
«Σε ένα τόσο μικρό μέρος πρέπει να έχεις γνωστούς», μου είπε, «δεν κάνει καλό να μην συμμετέχεις στα δρώμενα».
Το είχα σκεφτεί ήδη αυτό.
«Θα δω τι θα κάνω», της είπα. «Πότε φτάνουμε, ξέρεις;»
«Σε τρία τέταρτα περίπου θα είμαστε εκεί», μου απάντησε.
Το τρένο κάποια στιγμή σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα την Ιωάννα. Μετά κοίταξα γύρω μου και έξω απ’ το παράθυρο. Είχαμε φτάσει στο σταθμό του χωριού. Μια πινακίδα έγραφε το όνομα. Παρεκκλήσι. Η Ιωάννα μου χαμογέλασε.
«Εδώ είμαστε», μου είπε και σηκώθηκε για να πιάσει την τσάντα και την βαλίτσα της.
Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν κατέβει σε προηγούμενες στάσεις. Ο τύπος που βρωμούσε σκόρδο ήταν ακόμη στο τρένο, πράγματι θα κατέβαινε στο Παρεκκλήσι.
Όταν κατεβήκαμε από το τρένο, το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν κρύος αέρας. Γύρω από τον σταθμό υπήρχαν ψηλά δέντρα, και κάποια από τα πεσμένα φύλλα τους αιωρήθηκαν ανάμεσά μας λόγω του ανέμου. Στάλες βροχής έφτασαν στο πρόσωπό μου. Στα γυαλιά μου, και στα χείλια μου επίσης. Περπάτησα κοντά της, αφού εκείνη μου έδωσε κατά κάποιο τρόπο την άδεια να το κάνω περιμένοντάς με να κατέβω από το τρένο. Της ζήτησα να βγάλει τα γυαλιά της.
«Γιατί;» Με ρώτησε.
Τα φρύδια της τώρα είχαν υψωθεί. Τα χείλια της είχαν μετατραπεί σε μια μικρή γραμμή στο πρόσωπό της. Όλα αυτά έμοιαζαν για εμένα με χαρακτηριστικά της κομψότητάς της. Κάποτε θα δεχόμουν ένα τέτοιο ύφος ως ένδειξη υπεροψίας, και ίσως να είχε και κάτι τέτοιο μέσα του. Αλλά εκείνη τη στιγμή έδωσα μια τελείως διαφορετική ερμηνεία. Ήταν μια μορφή άμυνας εκείνη η έκφραση στο πρόσωπό της. Για κάποιο λόγο της άρεσε να φοράει γυαλιά ηλίου ακόμη κι όταν έβρεχε, και η ερώτησή μου είχε συγκρουστεί με την παράξενη για εμένα συνήθειά της. Και τώρα εκείνη μου έδινε ένα τέτοιο βλέμμα. Γιατί, με είχε ρωτήσει, και τώρα έπρεπε να της απαντήσω.
«Για να σε βλέπω», της είπα. «Δεν μπορώ να σε δω έτσι. Θέλω να βλέπω με ποιον μιλάω».
Περπάτησε μερικά βήματα πιο μπροστά από εμένα χωρίς να βγάλει προς το παρόν τα γυαλιά της. Τόλμησα να υποθέσω ότι είχε χαμογελάσει με την απάντησή μου, αφού δεν ήθελα να σκεφτώ κάτι χειρότερο από αυτό. Τελικά έκανε όπως της ζήτησα και έβγαλε τα γυαλιά. Τα έβαλε στη θήκη τους και μέσα στην τσάντα της.
Περάσαμε από το πλάι του σταθμού και καταλήξαμε σε έναν πλατύ δρόμο.
«Εδώ είναι ο κεντρικός δρόμος», μου είπε. «Μπορείς να βρεις διάφορα καταστήματα».
Της ζήτησα να μου δείξει για αρχή κάποιο ξενοδοχείο, ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσα να μείνω για μία ή δύο νύχτες… ή τουλάχιστον για όσο θα χρειαζόταν και όσο θα είχα χρήματα.
«Συγνώμη αν είμαι πρόβλημα», της είπα. «Καλύτερα πήγαινε να δεις τους δικούς σου, θα δω τι θα κάνω. Θα ρωτήσω κάποιον για ένα ξενοδοχείο».
«Μπορώ να σου δείξω εγώ αν θες», μου είπε. «Δεν είναι πρόβλημα για μένα. Έλα, έχει ένα εδώ κοντά».
Συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, κι ύστερα περάσαμε απέναντι και στρίψαμε αριστερά. Το χωριό ήταν αρκετά μεγάλο… δεν ήταν ό,τι εγώ θεωρούσα χωριό μέχρι τότε… δεν έμοιαζε με τα χωριά του τόπου καταγωγής μου, ήταν πολύ περισσότερο όμορφο και ήταν εμφανές ότι κάποιοι φρόντιζαν γι’ αυτό. Ήταν μια τουριστική περιοχή, και έρρεε χρήμα, βέβαια. Περνούσαν πολλοί τουρίστες από εδώ, άλλωστε. Στις πλαγιές του βουνού μπορούσα να δω μεγάλες κατοικίες ανάμεσα στα δέντρα.
Σταθήκαμε μπροστά σε ένα όμορφο κτίριο με γρασίδι και τριανταφυλλιές στην αυλή.
«Εδώ είναι», μου είπε.
Την ευχαρίστησα, κι εκείνη χαμογέλασε. Μετά την χαιρέτησα και περπάτησα προς το ξενοδοχείο ενώ εκείνη κατευθυνόταν ήδη προς την οικογένειά της.Ήταν απόγευμα. Είχα σκεφτεί να δοκιμάσω ένα γεύμα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, αλλά λυπήθηκα τα χρήματά μου. Ανέβηκα, λοιπόν, στο δωμάτιό μου. Δεν σκόπευα να μείνω για πολύ στο ξενοδοχείο, γι’ αυτό και δεν τακτοποίησα τα πράγματά μου στην ντουλάπα. Μόνο ακούμπησα την τσάντα μου δίπλα στο κρεβάτι και το λάπτοπ στο γραφείο.
Το δωμάτιο ήταν όμορφο. Ήταν κάπως σκοτεινό, αλλά με έναν ζεστό, φιλικό τρόπο. Οι λευκές κουρτίνες ήταν κάπως βαριές, το ύφασμά τους χοντρό, και λίγο φως περνούσε μέσα. Εξάλλου και έξω ήταν σκοτεινά. Τράβηξα λίγο την άκρη της κουρτίνας και κοίταξα τα σύννεφα. Μπορούσα να δω διάφορα χαμηλά σπίτια, καθώς και τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Σε ένα από τα μικρά καταστήματα υπήρχε φως, ενώ καπνός έβγαινε από την καμινάδα του μικρού κτιρίου.
Ξάπλωσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Το συνήθιζα αυτό τα απογεύματα… να κοιμάμαι, δηλαδή. Με βοηθούσε να καθαρίσω το μυαλό μου, να πετάξω τις άχρηστες σκέψεις και να ξυπνήσω σαν ένας άλλος άνθρωπος. Τα απογεύματα συνήθως έβλεπα όνειρα. Όχι μόνο τα έβλεπα, αλλά τα θυμόμουν κιόλας. Είχα δει τα πιο παράξενα πράγματα στον ύπνο μου. Καθώς έκλεισα τα μάτια μου εκείνη την στιγμή, δεν ήξερα ότι επρόκειτο να δω κάτι που θα σφράγιζε τη διαμονή μου στο Παρεκκλήσι. Μερικές φορές μπορούσα να ακούσω τον άνεμο απ’ έξω. Είχε αγριέψει τώρα, και είχε εντείνει την ανησυχία του ύπνου μου.
Είδα τον εαυτό μου στην οροφή ενός κτιρίου. Στεκόμουν εκεί πάνω ολόγυμνος, ενώ μια καταιγίδα είχε μόλις ξεσπάσει. Ο ουρανός είχε μπλε και μοβ χρώματα πάνω του, ενώ τα σύννεφά του έμοιαζαν αλλού μαύρα κι αλλού γκρίζα. Έκανε κρύο, κι εγώ σήκωσα τα χέρια στο ύψος των ώμων μου, αφήνοντας έτσι ολόκληρο το σώμα μου να παγώσει. Η ζωή μου πέφτει, σκέφτηκα. Ή τουλάχιστον αυτό είναι που θυμάμαι. Δεν ήξερα τι σήμαινε, ούτε και τώρα είμαι σίγουρος. Κι αφού άκουσα μέσα στο κεφάλι μου αυτές τις λέξεις άνοιξα τα μάτια μου.
Η διάθεσή μου ήταν πολύ άσχημη εκείνη την στιγμή, νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει, κι εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να δω λίγο φως. Σηκώθηκα και τράβηξα την κουρτίνα. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν η μόνη αλλαγή που είχα παρατηρήσει σε σχέση με πριν.
Κάθισα στο γραφείο. Ήταν μια από τις λίγες φορές που ήθελα να ξυπνήσω την επόμενη μέρα και να δω το φως του ήλιου στο παράθυρο. Ένα κομμάτι του εαυτού μου, αυτό που ήταν ικανό να δημιουργήσει, μπορούσε κάποιες φορές να γίνει πολύ επικίνδυνο. Αυτό ήταν το θέμα. Είχα κάνει μια επιλογή. Με την επιλογή αυτή είχα αποφασίσει να διαγράψω την παλιά μου ζωή και να αρχίσω μια καινούρια, κάτι που είχε ρίσκο μέσα του. Τεράστιο ρίσκο, καταπώς φάνηκε εκείνο το απόγευμα.
Φοβόμουν. Αυτή την ερμηνεία έδωσα σ’ εκείνο το όνειρο. Φοβόμουν την καινούρια μου ζωή και την διεκδίκηση της ανεξαρτησίας μου, φοβόμουν την αλλαγή. Πόσες φορές μέσα στο τρένο είχα αναρωτηθεί αν ήταν ένα τεράστιο λάθος αυτό που είχα κάνει;
Έπρεπε να βγω από εκείνο το δωμάτιο. Ποτέ δεν ένιωθα άνετα μέσα σε ένα ξενοδοχείο. Τουλάχιστον όχι την πρώτη μέρα, όχι μέχρι να αρχίσω να συνηθίζω στον χώρο.
Έψαξα πολύ βαθιά μέσα μου για να βρω τι έφταιγε για τις κρίσεις άγχους που εμφανίζονταν σχεδόν κάθε μέρα της ζωής μου. Έψαξα τόσο βαθιά που άρχισα να φτιάχνω ολόκληρες θεωρίες. Μία από αυτές έλεγε ότι το μυαλό μου είχε «μάθει» να έρχεται σε μία κατάσταση η οποία μου προκαλούσε το πρόβλημα του άγχους. Συνέβαινε κάθε απόγευμα, σχεδόν κάθε μέρα, κάνοντας την ζωή μου τόσο δύσκολη, που μερικές φορές ευχόμουν να μην την ζούσα άλλο πια. Κι έτσι είχα αρχίσει να παίρνω μια γεύση του τι σημαίνει να ζεις ένα κάποιο μαρτύριο κάθε μέρα… να περιμένεις πότε θα έρθει αυτό το μαρτύριο, και όσο εσύ το περιμένεις, άλλο τόσο εκείνο να έρχεται. Έδωσα μια αγγλική ονομασία στο πρόβλημά μου. Το αποκάλεσα «state of mind». Ήταν μια κατάσταση από την οποία έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεφύγω, αν και αναρωτιόμουν αν αυτό θα έβαζε εμπόδια στην δημιουργικότητά μου.
Δεν ήταν το ίδιο, όμως. Δεν ήταν μια δυσκολία η οποία με ωθούσε στο γράψιμο. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι ήταν κάτι που με οδηγούσε στο να μπλοκάρω εντελώς, έτσι ώστε να μην μπορώ να γράψω τίποτα. Έπρεπε απλά να σταματήσει.
Εκείνο το απόγευμα βγήκα έξω και περπάτησα στο χωριό. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, και σύντομα άρχισα να τρομάζω. Το μυαλό μου ταξίδεψε σε διάφορες ιστορίες τρόμου που διάβαζα όταν ήμουν μικρός, και σε ακόμη περισσότερες που είχα δει στην τηλεόραση. Αναρωτήθηκα πού να βρισκόταν η Ιωάννα εκείνη την στιγμή. Παρέα με συγγενείς, μάλλον. Συγγενείς που είχε πολύ καιρό να δει. Αργότερα που θα πηδιόμασταν, θα σκεφτόμουν για άλλη μια φορά πόσο πιο αθώες ήταν οι ψυχές των γυναικών που γνώρισα στην ζωή μου. Πόσο πιο αθώες από τη δική μου, εννοώ. Και το λέω αυτό επειδή εγώ πάντα ήμουν μόνος, την στιγμή που εκείνες ήταν χαρούμενες, παρέα με τους ανθρώπους τους, κι εγώ δεν ήμουν παρά κάτι που έπρεπε να αφήσουν πίσω τους, να ξεχάσουν, κάτι που ενδεχομένως τις είχε πληγώσει.
Η Ιωάννα ήταν μια καλή περίπτωση. Έτσι είχα μάθει να διαχωρίζω τις γυναίκες, σε κατηγορίες. Στις καλές περιπτώσεις, και σε αυτές που ήταν πουτανίτσες. Η μόνη που ξέφευγε από αυτές τις δύο κατηγορίες ήταν η Χριστίνα. Εκείνη ήταν απλά η Χριστίνα, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, δεν είχε καμιά σχέση με οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο. Είχε υπάρξει για εμένα κάτι το ιδιαίτερο, και ήθελα να συνεχίσει να είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο στη ζωή μου, -κι αν όχι στη ζωή μου τότε τουλάχιστον στις αναμνήσεις μου- το οποίο θα αποτελούσε μια γερή βάση για να μπορώ να συνεχίζω παρά τις δυσκολίες.
Η μοναξιά ήταν πηγή ζωής για εμένα, αυτό το είχα καταλάβει σχετικά νωρίς. Αλλά όταν η ρουφιάνα είχε τις μαύρες της, με κατέτρωγε σπέρνοντας τον πανικό μέσα μου. Το νέο όπλο εναντίον της ήταν η Ιωάννα. Την είχα παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή, και εκείνη η ανόητη, παιδική φωνή μέσα μου είχε πει αυτή θα γίνει γκόμενά μου. Η μόνη διαφορά με όλες τις άλλες φορές που μου είχε μιλήσει αυτή η φωνή, ήταν ότι τώρα είχε δίκιο.
Όλες τις επόμενες μέρες την παρατηρούσα καθώς περπατούσαμε μαζί στο χωριό. Μου θύμιζε κάποιες παλιές συμμαθήτριες από το λύκειο, τις οποίες ήθελα επιεικώς να γαμήσω. Είχε σφιχτό κώλο και αρκετά καλό στήθος, ήταν όμορφη, και είχε καστανά μαλλιά όπως σας είπα, τα χείλια της έμοιαζαν πολύ απαλά και ήθελα από την πρώτη στιγμή να τα φιλήσω, ενώ οι γραμμές του σώματός της ήταν απλά κάτι το μαγικό. Φυσικά, εκείνες τις παλιές συμμαθήτριες ποτέ δεν τις γάμησα. Άλλη μια διαφορά που είχε η σχέση μου με την Ιωάννα με το παρελθόν μου.
Θυμάμαι όταν είχαμε καθίσει σ’ εκείνο το μπαρ, στο χωριό, και υπήρχαν κι άλλοι εκεί γύρω, αλλά απλά δεν τους δίναμε σημασία. Ο μπάρμαν ήταν παλιός συμμαθητής της Ιωάννας και της την έπεφτε όποτε δεν εξυπηρετούσε πελάτες, κι εγώ απλά κρατούσα το στόμα μου κλειστό και απολάμβανα τον τρόπο με τον οποίο μπλόκαρε κάθε του κίνηση, ενώ παράλληλα έστρεφε την προσοχή της προς εμένα. Δεν αγχώθηκα καθόλου, δεν φοβόμουν ότι θα την έχανα, εκείνη τη βραδιά, εξάλλου, δεν με ένοιαζε και τόσο πολύ.
Με ρώτησε πώς μου φάνηκε το χωριό. Της είπα ότι ήταν εντάξει, ότι ήταν πραγματικά όμορφο, και ότι θα δοκίμαζα να μείνω παραπάνω.
«Πώς θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι θα ήθελα να δοκιμάσω να φτιάξω τη ζωή μου εδώ;» Την ρώτησα.
«Αυτό για μένα θα σήμαινε ότι θα μπορούσαμε να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί», είπε.
«Ναι, νομίζω ότι θα μπορούσαμε», της είπα εγώ. Και το εννοούσα.
«Κοιτάς όλο το μπουφάν σου», μου είπε. «Είπαμε, είναι ακριβό, αλλά όχι κι έτσι».
Το μπουφάν ήταν από καφέ δέρμα, και το είχα αγοράσει από το Παρεκκλήσι, παρέα με την Ιωάννα. Ήταν όντως ακριβό, είχα βρει τότε ήδη δουλειά στο μοναδικό βιβλιοπωλείο του χωριού, και έπαιρνα μερικές εκατοντάδες ευρώ. Νοίκιαζα και ένα μικρό δωμάτιο μέσα στο οποίο πολλές φορές μέναμε μαζί εγώ κι εκείνη, η Ιωάννα. Τότε ακόμα δεν είχαμε κάνει σεξ, αν και είχαμε κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι αρκετές νύχτες. Ένας θεός ξέρει πώς είχα κρατηθεί και δεν της είχα βάλει χέρι…
Φύγαμε από το μπαρ πιο αργά, το βράδυ. Έξω ο αέρας είχε κοπάσει, αλλά μερικές στάλες βροχής έπεφταν ακόμα κάθε τόσο. Εκείνη με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε κοντά της. Περπατήσαμε προς μια παιδική χαρά που βρισκόταν πιο δίπλα από το μπαρ, ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και για λίγο δεν είπαμε τίποτα. Εγώ στηρίχτηκα στη ράχη του καθίσματος και την κοίταξα.
Με ρώτησε τι σκεφτόμουν. Την ρώτησα αν θα ήθελε να κάνουμε έρωτα. Χαμογέλασε μόλις της το είπα, και κοίταξε κάτω, μετά με κοίταξε στα μάτια. Υπέθεσα ότι το έκανε αυτό επειδή ήθελε να καταλάβει αν το εννοούσα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, τώρα ήμουν σίγουρος ότι το ήξερε. Το εννοούσα.
Έγειρε προς το μέρος μου κι εγώ την αγκάλιασα και της είπα ότι την ήθελα και την φίλησα, και σχεδόν θα το κάναμε εκεί, μέσα στο κρύο, αλλά εκείνη χρησιμοποίησε λίγη λογική παραπάνω από εμένα και μου είπε να πάμε στο δωμάτιο που νοίκιαζα. Την άκουσα, και πήγαμε, κι εκεί βρεθήκαμε στο κρεβάτι και βουλώσαμε και οι δύο το στόμα της όποιας λογικής μας είχε απομείνει. Ήταν λες και ήμουν φτιαγμένος, δεν σκεφτόμουν κάτι, μόνο ένιωθα το ζεστό σώμα της πάνω στο δικό μου, και δεν είμαι σίγουρος πλέον αν υπάρχει σημείο εκείνου του σώματος που μέχρι τέλους να μην πέρασα από πάνω του με κάποιο τρόπο. Και θα έλεγα ότι το ίδιο ισχύει και για εκείνην.
Νομίζω ότι και οι δύο σκεφτήκαμε ότι το κάναμε χωρίς κάποια προφύλαξη, αλλά δεν μας ένοιαζε και τόσο. Ή τουλάχιστον δεν μας ένοιαζε αρκετά. Σίγουρα, πάντως, όχι όσο θα έπρεπε. Και λέω ότι το σκεφτήκαμε και οι δύο επειδή πραγματικά την επόμενη μέρα μου πέρασε από το μυαλό ότι εκείνες τις στιγμές σκεφτόμασταν περισσότερο σαν ένα, παρά σαν δύο ξεχωριστοί άνθρωποι.
Στο τέλος με κράτησε στην αγκαλιά της, ξαπλωμένο ακριβώς πάνω στο στήθος της, όπου με πήρε ο ύπνος, ενώ την ένιωθα να αναπνέει ήρεμα.Την επόμενη διαπίστωσα ότι είχα δίκαιο. Πράγματι, και οι δύο είχαμε σκεφτεί το γεγονός ότι είχαμε κάνει έρωτα χωρίς να πάρουμε τις ανάλογες προφυλάξεις. Μου το είπε αμέσως μόλις ξύπνησε.
Άνοιξε τα μάτια της λίγη ώρα μετά από εμένα. Της ζήτησα συγνώμη αν την ξύπνησα, κι εκείνη με αγκάλιασε. Αναρωτήθηκα τι είχε αγαπήσει στο σώμα μου. Δεν ήταν και τόσο άσχημο, αλλά είχα παχύνει τον τελευταίο καιρό. Μετά σκέφτηκα ότι ίσως να μην ήταν το σώμα μου αυτό που είχε αγαπήσει.
Μου είπε ότι το κάναμε χωρίς προφυλακτικό.
«Το ξέρω», της είπα. «Το σκέφτηκα κι εγώ χθες».
«Γιατί δεν είπες τίποτα;» Με ρώτησε.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να διακόψω αυτό που επρόκειτο να γίνει για να πεταχτώ μέχρι τον Ανέστη και να αγοράσω προφυλακτικά».
Ο Ανέστης ήταν ο ένας εκ των δύο φαρμακοποιών του χωριού.
Όταν της το είπα αυτό, γέλασε.
«Κι αν έχουμε κανένα ατύχημα τώρα…;» Μου είπε.
«Δεν θα έχουμε. Εκτός κι αν υπήρχε περίπτωση να κολλήσουμε τίποτα ο ένας τον άλλον…»
«Σταμάτα ρε!» Μου είπε και χτύπησε το χέρι της στο στήθος μου. «Τίποτα δεν θα γίνει, θα το δεις!»
Όντως, το είδα αργότερα. Τίποτα δεν έγινε, τίποτα δεν είχε πάει στραβά, και ήταν απλά μια νύχτα με μια πανέμορφη γυναίκα αυτή που είχα περάσει τότε. Και δεν ήταν η μόνη νύχτα που περάσαμε μαζί. Ήρθαν κι άλλες αργότερα, κατά τις οποίες είχαμε χρησιμοποιήσει προφύλαξη, αλλά η αλήθεια είναι ότι καμία δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη την πρώτη φορά που είχαμε οι δυο μας. Όταν αργότερα της το είπα αυτό, έδειξε να αγχώνεται, αν και συμφώνησε, για να πω την αλήθεια.
Ύστερα την είδα να σηκώνεται όρθια και να περπατάει μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχα παρατηρήσει έτσι το σώμα της πριν. Ήταν ολόγυμνη, και ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει σε όλη μου την ζωή. Το μόνο αρνητικό ήταν ότι εκείνη την στιγμή ήρθε στην σκέψη μου η Χριστίνα, και κατά έναν τρόπο αυτό με γέμισε θλίψη.
«Τι έχεις;» Με ρώτησε.
«Τίποτα», της είπα.
«Κάτι σκέφτεσαι…»
Ξάπλωσε ξανά, κι ενώ εγώ είχα γυρίσει στο πλάι, εκείνη έβαλε το χέρι της γύρω μου και έπιασε το πέος μου. Γέλασε λίγο.
«Έχει αρχίσει να σηκώνεται πάλι…» Μου είπε.
«Έτσι όπως τριγυρνάς εδώ μέσα τι θες να κάνει;» Την ρώτησα.
Σε λίγο μου πρόσφερε το στόμα της.Το θέμα με την Ιωάννα ήταν κυρίως το σεξ, τώρα που το σκέφτομαι. Η επιθυμία και των δυο μας για αυτό ήταν πολύ δυνατή, και το ξέραμε. Υπήρχε και μια αίσθηση αγνής αγάπης και σεβασμού, αυτό είναι σίγουρο, αλλά το νούμερο ένα θέμα μας ήταν ο τρόπος που πηδιόμασταν. Κι εκείνη δεν έμενε απλώς εκεί, αλλά ήθελε να δοκιμάζουμε διαρκώς καινούρια πράγματα. Πράγματα τα οποία πολλές φορές αρνήθηκα να κάνω για εκείνην.
Μια μέρα μου είπε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου, και ότι με αγαπούσε. Την αγκάλιασα ξανά, χάιδεψα τα μαλλιά της και θυμήθηκα ξανά την Χριστίνα. Ένιωσα ότι ήθελα να απομακρυνθώ από την Ιωάννα, αλλά δεν το έκανα. Λειτούργησα αντίθετα, κρατώντας την στα χέρια μου ακόμη πιο σφιχτά, σαν από αντίδραση. Έπρεπε να καταλάβω ότι η Χριστίνα ήταν κάτι που είχε τελειώσει. Είχε αποφασίσει να μείνει με τον «κατά πολύ μεγαλύτερο» φίλο της, και προφανώς ήταν εντάξει με αυτή της την απόφαση. Το ότι εγώ στην αρχή πίστευα ότι έτσι θα έθαβε τη ζωή της δεν ήταν παρά μια δική μου ιδέα, η οποία πήγαζε από την επιθυμία μου να είμαι μαζί της. Ενδεχομένως… να ζήσω κάποτε μαζί της. Φαίνεται πως δεν είχαμε δώσει την ίδια σημασία ο ένας στον άλλον, αφού εκείνη ζύγιζε στη δική μου ζυγαριά πολύ περισσότερο απ’ όσο ζύγιζα εγώ στην δική της. Ή τουλάχιστον αυτό καταλάβαινα τότε.
Και τώρα είχα ένα ερωτικό όνειρο μπροστά στα μάτια μου, να γίνεται πραγματικότητα. Την Ιωάννα, μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχα δει ποτέ μου. Την Ιωάννα που ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Ήμουν κι εγώ μαζί της, όπως σας είπα, από εκείνη τη στιγμή που είχαμε μιλήσει οι δυο μας στο τρένο για το Παρεκκλήσι. Το φάντασμα της Χριστίνας ήταν κάτι που αργά ή γρήγορα θα έφευγε, κι εγώ έπρεπε να σκεφτώ το καλό μου, αλλά και το καλό της Ιωάννας και της σχέσης μας. Εκείνο το φάντασμα έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει.