Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Άνθρωποι στο Σκοταδι- ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Και κάπως έτσι συνάντησα τον Πέτρο. Έτσι απλά, μπήκε μια μέρα στο βιβλιοπωλείο που δούλευα και αρχίσαμε να συζητάμε. Έπρεπε να ακυρώσω ένα ραντεβού με την Ιωάννα για να καταφέρω να τον συναντήσω εκείνο το ίδιο απόγευμα, αλλά ήμουν εντάξει μ’ αυτό. Δεν θα ήταν και άσχημα αν δεν την έβλεπα και καμιά μέρα, έτσι δεν είναι;
Την Χριστίνα είχα αρχίσει να την ξεχνάω ήδη. Δεν είχα και άλλη επιλογή. Εκείνη, δηλαδή, δεν μου είχε αφήσει επιλογή. Όποια κι αν ήταν η σχέση μας, από την αρχή μέχρι το τέρμα της, επειδή πραγματικά τότε έμοιαζε να είναι το τέρμα, εκείνη είχε πάρει όλες τις αποφάσεις, ενώ εγώ μόνο έδειχνα τον σχετικό σεβασμό σε ό,τι ήθελε εκείνη. Ένιωθα από την αρχή κάπως βλάκας που το έκανα αυτό, αλλά δεν ήθελα καθόλου να την χάσω. Κι εξάλλου, είμαι σίγουρος ότι ήταν και για εκείνην δύσκολο. Αν δεν την ένοιαζε καθόλου, τότε δεν θα είχαμε φτάσει μέχρι εκείνο το σημείο μαζί. Ίσως η απόφαση να σταματήσουμε να έχουμε ακόμη κι εκείνη την φιλική σχέση να ήταν καλύτερα. Ίσως, αν σκεφτεί κανείς ότι τώρα είχα την Ιωάννα, και ότι μπορούσα να κοιμάμαι μαζί της και να περνάω τη μέρα μου μαζί της χωρίς να πρέπει να λέμε ψέματα σε κανέναν γκόμενο της.
Όλο εκείνο τον καιρό, όμως, δεν περιορίστηκα στο βιβλιοπωλείο. Είχα καταφέρει να «κερδίσω» με το γράψιμό μου μια στήλη στην τοπική εφημερίδα, και έβγαζα μερικά ψιλά μ’ αυτόν τον τρόπο. Επίσης, είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε με την Ιωάννα για να βελτιώσουμε την βιβλιοθήκη του Παρεκκλησίου. Ήταν ήδη αρκετά γεμάτη, αλλά είχαμε μερικές ιδέες για να την οργανώσουμε ακόμη καλύτερα. Ήδη είχαν αρχίσει να έρχονται μικρά παιδιά, και ήταν πολύ θετικό που μας έδωσαν την δυνατότητα να επέμβουμε χωρίς να είμαστε αρμόδιοι για κάτι. Εμφανιστήκαμε στο δημαρχείο περισσότερο σαν πολίτες που ενδιαφέρονται για τον τόπο, παρά σαν οτιδήποτε άλλο, κι έτσι καταφέραμε να κερδίσουμε την εύνοια των σχετικών αρχών. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο δήμαρχος είχε τα μάτια του ανοιχτά, ήξερε τι συνέβαινε στο χωριό του, και έδειχνε ενδιαφέρον γι’ αυτό. 
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχα ήδη μάθει πολλά πράγματα σχετικά με τον εαυτό μου, σχετικά με την Ιωάννα, αλλά και σχετικά με την ζωή μου. Υπήρχαν φορές που οι γονείς μου μού έλειπαν, αλλά δεν τολμούσα ακόμη να επικοινωνήσω μαζί τους. Αναρωτιόμουν τι να είχαν σκεφτεί, άραγε. Μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα να είχαν καλέσει την αστυνομία μόλις είδαν ότι έλειπα για αρκετό καιρό. Σκεφτόμουν κάθε τόσο αν τελικά θα έβρισκα το μπελά μου, αλλά στην πραγματικότητα ένιωθα ότι δεν έπρεπε να λογοδοτήσω σε κανέναν για τις επιλογές μου. Ο καθένας μπορούσε να πει ό,τι ήθελε να πει.
Παράλληλα, στην βιβλιοθήκη είχα βρει ορισμένα βιβλία ιστορίας τα οποία ξεκίνησα να διαβάζω, και διαπίστωσα ότι όταν διάβαζα τέτοιου είδους βιβλία, απομακρυσμένος, όμως, από την σχολή μου, χωρίς το διάβασμά μου να προορίζεται για κάποιες εξετάσεις, τότε πραγματικά μου άρεσε. Αντιθέτως, οτιδήποτε ήταν σχετικό με την σχολή μου, το μυαλό μου το απωθούσε και δεν το δεχόταν με τίποτα. Κάθε τόσο σκεφτόμουν αν θα μπορούσα ποτέ να επιστρέψω για να τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά μετά απογοητευόμουν ξανά από την αρχή, καθώς κάτι τέτοιο έμοιαζε ανέφικτο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να κάνω ό,τι χρειαζόταν, ιδίως αφού έβρισκα ότι δεν με ωφελούσε με κανέναν τρόπο. Στην βιβλιοθήκη, αντιθέτως, του Παρεκκλησίου, καθόμουν με τις ώρες πάνω από δύο διαφορετικά βιβλία, έτσι ώστε να μπορώ να συγκρίνω και να κατανοώ καλύτερα όλα όσα διάβαζα. Αυτό γινόταν τα απογεύματα, ενώ αργότερα, τα βράδια, συναντούσα την Ιωάννα.
Η Ιωάννα είχε αρχίσει να δουλεύει στο δημοτικό σχολείο τώρα που είχε πάρει το πτυχίο της. Στις αρχές μου έλεγε ότι τα παιδιά είναι δύσκολη υπόθεση, αλλά τελικά είχε αρχίσει να της αρέσει, όσο κι αν την κούραζε.
Και κάπως έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία με την Χριστίνα. Δεν μπορώ και δεν θέλω ακριβώς να περιγράψω πόσο θυμωμένος ένιωθα μαζί της για όλες τις επιλογές που είχε κάνει. Από την αρχή όλες οι επιλογές ήταν δικές της, όπως σας είπα, ενώ εγώ απλά ακολουθούσα, και από τη στιγμή που αποφάσισε ότι θα τελείωνε όλο αυτό, γιατί για εμένα αυτό σήμαινε η τελευταία φορά που την συνάντησα, εγώ για ακόμη μια φορά είχα ακολουθήσει. Σαν μαλάκας πήγαινα όπου είχε εκείνη ανάγκη να πάω, σύμφωνα με τον εαυτό της. Και στο τέλος δεν φοβήθηκα τόσο τη μοναξιά, αφού από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο Παρεκκλήσι δεν ένιωθα και τόσο μόνος, αλλά σίγουρα φοβήθηκα το ότι θα την έχανα. Και όντως την έχασα, απλά και μόνο επειδή εκείνη έκανε τις επιλογές της, επιλογές που ήξερε από την αρχή ότι δεν θα εγκατέλειπε. Επομένως… Τι ακριβώς ήμουν εγώ; Πώς ακριβώς ταίριαζα εγώ μέσα σε όλα αυτά;
Προφανώς δεν ταίριαζα καθόλου, και αυτό ήταν το πρόβλημα. Και για να σας πω την αλήθεια, λίγο πολύ το ήξερα ότι έτσι θα κατέληγε, απλά συνέχιζα να διατηρώ τις «φιλικές» μας σχέσεις, και αυτό είναι κομμάτι της δικής μου ευθύνης. Θα έπρεπε να το έχω τελειώσει από την αρχή, απ’ ό,τι φαίνεται.
Τώρα κοίταζα τον Πέτρο, που καθόταν απέναντί μου σε μια καρέκλα, στην ίδια καφετέρια που είχαμε συναντηθεί την πρώτη φορά. Ξεφύλλιζε ένα βιβλίο ιστορίας που του είχα φέρει από τη βιβλιοθήκη. Είχα μάθει μόλις πριν από δύο μέρες για τον θάνατο του γιου του, του Αντώνη, αλλά και για τον χωρισμό του με την Γεωργία, και δεν ήξερα πώς θα έπρεπε να τον αντιμετωπίζω πια. Στην αρχή είχα δει έναν άνθρωπο που έμοιαζε δυνατός, σίγουρος για τον εαυτό του, και εντάξει, η σιγουριά έμοιαζε να κρατάει ακόμη καλά, αλλά η δική μου εικόνα για εκείνον είχε αρχίσει να μεταβάλλεται. Τώρα έβλεπα έναν άνθρωπο ο οποίος πάλευε για να μην καταρρεύσει, ο οποίος αναζητούσε μια φιλία, και στην προκειμένη περίπτωση την αναζητούσε από εμένα, ενώ παράλληλα αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας επαγγελματίας συγγραφέας, ο οποίος αδυνατούσε να γράψει. Ένιωθα ότι μπορούσα να τον καταλάβω, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος, και γι’ αυτό δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ. Μήπως τον λυπόμουν; Λες και η δική μου κατάσταση ήταν εξαιρετική… Ε, εντάξει, είχε βελτιωθεί σε σχέση με παλιότερα, αλλά το γεγονός ότι είχα παρατήσει τις σπουδές μου αποτελούσε πληγή για εμένα. Το γεγονός ότι είχα αφήσει πίσω τους γονείς μου, ακόμη και την Χριστίνα, για την οποία ένιωθα κάτι ανάμεσα σε θυμό και θλίψη… Όλα αυτά με κατέτρωγαν. Όμως τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Το να φύγω έμοιαζε σαν μια σωστή επιλογή τότε, και μέχρι τώρα δεν έχω φτάσει σε σημείο να θέλω να γυρίσω πίσω.
Όσον αφορά τις σπουδές μου, ήθελα την γνώση, ναι, και κάποια στιγμή σκόπευα να μεταφέρω τα βιβλία μου στο Παρεκκλήσι, αλλά αν θυμάμαι καλά, σας περιέγραψα ήδη την κατάσταση με την σχολή. Το να είσαι διαφορετικός και απροσάρμοστος, μπορεί να σου δίνει χαρακτήρα, αλλά σου δημιουργεί προβλήματα, έτσι δεν είναι;
Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να επικοινωνήσω με τους δικούς μου, θα έπρεπε να τους ανακοινώσω τα σχέδιά μου και τις αποφάσεις μου, κι αν ήθελαν να τις δεχτούν έχει καλώς, αν όχι, τότε αυτό θα ήταν δικό τους πρόβλημα. Και το να τους μιλήσω, τελικά, είναι πράγματι πολύ καλύτερο από απλά να τους εγκαταλείψω, όπως είχα κάνει μέχρι τότε.
«Διαβάζεις ιστορία;» Ρώτησα τον Πέτρο. «Γενικότερα, εννοώ. Σου αρέσει;»
«Το αν θα μου αρέσει εξαρτάται από το θέμα που διαπραγματεύεται, και από τον συγγραφέα. Έχει σημασία ο τρόπος που είναι γραμμένο το βιβλίο, δε νομίζεις; Δεν μου αρέσει να δέχομαι τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, ιδίως αν συμπεριλαμβάνουν αριθμούς… πληθυσμούς, ή και δημογραφικά στοιχεία. Μου αρέσουν πολύ οι αναλύσεις, οι θεωρίες».
Χαμογέλασα όταν μου το είπε αυτό. Συμφωνούσα απόλυτα μαζί του, και δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή αν έγραψα ακριβώς το ίδιο πράγμα πιο πάνω, αλλά είναι μια απόδειξη του πώς εμείς οι δύο μπορούσαμε να τα βρούμε αν το θέλαμε.
«Διαβάζω διάφορα πράγματα», μου είπε τελικά. «Δεν είναι καλό, πάντως, να παρατήσεις τις σπουδές σου. Ξανασκέψου το».
Τον κοίταξα για μια στιγμή και χαμογέλασα.
«Δεν νιώθω σαν να θέλω να κάνω κάτι άλλο προς το παρόν», του είπα.
«Όπως νομίζεις. Δικό σου θέμα είναι, όχι δικό μου. Απλά λέω την άποψή μου. Κι εγώ κάπως έτσι σκεφτόμουν στην ηλικία σου… παράτησα τους δικούς μου εντελώς, εκμεταλλεύτηκα ό,τι είχαν να μου προσφέρουν για να πετύχω τους δικούς μου στόχους».
«Ναι, αλλά τα κατάφερες».
«Ναι, αυτό είναι το θετικό κομμάτι. Το αρνητικό είναι ότι τους έχασα πολύ πριν πεθάνουν».
Σ’ αυτό το σημείο συνοφρυώθηκα.
«Τι εννοείς;» Τον ρώτησα. «Δεν ήξερες ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε; Δεν ήσουν πρόθυμος να πληρώσεις αυτό κόστος; Αν δεν ήσουν, τότε γιατί το έκανες;»
Ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι και με κοίταξε.
«Τώρα όμως, σήμερα, που η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη, έχω ανάγκη από άλλα πράγματα. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;»
Ήταν μόνος, αυτό εννοούσε. Ήταν ολομόναχος.
«Εγώ αυτό που ξέρω», του είπα, «είναι ότι όταν κάποιος προσπαθεί πάρα πολύ με τους ανθρώπους, τελικά δεν τα καταφέρνει, τους διώχνει από κοντά του».
Γέλασε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Αργότερα φύγαμε από την καφετέρια.
Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές η Χριστίνα τριγυρνούσε ακόμη στο μυαλό μου. Είχα νιώσει θυμωμένος μαζί της, ναι, αλλά πολλές φορές προσπαθούσα απλά να καταλάβω τα λάθη μου. Δεν μου άρεσε να την κατηγορώ για τις επιλογές που έκανε. Εξάλλου, από παλιά μου έμοιαζε περισσότερο σαν να μην είχε άλλη επιλογή. Ή μάλλον σαν να απέκλειε κάθε άλλη επιλογή. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους κάποιος θα φοβόταν να λύσει τα προβλήματά του, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ κανέναν για τη Χριστίνα. Τι την έδενε με εκείνον τον άνθρωπο;
Κάθε φορά που το σκεφτόμουν, έλεγα στον εαυτό μου ότι «δεν έχει σημασία», και προφανώς του έλεγα ψέματα. Γιατί είχε σημασία, αυτή ήταν αλήθεια. Μπορεί να είχα την Ιωάννα, μπορεί εξαιτίας της να είχα αρχίσει να κάνω κάμψεις και squats κάθε μέρα προκειμένου να βελτιώσω το σώμα μου (σκόπευα επίσης να αρχίσω να τρέχω στο δάσος), αλλά η Χριστίνα ήταν η Χριστίνα, έτσι δεν είναι. Κι εκεί που η Ιωάννα ήταν η γκόμενά μου, η Χριστίνα ήταν απλά… η Χριστίνα! Με καταλαβαίνετε;
Αφιέρωνα κάθε μέρα λίγο χρόνο στο γράψιμο, έστω και για να γράψω μία σελίδα, έστω και για να γράψω έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο από τους χαρακτήρες μου. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη σε άλλα πράγματα εκείνη την περίοδο, και δεν μπορούσα να βρω λίγες στιγμές απόλυτης ησυχίας για να αφιερωθώ στο γράψιμο. Ξέρω ότι αυτό σημαίνει ότι αμελούσα ένα από τα πιο σημαντικά για εμένα πράγματα, αλλά απλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ήταν λες και το μυαλό μου είχε στερέψει. Απλά ήταν μια περίοδος η οποία δεν ήταν και τόσο παραγωγική. Το ερώτημά μου ήταν: Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα παραγωγικό;
Δεν ξέρω αν κανείς έχει βρει την λύση σε αυτό, αλλά σίγουρα έχει να κάνει με τις επιρροές που δέχεται κανείς από την ζωή του, από άλλες τέχνες, από άλλα βιβλία… Τι είναι αυτό που αφαιρεί την παραγωγικότητα; Κάποια δυσκολία; Αν και δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, αφού πολλές φορές μια δυσκολία κινητοποιεί το γράψιμο. Επομένως;
Την επόμενη μέρα πήγα για τρέξιμο. Βγήκα από το χωριό και έστριψα σε έναν χωματόδρομο στο δάσος. Κάπου εκεί άρχισα να τρέχω, και για να πω την αλήθεια δεν άντεξα και πολύ, μόνο λίγα λεπτά, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα να προσπαθώ για περίπου μισή ώρα, και τελικά στάθηκα ανάμεσα στα δέντρα, ενώ πάνω, στον ουρανό, μόλις που είχε αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος. Ξεκίνησα για να επιστρέψω.
Έκανα ένα μπάνιο στο σπίτι. Είναι περίεργο το πώς έβρισκα σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο την ζεστασιά που είχα ανάγκη. Μπορεί να ήταν τόσο μικρό, αλλά ακριβώς αυτό ήταν που με είχε κάνει να δεθώ μαζί του. Το γεγονός ότι μέσα σε ένα δωμάτιο βρίσκονταν το κρεβάτι, το γραφείο, μια μικρή κουζίνα και η τηλεόραση. Μπορούσα όταν ήθελα να ανοίγω τα παράθυρα, μιας και υπήρχε μπροστά στο γραφείο μια σειρά από πλατιά παράθυρα, κι έτσι να μπαίνει μέσα κρύο το πρωί… Περίμενα, ωστόσο, να δω το Παρεκκλήσι όταν ο καιρός θα άνοιγε. Πώς θα έμοιαζε; Από εκείνα τα παράθυρα μπορούσα να δω κάτω, στον κεντρικό δρόμο, και ήθελα μια μέρα να δω τα δέντρα, τα χαμηλά σπίτια, αλλά και τον ουρανό, χωρίς να βρίσκονται όλα σε αποχρώσεις του γκρι.
Κοίταξα το ημερολόγιο πάνω στο γραφείο. Πλησίαζε το Φεστιβάλ. Θα έκανε μόνο δύο βδομάδες για να αρχίσει. Δεν θα διάβαζα κανένα κείμενό μου, με τίποτα, δεν ένιωθα έτοιμος. Μπορεί εκείνο το χωριό να με είχε αγκαλιάσει και να με είχε δεχτεί, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να του δείξω τέτοια εμπιστοσύνη ώστε να διαβάσω δημοσίως ένα λογοτεχνικό κείμενό μου. Τα μικρά άρθρα στην εφημερίδα ήταν μια άλλη ιστορία. Με πλήρωναν για εκείνα, μου έδιναν κάτι ψίχουλα που ήταν άνευ σημασίας, έτσι κι αλλιώς. Μερικές φορές είχα σκεφτεί μήπως το έκαναν επειδή με λυπόνταν, αλλά δεν έδωσα σημασία σ’ αυτή την σκέψη, καθώς ήταν ανόητη. Το μόνο που έδειχνε ήταν η εικόνα που είχα εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου, και τίποτα παραπάνω από αυτό. Αν με πλήρωναν, το έκαναν επειδή πίστευαν ότι το άξιζα, και δεν ωφελούσε να το ψάξω παραπάνω το θέμα.
Στον δρόμο, από το παράθυρο, είδα την Ιωάννα. Πού πήγαινε τέτοια ώρα το πρωί; Μερικές φορές ακόμα την κοίταζα και απορούσα τι δουλειά είχε μαζί μου αυτή. Έτσι υποτιμούσα πάντα τον εαυτό μου, αλλά κατά βάθος, υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου… Υπήρχε μια βαθιά πίστη ότι θα κατάφερνα τα πάντα. Ίσως αυτό να ήταν μια εσωτερική αντίδραση του ψυχισμού μου σε όλη την αδυναμία που ένιωθα, αλλά όπως και να έχει το πράγμα, υπήρχαν φορές που πίστευα σε εμένα τόσο βαθιά, ώστε ήμουν σίγουρος ότι τίποτα δεν θα με σταματούσε απ’ το να καταφέρω όλα όσα ήθελα. Από την άλλη, μερικές φορές σκεφτόμουν, «τότε γιατί είμαι τόσο ευάλωτος»;
Κι εκεί άρχιζαν μερικές ανόητες ιδέες και σκέψεις. Σκέψεις όπως: Μήπως όλα είναι θέμα επιλογής, τελικά; Μήπως εγώ επιλέγω να είμαι έτσι; Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να αλλάξει αν το θέλει. Το θέμα είναι να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες να μπορεί να είναι ο εαυτός του, και μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να χτίσει πάνω σε νέες βάσεις έναν καινούριο εαυτό, διατηρώντας όσα από τα παλιά χαρακτηριστικά του θεωρεί  ότι του ταιριάζουν. Αν ήθελα να διορθώσω κάτι στον εαυτό μου, θα μπορούσα να το κάνω, έτσι δεν είναι;
Η πιθανότητα να μείνω για πάντα έτσι, σκεφτόμουν τότε, με τρομάζει. 
Ήθελα οπωσδήποτε να αλλάξω. Γι’ αυτό δεν είχα φύγει, εξάλλου; Για να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορούσα να αναπτυχθώ σαν άνθρωπος. Έτσι δεν είναι; Απλά θέλω να ζω με τους ρυθμούς μου… Θέλω να μου αρέσει η ζωή μου, και αν αρχίσω να ζω από τώρα όπως θέλω, αν αγγίξω από τώρα τους στόχους μου, αν νιώσω ότι έχω πλησιάσει, ότι είμαι ήδη εκεί, αν με λίγα λόγια πιστέψω πραγματικά στον εαυτό μου, τότε όλα είναι δυνατά. Και νομίζω ότι το βασικό σκεπτικό μου τότε, ήταν ακριβώς αυτό.
Υπήρχαν ώρες της μέρας, όπως σας είπα, κατά τις οποίες διάβαζα. Διάβαζα κυρίως ιστορία, αλλά και λαογραφικά βιβλία που έβρισκα στην βιβλιοθήκη. Όλα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο των σπουδών μου, αλλά μπορούσα να καταπιαστώ μαζί τους μόνο όταν διέγραφα μέσα μου την σχολή. Παράξενη σύνδεση να κάνει κανείς μέσα του, έτσι δεν είναι; Το να συνδέσω την άποψή μου για το πανεπιστήμιο, με το ενδιαφέρον μου για τις σπουδές, μπορεί να μοιάζει κάπως ανώριμο, αλλά για εμένα είχε σημασία το τι πίστευα για τους καθηγητές μου. Από πάντα είχε σημασία αυτό για εμένα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλαζα την προδιάθεσή μου απέναντι στα αντικείμενα που μελετούσα, όπως η ιστορία, ξεγράφοντας από μέσα μου την σχολή. Αυτό, βέβαια, σήμαινε ότι δεν θα έπαιρνα ποτέ κάποιο πτυχίο, και ότι δεν θα έβρισκα δουλειά. Αλλά για μια στιγμή. Το κύρος που προσδίδει το πτυχίο, είναι κάτι που προσδιορίζεται κοινωνικά, έτσι δεν είναι; Εγώ ποτέ δεν ένιωθα σαν να είχα καλές σχέσεις με την κοινωνία. Εννοώ ότι ποτέ δεν ήμουν πραγματικά κοινωνικοποιημένος, και αυτό από ένα σημείο και μετά έγινε κάτι σαν ιδεολογία για εμένα, καθώς ήμουν εντελώς αρνητικός απέναντι στην κοινωνικοποίησή μου. Δεν με ένοιαζε να γίνω μέλος της κοινωνίας με έναν τέτοιο τρόπο. Τι παράξενες ιδέες, Θεέ μου! Μπορεί μερικές φορές να υπέφερα εξαιτίας τους, αλλά κατά κανόνα αυτή ήταν η ζωή μου, και ως συγγραφέας, δεν θα μπορούσα να είμαι ένα ενεργό μέλος της κοινωνίας, καθώς αυτό θα με άλλαζε πάρα πολύ, προς κατευθύνσεις που καθόλου δεν επιθυμούσα. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι ποτέ δεν μου άρεζε να εντάσσομαι κάπου, αλλά πάντα είχα την τάση να κυνηγάω την διαφοροποίηση. Ήλπιζα ότι αυτό, αυτή η προσπάθεια για διάκριση, δεν θα με κατέστρεφε ποτέ…
Η τέχνη μου ήταν ένας βασικός παράγοντας για εμένα, βάσει του οποίου έπαιρνα αποφάσεις. Κάπου εκεί έγκειται η όλη διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, νομίζω. Στην ευαισθησία ίσως, αλλά και στον γενικότερο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων. Θυμάμαι το βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου, «Η δομή του μυθιστορήματος», στο οποίο παρουσίαζε μια έρευνα στο τέλος. Η έρευνα έδειχνε ότι πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν συγγραφείς ήταν αλκοολικοί, ενώ άλλοι υπέφεραν από άλλες μορφές ψυχικών διαταραχών. Και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά των συγγραφέων, ή των καλλιτεχνών, εγώ επέλεγα μέσα μου να τα ονομάσω «διαφορετικότητα».
Κάποτε ντρεπόμουν για την κλίση μου στην συγγραφή, και νομίζω ότι γι’ αυτό φταίει η οικογένειά μου, αλλά και το σχολείο, το οποίο δεν βοήθησε ποτέ κανέναν να γίνει μια αυτόνομη προσωπικότητα, αναπτύσσοντας τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αργότερα, σκέφτηκα ότι αυτή η διαφορετικότητα δεν ήταν μειονέκτημα ή πρόβλημα, αλλά προτέρημα, το οποίο έπρεπε να μάθω να χρησιμοποιώ υπέρ μου, πριν οι άλλοι το χρησιμοποιήσουν εναντίον μου. Δεν είναι καλό να είσαι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον είναι καλό στο βαθμό που το γάλα δεν παλεύει να σε πνίξει…
Είχα κατά νου ένα άρθρο για την διαφορετικότητα του καλλιτέχνη τότε. Ίσως θα έπρεπε να το έχω γράψει, αλλά δεν το έκανα. Επέτρεψα στον εαυτό μου να παρασυρθεί από το τι θα έλεγε ο κόσμος του χωριού για όσα θα έγραφα… Τώρα πια νομίζω ότι το να μην το γράψω ήταν λάθος.Η αλήθεια ήταν ότι μέσα μου δεν ένιωθα σαν να είχε τελειώσει ακόμη για εμένα η Χριστίνα. Κάπως ήλπιζα ότι όλα θα άλλαζαν, και ότι εκείνη θα επέστρεφε κοντά μου. Κοντά μου; Πότε ήταν κοντά μου, όμως; Ποτέ δεν ήταν αρκετά κοντά.
Το επόμενο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου μόνο για δύο ώρες, και το επόμενο πρωί σερνόμουν. Ο λόγος ήταν ότι δεν είχα ησυχία μέσα μου. Η ψυχή μου ήταν ανήσυχη, μάλλον. Ένιωθα μια βαθιά θλίψη, αφενός για τους γονείς μου, αφετέρου για την Χριστίνα, αλλά και για τον εαυτό μου και τις αποφάσεις μου, τις συνθήκες, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά μου που με είχαν οδηγήσει στην παραίτηση από την προηγούμενή μου ζωή. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν ήταν ένα μεγάλο λάθος το να εγκαταλείψω τα πάντα, και νομίζω ότι για αυτό φταίει το ότι δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Το ότι δεν έκανα ό,τι έκαναν όλοι οι άλλοι ήταν αυτό που με έκανε να ανησυχώ για το μέλλον μου, η απομάκρυνση από την ασφάλεια και την σιγουριά ενός πτυχίου, μιας σχέσης με γυναίκα, πολλών άλλων φιλικών σχέσεων… Ποιος ήμουν εγώ που έκανα τέτοιες επιλογές; Ήμουν κάποιος λίγο διαφορετικός, ή απλά κάποιος αδύναμος και φοβισμένος ανθρωπάκος;
Θα μπορούσα πολύ εύκολα να δεχτώ τις απόψεις των άλλων για εμένα. Και ήξερα τις απόψεις τους από τον τρόπο που μου συμπεριφέρονταν οι υποτιθέμενοι κοινωνικοποιημένοι. Τους είχα δει, και δεν ήθελα να δω κάτι παραπάνω, γι’ αυτό και τελικά έφευγα μακριά, ιδίως αφού με απέρριπταν έτσι. Τους απέρριπτα κι εγώ, αλλά νομίζω ότι η ρίζα αυτής της απόρριψης είχε μπει μέσα μου επειδή πριν από όλους αυτούς την είχα βιώσει εγώ ο ίδιος. Θα σας συμβούλευα να μην προσπαθείτε να αλλάξετε την γνώμη των άλλων για εσάς, εκτός κι αν αυτός ο άλλος είναι πράγματι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. Κανείς δεν θα αλλάξει την άποψή για του εμένα, ας πούμε, εκτός κι αν είναι πρόθυμος να το κάνει. Αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να κάνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, είναι πολύ εύκολο για όλους αυτούς να παραξενεύονται μαζί μου, με τη διαφορετικότητά μου, να μην με κατανοούν, και έτσι να μου επιτίθενται με την πρώτη ευκαιρία, να με απορρίπτουν, να με περιγελούν, ή πολύ απλά –και αυτή θα ήταν η καλύτερη δυνατή περίπτωση- να με αγνοούν.
Θυμάμαι μια κοπέλα που μου άρεσε στο πανεπιστήμιο. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν θα την πλησίαζα ποτέ. Έβλεπα την συμπεριφορά της, και ήταν πάντοτε όμορφη σαν θαύμα, ελκυστική, γλυκιά και όλα τα σχετικά, αλλά πλέον βαθιά είχε ριζώσει μέσα μου η προκατάληψη για όλους τους άλλους ανθρώπους εκτός από εκείνους που εμπράκτως και διαρκώς πάλευαν για να μου δείξουν τη συμπάθειά τους προς εμένα. Αντιθέτως, αντί για αγάπη, το πρώτο, επιφανειακό συναίσθημα που ένιωθα για εκείνην, ήταν μίσος. Τόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της. Από ένα σημείο και μετά είχα θεσπίσει ένα νόμο που αφορούσε τον εαυτό μου. Αργότερα έβαλα κι άλλους, αλλά εκείνος ήταν ο πρώτος που στην περίπτωση της εν λόγω συμφοιτήτριας απέτυχα να ακολουθήσω. Ο νόμος αυτός έλεγε ότι δεν θα άφηνα ποτέ ξανά να δημιουργηθεί μέσα μου τίποτα τέτοιο που να σχετίζεται με μια γυναίκα. Δεν με ένοιαζε τι θα έκανα, αλλά δεν θα το άφηνα να συμβεί ξανά. Ε, λοιπόν, εκείνη η κοπελίτσα κάπως πέρασε τις άμυνες μου, και νομίζω ότι ένιωσε την αντιπάθεια που έτρεφα για εκείνη, αλλά ένιωσε μόνο εκείνο το επιφανειακό κομμάτι του ψυχισμού μου, εκείνο που έδειχνα, όπως ήταν απόλυτα λογικό να συμβεί. Πώς θα μπορούσε να ξέρει αυτό που για εμένα ήταν αυτονόητο;
Δεν την πλησίασα ποτέ, και μετά παράτησα εντελώς την σχολή, ενώ εκείνη συνέχιζε τις σπουδές της. Ή έτσι υποθέτω εγώ, τέλος πάντων. Και μετά έφυγα, και δεν έγινε τίποτα, αλλά μερικές φορές ακόμη την θυμάμαι. Η Χριστίνα ήταν περίεργη πάνω σ’ εκείνο το θέμα. Άλλες φορές μου έλεγε να την προσεγγίσω, ενώ άλλες θύμωνε όταν το συζητούσαμε οι δυο μας.
Και όπως είπα πριν, θα μπορούσα να πιστέψω όλους αυτούς που προσπάθησαν να μου αποδείξουν ότι δεν αξίζω, αλλά μετά ήρθε ένας δεύτερος νόμος, ο οποίος έλεγε το εξής: Δεν σας πιστεύω. Ναι, ακριβώς. Δεν τους πίστευα. Δεν πίστευα κανέναν τους πια, κανέναν απολύτως, όποιος κι αν ήταν αυτός, και όποιο ρόλο κι αν είχε παίξει πρωτύτερα στην ζωή μου, εγώ δεν τον πίστευα. Ο λόγος των άλλων μετρούσε μόνο αν συμφωνούσε με τον δικό μου λόγο, κι αυτή ήταν η τακτική που θα ακολουθούσα από τότε μέχρι και σήμερα που γράφω αυτές τις σελίδες. Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εμένα, ήταν πλέον αναλώσιμος, και με ό,τι είχε κάνει η Χριστίνα, ακόμη κι εκείνη, ήταν επίσης αναλώσιμη.
Με πονούσε και μερικές φορές ακόμη με πονάει αυτός ο τρόπος σκέψης, αλλά είναι περισσότερο σαν να μην έχω άλλη επιλογή. Είμαι αυτός που είμαι, και όπως κάθε άλλος, πρέπει να επιβιώσω. Εγώ, και πολλοί άλλοι του σιναφιού, διαφέρουμε, λόγω κάποιων χαρακτηριστικών των οποίων χαίρουν οι καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και οι συγγραφείς ειδικότερα. Αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να γίνει προτέρημα, αλλά και μειονέκτημα. Μας έμαθαν ότι είναι μειονέκτημα, αλλά αν την καλλιεργήσει κανείς μέσω της τέχνης, αν κάνει τέχνη την ίδια την καλλιέργεια και την φροντίδα της διαφορετικότητάς του, τότε ίσως και να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό για εκείνον.
Κι έτσι, μ’ αυτά τα μυαλά και τις ελπίδες που μου απέμειναν, και μιλάμε για σκέψεις τις οποίες ίσως μια κοινή, ταπεινή ορθολογιστική άποψη δεν θα δεχόταν ποτέ, πορεύτηκα και πορεύομαι ακόμα, ελπίζοντας, παλεύοντας να μην χάσω την πίστη μου στον εαυτό μου, παλεύοντας να μην καταρρεύσω.
Ανήσυχος καθώς ήμουν, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα λόγω της έλλειψης ύπνου, τα μαλλιά μου ανακατεμένα. Σκέφτηκα την Ιωάννα, αλλά ήθελα να είμαι μόνος μου εκείνη την ώρα, έτσι ώστε να θρηνήσω για τον εαυτό μου. Η εμπειρία μου μού έλεγε ότι αν δεν θρηνούσα όταν έπρεπε, τότε θα υπέφερα με άλλους τρόπους στο μέλλον. Και εκείνη την στιγμή είχα ανάγκη να θρηνήσω με κάθε τρόπο.
Κάθισα στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη, χαζεύοντας ακόμη εκείνο το νεαρό αγόρι που ήμουν κάποτε, και έβαλα τα κλάματα.Άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα μου. Είχα ήδη βρέξει το πρόσωπό μου, και τώρα μπορούσα να ανοίξω. Συνήθως, όταν εμφανιζόταν στο χώρο μου κάποιος επισκέπτης που δεν περίμενα, ένιωθα ενθουσιασμένος με έναν θετικό τρόπο. Τώρα σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν η Ιωάννα, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα είδα τον Πέτρο. Ήταν εξίσου καλή επίσκεψη, νομίζω. Του είπα να περάσει.
«Είσαι καλά;» Με ρώτησε.
«Ναι, γιατί ρωτάς;»
«Το πρόσωπό σου… Δεν μοιάζει και πολύ εντάξει».
«Καλά είμαι. Απλά πέρασα μερικές δύσκολες στιγμές. Δεν σημαίνει τίποτα. Όλα θα στρώσουν, όλα θα γίνουν. Εσύ; Τι κάνεις;»
«Τίποτα», είπε. «Αδυνατώ να γράψω το οτιδήποτε, και σε λίγες μέρες είναι το Φεστιβάλ… Δεν έχω τίποτα να παρουσιάσω».
«Κάθισε», του είπα.
Καθώς μου μίλησε για το πόσο άδειο ήταν το μυαλό του εκείνη την στιγμή, τουλάχιστον σε σχέση με το γράψιμο, μου ήρθε μια τρελή ιδέα, αλλά προτίμησα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για λίγο.
«Ωραία είναι εδώ», μου είπε. «Στην αρχή σκέφτηκα να μην έρθω, φοβήθηκα μήπως ήταν η Ιωάννα εδώ, δεν ήθελα να ενοχλήσω».
«Καλά έκανες και ήρθες. Χρειάζομαι κι εγώ λίγη παρέα. Σε λίγο όμως πρέπει να φύγω για το μαγαζί».
Και τότε, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, ίσως επειδή ήθελα τόσο να ακούσω την απάντησή του, του το πρότεινα:
«Τι θα έλεγες αν γράφαμε από κοινού κάτι για το Φεστιβάλ; Εσύ λες ότι έχεις στερέψει αυτή την περίοδο. Εγώ λέω ότι θα μπορούσα να ρίξω μερικές ιδέες στο τραπέζι. Το δουλεύουμε μαζί, το γράφουμε, και το παρουσιάζεις εσύ και για τους δυο μας. Ή δεν ξέρω… Το παρουσιάζουμε μαζί. Τι λες;»
Με κοίταξε και χαμογέλασε για λίγο.
«Δεν ξέρω… Είναι πολύ καλή ιδέα, ναι, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Θα μου δώσεις λίγο χρόνο να το σκεφτώ; Μόνο μια μέρα. Έτσι κι αλλιώς, και ένα διήγημα μόνο αρκεί για να παρουσιάσουμε κάτι, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω. Εσύ είσαι πιο πολύ καιρό εδώ απ’ ό,τι εγώ. Εσύ πρέπει να ξέρεις. Τι λες;»
«Αρκεί», μου είπε. «Θα μπορούσαμε να γράψουμε ακόμη και ένα μικρό διήγημα, κανένα πρόβλημα. Αν υποθέσουμε ότι εγώ θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου για το γράψιμο…»
«Θα μπορέσεις αν βάλεις λίγη θέληση σ’ αυτό. Αν δεν κάνεις την αρχή, τίποτα δεν μπορεί να ακολουθήσει, έτσι δεν είναι; Κάνε απλά το πρώτο βήμα, και όλα τα άλλα ίσως και να γίνουν».
Ο Πέτρος γέλασε με τα παραπάνω λόγια. Αυτό που είχε αρχίσει ήδη να μου αρέσει σε εκείνον ήταν το ότι με αντιμετώπιζε σαν πραγματικά να με σεβόταν, παρά την διαφορά της ηλικία μας. Ήταν σχεδόν δέκα έξι χρόνια μεγαλύτερός μου, κι όμως, μου μιλούσε με ξεκάθαρο σεβασμό, πράγμα στο οποίο δεν ήμουν και τόσο συνηθισμένος, χωρίς ωστόσο να ζητάει να του προσφέρω στην συζήτηση κάτι παραπάνω απ’ ό,τι πρόσφερε εκείνος. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει αυτό τον σεβασμό, είτε με το γράψιμό μου πριν με γνωρίσει, είτε μετά την γνωριμία μας.
Αργότερα πήγα στο βιβλιοπωλείο, και το άνοιξα. Έψαξα πολύ ανάμεσα στα ράφια για να βρω έστω και ένα βιβλίο του Πέτρου, και βρήκα ένα ράφι με τέσσερα μυθιστορήματά του. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε το βιβλιοπωλείο του Παρεκκλησίου να μην έχει βιβλία του, ο τύπος ήταν κατά κάποιο τρόπο η μασκότ του χωριού τώρα πια.
Έπιασα ένα από εκείνα και κάθισα πίσω από τον πάγκο για λίγο. Ύστερα φρόντισα να καθαρίσω λίγο το μαγαζί, αλλά και το πεζοδρόμιο, έξω. Παράγγειλα έναν ζεστό καφέ από το κατάστημα απέναντι, και μετά κάθισα ξανά μέσα και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του. Ο τύπος ήταν καλός. Τόσο καλός που είχα αρχίσει να ανησυχώ με την πρόταση που είχα κάνει για συνεργασία. Είχα την ιδέα της συνεργασίας αφενός για να βοηθηθεί εκείνος, αλλά και επειδή η συνεργασία είναι συνεργασία. Στην περίπτωσή μας την φανταζόμουν περισσότερο σαν μια μορφή φιλίας, ωστόσο, και αυτό έλπιζα να αποκομίσω από εκείνον. Μήπως εκείνος αναζητούσε τίποτα άλλο όταν με προσέγγισε;
Και γιατί το μυθιστόρημά του με τρόμαξε κάπως; Επειδή σκέφτηκα ότι αν ο τύπος ξεκινούσε να γράφει, τότε τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει, και δεν ήθελα να μπει μπροστά εκείνος ο παλιός ανταγωνισμός την εμπειρία του οποίου είχα από άλλες φιλίες στο παρελθόν. Εκείνος, βέβαια, συμπεριλάμβανε φθόνο, ούτε συζήτηση πλέον γι’ αυτό, αλλά είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο ανταγωνισμός είναι πάντα ανταγωνισμός, και μπορεί να καταστρέψει την συνεργασία.
Όλα τα παραπάνω σήμαιναν για εμένα ότι θα έπρεπε να τον εμπιστευτώ, όπως κι εκείνος εμένα. Δεν έμοιαζε για κάποιος που θα μου την έφερνε. Έμοιαζε περισσότερο με έναν άνθρωπο που έχει χαθεί εντελώς, που έχει χάσει τον δρόμο του και δεν ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί. Ήταν λες και είχε πιαστεί από μια νέα φιλία, ρυθμίζοντας ωστόσο μέσα του τον τρόπο που θεωρούσε αυτή την φιλία. Ήταν γύρω στα τριάντα οχτώ τότε, για ποιο λόγο ένας άνθρωπος δέκα εφτά χρόνια μεγαλύτερός μου, θα ήθελε να συνεργαστεί μαζί μου;
Μέσα μου το συνδύασα αμέσως με το Παρεκκλήσι. Ήταν λες και όποιος ερχόταν εδώ είχε στόχο να αλλάξει τη ζωή του. Εγώ, ο Πέτρος, η Έλλη, που γνώρισα αργότερα μέσω του Πέτρου… Η μόνη εξαίρεση ήταν ίσως η Ιωάννα, η οποία είχε έρθει απλά και μόνο επειδή ήθελε να έρθει, ή ίσως επειδή αυτός ήταν ο τόπος καταγωγής της. Το ίδιο ίσχυε και για την Άννα, την ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου. Ήταν λες και το Παρεκκλήσι ήταν ένας τόπος έξω από τον κόσμο, όπου διάφορα άλλα πράγματα συνέβαιναν, λες και λειτουργούσε τελείως αλλιώς στον ψυχισμό των ανθρώπων, και αναρωτιέμαι αν αυτό μπορούσαν να το νιώσουν ακόμη και οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, αυτοί που είχαν περάσει ολόκληρη την ζωή τους εδώ.
Θα έλεγα ότι μπορούσε κανείς να βρει τον δρόμο του στο Παρεκκλήσι. Ίσως να μην ήταν εύκολο, τουλάχιστον στην αρχή σίγουρα δεν είναι, αλλά τελικά ίσως να μπορεί να ασκήσει τη μαγεία του στον κάθε άνθρωπο που είναι πρόθυμος να επηρεαστεί από αυτήν.
Ο Πέτρος, λοιπόν, αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο, είχε ξεφύγει από όλα τα «πρέπει» της κοινωνίας, και αποφάσισε κατά τη γνώμη μου ότι ήθελε να κάνει κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό για τον εαυτό του, αφήνοντάς τον ελεύθερο να νιώσει την αλλαγή στη ζωή του. Ίσως να ήταν λίγο υπεροπτικό το να νομίζω ότι ήμουν μέρος εκείνης της αλλαγής, αλλά προς το παρόν έτσι φαινόταν, κι εμένα μου άρεσε αυτό.Είχα διαβάσει ήδη το μισό βιβλίο του μέχρι το μεσημέρι. Ο μόνος πελάτης που είχε έρθει ήταν ένας Γερμανός τουρίστας παρέα με την κοπέλα του. Ήθελαν έναν χάρτη της περιοχής, μαζί με όλα τα αξιοθέατα. Το δάσος, τα παλιά σπίτια στον οικισμό λίγο βορειότερα… Εκείνα τα κτίσματα υπήρχαν ήδη από το 1900, και ποιος ξέρει πότε ακριβώς είχαν χτιστεί, από την εποχή που ο βουλγαρικός εθνικισμός συγκρούστηκε με τον ελληνικό, και με την προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να προσαρτήσουν την Θράκη στο κράτος της Ελλάδας. Είχα αναρωτηθεί για την ιστορία του Παρεκκλησίου, και πώς ακριβώς διατήρησε την ελληνικότητά του σε δημογραφικό επίπεδο. Υποψιάζομαι ότι είχε να κάνει με τις γενικότερες μετακινήσεις πληθυσμών στην περιοχή.
Είχα, λοιπόν, διαβάσει ήδη το μισό βιβλίο του μέχρι το μεσημέρι, και ήμουν ενθουσιασμένος. Ήταν δυνατός συγγραφέας, ήξερε τι έκανε, και τώρα φοβόμουν ακόμη περισσότερο την όποια συνεργασία μαζί του. Αλλά όσο σκεφτόμουν πώς τον είχα δει μόλις πριν, νωρίς το πρωί, μου ερχόταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορεί να είχε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο απόγνωσης κάποιος που είχε γράψει ένα μυθιστόρημα σαν και αυτό που κρατούσα στα χέρια μου. Ίσως όντως να μπορούσα να τον βοηθήσω, ίσως όντως να ήμασταν ήδη φίλοι. Ίσως να είχαμε έναν κοινό σκοπό, και μέσα μου, το διήγημα που επρόκειτο να γράψουμε, είχε ήδη μετατραπεί σε νουβέλα.
Είχαμε πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να τα βγάλουμε πέρα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρναμε, αρκεί να το θέλαμε. Του τηλεφώνησα αμέσως εκείνη την στιγμή που ακούμπησα κάτω το βιβλίο του, για να του πω ότι έπρεπε να πιάσουμε δουλειά όσο το δυνατόν πιο σύντομα.Ήθελε να συναντηθούμε το απόγευμα στο σπίτι του. Προς το παρόν βρισκόμουν στο δικό μου, και μπροστά μου στεκόταν η Ιωάννα ημίγυμνη. Φορούσε, δηλαδή, μόνο ένα τζιν παντελόνι, και πάνω τον στηθόδεσμό της, και αυτό ήταν όλο. Ξάπλωσε κοντά μου στο κρεβάτι και με αγκάλιασε. Άρχισε να μου μιλάει για τους γονείς της, την στιγμή που εγώ ξάπλωνα στο σώμα της.
Σε λίγο κάναμε έρωτα, κι εκείνη έμοιαζε να το θέλει πολύ, όπως κι εγώ. Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι μου, δεν μπορούσα να κρατηθώ μακριά της. Πολλές φορές καταλάβαινα ότι δεν ήταν το ίδιο και για εκείνην, αλλά τις περισσότερες φορές με άφηνε να μπαίνω μέσα της. Μετά από αυτό, συνήθως με έπαιρνε ο ύπνος, ενώ εκείνη ερχόταν κοντά μου και με αγκάλιαζε. Δεν ήξερα τι έκανε αφότου εγώ έκλεινα τα μάτια μου. Κοιμόταν αμέσως; Κι αν δεν κοιμόταν, τότε τι έκανε;
Θυμάμαι μια φορά όταν άνοιξα τα μάτια μου και την είδα να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω. Μου ήρθε να της πω να ρίξει κάτι πάνω της, έτσι ώστε να μην την δει κανένας που τριγυρνούσε πάντα ημίγυμνη μέσα στο διαμέρισμά μου. Εκείνη η σειρά από παράθυρα έβλεπε απευθείας στον κεντρικό δρόμο του χωριού, και θα ήταν σχετικά εύκολο να την πάρει κανένα μάτι. Δεν είπα τίποτα, όμως. Προτίμησα να την κατασκοπεύσω για λίγο.
Αυτό που έμαθα για την Ιωάννα εκείνη τη μέρα είναι ότι σκέφτεται πολλά περισσότερα απ’ όσα λέει. Όχι ότι το κάνουν λίγοι αυτό, αλλά μου έκανε εντύπωση έτσι όπως την είδα να περπατάει πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο. Έμοιαζε σκεφτική, σαν κάτι να την απασχολούσε, και την ίδια στιγμή μάλλον έμοιαζε λίγο θυμωμένη. Ή μήπως θλιμμένη;
Ένιωσα ότι ήθελα να της μιλήσω, να την πλησιάσω και να της ζητήσω να μοιραστεί μαζί μου ό,τι κι αν ήταν αυτό που την απασχολούσε, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν θα το ήθελε. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη νόμιζε ότι κοιμόμουν, σωστά; Θα μπορούσα ίσως να προσποιηθώ ότι είχα ξυπνήσει, όμως ακόμη και αυτή την ιδέα την απέρριψα.
Την είδα να πλησιάζει την βρύση, να παίρνει ένα ποτήρι από το ντουλάπι και να βάζει λίγο νερό. Οι κινήσεις της έμοιαζαν τόσο φυσικές, καθόλου δεν προσπαθούσε να το παίξει ελκυστική ή κάτι τέτοιο, κι όμως αυτό ακριβώς ήταν που είχε αρχίσει εκείνη την στιγμή να με ελκύει. Το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο ανθρώπινη πάνω απ’ όλα. Τόσο προσιτή σαν ιδέα, χωρίς να μοιάζει καθόλου με τον τρόπο που σκεφτόμουν τις γυναίκες που μου άρεσαν μέχρι να τη γνωρίσω, και μέχρι να τα βρούμε οι δυο μας. Με λίγα λόγια ήθελα να την πηδήξω πάλι.
Όταν στράφηκε προς το μέρος μου έκλεισα τα μάτια μου. Άκουσα τα βήματα των γυμνών ποδιών της να πλησιάζουν στο κρεβάτι. Μετά την ένιωσα να κάθεται κοντά μου. Χάιδεψε τα μαλλιά μου για λίγο, κι ύστερα με φίλησε στα χείλη. Εγώ άνοιξα τα μάτια μου, κι εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Δεν κοιμάσαι;» Με ρώτησε.
«Δεν ξέρω», της είπα. «Εσύ τι κάνεις;»
«Τίποτα. Σκέφτομαι κάποια πράγματα».
«Τι πράγματα;»
«Διάφορα… Πράγματα που με απασχολούν».
«Έχουν να κάνουν με την δουλειά; Με την οικογένειά σου; Με εμένα;»
Μου χαμογέλασε. Κάπου εκεί νομίζω ότι αναγνώρισα εκείνη την τάση που έχουν κάποιες φορές οι γυναίκες –ή κάποιες γυναίκες, τουλάχιστον- να είναι υπεύθυνες και για τους άλλους, να σηκώνουν ένα βάρος μόνες του, κι έτσι να φροντίζουν τους δικούς τους ανθρώπους. Κάπως νόμισα ότι αυτό το χαρακτηριστικό το είχα παρατηρήσει και σε άλλες περιπτώσεις, αν και δεν μπορώ τώρα να σκεφτώ κάποια. Εννοώ ότι η Ιωάννα δεν υπήρχε περίπτωση να μου πει τι ήταν αυτό που την απασχολούσε, και τότε το κατάλαβα. Δε νομίζω ότι μου είπε ποτέ, κι αν το έκανε, τότε δεν το θυμάμαι, πράγμα που νομίζω ότι αυτομάτως με μετατρέπει σε κάθαρμα, αλλά δε βαριέσαι…
«Τι κάνεις;» Με ρώτησε και γέλασε.
«Σε θέλω», της είπα.
Με την Ιωάννα κάναμε έρωτα διαρκώς. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό που μας κρατούσε μεταφορικά και κυριολεκτικά ενωμένους, αλλά σίγουρα ήταν σημαντικό για εμάς. Μαζί της γνώρισα ένα άλλο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, ένα στο οποίο όλοι έχουν δικαίωμα. Εκείνη μου το έδειξε, εκείνη με δίδαξε, εκείνη με έκανε να μάθω. Πάνω απ’ όλα ήμουν μαθητής της, και ύστερα εραστής και φίλος της. Ήξερα, βέβαια, από παλιά πώς είναι να ερωτεύεσαι, αλλά τότε ήταν αλλιώς. Τότε η υποκειμενικότητά μου διέφερε με τέτοιο τρόπο, που εγώ δεν μπορούσα καν να νιώσω κάτι τόσο σημαντικό όσο η Ιωάννα. Ειλικρινά, μερικές φορές πιστεύω ότι τότε δεν ήμουν καν ερωτευμένος με όλες εκείνες τις έφηβες συμμαθήτριες. Ήταν μια άλλη ανάγκη που εξυπηρετούσε η ιδέα τους μέσα μου. Ή μπορεί κανείς να το δει και αλλιώς. Ήμουν ερωτευμένος με τα δικά μου μέτρα και σταθμά, ακριβώς όπως συμβαίνει με τον κάθε άνθρωπο. Απλά εκείνα τα μέτρα και σταθμά δεν μου επέτρεπαν να μοιραστώ αυτό που ένιωθα, αλλά μόνο έμεναν μέσα μου και με κατέτρωγαν και με βασάνιζαν. Και κάπως έτσι εξηγώ όλα όσα ένιωθα μέχρι πριν την Χριστίνα και την Ιωάννα. Ήταν η ανάγκη να τιμωρήσω τον εαυτό μου μέσα από το να μην έχω αυτό που νιώθω ότι έχω ανάγκη. Ήταν η αυτοτιμωρία μου, και είναι παράξενο σ’ αυτό το σημείο το πώς λειτουργούμε χωρίς να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας καθόλου. Είναι λες και είμαστε τυφλοί, λες και η αυτογνωσία είναι ό,τι είναι για έναν άνθρωπο μια ξένη γλώσσα. Μόνο αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερα τον εαυτό μου, όταν έμαθα να παρατηρώ τις σκέψεις μου. Ο εαυτός μας, ξέρετε, είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Κάθε σκέψη που κάνουμε έχει τη σημασία της, και μπορεί να μας διδάξει περισσότερα από όσα κάθε άλλος άνθρωπος που γνωρίσαμε ή πρόκειται να γνωρίσουμε ποτέ. Μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας στις σκέψεις μας, αλλά και στις σχέσεις μας με τους άλλους, έτσι διάβασα κάπου, και το πιστεύω πραγματικά. Τι μπορώ να καταλάβω από την σχέση μου με τον καθένα; Τι μπορώ να μάθω; Τι μπορώ να αποκομίσω; Τι μπορώ να χρησιμοποιήσω από όλα αυτά;
Η Χριστίνα με έφερε ένα βήμα πιο κοντά στο να γίνω αυτός που ήθελα, ενώ η Ιωάννα έπαιξε τον δικό της ρόλο, οδηγώντας με ακόμη πιο πέρα. Η Χριστίνα είχε τελειώσει, και κάποτε θα τελείωνε και η Ιωάννα, αυτό ήταν δεδομένο, με τον καιρό φρόντισα να το λάβω υπόψη μου. Δεν μπορούσα να περιμένω ότι θα έμενα για πάντα μαζί της. Μόνο ευχόμουν να τελειώσει όμορφα, θετικά, να είναι μια απόφαση που θα παίρναμε από κοινού, χωρίς να διαλύσουμε εντελώς ό,τι είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας.
Είναι, όμως, ποτέ δυνατό να διαλυθεί εντελώς κάτι τέτοιο; Με είχε ήδη σημαδέψει, και ήθελα να πιστεύω ότι της είχα αφήσει κι εγώ κάτι να θυμάται από εμένα, κάτι να αγαπάει, κάτι να κερδίζει κάθε φορά που με σκέφτεται.
«Πρέπει να φύγω για τη δουλειά», μου είπε ενώ είχε ήδη αρχίσει να ντύνεται. «Θα τα πούμε αργότερα, εντάξει;»
Κι ύστερα έφυγε.Με τον Πέτρο πιάσαμε σχεδόν αμέσως δουλειά. Εντάξει, δεν αρχίσαμε να γράφουμε από την πρώτη μέρα, αλλά σύντομα αρχίσαμε τις συζητήσεις σχετικά με την ιδέα που είχα. Ο τίτλος του κειμένου θα ήταν «Μαριάννα», και θα αφορούσε έναν άνθρωπο ο οποίος επιστρέφει στο παρελθόν του, και μέσω αυτού θυμάται μια κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος, κι έτσι αρχίζει να την αναζητά.
Ο Πέτρος μου είπε ότι του άρεσε η ιδέα μου, και αφού μου είπε ότι ποτέ δεν έχει συνεργαστεί με κάποιον για την συγγραφή μιας ιστορίας, αποφασίσαμε μαζί ότι κάποιος θα αναλάμβανε κάποιους από τους χαρακτήρες της ιστορίας, και κάποιος τους υπόλοιπους, κι έτσι θα προχωρούσαμε σταδιακά μαζί το κείμενο. Μου ζήτησε να κάνω την αρχή, να γράψω τις πρώτες σελίδες, ως εκεί που ένιωθα ότι θα μπορούσα να γράψω. Το σχέδιό μας έλεγε ότι αφού το δικό μου κομμάτι της δουλειάς τελείωνε, εκείνος, ο οποίος αν μη τι άλλο υπέφερε από το μπλοκάρισμά του, θα αναλάμβανε να γράψει την συνέχεια, το δικό του κομμάτι βάσει των όσων είχα γράψει εγώ. Μάλιστα θα χρησιμοποιούσε τις δικές μου σελίδες σαν οδηγό για την εξέλιξη της ιστορίας, σε σχέση με τον εαυτό του και τον τρόπο που θα την φανταζόταν αυτός.
Από την αρχή σκεφτήκαμε ότι θα πρέπει ο καθένας να δώσει τον εαυτό του, ότι κανενός η άποψη δεν θα περάσει εξ ολοκλήρου στο τελικό κείμενο, και ότι αν αποφασίζαμε κάτι τέτοιο στην συνέχεια, θα μπορούσαμε να το κάνουμε ο καθένας μόνος του γράφοντας την εντελώς υποκειμενική μας εκδοχή του τέλους της ιστορίας. Προς το παρόν, αυτό που θέλαμε ήταν να θέσουμε τα θεμέλια της συνεργασίας μας με τέτοιο τρόπο, που να μην υπάρχει περίπτωση καμιάς παρέκκλισης από τον οποιονδήποτε, και σίγουρα κανενός ανταγωνισμού ανάμεσά μας. Έπρεπε οι αμοιβαίες υποχωρήσεις να είναι δεδομένες και για τους δυο μας.
Στόχος ήταν να μιλήσουμε για τον έρωτα του πρωταγωνιστή, του Δημήτρη, με μια γυναίκα από το παρελθόν, την ανάγκη του να επιστρέψει σ’ αυτό, και το πώς τελικά καταλήγει η αναζήτησή του, αφού αυτός δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από τους δαίμονές του. (Αυτό το τελευταίο το αποφασίσαμε λίγο προτού ολοκληρώσουμε την ιστορία, κοντά στο τέλος. Μέχρι τότε κανείς από τους δυο μας δεν είχε αποφασίσει πώς θα τελείωνε. Μόνο εγώ είχα την ιδέα να συναντάει επιτέλους ο Δημήτρης τη Μαριάννα, και μέσω αυτής της συνάντησης να λύνεται το πρόβλημα του ψυχισμού του, κι έτσι να επιστρέφει στην οικογένειά του. Ε, λοιπόν, αποδείχτηκε ότι το τέλος μας ήταν πολύ διαφορετικό, και μάλιστα υπαγορεύτηκε από μια απόφαση της στιγμής. Οφείλω να ομολογήσω ότι η ιδέα ήταν του Πέτρου).
Και κάπως έτσι πιάσαμε δουλειά. Πήρα τις συζητήσεις μας στο σπίτι μου, παρέα με μερικές σημειώσεις που είχαμε κρατήσει, και κάθισα στο laptop μου όταν ένιωσα ότι μπορούσα (την επόμενη μέρα, δηλαδή). Άρχισα, λοιπόν, να γράφω την ιστορία που εδώ και μήνες είχα στο μυαλό μου, και μου πήρε τρεις μέρες για να συμπληρώσω τις πρώτες είκοσι σελίδες, πράγμα που σήμαινε ότι πηγαίναμε ήδη για μια μικρή νουβέλα. Όταν ένιωσα ότι έπρεπε να σταματήσω, τηλεφώνησα ξανά στον Πέτρο, και του είπα ότι ερχόταν η σειρά του. Εκείνος γέλασε, και μου είπε να του πάω το αρχείο για να το διαβάσει.Όταν ο Αλέξανδρος έφερε το αρχείο, είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι. Είχαμε πάει με την Έλλη μέχρι το διπλανό χωριό, επειδή είχε κάποιες δικές της δουλειές να τακτοποιήσει. Το ότι ακόμη βλεπόμασταν ήταν καλό για εμένα, και ήταν ίσως η πρώτη φορά που ήθελα να μείνω με μια γυναίκα που δεν ήταν η σύζυγός μου για περισσότερο χρόνο από μία και μόνο νύχτα.
Άνοιξα την πόρτα και του είπα να περάσει. Μου είπε ότι το σπίτι μου ήταν κάπως μακριά, και ότι θα έφευγε νωρίς για να μην τον βρει η νύχτα στον δρόμο. Προσφέρθηκα να τον πάω με το αυτοκίνητο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Είπε ότι θα έβλεπε την Ιωάννα πριν γυρίσει στο σπίτι.
Συζητήσαμε κάποια πράγματα. Μου είπε ότι είχε γράψει μέχρι ενός σημείου, μέχρι που η Δήμητρα, η γυναίκα του Στέφανου, μάθαινε από τον ίδιο ότι εκείνος υπέφερε κατά κάποιο τρόπο. Η Δήμητρα μάθαινε στη συνέχεια για την Μαριάννα, κι από εκεί και πέρα… ερχόταν η σειρά μου να συνεχίσω.
Δεν το είπα στον Αλέξανδρο, αλλά πραγματικά ένιωθα κάπως αγχωμένος. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να αρχίσω ξανά το γράψιμο. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμόμουν καν πόσο καιρό είχα να γράψω κάτι δικό μου… Του είπα μόνο ότι θα μου ήταν λίγο δύσκολο, και ότι ίσως και να υπήρχε μία περίπτωση να μην προλάβουμε το Φεστιβάλ. Μου είπε ότι δεν τον ένοιαζε και τόσο το Φεστιβάλ, ότι δεν είχε και τόση σημασία… Είπε ότι ήθελε να γράψει κάτι, και αφού επρόκειτο να γίνει μέσω μιας συνεργασίας, ήταν πρόθυμος να γράψουμε κάτι μαζί.
Τον αποχαιρέτησα λίγη ώρα αργότερα, πριν πέσει ο ήλιος και το σκοτάδι.
Πέρασα το αρχείο στον υπολογιστή μου, και άρχισα να το διαβάζω. Ήταν εντάξει, πρέπει να πω, ήταν αρκετά εντάξει… Με κράτησε εκεί, μπροστά στην οθόνη μου, όσο χρειαζόταν προκειμένου να διαβάσω όλες τις σελίδες, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από αυτό. Νομίζω αυτό το κάτι άλλο ήταν η ιδέα της συνεργασίας, αλλά και ότι η γραφή του Αλέξανδρου ήταν αρκετά καλή ώστε να μου δώσει μία –έστω και μικρή- ώθηση.
Έπιασα δουλειά σχετικά γρήγορα. Το βράδυ της ίδιας μέρας.Το επόμενο πρωί ξύπνησα και ένιωσα τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν λες και κάτι είχε συμβεί μέσα μου. Ήξερα τι είχε συμβεί, το είχα νιώσει και στο παρελθόν, και το είχα νιώσει και το προηγούμενο βράδυ. Το γράψιμο είχε συμβεί, και αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό.
Το προηγούμενο βράδυ είχα νιώσει σαν να μπορούσα να πετάξω, ή κάτι τέτοιο. Είχα νιώσει ευτυχισμένος. Ξέρετε, εκείνη την ευτυχία για την οποία αν θυμάμαι καλά μίλησα πιο πάνω, εκείνη την ευτυχία που κρατάει μέχρι να την παρατηρήσεις. Αλλά ακόμη κι εκείνο το λίγο αξίζει τον κόπο.
Το χθεσινό γράψιμο ήταν μια από εκείνες τις φορές που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου, και ξέρω ότι βρίσκομαι κάπου αλλού, κάπου που ελπίζω ότι θα ταξιδέψει και ο αναγνώστης μου. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν είμαι ικανός να χαθώ κυριολεκτικά σ’ εκείνο τον κόσμο που δημιουργώ, να εξαφανιστώ από την πραγματικότητα που ξέρω, οι αισθήσεις μου να μη νιώθουν ό,τι υπάρχει γύρω μου, αλλά μόνο ό,τι υπάρχει μέσα μου. Τέτοιες είναι οι καλές στιγμές συγγραφής κατά την γνώμη μου. Και τότε είναι που πραγματικά αγαπάς αυτό που κάνεις.
Όλα τα παραπάνω βέβαια, και όπως έμαθα αργότερα, δεν έχουν και τόση σχέση με την δουλειά του επαγγελματία συγγραφέα. Νομίζω ότι αυτό που ξέρει να κάνει ένας επαγγελματίας συγγραφέας είναι να μετριάζει το πώς νιώθει για την δουλειά του. Να μετριάζει την τέχνη σε σχέση με τον επαγγελματισμό, να αποστασιοποιείται από αυτήν όταν πρέπει, προκειμένου να μπορεί να την ασκεί ανεπηρέαστα.
Κάπου στην πορεία, εγώ τα είχα χάσει όλα αυτά και δεν ήξερα πού πήγαινα. Όταν είχα ξεκινήσει, είχα αποφασίσει ότι θα είμαι επαγγελματίας μόνο όταν θα έπρεπε να έρθω σε επαφή με εκδοτικούς οίκους, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, όπως αποδείχτηκε. Έπρεπε να είμαι επαγγελματίας ακόμα και κατά την άσκηση της τέχνης, την καθημερινή άσκησή της.
Εκείνο το πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γράψω. Συνέχισα την ιστορία κανονικά, όπως έρεε από μέσα μου, προσπαθώντας να ανακαλύψω τη συνέχεια καθώς έγραφα, όπως έκανα πάντα. Το να κάνω πλάνο ποτέ δεν δούλεψε για μένα, ποτέ δεν λειτούργησε με τον τρόπο που λειτουργούσε για άλλους, απ’ ό,τι είχα ακούσει και μου είχαν πει. Ήταν σημαντική για εμένα η άμεση επαφή με το κείμενο και με τον εαυτό μου, να εκφράζομαι απευθείας όπως νιώθω εκείνη την στιγμή, αλλιώς κατά κάποιο τρόπο έχανα τη μαγεία που είχε να μου προσφέρει η συγγραφή. Ήταν σαν να μην είχε νόημα αν δεν λειτουργούσε έτσι.
Το γράψιμο πήγε καλά, κι εγώ ένιωσα ευγνωμοσύνη για μια στιγμή. Θα έπρεπε να ευχαριστήσω τον Αλέξανδρο που με είχε βάλει ξανά στο παιχνίδι, ακόμη και με μια ιστορία η οποία δεν ήταν δική μου. Απλά μέσα σε όσα είχε γράψει εκείνος, σελίδες και συναισθήματα τα οποία επεξεργάστηκα μέσα μου, κατάφερα να τοποθετήσω τον εαυτό μου, αναλαμβάνοντας κυρίως τον ρόλο του Στέφανου, αλλά και του Λευτέρη, του φίλου του από τα παλιά. Η αλήθεια είναι ότι ασχολήθηκα περισσότερο με την αναβίωση των αναμνήσεων του Στέφανου, αλλά και τον εσωτερικό θάνατο του Λευτέρη, όπως εκείνος φαινόταν μέσα από την σχέση του με τον Στέφανο. Ο Λευτέρης κρατούσε ένα όπλο, και απειλούσε τον Στέφανο ότι θα αυτοκτονήσει αν τον άφηνε μόνο. Και δεν ξέρω πώς ακριβώς μου είχε έρθει αυτή η ιδέα, αλλά μερικές φορές είναι καλύτερα να μην εξερευνούμε όλες τις ιδέες που μας έρχονται κατά νου, και απλά να τις βγάζουμε από μέσα μας.Οι μέρες μου έγιναν λίγο καλύτερες από τότε. Εντάξει, δεν διορθώθηκαν τα πάντα, αλλά το γράψιμο είναι κάτι που τις περισσότερες φορές βελτιώνει την ζωή μου. Είναι αυτό που πρέπει να κάνω. Αυτό που είμαι για να κάνω, και όταν δεν το κάνω, απλά δε νιώθω καλά. Το γράψιμο είναι για εμένα σαν μια πηγή ζωής, την οποία όμως πρέπει να ξέρω να χειρίζομαι. Και με αυτό εννοώ πάνω απ’ όλα να την χρησιμοποιώ, να την ασκώ, και να κερδίζω όσα έχει να μου προσφέρει, άσχετα απ’ το αν θα ήθελα να ασχοληθώ με κάτι άλλο εκείνη την στιγμή. Αν εσύ αφήσεις μία μέρα την τέχνη σου, εκείνη σε αφήνει δύο. Στο περίπου, δηλαδή.
Το σπίτι ήταν άδειο, όπως τις περισσότερες μέρες από τότε που είχα έρθει. Οι μόνοι άνθρωποι που με είχαν επισκεφτεί ήταν ο Αλέξανδρος και η Έλλη. Συνήθως μου άρεσε η μοναξιά, αλλά πολλές φορές γινόταν δύσκολη, ανυπόφορη, και υπήρχαν μάλιστα φορές που προτιμούσα μια συντροφιά, παρά το γράψιμο. Και νιώθω ότι αυτό είναι δειλία για εμένα, αλλά είναι μια αλήθεια.
Εκείνες τις μέρες άρχισαν να καταφτάνουν άνθρωποι στο χωριό για το Φεστιβάλ. Στο δημαρχείο άρχισαν να προετοιμάζουν τον χώρο διεξαγωγής του, ενώ τα ξενοδοχεία είχαν αρχίσει να γεμίζουν από ανθρώπους. Ακόμη και τα ξενοδοχεία των γύρω χωριών γέμιζαν κάθε χρόνο. Θα έπαιζαν μουσική, από παραδοσιακά μέχρι ροκ και τζαζ, θα έρχονταν δηλαδή και νεότερα συγκροτήματα, θα δίνονταν δύο παραστάσεις στο μικρό θέατρο του χωριού, και εμείς οι συγγραφείς θα διαβάζαμε τα κείμενά μας στο δημαρχείο… Κάθε χρόνο, η όλη διοργάνωση, κι ας μην ήταν καμιά υπερπαραγωγή, με έκανε να σκέφτομαι ότι μπροστά σε όλο το θέαμα της μουσικής και του θεάτρου, εμείς οι συγγραφείς δεν ήμασταν τίποτα. Δεν είχαμε τίποτα το εντυπωσιακό να επιδείξουμε, παρά μόνο να ανέβουμε σ’ εκείνο το ανόητο βήμα και να διαβάσουμε ένα απόσπασμα του έργου μας… Ίσως γι’ αυτό να φταίει ο ανταγωνισμός μου. Έμαθα με τα χρόνια ότι δεν διέφερα και πολύ απ’ όσους μου δημιούργησαν προβλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής μου, στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Εκείνοι έβλεπαν κάτι που πίστευαν ότι άξιζε να το λάβουν υπόψη τους, και να προσπαθήσουν να το ξεπεράσουν, να το υπερνικήσουν. Εγώ πάντα υποχωρούσα, αλλά αυτό δεν με έκανε απαραίτητα λιγότερο ανταγωνιστικό. Με έκανε αδύναμο, αλλά σίγουρα δεν με έκανε να διαφέρω από εκείνους. Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι απαξιούσα για τον ανταγωνισμό όσων προσπαθούσαν να με προκαλέσουν. Για να μπω στον κόπο να κοντραριστώ με κάποιον, θα έπρεπε εκείνος να έχει κάτι το ιδιαίτερο για εμένα. Και λίγοι το είχαν αυτό.
Και τώρα ερχόμαστε στο θέμα της προκατάληψής μου. Είμαι προκατειλημμένος με τους ανθρώπους. Και γιατί να μην είμαι; Δεν μου είχαν συμπεριφερθεί και πολύ καλά. Και για να πω την αλήθεια, μάλλον είμαι προκατειλημμένος και με τον εαυτό μου, και από εκεί πηγάζουν όλα. Το γεγονός ότι δεν μου άρεσαν οι πολλές κοινωνικές επαφές, ακόμη και αν χρειάστηκε να αναπτύξω την κοινωνικότητά μου λόγω της δουλειάς μου, ήταν από πάντα δεδομένο για εμένα. Κι έτσι, λοιπόν, η προκατάληψή μου μαζί τους με έκανε να είμαι πολύ επιλεκτικός, να διστάζω, να απομακρύνομαι, πόσο μάλλον να μην πλησιάζω καν.
Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά, καθώς αποτελούν πλέον παρελθόν.
Εκείνη τη μέρα αφιέρωσα άλλα τρία τέταρτα στο γράψιμο. Γράφω γρήγορα, και σκέφτομαι γρήγορα. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Είχα γράψει δύο χιλιάδες λέξεις μέσα σε μία μέρα, και δεν ένιωθα άσχημα μαζί τους, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία δύο –ή μήπως ήταν τρία;- χρόνια δεν είχα γράψει τίποτα το ιδιαίτερο.
Αργότερα πήρα το αρχείο και το πήγα στον Αλέξανδρο, στο βιβλιοπωλείο. Του το έδωσα και του μίλησα λίγο για όσα είχα γράψει. Μου είπε ότι θα το διάβαζε και θα το συζητούσαμε το απόγευμα.Βρεθήκαμε κάπου έξω οι δυο μας και μιλήσαμε για το κείμενο. Ήμασταν ικανοποιημένοι από την εξέλιξή του, αλλά θα έπρεπε στην δεύτερη γραφή του κειμένου, την οποία θα αναλάμβανε μόνο ένας από τους δυο μας, να φροντίσουμε να είναι περισσότερο ομοιόμορφο σε θέματα συνοχής, αλλά και όσον αφορά τους χαρακτήρες. Τα στοιχεία του καθενός μας μπορούσαν να ξεχωρίσουν εύκολα, ακόμη και στον Στέφανο, που ήταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Το χωριό είχε πλημμυρίσει με κόσμο. Στεκόμασταν μπροστά από ένα ανθοπωλείο, εγώ, ο Αλέξανδρος, η Ιωάννα και η Έλλη, οι οποίες είχαν περπατήσει μαζί από το σχολείο, και απλά χαζεύαμε. Διάφοροι τουρίστες χάζευαν τις βιτρίνες των μικρών καταστημάτων, και μερικοί από αυτούς αγόραζαν διάφορα πράγματα.
«Ποιος από τους δυο σας θα κάνει την παρουσίαση;» Ρώτησε η Έλλη.
«Ο Πέτρος», είπε ο Αλέξανδρος. «Εκείνος είναι μαθημένος να διαβάζει μπροστά σε άλλους… Να διαβάζει φωναχτά, δηλαδή».
Σκεφτήκαμε να περπατήσουμε λίγο. Πρόσεξα πώς η Ιωάννα κράτησε το χέρι του Αλέξανδρου, και αυτό κάπως με έκανε να χαμογελάσω. Δεν ξέρω αν ένιωσα μια μικρή δόση ζήλειας, καθώς εκείνη την στιγμή θυμήθηκα τον εαυτό μου και την Γεωργία όπως ήμασταν κάποτε. Αποφάσισα να σταματήσω εκείνες τις σκέψεις, και στράφηκα προς την Έλλη.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» Την ρώτησα.
Εκείνη με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
«Καλή», μου είπε. «Τα παιδιά δεν με ταλαιπώρησαν πολύ σήμερα. Η δική σου;»
Της έγνεψα.
«Το γράψιμο με βοηθάει», της είπα, και την ίδια στιγμή αναρωτήθηκα αν θα με ρωτούσε ποτέ για την οικογένειά μου. Αλλά τι λέω…; Της είχα πει ότι δεν ήθελα να το συζητήσω. Απ’ όσο θυμάμαι είχε ρωτήσει ήδη μια φορά.
«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να μη μπορείς να γράψεις;»
Αυτή ήταν η επόμενη ερώτησή της, και για εμένα ήταν σαν ένας άλλος τρόπος να με ρωτήσει για την οικογένειά μου. Εκείνη, προφανώς, δεν το ήξερε αυτό.
«Πέθανε ο γιος μου», της είπα, «και μετά με παράτησε η γυναίκα μου». Και μετά είδα εκείνο το βλέμμα στο όμορφο πρόσωπό της, το βλέμμα που έμοιαζε να ζητάει συγνώμη.
«Λυπάμαι», μου είπε. «Δεν ήξερα ότι ο Αντώνης…»
«Ο Αντώνης πέθανε. Δεν έχει σημασία το πώς και το γιατί. Σημασία έχει ότι δεν είναι πια εδώ, ότι έχει πεθάνει. Αλλά ακόμη κι αυτό μερικές φορές χάνει τη σημασία του για εμένα».
Ο Αλέξανδρος και η Ιωάννα περπατούσαν αρκετά μέτρα πιο μπροστά μας τώρα. Πηγαίναμε προς την πλατεία, μπροστά στο δημαρχείο, εκεί που το Φεστιβάλ θα λάμβανε χώρα. Σύννεφα συγκεντρώθηκαν στον ουρανό σε λίγο, και άρχισε να ψιχαλίζει. Έπιασα κι εγώ το χέρι της Έλλης εκείνη την στιγμή, όπως η Ιωάννα είχε πιάσει το χέρι του Αλέξανδρου. Γύρισα να την κοιτάξω, και της χαμογέλασα, και χαμογέλασε κι εκείνη, και με άφησε να κρατήσω το χέρι της, κι αυτό με έκανε να νιώσω πολύ θετικά εκείνη την στιγμή.
Το βράδυ ήρθε από το σπίτι και κοιμηθήκαμε ξανά μαζί. Ένιωσα την ανάγκη να της πω ότι την αγαπούσα, αλλά δεν το έκανα. Φοβήθηκα μήπως στην πραγματικότητα την μπέρδευα με την γυναίκα μου, μήπως ήταν κάτι άλλο αυτό που μου συνέβαινε, και όχι αυτό που ήθελα να της πω. Κάτι τέτοιο το είχα περάσει και στο παρελθόν, εξάλλου. Δεν ήθελα να της βάλω ιδέες που μετά δεν θα ήξερα πώς να δικαιολογήσω το γεγονός ότι τις ξεστόμισα.
Ξυπνήσαμε κοντά ο ένας στον άλλο, κι εγώ το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να την αγκαλιάσω. Πλησίασα το πρόσωπό μου στα μαλλιά της και τα μύρισα, τη φίλησα στο μάγουλο που βρισκόταν κοντά στα χείλη μου, καθώς είχε πλάτη γυρισμένη προς εμένα. Ήταν καλό που μπορούσα να τη νιώσω κοντά για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Ένα χρονικό διάστημα μερικών ημερών, δηλαδή.
Η δουλειά προχωρούσε καλά, εγώ και ο Αλέξανδρους γράφαμε μαζί, με λίγα λόγια, η Έλλη έμοιαζε ικανοποιημένη κοντά μου, η ανησυχία μου για τους γονείς μου, αυτή που με είχε καταλάβει λίγες μέρες πριν, έμοιαζε να φεύγει… Δεδομένης της ζωής μου, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Δεν ένιωθα ακριβώς ευτυχισμένος, αλλά ήμουν πολύ καλύτερα από παλιά, έτσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι. Ήμουν πολύ καλύτερα.
Σκέφτηκα ξανά το Παρεκκλήσι και τις παράξενες, θεραπευτικές για την ψυχή ιδιότητές του. Συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή ότι δεν είχε να κάνει με τον τόπο, αλλά με τους ανθρώπους. Ή μάλλον με τους ανθρώπους σε σχέση με τον τόπο. Δεν ξέρω αν το έγραψα πιο πάνω, ή αν το έγραψε ο Αλέξανδρος, αλλά νομίζω ότι όποιος καταφτάνει στο Παρεκκλήσι με σκοπό να μείνει, κάνει μερικούς συμβιβασμούς με τον εαυτό του. Ή μάλλον παίρνει μερικές αποφάσεις σε σχέση με το νέο τρόπο ζωής του. Το περιβάλλον, αλλά και ο αληθινός άνθρωπος που όλοι κρύβουμε μέσα μας, έρχεται στην επιφάνεια με επιθυμία και σκοπό να γαληνέψει, και ξέρει ότι ο τρόπος για να το κάνει αυτό, είναι να αφεθεί ελεύθερος. Αυτή η μορφή μιας κάποιας ελευθερίας είναι που ενεργοποιείται σ’ αυτό τον τόπο, στο Παρεκκλήσι. Ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με την πηγή της ελευθερίας που από τη φύση του είναι ικανός να νιώσει, που ένας όποιος πολιτισμός δεν έχει αγγίξει ακόμα, ίσως, μια πολιτικοποίηση, μια ιδεολογία, μια θρησκεία, δεν έχει αγγίξει ακόμα. Αλλά πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να είναι δυνατό; Μήπως το Παρεκκλήσι δεν έπαιξε τον δικό του ρόλο στην ιστορία της Θράκης σαν περιοχή; Στην ιστορία της Ελλάδας σαν χώρα; Στην πλούσια ιστορία των Βαλκανίων σαν χερσόνησο ανάμεσα στην ανατολή και την δύση;
Ίσως, όμως, αυτός να ήταν ο συμβιβασμός που κάνει ο άνθρωπος όταν καταφτάνει. Ίσως να αναγνωρίζει μέσα του τη γαλήνη με κάποιο μαγικό τρόπο. Αλλά ας αφήσουμε για λίγο τις ιδέες, έτσι δεν είναι; Ο «τόπος γαλήνης» στον οποίο αναφέρομαι δεν θα μπορούσε να είναι παρά παραμύθια, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν θα πίστευε ο οποιοσδήποτε τα άκουγε –ή στην προκειμένη περίπτωση τα διάβαζε- αυτά; Μια πιο δεκτή άποψη, θα ήταν ο υποτιθέμενος «τόπος γαλήνης» έχει να κάνει με τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Δεν είμαστε προορισμένοι να ζήσουμε σε κάποιο τόπο από την γέννησή μας, αλλά εμείς τοποθετούμε κάπου τον εαυτό μας, βάσει των ιδεών μας για μια κάποια πατρίδα, και αυτή είναι η αλήθεια. Τα πάντα σχεδόν λειτουργούν μέσω των ιδεών που έχουμε για αυτά. Αν ένας άνθρωπος δεν είχε καμιά ιδέα για τίποτα, τότε αυτό θα σήμαινε ότι ο κόσμος του έχει κλονιστεί, ότι δεν ξέρει πώς να σκεφτεί πλέον, ότι η ψυχή του έχει χάσει τον ορισμό της. Θα βλέπαμε τον άνθρωπο αυτό ανήσυχο, φοβισμένο, χωρίς σταθερές, χωρίς αξίες, χωρίς τίποτα, απογοητευμένο, θυμωμένο, απομακρυσμένο από την όποια κοινωνία, τα πάντα θα του φαίνονταν ξένα, πλέον. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει. Όπου κι αν αναπτυχθεί μια προσωπικότητα ή μια ψυχή, θα αποκτήσει τις αξίες και τα δεδομένα του τόπου στον οποίο μεγάλωσε, και αυτό ίσως να είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι της διαμόρφωσης μιας ανθρώπινης προσωπικότητας. Έτσι, λοιπόν, όπως τα πάντα για τον άνθρωπο, ακόμη και η πιο σημαντική αξία, είναι μια ιδέα, το ίδιο συμβαίνει και για όποιον έρχεται στον τόπο του Παρεκκλησίου. Ο άνθρωπος αυτός που βρίσκει εδώ την αληθινή γαλήνη, την βρίσκει επειδή οι δικές του αξίες περί γαλήνης ταιριάζουν με αυτόν τον τόπο, επειδή έτσι έχει προετοιμάσει τον εαυτό του και τον εσωτερικό του κόσμο, επειδή μέσα του, αυτός ο τόπος έχει νοητά μετατραπεί σε μια πατρίδα του πνεύματος και της ψυχής του, μακριά από κάθε τι καταπιεστικό. Το Παρεκκλήσι έχει μεταφραστεί μέσα του μέσω της ιδέας της ελευθερίας, μιας ανθρώπινης ανάγκης, η οποία από τον πολιτισμό στον οποίο εγώ προσωπικά μεγάλωσα, έμοιαζε και μοιάζει να έχει εκλείψει. Και δεν μεγάλωσα σε κανέναν πολιτισμό μακριά από όλους εσάς, παρά μέσα στον ίδιο, σ’ αυτόν που όλοι εμείς μεγαλώσαμε και αναπτυχθήκαμε με τρόπο τέτοιο που πολλές φορές να μη μας αρμόζει.
Είναι παράξενο το πώς στον τόπο καταγωγής μου, βρήκα κάτι που είχα ανάγκη. Μεγάλωσα στο Παρεκκλήσι, αλλά δεν πήρα από μικρός τα όσα είχε να προσφέρει. Δεν θέλω να μιλήσω για την οικογένειά μου αυτή την στιγμή, δεν θα ωφελούσε καθόλου να κάνω κάτι τέτοιο, δεν με νοιάζει εξάλλου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η επιστροφή εδώ σημάδεψε την αρχή μιας νέας περιόδου της ζωής μου. Νέοι άνθρωποι έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μου, ήρθαν κοντά μου, και μαζί πορευόμαστε ακόμα, νομίζω. Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.
Θα ήθελα να πω δυο λόγια, όμως, για την ιδέα της ελευθερίας. Είναι παράξενο το πώς κάποιες φορές, αν όχι όλες τις φορές, εμείς οι άνθρωποι έχουμε διαφορετική ιδέα για την ίδια λέξη. Άλλωστε, μια λέξη από μόνη της μπορεί να έχει πολλά νοήματα ανάλογα με τη χρήση της, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν η ελευθερία για εμένα σήμαινε και σημαίνει πολλά. Είναι εκείνη η αίσθηση ότι δεν με δεσμεύει τίποτα, ότι βρίσκομαι μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων, κοντά στον εαυτό μου και σε άλλους που αγαπάω, και που για εμένα έχουν ιδιαίτερη σημασία σαν άνθρωποι. Μιλάω για ανθρώπους που τόσο η παρουσία τους, όσο και η απουσία τους με επηρεάζει κατά τρόπο μοναδικό. Ελευθερία είναι η αίσθηση του να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό θα έλεγα αν με ρωτούσε κάποιος. Θα μπορούσα να πω κι άλλα. Ελευθερία είναι το έρχεσαι κοντά στην φύση. Δεν θα έλεγα στην «ανθρώπινη φύση», αφού ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης από μόνος του. Τα δημιουργήματά του, ωστόσο, πολλές φορές παρεκκλίνουν από τις δικές του φυσικές ιδιότητες. Τι άλλο θα μπορούσε να με φέρει πιο κοντά στην ελευθερία, πέρα από την επαφή με την φύση και τον αγνό κόσμο; Είμαι συγγραφέας. Επιτυχημένος συγγραφέας, με χρήματα και αναγνώστες, και μιλάω για ένα αρκετά μεγάλο κοινό που διαβάζει κάθε βιβλίο μου, κοινό που για αρκετά χρόνια συνέχιζε να αυξάνεται αριθμητικά. Δεν δέχτηκα διακρίσεις, δεν ήρθε αποδοχή από άλλους που ασκούν την ίδια τέχνη, πόσο μάλλον ήρθε το αντίθετο, απόρριψη από μέρους τους, η οποία ακολούθησε την επιτυχία, βέβαια. Και τι νομίζετε ότι σημαίνουν όλα αυτά για εμένα; Απολύτως τίποτα. Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να έρχομαι κοντά στην φύση μου, κοντά στο ποιος πραγματικά είμαι, κοντά στον εαυτό μου. Κοντά στην ελευθερία. Όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο εντός την κοινωνίας επιτυχίες, οι οποίες μου έδωσαν την δυνατότητα για κάτι ανώτερο. Όλη μου η προσπάθεια, η κλίση μου στην συγγραφή, δεν ήταν παρά ο δικός μου τρόπος να αναπτύσσομαι προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσής μου, προς μια ζωή η οποία θα μου έδινε την δυνατότητα να «γίνω αυτός που είμαι», όπως έγραψε ο Νίτσε. Αυτός νομίζω ότι είναι και ένας σκοπός της αληθινής ύπαρξης, κάτι για το οποίο όλοι προσπαθήσαμε κάποτε, αλλά δεν θυμόμαστε ότι στην πορεία το χάσαμε, λόγω της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε, του πολιτισμού της απόκτησης υλικής ευχαρίστησης, και όχι της πνευματικής, εσωτερικής καλλιέργειας και ανακάλυψης του εαυτού. Αν μη τι άλλο, σκοπός της εκπαίδευσης όλων μας θα έπρεπε να είναι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, να μάθουμε ποιοι είμαστε, ποιος είναι ο σκοπός μας, τι αποζητούμε τελικά, και όχι η γνώση και η εξέταση της μνήμης με στόχο την επαγγελματική κατάρτιση. Θα έπρεπε να έχουμε σκέψη στο μυαλό μας, όχι απλά γνώση που δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε. Γιατί αν η γνώση αποθηκεύεται στη μνήμη και στο μυαλό, δεν έχει καμιά αξία. Αλλά αν ξέρουμε πώς να τη συσχετίσουμε με τον εαυτό μας και να κερδίσουμε από αυτήν, να την εφαρμόσουμε στην ζωή μας και στην σκέψη μας, τότε πραγματικά γίνεται κτήμα μας, τότε πραγματικά το πνεύμα μας κερδίζει από τη γνώση, η οποία γίνεται κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μας, και μας οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στην πνευματική ισορροπία, σ’ αυτή την ισορροπία που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ανάγκη.
Με ρώτησαν σε μια συνέντευξη αν υπάρχει κάποιο μυστικό για την επιτυχία. Με ρώτησαν αν έχει να κάνει με τη σκληρή δουλειά. Τους είπα ότι και βέβαια έχει να κάνει με την σκληρή δουλειά η επιτυχία. Αλλά για εμένα αυτό μέτρησε μόνο όταν είδα την σκληρή δουλειά, δηλαδή την συγγραφή, με τέτοιο τρόπο που να μην είναι δουλειά, αλλά απόλυτη ευχαρίστηση και ικανοποίηση, ολοκλήρωση πνευματική, και εσώτερη ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Η επιτυχία μου ήρθε μόνο αφού απαλλάχθηκα από κάθε είδους στόχο, σκοπό, προσπάθεια για να κατακτήσω την κορυφή, πράγματα από τα οποία απομακρύνθηκα μόνο όταν βίωσα την πραγματική απόρριψη και απογοήτευση του έργου μου. Η πραγματική επιτυχία είχε έρθει πολύ πριν καταφέρω να κατακτήσω τις πωλήσεις. Ήρθε μόνο όταν έκανα αυτό που αγαπούσα με όλη μου την καρδιά, δίνοντας σ’ αυτό όλο μου το είναι, πιστεύοντας πραγματικά στον εαυτό μου και στην τέχνη μου, πράγματα που τώρα πια μέσα μου δεν διαχωρίζω, αφού είναι ένα και το αυτό.
Κι ας έχω χάσει τον εαυτό μου, κι ας απομακρύνθηκα από το γράψιμο για λίγο. Οι στιγμές που με ανακαλύπτω ξανά από την αρχή έρχονται συχνά, όπως αυτή, τώρα, αυτή την στιγμή που γράφω αυτές τις λέξεις. Μέχρι οι στιγμές να εγκατασταθούν ξανά μέσα μου, να βρουν τον δρόμο τους προς την καρδιά μου, και να με οδηγήσουν στην ελευθερία.
Η Έλλη με κοίταξε. Με αγκάλιασε, και μου είπε ότι ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Της είπα ότι είχα φτιάξει καφέ πριν λίγο, και ότι μπορούσαμε να σηκωθούμε τώρα, ότι βρισκόταν ο καφές στην καφετιέρα, ζεστός και έτοιμος για τους δυο μας.
Μόλις είχε ξημερώσει.
Κοιμήθηκα καλά εκείνη τη νύχτα. Η Ιωάννα ήρθε το βράδυ στο σπίτι, και ξαπλώσαμε μαζί. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά, και ήθελα κάπως να πιστεύω ότι οι σκέψεις της ήταν δικές μου, ότι σκεφτόταν εμένα, αλλά αυτό ήταν μόνο η επιθυμία μου. Τι περίμενα έτσι κι αλλιώς από την Ιωάννα; Τι άλλο θα μπορούσε να μου προσφέρει, πέρα από όλη αυτή την αγάπη που μου έδειχνε;
Το πρωί ξυπνήσαμε, κι εγώ έφτιαξα κάτι για πρωινό. Η Ιωάννα κάθισε στο τραπέζι, και έμοιαζε απλά χαρούμενη. Ήθελα από καιρό να της πω ότι όταν ξυπνάει μοιάζει διαφορετική, αλλά δεν το έκανα, φοβήθηκα μήπως το δεχόταν με τον λάθος τρόπο. Ήταν όμορφη, αλλά έμοιαζε σαν να είχε πιει το προηγούμενο βράδυ, κι αυτό το έβρισκα κάπως χαριτωμένο.
Δεν ήταν σαν την Χριστίνα. Δεν ήταν καθόλου σαν εκείνην, ούτε γι’ αστείο. Εκείνη έμοιαζε πολύ λιγότερο ζωντανή. Αν, δηλαδή, φανταζόμουν και τις δυο τους σαν μικρά παιδιά, σίγουρα το πιο δραστήριο από τα δύο θα ήταν η Ιωάννα. Το πιο ζωντανό, το πιο χαρούμενο, ίσως.
Κάποτε, τώρα που έγραψα τη λέξη «χαρούμενο», μου φαινόταν περίεργη η αισιοδοξία των άλλων. Από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή πέρα απ’ το να είναι κανείς αισιόδοξος. Ακόμη πιο μετά, κατάλαβα ότι υπήρχε επιλογή, και ότι όλα ήταν θέμα επιλογής, τελικά. Αρκεί να έχεις την γνώση ώστε να δεις τις επιλογές σου, και την εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, ώστε να επιλέξεις.
«Σ’ αγαπάω», είπα στην Ιωάννα, και έσκυψα μπροστά για να την φιλήσω.