Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Άνθρωποι στο Σκοτάδι- ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Εκείνα τα δέντρα πάντα με έκαναν να μελαγχολώ. Εννοώ εκείνο το όμορφο είδος μελαγχολίας που με ωθεί στο γράψιμο, εκείνο το αίσθημα δημιουργικής μελαγχολίας που πολλές φορές έχει δώσει νόημα στις μέρες μου, αλλά και στην ζωή μου ολόκληρη. Το γράψιμο είναι ζωή! Το γράψιμο έρχεται τις δύσκολες στιγμές, και σου δίνει ζωή, σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις.
Οδήγησα στην άσφαλτο ανάμεσα από τα ψηλά έλατα. Ο δρόμος είχε στροφές, αλλά ήταν καλοφτιαγμένος, χωρίς λακκούβες και τρύπες για να πέσει μέσα το αυτοκίνητο. Έσκυψα μπροστά και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν ασημένιος και γκρίζος. Στάλες βροχής εμφανίστηκαν στο παρμπρίζ. Κι εγώ σε λίγο θα έφτανα στο Παρεκκλήσι.
Είχα ένα σπίτι εκεί από τότε που ήμουν παιδί. Μεγάλωσα στο Παρεκκλήσι και έχω καλή ιδέα για τον τόπο καταγωγής μου, γι’ αυτό και μου αρέσει να επιστρέφω μερικές φορές τον χρόνο. Συνήθως επέστρεφα τον Χειμώνα ή το Φθινόπωρο, όταν ο καιρός ήταν όπως εκείνη τη μέρα, λυπημένος δηλαδή. Κυνηγούσα το γράψιμο… το γράψιμο και τις καταιγίδες, τη θλίψη, τον πόνο, την στοργή και την αγάπη… Όταν έπαψα να τα βρίσκω αυτά στις γυναίκες, επέστρεψα στο Παρεκκλήσι ως συγγραφέας, πλέον. Ένας συγγραφέας που είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, αφού είχε παίξει τη ζωή του κορώνα γράμματα και είχε αποκοπεί οριστικά από τους δικούς του. Τι σημασία έχει αυτό, όμως; Όλα αυτά συνέβησαν χρόνια πριν. Τώρα πια βρισκόμουν σε ένα τελείως διαφορετικό στάδιο, σε ένα στάδιο από το οποίο η ευτυχία έφευγε μόνο για να επιστρέψει ξανά. Η βασική διαφορά με το παρελθόν ήταν ότι τώρα ήμουν σίγουρος πως η ευτυχία θα επέστρεφε κάθε φορά που θα με εγκατέλειπε.
Οι δικοί μου ήταν όλοι νεκροί μέχρι τότε. Το είχα μάθει από παλιούς οικογενειακούς φίλους, οι οποίοι είχαν κάνει τον κόπο να μου στείλουν μια ειδοποίηση για να επιστρέψω στο Παρεκκλήσι για την κηδεία της μητέρας μου, του τελευταίου συγγενή που μου είχε απομείνει. Όσο ζούσαν δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Όπως είπα, προκειμένου να κυνηγήσω την ζωή που πίστευα ότι μου άξιζε, είχα αναγκαστεί να τους αφήσω πίσω μου. Αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η οριστική ρήξη μαζί τους μέσα μου, στην ψυχολογία μου, το να πάρω μια απόφαση αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μου και να την τηρήσω, πρόθυμος να πληρώσω το τίμημα, πιστεύοντας σε κάτι, στην υπόσχεση που ο εαυτός μου και οι ικανότητές μου μού έδιναν για το μέλλον… Πρώτα έπρεπε να σκεφτώ αν η υπόσχεση της πραγματοποίησης των ονείρων μου άξιζε αρκετά ώστε αν δεν τα καταφέρω (ή ακόμη και αν τα καταφέρω) να πληρώσω το ανάλογο τίμημα, όποιο κι αν ήταν αυτό. Αφού το σκέφτηκα, έπρεπε να αποφασίσω. Θα κυνηγούσα τα όνειρά μου, τους στόχους μου, θα έκανα ό,τι μου έλεγαν εκείνοι να κάνω, προκειμένου να ζήσω μια μίζερη και δυστυχισμένη ζωή μέσα στην ασφάλεια, ή θα εξακολουθούσα να μην κάνω τίποτα από τα δύο, να μένω μετέωρος και αδρανής; Ε λοιπόν φαίνεται ότι για μια φορά στη ζωή μου πήρα την σωστή απόφαση.
Το σπίτι είναι ένα χάλι. Δεν ξέρω γιατί έκανα αυτή την σκέψη μόλις μπήκα στην αυλή. Νομίζω ότι ήταν μια σκέψη που είχα κάνει και παλιότερα, ίσως την πρώτη φορά που είχα έρθει μετά από χρόνια. Είχα φροντίσει να το επισκευάσω, και για να πω την αλήθεια, δεν έδειξα κανένα συναισθηματισμό σε σχέση με το πατρικό μου. Ολόκληρα κομμάτια του κατεδαφίστηκαν, και προστέθηκαν άλλα, καινούρια, συν κάποια καινούρια δωμάτια, πέρα από αυτό που θα τολμούσα τώρα να αποκαλέσω αναπαλαίωση. Γιατί περί αυτού επρόκειτο, περί αναπαλαίωσης.
Έκλεισα την καγκελόπορτα και ύστερα οδήγησα το αυτοκίνητο κάτω από το υπόστεγο στο βάθος, στην πίσω αυλή, δίπλα από το σπίτι. Πήρα την τσάντα μου και την τσάντα του λάπτοπ και περπάτησα προς την είσοδο του κτιρίου. Πόρτα ασφαλείας. Ναι, βέβαια, δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν ήθελα να κάνω αλλιώς, και είχα τα λεφτά για να κάνω έτσι. Οπότε ναι, πόρτα ασφαλείας. Εξάλλου, αν σκεφτεί κανείς ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου έλειπα, τότε ίσως να καταλάβει τον λόγο που φρόντιζα όλα να είναι κλειστά και προστατευμένα. Πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου, στράφηκα προς τον κήπο. Όλα είχαν μαραθεί. Έπρεπε να πληρώσω κάποιον από το χωριό για να κάνει μερικές διορθώσεις εκεί πέρα…
Έκλεισα την πόρτα.
Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη τη μέρα. Μάλλον φταίει το ότι ένιωθα πολύ μόνος. Ναι, είμαι σίγουρος ότι ήταν η μοναξιά που με οδήγησε στο να ψάξω τις παλιές φωτογραφίες της οικογένειάς μου. Θυμόμουν ότι κάποτε τις είχα «τακτοποιήσει» κάπου, αλλά δεν θυμόμουν πού ακριβώς. Στο υπνοδωμάτιό μου, ψηλά, δίπλα στη ντουλάπα, υπήρχε το πατάρι. Μια τετράγωνη πόρτα δήλωνε ότι εκεί βρισκόταν το πατάρι. Ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τις έχω βάλει πουθενά αλλού, το ήξερα αυτό, και όταν έψαξα στα υπόλοιπα υπνοδωμάτια ένιωσα ακόμη πιο σίγουρος.
Από το υπόγειο έπιασα την παλιά, μεταλλική σκάλα και τη μετέφερα στο υπνοδωμάτιό μου. Ανέβηκα και άνοιξα την τετράγωνη πόρτα. Υπήρχαν διάφορες σακούλες και κουτιά εκεί μέσα, από τα οποία αναγνώρισα μόνο το καφετί κουτί στα δεξιά του χώρου, μια παλιά συσκευασία παπουτσιών. Εκεί βρίσκονταν, ναι, ήμουν σίγουρος.
Ακούμπησα το κουτί στο κρεβάτι και το άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί, μια μπιζουτιέρα ή κάτι τέτοιο. Το κράτησα στα χέρια μου και το άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα κολιέ, το οποίο αναγνώρισα αμέσως. Ήταν της μητέρας μου. Την θυμάμαι να το φοράει όταν ήμουν πολύ μικρός. Ένιωσα περίεργα που ακουμπούσα κάτι που ανήκε σε έναν νεκρό άνθρωπο… Όχι ότι δεν μου είχε συμβεί ξανά, αλλά πάντα με γέμιζε μ’ εκείνη την αίσθηση νοσταλγίας, θλίψης και απογοήτευσης. Και μοναξιάς επίσης. Το έβαλα ξανά μέσα στο κουτί και το έκανα πέρα. Στον πάτο είδα δύο φωτογραφίες. Αυτό είναι όλο; Σκέφτηκα. Πού είναι οι υπόλοιπες; Θεέ μου… Τις έχασα για τα καλά, έτσι δεν είναι;
Έτσι ήταν. Και ακόμα δεν τις έχω βρει. Αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό… Για ποιο λόγο θα έδειχνα τέτοια αδιαφορία για ένα οικογενειακό κειμήλιο, αν μπορώ να ονομάσω έτσι εκείνες τις φωτογραφίες; Ήταν πράγματι απλή αδιαφορία, ή μήπως επέλεξα υποσυνείδητα να τις εξαφανίσω, να τις αφήσω να χαθούν; Ω, Θεέ μου… Ένιωθα τύψεις. Έπιασα τον εαυτό μου να κάθεται ολομόναχος στο κρεβάτι εκείνου του δωματίου του πατρικού μου σπιτιού, μέσα στο σκοτεινό, συννεφιασμένο πρωινό, και να νιώθει τύψεις. Τι απέγιναν οι δικοί μου; Ο πατέρας μου, η μητέρα μου… Η μαμά…; Πώς τους το έκανα αυτό; Πώς τους εγκατέλειψα έτσι τότε…;
Κατάφερα να κάνω αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου μόνο αφού έγινα πατέρας και μετά. Α, ναι, δεν σας το είπα αυτό. Είμαι ο πατέρας ενός γιου. Ενός νεκρού γιου, βέβαια, αλλά αυτό δεν παύει να με κάνει πατέρα. Περίεργο μου φαίνεται τώρα που το σκέφτομαι, το ότι καθώς έγραφα τις παραπάνω σειρές, ένιωσα για λίγο σαν το μόνο που υπήρχε στη ζωή μου να ήταν χαρά και ευτυχία. Ε, λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές το νιώθω αυτό με το γράψιμο. Είναι σαν να με παραπλανεί, σαν να με κοροϊδεύει. Με κάνει και νιώθω ευχάριστα, με κάνει ευτυχισμένο, με κάνει να ξεχνάω, να απομακρύνομαι από την αλήθεια... Πόσο καλό μπορεί να είναι αυτό; Και μετά συνειδητοποιώ ξανά ότι ναι, ο γιος μου πέθανε, και αυτή η αντίθεση της ευτυχίας και του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου με καταρρακώνει, με περιορίζει, με κάνει να νιώθω ασήμαντος και μικροσκοπικός και αδύναμος μόνο μέσα σε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου…
Το ότι εξασφάλισα οικονομικά την ζωή μου, δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματά μου, έτσι δεν είναι; Διάβασα κάπου ότι η ευτυχία έρχεται όταν δεν την περιμένεις, όταν δεν την αναζητάς. Τότε σε επισκέπτεται, τότε τη νιώθεις, και την στιγμή που θα την συνειδητοποιήσεις, εκείνη σε εγκαταλείπει… Είναι κάτι σαν μια εγωίστρια νεράιδα, έτσι την φαντάζομαι αυτή την στιγμή, η οποία θέλει να κρύβει ότι κάνει το καλό, λόγω του υπέρμετρου εγωισμού της. Κι αν την κυνηγήσεις, εκείνη κρύβεται κάπου παριστάνοντας τη μουτρωμένη, σαν πληγωμένο παιδί.
Η ευτυχία ήταν εδώ πριν λίγο εξαιτίας της συγγραφής, αλλά εγώ ακόμη έχω ένα νεκρό γιο, και ακόμη είμαι αυτός που παράτησε την οικογένειά του για τα πιστεύω του… Η κατάσταση είναι έτσι, για ποιο πράγμα μπορώ ή πρέπει να μετανιώσω; Μπορώ να κάνω μόνο αυτό που είμαι για να κάνω…
Μπορώ να γράψω.
Εντάξει, τους έλεγα ψέματα τότε. Και λοιπόν; Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Μήπως μου είχαν αφήσει και καμιά άλλη επιλογή; Με πίεζαν με κάθε τρόπο για να κάνω αυτό που ήθελαν εκείνοι να κάνω. Σκέφτονταν μόνο τους εαυτούς τους, τίποτα παραπάνω από αυτό, κι έτσι δεν μου άφησαν καμία άλλη επιλογή πέρα από να τους χρησιμοποιήσω για τους δικούς μου σκοπούς, να καταφέρω τα δικά μου όνειρα. Εκείνοι νόμιζαν ότι θα σπούδαζα, ενώ εγώ το μόνο που έκανα ήταν να φροντίζω την προσωπική μου ανάπτυξη. Διάβαζα μόνο όσα με ενδιέφεραν, μάθαινα ό,τι είχα ανάγκη και ό,τι επιθυμούσα να μάθω, δεν έκανα ποτέ τίποτα από όσα έπρεπε να κάνω, από όσα ήθελαν οι άλλοι να κάνω, αφού αυτό με οδηγούσε στην θλίψη και την απόγνωση. Από την στιγμή που είχα πάρει μια απόφαση, να γίνω ο άνθρωπος που ήθελα μέσα μου από πάντα να γίνω, δεν έδωσα καμιά σημασία στις επιταγές της κοινωνίας. Ποτέ δεν σεβάστηκα την κοινωνία έτσι κι αλλιώς, γιατί πάντα ήμουν κάπου απομακρυσμένος από τους άλλους. Ήμουν συνήθως ικανός να βρίσκω την ηρεμία μου στη μοναξιά μου, και όχι επειδή φοβόμουν τους άλλους ή επειδή δεν μπορούσα να κάνω μαζί τους, αλλά επειδή στην παρέα των περισσότερων ανθρώπων δεν έβρισκα κάτι που να με ικανοποιεί. Αντιθέτως, με τον εαυτό μου, τις περισσότερες φορές, ένιωθα όλη την ειρήνη που είχα μέσα μου… Υπέφερα, βέβαια, κάποτε από μοναξιά, αλλά ακόμη και αυτό, δείχνει ότι κάτι δεν ήταν σωστό μέσα μου, και πώς θα μπορούσε να είναι, άραγε; Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα είχε εμφυτεύσει στο νου και την ψυχή μου το άγχος και τον φόβο, και μου είχε αφαιρέσει κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης. Μόνο πολύ αργότερα είχα καταφέρει να αποφασίσω ότι όλα αυτά θα τελείωναν αν εγώ το ήθελα πραγματικά, και αν έσπρωχνα την ζωή μου στον δρόμο που της άρμοζε, που της άξιζε. Η αποτυχία ήταν πάντα σαν σκέψη κάπου στο μυαλό μου, αλλά επέλεξα να μην εστιάσω εκεί. Επέλεξα να εστιάσω στην αγάπη μου για την τέχνη μου, το γράψιμο, και σε ό,τι θα αποκόμιζα κατά την διάρκεια της προσπάθειάς μου.
Τώρα σκέφτομαι ότι όλα αυτά λειτούργησαν ως ένα βαθμό, ότι η προσπάθεια ανταμείφθηκε, και ότι εγώ τα κατάφερα. Νομίζω, όμως, ότι η λέξη προσπάθεια δεν είναι η κατάλληλη. Δεν αποσκοπούσα σε κάτι, για να πω την αλήθεια. Η βασική μου ιδέα ήταν ότι «θέλω να φτάσω σε σημείο ώστε να ζω από το γράψιμο», αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να το κάνω με αγάπη, με πραγματική αγάπη, και μόνο όταν κατάφερα να αποκοπώ οριστικά από την ανάγκη για επιτυχία και αναγνώριση κατάφερα να αναπτυχθώ σαν συγγραφέας, να έρθω πιο κοντά σ’ αυτό που ήθελα, να «γίνω αυτός που ήμουν» από πάντα. Αν το έπαιξα κορώνα γράμματα με το μέλλον μου; Ναι, το έπαιξα, αλλά δεν εστίασα εκεί, όπως σας είπα. Δεν έβρισκα κανένα λόγο να καταπιέσω τον εαυτό μου για να επιτύχω κατά το ήμισυ σε μια ζωή που δεν θα είχε τίποτα να μου προσφέρει. Και λέω κατά το ήμισυ επειδή όταν κάποιος δεν αγαπάει αυτό που κάνει, τότε δεν το κάνει όσο καλύτερα θα μπορούσε να το κάνει, δεν το κάνει με αγάπη. Αν μη τι άλλο, από τότε που ήμουν νέος πίστευα ότι αυτό είναι από τα πολύ σοβαρά προβλήματα που έχει η εκπαίδευση αυτής της χώρας. Το ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί της δεν αγαπάνε πραγματικά την εκπαίδευση και την επαφή με τους μαθητές τους.
Επομένως ο καλύτερος τρόπος προσπάθειας, ήταν για εμένα να προσπαθήσω υποσυνείδητα. Ή ακόμη καλύτερα, να ζω ξεχωριστά κάθε στιγμή της συγγραφής, αλλά και ολόκληρης της ζωής μου, χωρίς να εστιάζω στον στόχο. Κάθε στιγμή ήταν ξεχωριστή, και το γεγονός ότι ζούσα ξεχωριστά την κάθε στιγμή μου πρόσφερε πολλά περισσότερα από όποια αναγνώριση και όποια χρηματική αμοιβή ήρθε αργότερα. Για να πω την αλήθεια σκέφτηκα να αρνηθώ τα δύο τελευταία όταν τελικά εκείνος ο υποτιθέμενος στόχος επιτεύχθηκε. Δεν ήθελα να διαφθείρω τον τρόπο σκέψης μου, δεν ήθελα να σπιλώσω το γράψιμό μου για το μέλλον… Είμαι φτιαγμένος για να είμαι ειλικρινής, για να λέω την αλήθεια μου με τις ιστορίες που γράφω, και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο για εμένα, οτιδήποτε άλλο θα με έκανε δυστυχισμένο, και από την στιγμή που άφησα πίσω μου τα εμπόδια που με βασάνιζαν, η ψυχή μου αφέθηκε ελεύθερη να ανθίσει στον κήπο της δημιουργίας…
Έτσι, είχα αρχίσει να βιώνω την ελευθερία μου πολύ πριν την επιτυχία. Η υλική επιτυχία ήρθε βασισμένη στους όρους της κοινωνίας και του πολιτισμού. Η πνευματική ελευθερία ήρθε από την άφεση των φόβων μου, και από το ότι άκουσα όσα είχε να μου πει η καρδιά μου. Πρώτα απελευθερώθηκα μέσα μου, και μετά βάσει των νόμων και των κανόνων που έθετε η περιορισμένη κοινωνία των ανθρώπων. Αν μη τι άλλο, ελευθερία ήταν για εμένα αυτή η υπέρβαση, η απομάκρυνση από την κοινωνία και τους ορισμούς και περιορισμούς της… η αυτοπραγμάτωση. Όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν.
Αγάπησα γυναίκες στην πορεία, αλλά κατέληξα με μία συγκεκριμένη. Γεωργία την έλεγαν, και ήταν ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που μου είχαν συμβεί ποτέ. Ξεκινήσαμε την σχέση μας κρατώντας αποστάσεις ο ένας από τον άλλον, αλλά με τον καιρό, καθώς γνωριζόμασταν, πλησιάζαμε όλο και περισσότερο. Καταλήξαμε να εμπιστευόμαστε ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν ήξερε κανείς για τους εαυτούς μας. Αυτό που μας ένωνε ήταν μια φιλία η οποία περιείχε αγάπη και έρωτα, αν αυτά τα δύο είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Ήταν παράξενο για εμένα το πώς δεν ήθελε να αποκοπεί από την παλιά της ζωή, από τις δυστυχίες της, για να είναι μαζί μου. Ξέραμε και οι δύο ότι την έκανα ευτυχισμένη, όπως ότι κι εκείνη έκανε εμένα ευτυχισμένο, αλλά υπήρχαν ανάμεσά μας τα εμπόδια που τοποθετούσε εκείνη και η ανόητη, μίζερη ζωή της.
Με την Γεωργία έκανα ένα παιδί, το οποίο παρέμεινε κοντά μας μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Αργότερα πέθανε, όταν στην κατασκήνωση που θα περνούσε το καλοκαίρι του, η αδύναμη καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει για πάντα. Έτσι χάσαμε τον γιο μας, αλλά και τις ζωές μας. Η Γεωργία κόντευε να τρελαθεί, και καταλάβαινα ότι δεν με ήθελε δίπλα της άλλο πια. Υπέθεσα ότι με κατηγορούσε, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Ίσως απλά να ήθελε να ξεχάσει ότι κάποτε είχε οικογένεια. Ίσως να ήθελε να ξεχάσει τον γιο μας, ή ίσως να πίστευε ότι δεν της άξιζε καμία οικογένεια, καμία ευτυχία, πλέον. Ποιος ξέρει; Δεν μου είπε ποτέ, και η τελευταία φορά που την είδα ήταν στην κηδεία, πριν από τρία χρόνια. Έκτοτε προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της, αλλά δεν την βρήκα πουθενά, και η μητέρα της δεν θα μου έλεγε πού βρισκόταν. Ήξερα ότι ήταν στους γονείς της, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, αλλά σεβάστηκα το γεγονός ότι δεν ήθελε να είναι κοντά μου, πια… όσο κι αν την αγαπούσα. Τι άλλο να έκανα; Να την ανάγκαζα να υποφέρει; Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Τώρα έχω χρόνια ολόκληρα να δω τη γυναίκα μου, και ποτέ δεν έλαβα κανένα κομμάτι χαρτί που να γράφει ότι εκείνη μου ζητάει διαζύγιο. Τόσο πολύ με είχε σιχαθεί, που ούτε καν γι’ αυτό δεν ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί μου… Είτε αυτό, είτε με αγαπούσε υπερβολικά πολύ για να το κάνει.
Κι αν έπαθε κάτι; Σκέφτηκα κάποτε. Αν δεν ήταν καλά; Αν χρειαζόταν τη βοήθειά μου; Αν την ήθελε πραγματικά, τότε θα την ζητούσε, και όπως σας είπα, τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Έγραψα πιο πάνω ότι έβρισκα την ηρεμία μου στη μοναξιά μου, αλλά τώρα υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να σας πω. Το τι βρίσκει κανείς στη μοναξιά του εξαρτάται από το ποιος είναι μέσα του. Από το τι έχει μέσα του, από το τι άνθρωπος είναι, καθώς και κατά πόσο εκτιμάει τον εαυτό του, ή κατά πόσο φοβάται. Έχω αλλάξει, πια. Αυτό είναι που προσπαθώ να πω. Έχω αλλάξει, και η μοναξιά μερικές φορές μετατρέπεται σε θάνατο, σε εχθρό. Δεν έχω το ίδιο φως μέσα μου, αυτό που περιέγραψα πριν, δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν όταν ήμουν νέος, και θα ήθελα πολύ να αλλάξει αυτό… Θα ήθελα να βρω ξανά το φως μου, το φως που κρύβω μέσα μου και εγώ, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος. Νομίζω ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσω τις απόψεις μου, λοιπόν…
Είναι εύκολο να το λέει κανείς. Είναι εξίσου δύσκολο να το κάνει. Πώς να αφήσω πίσω μου την Γεωργία; Πώς να αφήσω πίσω μου τον γιο μου, τον Αντώνη;
Τώρα σκέφτομαι ότι υπήρχαν γυναίκες μετά την Γεωργία. Ναι, υπήρχαν. Μικροί έρωτες, όχι αρκετά σημαντικοί, τους οποίους εγώ τελείωνα μέσα σε μία νύχτα, απλά και μόνο επειδή ένιωθα προδότης, σκεπτόμενος διαρκώς τη στιγμή που θα επέστρεφα στην αγκαλιά της γυναίκας μου… Κάθε τέλος ενός τέτοιου έρωτα σαν αυτούς που ανέφερα πιο πάνω συνοδευόταν από μια βαθιά μελαγχολία, πρώτα για τον ίδιο τον έρωτα που χάθηκε έτσι ασήμαντα, και ύστερα για τον αληθινά μεγάλο έρωτα… αυτόν που έτρεφα για τη γυναίκα μου, αυτόν που τρέφω ακόμα… αυτή την αγάπη…
Δεν ήξερα τι έψαχνα στο Παρεκκλήσι όταν επέστρεψα εκείνη τη μέρα. Τι με είχε κάνει να επιστρέψω; Δηλαδή… πάντα τέτοιο καιρό επέστρεφα, το Φθινόπωρο, αλλά ποτέ πριν δεν είχα ψάξει να βρω τις φωτογραφίες των δικών μου, ποτέ πριν δεν είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για ολόκληρη τη ζωή μου και τις επιλογές μου… Αρχίζω να πιστεύω ότι είχα περάσει τρία τυφλά χρόνια μετά τη διάλυση της οικογένειάς μου, και ίσως τώρα να είχε έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουν όλα. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να κοιτάζω τις αλλαγές μπροστά μου με αισιοδοξία, με τίποτα παραπάνω από αυτό… Αλλά όχι. Η μεγάλη και σημαντική αλλαγή πάντα προκαλεί φόβο στον κοινό θνητό, κι εγώ ήμουν οπωσδήποτε ένας κοινός θνητός, ποτέ δεν πίστεψα το αντίθετο, πάντα είχα σεβασμό μέσα μου απέναντι στο μεγαλείο του κόσμου και της ζωής… της φύσης, αν θέλετε. Ναι, ήμουν και είμαι ένας θνητός, αλλά ως κομμάτι της φύσης, ως κομμάτι του κόσμου, οι δυνατότητές μου ήταν και είναι μεγάλες. Αν μη τι άλλο, ο άνθρωπος αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ως κομμάτι της φύσης, πώς θα μπορούσα να κυλήσω στην απαισιοδοξία σκυλεύοντας αυτή την ιδέα; Πώς θα μπορούσα να υποτιμήσω την φύση και τα δημιουργήματά της, τον κόσμο ολόκληρο; Η φύση μας οδήγησε στο να γίνουμε αυτά τα δυνατά όντα που είμαστε σήμερα με το να μην μας αφήσει άλλη επιλογή, πέρα από αυτή της επιβίωσης ή της εξαφάνισης, και εμείς πολύ απλά επιβιώσαμε… Για κάποιο λόγο αυτή η ιδέα έμοιαζε στο μυαλό μου σαν πηγή –ή εστία- ενέργειας και αισιοδοξίας. Μπορούσα να αλλάξω τον εαυτό μου ξανά, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Μπορούσα να αλλάξω, και να βάλω το μυαλό μου σε τάξη με τέτοιο τρόπο, ώστε να είμαι ευτυχισμένος, να ζω μοναδικές, μικρές στιγμές ευτυχίας... Αν υπάρχει κάτι πραγματικά δυνατό στον άνθρωπο, αυτό είναι η δύναμη της σκέψης του. Η σκέψη, εκείνη η σκέψη που χτίζει την πραγματική θέληση, είναι ικανή να κάνει αυτό που στα μάτια όλων μοιάζει με θαύμα. Το ξέρω τώρα με απόλυτη σιγουριά, αφού το έχω καταφέρει ήδη μία φορά στην ζωή μου μέσω της συγγραφής. Απλά το ξέρω.
Δώστε μου τώρα λίγο χρόνο να χαμογελάσω και να νιώσω την όμορφη στιγμή της ικανοποίησης μετά από τις παραπάνω λέξεις…Άνοιξα τα μάτια μου μόνο για να νιώσω καλύτερα. Είχα δει κάποιο όνειρο, μήπως; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τι συνέβη μέσα μου κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένιωθα μια έντονη ανησυχία, η οποία μάλλον υποχώρησε σταδιακά από την στιγμή που ξύπνησα και μετά. Ήταν σαν το τσίμπημα ενός εντόμου. Πρώτα είναι ξαφνικό και έντονο, και μετά μένει μόνο ένας λιγότερο έντονος, αλλά διαρκής πόνος, κάτι σαν το τσίμπημα μιας μέλισσας.
Διαπίστωσα ότι ο «πόνος» έφυγε τελείως μόλις βρέθηκα καθιστός στο κρεβάτι, με τα πόδια μου στα πλακάκια του πατώματος. Έτριψα τα μάτια μου. Η διάθεσή μου δεν ήταν και τόσο καλή, έτσι θυμάμαι. Σηκώθηκα και περπάτησα προς την κουζίνα. Είχα βάλει στο ψυγείο δύο κρύα σάντουιτς που είχα φτιάξει για το ταξίδι, και τώρα σκόπευα να φάω τουλάχιστον το ένα. Τελικά έπιασα και τα δύο, ενώ σκεφτόμουν ότι έπρεπε να πάω για ψώνια τη στιγμή που τα καταστήματα θα άνοιγαν.
Κάθισα στο σαλόνι για να δω λίγη τηλεόραση, αν και δεν βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον. Στο τοπικό κανάλι πέτυχα μια ταινία στην οποία έπαιζε ένας γνωστός ηθοποιός, αλλά προτίμησα να μην την δω. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως προτιμούσα τα βιβλία, ενώ το μόνο που έκανα μπροστά στην τηλεόραση ήταν να αλλάζω διαρκώς κανάλια, ξανά και ξανά, λες και θα υπήρχε εκεί κάτι καινούριο να δω κάθε φορά. Ήταν μια μηχανική κίνηση που ικανοποιούσε τον εκνευρισμό μου και την περιέργειά μου και την ανυπομονησία μου, νομίζω, αν και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για όλα αυτά. Γενικότερα, εδώ και χρόνια δεν είχα βρει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα στην τηλεόραση, εκτός από ορισμένες εκπομπές που ίσως συναντούσα τυχαία. Ούτε καν οι ταινίες με μάγευαν τώρα πια, είχαν χάσει κι αυτές το χρώμα τους.
Για να δω μια ταινία θα πρέπει να έχει κάτι που να ταιριάζει σ’ εμένα εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Συνήθως, για να πω την αλήθεια, μου αρέσει οι ταινίες να έχουν αργούς ρυθμούς, να είναι κάπως μουντές, με καλή μουσική, με μπόλικο συναίσθημα, αλλά και κάπως δραματικές. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους στις ταινίες, όπως τους χαρακτήρες μιας ιστορίας, αλλά και τους ίδιους τους δημιουργούς του έργου…
Είχα πάντοτε θέμα με τους δημιουργούς. Είτε αυτός θα ήταν ένας μουσικός, είτε ένας συγγραφέας, είτε ένας σκηνοθέτης. Πάντοτε όταν έβλεπα ότι κάποιος είχε κάνει μια καλή δουλειά, ήθελα να μαθαίνω για αυτόν. Για την ζωή του και για το έργο του. Τελικά συνειδητοποίησα ότι κάθε φορά που μάθαινα για άλλους καλλιτέχνες απογοητευόμουν, γιατί κανείς δεν ήταν αυτό που περίμενα. Τι ακριβώς σήμαινε αυτό; Ότι κανείς δεν ήταν αυτό που ήθελα να γίνω, και από την στιγμή που το αντιλήφθηκα αυτό, αποδέχτηκα τον εαυτό μου. Αυτό ήταν ένα άλλο κομμάτι του να γίνω αυτός που ήμουν. Το να αποδεχτώ τον εαυτό μου και να τον εμπιστευτώ, να εμπιστευτώ τα όνειρά μου, τις ιδέες μου, τις σκέψεις μου… Όταν ξέρεις ότι πρέπει να αφήσεις πίσω την οικογένειά σου, μια οικογένεια η οποία δεν σε υποστήριξε αρκετά ώστε να χτίσεις αυτοπεποίθηση, αλλά με την οποία είσαι δεμένος λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στον εαυτό σου, τότε νιώθεις φόβο. Κι εγώ αυτό ένιωθα. Φόβο και αγωνία για το μέλλον μου, για τον εαυτό μου, για τους στόχους μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς, η ζωή θέλει ρίσκο για να την ζήσει κανείς. Τι είναι αυτό που κάνει εμάς τους ανθρώπους τόσο πολύπλοκους; Τι είναι αυτό που μας κάνει να καταστρέφουμε τους εαυτούς μας, να μην υπακούμε σε ένστικτα, όπως τα άλλα ζώα; Τι είναι αυτό που μας κάνει να έχουμε επιλογή σε σχέση με τις ζωές μας… αν θα τις κάνουμε να ανθήσουν, ή να τελειώσουν μάταια;
Θέλω να πιστεύω ότι στη δική μου περίπτωση είναι θέμα επιλογής, ότι μπορώ να βρω ξανά τον εαυτό μου. Το γράψιμο πάντα βοηθάει, ωστόσο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι τώρα πια δεν βρίσκω το κουράγιο να γράψω. Δεν έχω τι να πω. Και αναρωτιέμαι κάποιες φορές, πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει μέσα του πόνο, να μην έχει τι να πει; Δεν είναι αυτό, όχι. Είναι ότι κάτι με αφοπλίζει. Ο δημιουργικός νους έχει μείνει στάσιμος, και οτιδήποτε δεν αναπτύσσεται και δεν αλλάζει, οδηγείται στην σήψη και στον θάνατο. Αυτό θα σήμαινε ότι κάτι πρέπει να κάνω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, κάτι για να αρχίσω πάλι να λειτουργώ. Δεν θέλω να ρισκάρω το δημιουργικό κομμάτι του εαυτού μου. Αλλά και πάλι… Τι ρίσκο θα ήταν αυτό; Γίνεται κάποιος δημιουργικός άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης, να χάσει τις ικανότητές του;
Πιστεύω ότι γίνεται. Ναι, ίσως να γίνεται, αν αυτός ο καλλιτέχνης γίνει πλάσμα της συνήθειας και αρνηθεί την επιρροή οποιουδήποτε ερεθίσματος, αν κλείσει το μυαλό του και την καρδιά του μέσα σε ένα κλουβί και φοβηθεί να βγει από εκεί, αν περιορίσει τον εαυτό του… Σε αυτή την περίπτωση, ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε νους, θα καταστρεφόταν. Πώς γίνεται μερικοί να ζουν έτσι; Αλλά ναι, μάλλον δεν γίνεται. Τους βλέπω τώρα, όπως και όταν ήμουν νέος, να υποφέρουν, να μην αντέχουν, να μην ξέρουν τι να κάνουν με τις ζωές τους, χαμένοι μέσα στην ανία, κι έτσι τα χρόνια περνάνε, και η συνήθεια και όλη η άρνηση ριζώνει στο μυαλό τους, στην σκέψη τους, κι έτσι, με τον καιρό νεκρώνονται πριν το σώμα τους πεθάνει. Τα πλάσματα της συνήθειας, τα θύματά της… Άνθρωποι σαν τους οποίους κάποτε κόντεψα να γίνω, αλλά ευτυχώς πάντα αρνήθηκα να ακολουθήσω.
Πρέπει να βρω ξανά τον εαυτό μου, αυτό είναι όλο, και όλα θα διορθωθούν. Αυτό που χρειάζομαι είναι να βρω μέσα μια μικρή κινητήριο δύναμη, η οποία θα με ωθήσει στη δημιουργία. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι γι’ αυτό επέστρεψα στο Παρεκκλήσι, επειδή πίστευα ότι εδώ θα έβρισκα ό,τι είχα ανάγκη προκειμένου να ξεκινήσω και πάλι. Μήπως αυτό ήταν ένστικτο; Μήπως υποσυνείδητα προσπαθώ να σώσω τον εαυτό μου και εκείνο το κομμάτι του που επί τόσα χρόνια με κράτησε ζωντανό; Το κομμάτι της δημιουργίας…
Το Παρεκκλήσι, λοιπόν, μοιάζει να είναι μια διέξοδος, ακριβώς επειδή εγώ μέσα μου το έχω χαρακτηρίσει, το έχω ονοματίσει, και το έχω νιώσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι μια διέξοδος, λοιπόν.
Στάθηκα στο παράθυρο και παρατήρησα πώς το σκοτάδι της νύχτας αντικαταστάθηκε από το φως της μέρας, κι αυτό έκανε τους δαίμονες μέσα μου να καταλαγιάσουν για λίγο.Ήταν ακόμη μία βροχερή μέρα. Έτσι συνέβαινε από πάντα στο Παρεκκλήσι, οι εποχές του χρόνου ήταν πάντοτε τοποθετημένες στη θέση τους, και με αυτό εννοώ ότι ήταν λες και ό,τι ίσχυε σε άλλα μέρη δεν ίσχυε για αυτό το χωριό. Θυμάμαι ότι από ένα σημείο και μετά η ζέστη και το κρύο έρχονταν τις λάθος εποχές, και καθώς περνάει ο καιρός, το κλίμα όλο και περισσότερο τρελαίνεται. Τον τελευταίο Απρίλιο έκανε κρύο, ενώ τα τελευταία Χριστούγεννα ο καιρός ήταν σχετικά ζεστός, και σίγουρα πιο ζεστός απ’ ό,τι τον Απρίλιο, το Πάσχα και αργότερα, την Πρωτομαγιά. Υποθέτω πως η αλλαγή του κλίματος –αν αυτό ευθύνεται για τα παραπάνω- δεν είχε και τόσο καλές σχέσεις με το Παρεκκλήσι, λοιπόν. Ήταν τώρα Φθινόπωρο, και καμιά αμυγδαλιά δεν είχε μπερδευτεί για να ανθίσει, με καταλαβαίνετε; Έβρεχε, και αν δεν είχε κρύο, είχε τουλάχιστον ψύχρα.
Βγήκα έξω και περπάτησα προς το χωριό. Το σπίτι μου βρισκόταν λίγο πιο έξω από αυτό, πράγμα που δεν ήταν και τόσο κακό για εμένα. Δεν ξέρω αν σας πέρασε από το μυαλό, αλλά μου αρέσει η απομόνωση, και σε καμιά περίπτωση δεν θέλω περίεργους γείτονες να σχολιάζουν το οτιδήποτε. Και το λέω αυτό επειδή έχω σχετικές εμπειρίες, αλλά και διάφορες περίεργες συνήθειες τις οποίες κάποιος θα μπορούσε να μην καταλάβει. Όχι ότι είμαι ο μόνος με τις συγκεκριμένες συνήθειες, αλλά νομίζω ότι αποτελούν ένα ιδιαίτερο κομμάτι της προσωπικότητάς μου, κατά κάποιο τρόπο, του ποιος είμαι, και δεν θα πιεζόμουν να τις αλλάξω για κανέναν, και για κανένα λόγο. Η γνώση, βλέπετε… Η γνώση που έχει κανείς ανάγκη, που ξέρει πώς να την χρησιμοποιήσει, τον κάνει αυτομάτως να σκέφτεται με τον κατάλληλο για αυτόν τρόπο. Κι αυτό για εμένα, και νομίζω για ανθρώπους σαν κι εμένα, σημαίνει αρμονία, κυρίως εσωτερική, αφού δεν μπορώ πάντα να ελέγξω την αρμονία του περιβάλλοντος στο οποίο θα βρεθώ.
Τι έχω να πω, όμως, γι’ αυτή την αρμονία; Σημαίνει ότι τα πάντα μέσα μου βρίσκονται σε ισορροπία, σημαίνει υγεία και αποδοχή του ποιος είμαι στην πραγματικότητα. Επίσης, αφού αποδεχτώ ποιος είμαι, και αφού μάθω να δέχομαι την κάθε αλλαγή στον εαυτό μου μετά από τον διαρκή αγώνα να αναπτύσσομαι διαρκώς, μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε σχέση με τον πολιτισμό μέσα στον οποίο ζω. Μπορώ να κατανοήσω τη σχέση μου με τους άλλους, αλλά και με ολόκληρη την κοινωνία, όμως αυτό για να συμβεί, πρέπει να γνωρίσω σε βάθος τον εαυτό μου, και αυτό με τη σειρά του, συμβαίνει μόνο αν παρατηρώ την λειτουργία του νου μου κάθε στιγμή, μαθαίνοντας από αυτήν, αλλά και αποκτώντας γνώση για τον άνθρωπο ως ύπαρξη και ως μέρος της φύσης. Η γνώση της λειτουργίας του νου, πάνω απ’ όλα με καθιστά δυνατό, ικανό να αντιμετωπίσω τα πάντα, αλλά και να ζω σε μια τέτοια κατάσταση αρμονίας, μέσα στην οποία η δημιουργικότητά μου μπορεί να ανθίσει. Ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει το νου του, να διαμορφώσει τη σκέψη του με τέτοιο τρόπο ώστε να αναπτύσσεται διαρκώς, καταφέρνοντας ό,τι θέλει να καταφέρει, ωθώντας τις ικανότητές του στα άκρα τους, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο στο οποίο είναι ικανός να φτάσει.
Νομίζω ότι θα μπορούσα να μιλήσω λίγο ακόμα για τη διαδικασία της ανάπτυξης, αλλά τα λόγια αυτά θα αφορούσαν μόνο τον εαυτό μου, κανέναν άλλον, οπότε νομίζω ότι δεν ωφελεί να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σ’ αυτό.Κάποτε διαπίστωσα ότι έπρεπε να ακούσω τις ανάγκες μου. Αυτό, ευτυχώς, συνέβη από τότε που ήμουν αρκετά νέος, αν και χρειάστηκε να περάσω τρομερές δυσκολίες για να φτάσω σε σημείο να το αναλογιστώ. Οι ανάγκες που έχει ένας άνθρωπος πολλές φορές υπαγορεύουν ως ένα βαθμό τη συμπεριφορά του, αυτό το πιστεύω, και νομίζω ότι μπορώ να το ισχυριστώ με σιγουριά και βεβαιότητα. Δεν είναι τίποτα το καινούριο, άλλωστε, απλά σκεφτείτε πώς κάποιες φορές κάνουμε λάθη, ή προξενούμε κακό στους εαυτούς μας λόγω των αναγκών που έχουμε και που δεν κατανοούμε, δεν παρατηρούμε καν, ή που δεν χαρακτηρίζουμε ποτέ ως ανάγκες.
Για εμένα, το να ακούω κάθε στιγμή και να παρατηρώ και να αναλύω τις ανάγκες μου ήταν άλλη μία βασική πηγή γνώσης για τον εαυτό μου. Με αυτόν τον τρόπο ήξερα ανά πάσα στιγμή τι χρειαζόμουν, αλλά και τι σήμαινε για εμένα αυτό που χρειαζόμουν, τι ήταν αυτό που προκαλούσε την ανάγκη, και κατά πόσο η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης θα μου έκανε καλό ή κακό… Δεν είναι πάντα τόσο απλά τα πράγματα, όμως. Πολλές φορές δεν μπορούσα να κατανοήσω τι ήταν αυτό που μου δημιουργούσε ένα κάποιο πρόβλημα, ποια ακριβώς ήταν η ανάγκη, ή τι ήταν αυτό που με έκανε να έχω αυτή την ανάγκη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εμπειρία μπορεί να διδάξει, νομίζω. Αν μη τι άλλο, η εμπειρία κάνει τον έξυπνο άνθρωπο να σκεφτεί, και ακόμη περισσότερο, να αποφασίσει να θα επιτρέψει σε αυτή την εμπειρία να τον επηρεάσει σε βάθος, να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης του ή όχι, να δεχτεί μια αλλαγή που θα τον βοηθήσει, ή μια άλλη που θα τον βλάψει.
Η ανάγκη υπήρξε ένας σημαντικός δάσκαλος για εμένα, και εκείνη την περίοδο της ζωής μου έπρεπε να εντοπίσω τις ανάγκες μου, να δω τι ήταν αυτό που μου έλειπε, και να προσπαθήσω με κάθε τρόπο να θεραπεύσω την ψυχή μου.
Βγήκα έξω και περπάτησα προς το χωριό αργότερα. Ήθελα να ψωνίσω κάτι, όχι πολλά πράγματα, μερικά λαχανικά και φρούτα, και κάτι από κρέας για να μαγειρέψω. Υπέθεσα ότι θα μπορούσα να μεταφέρω τα παραπάνω πράγματα με τα πόδια μέχρι το σπίτι.
Είχα περάσει μέσα από το χωριό με το αυτοκίνητο μόλις την προηγούμενη μέρα, και είχε προσέξει ότι είχαν γίνει μερικές αλλαγές, τουλάχιστον γύρω από τον κεντρικό του δρόμο. Οι πλάκες των πεζοδρομίων είχαν αλλάξει, ενώ τώρα υπήρχαν και δρόμοι ειδικά για τα ποδήλατα. Από πάντα υπήρχαν τουρίστες οι οποίοι νοίκιαζαν ένα ποδήλατο και μπορούσαν να τριγυρίσουν στην περιοχή, μέσα και έξω από το χωριό, ίσως ακόμη και στους δρόμους του δάσους, προκειμένου να γνωρίσουν τον τόπο. Τώρα πρόσεξα ότι υπήρχε ζωή στο χωριό, άνθρωποι οι οποίοι συζητούσαν, ενώ άλλοι κάθονταν απλά στα παγκάκια… Φαίνεται πως ο βροχερός καιρός δεν τους είχε εμποδίσει να βγούνε έξω. Φαίνεται πως δεν είχε εμποδίσει ούτε εμένα. Τι άλλο θα έκανα, εξάλλου, αν έμενα μέσα; Ευτυχώς που είχα λόγο να βγω, αλλιώς μάλλον θα σάπιζα ολομόναχος μέσα στο σπίτι. Αλλά και έξω, αν δεν έχει κάποιος κάτι να κάνει… το περιβάλλον δεν έχει και τόση σημασία πάντα.
Συνήθως περνάω τα πρωινά μου γράφοντας δύο με τέσσερις ώρες, κι έτσι η μέρα κυλάει ευχάριστα. Το γράψιμο είναι η δουλειά μου και η ζωή μου, δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό, όταν όμως υπάρχουν εμπόδια, όταν έχεις μπλοκάρει, τότε μπορεί να καταλήξεις να ξοδεύεις τη ζωή σου είτε τη μέρα είτε τη νύχτα κάνοντας τίποτα, μέσα στην ανία και τη βαρεμάρα, χωρίς να ξέρεις το νόημα της ζωής σου, και αυτό για εμένα μπορεί να έρχεται κατά περιόδους και να διαρκεί ολόκληρους μήνες. Το μόνο που κάνω εκείνους τους μήνες είναι να χαζεύω ανοησίες στην τηλεόραση, να ακούω μουσική, να πίνω καφέδες, να κοιμάμαι και να αγχώνομαι. Υπάρχουν χρήματα για να ζήσω, αλλά το γεγονός ότι μπλοκάρω με καθιστά εντελώς άχρηστο για τον εαυτό μου, σαν να μην μπορώ να προσφέρω τίποτα στην ζωή μου.
Υπάρχει κάτι που δεν έχω κάνει ξεκάθαρο ακόμη. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα με τίποτα να γράψω, ήταν μια από εκείνες τις φάσεις σαν και αυτήν που αναφέρω πιο πάνω. Το δημιουργικό κομμάτι του νου μου είχε κολλήσει κάπου, σαν να είχε σκοντάψει και να μην μπορούσε τώρα να σηκωθεί. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό σε εμάς τους καλλιτέχνες. Έχω γράψει πολύ στη ζωή μου, έχω εκδώσει πάνω από εβδομήντα διηγήματα και έχουν κυκλοφορήσει εννιά μυθιστορήματά μου μέχρι την ηλικία των τριάντα εφτά ετών μου, αλλά ακόμη αδυνατώ να καταλάβω τον τρόπο λειτουργίας του νου μου, και γενικότερα του νου ενός καλλιτέχνη. Πότε με επισκέπτεται η μούσα μου; Πότε με εγκαταλείπει, και για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό; Αυτά είναι ερωτήματα που παραμένουν για εμένα αναπάντητα. Στην αρχή, ωστόσο, προσπάθησα να το δικαιολογήσω βάσει των δυσκολιών που αντιμετωπίζω στη ζωή μου… Ξέρετε… τον θάνατο του γιου μου και την διάλυση του γάμου μου. Όταν ήμουν νέος πίστευα ότι προκειμένου να δημιουργήσω, προκειμένου να είμαι δημιουργικός, θα έπρεπε να πονέσω στην ζωή μου. Αργότερα, ωστόσο, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν κάτι που έπνιγε την δημιουργικότητα και δεν βοηθούσε καθόλου την συγγραφή. Έχω ακούσει αυτό που λένε, και αυτό που είπε κάποτε ένας φίλος συγγραφέας, ότι «το γράψιμο έρχεται τις δύσκολες στιγμές και σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις», και σε έναν βαθμό θα συμφωνήσω μαζί του, αλλά υπάρχει και εκείνο το είδος των δύσκολων στιγμών, το οποίο λειτουργεί κατασταλτικά απέναντι στη διαδικασία της συγγραφής, αλλά και οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας του ανθρώπου. Ίσως να μιλάω για δυσκολίες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται τη στιγμή που εμφανίζονται, όπως μια ενδεχόμενη κρίση άγχους… Έχω περάσει πολλές τέτοιες στη ζωή μου, και υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία βίωνα καθημερινά αυτές τις κρίσεις. Το μυαλό μου τις δημιουργούσε καθημερινά, κάθε απόγευμα, μόνο το απόγευμα και σχεδόν πάντοτε την ίδια ώρα. Ήταν λες και είχε μπει σε ένα πρόγραμμα και αδυνατούσε να βγει από αυτό.
Είχα περάσει δύσκολες ώρες μέχρι να καταφέρω να απαλλαγώ από αυτό το άγχος. Προσπαθώ κάθε φορά να το διώχνω, μέχρι που άρχισα τελικά να κρατάω ημερολόγιο για να γράφω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, αλλά παράλληλα προσπαθούσα αυτό να μην γίνει ρουτίνα, κομμάτι της καθημερινότητάς μου, αλλιώς θα γινόταν κομμάτι του προγράμματος στο οποίο είχε μπει το μυαλό μου, και το άγχος θα κατάπινε και εκείνη την προσπάθειά μου. Είχα, ωστόσο, χρόνια να το νιώσω αυτό, και ακόμα δεν το ένιωθα… Πάντα όμως η σκέψη του υπήρχε κάπου στο μυαλό μου. Η σκέψη και ο φόβος ότι θα μπορούσε να επιστρέψει…
Διάφοροι άνθρωποι με χαιρέτησαν στον δρόμο. Με ήξεραν από παλιά. Κάποιοι από αυτοί ήταν στην ηλικία μου, άνθρωποι που γνώριζα από μικρό παιδί, ενώ άλλοι ήταν μεγαλύτεροι, άνθρωποι που κάποτε γνώριζαν τους γονείς μου. Οι περισσότεροι στο χωριό με συμπαθούσαν, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που με είχαν κατηγορήσει που εγκατέλειψα τους γονείς μου και που αργότερα αναπαλαίωσα το σπίτι τους. Βασικά… σχεδόν το γκρέμισα ολόκληρο και έχτισα ένα καινούριο, οπότε… Αλλά ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί θα με αντιπαθούσαν γι’ αυτό. Ίσως να έφταιγαν και τα όσα έγραφα στα βιβλία μου, ποιος ξέρει;
Συζήτησα για λίγη ώρα με μερικούς από εκείνους τους ανθρώπους, ενώ στα χέρια μου κρατούσα δύο χάρτινες σακούλες με ψώνια… Ναι, επιτέλους εκείνες οι πλαστικές σακούλες είχαν αντικατασταθεί από άλλες, χάρτινες, και καθώς μιλούσα με μια παλιά συμμαθήτριά μου, η οποία είχε αδυνατίσει πολύ και είχε μετατραπεί σε μια όμορφη γυναίκα, εκείνη προσφέρθηκε να κρατήσει μία από τις δύο σακούλες και να με ακολουθήσει στο σπίτι.
«Έχεις πάνω από τέσσερα χρόνια να γράψεις κάτι, ή κάνω λάθος;» Με ρώτησε. «Ή μήπως γράφεις αλλά δεν τα δημοσιεύεις;»
Της χαμογέλασα. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι μια τόσο αθώα ερώτηση θα ήταν ικανή να φανερώσει μια απάντηση η οποία θα έβγαινε από την προσωπική μου κόλαση; Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται αστείο. Θα της έλεγα: Ξέρεις, Έλλη (αυτό ήταν το όνομά της)… Πριν από τρία χρόνια έχασα τον γιο μου, τον Αντώνη, ενώ αργότερα με παράτησε η γυναίκα μου, και από τότε έγραψα μόνο μερικές ανοησίες, οι οποίες δεν έχουν καμιά αξία ή σημασία για εμένα, και οι περισσότερες από αυτές δεν υπάρχουν πια ούτε καν ως αρχεία στον υπολογιστή μου. Ε, λοιπόν, δεν της τα είπα όλα αυτά. Περιορίστηκα μόνο στα εξής:
«Συνέβησαν διάφορα πράγματα τα τελευταία χρόνια, και δεν είχα και πολύ το μυαλό μου στη θέση του…»
Ήξερα ότι ήταν λάθος απάντηση, καθώς θα πυροδοτούσε ακόμη περισσότερες ερωτήσεις. Και να τι έγινε μετά:
«Αλήθεια; Τι συνέβη, είναι όλα εντάξει; Ο Αντώνης και η Γεωργία; Μόνος σου ήρθες πάλι;»
«Ας μην το συζητήσουμε», της είπα, κι εκείνη έδειχνε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν ήταν εντάξει. Ήταν αλήθεια, επομένως, ότι δεν είχε γίνει γνωστό στον τόπο καταγωγής μου η διάλυση της οικογένειάς μου… Και πώς θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε; Ευτυχώς, τα κανάλια δεν ασχολούνταν ποτέ με τους συγγραφείς, ακόμη και με τους πιο γνωστούς από αυτούς, συγγραφείς σαν εμένα, που πουλάνε μεγάλο αριθμό αντιτύπων.
Τώρα η Έλλη άλλαξε θέμα.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις με το Φεστιβάλ; Θα διαβάσεις κανένα απόσπασμα; Κανένα διήγημα μήπως;»
«Δεν ξέρω ακόμα, Έλλη. Αν καταφέρω να γράψω κάτι αξιόλογο μέχρι τότε και αν αποφασίσω να μείνω εδώ, τότε ναι».
«Πολλοί στο χωριό θα απογοητεύονταν αν δεν έπαιρνες μέρος, ξέρεις…»
Γέλασα μ’ αυτό.
«Με κάνεις και κοκκινίζω», της είπα με ειρωνεία, κι έτσι γέλασε κι εκείνη.
Περάσαμε στην αυλή του σπιτιού.
«Δεν έχω έρθει ποτέ στο σπίτι σου», μου είπε. «Αν ενοχλώ…»
«Όχι, καθόλου. Έλα, πέρασε».
Η Έλλη ήταν μια συμπαθητική γυναίκα τώρα. Είχε σπουδάσει στην Αθήνα, και είχε επιστρέψει για να δουλέψει στο Παρεκκλήσι ως μια από τις δασκάλες στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Με ακολούθησε στην κουζίνα, και καθώς άφηνε την χάρτινη σακούλα στο τραπέζι, εγώ πρόσεξα το στήθος της και τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της. Δεν θα σας έλεγα ότι έχω «ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες», αλλά πώς να το κάνουμε… μου αρέσουν…
«Θα ήθελες να βγούμε καμιά φορά;» Την ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη. Μετά έκρυψε το χαμόγελό της με το δεξί της χέρι, και γέλασε κομψά.
«Τι εννοείς;» Ρώτησε. «Οι δυο μας;»
«Δεν ξέρω… απλά να βγούμε… ξέρεις, έτσι απλά… Για να κάνουμε λίγη παρέα ο ένας στον άλλον…»
«Ναι, βέβαια», είπε και τα χέρια της ήρθαν στο ύψος του στήθους της δεμένα μεταξύ τους… Στάση άμυνας, σκέφτηκα.
«Σ’ ευχαριστώ…» Της είπα. Δεν ζήτησα το τηλέφωνό της, αλλά λίγο πριν φύγει, εκείνη σταμάτησε στην πόρτα και μου το θύμισε. Ανοησίες, είπα στον εαυτό μου. Επίτηδες δεν το είχα ζητήσει. Έπιασα αμέσως ένα κομμάτι χαρτί και το έγραψα.
«Είναι το σταθερό», μου είπε.
«Ναι, εντάξει, όποιο σε βολεύει…»
Αργότερα θα μάθαινα ότι δεν είχε κινητό. Ένα άλλο παράξενο με όποιον ερχόταν να μείνει μόνιμα στο Παρεκκλήσι. Ξέκοβε από το κινητό του τηλέφωνο… Ο τόπος ενέπνεε τη μοναχικότητα, μάλλον, ποιος ξέρει… Το σκέφτηκα αυτό εκείνη την στιγμή, και πραγματικά πίστεψα ότι όταν κάποιος έρχεται να μείνει στο Παρεκκλήσι, ψάχνει κάτι. Κάτι συγκεκριμένο, κάτι δικό του, και αυτός ο τόπος του προσφέρει την έμπνευση για να το βρει, για να το ανακαλύψει. Κι όταν συμβεί αυτό, κανείς δεν χρειάζεται πλέον το παρελθόν του.
Ακόμη και για το παραπάνω, βέβαια, έχω τις αμφιβολίες μου. Για να πω την αλήθεια… Ποιος δεν χρειάζεται το παρελθόν του; Ποιος μπορεί να το θεωρήσει εντελώς άχρηστο και να αδειάσει το μυαλό του από αυτό, να μην το αφήσει να τον επηρεάζει άλλο πια; Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν τρομερή δύναμη, νομίζω. Ποιος έχει το κουράγιο να αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό του, ώστε το παρελθόν του να μην τον επηρεάζει άλλο πια;
Οδήγησα προς το χωριό δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, όταν είχε βραδιάσει πλέον. Πάρκαρα το αυτοκίνητο κάπου στον κεντρικό δρόμο του χωριού,  και κάθισα σε ένα παγκάκι, έχοντας απέναντί μου το σημείο στο οποίο θα συναντούσα την Έλλη. Υπήρχαν άνθρωποι έξω τώρα, δεν ήταν πολύ αργά ακόμη, τους έβλεπα συγκεντρωμένους σε παρέες. Άλλοι ήταν μικρότεροι, και άλλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία, και για μια στιγμή νόμισα ότι οι περισσότεροι που έβλεπα μπροστά μου ήταν τουρίστες που έμπαιναν και έβγαιναν από τα μικρά καταστήματα του χωριού. Από πάντα επισκέπτονταν τουρίστες το Παρεκκλήσι, από τότε που ήμουν είκοσι ετών το θυμάμαι αυτό…
Είδα την Έλλη να φτάνει μπροστά στο μπαρ, δίπλα από την παιδική χαρά. Πέρασα τον δρόμο χαμογελώντας. Σήκωσα το χέρι μου και τη χαιρέτησα από μακριά… Εκείνη μου χαμογέλασε, ενώ την ίδια στιγμή έφερε τα δυο της χέρια μπροστά της, πλέκοντας τα δάχτυλά της αναμεταξύ τους…
Τώρα, ειλικρινά, δε νομίζω ότι χρειάζεται να σας πω πόσο πολύ βαρεθήκαμε κι οι δυο μας μέσα σ’ εκείνο το μπαρ… Είδα γνωστούς, το ίδιο και η Έλλη, η οποία περισσότερο συνάντησε γονείς των μαθητών της. Εμένα ήρθαν να μου μιλήσουν κάποιοι κάτοικοι του χωριού οι οποίοι είχαν γίνει αναγνώστες των βιβλίων μου από τότε που με άκουσαν να διαβάζω αποσπάσματα και διηγήματά μου στο Φεστιβάλ του χωριού… Α, ναι… Δεν σας έχω μιλήσει ακόμα γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;
Το Φεστιβάλ συμβαίνει μια φορά τον χρόνο, και είναι όλοι καλεσμένοι, ενώ η είσοδος είναι δωρεάν. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, είναι σχετικό. Οι ίδιοι οι κάτοικοι πληρώνουν ούτως ή άλλως για τη διοργάνωση, πληρώνοντας τον Δήμο. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα, είμαστε προσκεκλημένοι διάφοροι καλλιτέχνες από όλη την χώρα, αν και τα δύο προηγούμενα χρόνια παρευρέθηκαν ένας συγγραφέας και ένας ζωγράφος του εξωτερικού, ο ένας από το Βέλγιο, ενώ ο άλλος από το Παρίσι. Συγκεντρώνονται διάφοροι άνθρωποι, από το χωριό αλλά και από άλλες περιοχές, για να ακούσουν αποσπάσματα νέων βιβλίων, ή να δουν κάποια έκθεση ζωγραφικής.
Είναι αλήθεια ότι δεν είχα τίποτα έτοιμο για το φετινό Φεστιβάλ, το οποίο θα ήταν σε μερικούς μήνες από τώρα. Η ημερομηνία άλλαζε σχεδόν κάθε χρόνο, δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη μέρα που συνέβαινε το Φεστιβάλ, αλλά συνήθως γινόταν κοντά στα Χριστούγεννα. Εκείνη την εποχή ήταν Οκτώβριος, πράγμα που σήμαινε ότι αν διεξαγόταν ξανά τον Δεκέμβριο, τότε δεν μου απέμενε πολύς καιρός. Τι θα είχαν να πουν κάποιοι αναγνώστες αν δεν παρουσίαζα τίποτα;
Κοίταξα την Έλλη, και πώς εκείνη είχε σταυρώσει ξανά τα χέρια της στο στήθος της, ενώ ένας τύπος της μιλούσε. Σκέφτηκα να την βγάλω από τη δύσκολη θέση, γι’ αυτό και πλησίασα κοντά τους. Σχεδόν αγνόησα τον τύπο, και ρώτησα εκείνην αν ήθελε να φύγουμε. Μου είπε πως ναι, θα το ήθελε, κι έτσι της έφερα το παλτό της και βγήκαμε έξω.
«Κοίταξε», της είπα, «δεν πέρασα καθόλου καλά».
Εκείνη γέλασε.
«Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν μου αρέσει να πηγαίνω σε μπαρ», είπε. «Ούτε εγώ πέρασα καλά… Θα μπορούσαμε την άλλη φορά να κάνουμε κάτι άλλο, αν θέλεις…»
Χαμογέλασα. Την άλλη φορά; Αναρωτήθηκα.
«Μπορούμε», της είπα, «να πάμε πάνω, στο βουνό, για λίγο…»
Έμοιαζε να το σκέφτεται.
«Μου έχουν πει ότι εκεί έχει ένα πιάνο μπαρ», είπε. «Ίσως να είναι καλή ιδέα».
Περπατήσαμε προς το αυτοκίνητο.Τώρα είχε αρχίσει να χαράζει. Εκείνη κοιμόταν στο κρεβάτι, στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου, στο οποίο είχαμε ξαπλώσει μαζί πριν ώρες, όταν επιστρέψαμε. Εγώ σηκώθηκα όρθιος και έπιασα το παντελόνι μου από το κομοδίνο. Το είχα διπλώσει και το είχα αφήσει εκεί, και δεν συνήθιζα να κοιμάμαι γυμνός, αλλά τώρα το είχαν επιβάλλει οι περιστάσεις κατά κάποιο τρόπο.
Περπάτησα δίπλα απ’ το κρεβάτι και κοίταξα έξω, στην πίσω αυλή, ανάμεσα από τα στόρια. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, αλλά μπορούσα να καταλάβω έτσι κι αλλιώς ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Είδα την πισίνα που είχα εγκαταστήσει, καθώς και τον φράχτη πιο πέρα, κοντά στο μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό. Το βουνό φαινόταν στο βάθος, ενώ σύννεφα περνούσαν από πάνω του και ανάμεσα από τα έλατά του σε χαμηλό ύψος. Όλα αυτά ήταν εμποτισμένα με την γενικότερη απόχρωση του γκρίζου και του μπλε ενός συννεφιασμένου πρωινού.
Η Έλλη άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι, κι εγώ την κοίταξα για μια στιγμή και αναρωτήθηκα αν ήταν ξύπνια στην πραγματικότητα και με κοίταζε εκείνη τη στιγμή με τα μισόκλειστά της μάτια. Έφυγα από το δωμάτιο και περπάτησα προς το μπάνιο. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν αξύριστος, είναι αλήθεια. Τα γένια μου είχαν μακρύνει αρκετά, θα χρειαζόμουν ένα ψαλίδι για να τα κόψω, και μετά μια ξυριστική μηχανή για να τα κοντύνω. Το θέμα είναι ότι δεν ήθελα ακόμα να το κάνω αυτό. Όσο για το κούρεμά μου, φρόντιζα να είναι πάντοτε κοντό. Είχα αφήσει κάποιες φορές τα μαλλιά μου να μακρύνουν στο παρελθόν, αλλά πάντοτε μου φαινόταν ότι λούζονταν δύσκολα, κι έτσι εδώ και δέκα πέντε χρόνια περίπου προτιμούσα να τα διατηρώ κοντά. Και το σώμα μου; Χμ… το σώμα μου. Τα τελευταία χρόνια έκανα μερικές κάμψεις κάθε μέρα, και μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα είχα αρχίσει να βλέπω αποτελέσματα πάνω μου. Πάνω απ’ όλα το στήθος μου είχε «φουσκώσει» τελικά, και ήταν καλή η αίσθηση όταν η Έλλη έγειρε πάνω του κι εγώ την αγκάλιασα. Είναι σημαντικό να φροντίζεις το σώμα σου νομίζω, όπως το να φροντίζεις το μυαλό σου. Κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Αντώνη αποφάσισα ότι έπρεπε να αρχίσω ξανά να φροντίζω και τα δύο.
Αλλά ας μην προσπαθήσω να σας ξεγελάσω με όλες αυτές τις υποτιθέμενες ενδείξεις υγείας, αφού πιο πολύ πρόκειται για μια ρουτίνα, και όχι για κάτι που κάνω από ευχαρίστηση, κάτι που με βοηθάει. Δηλαδή… άλλες φορές η γυμναστική βοηθάει στην ψυχολογία μου, ενώ άλλες όχι. Όσον αφορά στο νου, τότε ναι… Εκεί δεν έχω επιλογή πέρα από να τον εξασκώ, αφού έτσι κι αλλιώς διαβάζω τα πάντα. Ό,τι μου έρθει, από μυθιστορήματα, μέχρι ιστορία, ή βιβλία φυσικής που να μου είναι, βέβαια, κατανοητά. Μέχρι και φιλοσοφία.
Στον διάδρομο είδα την Έλλη που περπατούσε προς την σκάλα. Είχα αφήσει την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή, και την είδα όταν πέρασε. Βγήκα έξω και την φώναξα με το όνομά της. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε.
«Φεύγεις;» Την ρώτησα.
«Τι λες, μωρέ;» Μου είπε. «Δεν είμαι καν ντυμένη».
Της χαμογέλασα κι εγώ.
«Νόμιζα ότι ήσουν κάτω, δεν είδα το φως του μπάνιου».
Κατεβήκαμε μαζί την σκάλα, κανείς δεν μίλησε πολύ. Της είπα ότι ήθελα να βγω λίγο έξω, στην αυλή. Την ρώτησα αν θα ήθελε να έρθει, και αφού δέχτηκε, της έδωσα την ρόμπα που κάποτε φορούσε η γυναίκα μου.
«Καφέ;» Είπε εκείνη.
Μας πήρε λίγη ώρα. Τελικά βγήκαμε έξω κρατώντας από ένα φλιτζάνι καφέ, ο δικός μου σκέτος, ο δικός της μέτριος. Ο αέρας είχε κοπάσει τις δύο τελευταίες μέρες, μόνο είχε μείνει η ψύχρα τώρα. Είχε και λίγη ομίχλη, η οποία έφευγε και ερχόταν, ανάλογα με τις διαθέσεις της.
Είπα στην Έλλη να πάμε πίσω, και περπατήσαμε από το πλάι του σπιτιού. Το αυτοκίνητο βρισκόταν κάτω από το υπόστεγο. Η πισίνα ήταν άχρηστη αυτή την εποχή του χρόνου. Μου είπε ότι το σπίτι ήταν πολύ όμορφο απ’ έξω. Από μέσα; Την ρώτησα εγώ. Ναι, είπε, και μέσα καλό είναι, και γέλασε. Μετά τον φράχτη είδαμε το μονοπάτι προς το δάσος, στο βουνό. Πρώτα κατέβαινε χαμηλά, και μετά γινόταν ανηφορικό, μέχρι που χανόταν ανάμεσα στα δέντρα. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, σαν να σκεφτόμασταν να το ακολουθήσουμε. Τελικά δεν μίλησε κανείς από τους δυο μας, κι έτσι η ιδέα απλά αναιρέθηκε.
Επιστρέψαμε στο σπίτι.Είχα πιάσει την εφημερίδα από το γραμματοκιβώτιο πριν μπούμε ξανά μέσα. Ήταν η τοπική εφημερίδα, «Τα Νέα του Παρεκκλησίου», ή κάτι τέτοιο. Αυτή η εφημερίδα μου φαίνεται ότι κυκλοφορούσε από πάντα στο χωριό, και ίσως και σε άλλες, μικρότερες γύρω περιοχές. Τώρα την κρατούσα στα χέρια μου και την ξεφύλλιζα πίνοντας τον καφέ που εκείνη είχε φτιάξει, ενώ η ίδια στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και χάζευε έξω.
«Ποιος είναι ο Αλέξανδρος Καραγεωργίου;» Την ρώτησα.
«Ποιος;» Είπε εκείνη.
«Αυτό που έγραψε αυτό το άρθρο για την εκπαίδευση».
«Α! Δεν έχεις μάθει γι’ αυτόν; Ήρθε στο χωριό πριν από λίγο καιρό, παράτησε τις σπουδές του και ήρθε εδώ, και δουλεύει τώρα στο βιβλιοπωλείο της Άννας».
«Όχι, δεν έχω μάθει τίποτα. Είμαι εδώ μόνο δυο τρεις μέρες, εξάλλου».
«Γιατί; Σου αρέσουν αυτά που γράφει;»
«Τα βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα. Τι ξέρεις γι’ αυτόν;»
«Είναι νέος, λίγο πιο μεγάλος από είκοσι ετών, ήρθε από μια πόλη της βόρειας Ελλάδας, βρήκε δουλειά εκεί που σου είπα, νοικιάζει ένα δωμάτιο το οποίο πληρώνει με το μισθό του, και είναι σαν κι εσένα».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή συγγραφέας», μου είπε.
Την κοίταξα καλά, και σύντομα χαμογέλασα. Συγγραφέας; Αναρωτήθηκα.
«Του πρότειναν ήδη να παρουσιάσει κάτι στο Φεστιβάλ… Αν, δηλαδή, έχει κάτι έτοιμο».
«Αχά», είπα εγώ.
Η Έλλη μου θύμιζε μια γαλλίδα ηθοποιό. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά της, αλλά ήμουν σίγουρος, αφού την είχα δει σε μια ελληνική ταινία, η οποία ήταν περίεργη, αλλά καλή. Εκείνη η ηθοποιός ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα κατά τη γνώμη μου. Είχε σγουρά μαλλιά, πλούσια, αλλά όχι πολύ μακριά, και ήταν καστανόξανθα, σε αντίθεση με της Έλλης που ήταν κυρίως κόκκινα. Η Έλλη είχε επίσης γαλαζοπράσινα μάτια, ενώ το δέρμα της έμοιαζε κάπως χλωμό. Όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι που κάνουν τους ανθρώπους όμορφους, και η Έλλη είχε διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Την αγκάλιασα για μια στιγμή πριν φύγουμε για το σπίτι της, και σύντομα μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς το χωριό. Μου έδειξε πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι, μου είπε να την ακολουθήσω πάνω ενώ εκείνη θα ντυνόταν για την δουλειά, αλλά της είπα ότι θα την περίμενα στο αυτοκίνητο. Δεν ήθελα όλη την φασαρία των γειτόνων της, ούτε φήμες, ούτε τίποτα τέτοιο. Εξάλλου, προτιμούσα να μείνω λίγο μόνος μου παρέα με τη μοναξιά μου.
Την είδα να μπαίνει μέσα στο πέτρινο κτίριο. Είχε πει ότι το δωμάτιό της βρισκόταν στον δεύτερο όροφο. Μετά έμεινα να παρατηρώ τον δρόμο. Ένα μικρό φορτηγό πέρασε από δίπλα και σταμάτησε σε μια ταβέρνα. Θα ξεφόρτωνε, φαίνεται. Άνοιξα για λίγο το παράθυρο για να νιώσω την πρωινή ψύχρα.
«Πάμε», μου είπε.
Το φορτηγό είχε φύγει από τη μέση του δρόμου τώρα. Οδηγήσαμε προς το σχολείο, όπου την άφησα να κατέβει. Υπήρχαν ήδη παιδιά στην αυλή, και όταν πέρασε εκείνη την είσοδο, έτρεξαν κοντά της για να την χαιρετήσουν. Πριν κατέβει από το αυτοκίνητο, ωστόσο, έσκυψε μπροστά για να με φιλήσει στο μάγουλο, αλλά άθελά μου, δεν της το επέτρεψα. Ή μάλλον η κατάλληλη λέξη είναι «ενστικτωδώς». Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, αλλά τραβήχτηκα πίσω απότομα, ενώ εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη. Μετά χαμογέλασε για να βγει από την δύσκολη θέση, και μου είπε, «θα τα πούμε». Ναι, σκέφτηκα εγώ… Τέλος πάντων, το χωριό είναι μικρό, οπότε ίσως να την συναντήσω ξανά.
Δικαιολογίες, βέβαια. Ήξερα ότι μπορούσα να την βρω στο σχολείο αν το ήθελα, αλλά προφανώς σκόπευα να το αποφύγω. Η Έλλη, η παλιά συμμαθήτρια που ίσως να μετατρεπόταν σε ακόμη έναν σύντομο έρωτα. Σκέφτηκα την γυναίκα μου καθώς απομακρυνόμουν. Και αμέσως μετά, συνειδητοποίησα ξανά ότι όσο κι αν μου άρεσε να κλείνομαι στον εαυτό μου, τελικά δεν θα ήταν καλό για εμένα. Γιατί να μην επιμείνω με την Έλλη; Ήταν τόσο δύσκολο τώρα πια να ξεχωρίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελα… Μήπως να παραδεχόμουν ότι με την Γεωργία είχαμε τελειώσει οριστικά; Μήπως να δοκίμαζα να πάρω διαζύγιο, επιτέλους;
«Και για να σου πω την αλήθεια», είπα στον εαυτό μου, «δεν γίνεται να αφήσεις τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου να σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου. Εξάλλου… ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους…»
Αυτός ο κόσμος είναι για τους ζωντανούς.
Πάρκαρα μπροστά στο βιβλιοπωλείο κάποια ώρα αργότερα. Περίμενα στο αυτοκίνητο, όταν είδα ένα νεαρό άντρα να σταματάει μπροστά στην είσοδο του καταστήματος. Έβγαλε κλειδιά από την τσέπη του, έσκυψε, ξεκλείδωσε την πόρτα και άνοιξε το μαγαζί. Σύντομα είδα να ανάβουν τα φώτα μέσα. Υπέθεσα ότι αυτός ήταν ο νεαρός αρθρογράφος.
Περίμενα λίγο ακόμα, και κατέβηκα από το αυτοκίνητο για να πλησιάσω το βιβλιοπωλείο. Έριξα πρώτα μια διακριτική ματιά στην βιτρίνα, απλά και μόνο για να μην μπω μέσα απότομα. Αν το έκανα αυτό θα καταλάβαινε ότι κάτι συγκεκριμένο ήθελα, και δεν μου φάνηκε σαν καλή ιδέα αυτό.
Όταν μπήκα μέσα, εκείνος με κοίταξε πίσω από τον πάγκο και μου είπε «καλημέρα».
«Γεια σου», του είπα εγώ.
«Τι θα θέλατε;»
Πλησίασα.
«Είσαι ο Αλέξανδρος;» Τον ρώτησα, και αμέσως τον είδα να συνοφρυώνεται. Ξαφνιάστηκε, θα έλεγα. Αγχώθηκε.
«Ποιος ρωτάει;» Μου είπε. «Τι θες;»
Τώρα τον κοίταξα εγώ έκπληκτος. Συμπεριφερόταν σαν ένοχος, έτσι μου είχε φανεί. Του πρότεινα μια χειραψία.
«Λέγομαι Πέτρος», του είπα. «Είμαι συγγραφέας».
«Συγγραφέας;» Επανέλαβε εκείνος. «Πώς ξέρεις το όνομά μου;»
«Διάβασα ένα άρθρο σου στην τοπική εφημερίδα. Το βρήκα πολύ αξιόλογο».
«Αχά», έκανε εκείνος. «Πώς είναι το επίθετό σας;»
Παρατήρησα πώς ο τόνος μετατράπηκε από τον ενικό στον πληθυντικό αριθμό.
«Αποστόλου», του είπα. «Πέτρος Αποστόλου».
«Έχω ακούσει για εσάς. Διαβάζω πολύ, κυρίως λογοτεχνία, και έχω ακούσει για εσάς, αλλά δεν έχω ασχοληθεί πολύ με Έλληνες συγγραφείς».
Έγνεψα.
«Τι είδους κείμενα γράφεις;»
«Δεν ξέρω, απλά… κείμενα. Ξεκίνησα γράφοντας ιστορίες φαντασίας, όχι και τόσο ρεαλιστικές δηλαδή, και συνέχισα με άλλα πράγματα… κυρίως δράματα».
«Εκτός από την εφημερίδα, έχεις εκδώσει κάτι άλλο;»
«Όχι», μου είπε, «τίποτα. Πείτε μου, όμως. Τι ψάχνετε;»
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Απλά διάβασα το άρθρο σου, και ήθελα να σε γνωρίσω. Τι θα έλεγες αν τα λέγαμε έξω κάποια στιγμή;»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Απλά λέω ότι θεωρώ πολύ πιθανό να μου αρέσουν τα κείμενά σου. Εννοώ να μου αρέσουν ιδιαίτερα. Θα ήθελα συζητήσουμε καμιά φορά. Τι λες;»
«Εε… Ναι, εντάξει. Σήμερα το απόγευμα το βιβλιοπωλείο είναι κλειστό, οπότε θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου, αν το θέλετε».
Του χαμογέλασα. Μετά μου έδωσε ένα χαρτί για να γράψω τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου. Του είπα ότι δεν είχα κινητό τηλέφωνο, αλλά ότι θα του έδινα το σταθερό μου, και ότι μπορεί να μου τηλεφωνήσει το απόγευμα. Μετά τον χαιρέτησα και έφυγα.Ίσως να μην καταλαβαίνετε για ποιο λόγο έγιναν όλα τα παραπάνω. Δηλαδή… όχι όλα, αλλά τα σχετικά με την γνωριμία μου με τον Αλέξανδρο. Είναι αλήθεια ότι δεν ήθελα να μπω από πριν στον κόπο να σας εξηγήσω, αλλά ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνω.
Μπορεί, ξέρετε, το γράψιμο να «είναι ζωή», αλλά σίγουρα έχει και τα μελανά του σημεία. Ίσως όχι πάντα κατά τη διαδικασία της συγγραφής, και σίγουρα όχι κατά την διάρκεια μιας δημιουργικής περιόδου, αλλά όπως κάθε τέχνη, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον άνθρωπο που την ασκεί. Ας μην μιλήσουμε, όμως, γι’ αυτόν τον τομέα, αλλά για κάτι που αφορά την τέχνη του να γράφεις από κάθε πλευρά. Ποιο είναι αυτό το ελάττωμα; Και ανάθεμά με αν δεν το έχουν νιώσει όλοι οι συγγραφείς που υπήρξαν και θα υπάρξουν ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο. 
Είναι η μοναξιά.
Είναι, ξέρετε, δύσκολο να πρέπει κανείς να μείνει μόνος του με τις λέξεις του κάποιες φορές. Αλλά δεν είναι μόνο οι λέξεις. Είναι η φύση της τέχνης, αλλά και η φύση του ανθρώπου που την ασκεί. Όταν, ωστόσο, υπάρχει ένα δικό σου αναγνωστικό κοινό, αυτή η μοναξιά περιορίζεται, όταν όμως νιώθεις ανίκανος να γράψεις, τότε τίποτα δεν μπορεί να σε σώσει.
Όταν διάβασα το άρθρο του Αλέξανδρου, μια ιδέα ξεπήδησε στο μυαλό μου. Η ιδέα αυτή, δεν ήταν τίποτα καινούριο για εμένα. Ήταν απλά η ιδέα μιας φιλίας. Πώς θα ήταν, σκέφτηκα, αν γνώριζα αυτόν τον άνθρωπο; Πώς θα ήταν αν του μιλούσα, αν μπορούσα να του προσφέρω κάτι, σαν περισσότερο έμπειρος στην συγγραφή; Πάνω απ’ όλα, τι θα μπορούσε να μου προσφέρει εκείνος;
Οι ανάγκες. Οι ανάγκες για τις οποίες μίλησα πρωτύτερα, με καταλαβαίνετε; Ένιωθα την ανάγκη να γνωρίσω έναν καινούριο άνθρωπο, την ανάγκη να μην είμαι μόνος μου, αφού όλη μου την ζωή η συντροφιά μου περιοριζόταν στις γυναίκες που γνώριζα. Τώρα που η Γεωργία είχε φύγει, υπήρχαν πολλά κενά να συμπληρωθούν, και αυτό που προσπάθησα να συμπληρώσω γνωρίζοντας τον Αλέξανδρο, ήταν αυτό μιας φιλίας όσο πιο αληθινής γινόταν.
Μου τηλεφώνησε αργότερα το απόγευμα.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένας συνεσταλμένος άνθρωπος, το κατάλαβα από την αρχή αυτό. Είχα νιώσει την απογοήτευσή του από το άρθρο του. Ήταν μια προσωπική άποψη εκείνο το άρθρο, παρέα με μερικές ιδέες σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούσε το εκπαιδευτικό σύστημα των πανεπιστημίων. Ήταν ένα προσωπικό παράπονο, και την ίδια στιγμή μια προσπάθεια να «λύσει» τον γόρδιο δεσμό που βρισκόταν μπροστά του. Και μιλάμε για έναν τρελό κόμπο, όχι αστεία. Ο κόμπος εκείνος αποτελούνταν από το «πού στο διάολο θα βρω δουλειά αν τελειώσω τις σπουδές μου;», από το «πού στο διάολο θα βρω δουλειά αν δεν τελειώσω τις σπουδές μου;», από το «θέλω να τελειώσω τις σπουδές μου, τελικά;» και γενικότερα από το «τι θέλω να κάνω, και γιατί δεν μπορώ να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου;» Αυτό που μπορώ με σιγουριά να σας πω είναι ότι τον καταλάβαινα απόλυτα.
Ήξερα τι ήταν αυτό που περνούσε, ήξερα πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή του, ιδιαίτερα αφού οι διάφορες επιρροές κατά την διάρκεια της ζωής μας, μας μεταβάλλουν με τέτοιο τρόπο που τελικά δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από την ζωή, ποιοι είναι οι στόχοι μας, ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Τώρα, και όπως μου είχε πει η Έλλη, ο Αλέξανδρους είχε παρατήσει τις σπουδές του, είχε έρθει στο Παρεκκλήσι (δεν ξέρω πώς είχε κάνει την τελευταία επιλογή, αλλά ήλπιζα ότι ο συγκεκριμένος τόπος θα τον βοηθούσε), δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο, ένα περιβάλλον που μάλλον του ταίριαζε, και πολύ απλά, πρόσθετε κάτι στο μηνιαίο του εισόδημα γράφοντας στην τοπική εφημερίδα. Ένα χαρτζιλίκι μόνο, τίποτα παραπάνω από αυτό, αλλά το να αμείβεσαι για να γράφεις, είναι πολύ σημαντικό όταν θέλεις να γίνεις συγγραφέας. Είναι μια μικρή αναγνώριση, και τότε, ήδη κάποιοι του είχαν ζητήσει να παρουσιάσει κάτι στο Φεστιβάλ. Βρισκόταν σε καλό δρόμο, κατά την γνώμη μου. Σύντομα, ωστόσο, θα καταλάβαινα ότι δεν είχε πρόθεση να βγει ξανά στον έξω κόσμο, και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελα να προσπαθήσω να τον κατευθύνω. Όποια αλλαγή ερχόταν σε εκείνον, θα την έκανε ο ίδιος στον εαυτό του, και αν η σχέση μας έπαιζε κάποιο ρόλο σ’ αυτό, τότε θα χαιρόμουν ιδιαίτερα.
Στην αρχή δεν πρόσεξα ότι το ίδιο ίσχυε και για τον εαυτό μου. Βλέπετε, πολλές φορές παραβλέπουμε να σκεφτούμε πίσω από τις δικές μας σκέψεις, πίσω από τους εαυτούς μας, ή μάλλον μέσα σ’ αυτούς. Η κάθε σκέψη έχει τη δική της σημασία, και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δική μας γνώση και αντίληψη, για να κατανοήσουμε το ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα, τι μας αρέσει, και τι δεν μας αρέσει στους εαυτούς μας. Και αφού το κατανοήσουμε αυτό, τότε μπορούμε να αλλάξουμε. Τα ήξερα όλα αυτά τότε, αλλά ακόμη παρέλειπα να ξεσκονίσω την παρατηρητικότητά μου, και να δω τον εαυτό μου και την ψυχή μου με καθαρή ματιά. Αντιθέτως, είδα στον Αλέξανδρο κάτι που μου έλειπε πάρα πολύ, κάτι που είχε να κάνει με τον Αντώνη, κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσα να προσδιορίσω μέσα μου.