Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Άνθρωποι στο Σκοτάδι- ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ


Όπως ανέφερα, το χωριό είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Το Φεστιβάλ είχε στην ουσία ξεκινήσει, και είχαν έρθει αυτή την φορά καλλιτέχνες από σχεδόν όλες τις χώρες των Βαλκανίων. Χορευτές, ζωγράφοι, συγγραφείς, μουσικοί, ποιητές, ηθοποιοί με τους θιάσους τους, και άλλων ειδών καλλιτέχνες. Πράγματι, δεν αποτελούσαμε παρά ένα μικρό μέρος των όσων είχαν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν. Παλιότερα δεν ήταν έτσι. Συνέβαινε μόνο σε τοπικό επίπεδο, κι έτσι είχα την ευκαιρία να ξεχωρίσω ως συγγραφέας. Ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά ακόμη και μετά από όλες τις ιδέες που αράδιασα πιο πάνω, μου αρέσει να με αναγνωρίζουν, είναι σημαντικό. Ε, τουλάχιστον έχω την δυνατότητα τώρα πια να κουμαντάρω την περηφάνια και τον εγωισμό μου.
Εγώ και ο Αλέξανδρος είχαμε γράψει μία νουβέλα. Το συζητήσαμε οι δυο μας, και αποφασίσαμε ότι δεν μας ενδιέφερε και τόσο το Φεστιβάλ. Του είπα θα ήταν πολύ καλό για εκείνον να συνεργαστεί με κάποιον γνωστό, όπως εγώ, και του είπα ότι θα ήταν προτιμότερο αν διαβάζαμε μόνο μερικά αποσπάσματα της ιστορίας, και αν φροντίζαμε να κυκλοφορήσει σαν ένα μικρό βιβλίο. Το δέχτηκε μετά χαράς, και με ευχαρίστησε, βέβαια.
Μια νύχτα καθίσαμε στο μπαρ, σ’ εκείνο το γνωστό πλέον μπαρ από το οποίο περνούσε κάθε νέος κάτοικος του χωριού, και βρεθήκαμε κοντά σε έναν τύπο, ο οποίος ήταν φοιτητής στην Γαλλία. Έκανε ένα μεταπτυχιακό εκεί, πράγμα για το οποίο δεν μας μίλησε, κι έτσι δεν γνωρίζαμε ποιο ακριβώς ήταν το αντικείμενό του. Θυμάμαι, όμως, ότι ο τύπος ήταν πολύ χαλαρός σε ό,τι κι αν έκανε ή έλεγε. Εγώ, η Ιωάννα, η Έλλη και ο Αλέξανδρος καθίσαμε μαζί του σε ένα μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι. Ο καθένας είχε μπροστά του ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, η οποία έμοιαζε έτοιμη να χυθεί.
«…διότι αν η θρησκεία είναι το όπιο των λαών, τότε η ιδεολογία είναι το όπιο των μαζών», είπε ο Ανδρέας. 
Έτσι τον έλεγαν, και όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κρατήθηκα για να μην βάλω τα γέλια. Πού το είχε ακούσει αυτό; Μόνος του το είχε σκεφτεί; Η ιδεολογία είναι το όπιο των μαζών; Ήξερα ότι η ιδεολογία λειτουργούσε σαν ένα φακός που διαστρέβλωνε πολλά, αλλά ποιος δεν χρησιμοποιεί έναν τέτοιο φακό; Το μόνο που κάνει η ιδεολογία είναι να ανταποκρίνεται στον διαστρεβλωτικό φακό που ήδη χρησιμοποιεί ο καθένας από εμάς. Του το είπα αυτό, κι εκείνος είπε το εξής:
«Δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε κανένα φακό να μας επηρεάζει. Έχεις δίκαιο, και αυτό θα είναι κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς. Αλλά πρέπει κάθε στιγμή να στεκόμαστε κριτικοί απέναντι στους εαυτούς μας και στη σκέψη μας. Πρέπει να αναπτυσσόμαστε και να εξελισσόμαστε διαρκώς, μαθαίνοντας καινούρια πράγματα, και αναπτύσσοντας τις αισθήσεις μας».
«Τι εννοείς όταν λες ‘αναπτύσσοντας τις αισθήσεις μας’;» Τον ρώτησα.
«Έλα τώρα! Είσαι συγγραφέας! Και μάλιστα καλός συγγραφέας, έχω διαβάσει δύο βιβλία σου. Γιατί θα ρωτούσες κάτι τέτοιο; Ο τρόπος σου ανταποκρίνεται ήδη και στα δύο πράγματα που ανέφερα. Λες στο βιογραφικό των βιβλίων σου ότι δεν έχεις σπουδάσει τίποτα, πόσο μάλλον ότι παράτησες τις σπουδές σου, σαν να καυχιέσαι γι’ αυτό, κι όμως φαίνεται ότι έχεις γνώσεις σε όσα γράφεις. Άρα, αναπτύσσεσαι, μαθαίνεις, διαβάζεις στην προκειμένη περίπτωση, και εξελίσσεσαι διαρκώς.
»Τα γραπτά σου είναι πλούσια σε συναίσθημα και σε στιγμές ανθρωπιάς, τόσο μίσους, όσο και αγάπης ή φόβου, νοσταλγίας, θλίψης και χαράς. Η ενασχόλησή σου με τις τέχνες σε έχει οδηγήσει στο να αναπτύξεις τον εσωτερικό, συναισθηματικό σου κόσμο. Αυτά τα δύο κατά την γνώμη μου αποτελούν αυτό που ονομάζεται καλλιέργεια. Επομένως, εφόσον όντως κάνεις αυτά τα δύο πράγματα, γιατί με ρωτάς κάτι τέτοιο; Με δοκιμάζεις; Τι θες; Να δεις αν μπορώ να υποστηρίξω τις απόψεις μου; Ε, λοιπόν, φιλαράκι μη μου τη μπαίνεις, γιατί μπορώ».
Ω Θεέ, μου! Είχα σκεφτεί. Κάποτε θα είχα θυμώσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι πραγματικά απόλαυσα τον τρόπο με τον οποίο μου την μπήκε ο Ανδρέας. Νομίζω ότι ήξερε τι έλεγε, και έβρισκα ότι ήμουν απολύτως σύμφωνος, αφού αυτή ήταν η τακτική που ακολουθούσα κι εγώ ο ίδιος. Μπορεί να είχα παρατήσει το πανεπιστήμιο, αλλά είχα ασχοληθεί από μόνος με τις επιστήμες που υποτίθεται ότι θα σπούδαζα. Με ενδιέφεραν σε θεωρητικό επίπεδο, ήθελα την γνώση και την κατανόηση του κόσμου και της κοινωνίας, ήθελα να μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Και μέσα από όλα αυτά, είχε γεννηθεί ένα κείμενο που λεγόταν «Γνώση και Κοινωνικοποίηση». Τα γραπτά μου δεν περιορίζονταν μόνο σε λογοτεχνία, αλλά είχα αγγίξει μια πληθώρα άλλων τομέων, όχι ντύνοντας τις σκέψεις μου με το μανδύα της επιστήμης, αλλά χρησιμοποιώντας ένα κοινό δημιουργικό μυαλό, αυτό ενός συγγραφέα, για να δημιουργήσω κάτι που πήγαζε από την γνώση, και όχι από το συναίσθημα και την εμπειρία. Βέβαια, η γνώση και η εμπειρία σε πολλούς τομείς συγκλίνουν, αλλά και πάλι. Δεν είμαι, ούτε και πρόκειται να γίνω επιστήμονας.
Τα κείμενα αυτά είχαν θετική εξέλιξη στη μέχρι σήμερα πορεία μου. Διάφοροι είχαν ασχοληθεί μαζί τους, και κάποιοι τα είχαν αγαπήσει, μάλιστα, τα είχαν εντάξει στη σκέψη τους ως κομμάτι της φιλοσοφίας τους, κι αυτό, αν μη τι άλλο, ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Πραγματικά νομίζω ότι η εξάπλωση και η ανάπτυξη της γνώσης δεν χρειάζεται σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά την θρέψη εκείνης της δημιουργικότητας των ανθρώπων, η οποία οδηγεί στην θέληση για μάθηση και για προσωπική ανάπτυξη, στην αυτοπραγμάτωση. Η επιστήμη συμβαίνει απλά και μόνο επειδή υπάρχουν άνθρωποι που είναι δημιουργικοί, και όχι επειδή υπάρχουν πανεπιστήμια και άλλων ειδών ιδρύματα. Ίσως, μάλιστα, τα πανεπιστήμια να λειτουργούν πολλές φορές ανασταλτικά για την εξέλιξη της επιστήμης, ιδίως με τις σχέσεις συμφέροντος που δημιουργούνται εκεί μέσα.
Πιστεύω ότι η ανθρώπινη επαφή, αυτή με την έννοια της δημιουργικής συνεργασίας, παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της γνώσης. Η αντιπαράθεση διάφορων απόψεων αποτελεί από μόνη της μια δημιουργική διαδικασία. Τέτοιες περιπτώσεις, όμως, έχουν αντικατασταθεί από τις κομματικές και άλλου είδους σχέσεις συμφέροντος μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, και έτσι οδηγείται η διαδικασία απόκτησης της γνώσης σε μια κατάσταση πραγματικής εξαθλίωσης, η οποία δεν έχει κανένα νόημα, πέρα από μια κάποιου είδους «συμφωνία», μια σχέση ανταλλαγής τέτοιας, που εξυπηρετεί σκοπούς άλλους, και σίγουρα όχι την επιστήμη. Συνεπώς, έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο μαθαίνει στους νέους πώς να είναι ανταγωνιστικοί, ένα σύστημα το οποίο καθορίζεται από πολιτικές ιδεολογίες, καθώς οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι σε πολλές περιπτώσεις εξαρτημένοι από τις ανάλογες πολιτικές ομάδες, τις φοιτητικές παρατάξεις του εκάστοτε κόμματος. Έχουμε έτσι ένα συνονθύλευμα λειτουργιών τέτοιων, στις οποίες ο καθένας προσαρμόζεται με βάση την εκπλήρωση των δικών του στόχων, χωρίς ποτέ αυτό να αλλάζει, παρά μόνο να εντείνεται και να χειροτερεύει, να διογκώνεται. Και όλα αυτά ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους προσωπικά παράτησα τις σπουδές μου. Δεν ήθελα να γίνω μέρος ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας, ενός συστήματος που πίστευα ότι θα καταπατούσε στην πραγματικότητα την αληθινή μου αξία και την προσωπικότητά μου σε τέτοιο βαθμό, που τελικά θα διαστρέβλωνε την δική μου οπτική με τρόπο τέτοιο, ώστε να με κάνει αυτό ακριβώς που δεν ήθελα ποτέ να γίνω. Το να τα παρατήσω, ακριβώς όπως έκανε και ο Αλέξανδρος, ήταν για εμένα η καλύτερη δυνατή επιλογή. Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν θα μου στερούσε το δικαίωμα στην γνώση. Δεν θα είχα το ανόητο και ανούσιο πτυχίο τους, αλλά η αξία αυτού είναι κάτι που προσδιορίζεται κοινωνικά, όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος πιο πάνω, και δεν είναι παρά μια προκατάληψη. Σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω αποτυχημένος. Απλά δεν χαίρω ιδιαίτερης αποδοχής σε σχέση με τις επιλογές μου, πράγμα το οποίο, όταν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, μετράει πολύ λίγο, έως καθόλου. Έχει να κάνει με τις αξίες σου, και τις αξίες των άλλων. Κι επιπλέον, όταν αποφασίζεις να ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο, ο οποίος διαφέρει από τον δρόμο των άλλων, οφείλεις να περιμένεις αρνητικές αντιδράσεις. Νομίζω ότι ο Mark Twain είχε πει κάτι τέτοιο, κι αν κάνω λάθος, σας παρακαλώ να με διορθώσετε.
Ο Ανδρέας έμοιαζε να είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος. Στην αρχή τον πέρασα για αναρχικό, και ίσως να ήταν, κατά κάποιο δικό του τρόπο. Είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, και ήξερε πότε να απαντήσει και πώς, πράγμα που έδειχνε κατάλληλη κοινωνικοποίηση. Ήταν ευχάριστη παρέα σε γενικές γραμμές.
Μας είπε ότι ερχόταν πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Παρεκκλησίου, και ότι θα περίμενε για να ακούσει αποσπάσματα από τη νουβέλα μας, και αργότερα να την αγοράσει. Εγώ και ο Αλέξανδρος, και οι δύο ξέραμε ότι κυρίως μιλούσε η ευγένειά του, και πολύ λιγότερο η επιρροή της τέχνης μας. Περιέργως, νομίζω ότι πάντα έτσι συμβαίνει με τα καλλιτεχνικά έργα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που μαγεύονται πραγματικά και θέλουν να το δείξουν, ιδίως όταν λένε «ναι, θα το αγόραζα αν…». 
Αργότερα άφησα τους υπόλοιπους και οδήγησα με τον Ανδρέα μέχρι το ξενοδοχείο του, στην βόρεια άκρη του χωριού, σχεδόν έξω από αυτό. Με ευχαρίστησε, και μου είπε ότι ήμασταν όλοι μας μια καλή παρέα. Τον χαιρέτησα, και του είπα ότι θα τα λέγαμε ξανά, ίσως την επομένη κιόλας. Γύρισα πίσω για να βρω την Έλλη, την Ιωάννα, και τον Αλέξανδρο.Είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άνθρωποι στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημαρχείου. Υπήρχαν πολλές θέσεις οι οποίες δεν είχαν γεμίσει ακόμα, αλλά ο κόσμος ήταν ήδη αρκετός ώστε να μου φέρει άγχος. Ο Πέτρος ήταν κι εκείνος αγχωμένος, αλλά κάπως λιγότερο από εμένα. Είχε διαβάσει ξανά κείμενά του μπροστά σε άλλους, μπροστά σε ακροατές, μάλλον, και ήταν περισσότερο έμπειρος. Την τελευταία στιγμή του ζήτησα να βγει μόνος του, αν και ήξερα ότι δεν θα το δεχόταν. Τελικά βγήκαμε μαζί.
Στάθηκε πρώτος μπροστά στα μικρόφωνα, ήξερε ότι θα έχανα τα λόγια μου, και ανέλαβε εκείνος να κάνει την αρχή. Πρώτα τους χαμογέλασε, ενώ εγώ στεκόμουν δίπλα του και μερικά βήματα πίσω. Μετά τους χαιρέτησε, και σύντομα ξεκίνησε να λέει λίγα λόγια για το Παρεκκλήσι, για το παρελθόν του εδώ, καθώς και για το παρόν του. Συνέχισε με το πώς γνώρισε εμένα, και τότε σκέφτηκα ότι ίσως και να έλεγε ψέματα. Εννοώ ότι ποτέ δεν πείστηκα ότι τυχαία μπήκε στο βιβλιοπωλείο εκείνη τη μέρα, ότι τυχαία με βρήκε ενώ πρώτα είχε διαβάσει το άρθρο μου στην εφημερίδα. Ήμουν σίγουρος, και γινόμουν όλο και πιο σίγουρος ότι είχε έρθει σκοπίμως να μου μιλήσει. Ωστόσο, έλεγε ψέματα μπροστά σε έναν τόσο μεγάλο αριθμό από ανθρώπους. Προσπαθούσε να μην δείξει ότι είχε αδυναμίες. Γιατί πραγματικά πιστεύω ότι οι αδυναμίες και οι ανάγκες του είχαν οδηγήσει τελικά στη συγγραφή εκείνης της νουβέλας που είχαμε γράψει μαζί. Εκείνες τον είχαν οδηγήσει στην γνωριμία μας.
Σε λίγο μίλησε για εμένα, περισσότερο σαν να με σύστησε, και μου έκανε νόημα (μάλλον ελπίζοντας να μην το προσέξει κανείς) να περάσω μπροστά. Άνοιξα το στόμα μου και είπα μερικές ανοησίες. Απόφυγα να κοιτάξω τον οποιονδήποτε στα μάτια. Είχα άγχος, αυτή ήταν η αλήθεια, και θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να στραφώ προς τους ακροατές και να τους μιλήσω γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Τα λόγια μου περιορίστηκαν στη νουβέλα. Είπα πολύ λίγα για τον εαυτό μου, και πολύ λίγα για το τι σήμαινε για εμένα το Παρεκκλήσι. Το τελευταίο ήταν ένα θέμα που, όπως είπα, είχε θίξει ο Πέτρος, και ευτυχώς, παρά το άγχος μου, είχα την απαραίτητη προνοητικότητα να μην το θίξω παραπάνω. Τους είπα πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Μαριάννας», τους είπα ότι οδηγηθήκαμε σε μια κατάληξη που ήταν κάπως αναπάντεχη, μια κατάληξη που προερχόταν από τον Πέτρο, και για την οποία είχαμε συμφωνήσει από κοινού. Αργότερα ο Πέτρος θα μου έλεγε ότι μίλησα για το τέλος της ιστορίας σαν να ένιωθα ένοχος, κι εγώ θα του έλεγα πάνω στα νεύρα μου να με παρατήσει ήσυχο, αφού ούτε καν ήμουν σίγουρος για το σύνολο των λόγων μου. Ήταν αλήθεια, ότι ο ανόητος λόγος μου έμοιαζε σαν να μιλούσε κάποιος άλλος μέσα από εμένα, κάποιος άλλος Αλέξανδρος, που εμφανιζόταν μόνο μερικές φορές, σε περιπτώσεις αμηχανίας του πρώτου Αλέξανδρου.
Τελικά διαβάσαμε μερικά αποσπάσματα. Ένιωθα τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, που πραγματικά νόμισα ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν, είχα στ’ αλήθεια την αίσθηση ότι όλα είχαν γίνει λάθος, ότι εγώ είχα κάνει τα πάντα λάθος. Ήμουν έτοιμος να γίνω επιθετικός κατά κάποιον τρόπο, κυρίως προς τον Πέτρο. Δεν ήταν παρά ένας μηχανισμός άμυνας, και το ήξερα, και το πρόσεξα, και το παρατήρησα, και αμέσως μόλις ο Πέτρος διάβασε το τελευταίο απόσπασμα και ανακοίνωσε ότι είχε επικοινωνήσει ήδη με έναν εκδότη, περπάτησα μακριά και βγήκα από το δωμάτιο.
Κάποιοι είχαν τραβήξει και φωτογραφίες, είχα δει τα φλας τους, και αυτό με είχε εκνευρίσει ακόμη περισσότερο. Δεν μου άρεσαν ποτέ αυτές οι μαλακίες. Από τις γιορτές του δημοτικού, μέχρι εκείνη τη μέρα στο Παρεκκλήσι, αντιπαθούσα όλες τις γιορτές και τις εκδηλώσεις στις οποίες έπρεπε να συμμετέχω ενεργά, αντί απλά να παρακολουθώ. Πάντοτε μου θύμιζαν τις εθνικές γιορτές όπως διεξάγονταν στα σχολεία. Αργές, βαρετές, χωρίς τέλος, έμπαιναν μέσα στο μυαλό σου και σου σάπιζαν την σκέψη, έφταναν μέχρι την ψυχή σου και σε έκαναν να θες να φύγεις διακοπές στον πιο μακρινό τόπο του κόσμου, με τις πιο καθαρές θάλασσες και τα πιο μαγευτικά νερά. Τις αντιπαθούσα από πάντα.
Κι έτσι, η παρουσίαση της νουβέλας μας πραγματοποιήθηκε.
Ακολούθησαν κι άλλες παρουσιάσεις, αλλά δεν με ενδιέφεραν, είχα φύγει ήδη. Αργότερα έμαθα ότι η Ιωάννα και ο Πέτρος με έψαχναν, αλλά δεν με ενδιέφερε ούτε αυτό. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Δεν ξέρω τι με ενοχλούσε περισσότερο. Το ότι ένιωθα ότι τα είχα κάνει σκατά, ή το ότι δεν είχα καταφέρει να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις μιας παρουσίασης λόγω της απειρίας μου; Είχα νιώσει σα μαλάκας, πώς το λένε;
Βγήκα έξω και κάθισα για λίγο σε ένα πεζούλι στην αυλή. Παράλληλα έβριζα. Ναι, ακριβώς, έβριζα οτιδήποτε μπορούσα να φανταστώ, οτιδήποτε έβλεπα μπροστά μου, και οτιδήποτε ένιωθα ότι με εμπόδιζε. Ήμουν απογοητευμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό, λοιπόν. Αλλά ας μην επεκταθώ άλλο σ’ αυτό.
Αργότερα είδα την Ιωάννα να βγαίνει από το δημαρχείο. Με ρώτησε αν ήμουν καλά, της είπα ναι, ήμουν. 
«Ναι, καλά», είπε εκείνη. «Τι έχεις; Μια χαρά τα είπες. Κι εσύ, και ο Πέτρος. Το χειροκρότημα το άκουσες στο τέλος;»
«Μη μου μιλάς τώρα», της είπα, «έχω τα νεύρα μου».
Οι σχέσεις των ανθρώπων, θα το ξέρετε ήδη, δεν είναι τέλειες. Για μια στιγμή είχα σκεφτεί ότι η καλύτερη και «σωστότερη» αντίδραση που θα ήθελα να έχει η Ιωάννα θα ήταν να προσπαθήσει να με παρηγορήσει, αλλά δεν ήταν αυτό που είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να ξεσπάσω. Και πραγματικά, δεν ήταν αυτό που έκανε. Θύμωσε, και μου μίλησε απότομα, και της μίλησα κι εγώ απότομα, και στο τέλος εμφανίστηκε εκείνος ο κακός Αλέξανδρος, εκείνος που δεν ξέρει τι να πει και πώς να συμπεριφερθεί, και αυτό οδήγησε στο να πληγωθεί η Ιωάννα, και να σηκωθεί και να φύγει, και να με παρατήσει μόνο μου στην αυλή του δημαρχείου. Την είδα να φεύγει, και εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε ούτε καν αυτό. Ακόμη περισσότερο, ένιωσα την επιθυμία να την βρίσω τη στιγμή που απομακρυνόταν.
Λίγα λόγια για τον καυγά. Σε μια σχέση μπορεί να είναι θεραπευτικός, ίσως. Έτσι νομίζω. Νομίζω ότι μέσα από μια έντονη διαφωνία δύο άνθρωποι μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν την σχέση τους, κι αυτό να οδηγήσει –πιθανώς- σε ισχυρότερους δεσμούς. Επομένως, ίσως μια τέτοια φασαρία σαν εκείνη που συνέβη ανάμεσα σ’ εμένα και στην Ιωάννα να ήταν ένδειξη υγείας στην σχέση μας. Ίσως, και θέλω να το πιστεύω αυτό.
Και τώρα, λίγα λόγια για τον κακό Αλέξανδρο. Ο κακός Αλέξανδρος είναι απόλυτος. Λειτουργεί με γενικεύσεις και απόλυτες απόψεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους με διάφορους αρνητικούς τρόπους και ονόματα. Ο κακός Αλέξανδρος παρακινείται από το μίσος, τις πληγές τους, τον θυμό του και την πίκρα που έχει μέσα του, από την έλλειψη αυτοεκτίμησης και τις ανασφάλειές του, και όλα αυτά είναι ένας εκρηκτικός μηχανισμός εις βάρος των ανθρώπων που προσπαθούν να είναι κοντά του, αλλά και εις βάρος του ίδιου του τού εαυτού, του πρώτου Αλέξανδρου. Επομένως, ίσως ο καυγάς μου με την Ιωάννα να μην ήταν τόσο ένδειξη υγείας.
Όπως και να ‘χει, κάναμε μερικές μέρες να τα βρούμε, αφού εγώ, βέβαια, το προσπάθησα πολλές φορές. Τελικά μου είπε ότι την πλήγωσα, ότι είπα κάτι που ούτε κι εγώ θυμόμουν ότι είχα πει, και πράγματι, όταν το άκουσα ντράπηκα τόσο, που δεν είχα άλλα λόγια, παρά μόνο μια λέξη να ξεστομίσω με όσο το δυνατόν περισσότερο ταπεινό τρόπο γινόταν: Συγνώμη. Και αυτό ήταν όλο.
Μετά προσπάθησα να της εξηγήσω για εμένα, κι εκείνη θέλησε να ακούσει, αλλά δεν πείστηκα ότι της είχε περάσει ο θυμός. Κι έτσι, αποφάσισα να της δώσω χρόνο.
Παράλληλα, ήρθε να με βρει ο Πέτρος στο βιβλιοπωλείο. Του ζήτησα κι εκείνου συγνώμη που είχα φύγει έτσι. Σκέφτηκα ότι ήμουν ένας πραγματικά μικρός άνθρωπος που είχα τέτοιες αντιδράσεις, αλλά αυτό δεν το είπα. Είχα μάθει να λέω λίγα για τον εαυτό μου, και ακόμη λιγότερα αρνητικά. Ίσως αυτό να σήμαινε ότι είχα αρχίσει να με σέβομαι κιόλας. Ότι δεν δεχόμουν να παρουσιάζω έτσι απλόχερα την αυτοκριτική μου στους άλλους, αφήνοντάς τους να σχηματίσουν μια αρνητική γνώμη για μένα. Και ναι, η εμπειρία μου μού έλεγε ότι όταν κάποιος μειώνει διαρκώς τον εαυτό του, είτε διώχνει τους άλλους από κοντά του, είτε τους επιτρέπει να τον κακομεταχειρίζονται ή λεκτικά, ή με άλλους τρόπους. Εντάξει, είχα συμπεριφερθεί παράξενα, και ήταν αλήθεια αυτό, και είχα πληγώσει μια κοπέλα που είχε μεγάλη σημασία για εμένα, αλλά δεν θα τα έβαφα και μαύρα, έτσι δεν είναι; Η ζωή συνεχίζεται ό,τι κι αν γίνει, και τώρα μια υπόθεση: Η αυτοπεποίθησή μου είχε αλλάξει από τότε που εγκατέλειψα την υποτιθέμενη φοιτητική ζωή. Ή μάλλον αυτό δεν είναι υπόθεση, είναι περισσότερο μια διαπίστωση. Δεν θυμάμαι αν το ανέφερα πιο πάνω, αλλά περνούσα κάποιες ώρες τη μέρα διαβάζοντας βιβλία που αφορούσαν τη σχολή μου, βιβλία που έβρισκα στη βιβλιοθήκη του Παρεκκλησίου, και αυτό με γέμιζε. Εκείνο το διάβασμα ήταν πραγματικά δημιουργικό.
Ωστόσο, κάθε φορά που καθόμουν στο αναγνωστήριο, σκεφτόμουν την παλιά μου ζωή, και πώς δεν είχα καταφέρει να ανταποκριθώ σ’ εκείνην. Στην πραγματικότητα, ούτε εκείνη είχε ανταποκριθεί σ’ εμένα, οπότε ίσως ό,τι υπήρχε ανάμεσά μας να ήταν αμοιβαίο. Αυτή δεν είναι η φράση που χρησιμοποιούν σε τέτοιες περιπτώσεις; Είναι αμοιβαίο…
Και μαζί με την παλιά μου ζωή, σκεφτόμουν τους γονείς μου. Με ταλαιπωρούσε η σκέψη ότι τους είχα εγκαταλείψει, ότι θα ανησυχούσαν και όλα αυτά, αλλά πραγματικά ήθελα τον χρόνο μου όταν είχα φύγει. Τότε αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί τους. Ένιωθα πραγματικά σαν να είχα την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη; Εκείνοι θα ζητούσαν ποτέ συγνώμη; Βέβαια… εκείνοι καταλάβαιναν ότι είχαν κάνει λάθη;
Και βέβαια το καταλάβαιναν. Τους το είχα πει, εξάλλου. Εκείνοι, για να πω την αλήθεια, δεν θα ζητούσαν –ούτε και ζήτησαν ποτέ- συγνώμη. Ποτέ. Η άποψή μου για εκείνους ήταν κάτι που άλλαξε πολλές φορές μέχρι σήμερα, και ενίοτε ακόμα αλλάζει. Αλλά πάντα υπενθυμίζω στον εαυτό μου ό,τι έχω ανάγκη να υπενθυμίσω κάθε φορά. Όταν με βοηθάει ο θυμός απέναντί τους, το εκμεταλλεύομαι. Όταν με βοηθάει η αγάπη, τότε την εκμεταλλεύομαι. Και κάπως έτσι, με τους ανάλογους, εσωτερικούς, ψυχικούς ελιγμούς, καταφέρνω να πορευτώ. Ίσως αυτό να είναι μια μικρή ένδειξη του ότι κατανοώ τον εαυτό μου όλο και περισσότερο. Και ακόμη καλύτερα: Διαπιστώνω, παρατηρώ, και μαθαίνω από αυτόν πράγματα που μου αρέσουν. Πράγματα που μου αρέσουν όλο και περισσότερο.
«Το Φεστιβάλ σας είναι μια μεγάλη μαλακία!»
Έτσι είπα στον Πέτρο εκείνη τη μέρα που ήρθε στο βιβλιοπωλείο. Και όχι μόνο το είπα, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή το εννοούσα κιόλας. Δεν μου είχε φύγει ακόμα ο θυμός, άραγε, ή μήπως ήταν ένα κράμα πείσματος και εγωισμού αυτό που ένιωθα; Κάτι σαν ένας συνδυασμός που με ωθούσε να συνεχίσω να είμαι εκνευρισμένος και θυμωμένος με τον εαυτό μου;
Ο Πέτρος στηρίχτηκε με το ένα χέρι του στον πάγκο, και έφερε το άλλο στη μέση του. Μετά έσκασε στα γέλια.
«Δεν έχεις βγει ποτέ ξανά μπροστά σε κόσμο, έτσι δεν είναι;» Με ρώτησε.
«Έχω βγει», του είπα. «Στην πρώτη δημοτικού είπα ένα ποίημα μπροστά σε γονείς και παιδιά».
Ο Πέτρος έσκασε στα γέλια.
«Τι γελάς, ρε-»
Βασικά, αυτό που ήθελα να πω ήταν τι γελάς ρε μαλάκα, αλλά κάπως η ηλικιακή διαφορά μας με εμπόδισε. Θα ένιωθα τύψεις αργότερα αν δεν κατάφερνα να σεβαστώ έναν μεγαλύτερό μου. Αν και υποτίθεται ότι πιστεύω πως ο σεβασμός κερδίζεται. Αλλά και πάλι… ο Πέτρος είχε κερδίσει τον σεβασμό μου, χωρίς αμφιβολία. Θεέ μου, τι ανοησίες. Δεν ήθελα να χάσω την φιλία μας για μερικές στιγμές εκνευρισμού, δεν ήθελα να κάνω ό,τι είχα κάνει την προηγούμενη νύχτα με την Ιωάννα.
«Έχω εμφανιστεί άλλη μία φορά μπροστά σε κόσμο», του είπα. «Μετά την τρίτη λυκείου. Μας έδιναν επαίνους, κι έπρεπε να βγω μπροστά σε ένα μικρόφωνο και να πω ‘είμαι ο Αλέξανδρος τάδε, και πέρασα στη σχολή τάδε’, και κάτι τέτοιες μαλακίες. Υπήρχαν και κάμερες εκεί, μου είπαν ότι μίλησα μια χαρά, αλλά ήμουν πολύ σοβαρός».
«Σοβαρός;» Ρώτησε ο Πέτρος ενώ ακόμα χαμογελούσε.
«Ναι, γιατί;»
«Μάλλον ήσουν αγχωμένος, δεν είχες χαλαρώσει καθόλου. Καλά, ρε. Πώς θα γινόσουν καθηγητής μετά το πανεπιστήμιο αν δεν μπορούσες να εμφανιστείς μπροστά στα παιδιά; Πώς θα μιλούσες μέσα στην τάξη; Πώς θα έδινε διαλέξεις αργότερα;»
Τον κοίταξα, και αυτή τη φορά, δεν ήξερα ποιος από τους δυο μας ήταν ο μαλάκας.
«Με βλέπεις να γίνομαι καθηγητής, ρε;» Τον ρώτησα.
«Έτσι που το πας… μάλλον όχι, για να πω την αλήθεια».
«Ε, τότε άσε με. Πάνε γράψε τίποτα, μην σπαταλάς τη μέρα σου άσκοπα».
Είχε κι εκείνος παρατήσει τις σπουδές του. Το ίδιο είχα κάνει κι εγώ. Και η εμπειρία μου μού έλεγε ότι άνθρωποι σαν εμένα, άνθρωποι που νιώθουν αποτυχημένοι, βρίσκουν κατά κάποιο τρόπο καταφύγιο σε άλλους που θεωρούν ισότιμούς τους.
Αλλά μόλις είπα την λέξη κλειδί. Αποτυχία. Ένιωθα αποτυχημένος ως τι ακριβώς; Ήταν για μένα μια απελευθέρωση το να παρατήσω τις σπουδές μου, το ήξερα, και το ένιωθα, το είχα νιώσει μέσα μου, το ένιωθα κάθε μέρα, που να πάρει ο διάολος! Επομένως τι ήθελα τώρα;
Σίγουρα ήθελα να είμαι «μεγαλύτερος» από τέτοιες μικρότητες, όπως η αναζήτηση ενός άλλου ανθρώπου σαν κι εμένα, προκειμένου να μη νιώθω μειονεκτικά. Κι εξάλλου, ο Πέτρος δεν ήταν σαν κι εμένα. Ο Πέτρος ήταν συγγραφέας, και μπορεί να είχε παρατήσει τις σπουδές του, αλλά δεν είχε εγκαταλείψει την μάθηση. Είχε εκπαιδεύσει ο ίδιος τον εαυτό του, ήταν αυτοδίδακτος σε ό,τι ήξερε, και για κάποιο λόγο αυτό με έκανε να τον σέβομαι.
Μήπως δεν ήθελα κάτι τέτοιο και για τον εαυτό μου;
Από τότε που άρχισα να διαβάζω στην βιβλιοθήκη του χωριού, παρατήρησα ότι αυτό που με απωθούσε δεν ήταν οι επιστήμες. Αυτές, αντιθέτως, ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον, πολύ χρήσιμο για τον εσωτερικό μου κόσμο, αλλά και για την συγγραφή, που ήταν τόσο σημαντική για εμένα. Αυτό που τόσο με ενοχλούσε, ήταν ο εξαναγκασμός του εκπαιδευτικού συστήματος, βάσει του οποίου έπρεπε να ενταχθώ σε μια δήθεν «εκπαιδευτική κοινότητα», αυτή των φοιτητών και καθηγητών, η οποία όμως ένιωθα ότι δεν μου ήταν καθόλου χρήσιμη. Ακόμη περισσότερο, ένιωθα ότι με έφθειρε.
Το απόγευμα προσπάθησα να ξεκινήσω μια καινούρια ιστορία. Ήταν ένα διήγημα, αν και λίγο μεγάλο για διήγημα, αλλά την ίδια στιγμή αρκετά μικρό ώστε να μην είναι νουβέλα. Επομένως αυτό μάλλον το κάνει διήγημα, έτσι δεν είναι;
Η συνεργασία με τον Πέτρο ήταν μια καινούρια εμπειρία, αλλά δεν υπάρχει τίποτα άλλο σαν την ικανοποίηση που σου προσφέρει το μοναχικό γράψιμο. Υπάρχουν φορές που νιώθεις τελείως ανανεωμένος μετά από κάποια ώρα συγγραφής. Έχεις κάνει κάτι πολύ αξιόλογο, κάτι που για εσένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχεις ασκήσει την τέχνη σου, και έχεις κάνει ένα βήμα προς τους στόχους σου, και αυτό σε γεμίζει με ενέργεια, παρά την πνευματική κούραση που νιώθεις. Είναι σαν να έχεις κάνει αυτό που είσαι προσδιορισμένος να κάνεις, αυτό είναι όλο, και τίποτα δεν σε γεμίζει περισσότερο από την ανάγκη να ικανοποιήσεις την δίψα του να γίνεις αυτό που πραγματικά είσαι.
Το πώς καθορίζεται το ποιος είσαι, είναι κάτι που δεν γνωρίζω, και πραγματικά πιστεύω ότι κανείς δεν γνωρίζει. Ίσως να έχει να κάνει με το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεσαι. Ναι, σίγουρα έχει να κάνει με αυτό. Κάποιοι χρησιμοποιούν λέξεις όπως αυτή που χρησιμοποίησα πριν. Μιλάω για την λέξη «προσδιορισμένος». Σαν, δηλαδή, η φύση σου να είναι προκαθορισμένη ήδη από τη στιγμή της σύλληψής σου. Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να αναγνωριστεί και να εξηγηθεί κάτι τέτοιο επιστημονικά, αλλά μερικές φορές, τέτοιου τύπου ιδέες παίζουν τον δικό τους ρόλο στην σκέψη μου και στην ανάπτυξή μου. Δεν έχει σημασία τι υπάρχει και τι όχι, καθόλου, καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία σε έναν κόσμο ιδεών, είναι όλες οι ιδέες που σε επηρεάζουν θετικά, ώστε να μπορείς να βαδίζεις μια διαρκώς ανοδική πορεία. Οι ιδέες που σε επηρεάζουν αρνητικά είναι εξίσου σημαντικές, αφού έτσι κι αλλιώς όπως είπα σε επηρεάζουν, και γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις και να μαθαίνεις πώς να τις ελέγχεις. Όταν μαθαίνεις να ελέγχεις τον δικό σου νου, τότε είσαι ο κύριος του εαυτού σου. Τότε τίποτα δεν σε πτοεί, τίποτα δεν μεταβάλλει την πορεία σου με κανέναν τρόπο, τίποτα δεν είναι δυνατόν να σε βλάψει.
Αλλά ας αφήσω κατά μέρος τα μεγάλα λόγια. Δεν ξέρω κατά πόσο είμαστε όλοι ικανοί να ασκήσουμε τέτοια δύναμη στο μυαλό μας. Κάποιοι άνθρωποι μπορούν, αλλά τουλάχιστον εγώ προσωπικά, δεν έχω αυτή την δυνατότητα, ούτε μπορώ να αναπτύξω σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές μου. Μπορώ, ωστόσο, να χρησιμοποιήσω την σκέψη μου και τα συναισθήματά μου, για να ζήσω μια ζωή τέτοια, όπως πιστεύω ότι μου αξίζει και μου αρμόζει. Γιατί αν δεχτώ ότι ο καθένας είναι προσδιορισμένος να γίνει κάτι, τότε αυτό που θέλει να γίνει, μπορεί μόνο να είναι ανάλογο των δυνατοτήτων του, και αυτό που παρεμβαίνει ενδιάμεσα και μας καθιστά αποτυχημένους, είναι πρώτα –και όχι πάντα- η οικογένεια, και κατόπιν αυτού, η κοινωνία και ο πολιτισμός.
Οι κοινωνικοί θεσμοί μπορούν να είναι περιοριστικός παράγοντας προς την ανάπτυξη του ατόμου, και αυτό είναι δεδομένο. Οι κοινωνικοί θεσμοί καθορίζουν τις ζωές μας και τις επιλογές μας, παρέα με όλους τους άγραφους νόμους που εμείς οι ίδιοι έχουμε θέσει. Και αυτό που μέσα μου πολλές φορές υποστηρίζω, και που με κάνει να νιώθω ειρήνη και ελευθερία, χωρίς να σχετίζεται με θυμό και μίσος, πια, είναι το εξής: Μόνο μακριά από την κοινωνία μπορεί κανείς να είναι πραγματικά ο εαυτός του. Μόνο μακριά από την κοινωνία μπορεί κανείς να οδηγηθεί στην αυτοπραγμάτωση. Αυτό που έκανε ο Πέτρος, καθώς και η δική μου κίνηση να παρατήσω τις σπουδές μου, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια απότομη στροφή προς την αυτοπραγμάτωση μας. Ο Πέτρος είχε καταφέρει ήδη τότε να κάνει πραγματικότητα τον εαυτό που είχε μέσα του, αλλά εντός των πλαισίων της κοινωνίας. Το ίδιο έκανα κι εγώ όταν τα παράτησα. Αυτή η ίδια η κοινωνία που μας περιορίζει με το να μας διαστρεβλώνει, μας περιορίζει επίσης με την επιλογή του να γίνουμε αυτό που θέλουμε μέσα της, και γι’ αυτόν τον λόγο περνάμε από διάφορα στάδια, ανάμεσα σε αυτά είναι και η απόρριψη που δεχόμαστε από άλλους, μέχρι αυτή η ίδια η κοινωνία να μας αποδεχτεί για αυτό ακριβώς που είμαστε. 
Οι καλλιτέχνες, έχουν από μέσα τους την κλίση προς την τέχνη τους, την έντονη τάση για αυτοπραγμάτωση, αλλά όχι μόνο αυτοί. Την έχουν και όλοι οι άνθρωποι. Η διαφορά είναι ότι κάποιοι έχουμε την τύχη να ανακαλύπτουμε τη δική μας κλίση από νωρίς, ενώ άλλοι έχουν την ατυχία να μην την ανακαλύπτουν καθόλου. Κι έτσι, υποφέρουν οι καλλιτέχνες περισσότερο, καθώς η προσπάθεια για την πραγμάτωση του σκοπού καθορίζει την ίδια την φύση τους, την ψυχή τους, αλλά και το σώμα τους, σαν μια ενιαία ολότητα.
Αλλά αρκετά με τους καλλιτέχνες. Όλοι οι άνθρωποι είναι ιδιαίτεροι και μοναδικοί, ο καθένας με τον τρόπο του, και όλοι είναι άξιοι της επίτευξης των ονείρων και των στόχων τους. Προϋπόθεση, βέβαια, για όλα αυτά, είναι η απομάκρυνση από την διαστρέβλωση, και η ανακάλυψη του εαυτού.
Μερικές φορές κοιτάζω έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ενώ δεξιά και πιο μακριά, πίσω από τις κορυφές των σπιτιών, βλέπω το δημαρχείο, αλλά και την εκκλησία, και νιώθω ευγνωμοσύνη που μπορώ να κατανοώ καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου, αλλά και την σχέση που έχει αυτός με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ξέρω σε ποιον χρωστάω μια τέτοια ευγνωμοσύνη, αλλά υπάρχουν σίγουρα τέτοιες στιγμές για εμένα, στιγμές που μόνο γαλήνη μπορώ να νιώσω, κι ύστερα να αφεθώ ελεύθερος και να νιώσω εκείνο το είδος της ευτυχίας που διαρκεί τόσο, όσο σου παίρνει να το παρατηρήσεις, όπως έγραψε και ο Πέτρος πιο πάνω.Προσπάθησα να μιλήσω στην Ιωάννα αργότερα την ίδια μέρα. Της τηλεφώνησα στο σπίτι, κάτι που δεν μου είχε πει ποτέ αν θα την ενοχλούσε ή όχι. Σκέφτηκα ότι για να μου δώσει τον αριθμό γραμμένο σε ένα χαρτί, τότε μάλλον δεν θα ήταν πρόβλημα για εκείνην το να μιλήσω με κάποιον από την οικογένειά της. Εξάλλου, σκέφτηκα ότι ήμασταν λίγο μεγάλοι για να ζητάμε την άδεια των πρεσβύτερων.
Η μητέρα της το σήκωσε. Την χαιρέτησα, και πολύ ευγενικά, ζήτησα την Ιωάννα. Θεώρησα πολύ καλό το γεγονός ότι κι εκείνη, εξίσου ευγενικά, χωρίς να ρωτήσει καν ποιος την ζητάει, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος περιέργειας που είμαι σίγουρος ότι ένιωσα, μου είπε «μισό λεπτό», και μετά έδωσε το τηλέφωνο στην κόρη της.
Αυτό με έκανε να σκεφτώ μερικά πράγματα, και να θυμηθώ μερικά άλλα. Σκέφτηκα τους γονείς μου, και όλες τις απογοητεύσεις που είχα γευτεί εξαιτίας τους. Σκέφτηκα για άλλη μία φορά (είχα σταματήσει να τις μετράω, πλέον) πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα ανάμεσά μας. Και ύστερα ήρθαν αναμνήσεις. Ίσως να ένιωσα μια μικρή ζήλια για την οικογένεια της Ιωάννας, μια ευχάριστη ζήλια, παρέα με λίγο θαυμασμό, και αυτό πυροδότησε τις αναμνήσεις.
Όταν ήμουν μικρός, πολλές φορές, πριν καλά το καταλάβω, κατέληγα να λέω σε κάποιον από τους φίλους μου «είσαι πολύ τυχερός που οι γονείς σου είναι αυτοί που είναι», ή κάτι τέτοιο, και άλλα, παρόμοια πράγματα. Τα όσα έλεγα εκείνες τις στιγμές συνοδεύονταν από μια αίσθηση θλίψης, και ακριβώς η ίδια αίσθηση συνόδευε εκείνη τη στιγμή τις αναμνήσεις μου. Παράξενο πράγμα σε τι μπελάδες μπορεί να σε βάλει ένας απλός συνειρμός, ε;
«Ναι;»
Άκουσα την φωνή της, και για μια στιγμή δίστασα.
«Εγώ είμαι», της είπα. «Θες να μου μιλήσεις;»
Ησυχία, εκτός από την ανάσα της στο ακουστικό μου.
«Να συναντηθούμε κάπου έξω;» Με ρώτησε. «Όταν τελειώσεις από την δουλειά».
«Εντάξει».
Κι έτσι κανονίσαμε την ώρα. Είχε πει ότι θα περνούσε να με πάρει από το βιβλιοπωλείο, και όντως έτσι έγινε.
Περπατήσαμε για λίγο μαζί, και της ζήτησα συγνώμη. Προσπάθησα να κρατήσω το χέρι της, αλλά εκείνη δεν με άφησε να το κάνω. Πραγματικά είχε θυμώσει τόσο πολύ; Ή μήπως υπήρχε κάτι άλλο ανάμεσά μας;
«Ξέρω ότι υπάρχει κάτι που σε απασχολεί. Σε είδα τότε που δεν μπορούσες να κοιμηθείς, που περπατούσες μέσα στο δωμάτιο ανήσυχη. Πες μου, τι σε προβληματίζει;»
Της πήρε λίγα λεπτά μέχρι να μιλήσει ευθέως. Από εδώ το πήγε, από εκεί το έφερε, και όλο καθυστερούσε με δικαιολογίες, ώσπου τελικά κατάφερε να το βγάλει από μέσα της.
«Νιώθω πολύ μόνη όταν είμαι μαζί σου», μου είπε.
«Τι εννοείς;»
«Νιώθω ότι δεν σε καλύπτω συναισθηματικά, ότι δεν είμαι η κατάλληλη για εσένα, και αυτό με κάνει να νιώθω ανίκανη, ανάξια, και μόνη. Πολλές φορές είναι σαν να θέλω να απομακρυνθώ από κοντά σου, πολλές φορές μου φαίνεσαι σαν ξένος. Έχεις αλλάξει από τότε που σε γνώρισα, και αλλάζεις διαρκώς και πολύ γρήγορα. Είναι σαν να μη σε προλαβαίνω, γίνεσαι διαρκώς κάποιος άλλος, και νιώθω ότι σου είμαι βάρος. Κι επίσης… φοβάμαι ότι το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα, είναι να σου προσφέρω το σώμα μου. Και δεν θέλω να μένεις κοντά μου μόνο γι’ αυτό».
Τα άκουσα όλα αυτά με περιέργεια, και πραγματικά παραξενεύτηκα. Δεν θυμόμουν να είχα κάνει τέτοιες σκέψεις για εκείνην ποτέ.
«Αν δεν έχω να σου προσφέρω κάτι σαν άνθρωπος, τότε καλύτερα να με αφήσεις. Ή να σε αφήσω εγώ».
«Δεν θα ήθελα να με αφήσεις», της είπα, «σε καμία περίπτωση».
Η Ιωάννα είχε ένα πρόβλημα με τον εαυτό της, κατά την γνώμη μου. Και το πρόβλημα αυτό συνδεόταν άμεσα με εμένα. Αυτό που ήθελε, ήταν να την αποδεχτεί κάποιος ως άνθρωπο, όχι απλά ως γυναίκα, και φοβόταν ότι αργά ή γρήγορα θα την απέρριπτα. Και φαίνεται πως αυτό ήταν που την είχε κάνει να «θυμώσει» τόσο πολύ. Είχε προσπαθήσει να με απορρίψει εκείνη, πριν την απορρίψω εγώ.
«Έχεις ανάγκη από κάποιον να σε νιώσει όπως πραγματικά είσαι, αυτό μου λες», της είπα. «Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να συμβεί σε ένα άλλο επίπεδο, και όχι μέσω μιας λεκτικής διαβεβαίωσης. Πρέπει εσύ η ίδια να νιώσεις ότι εγώ σε νιώθω, έτσι δεν είναι; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι διαφέρει τόσο πολύ το σώμα σου από τα υπόλοιπα κομμάτια του εαυτού σου; Τι σε κάνεις να πιστεύεις ότι το πώς φαίνεσαι, το ποιο είναι το σώμα σου, δεν είναι σχετικό με το ποια είσαι εσύ η ίδια; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κάθε φορά που αγκαλιάζω το σώμα σου, δεν αγκαλιάζω και την ψυχή σου; Και με ποιο δικαίωμα με υποτιμάς έτσι;»
Με κοίταξε ξαφνιασμένη, σαν να μην ήξερε τι να πει, και ήμουν σίγουρος, δεν ήξερε. Τώρα εγώ ένιωθα θυμωμένος μαζί της, σχεδόν οργισμένος, θα έλεγα. Ένιωθα ότι ήθελα να της μιλήσω άσχημα, απότομα και επιθετικά. Ίσως να ήταν επειδή με υποτιμούσε μ’ αυτό τον τρόπο. Αντιθέτως, όμως, την τράβηξα κοντά μου και την αγκάλιασα όσο πιο ήρεμα και απαλά μπορούσα. Έβαλα τα χέρια μου γύρω της, και ένιωθα παράλληλα θυμό και αγάπη για εκείνην. Αγάπη… Ό,τι μου φαινόταν σαν αγάπη, τέλος πάντων.
Και κάπως έτσι, θέσαμε εγώ και η Ιωάννα τα νέα, σαθρά θεμέλια της σχέσης μας, τα οποία επρόκειτο να καταρρεύσουν και να μας οδηγήσουν στον οριστικό χωρισμό.Το βράδυ συνέχισα να δουλεύω πάνω στο διήγημά μου. Είχα σκεφτεί να γράψω μια σειρά από δύο ιστορίες. Δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες όμως θα είχαν τον ίδιο θεματικό πυρήνα. Την υποταγή. «Δύο ιστορίες δαιμονικής υποταγής», έτσι σκεφτόμουν τον τίτλο της μικρής αυτής  «σειράς». Μάλλον θα επρόκειτο για δύο ιστορίες τρόμου. Εξάλλου, είχα ξεκινήσει γράφοντας ιστορίες τρόμου, και τώρα ήθελα να επιστρέψω για λίγο στο αρχικό μου στυλ.
Προς το παρόν δούλευα την πρώτη ιστορία, η οποία κατέληξε να αποτελείται από είκοσι τρεις σελίδες. Ίσως δηλαδή να ήταν λίγο μεγάλη για διήγημα, ή απλά ένα μεγάλο διήγημα, ποιος ξέρει; Ποτέ δεν με ένοιαζε το να καθορίζω με αριθμούς λέξεων ή σελίδων την κατηγορία στην οποία ανήκαν οι ιστορίες μου.
Ήδη από τότε, και ενώ έγραφα εκείνο το βράδυ, η Ιωάννα είχε αρχίσει μέσα μου να γίνεται παρελθόν. Το ανακάλυψα από όσα έγραφα, και από τον τρόπο με τον οποίο σχολίαζα την ζωή του πρωταγωνιστή της ιστορίας μου. Η Ιωάννα είχε αρχίσει να τελειώνει πια, και αυτό ήταν κάτι που πολύ λίγο με ενδιέφερε.
Αργότερα ξάπλωσα στο κρεβάτι κοιτάζοντας το ταβάνι. Άπλωσα το χέρι μου και έσβησα το φως. Οι κουρτίνες ήταν μόνο κατά το ήμισυ τραβηγμένες, έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω τα άστρα. Οι βροχές είχαν σταματήσει εδώ και καιρό, πια, και τώρα είχαμε ήλιο και κρύο κάθε μέρα. Κάποιοι περίμεναν να χιονίσει κατά τα Χριστούγεννα, αλλά εγώ δεν ήμουν και τόσο αισιόδοξος σχετικά μ’ αυτό.
Όπως και στους περισσότερους ανθρώπους, μου άρεσε το χιόνι. Ήταν σπάνιο φαινόμενο στην πόλη που ήμουν φοιτητής, και το ίδιο ίσχυε και για την πατρίδα μου. Τώρα περίμενα κι εγώ, μαζί με τους άλλους, το χιόνι να έρθει και να με παρηγορήσει κάπως, τώρα που δεν θα είχα κανέναν να περιμένω στο μικρό δωμάτιό μου, μακριά από την Ιωάννα, μια Ιωάννα που είχα χάσει, και που με είχε χάσει στην μέχρι τότε κοινή μας πορεία.
Κατά κάποιο μαγικό τρόπο, τα αστέρια χάθηκαν. Άνοιξα το παράθυρο, και άφησα το κρύο να μπει μέσα, ενώ φορούσα μόνο την φανέλα μου και ένα παντελόνι. Κοίταξα τον κεντρικό δρόμο, κοίταξα τα δέντρα γύρω απ’ το χωριό, καθώς το σπίτι μου βρισκόταν πάνω στην πλαγιά, προς την έξοδο, και τότε παρατήρησα ότι είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες. Ήταν λες και κάποιος είχε ακούσει τις επιθυμίες μας, όλων εμάς που περιμέναμε μια αλλαγή.
Ξέρετε, οι εποχές και οι αλλαγές του καιρού πάντα έπαιζαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τον άνθρωπο. Τόσο για τη σοδειά του, όσο και για άλλες ανάγκες. Κι έτσι, κυρίως σε σχέση με την γη, κάθε εποχή έχει τα δικά της έθιμα, σε σχέση πάντα με το γενικότερο κλίμα μιας περιοχής. Μέχρι τότε είχα μάθει λίγα πράγματα για το Παρεκκλήσι, αλλά φαίνεται πως δεν υπήρχαν και πολλά να μάθει κανείς.
Σύντομα το Φεστιβάλ τελείωσε, κράτησε μόνο μερικές μέρες ακόμα μετά από την δική μας παρουσίαση, την δική μου και του Πέτρου, κι ύστερα άρχισαν όλοι να φεύγουν. Τουρίστες κατέφταναν ακόμα, αλλά πολύ λιγότεροι, και μείναμε κυρίως εμείς οι ίδιοι, οι περισσότερο μόνιμοι κάτοικοι.
Το κρύο, είχα σκεφτεί τότε, μπροστά στο παράθυρο. Αυτό σκότωσε την αγάπη μου για την Ιωάννα.
Αυτή η σκέψη, όμως, δεν ήταν παρά ένα ψέμα, και το ήξερα. Δεν ήταν παρά μια δικαιολογία η οποία σκόπευε να καλύψει εκείνη την αίσθηση κενού που ένιωθα μέσα μου. Μήπως εγώ είχα σκοτώσει τα συναισθήματά μου για εκείνην; Μήπως έφταιγα εγώ που εκείνη είχε νιώσει έτσι κοντά μου; Σαν να μην είναι αρκετή;
Θυμάμαι όταν την είχα προσέξει να διαβάζει Κάφκα στο τρένο. Είχε συμβεί ό,τι συμβαίνει πάντα με μια γυναίκα που μου αρέσει. Υπάρχει ένας θαυμασμός από μέρους μου, και ύστερα νιώθω την αυτοπεποίθησή μου να υποχωρεί, και ύστερα έρχεται η αυτοκριτική, και μια σειρά από δήθεν αιτίες για τις οποίες δεν μπορώ να έχω εκείνη την γυναίκα. Μέσα σε όλα αυτά, η Ιωάννα υπήρξε η προσωποποίηση ενός θεού για εμένα, ενός θεού που τόσο πολύ είχα ανάγκη να λατρέψω. Αλλά ήξερα πώς να το χειριστώ τότε, ήξερα τι να παραγκωνίσω και από τι να επηρεαστώ. Και καθώς εγώ άλλαξα, όπως είπε κι εκείνη, ο θεός αυτός γκρεμίστηκε από την θέση που κατείχε, και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η δική μου εξέλιξη ήταν αυτή που είχε σκοτώσει τα δικά μου συναισθήματα, και που είχε κάνει τα δικά της να αλλάξουν με τέτοιο τρόπο που να μην υπάρχει γυρισμός. Ε, κι αν υπήρχε, τότε σίγουρα δεν ήμουν πρόθυμος να τον διεκδικήσω.
Βγήκα έξω εκείνο το βράδυ. Φόρεσα το παλτό μου, και βγήκα να περπατήσω. Δεν ήξερα καν πού πήγαινα, αλλά σίγουρα ήξερα ότι ήθελα να νιώσω το κρύο στο πρόσωπό μου. Το χιόνι πύκνωσε σε λίγο, και καθώς ο δρόμος ήταν άδειος, βρέθηκα να περπατάω ακριβώς στη μέση, παλεύοντας ταυτόχρονα να πιάσω τις νιφάδες με τα χέρια μου, μέσα στα οποία εκείνες διαλύονταν.
Οι σκεπές είχαν αρχίσει να ασπρίζουν, και αυτό μου άρεσε πολύ. Το ίδιο και ο δρόμος, αφού ήταν τελείως έρημος, το ίδιο και τα δέντρα. Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα εκείνην, την Ιωάννα, και νομίζω ότι για μια στιγμή με τρόμαξε το πόσο εύκολα ήμουν ικανός να διαγράψω έναν άλλο άνθρωπο από τη ζωή μου, αλλά και από μέσα μου. Ίσως στην πραγματικότητα να ήθελα εδώ και καιρό να την ξεγράψω. Πόσο κρύος άνθρωπος θα μπορούσα να είμαι;
Σκέφτηκα να περάσω από το σπίτι του Πέτρου, αλλά δεν το έκανα. Περπάτησα, ωστόσο, προς τα εκεί, μέχρι που βγήκα από το χωριό, πέρασα το σπίτι του, και συνέχισα. Δεν υπήρχε πολύ φως, αλλά το χιόνι είχε ήδη πέσει στον δρόμο, κι έτσι μπορούσα να δω λίγο πιο καθαρά, αφού η φωτεινότητα είχε αυξηθεί από το λευκό. Έτσι κι αλλιώς, δεν με ένοιαζε τίποτα εκείνη την ώρα. Ούτε το αν θα σκόνταφτα και θα έσπαγα τα μούτρα πέφτοντας σε κανένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου, ούτε το αν θα με χτυπούσε κανένα αυτοκίνητο χωρίς να με δει, και ίσως χωρίς να καταλάβει καν ότι με χτύπησε. Το μόνο που ήθελα ήταν εκείνη η αίσθηση ελευθερίας που είχα τόσο λίγο νιώσει στην ζωή μου.
Περπάτησα μέχρι το επόμενο και τελευταίο χωριό, όπου δεν βρήκα κανέναν. Έμεινα εκεί, μέσα στο κρύο, μέχρι το πρωί, και όταν τέσσερις ώρες αργότερα ξημέρωσε, μπήκα στο καφενείο, το πρώτο που άνοιξε, για να πιω έναν ζεστό καφέ. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη προσπάθησε να με φροντίσει, είπε ότι είχε σούπα. Της είπα ότι δεν είχα λεφτά. Μου είπε ότι δεν πείραζε, ένα πιάτο δεν ήταν τίποτα. Της είπα ευχαριστώ, κι ύστερα εκείνη πήγε να φέρει το πιάτο μου.
Αργότερα, γύρω στις οχτώ το πρωί, πήρα τον δρόμο του γυρισμού, κουρασμένος πλέον. Ήταν Σάββατο εκείνη τη μέρα. Αναγκάστηκα να πάρω άδεια από την δουλειά, δεν είχα κουράγιο να τα βγάλω πέρα στο βιβλιοπωλείο. Μόνο πήγα στο σπίτι, κοιμήθηκα για δύο ώρες, και ύστερα έγραψα ξανά για την ιδέα της ελευθερίας που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσα και είχα ανάγκη. Τα πάντα πέρασαν μέσα στο διήγημά μου, με εκείνη την μαγική διαδικασία στην οποία καταφεύγουν όλοι οι συγγραφείς όταν θέλουν και όταν πρέπει. Το θέλω και το πρέπει λειτουργούν σαν να τροφοδοτούν το ένα το άλλο, σε αυτή την περίπτωση, τώρα πια το ήξερα, και μπορούσα με τον καιρό να τα ρυθμίζω όλο και περισσότερο.
Ήταν μια μικρή περιπέτεια για εμένα το περπάτημα στο σκοτάδι και στο κρύο. Ήταν όντως μια αίσθηση ελευθερίας, αυτή της απομάκρυνσης, αυτή για την οποία έχω μιλήσει σε ένα κείμενό μου, το οποίο πρόσφατα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του χωριού.
Αργότερα τηλεφώνησα στον Πέτρο. Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα πώς ήταν, τι έκανε, αν έγραφε τίποτα, τι θα γινόταν με την έκδοση της νουβέλας μας, και συζητήσαμε λίγο περί ανέμων και υδάτων, και ύστερα έμεινα πάλι μόνος.
Αναρωτήθηκα για μια στιγμή πότε η απουσία της Ιωάννας θα γινόταν αισθητή, και αν αυτό θα σήμαινε ότι εξίσου αισθητή θα γινόταν και η απουσία της Χριστίνας. Μήπως η παρουσία ενός από τις δύο θα εξελισσόταν τώρα στο κυρίως ζητούμενο; Δεν θα έπρεπε αν επιτρέψω στον εαυτό μου να φτάσει σε τέτοιο στάδιο αθλιότητας, το ήξερα αυτό.
Έφτιαξα κάτι να φάω, και μετά έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ξανά.Το τηλέφωνο που επρόκειτο να κάνω στους γονείς μου δεν καθυστέρησε παραπάνω. Μόνο ένα απόγευμα ακόμα πέρασε χωρίς να τους τηλεφωνήσω. Ένιωθα αγωνία καθώς άκουγα τους ήχους της άλλη γραμμής. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, έντονα, ενώ σκεφτόμουν τι θα έπρεπε να πω.
Είχα μετακινήσει κοντά μου το τραπεζάκι με την παλιά τηλεφωνική συσκευή, και είχα σχηματίσει τον αριθμό του σπιτιού των γονιών μου. Τώρα περίμενα, και περίμενα, και περίμενα, μέχρι που τελικά το σήκωσε η μητέρα μου. Δεν ακουγόταν περίεργα. Αντιθέτως έμοιαζε πολύ εντάξει, πολύ ήρεμη, λες και δεν είχα λείψει τόσο καιρό. Από την άλλη, βέβαια, τι θα έπρεπε να κάνει; Η ζωή συνεχίζεται, έτσι δεν είναι;
«Μαμά;»
Και σύντομα άκουσα κλάματα. Και μετά παράπονα και γκρίνιες, και πολλές ερωτήσεις, και παράκληση για να επιστρέψω, και μετά τον πατέρα μου από πίσω να θέλει να μου μιλήσει, και άλλα τέτοια.
Μιλήσαμε, λοιπόν, και ο διάλογός μου και με τους δύο δεν χαρακτηριζόταν τόσο από φωνές και διαφωνίες, αλλά από ευγένεια και καλοπροαίρετα λόγια.
«Θα μας πεις πού βρίσκεσαι;» Με ρώτησε η μητέρα μου.
Το σκέφτηκα για λίγα δευτερόλεπτα. Ήθελα πράγματι να έρθουν να με βρουν; Μάλλον όχι. Όχι ακόμα.
«Όχι ακόμα», της είπα. «Ίσως κάποια στιγμή, αλλά πρώτα θέλω να πάρω μερικές αποφάσεις μέσα μου. Είμαι καλά, έχω δουλειά, έχω μέρος να μείνω, και μπορώ και τα βγάζω πέρα καλύτερα από ποτέ. Να μην ανησυχείτε, και θα μιλήσουμε ξανά, εντάξει;»
Άκουσα τον πατέρα μου από πίσω να ρωτάει τι της έλεγα, αλλά εκείνη δεν του απάντησε.
«Εντάξει», μου είπε, «εντάξει. Εμείς εδώ θα είμαστε, να παίρνεις κανένα τηλέφωνο να τα λέμε, να μην χάνεσαι τόσο καιρό, καλά;»
«Ναι, εντάξει», της είπα κι εγώ. «Ωραία. Άντε, γεια σου».
Κι έτσι κλείσαμε το τηλέφωνο. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα καθόλου να γυρίσω πίσω, σε καμιά περίπτωση και για κανένα λόγο. Θα ήθελα να διατηρώ μια κάποια επαφή μαζί τους, αλλά ως εκεί, και αυτή την στιγμή δεν νιώθω σαν να θέλω να το συζητήσω άλλο.Ο Αλέξανδρος είχε απογοητευτεί πολύ από το Φεστιβάλ. Δεν ήταν αυτό που περίμενε, μάλλον, αλλά και πάλι, είμαι σίγουρος ότι είχε απογοητευτεί από τον εαυτό του. Δεν ήξερα τι μπορούσα να κάνω γι’ αυτό. Το μόνο που περνούσε απ’ το χέρι μου θα ήταν να του δώσω την ευκαιρία να έρθει ξανά σε επαφή με το θέμα της ανάγνωσης μπροστά στο κοινό. Έκανα την ανόητη σκέψη ότι ίσως έτσι να ξεπερνούσε τους φόβους του.
Είχα μέρες να δω την Έλλη. Όλα εντάξει, κανένα πρόβλημα, όλα κανονικά. Δεν θα ανησυχούσα. Καθώς ανέβαινα την σκάλα για τον δεύτερο όροφο σκέφτηκα εκείνη την κοπέλα για την οποία μου είχε μιλήσει ο Αλέξανδρος, την Χριστίνα. Παράξενος συνειρμός, ε; Η Έλλη οδήγησε με κάποιο τρόπο στην Χριστίνα. Και μετά σκέφτηκα: Κι αν κάποια μέρα η Χριστίνα εμφανιζόταν στον Αλέξανδρο; Τι θα συνέβαινε τότε;
Ξέθαψα εκείνο το παλιό κουτί παπουτσιών. Το άνοιξα και πάλι. Έκανα στην άκρη το ξύλινο κουτί, εκείνο που περιείχε το κολιέ της μητέρας μου, και κοίταξα τις φωτογραφίες.
«Συγνώμη», μουρμούρισα, και ακούμπησα τις εικόνες στο στήθος μου, λες και αγκάλιαζα τα πρόσωπα που απεικονίζονταν. «Συγνώμη», είπα ξανά.
Εκείνη την στιγμή, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, σκέφτηκα την αυτοκτονία. Σκέφτηκα να βρω έναν τρόπο και να πεθάνω, να τελειώνω μια και καλή, για πάντα, λες και τίποτα άλλο δεν είχε απομείνει να κάνω στην ζωή μου, λες και όλες οι ιστορίες που είχα γράψει ήταν και οι τελευταίες που θα έγραφα ποτέ. Και μετά σκέφτηκα:
Και οι άνθρωποι που γνώρισα; Τι θα απογίνουν οι άνθρωποι που γνώρισα; Ο Αλέξανδρος, η Ιωάννα, η παλιά συμμαθήτριά μου, η Έλλη… Όλοι οι κάτοικοι του χωριού που με θυμούνται, που με ξέρουν, που με αγαπάνε ως παλιό γνωστό και συμπατριώτη, και όχι ως συγγραφέα; Πώς θα μπορούσα να τους πληγώσω με τον θάνατό μου;
Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα τους ένοιαζε, και για κάποια λόγο περισσότερο  η σκέψη μου στάθηκε στον Αλέξανδρο. Το αγαπούσα εκείνο το παιδί, και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι δεν ήταν ο Αντώνης. Ο Αντώνης είχε πεθάνει, ο Αντώνης ήταν νεκρός. Η Γεωργία είχε τελειώσει εξίσου, κι εγώ δεν είχα κανένα λόγο να επιμένω να την σκέφτομαι και να την θυμάμαι. Τώρα πια ήταν η Έλλη εδώ για εμένα. Μια κοπέλα που μου άρεσε, που την εκτιμούσα, που ήθελα να έχω κοντά μου.
Μου ήρθε η ιδέα να καταστρέψω τις φωτογραφίες και το κολιέ, για να τελειώνω μια και καλή με το παρελθόν και την νεκρή οικογένειά μου. Μήπως αυτό δεν είχα κάνει τότε που τους είχα εγκαταλείψει; Τους είχα εξαφανίσει μέσα μου, δεν με ενδιέφεραν, και σίγουρα δεν ήθελα πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Απλά δεν με ένοιαζε, είχα γίνει ένας σκληρός άνθρωπος, είχα γίνει αυτός που οδηγήθηκε αργότερα στην επιτυχία πολλές φορές, και γνώριζα ήδη τότε, ανεξάρτητα από ό,τι έγραψα πιο πάνω, ότι κάποτε θα μετάνιωνα για εκείνη την στάση μου. Ε, λοιπόν, τώρα είχε έρθει η ώρα να μετανιώσω.
Ακούμπησα τις φωτογραφίες στο κρεβάτι, έσκυψα από πάνω τους, και έκλαψα.Είναι αλήθεια ότι η Χριστίνα δεν φάνηκε ποτέ ξανά στη ζωή μου. Τουλάχιστον όχι μέχρι σήμερα. Αν και είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να φανεί ποτέ ξανά. Εκείνη η ιστορία έχει τελειώσει μια και καλή, και καθώς περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και πιο σίγουρος γι’ αυτό.
Ο Πέτρος είναι με την Έλλη, κι εγώ με την Ιωάννα είμαστε φίλοι… σχεδόν. Βασικά, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι είμαστε πια. Κάθε τόσο βρισκόμαστε, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε πάρει την απόφαση να μείνουμε ξανά μαζί. Το γράψιμο πηγαίνει καλά, και η γνωριμία μου με τον Πέτρο σηματοδότησε την είσοδό μου στον χώρο των εκδόσεων. Η νουβέλα μας εκδόθηκε, και το όνομά του πούλησε καλά, για να πω την αλήθεια, ενώ παράλληλα έκανε το δικό μου λίγο γνωστό. Αυτό, παρέα με έναν πρόλογο που γράψαμε για τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, έκανε τους αναγνώστες του Πέτρου να με δεχτούν κάπως. Και τώρα γράφω ένα μυθιστόρημα, το τρίτο που πρόκειται να γράψω, και το πρώτο που έχει πιθανότητες να εκδοθεί. Πρότεινα στον Πέτρο να γράψει έναν πρόλογο, αφού πρώτα το διαβάσει, και ελπίζω ότι θα βρει κάτι καλό να πει για την ιστορία μου.
Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα μείνω στο Παρεκκλήσι, αλλά ειλικρινά, δεν βρίσκω λόγο να φύγω. Μου αρέσει το μικρό μου δωμάτιο, οι αναγνώσεις μου στην βιβλιοθήκη, η δουλειά στο βιβλιοπωλείο… τα πάντα εδώ μου αρέσουν. Ακόμη και το ότι μπορώ να πάω περπατώντας μέχρι το διπλανό χωριό.
Τα χιόνια λιώνουν τώρα, και αυτή η δουλειά, αυτό το κείμενο που αποφασίσαμε να γράψουμε μαζί εγώ και ο Πέτρος, κλείνει. Δεν ξέρουμε αν θέλουμε να το εκδώσουμε, αλλά σίγουρα περάσαμε καλά γράφοντάς το. Γνωρίσαμε περισσότερο ο ένας τον άλλον, αλλά και ο καθένας τον εαυτό του. Προς το παρόν, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί.
Αν κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο, θα δω το κάτασπρο Παρεκκλήσι. Θα δω τον κεντρικό δρόμο, την εκκλησία, αλλά και ένα τμήμα του δημαρχείου. Θα θυμηθώ την παλιά μου ζωή, αλλά και την καινούρια, αυτήν που με τόσο πάθος θέλησα να δημιουργήσω, κι ας ήμουν γεμάτος αμφιβολίες. Θα σκεφτώ την Ιωάννα, την Έλλη και τον Πέτρο, θα σκεφτώ το Φεστιβάλ και την αποτυχία μου, θα σκεφτώ όλες τις στιγμές που πέρασα μέσα στο μικρό μου δωμάτιο γράφοντας, και μέσα από μια τέτοια αναπόληση και νοσταλγία, θα κοιτάξω το μέλλον με ελπίδα και ικανοποίηση, περιμένοντάς το να έρθει για εμένα, και να με οδηγήσει  προς την κατεύθυνση που μου αρμόζει, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο των ιδεών.