Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Η μέρα που πέθανες -Μερος πρωτο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η «Μέρα που πέθανες» είναι ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά το 2007, με την ιδέα να μετατραπεί σε μια τριλογία. Είχε φτάσει τις 250 σελίδες τότε, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να συνεχίσω τη συγγραφή του, κι έτσι τελικά το έσβησα, με αποτέλεσμα να μείνει ένα αρχείο στον υπολογιστή μου, το οποίο περιείχε τις πρώτες 84 σελίδες του μυθιστορήματος. Από τότε προσπάθησα πολλές φορές να το γράψω, τρεις ή τέσσερις αν θυμάμαι καλά, αλλά κάθε προσπάθεια υπήρξε αποτυχημένη. 
Αφού, λοιπόν, πέρασε μια «άγονη» καλλιτεχνικά περίοδος, κατάφερα να γράψω μέσα σε ένα έτος μερικά διηγήματα, κι από εκεί να επιστρέψω ξανά στην προσπάθεια για να γράψω τη «Μέρα που πέθανες» από την αρχή. Διαφορετική από την πρώτη γραφή της, περισσότερο ώριμη και μικρότερη σε έκταση, αυτή η ιστορία ολοκληρώθηκε μέσα σε κάποιους μήνες, κι έτσι αποτελεί όχι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα, αλλά το πρώτο που νιώθω ότι μπορώ να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους. Είμαι σίγουρος τώρα πια ότι το ελληνικό Διαδίκτυο προς το παρόν δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να έρθει κανείς σε επαφή με ένα αναγνωστικό κοινό, αλλά προς το παρόν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να διαθέσω αυτό το μυθιστόρημα. Ακόμη περισσότερο, ξέρω ότι η ανάγνωση από τον υπολογιστή μπορεί να είναι ιδιαιτέρως κουραστική (για εμένα σίγουρα είναι), αλλά αφήνω τον όποιο ενδιαφερόμενο να βρει τον δικό του τρόπο να τα βγάλει πέρα με το παρακάτω κείμενο.7 Μαΐου 2011Κ. Δ. Μ.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

1
Η Άννα στάθηκε όρθια, αφού πρώτα στηρίχτηκε στο γραφείο. Την πονούσαν τα πλευρά της. Κάθισε στη μπλε καρέκλα, σ’ εκείνη με τις ρόδες, έκανε πίσω τα μαλλιά της κι ύστερα έκλαψε μέσα στις χούφτες της. Ο Νίκος είχε φύγει τώρα, και το παιδί βρισκόταν στο δωμάτιό του, τρομαγμένο, μάλλον.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε στο μπάνιο. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και σήκωσε τη γαλάζια ζακέτα της και τη μπλούζα της. Είχε μελανιές στο σώμα της… σε διάφορα σημεία του σώματός της. Σήκωσε το δεξί μανίκι της και κοίταξε κι εκεί. Λίγο ψηλότερα απ’ τον καρπό… άλλο ένα σημάδι. Την είχε κρατήσει με τόση δύναμη σ’ εκείνο το σημείο, που είχε μελανιάσει. Έσκυψε πάνω απ’ το νιπτήρα και έριξε νερό στο πρόσωπό της, πολλές φορές, μέχρι να νιώσει ότι μπορούσε να ανασάνει. Κατάφερε να νιώσει θυμό για μια στιγμή. Συνήθως ένιωθε φόβο. Σκέφτηκε πόσο εύκολα μερικοί συγχέουν τον φόβο με τον σεβασμό. Ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς. Νόμιζε ότι το να προκαλεί τον φόβο της θα την έκανε να τον σέβεται περισσότερο. Γι’ αυτό και τη χτυπούσε.
Η Άννα βγήκε απ’ το μπάνιο και περπάτησε μέχρι τη μέση του σαλονιού. Τα παπούτσια της βρίσκονταν πεταμένα εκεί πέρα. Της τα είχε βγάλει εκείνος πριν από ώρες, το μεσημέρι, όταν είχε επιστρέψει απ’ τη δουλειά. Πάνω στο τραπέζι, αλλά και στο πάτωμα, βρίσκονταν αραδιασμένες φωτογραφίες μιας χαρούμενης οικογένειας. Της δικής τους. Φωτογραφίες που είχαν τα χρονάκια τους, δηλαδή. Ποιος θα περίμενε ότι θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα; Ο Νίκος μάλλον είχε αμφιβολίες για τον ανδρισμό του. Ίσως, δηλαδή, αυτή να ήταν η αιτία που τη χτυπούσε. Αλλά για την Άννα ήταν πολύ περίεργο, το γεγονός ότι άλλες φορές έπεφτε στα γόνατα κλαίγοντας και την παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Της έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι δεν θα σήκωνε χέρι πάνω της ποτέ ξανά. Της έλεγε ψέματα, δηλαδή, και μερικές φορές εκείνη απορούσε αν το έκανε σκόπιμα ή αν όντως πίστευε τα λόγια του.
Τώρα, όμως, τα πράγματα θα άλλαζαν. Η Άννα έπιασε μια βαλίτσα απ’ το πατάρι και έβαλε μέσα διάφορα ρούχα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Έβαλε μέσα και ρούχα της μικρής. Φεύγουμε, της είπε. Θα πάμε ένα ταξίδι, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κι η μικρή δέχτηκε κάπως χαρούμενη, σαν να καταλάβαινε. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η μικρή την ρώτησε: Κι ο μπαμπάς; Η Άννα έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο μπαμπάς βγήκε για να πιει με τους φίλους του, και όταν γυρίσει θα είναι πολύ θυμωμένος, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στη Μαρία. Συγκεκριμένα, δεν της είπε τίποτα. Ή θα έφευγε, ή εκείνος ο ανώμαλος μια μέρα θα την σκότωνε.
Έκανε όπισθεν και βγήκε από την αυλή. Μέσα της ένιωθε θυμό. Ήταν αποφασισμένη αυτή τη φορά, και ούτε καν ήξερε από πού είχε αντλήσει όλη εκείνη τη δύναμη. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο ζωντανή, και ο πόνος στα πλευρά της δε θα την σταματούσε. Όχι πια. Η μικρή αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το δεχτεί. Τα πράγματα θα άλλαζαν.**Η Αλεξανδρούπολη ήταν για μερικούς μια όμορφη πόλη, αλλά για μερικούς άλλους μια αναθεματισμένη κόλαση, απ’ την οποία έπρεπε να φύγουν για πάντα. Για την Άννα ήταν κάτι ανάμικτο. Στην αρχή την αγαπούσε, τώρα όμως έφευγε για πάντα. Βγήκε απ’ την πόλη και δεν κοίταξε πίσω ούτε για μια στιγμή. Η μικρή έμοιαζε ανήσυχη, και είχε ρωτήσει μερικές φορές μέχρι τώρα μαμά, είσαι καλά; Σε χτύπησε ο μπαμπάς; Τι έπρεπε να της πει; Της έλεγε ότι ναι, ήταν καλά, και δεν έδινε περισσότερη σημασία.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν βγήκαν στην διεθνή αρτηρία προς Κομοτηνή. Όχι, δεν θα έμεναν στην Κομοτηνή. Θα πήγαιναν όσο πιο μακριά γινόταν, κι εκεί θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Μέσα σε μισή ώρα προσπέρασαν και την Κομοτηνή, και σ’ εκείνο το σημείο έπιασε την Άννα ένας παράξενος φόβος ότι ο Νίκος τους ακολουθούσε, ότι είχε πάρει το δικό του αυτοκίνητο κι ερχόταν να τους βρει για να τους επιστρέψει κοντά του και να τους δείξει όλη την αγάπη του…
Βγήκε από την Εγνατία. Έστριψε κάπου σε μια έξοδο και ακολούθησε τους παλιούς δρόμους, περνώντας μέσα από χωριά. Όταν βράδιασε για τα καλά, θυμήθηκε να ρίξει μια ματιά στην ένδειξη της βενζίνης. Σταμάτησε στο πρώτο βενζινάδικο και γέμισε το ντεπόζιτο. Κι ύστερα συνέχισε για περίπου τρία τέταρτα ακόμη, ώσπου λάμπες νέον φάνηκαν στο βάθος, μετά από μια μικρή γέφυρα, σε ένα άνοιγμα στα δεξιά του δρόμου. Ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Νυστάζεις;» Ρώτησε την Μαρία.
«Ναι», είπε εκείνη.
«Τώρα», της είπε, «θα σταματήσουμε».
Έστριψε και μπήκε στον χώρο στάθμευσης του μοτέλ. Πάρκαρε και κατέβηκαν. Πήρε την τσάντα από τις πίσω θέσεις και έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι. Τρεις ψηλοί στύλοι έριχναν το φως τους στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα. Φαίνεται ότι κι άλλοι διανυκτέρευαν εκεί.
«Έλα, από ‘δω», είπε στη μικρή, και περπάτησαν προς το δωμάτιο της ρεσεψιόν. Ένας μεσήλικας πίσω απ’ τον πάγκο τις κοίταξε και χαμογέλασε.
«Καλησπέρα», είπε. «Μπορώ να βοηθήσω;»
«Θα θέλαμε ένα δωμάτιο για τη νύχτα».
Ο άντρας έπιασε ένα κλειδί από τα μικρά ράφια πίσω του και το ακούμπησε στον πάγκο μπροστά στην Άννα. Της είπε πόσο κόστιζε η νύχτα. Δεν ήταν ακριβά… δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο μέρος να είναι ακριβό.
«Από πού είσαι;» Την ρώτησε, κι εκείνη έγινε μεμιάς καχύποπτη μαζί του.
«Από το Διδυμότειχο», του είπε ψέματα. «Εσείς;»
«Απ’ την Κομοτηνή. Το ίδιο και ο αδερφός μου. Έχει το μπαρ, εδώ δίπλα. Μπορείτε να πιείτε κάτι όποτε θέλετε…» Ύστερα στράφηκε προς τη Μαρία. «Τι θα έλεγες για μια καραμέλα, μικρή μου;» Την ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά και κρύφτηκε πίσω απ’ τη μητέρα της, κι εκείνος, περιέργως, το δέχτηκε αυτό σαν κατάφαση. Γι’ αυτό και έπιασε μια καραμέλα από το γυάλινο μπολ που βρισκόταν πάνω στον πάγκο και της την έδωσε.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε το κορίτσι και έπιασε την καραμέλα.
«Το δωμάτιό σας», είπε στην Άννα, «είναι το νούμερο οχτώ. Ό,τι χρειαστείτε, μπορείτε να απευθυνθείτε σε μένα».
«Ευχαριστώ», του είπε εκείνη και βγήκε έξω.
Περπάτησαν κάτω απ’ το υπόστεγο μέχρι να βρουν την μικρή ταμπέλα με τον αριθμό οχτώ στο πλάι της πόρτας. Η Άννα ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα. Άναψε το φως και αυτό που είδε την έκανε να χαμογελάσει. Ο χώρος ήταν τόσο ζεστός… Υπήρχαν δύο κρεβάτια με πράσινες κουβέρτες μέσα στο δωμάτιο. Ακριβώς απέναντι από τα κρεβάτια υπήρχε μια ντουλάπα και μια τηλεόραση, καθώς και ένα μικρό, ξύλινο γραφείο. Στο βάθος βρισκόταν η πόρτα του μπάνιου. Οι κουρτίνες ήταν διπλές. Λεπτές άσπρες, και πάνω από αυτές χοντρές πράσινες.
Η Άννα ακούμπησε την τσάντα ανάμεσα στα δύο κρεβάτια και ξάπλωσε σ’ αυτό που βρισκόταν πιο κοντά στο παράθυρο. Αγνόησε τον πόνο που ένιωσε το σώμα της και τεντώθηκε, προσπαθώντας να το ευχαριστηθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Η μικρή ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε γελώντας. Η Άννα έπαιξε για λίγο μαζί της, και σύντομα έμοιαζαν σαν να ήταν της ίδιας ηλικίας. Ήταν παράξενο αυτό που την βοηθούσε η κόρη της να εκφράσει  μερικές φορές. Την έκανε να ξεχνάει, την έκανε να γελάει, την έκανε ευτυχισμένη.
Λίγο αργότερα ξάπλωσαν. Η μικρή ήταν λίγο ανήσυχη στην αρχή, αλλά σύντομα ηρέμησε και την πήρε ο ύπνος. Η Άννα χάζεψε μερικές ανοησίες στην τηλεόραση για λίγο, ώσπου να της περάσει η υπερένταση, κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της και τα κράτησε κλειστά μέχρι το επόμενο πρωί.

2Η Άννα ξύπνησε γύρω στις οχτώ και κάτι το πρωί. Σηκώθηκε ήσυχα για να μην ξυπνήσει τη Μαρία, αλλά όταν τράβηξε απαλά τις κουρτίνες για να μπει λίγο φως, είδε ότι η μικρή δεν ήταν στο κρεβάτι. Ύστερα άνοιξε εντελώς τις κουρτίνες και περπάτησε προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο χώρος άδειος. Η μικρή έλειπε.
Πήρε τα κλειδιά και βγήκε έξω. Έτρεξε προς τη ρεσεψιόν, και είδε εκεί πέρα τον ίδιο τύπο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα. Τον ρώτησε για τη Μαρία, αλλά εκείνος είπε ότι δεν την είχε δει.
«Την έχασες;» Την ρώτησε.
«Ξύπνησα το πρωί και δεν ήταν στο δωμάτιο…»
«Ψάξε στο μπαρ, μπορεί να έχει πάει εκεί».
Η Άννα έτρεξε προς το μπαρ. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Υπήρχαν μερικά τραπέζια και ένας πάγκος, και ο χώρος δεν έδειχνε να είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Όλοι τους έτρωγαν το ίδιο φαγητό. Ομελέτα. Πουθενά η Μαρία. Ρώτησε μερικούς αν είχαν δει ένα μικρό κορίτσι με καστανά μαλλιά και άσπρο φόρεμα, αλλά κανείς τους δεν είχε δει τίποτα.
Βγήκε απ’ το μπαρ έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Νίκος, σκέφτηκε. Ήρθε και την πήρε. Και τώρα βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Ίσως και να με βλέπει κιόλας. Έκανε βιαστικά το γύρω του μπαρ και των δωματίων, αλλά όλος ο πίσω χώρος ήταν κενός, εκτός από μερικά άχρηστα αντικείμενα που ήταν πεταμένα εκεί, ώσπου βρέθηκε ξανά μπροστά, στον χώρο στάθμευσης. Πώς είχε βγει έξω η μικρή; Η Άννα είχε αφήσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα όταν είχε κλειδώσει. Η μικρή ξύπνησε, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω και…
Είδε τη Μαρία να στέκεται απέναντί της, ακριβώς μπροστά στον φράχτη. Ένας άντρας στεκόταν δίπλα της. Κι οι δυο τους είχαν στραμμένες τις πλάτες τους προς τα δωμάτια και προς την Άννα. Κοίταζαν μακριά, στους καταπράσινους αγρούς και στα βουνά που βρίσκονταν πέρα, μακριά. Η Άννα έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι.
«Μαρία, σου έχω πει τόσες φορές να μην απομακρύνεσαι…»
Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Η Άννα είχε ήδη τραβήξει το παιδί μερικά μέτρα μακριά του. Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους… Αλλά όταν τον κοίταξε καλύτερα ξαφνιάστηκε. Εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο.
«Μαμά, αυτός είναι ο κύριος Αλέξης», είπε η μικρή.
«Το ξέρω, Μαρία», της είπε. «Το ξέρω…»
«Θα βρέξει, Άννα», της είπε εκείνος.
«Ναι… έχει συννεφιά…»
«Μήπως να πάμε κάπου μέσα;» Την ρώτησε.
Εκείνη έδειξε να το σκέφτεται.
«Τι κάνεις εδώ;» Τον ρώτησε.
«Φεύγω», της είπε. «Η μάλλον… δραπετεύω», γέλασε.
«Ναι… κι εγώ κάτι τέτοιο κάνω», είπε εκείνη. «Ας πάμε κάπου μέσα. Άρχισε να ψιχαλίζει…»
Περπάτησαν προς το μπαρ. Η Μαρία ρώτησε τη μητέρα της αν γνώριζε τον Αλέξη, κι εκείνη της είπε ότι παλιά ήταν φίλοι. Στο πανεπιστήμιο.
«Ο κύριος Αλέξης είναι κι αυτός από την Αλεξανδρούπολη», είπε η Μαρία.
Μπήκαν στο μπαρ και κάθισαν σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονταν δίπλα στα παράθυρα. Ο Αλέξης την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, κάτι που εκείνη δέχτηκε με ένα χαμόγελο. Ήταν συνηθισμένη στο να την κοιτάζουν οι άντρες, ήταν όμορφη γυναίκα. Και το δικό του βλέμμα ήταν διπλά ευπρόσδεκτο.
«Πώς τα καταφέρνεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τι εννοείς;»
«Δουλεύεις; Τι κάνεις;»
«Έκανα μαθήματα σε παιδιά του γυμνασίου, αλλά όχι πια. Τα παράτησα».
«Τώρα δουλεύει μόνο ο άντρας σου; Είσαι παντρεμένη, σωστά;»
«Κάπως έτσι…» του είπε εκείνη.
«Ωραία…»
«Εσύ;»
«Τι εγώ; Όχι, δεν παντρεύτηκα. Είχα ένα μικρό βιβλιοπωλείο…»
«Ναι, το ξέρω…»
«Δεν πέρασες ποτέ, παρ’ όλα αυτά…»
«Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση».
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς».
Ήρθε ο σερβιτόρος και παρήγγειλαν. Δύο καφέδες και έναν χυμό και μια ομελέτα για τη μικρή. Η ομελέτα ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε για πρωινό εκεί μέσα. Δεν μίλησαν πολύ. Περιορίστηκαν στο να κοιτάζουν τη βροχή απ’ τα παράθυρα δίπλα τους. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να καθαρίζει και αν και βρίσκονταν σε εσωτερικό χώρο, νόμιζαν ότι μπορούσαν να νιώσουν την ψύχρα που είχε γίνει πιο έντονη.
Είπαν λίγα πράγματα για τις ζωές τους. Κι οι δυο τους κατάλαβαν ότι ο ένας έκρυβε πράγματα απ’ τον άλλον. Αυτό που έκανε τον Αλέξη να το υποψιαστεί, ήταν ότι η Άννα έμοιαζε φοβισμένη για κάποιο λόγο. Ήταν λες και βρισκόταν διαρκώς σε ένταση, αλλά δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Είναι παράξενο μερικές φορές… βλέπεις έναν άνθρωπο που έχεις χρόνια ολόκληρα να δεις, και με τον οποίο κάποτε ήσασταν τόσο κοντά, και τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ που το κοινό παρελθόν σας πλέον σας κάνει μόνο να νιώθετε άβολα, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Εντάξει, ίσως αυτή η παρατήρηση να είναι λίγο υπερβολική. Κι οι δυο τους είχαν νιώσει παραπάνω πράγματα, αλλά δεν έπαυε να υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους.
«Γράφεις ακόμα». Του είπε η Άννα.
«Κάνω ό,τι μπορώ».
«Έτσι έλεγες σε όσους σε έκαναν να νιώθεις άβολα. Με εμένα τα συζητούσες πάντα αυτά τα πράγματα».
Ο Αλέξης γέλασε. Το δέχτηκε σαν φιλική επίθεση, γι’ αυτό και της απάντησε κάπως έτσι:
«Μόνο με εσένα τα συζητούσα. Με κανέναν άλλον».
Η Άννα έστρεψε αλλού το βλέμμα της και ήπιε λίγο απ’ τον καφέ της.
«Ωραία ζακέτα», της είπε.
«Ευχαριστώ. Πες μου κάτι, όμως… είπες ότι δραπετεύεις. Από τι;»
«Εσύ από τι δραπετεύεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Δεν έχει σημασία».
«Και πού πηγαίνεις;»
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», του είπε.
Ο Αλέξης συνοφρυώθηκε. Η Άννα δεν έδειχνε να είναι και πολύ καλά, και ένιωσε λίγο θυμωμένος μαζί της που δεν το παραδεχόταν σ’ εκείνον, αλλά την δικαιολόγησε, μιας και η δική του στάση απέναντί της ήταν παρόμοια.
«Εσύ που πηγαίνεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Στο βουνό», είπε. «Σε ένα ξενοδοχείο. Είναι ενός φίλου, και μου άφησε τα κλειδιά για να μείνω εκεί για κάποιες μέρες. Αν δεν έχεις που να πας… έλα μαζί μου», της είπε. Ήξερε ότι ίσως αυτό να ήταν ένα μεγάλο βήμα για αρχή, αλλά είχε αποφασίσει να το ρισκάρει.
«Δεν ξέρω…» απάντησε εκείνη διστακτικά. «Ως πότε θα μείνεις εδώ; Μπορείς να μου δώσεις λίγες ώρες να το σκεφτώ;»
«Έχεις όσο χρόνο θέλεις», της είπε.
Έμειναν για κάποια λεπτά ακόμη στο μπαρ, κι ύστερα βγήκαν στη βροχή.**Ο Αλέξης στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του και κοίταξε έξω, στη βροχή. Είχε ανάψει ένα τσιγάρο πριν από λίγο, και τώρα το ευχαριστιόταν. Δεν κάπνιζε συχνά, ούτε ήταν ακριβώς καπνιστής. Τουλάχιστον δεν ήταν ακόμα ένας απ’ αυτούς. Απλά έκανε ένα όποτε ένιωθε ότι το είχε ανάγκη. Τον τελευταίο καιρό το είχε ανάγκη αρκετά συχνά.
Μπορούσε από το παράθυρό του να δει το δωμάτιο με τον αριθμό οχτώ, το δωμάτιο της Άννας. Να μια ευχάριστη συνάντηση, είχε σκεφτεί. Είχε γνωρίσει την Άννα στο πανεπιστήμιο, και είχαν σχέση τότε για αρκετό καιρό. Οι λόγοι για τους οποίους είχαν χωρίσει δεν ήταν ξεκάθαροι σε κανέναν από τους δυο τους. Είτε αυτό, είτε ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους που είχε απομακρυνθεί από τον άλλον. Ο ίδιος δεν ήθελε να χωρίσουν. Ή μήπως το ήθελε περισσότερο απ’ όσο νόμιζε; Θυμόταν πως είχε νιώσει τύψεις για τον τρόπο που αντιμετώπιζε την Άννα προς το τέλος της σχέσης τους. Σαν ένα μικρό –ή λίγο μεγαλύτερο από απλά μικρό- βάρος που έπρεπε να κουβαλάει εδώ κι εκεί. Κι όλο αυτό γιατί είχε δουλειές. Έπρεπε να τελειώσει την σχολή του, έπρεπε να γράφει όλο και περισσότερο… έπρεπε να τα καταφέρει. Τι καταλάβαινε εκείνη απ’ όλα αυτά; Κατά τη γνώμη του τίποτα. Εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για το πανεπιστήμιο, και ήταν αλήθεια ότι τα κατάφερνε μια χαρά, καλύτερα από τον Αλέξη, αλλά εκείνος ζητούσε πάντα κάτι περισσότερο. Την περνούσε από συνεχείς δοκιμασίες, κι εκείνη τις υπέμενε όλες αυτές χωρίς να λέει πολλά, μέχρι που άρχισαν οι καυγάδες.
Είχαν χωρίσει φιλικά, ωστόσο. Εντάξει, δεν έμειναν φίλοι, επειδή εκείνος δεν το άντεχε αυτό, αλλά έλεγαν μια καλημέρα και ίσως μερικά παραπάνω λόγια κάθε φορά που συναντιούνταν στα μαθήματα. Η αλήθεια ήταν ότι του έλειπε τρομερά. Τον πρώτο καιρό μετά το χωρισμό ένιωθε ότι την είχε ανάγκη απεγνωσμένα, ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα χωρίς εκείνην κοντά του, και κατέληξε να αναρωτιέται τι στο διάολο ήθελε τελικά. Να είναι μαζί της, ή να δώσει τα πάντα στη δουλειά του; Και γιατί έπρεπε το ένα να αναιρεί το άλλο;
Ναι, χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Συνήθως κάπνιζε όταν είχε τις μαύρες του, αλλά τώρα κάπνιζε επειδή είχε ενθουσιαστεί που την είχε συναντήσει ξανά. Και κοίτα να δεις… η Άννα είχε μια κόρη! Τη Μαρία. Αστεία πράγματα… η Άννα με παιδί… Εντάξει, δεν επρόκειτο για ειρωνεία, απλά του φαινόταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει το πώς είχαν αλλάξει τα πράγματα τόσο πολύ.
Ο Αλέξης τελικά είχε καταφέρει να τελειώσει τη σχολή του. Εγκατέλειψε σύντομα τα όνειρα για μεταπτυχιακές σπουδές, ίσως επειδή εκείνη την περίοδο είχε πεθάνει και ο πατέρας του, και τον είχε πιάσει εκείνη η γνωστή τάση να εγκαταλείπει. Να εγκαταλείπει γενικά και αόριστα, εγκαταλείποντας πρώτο απ’ όλους τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν ο θάνατος, με όποια μορφή, χτυπάει την πόρτα ενός απαισιόδοξου, τότε πολλά άσχημα μπορούν να συμβούν. Κι ο Αλέξης είχε χάσει τον πατέρα του τότε, και τα χρήματα είχαν λιγοστέψει, κάτι που σήμαινε ότι η προσπάθεια θα έπρεπε να ενταθεί, κι αυτός δεν ένιωθε σαν να είχε τέτοιες δυνάμεις εκείνη την περίοδο. Εκτός αυτού… είχε χάσει την Άννα.
Τελικά άνοιξε με λίγη βοήθεια ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Αλεξανδρούπολη, το οποίο δεν έδειχνε να έχει και πολύ μέλλον… αλλά τελικά τα κατάφερε να αποκτήσει κάποιους πελάτες. Ήταν εξυπηρετικός και τους βοηθούσε να βρουν πράγματα που στην πόλη θεωρούνταν δυσεύρετα. Έτσι, το μαγαζί ξεκίνησε την μέτρια πορεία του, αρκετή, ωστόσο, για να ταΐσει έναν άνθρωπο, τον Αλέξη.
Ταυτόχρονα έγραφε. Έγραφε από παιδί, και είχε από τότε το όνειρο να γίνει συγγραφέας, και την απορία σχετικά με το αν γεννιέσαι ή γίνεσαι. Μέχρι τώρα είχαν δημοσιευτεί κάποια διηγήματά του σε κεντρικά περιοδικά, και με τον καιρό είχε αποκτήσει και κοινό. Είχε τραβήξει την προσοχή κάποιων, και τον είχαν πλησιάσει. Κι εκεί ξεκινούσαν τα διλήμματα. Κάποιος του είχε προσφέρει την επιτυχία. Πίστευε κι ο ίδιος ότι θα μπορούσε να βγάλει χρήματα από τον Αλέξη, και του είπε κάνε ό,τι θα σου πω, άσε με να σε αναλάβω, και θα φτάσεις πολύ ψηλά. Ο Αλέξης τον είχε κοιτάξει με δυσπιστία, και του είχε ζητήσει μια διορία έτσι ώστε να μπορέσει να αποφασίσει. Είχε πάρει την απόφασή του και είχε όντως οδηγηθεί στην επιτυχία. Εννιά μυθιστορήματα, όμως, αργότερα, μέσα του ένιωθε ακόμη σαν να είχε κάνει μια τρύπα στο νερό.
Το πρόβλημα ήταν το εξής. Τι αντιπροσώπευε για εκείνον το γράψιμό του; Ήταν κάτι που τον είχε οδηγήσει στην κορυφή ως τι ακριβώς; Ως συγγραφέα, ή ως έναν φτιαγμένο, ψεύτικο ήρωα; Κάποιοι είχαν δεθεί με το πρόσωπό του, και όχι με το έργο του, και σ’ εκείνο το επίπεδο ο Αλέξης θεωρούσε ότι δεν είχε τίποτα να δώσει. Δεν ήθελε τη δόξα. Είχε ανάγκη από μια κάποια αναγνώριση, σίγουρα, δεν χωρούσε αμφιβολία σ’ αυτό, αλλά δεν ήθελε να γίνει ο ήρωας κανενός. Δεν μπορούσε να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, δεν μπορούσε να το παίξει πρότυπο και μετά να τους απογοητεύσει. Ίσως στην τελική να ήταν ένας δειλός και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Ένας χέστης που φοβόταν να αναλάβει τις ευθύνες που ακολουθούσαν τα όνειρά του. Ίσως γι’ αυτό να το είχε βάλει στα πόδια, κι όχι επειδή πίστευε σε κάτι διαφορετικό από αυτό που του είχε προσφερθεί. Το γεγονός ότι είχε δεχτεί την πρόταση εκείνου του εκδότη επρόκειτο για έναν συμβιβασμό, ή για την προσωπική του ωρίμανση;
Πότε, άραγε, ωριμάζει κάποιος; Όταν πληγώνεται; Όταν συμβιβάζεται και μαθαίνει να ελίσσεται προκειμένου να καταφέρει τους στόχους του; Όταν εγκαταλείπει τα όνειρά του και δέχεται τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να κάνει τίποτα για να τα αλλάξει; Πότε ακριβώς; Όταν αποδέχεται, μήπως; 
Γάμησέ το, δεν ήξερε αν είχε ωριμάσει ποτέ ή όχι. Αυτό που ήξερε ήταν ότι φοβόταν να αντιμετωπίσει όλες τις ευθύνες που ακολουθούσαν όσα του είχε υποσχεθεί εκείνος ο τύπος. Μεγαλοεκδότης, πλούσιος, με τη δυνατότητα να τον σπρώξει μέσα στα καλύτερα και ισχυρότερα κυκλώματα. Ο Αλέξης δεν ήθελε κυκλώματα, δεν ήθελε συμβιβασμούς, συνεργασίες και δεύτερες σκέψεις, ήθελε αλήθειες. Ήθελε να λέει αλήθειες, και όσο μπορούσε, να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται. Και να αισθάνεται κι ο ίδιος. Ναι, ο Αλέξης δεν είχε ωριμάσει ποτέ.
Φύσηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο του τη στιγμή που ένα λεωφορείο σταματούσε στο πλάι του δρόμου, μπροστά στο μοτέλ. Οι πόρτες άνοιξαν και τέσσερα άτομα κατέβηκαν από μέσα. Τέσσερις νέοι, που μάλλον έμοιαζαν με φοιτητές. Την προσοχή του Αλέξη τράβηξε ιδιαίτερα ο πρώτος. Είχε σγουρά μαλλιά, μακριά μέχρι τους ώμους του και φορούσε γυαλιά. Ο καθένας τους κρατούσε και μια τσάντα. Τους είδε να μπαίνουν στη ρεσεψιόν.

3Οι τέσσερις νέοι μπήκαν στη ρεσεψιόν. Ο Θοδωρής μίλησε με τον τύπο πίσω από τον πάγκο, του ζήτησε δύο δίκλινα, κι ενώ εκείνος γύρισε για να πιάσει τα κλειδιά από τα μικρά ράφια, ο Γιώργος, εκείνος με τα σγουρά μαλλιά, άρπαξε μια χούφτα από τις καραμέλες που βρίσκονταν μέσα στο μπολ πάνω στον πάγκο και τις έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο Θοδωρής κρατήθηκε να μην γελάσει.
«Σαν στο σπίτι σας», τους είπε ενώ γύρισαν για να βγουν έξω. «Φίλε…!» είπε στον Γιώργο «…Πάρε όσες θες… έχω ολόκληρες σακούλες από δαύτες».
Όλοι μαζί γέλασαν.
«Ποια κοπέλα θα κοιμηθεί μαζί μου;» Ρώτησε ο ένας από τους τέσσερις. Τον έλεγαν Γιάννη.
«Να έρθω εγώ;» Ρώτησε ο Θοδωρής.
«Άντε, έλα», περπάτησαν προς το δωμάτιο
Ο Γιώργος έμεινε πίσω με τον Στράτο. Ο Στράτος του έδωσε το κλειδί.
«Κράτα το εσύ», του είπε.
Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο. Άφησαν τις τσάντες τους και περιεργάστηκαν τον χώρο. Ο Στράτος ξάπλωσε στο κρεβάτι και αναστέναξε. Είπε ότι χρειαζόταν περισσότερο ύπνο. Ο Γιώργος δεν του απάντησε. Μόνο άνοιξε τις κουρτίνες αδιαφορώντας για το αν θα τον ενοχλούσε το φως που θα έμπαινε μέσα. Έτσι κι αλλιώς, έξω είχε συννεφιά και έβρεχε, ήταν ήδη κάπως σκοτεινά.
«Κοίτα», είπε ο Γιώργος, κι ο Στράτος σηκώθηκε και ήρθε κοντά στο παράθυρο. 
Ένα μικρό κορίτσι έτρεχε στον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων και έπαιζε με τη βροχή. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα. Ήταν η Μαρία. Σύντομα, μέσα στο πλαίσιο που έθετε το παράθυρο μπήκε η Άννα γελώντας.
«Ωραία γκόμενα», είπε ο Στράτος.
Ο Γιώργος παρέμενε ανέκφραστος. Ή μάλλον χαμογελούσε αμυδρά. Το βλέμμα του ήταν ακόμη στραμμένο προς το κορίτσι, όχι προς τη μητέρα. Τότε εμφανίστηκε και ένας τρίτος. Ένας ψηλός τύπος με γκρι παντελόνι και μαύρη μπλούζα. Η μικρή έτρεξε κοντά του. 
«Από πού ξεφύτρωσε αυτός;» Ρώτησε ο Στράτος, κι ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Μάλλον βγήκε από ένα άλλο δωμάτιο, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για οικογένεια».
Ο Στράτος απομακρύνθηκε απ’ το παράθυρο και πήγε στην τουαλέτα για λίγο. Όταν βγήκε, ρώτησε τον Γιώργο πότε θα ξεκινούσαν για το μοναστήρι.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Μήπως πρέπει πρώτα να περιμένουμε να σταματήσει η βροχή…»
«Ναι, μάλλον…»
«Όχι, άσε καλύτερα», είπε ο Γιώργος. «Λέω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να την κάνουμε από ‘δω. Έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ πιθανό να μην περισσέψουν χρήματα αν μείνουμε εδώ παραπάνω απ’ όσο πρέπει».
Ο Στράτος δεν είπε τίποτα. Μόνο έκλεισε τα μάτια του και πήρε έναν υπνάκο.**Ο Αλέξης έπιασε την Μαρία και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Άννα διατήρησε το χαμόγελό της, αν και ένιωσε κάπως άβολα μ’ αυτή του την κίνηση. Έμοιαζε να είναι πολύ φιλικός με την κόρη της. Πού θα οδηγούσε όλο αυτό; Εξάλλου, δεν ένιωθε ακόμη σίγουρη ότι είχε ξεφύγει από το Νίκο. Αλλά τι σκεφτόταν τώρα; Δεν υπήρχε περίπτωση να τους έβρισκε εκείνος. Ιδίως αν ακολουθούσε τον Αλέξη στο ξενοδοχείο, στο βουνό. Χαμογέλασε στη σκέψη. Ήταν ήδη έτοιμη να του πει ότι ναι, θα πήγαινε μαζί του.
«Είναι όμορφα εκεί πάνω;» Τον ρώτησε.
«Στον παράδεισο;» Την πείραξε εκείνος. 
«Έλα…» έκανε εκείνη. «Στο ξενοδοχείο, στο βουνό».
«Έτσι μου έχουν πει. Είναι απλά ένα ξενοδοχείο. Διώροφο ή τριώροφο. Και έχει πολλά δωμάτια, αλλά αν έρθεις θα είμαστε οι δυο μας».
«Θα πρέπει να σε εμπιστεύεται πολύ αυτός ο φίλος σου για να σου δώσει τα κλειδιά της επιχείρησής του».
«Ναι», είπε και άφησε τη Μαρία να σταθεί στα πόδια της.
«Και δηλαδή… εσύ πηγαίνεις εκεί για να μείνεις μόνος σου; Γιατί;»
Ο Αλέξης έκανε πέρα τα μαλλιά του και κοίταξε πίσω από τον συρμάτινο φράχτη, προς τους πράσινους αγρούς. Στάλες βροχής έπεφταν παντού γύρω τους και πάνω τους. 
«Γιατί έτσι», της είπε. «Να μην σε νοιάζει. Εγώ σου έκανα μια ερώτηση. Αν θέλεις έρχεσαι, αν όχι… εντάξει…»
«Μαμά, που θα πάμε;» Ρώτησε η Μαρία.
«Θα δούμε, Μαρία. Θα δούμε».**Το βράδυ άργησε να φτάσει εκείνη τη μέρα. Όταν, όμως, έφτασε, όσοι έμεναν στα δωμάτια κατέφυγαν στο μπαρ. Κάποιοι έφαγαν κιόλας… μια ομελέτα. Ο Αλέξης με την Άννα και τη Μαρία κάθισαν σε ένα τραπέζι εκεί πέρα και χάζευαν στα σκοτεινά. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, κι ο Αλέξης προσπαθούσε να μην κάνει ακόμη ένα τσιγάρο. Λίγο αργότερα μπήκαν μέσα εκείνοι οι τέσσερις. Ο Αλέξης δεν τους κατάλαβε αμέσως, παρά μόνο όταν είδε τον Γιώργο που ήταν τρίτος στη σειρά. Τον έκανε να γελάσει αυτό. Ο τύπος έμοιαζε διαρκώς τόσο σοβαρός που καταντούσε αστείο. Παρ’ όλα αυτά δεν ήξερε γιατί του είχε τραβήξει την προσοχή.
Κάποιος φώναξε στον μπάρμαν αν γινόταν να δυναμώσει τη μουσική, και λίγο αργότερα ο ίδιος τύπος σηκώθηκε παρέα με μια γυναίκα και άρχισε να χορεύει. Ακολούθησαν κάποιοι ακόμα, και τότε η Άννα έριξε μια ματιά στον Αλέξη.
«Ούτε να το σκέφτεσαι», της είπε. «Με τίποτα. Δεν χορεύω».
«Αμάν, ρε Αλέξη!» άρχισε εκείνη τα παράπονα. «Σε κάποια πράγματα δεν έχεις αλλάξει καθόλου!»
«Ναι, είδες;» Της είπε. «Παραμένω το ίδιο κάθαρμα», και γέλασε.
Μερικά μέτρα πιο πέρα, στον πάγκο, είχαν καθίσει ο Γιώργος, ο Θοδωρής, ο Στράτος, κι ο Γιάννης.
Ο Αλέξης και η Άννα βγήκαν απ’ το μπαρ κατά τις έντεκα το βράδυ. Έξω η βροχή είχε σταματήσει, αλλά πρέπει να υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό. Τα φώτα του πάρκινγκ ήταν αναμμένα, το ίδιο και οι μικρές λάμπες φθορίου κάτω απ’ το υπόστεγο, ανάμεσα στις πόρτες των δωματίων, και μερικές λάμπες έξω, στον δρόμο, αλλά εκεί όπου υπήρχαν οι αγροί δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα. Το σκοτάδι είχε πνίξει τα πάντα.
«Θα ήθελα να μείνω κι άλλο μαζί σου», του είπε η Άννα, «αλλά πρέπει να βάλω τη μικρή για ύπνο, και δεν θέλω να την αφήσω μόνη».
Της έγνεψε.
«Θα τα πούμε αύριο;» Την ρώτησε.
«Ναι… μήπως να… φεύγαμε αύριο;»
«Θα έρθεις μαζί μου;»
«Ναι, έτσι λέω…»
«Ωραία, εντάξει. Αύριο τότε. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα».
Η Άννα μπήκε στο δωμάτιο και έβαλε τη μικρή για ύπνο. Μετά κάθισε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω από τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Οι κουρτίνες στο δωμάτιο του Αλέξη ήταν τραβηγμένες, τίποτα δεν φαινόταν. Εκείνοι οι τέσσερις εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στο παράθυρο, κάτω απ’ το υπόστεγο, κι εκείνη έκανε στην άκρη για να μην τη δουν. Τους άκουσε να μιλάνε για κάποιο μοναστήρι στο βουνό, κι ύστερα να λένε διάφορα άσχετα πράγματα. Μετά απομακρύνθηκαν απ’ το παράθυρο και το μόνο που άκουγε ήταν ψίθυροι, πλέον.**Το ψιλόβροχο είχε σταματήσει μέχρι το πρωί. Η Άννα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και προσπαθούσε να βάλει μπρος. Ο Αλέξης την κοίταζε και χαμογελούσε.
«Αλέξη, σταμάτα να γελάς», του είπε εκείνη.
«Απορώ γιατί δεν παίρνει μπρος», της είπε εκείνος με το ύφος του αθώου.
«Δεν το βλέπεις πώς είναι;» Τον ρώτησε.
«Το βλέπω», της απάντησε. «Σαράβαλο», κι ύστερα έσκασε στα γέλια.
«Αλέξη, χέσε με!» Είπε εκείνη.
«Κάτι μου λέει ότι θα πρέπει να φύγουμε με το δικό μου».
Η Άννα αναστέναξε και έβρισε. Και μετά έβρισε ξανά, και ξανά, ενώ η μικρή στεκόταν δίπλα στον Αλέξη και γελούσε με τη μητέρα της.
«Και τι θα το κάνω αυτό;»
«Θα μιλήσεις στον τύπο στη ρεσεψιόν, και θα του πεις ότι θα το πάρεις από δω κάποια στιγμή… στο κοντινό μέλλον, ας πούμε».
«Δηλαδή μου λες να του πω ψέματα».
«Όχι, καθόλου. Θα έρθεις κάποια στιγμή να το πάρεις».
«Δεν ξέρω, τι να πω…»
Η πόρτα ενός δωματίου άνοιξε και κάποιος βγήκε έξω. Γύρισαν και τον κοίταξαν. Ήταν ένας από εκείνους τους τέσσερις. Πλησίασε  και έδωσε το χέρι του στον Αλέξη.
«Καλημέρα», του είπε. «Με λένε Γιάννη».
Ο Αλέξης του έδωσε το δικό του.
«Χάρηκα», είπε.
«Μήπως θέλετε βοήθεια με το αυτοκίνητο;»
Η Άννα κοίταξε σκεφτική τον Αλέξη.
«Όχι», είπε στον Γιάννη, «όχι… ευχαριστώ».
«Απλά ρώτησα, επειδή σας είδα εδώ που ψάχνεστε… δουλεύω σε συνεργείο, ξέρετε…»
Ο Αλέξης παρατήρησε τους άλλους τρεις της παρέας που είχαν βγει έξω και κοίταζαν, συζητώντας παράλληλα μεταξύ τους. Πάλι εκείνος ο τύπος… εκείνος με τα σγουρά μαλλιά. Στεκόταν ακίνητος, κοίταζε δήθεν αλλού, και κάπνιζε.
Ωραίο στιλ, σκέφτηκε ο Αλέξης, ίσως με μια μικρή ειρωνεία.
«Να ‘στε καλά, παιδιά», τους είπε ο Γιάννης, κι ύστερα ακολούθησε τους φίλους του προς το μπαρ.
Ο Αλέξης στράφηκε προς την Άννα.
«Πλήρωσες για το δωμάτιο;» Την ρώτησε.
«Ναι, όλα εντάξει».
«Ωραία, πάρε ό,τι χρειάζεσαι. Θα φύγουμε με το δικό μου».**Ο Θοδωρής παρήγγειλε για όλους. Παράλληλα, σκέφτηκε να ρωτήσει τον τύπο στο μπαρ για το μοναστήρι, μήπως ήξερε κάτι, αλλά δεν το ανέφερε πριν το συζητήσει με τους άλλους. Κάθισε στο τραπέζι, και προσπάθησε απλά να χαλαρώσει μαζί τους, μέχρι που στράφηκε προς τον Γιώργο.
«Να ρωτήσουμε για το μοναστήρι;»
«Ποιον;»
«Αυτόν τον τύπο στο μπαρ, ίσως κάτι να ξέρει. Εδώ κοντά μένει προφανώς».
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Κοίταξε», του είπε ο Θοδωρής, «αυτά που σου είπε ο Παύλος, και αυτά που έχεις διαβάσει στις εφημερίδες δεν είναι αρκετά. Ας ρωτήσουμε, μπορεί έτσι να το βρούμε πιο εύκολα».
«Εντάξει», του είπε εκείνος. «Ρώτα».
Περίμεναν κάποια λεπτά μέχρι να φέρει τους καφέδες, και όταν ο τύπος –ο οποίος λεγόταν Τάσος- τους έφερε, ο Θοδωρής του έκανε την ερώτηση.
«Ναι», τους είπε, «υπάρχει ένα μοναστήρι εδώ κοντά, είναι πάνω στο βουνό, αλλά δεν μένει κανείς πια εκεί. Δεν ξέρω αν είχατε ακούσει πριν κάποιο καιρό στις ειδήσεις… κάποιος σκότωσε πέντε μοναχούς…»
«Το ακούσαμε», του είπε ο Γιώργος. «Τον πιάσανε τον δολοφόνο;»
«Δε νομίζω, δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο μέχρι τώρα. Αλλά υπάρχουν φήμες για έναν τύπο που είχε ανέβει στο βουνό για να μείνει με τους μοναχούς. Βέβαια, όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα… ξέρεις, τι γίνεται… κυκλοφορούν φήμες και φήμες… Όπως και να ‘χει, τι δουλειά έχετε εσείς εκεί πάνω;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο», είπε ο Θοδωρής. «Απλά… διακοπές».
«Φοιτητές είστε;»
«Κάτι τέτοιο», είπε ο Στράτος και γέλασε. «Έτσι λέμε, δηλαδή».
«Δεν ξέρω… πάντως αν θέλετε να μείνετε στο βουνό, υπάρχει εκεί ένα κτήμα».
«Θέλουμε;» Ρώτησε τους άλλους ο Θοδωρής.
«Τηλεφωνώ στον Μάκη, στον ιδιοκτήτη, έρχεται, σας παίρνει, και όλα εντάξει. Εκτός κι αν έχετε αυτοκίνητο»
«Δεν έχουμε».
«Ε, τότε μπορώ να του τηλεφωνήσω για να σας πάρει αυτός, με το αυτοκίνητο. Τι λέτε;»
«Ναι, αυτό θα ήταν εντάξει», είπε ο Γιώργος, και οι άλλοι τον κοίταξαν. Δεν είχαν προλάβει καν να το σκεφτούν, κι εκείνος έπαιρνε μια απόφαση μόνος του, έτσι απλά.
«Πόσο κοστίζει η διαμονή;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Δεν είναι ακριβά. Μπορείτε να τα συζητήσετε αυτά με τον Μάκη. Να του τηλεφωνήσω;»**«Λογικά», είπε ο Αλέξης, «θα πρέπει να υπάρχει ένας δρόμος που στρίβει αριστερά, ανάμεσα στους αγρούς».
Λίγο αργότερα είδε τον δρόμο και έστριψε. Μια μικρή ευθεία βρισκόταν μπροστά του, κι ύστερα οι αγροί τελείωναν και ο δρόμος γινόταν σιγά σιγά ανηφορικός. Ξεκινούσε η διαδρομή προς το βουνό.
Το αυτοκίνητο του Αλέξη ήταν ένα τζιπ, το οποίο είχε αγοράσει πριν από μερικά χρόνια. Η Άννα καθόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ η Μαρία πίσω. Η μικρή τραγουδούσε από τότε που είχαν φύγει από το μοτέλ, δεν είχε στιγμή ησυχίας.
«Να υποθέσω ότι δεν έχεις ξαναδεί αυτό το ξενοδοχείο, ε;»
«Όχι», της είπε. «Δεν το έχω δει».
«Ξέρεις… σε λίγο καιρό θα χρειαστώ χρήματα. Θα πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Απλά τώρα χρειάζομαι λίγο χρόνο μόνη μου…»
«Χώρισες;»
«Όχι», του είπε.
«Και με τη μικρή τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω, θα δω. Μετά από κάποιο καιρό θα κάνω τα απαραίτητα ώστε να τη γράψω στο σχολείο. Δεν επιστρέφω ποτέ ξανά στην Αλεξανδρούπολη».
Ο Αλέξης δεν έκανε παραπάνω ερωτήσεις. Μίλησε μόνο γενικά και αόριστα σχετικά με το ότι μερικές φορές εκείνη η πόλη μπορούσε να γίνει αποπνικτική. Συγκεκριμένα, της είπε ότι το ένιωθε κι ο ίδιος κατά καιρούς.
«Είναι κάπως αστείο, όμως, ε;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Ποιο πράγμα;»
«Το ότι και οι δύο προσπαθούμε να κρυφτούμε, και πήραμε τα βουνά…»
«Εγώ δεν κρύβομαι από κανέναν», της είπε.
«Είπες ότι δραπετεύεις…»
«Δεν κρύβομαι από κανέναν», της είπε ξανά.
«Εντάξει, όπως νομίζεις»
«Εσύ, αντιθέτως, μου δίνεις την εντύπωση ότι κάτι φοβάσαι. Λες και διαρκώς κάτι σε τρομάζει. Γιατί;»
«Δεν είναι έτσι… ιδέα σου είναι», του είπε. «Μια χαρά είμαι».
«Όπως νομίζεις. Δεν θες να μου πεις, δεν θέλω να μάθω».
Λίγο αργότερα άρχισε η ανηφόρα, μαζί της κι οι στροφές. Τους πήρε κάποια λεπτά μέχρι να φτάσουν σε ένα άνοιγμα. Μια ταμπέλα τους πληροφόρησε ότι κάπου εκεί υπήρχε ένας τόπος διαμονής, ένα κτήμα. Στην άκρη της ταμπέλας υπήρχε η καρικατούρα ενός αλόγου, το είδαν επειδή εκεί ο Αλέξης έκοψε ταχύτητα.
«Μάλλον θα χρειαστεί να ανέβουμε λίγο ψηλότερα», είπε στην Άννα.**Ο Στράτος πλησίασε τον Γιώργο κρατώντας την τσάντα του. Μόλις είχαν πληρώσει για τη διαμονή τους την περασμένη νύχτα, και τώρα περίμεναν τον Μάκη, τον τύπο που είχε το κτήμα στο βουνό. Ο Τάσος τους είχε πει ότι σε λίγο θα ήταν εδώ.
«Πώς είσαι;» Τον ρώτησε.
«Καλύτερα», του είπε εκείνος.
«Πολύ σκεφτικό σε βλέπω…»
«Πάντα έτσι δεν με βλέπεις;»
«Ναι», του είπε ο Στράτος, «είναι αλήθεια αυτό που λες».
«Περίμενε εδώ λίγο», του είπε ο Γιώργος και κατευθύνθηκε προς το μπαρ.
Οι υπόλοιποι βγήκαν από το δωμάτιο της ρεσεψιόν και πλησίασαν τον Στράτο.
«Πού πήγε ο Γιώργος;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Δεν ξέρω, προς το μπαρ», του είπε εκείνος, κι ύστερα γύρισε και τους κοίταξε. «Υπάρχει κάτι που θέλω να συζητήσουμε».
«Τι;»
«Τι θα κάνουμε αν δεν βρούμε τον Παύλο στο μοναστήρι; Τι θα κάνει ο Γιώργος; Το σκεφτήκατε αυτό;»
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Τι να σου πω, ρε φίλε… όλα δείχνουν ότι αυτός ο Παύλος είναι δολοφόνος. Μάλλον αυτός σκότωσε τους μοναχούς… αν μιλάμε για το ίδιο μοναστήρι».
«Για το ίδιο μιλάμε, προφανώς», είπε ο Γιάννης. «Ακούσατε τίποτα για κανένα δεύτερο μοναστήρι πάνω σ’ αυτό το βουνό;»
«Όχι, τίποτα», είπε ο Στράτος.
«Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα βρεθεί ποτέ ο Παύλος», είπε ο Θοδωρής. «Κακά τα ψέματα, ο μόνος λόγος που ήρθαμε ως εδώ, είναι για χάρη του Γιώργου, και για κανέναν Παύλο. Σταματήστε, έρχεται».
Ο Γιώργος τους πλησίασε, κι όταν τον ρώτησαν πού είχε πάει, τους είπε ότι ήθελε να κάνει μια ερώτηση στον Τάσο, στο μπαρ. Σύντομα ένα αυτοκίνητο έστριψε μέσα στον χώρο του μοτέλ κι ένας άντρας μεγάλης ηλικίας κατέβηκε από μέσα και τους πλησίασε.
«Είσαι ο Μάκης;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Ο ίδιος, φίλε. Με περιμένετε πολλή ώρα; Ελάτε, μπείτε μέσα».
Ο Γιώργος γέλασε με το γεγονός ότι ο Γιάννης δεν του μίλησε στον πληθυντικό. Του φάνηκε αστείο για κάποιο λόγο το ύφος του.
Ο Μάκης οδήγησε προς το βουνό, και παράλληλα συζητούσε μαζί τους. Από πού είστε, είστε φοιτητές, τι παρέα είναι αυτή χωρίς κορίτσια, και άλλα τέτοια.
«Ερχόμαστε από τον Άγιο Δημήτριο», του είπε ο Γιάννης, που έδειχνε να είναι ο πιο ομιλητικός ανάμεσά τους. «Τα παλικάρια είναι φοιτητές στο τμήμα ιστορίας… θα γίνουν επιστήμονες. Εγώ δουλεύω σε συνεργείο».
«Ωραία», είπε ο Μάκης. «Πόσων χρονών είστε;»
«Είμαστε όλοι γύρω στα είκοσι τέσσερα».
«Αυτά είναι… πώς και δεν υπάρχουν κορίτσια στην παρέα;»
Ο Θοδωρής γέλασε.
«Εγώ έχω μια κοπελίτσα στον Άγιο Δημήτριο», είπε.
«Κι εσείς;» Ο Μάκης ρώτησε τους άλλους.
«Εμείς περνάμε καλά και μόνοι μας», είπε ο Γιάννης.
Ακολούθησαν γέλια και σχόλια από το Μάκη, κι ύστερα άλλαξε θέμα:
«Ξέρετε… στο κτήμα μου έχω άλογα. Μπορείτε να καβαλικέψετε αν θέλετε. Θα σας μάθω ιππασία. Τι λέτε;»
«Θα δούμε», του είπε ο Γιώργος, έτσι απλά, για να πει κι εκείνος κάτι. Ο Μάκης δεν του απάντησε.
Πέρασαν την πινακίδα που πριν λίγο είχαν συναντήσει ο Αλέξης και η Άννα, και συνέχισαν για λίγο ακόμα, μετά έστριψαν δεξιά, και μετά αριστερά, κι ύστερα ακόμη ψηλότερα… ώσπου βρέθηκαν σε ένα άνοιγμα. Υπήρχαν δύο δρόμοι. Ο ένας ήταν χωματόδρομος, και οδηγούσε ψηλότερα στο βουνό. Ο άλλος οδηγούσε σε μια πεδιάδα και στο κτήμα του Μάκη. Ακολούθησαν τον δεύτερο.**Ο Αλέξης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε την μεγάλη πόρτα που ήταν φτιαγμένη από χοντρά κομμάτια ξύλου. Έβγαλε τα κλειδιά από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του και έψαξε να βρει το κατάλληλο. Το είχε περάσει στον ίδιο κρίκο με τα δικά του κλειδιά, ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα το έχανε. Άνοιξε το λουκέτο και έβαλε δύναμη για να ανοίξει τις διπλές πόρτες. Κοίταξε την έκταση που απλωνόταν μπροστά του. Ήξερε ότι ο φίλος του είχε χρήμα, αλλά όχι κι έτσι. Το κτίριο που ορθώθηκε μπροστά του ήταν τριώροφο. Μέσα στην περιφραγμένη με ξύλινους φράχτες έκταση, υπήρχαν επίσης δέντρα, κιόσκια και μονοπάτια στρωμένα με πέτρα, καθώς και κήποι. Ήταν ένα όμορφο μέρος για να μείνει κανείς, σκέφτηκε ο Αλέξης. Ίσως και για να γράψει.
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο παρατήρησε ότι στα πλάγια είχε γεμίσει λάσπες. Μάλλον όταν είχαν περάσει από εκείνο τον χωματόδρομο. Κάθισε στη θέση του οδηγού και οδήγησε αργά μέσα στο κτήμα.
«Εκείνο το υπόστεγο πρέπει να είναι για τα αυτοκίνητα», του είπε η Άννα.
«Ναι, μάλλον».
«Πρέπει να είναι πλούσιος ο φίλος σου».
«Ε, κοίταξε… υπάρχουν και συνέταιροι σ’ όλη αυτή την ιστορία, δεν το έφτιαξε όλο μόνος του».
«Και οι συνέταιροι συμφώνησαν να έρθεις και να μείνεις εσύ εδώ πριν καν ανοίξει το μέρος για τους επισκέπτες;»
«Οι συνέταιροι μάλλον δεν το έμαθαν ποτέ αυτό», της απάντησε.
Κατέβηκαν και φορτώθηκαν τα πράγματα. Η Άννα είδε ότι ο Αλέξης είχε το λάπτοπ του μαζί του.
«Σκοπεύεις να γράψεις;» Τον ρώτησε.
«Γιατί ρωτάς;»
«Βλέπω ότι έχεις υπολογιστή, και… ξέρω γω…»
«Ίσως», της είπε.
Περπάτησαν προς το κτίριο.
«Μαμά, πού είμαστε;» Ρώτησε η Μαρία.
«Σ’ ένα ξενοδοχείο», της είπε.
«Θα μείνουμε εδώ τελικά;»
«Έτσι φαίνεται», της είπε. «Κούμπωσε τη ζακέτα σου, μην κρυώσεις».
«Αφού τώρα θα μπούμε μέσα…»
Ανέβηκαν τα μικρά σκαλοπάτια και βρέθηκαν στη βεράντα. Υπήρχε εκεί ένας καναπές και μερικά τραπέζια και καρέκλες. Ο Αλέξης στάθηκε μπροστά στην είσοδο και άφησε κάτω την τσάντα του. Έπρεπε τώρα να χρησιμοποιήσει το κλειδί του κτιρίου. Το βρήκε και άνοιξε. Στάθηκαν μπροστά στον πάγκο της ρεσεψιόν και κοίταξαν μέσα. Η μικρή ενθουσιάστηκε μεμιάς και άρχισε να τριγυρίζει στον χώρο του σαλονιού σχολιάζοντας. Η Άννα χαμογέλασε, και για μια στιγμή θέλησε να αγκαλιάσει τον Αλέξη που της πρότεινε να τον ακολουθήσει, αλλά δεν το έκανε. Περιορίστηκε στο να πει ότι εκεί μέσα ήταν όμορφα.
Ο Αλέξης περπάτησε πίσω από τη ρεσεψιόν και στάθηκε μπροστά στα ράφια με τα κλειδιά. Τα έλεγξε. Υπήρχαν κλειδιά για τα δωμάτια τριών ορόφων.
«Πού θες να μείνεις;»
«Τι εννοείς;»
«Σε ποιον όροφο;»
Η Άννα το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Στον τρίτο», του είπε. «Ιδίως αν υπάρχει καλή θέα», και του χαμογέλασε.
Ο Αλέξης πήρε δύο κλειδιά και της έδωσε το ένα.
«Θα πάω να αφήσω πάνω την τσάντα και το λάπτοπ. Να συναντηθούμε σε λίγο εδώ; Για να μην χαθούμε κιόλας, γιατί είναι και μεγάλο αυτό το μέρος…»
«Ναι, εντάξει. Θα πάω κι εγώ πάνω και θα γυρίσω σε λίγο».
Ο Αλέξης άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Χάρηκε που έδειχνε ενθουσιασμένη η Άννα. Ήταν εκείνη η ίδια ικανοποίηση που έπαιρνε και τότε, όταν την έκανε να χαίρεται. Και τώρα εκείνη έμοιαζε χαρούμενη. Σαν να είχε ξεχάσει για λίγο ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε στο νου της, αυτό που κατά τη γνώμη του Αλέξη την τρόμαζε.
Θέλησε κι εκείνος να μείνει στον τρίτο όροφο. Μπήκε στο δωμάτιο και ένιωσε μεμιάς ανανεωμένος. Ήταν ένας πολύ όμορφος χώρος. Ακούμπησε κάτω την τσάντα του και άφησε το λάπτοπ πάνω στο ξύλινο γραφείο. Μετά άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω. Ναι, υπήρχε καλή θέα. Μπορούσες να δεις τον δρόμο και όλη την πεδιάδα μπροστά σου, καθώς και κάποια σημεία χαμηλότερα στο βουνό. Έκανε ψύχρα έξω, και το ψιλόβροχο συνεχιζόταν. Κοίταξε κάτω, στον κήπο, και αναρωτήθηκε πότε είχαν προλάβει να φυτρώσουν τα λουλούδια, και για ποιο λόγο δεν είχε αρχίσει ακόμη το ξενοδοχείο να λειτουργεί. Δεν έδωσε παραπάνω σημασία, όμως. Μπήκε ξανά μέσα, έκλεισε την μπαλκονόπορτα και κατέβηκε κάτω.
Πέρασε μπροστά απ’ τη ρεσεψιόν και τριγύρισε για λίγο μέσα στο σαλόνι, δίπλα απ’ τους καναπέδες, κοντά στο τζάκι, πάνω απ’ το ακριβό χαλί. Μπήκε και στο εστιατόριο, εκείνο που βρισκόταν στο βάθος. Ένα πιάνο υπήρχε μέσα. Το πλησίασε και χτύπησε μερικές άσχετες νότες.
«Ξέρεις να παίζεις;»
Ήταν η Μαρία. Στεκόταν στην είσοδο του εστιατορίου και τον κοίταζε. Μετά περπάτησε μέσα στο χώρο.
«Όχι», της είπε. «Θα ήθελα, όμως, να ξέρω».
«Εγώ όταν μεγαλώσω θα μάθω να παίζω βιολί», είπε εκείνη.
«Σου αρέσει;»
«Ναι», του είπε και στάθηκε μπροστά στα παράθυρα, κοιτώντας έξω. «Πότε θα σταματήσει η βροχή…;»
Ο Αλέξης την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της.
«Μου αρέσει η βροχή», της είπε.
«Εμένα δε μ’ αρέσει. Με στεναχωρεί».
Η Άννα έφτασε και ήρθε κοντά τους.
«Τι δεν σ’ αρέσει;» Ρώτησε την κόρη της.
«Η βροχή», είπε εκείνη.
«Ο κύριος Αλέξης την προτιμάει», είπε η Άννα.
«Το ξέρω, μου το είπε», και μετά: «Θα πάω να εξερευνήσω».
«Μην απομακρυνθείς».
Η μικρή βγήκε απ’ το δωμάτιο, και η Άννα πλησίασε περισσότερο τον Αλέξη.
«Και τώρα;» Τον ρώτησε. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Τι θες να κάνουμε;» Την ρώτησε. 
«Πού πάει ο νους σου;»
«Στο σεξ», της είπε, κι εκείνη γέλασε. «Τι θες να κάνουμε, ρε Άννα;»
«Δεν ξέρω… απλά… ένιωσα κάπως περίεργα…»
«Είναι απλό», της είπε. «Τώρα ξεχνάμε. Απλά ξεχνάμε».**Ο Μάκης πάρκαρε το αυτοκίνητο. Φτάσαμε, τους είπε. Κατέβηκαν και οι τέσσερις και είδαν τα άλογα στον περιφραγμένο χώρο αριστερά του κτιρίου.
«Τα δωμάτια είναι από την πίσω πλευρά», τους είπε ο Μάκης. «Ελάτε μαζί μου, να σας γνωρίσω και τη γυναίκα μου».
Τον ακολούθησαν μέσα στο κτίριο. Μια γυναίκα μέσης ηλικίας ήρθε από ένα δωμάτιο που έμοιαζε να είναι η κουζίνα. Σκούπιζε τα χέρια της με μια πετσέτα και τους χαμογελούσε.
«Καλώς τους!» είπε.
Την χαιρέτησαν κι εκείνοι και συστήθηκαν.
«Εγώ είμαι η Ελένη. Από πού είστε παιδιά;»
«Από τον Άγιο Δημήτριο», της είπε ο Θοδωρής».
«Και τι κάνετε εδώ πάνω; Διακοπές;»
«Κάτι τέτοιο».
«Ωραία», είπε εκείνη.
«Ελάτε να σας δείξω τα δωμάτια. Θα μείνετε ο καθένας μόνος του;»
«Όχι, όχι», είπε ο Θοδωρής. «Δύο και δύο, μάλλον, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε τους άλλους κι εκείνοι συμφώνησαν.
Ακολούθησαν το Μάκη έξω από μια άλλη πόρτα του σαλονιού, και βρέθηκαν κάτω από ένα υπόστεγο, εκεί όπου βρίσκονταν τα δωμάτια. Τους άνοιξε και τους έδειξε τον χώρο. Ο Στράτος μπήκε ξανά στο ίδιο δωμάτιο με τον Γιώργο, ενώ ο Γιάννης με τον Θοδωρή.
«Το μεσημέρι θα σας ειδοποιήσω, εντάξει; Θα σας φιλέψουμε», τους είπε. «Το γεύμα κερασμένο από εμάς».    
«Έγινε», του είπε ο Γιάννης. «Ευχαριστούμε», κι ύστερα έμεινε με τον Θοδωρή στο δωμάτιο. «Ωραία είναι εδώ, ε;» Τον ρώτησε. Πλησίασε στις κουρτίνες και τις τράβηξε. Το παράθυρο έβλεπε στην περιφραγμένη έκταση, σ’ εκείνην με τα άλογα. «Κοίτα», είπε ο Γιάννης και έδειξε ένα άλογο που στεκόταν ακριβώς μπροστά στο τζάμι. Έτρωγε κάτι που είχε βρει κάτω.
Ο Θοδωρής γέλασε. Πλησίασε και χτύπησε το τζάμι. Εκείνο δεν σήκωσε το κεφάλι του, αλλά τους έβλεπε. Μετά γύρισε και έφυγε. Υπήρχαν κι άλλα άλογα σ’ εκείνο τον χώρο, αλλά βρίσκονταν πιο μακριά και δεν τους έδωσαν σημασία.
Ο Γιάννης κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στη ντουλάπα και αναστέναξε.
«Τι θα γίνει αν δεν βρεθεί αυτός ο Παύλος;» Ρώτησε.
«Θα γυρίσουμε πίσω», του απάντησε ο Θοδωρής. «Ο Γιώργος κάποια στιγμή θα πρέπει να το ξεπεράσει. Δε μπορεί να τον ακολουθούμε όπου θέλει εκείνος να πάει απλά και μόνο επειδή του λείπει ο φίλος του, έχουμε κι εμείς τις ζωές μας».
«Κι εμένα θα τελειώσει η άδειά μου, φίλε, και ποιος το ακούει το αφεντικό… μερικές μέρες έχω ακόμα, άντε να δούμε…»
Ο Θοδωρής ένιωθε άσχημα που μιλούσαν μεταξύ τους σαν να ανέχονταν τον Γιώργο, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ο τύπος ήταν αλλοπρόσαλλος στην πραγματικότητα, κι αυτοί είχαν δεχτεί να κάνουν αυτό το ταξίδι απλά και μόνο επειδή τους είχε πείσει ο Στράτος να το κάνουν. Κανείς τους δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Παύλο, κανείς τους δεν τον ήξερε. Ήταν πολύ πιθανό να κυνηγούσαν φαντάσματα. Δεν το είχαν συζητήσει στα φανερά, αλλά ο Θοδωρής ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… Μόνο εκείνο το θύμα, ο Στράτος, έδειχνε τυφλή πίστη στον Γιώργο. Τον ακολουθούσε ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν έλεγε, κάτι που ο Θοδωρής είχε ονομάσει στα κρυφά μονόδρομη σχέση εξάρτησης. Δεν ήξερε αν υπήρχε τέτοιος όρος στην πραγματικότητα, αλλά έτσι το αποκαλούσε εκείνος. Ο Γιώργος δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, δεν έβγαζε κουβέντα, κι ο Στράτος ερμήνευε με τον δικό του τρόπο απλά και μόνο ένα βλέμμα του. Ήταν μια παράξενη, άρρωστη κατάσταση, κι ο Θοδωρής δεν σκόπευε να την ανεχτεί για πολύ. Για να πει κανείς την αλήθεια, τους είχε ακολουθήσει περισσότερο επειδή χρειαζόταν να κάνει διακοπές, και ένα ταξιδάκι, παρά για να βρει αυτόν τον ανώμαλο που μάλλον είχε σκοτώσει τους μοναχούς.
Στο διπλανό δωμάτιο, ο Στράτος είχε ξαπλώσει και έβλεπε τηλεόραση, ενώ ο Γιώργος ήταν στο μπάνιο και έριχνε νερό στο πρόσωπό του. Γέμισε τις χούφτες του ξανά και ξανά, μέχρι να νιώσει ότι είχε αρχίσει να δροσίζεται το δέρμα του, να φύγει η σύγχυση, η αιτία της οποίας ήταν άγνωστη. Αλλά δεν πείραζε αυτό. Είχε συνηθίσει, πια, να νιώθει έτσι… σχεδόν πάντα ένιωθε έτσι.
«Έχει άλογα έξω!» Άκουσε τον Στράτο να του φωνάζει.
Βγήκε από το μπάνιο και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, μπροστά στα κρεβάτια. Ο Στράτος του είχε γυρίσει την πλάτη, κοίταζε απ’ το παράθυρο. Αποφάσισε να κάνει υπομονή μέχρι να βρει τον Παύλο. Θα τον έβρισκε, κι ύστερα όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.**Ο Αλέξης κάθισε στο γραφείο του δωματίου του, μπροστά στο λάπτοπ. Είχε καιρό να νιώσει έτσι. Μόνος, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μακριά από τα άγχη της καθημερινότητας, παρέα μόνο με τα φαντάσματά του να τον συντροφεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής μοναξιάς του.
Έγραφε ένα μυθιστόρημα. Το είχε ξεκινήσει εδώ και μερικούς μήνες, και νόμιζε ότι η δουλειά κυλούσε μια χαρά. Αποφάσισε να γράψει λίγο, μέχρι να πέσει η νύχτα. Είχε αφήσει την Άννα κάτω, με την μικρή, και χαιρόταν το γεγονός ότι έμενε ξανά μαζί της… κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή. Η Άννα προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι για το οποίο δεν ήθελε να του μιλήσει, εκείνος, όμως, πέθαινε για να μάθει τι ήταν αυτό. Όχι από περιέργεια, αλλά επειδή ήθελε να βρει έναν τρόπο να τη βοηθήσει. Ε, εντάξει, ίσως να έφταιγε κι ο εγωισμός του λίγο. Θύμωνε μαζί της που τον άφηνε έξω από τη ζωή της με τέτοιο τρόπο. Δεν είχαν γνωριστεί και χτες. Βέβαια, είχαν μεσολαβήσει κάποια χρόνια… θα προσπαθούσε, όμως, να μάθει. Κι ίσως να της μιλούσε και για τον εαυτό του λίγο. Ίσως να της έλεγε κάποια πράγματα σχετικά με τον λόγο που είχε έρθει στο ξενοδοχείο, σχετικά με τον λόγο που είχε κρυφτεί. Γιατί αυτό έκανε. Μπορεί να το είχε αρνηθεί όταν τον είχε ρωτήσει εκείνη, αλλά η αλήθεια αυτή ήταν, και ενώ είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί μπροστά της, απέναντι στον εαυτό του είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ήταν ένας δειλός.
Γιατί φοβάμαι τόσο πολύ την επιτυχία; Είχε ρωτήσει τον εαυτό του. Δεν είχε δώσει απάντηση. Περισσότερο ένιωθε θυμό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα πράγματα. Η κατάκτηση της κορυφής, και ένας ασταμάτητος αγώνας για να μείνεις εκεί ψηλά, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους που εποφθαλμιούσαν εκείνη τη θέση. Και μετά η τέχνη γίνεται ένα μέσο για να καταφέρεις αυτόν τον στόχο, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Γίνεσαι ένας της σειράς, που δεν έχει τίποτα να δώσει, που δεν αξίζει τίποτα. Ένας φοβισμένος που κυνηγάει το κοινό, το πλήθος. Μερικές φορές αναρωτιόταν… υπήρχε κανένας αξιόλογος, καινοτόμος, που να είχε την προτίμηση των πολλών; Το ζήτημα είναι να φτιάχνεις κάτι καινούριο, να λες κάτι που να έχει σημασία, κάτι που να αξίζει. Επομένως έχεις μπροστά σου την τέχνη, αλλά και τις ανάγκες του εμπορίου. Τι ακολουθείς; Πόσο θα αντέξεις να είσαι στο περιθώριο; Πόσο αντέχεις την κριτική και την απόρριψη, απλά και μόνο επειδή ακολουθείς τον δρόμο σου;
Ο Αλέξης είχε επιλέξει την επιτυχία. Δεν υπάρχει κάτι το αγνό στην τέχνη από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει ειλικρίνεια, αλλά η αναζήτηση του κοινού, μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων, δηλαδή, που θα φέρει χρήματα σ’ εσένα και σε άλλους. Μια απλή απόφαση ήταν, μια απάντηση στην ερώτηση θες να πουλήσεις την τέχνη σου;
Ο κάθε συγγραφέας θέλει να διαβάζονται τα κείμενά του. Κανείς δεν το κάνει αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του, αυτό είναι αλήθεια. Απλά στην περίπτωση του Αλέξη υπήρχαν μερικοί ενδοιασμοί, οι οποίοι θα έπρεπε, ενδεχομένως, να ξεπεραστούν. Γιατί δεν υπάρχουν αγνές επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα, ανεξάρτητα απ’ το τι θέλαμε να πιστεύουμε κάποιοι από εμάς. Ο Αλέξης είχε γευτεί την επιτυχία, αλλά την ίδια στιγμή και το πώς είναι να είσαι ψεύτης. Ομάδες νέων πιθανότατα τον είχαν ηρωοποιήσει τώρα πια, κι εκείνος δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Ίσως ανάμεσα σε όλα τα άλλα, να έπρεπε να βρει έναν τρόπο να λέει αλήθειες, και όχι αυτά που ήθελαν άλλοι να ακούν.
Ο Αλέξης έγραψε εκείνη τη μέρα.
Και του φάνηκε ότι τα πήγε αρκετά καλά.

4Σε λίγο θα ξημέρωνε, κι ο Γιώργος σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τον Στράτο. Βγήκε έξω και απομακρύνθηκε απ’ τα δωμάτια. Πλησίασε τον ξύλινο φράχτη και στηρίχτηκε πάνω του για λίγο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, και ήταν ακόμη σκοτεινά, αλλά μπορούσε να πει ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Θα ήταν μια γκρίζα μέρα. Ακόμη μία.
Ανέβηκε στον φράχτη, κάθισε πάνω του και πέρασε τα πόδια του από την έξω πλευρά. Μπορούσε να δει μέχρι μακριά, και όσο περνούσε η ώρα και ξημέρωνε θα μπορούσε να βλέπει όλο και μακρύτερα. Μια πεδιάδα απλωνόταν μπροστά του, και γύρω της δέντρα. Ψηλά, αειθαλή δέντρα. Κι η πεδιάδα θα έπρεπε να είναι καταπράσινη, αλλά εκείνη την ώρα τα πάντα είχαν την απόχρωση του γκρίζου, της στάχτης. Τα χρώματα και το λιγοστό φως τον έκαναν να χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν λες και βρισκόταν σε έναν τόπο ξένο για εκείνον, καινούριο, διαφορετικό.
Κάτι τέτοιες στιγμές, στιγμές μοναξιάς, συνήθιζε να σκέφτεται. Το μυαλό του ταξίδευε, και συνήθως έφτιαχνε ιστορίες τις οποίες για κάποιο λόγο θεωρούσε πραγματικές. Όχι, δηλαδή, ιστορίες που δημιουργούσε απ’ το πουθενά, αλλά βασισμένες σε πράγματα που είχε ζήσει. Εκείνες οι ιστορίες ξεκινούσαν από υποθετικές σκέψεις που έκανε, και βασικό, χαρακτηριστικό γνώρισμά τους ήταν η ανησυχία.
Θυμήθηκε, λοιπόν, την Χρύσα, και για μια στιγμή ευχήθηκε να την είχε δίπλα του σε μια τέτοια ώρα. Εκείνη θα του έπιανε το χέρι, ακριβώς όπως συνήθιζε να κάνει, θα του μιλούσε (η Χρύσα μιλούσε αρκετά όταν ήταν χαρούμενη ή ενθουσιασμένη), κι εκείνος θα την άκουγε. Την συμπαθούσε την Χρύσα ο Γιώργος. Κι εκείνη τον αγαπούσε. Ίσως γι’ αυτό να του άρεσε τόσο πολύ να την πληγώνει. Και την πλήγωνε συχνά, προκαλώντας της σχεδόν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Μια μέρα ο Γιώργος έβγαινε απ’ το πανεπιστήμιο, όταν εκείνη ήρθε δίπλα του και έπιασε το χέρι του. Εκείνος προσπάθησε να το τραβήξει ευγενικά, αλλά εκείνη δεν το άφηνε. Και στην αρχή δεν τον κοίταζε, αλλά αργότερα άρχισε να καρφώνει πάνω του εκείνο το βλέμμα, εκείνα τα μεγάλα, καστανά μάτια, και να μην τον αφήνει σε ησυχία. Της έδειξε με κάθε τρόπο ότι ήθελε να τον αφήσει ήσυχο (παρέλειψε μόνο πολύ απλά να της το πει), αλλά εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Ήταν πρόθυμη να κυνηγήσει –και να προκαλέσει- την τύχη της. Η Χρύσα πίστευε στον Γιώργο, πίστευε και στον εαυτό της, και πίστευε ότι κάποια μέρα θα την αποδεχόταν και θα της μιλούσε επιτέλους. 
Ο Γιώργος την αντίκριζε με ειρωνεία κάθε φορά. Δικαιολογούσε, παρ’ όλα αυτά την αισιοδοξία της, μιας και εκείνη ήταν μικρή ακόμα. Ήταν τρία χρόνια μικρότερή του, στο πρώτο έτος ακόμη του πανεπιστημίου. Θα μεγαλώσει, σκεφτόταν, και θα μάθει. Κι ίσως να είναι μια πικρή αλήθεια, ότι όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, χάνουν την αθωότητά τους. Η καρδιά τους πεθαίνει, είχε γράψει κάποιος. Προσαρμόζονται.
Την πλήγωνε, λοιπόν. Άνοιγε το στόμα του να της μιλήσει, κι έβγαινε η κόλαση από μέσα. Την κατέκρινε διαρκώς, τη σχολίαζε, κι εκείνη άλλες φορές προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για αυτό που ήταν, ή που εκείνος την έκανε να νιώθει και να πιστεύει ότι ήταν, ενώ άλλες απλά έκλεινε τα μάτια της και υπέμενε την δολοφονική κριτική του, η οποία σάρωνε στο πέρασμά της κάθε χαρακτηριστικό του μικρού κοριτσιού. Ο τύπος το ευχαριστιόταν, και ενίοτε αναρωτιόταν αν τελικά νοιαζόταν για εκείνην. Μήπως την πλήγωνε επειδή εκείνη εξέφραζε όσα ένιωθε για εκείνον; Πράγματα που εκείνος δεν μπορούσε να αποδεχτεί επειδή μισούσε τον εαυτό του;
Άλλες, πάλι, φορές, ήταν εκείνος που καθόταν στο παγκάκι με κλειστά τα μάτια, ή απλά χαζεύοντας, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ισορροπήσει τον ενθουσιασμό της –όπου κι αν οφειλόταν αυτός, ίσως στο γεγονός ότι ήταν κοντά του- πάνω στην υπομονή του, με στόχο την αποδοχή του. Πού θα πάει; Αναρωτιόταν εκείνος, θα μάθει…
Περίμενε η μικρή να τα παρατήσει. Ε, τελικά προς στιγμήν εκείνος νόμισε ότι η Χρύσα τα είχε παράτησε, όταν τα έφτιαξε με έναν τύπο ο οποίος την έριξε στο κρεβάτι και χόρτασε γαμήσι, σπιλώνοντας έτσι την παιδική της αθωότητα, κάνοντάς την, πλέον, γυναίκα. Σχεδόν. Η Χρύσα, όμως, δεν ήθελε να γίνει γυναίκα. Ήθελε να είναι ένα ερωτευμένο παιδί. Γι’ αυτό και άρχισε να πλησιάζει ξανά τον Γιώργο και συνέχισε να κάνει όσα έκανε και πριν, πριν ο γκόμενος της της κάνει έρωτα, για να χρησιμοποιήσω και το λεξιλόγιό της.
Μια μέρα, την τελευταία μέρα που ο Γιώργος είδε την Χρύσα, περπατούσαν οι δυο τους μέσα στην πόλη, σε ένα πεζοδρόμιο δίπλα στον δρόμο, όταν ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και ο τύπος κατέβηκε από μέσα. Άρπαξε την Χρύσα από το χέρι και την έχωσε μέσα στο αυτοκίνητο από την πόρτα του συνοδηγού. Μετά άρπαξε τον Γιώργο απ’ τον γιακά και κόλλησε τη μουράκλα του στη δική του με τα χείλια σουφρωμένα, τα φρύδια ενωμένα, και σάλια να στάζουν. Ο Γιώργος κόντεψε να σκάσει στα γέλια με τη φάση. Του θύμισε έναν πολύ άσχημο σκύλο που είχε δει κάποτε στον Άγιο Δημήτριο. Ο σκύλος, λοιπόν, τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο και γαύγισε: Μακριά απ’ τη γκόμενά μου. Κι ο Γιώργος, έτσι απλά, του είπε: Μάζεψέ την, την πουτανίτσα σου γιατί θα σ’ τη γαμήσω, κάτι που δεν θα της έκανε ποτέ, αφού είχε αρχίσει να θαυμάζει και να σέβεται την επιμονή και την πίστη της ότι μια μέρα εκείνος θα την αποδεχόταν. Μετά, το χέρι του σκύλου προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο του Γιώργου, κι εκείνος σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο. Ο σκύλος μπήκε στο αυτοκίνητό του, μικρό, γυαλιστερό, μαύρο, καινούριο, με φαρδιά λάστιχα και τεράστια εξάτμιση ή κάτι τέτοιο, άνοιξε τέρμα τη μουσική, και εξαφανίστηκε με την γκόμενά του. Ο Γιώργος δεν είδε ποτέ ξανά την Χρύσα, και θύμωσε όταν κατάλαβε ότι η παρουσία της, η φλυαρία της, τα μεγάλα μάτια της και οι παιδικές της ελπίδες του είχαν λείψει. Γλυκιά γεύση μέσα στην πίκρα, δηλαδή.
«Καλημέρα».
Ο Γιώργος γύρισε πίσω και κοίταξε. Μια κοπέλα στεκόταν πίσω του και του χαμογελούσε. Φορούσε γυαλιά και είχε μαύρα μαλλιά, δεμένα πίσω.
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Τον ρώτησε.
«Ό,τι θέλω», της είπε. «Εσύ ποια είσαι;»
«Η Φανή», του είπε. «Έφτασα πριν λίγο, με το αυτοκίνητο. Είμαι η κόρη του ιδιοκτήτη».
«Του Μάκη;»
«Ναι», του απάντησε. «Σε είδα απ’ το παράθυρο», γύρισε και του έδειξε ένα παράθυρο στον δεύτερο όροφο του κεντρικού κτιρίου, «και μιας και δεν είχα ύπνο, είπα να κατέβω να σου μιλήσω. Πότε ήρθες εδώ;» Τον ρώτησε.
«Χθες. Εγώ με τρεις άλλους, οι οποίοι κοιμούνται», της είπε.
«Σ’ ενοχλώ, μήπως; Θες να μείνεις μόνος σου;»
«Όχι, κάτσε».
Η Φανή πλησίασε τον φράχτη και στηρίχτηκε πάνω του. Κοίταξε κι αυτή προς την πεδιάδα.
«Είναι όμορφα», του είπε.
«Ναι. Είσαι τυχερή που μένεις εδώ. Πρέπει να είναι πολύ ήσυχα».
«Είναι… Και μερικές φορές είναι υπερβολικά ήσυχα. Ιδίως από τότε που έφυγε η αδερφή μου για την Αθήνα. Σπουδάζει ιατρική… εγώ είμαι, βλέπεις, το μελανό σημείο της οικογένειας».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Είσαι ο αγκώνας που ρίχνει το μελανοδοχείο;» Την ρώτησε.
«Ναι», είπε εκείνη, «κάτι τέτοιο».
«Μαγκιά σου», της είπε. «Την καλύτερη πρωτιά έχεις. Εγώ πάντα αυτό ήθελα να είμαι».
«Αλλά να υποθέσω ότι δεν τα κατάφερνες και πολύ καλά;»
«Μια χαρά τα κατάφερνα. Και τα καταφέρνω», γέλασε. «Αν εσύ είσαι ο αγκώνας που ρίχνει το μελανοδοχείο, τότε εγώ είμαι η αγελάδα που χύνει το γάλα… ή κάτι χειρότερο απ’ αυτό».
Η Φανή γέλασε.
«Πώς σε λένε;»
«Γιώργο», της είπε.
«Από πού ήρθατε;»
«Απ’ τον Άγιο Δημήτριο. Δεν ήρθαμε ακριβώς για διακοπές. Εγώ, δηλαδή, δεν ήρθα γι’ αυτό. Ψάχνω έναν φίλο… έχω την υποψία ότι βρίσκεται κάπου εδώ γύρω…»
«Πώς τον λένε;» Τον ρώτησε.
«Παύλο».
«Και στο επίθετο;»
«Ο Παύλος δεν είχε επίθετο», της απάντησε. «Μερικές φορές αναρωτιόμουν αν είχε καν όνομα, ή αν το είχε σκαρφιστεί ο ίδιος…»
Η Φανή μόρφασε.
«Παράξενους φίλους έχεις», του είπε. «Τι ήταν αυτός ο Παύλος;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Φίλος μου», της απάντησε. Κι ύστερα άλλαξε θέμα: «Θα σε παντρευόμουνα προκειμένου να μπορέσω να μείνω εδώ».
«Δεν είμαι διαθέσιμη».
«Έχεις γκόμενο, δηλαδή;»
«Όχι, απλά…»
«Ε, τότε λες μαλακίες», της είπε.
«Παράξενος είσαι, ε; Έχεις τσιγάρο, μήπως; Καπνίζεις;»
«Έχω, και καπνίζω, αλλά τα έχω αφήσει μέσα, στο δωμάτιο. Δεν μπορώ να πάω τώρα, δεν θέλω να ξυπνήσω τον Στράτο».
«Καλά λες, ας μην τον ενοχλήσουμε τώρα…»
«Δεν το λέω γι’ αυτό», της είπε. «Χέστηκα για κείνον. Απλά αν τον ξυπνήσω θα πρέπει να τον ανεχτώ».
«Ωχ, ρε φίλε…» έκανε η Φανή. «Τι άνθρωπος είσαι εσύ…;»
**Ο Αλέξης άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι. Παράξενο θέαμα, σκέφτηκε. Φαντάσου να έπεφταν όλα αυτά πάνω μου. Θα με έκαναν κομμάτια. 
Δεν ήξερε πού ήταν η Άννα, δεν είχε βγει από το δωμάτιο χθες, από τότε που έγραφε. Μάλιστα, είχε κοιμηθεί με τα ρούχα του. Κρύωνε, δεν είχε σκεπαστεί καν. Τράβηξε πάνω του την κουβέρτα μαζί με το σεντόνι και γύρισε στο πλάι. Αναρωτήθηκε αν είχε βγει ο ήλιος, αλλά αποφάσισε ότι θα προτιμούσε τη συννεφιά. Πού να είναι η Άννα; Τι να κάνει; Αναρωτήθηκε, και τελικά αποφάσισε να πάει να την βρει.
Σηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες. Χαμογέλασε απέναντι σε έναν θλιμμένο ουρανό, έτοιμο να κλάψει ξανά. Υποτίθεται ότι ο ήλιος σε κάνει χαρούμενο. Πώς γινόταν, όμως, αυτό που άλλους τους έκανε χαρούμενους εκείνον να του χαλάει τη διάθεση, δεν το καταλάβαινε.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του, και μετά βγήκε στον διάδρομο κρατώντας το κλειδί του δωματίου στο δεξί του χέρι. Πήγε στο δωμάτιο της Άννας και χτύπησε την πόρτα, αλλά κανείς δεν του άνοιξε. Κατέβηκε στο ισόγειο. Οι χώροι του ξενοδοχείου γίνονταν λίγο τρομακτικοί μερικές φορές. Ίσως επειδή ήταν μεγάλοι και επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Περπάτησε στο ισόγειο μπροστά στη ρεσεψιόν, στο σαλόνι, και μετά μέσα στο εστιατόριο. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, αλλά του φάνηκε σαν να άκουσε φωνές από την κουζίνα του εστιατορίου. Πλησίασε τις διπλές πόρτες, τις έσπρωξε και μπήκε μέσα. Η μικρή καθόταν πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι, και δίπλα η Άννα έψαχνε σε ντουλάπια, προφανώς για κάτι το φαγώσιμο.
«Τι κάνετε εδώ;» Ρώτησε ο Αλέξης.
«Ψάχνω κάτι να φάμε», του είπε. «Βλέπω ότι ο φίλος σου έχει αφήσει τα πάντα. Ό,τι δηλαδή, βρίσκει κανείς στα ξενοδοχεία, συνήθως».
«Ναι, μου είπε ότι μπορώ να βρω τα απαραίτητα εδώ».
«Επομένως… μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Ελεύθερα», της είπε.**Ο Γιώργος κοίταζε τους φίλους του πάνω στα άλογα και απορούσε. Του φαινόταν τόσο γελοία η εικόνα εκείνη τη στιγμή. Η Φανή στεκόταν δίπλα του χωρίς να μιλάει.
«Εσύ γιατί δεν ανεβαίνεις;» Τον ρώτησε.
«Γιατί δεν θέλω».
«Όταν ήσουν μικρός δεν ανέβαινες στα συγκρουόμενα;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήθελα».
«Ωραία…» του είπε εκείνη. «Πρέπει να είσαι πολύ ξενέρωτος».
«Έτσι λες;»
«Ναι».
«Πουτανίτσα».
«Τι;»
«Τίποτα».
«Τι είπες; Δεν άκουσα. Μιλάς πολύ σιγά, το ξέρεις;»
«Ναι», της είπε.
«Γιατί;»
Ανασήκωσε τους ώμους του.
Η Φανή μόρφασε. Ή ήταν παράξενος, σκέφτηκε, ή ήθελε να τραβάει την προσοχή. Όποιο κι αν ίσχυε, δεν είχε σημασία. Τον έβρισκε γοητευτικό μέχρι εκείνο το σημείο.
«Με τι ασχολείσαι;» Τον ρώτησε.
«Παριστάνω τον φοιτητή», της είπε, «στον Άγιο Δημήτριο».
«Τι σπουδάζεις;»
«Πράγματα σχετικά με ανθρωπιστικές επιστήμες».
«Και πώς σου φαίνεται;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Εσύ με τι ασχολείσαι;»
«Εγώ μέχρι τώρα έμενα με την θεία μου στο Ναύπλιο. Πέρασα σε μια σχολή, αλλά δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να ασχοληθώ με την φωτογραφία. Αλλά κι αν ήμουν σε μια σχετική σχολή, πάλι δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα. Όταν το ενδιαφέρον αρχίσει να γίνεται δουλειά, τότε χάνει κάπως το νόημά του για μένα. Θέλω να νιώθω ελεύθερη. Γι’ αυτό και μάλλον θα κρατήσω το κτήμα».
«Την καλύτερη δουλειά θα κάνεις», της είπε. «Εξάλλου σου είπα… αν συμφωνείς, παντρευόμαστε».
Η Φανή γέλασε.
«Σταμάτα μ’ αυτό το αστείο…» του είπε.
Δεν μίλησαν για δυο λεπτά. Ο Στράτος γύρισε προς τον Γιώργο και χαιρέτησε από μακριά. Του φώναξε να πάρει κι εκείνος ένα άλογο, ήταν, λέει, και γαμώ, απλά είχαν αρχίσει να πονάνε τα πόδια του λίγο. Ο Γιώργος του έγνεψε από απόσταση και χαμογέλασε, κι όταν ο Στράτος γύρισε από την άλλη σοβάρεψε απότομα.
«Δεν τους συμπαθείς, ε;» Τον ρώτησε η Φανή.
«Δεν είναι έτσι», της είπε.
«Αλλά πώς είναι; Αφού σε βλέπω… βλέπω τη συμπεριφορά σου».
«Είπα δεν είναι έτσι», επέμεινε εκείνος. «Και δεν θα δικαιολογηθώ σ’ εσένα για τη συμπεριφορά μου».
«Εντάξει, μην θυμώνεις…»
Η Φανή τον είδε να χάνεται ξανά στις σκέψεις του, και αναρωτήθηκε σε ποιον κόσμο ζούσε ο Γιώργος. Σκέφτηκε ότι αν ήταν κάποια άλλη στη θέση της, ούτε που θα του έδινε σημασία. Όμως εκείνη κάτι έβρισκε στον Γιώργο. Στη συμπεριφορά του, στο περπάτημα, στην ομιλία του, στο ντύσιμό του. Υπήρχε κάτι το ελκυστικό, το ασυνήθιστο, το μυστήριο για εκείνην. Ίσως να μην είχε να κάνει με το ερωτικό κομμάτι της υπόθεσης, αλλά ήθελε να τον γνωρίσει. Από τότε που τον είχε δει από το παράθυρο του δωματίου της να κάθεται πάνω στον φράχτη, της είχε τραβήξει την προσοχή.
«Πού θα ήθελες να ζεις;» Τον ρώτησε. «Ρωτάω επειδή μου φαίνεται κάπως περίεργο που σ’ αρέσει εδώ πάνω».
«Κάπου που να νιώθω ελεύθερος, όπως είπες κι εσύ… Δεν μου αρέσει στον Άγιο Δημήτριο», της είπε. «Πνίγομαι. Και μην μου πεις ότι μ’ αυτά θα ζήσουμε, γιατί αυτές τις μαλακίες τις λένε μόνο οι αποτυχημένοι. Οι επιτυχημένοι ζούνε όπως θέλουν. Και κάποιοι από αυτούς δεν ζούνε καν… Ίσως να είναι κι ο θάνατος μια επιτυχία».
«Γιατί είσαι έτσι; Πώς θα ήθελες να είναι η ζωή σου;»
«Μεγάλο θέμα ανοίγεις», της είπε.
«Ναι, αλλά…»
«Μιλάς πολύ», της είπε.
«Συγνώμη, δεν το ήθελα».
«Δεν πειράζει. Θα ήθελα, λοιπόν, να προκαλώ τους πάντες για καυγά, και να κουβαλάω μαζί μου μαχαίρι, έτσι, για να ξέρω ότι στο τέλος θα βγω νικητής, σε έναν κόσμο όπου όποιος σε απορρίπτει γι’ αυτό που είσαι θα τιμωρείται με θάνατο, και σε μια κοινωνία που θα δείχνει σεβασμό στο μίσος, δουλεύοντας πάνω στις αιτίες που το προκαλούν, και όχι καταδικάζοντας τους φορείς του, εφόσον αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του, είναι θύματα. Πάντα σκεφτόμουν το απόλυτο κακό ως κάποιον που μισεί χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ θύμα. Ένας άνθρωπος που δεν έχει πληγωθεί, που δεν έχει απογοητευτεί, φτιαγμένος για να μισεί».
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει τέτοιος άνθρωπος».
«Ναι, μάλλον δεν υπάρχει. Αλλά σκέψου μια κοινωνία που θα σέβεται το μίσος των μελών της. Θα είναι μια κοινωνία αρκετά ώριμη ώστε να αναλάβει τις ευθύνες της και να τις αντιμετωπίσει, χωρίς να φυλακίζει ό,τι καταστροφικό έχει δημιουργήσει η ίδια. Μια κοινωνία που θεραπεύει τον εαυτό της και εξελίσσεται, που αμφισβητεί τον εαυτό της προκειμένου να εξελιχθεί».
«Αυτά που λες δεν συμβαδίζουν με όσα είπες πριν λίγο», του είπε η Φανή. «Εννοώ… εκείνα σχετικά με το να… προκαλείς για καυγά και τέτοια… δεν ξέρω αν το πρόσεξες…» του χαμογέλασε. «Είσαι πολύ ευαίσθητος ακόμα. Πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι… αλλιώς δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις».
«Κι αν δεν θέλω να επιβιώσω;»
«Τι εννοείς;»
Ο Γιώργος γέλασε.
«Τίποτα», της είπε. «Τι θα σήμαινε το να προσαρμοστώ;» Αναρωτήθηκε. «Ας υποθέσουμε ότι εγώ είμαι ευαίσθητος, ωραία; Τι θα σήμαινε η προσαρμογή;»
«Ότι πρέπει να γίνεις πιο δυνατός, και να δεχτείς τα πράγματα όπως είναι», του είπε.
«Έτσι έχεις έναν ευαίσθητο άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί να προστατέψει τον εαυτό του από τις ευαισθησίες του. Εξελίσσεται αυτός ο άνθρωπος;»
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Αλλά δεν γίνεται αλλιώς».
«Η ευαισθησία είναι κομμάτι του συνόλου όσων σε κάνουν άνθρωπο. Γιατί να θέλω να απαρνηθώ κάτι τέτοιο; Αυτό, πιστεύω, ότι κάνει κάποιον ευτυχισμένο. Το να διαμορφώνει την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του. Και μέσα σε όλα αυτά θεωρώ ότι η ευαισθησία είναι προτέρημα».
«Δε νομίζεις, όμως, ότι πρέπει να ξεπεράσεις κάποια πράγματα; Έχεις δύο επιλογές, Γιώργο. Είτε να ζήσεις, είτε να χαθείς. Διαλέγεις και παίρνεις».
Ο Γιώργος δεν απάντησε. Ήξερε τις δύο επιλογές, αλλά δεν ήθελε τώρα να το συζητήσει μαζί της. Δεν είχε και τόση σημασία εκείνη τη στιγμή, έτσι κι αλλιώς.
«Κάνεις καλή κουβέντα», της είπε.**«Πώς πήγε το γράψιμο χθες;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Καλά, νομίζω».
«Μυθιστόρημα; Διήγημα; Τι;»
«Μάλλον μυθιστόρημα. Αλλά ό,τι προκύψει, καλό είναι. Αρκεί, βέβαια, να ολοκληρωθεί…»    
«Θα τα καταφέρεις», του είπε, «πιστεύω σ’ εσένα».
«Με συγκινείς», γέλασε εκείνος.
Είχαν καθίσει στη βεράντα και παρατηρούσαν τη βροχή. Η Μαρία είχε φορέσει το αδιάβροχό της και τριγυρνούσε μέσα στον κήπο. Η Άννα της είχε πει να είναι σε σημείο που να την βλέπει. Από τότε που είχε φύγει απ’ τον Νίκο φοβόταν να την χάσει απ’ τα μάτια της, αν και η λογική έλεγε ότι ο Νίκος δεν θα τους έβρισκε με κανέναν τρόπο πάνω στο βουνό. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να τον δει, πάντως… όσο κι αν το καθυστερούσε. Θα έπρεπε να κανονίσει τα σχετικά με το διαζύγιο… που μάλλον επρόκειτο για μια άλλη, δύσκολη διαδικασία, η οποία πραγματικά την τρόμαζε. Προς στιγμήν σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Αλέξη, και είχε αρχίσει να νιώθει και πάλι άνετα κοντά του… ένιωθε σίγουρη ότι θα την στήριζε αν του το ζητούσε, αλλά αυτό πιθανότατα θα σήμαινε πως έπρεπε να του πει ότι ο Νίκος την χτυπούσε. Ή ίσως θα μπορούσε να του ζητήσει βοήθεια χωρίς να του αναφέρει τους ακριβείς λόγους του διαζυγίου… θα του ζητούσε να σεβαστεί την επιθυμία της να μην του μιλήσει.
Αυτό ίσως να τον έκανε να θυμώσει, σκέφτηκε. Δηλαδή θα του ζητούσα να κάνει κάτι για μένα, και ταυτόχρονα θα του έκανα ξεκάθαρο ότι δεν τον εμπιστεύομαι.
«Γιατί γελάς;» Την ρώτησε εκείνος.
«Ε; Τίποτα…»
Γελούσε για το μάταιο των σκέψεών της.
«Καλά», της είπε. «Είσαι πολύ όμορφη», της είπε ξαφνικά. Δεν ήξερε γιατί, αλλά έτσι, απ’ το πουθενά ένιωσε σαν να ήθελε να της το πει.
Εκείνη γέλασε και τον ευχαρίστησε.
«Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω… Ίσως να ήθελα να σου την πέσω λίγο».
Γέλασαν.
«Η βροχή είναι πολύ όμορφη», είπε η Άννα. «Θυμάμαι απ’ όσα έλεγες… ότι σε βοηθάει στο γράψιμο. Έχω δίκιο;»
«Έχεις πολύ δίκιο. Χαίρομαι που θυμάσαι κάτι από μένα…»    
«Ναι, ρε κλαψιάρη», του είπε, «θυμάμαι πολλά πράγματα».
Ο Αλέξης δεν της είπε τίποτα, απλά χαμογέλασε.
«Ποτέ δεν πίστεψες σ’ εμάς, έτσι δεν είναι;» Τον ρώτησε. «Ποτέ δεν πίστεψες ότι θα διαρκούσε. Πάντα περίμενες πότε θα σου τη φέρω. Πότε θα σε παρατούσα, πότε θα κοιμόμουν με κάποιον άλλον… υποτιμούσες πολύ τον εαυτό σου, και η στάση που κρατούσες απέναντί μου υποτιμούσε πολύ εμένα. Θυμάσαι γιατί χωρίσαμε;»
«Γιατί με βαρέθηκες. Κι αν ενδιαφερόσουν έστω και λίγο, θα έμενες κοντά μου».
«Μαλάκα, εγωιστή», σχεδόν φώναξε εκείνη. «Όλη τη μέρα δούλευες. Είτε με το πανεπιστήμιο, είτε με το γράψιμο, ούτε που μου έδινες σημασία. Μόνο τον εαυτό σου και τη δουλειά σου σκεφτόσουν».
«Μόνο, ε; Νομίζεις ότι όλα τα έκανα μόνο για μένα, έτσι δεν είναι; Είχα σχέδια στο μυαλό μου για εμάς τους δύο. Γι’ αυτά προσπαθούσα, αυτά ήταν που κυνηγούσα την ώρα που εσύ ζητούσες χάδια και αγκαλίτσες…»
«Ούτε για μια στιγμή δεν με εμπιστεύτηκες».
«Έχει σημασία όλο αυτό τώρα;» Την ρώτησε εκείνος ήρεμα. «Εσύ με παράτησες».
«Και φταίω εγώ γι’ αυτό;»
«Θα ήταν προτιμότερο αν δεν με είχες παρατήσει», γέλασε, «αλλά υποθέτω ότι δεν μπορώ να σε κατηγορήσω τώρα…»
«Α! Είσαι πολύ ευγενικός!» του είπε.
«Κοίτα τι κάνεις τώρα… προσπαθώ να τελειώσω τον καυγά, κι εσύ με ειρωνεύεσαι».
Η Άννα γύρισε απ’ την άλλη χωρίς να του απαντήσει. Σταμάτησε κι εκείνος να μιλάει. Ύστερα, όμως, γέλασε.
«Τι γελάς;» Τον ρώτησε.
«Τίποτα», της είπε.**Ο Γιώργος περπάτησε δίπλα στη Φανή.
«Πρέπει να χάσεις κάνα κιλό», της είπε.
«Είσαι κακός».
«Αλήθεια λέω», επέμεινε εκείνος. «Είσαι χοντρούλα».
«Σε μερικούς αρέσουν οι χοντρούλες. Και δεν είμαι, απλά έβαλα λίγα κιλά στις γιορτές».
«Σε τάιζε καλά η θεία σου στην Πελοπόννησο, φαίνεται».
«Βλάκα», του είπε εκείνη.
«Με τους γονείς σου πώς τα πας;» Την ρώτησε.
«Εσύ;»
«Όχι και τόσο καλά. Εσύ;»
«Τα είπαμε, νομίζω… είμαι η αποτυχία τους…»
«Κοίτα εσύ να πάρεις το κτήμα, και ας σκέφτονται ό,τι θέλουν. Δεν γίνεται να έχεις την αποδοχή όλων…»
«Κοίτα που πάει να με παρηγορήσει κιόλας», μουρμούρισε εκείνη. Και μετά: «Ναι, συμφωνώ. Δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Εσύ θα μου χάριζες την αποδοχή σου;»
Ο Γιώργος έφερε τα χέρια του στο στήθος του.
«Τι λες τώρα;»
«Ωχ, πια! Βλέπω, ξέρεις να τον προσγειώνεις τον άλλον… ανώμαλα κιόλας. Τι ζόρι τραβάς, άνθρωπέ μου; Γιατί δεν μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;»
Εκείνος γέλασε.
«Νομίζω ότι πάντα είμαι χαλαρός».
«Ακριβώς. Νομίζεις. Αλλά δεν είσαι. Είσαι διαρκώς λες και… λες και έχεις πάντα κάτι μέσα στον κώλο σου… Ναι, ακριβώς… Κάτι μεγάλο».
Ο Γιώργος άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει, αλλά εκείνη τον διέκοψε.
«Σκάσε», του είπε. «Μη μιλάς! Τι άνθρωπος είσαι εσύ, ρε; Ούτε τους φίλους σου δεν συμπαθείς! Ναι, γέλα… Βλάκα. Κουραστικός είσαι, ε; Το ξέρεις; Λοιπόν, πάω πάνω, στο δωμάτιό μου. Άντε, τα λέμε».
Ο Γιώργος στάθηκε ακίνητος σ’ εκείνο το σημείο κοιτώντας την να απομακρύνεται. Μετά περπάτησε προς τα δωμάτια, εκεί που βρίσκονταν οι άλλοι.
«Πρέπει να φύγουμε από ‘δω», τους είπε.
«Γιατί;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής. «Δεν σ’ αρέσει που σου την πέφτει η κόρη του Μάκη;»
«Όχι, αυτό μ’ αρέσει», είπε ο Γιώργος. «Αυτό που δεν μ’ αρέσει είναι ότι θα τελειώσουν τα λεφτά».
«Θα ρωτήσω τον Μάκη πού είναι επιτέλους αυτό το μοναστήρι. Να τελειώνουμε… Ή αν θες ρώτα εσύ την κόρη του…» Είπε ο Στράτος και γέλασε.**Ο Αλέξης έσπρωξε τις διπλές πόρτες και μπήκε στην κουζίνα. Η Μαρία, που φορούσε ακόμη το αδιάβροχό της, είχε ανέβει πάνω στον πάγκο και προσπαθούσε να φτάσει ένα ντουλάπι. Την πλησίασε, την έπιασε και την κατέβασε.
«Θα χτυπήσεις», της είπε. «Δεν πρέπει να ανεβαίνεις πάνω στους πάγκους…»
Η Μαρία απομακρύνθηκε και τον κοίταξε.
«Πες μου», της είπε, «τι θέλεις; Θα σου το δώσω εγώ».
«Δεν θέλω τίποτα», του είπε.
«Τότε τι έκανες εδώ πάνω;»
Δεν του απάντησε. Και μετά, αφού σταμάτησε να τρίβει τα χέρια της μεταξύ τους, κατέβασε την κουκούλα απ’ το πράσινο αδιάβροχο και του είπε:
«Θα χτυπήσεις κι εσύ τη μαμά;»
Ο Αλέξης στράφηκε προς το μέρος της.
«Τι ‘ναι αυτά που λες, Μαρία; Δεν θα χτυπούσα ποτέ τη μητέρα σου».
«Σας άκουσα που μαλώνατε», του είπε.
«Ναι… οι άνθρωποι μερικές φορές μιλάνε έντονα ο ένας στον άλλον… αυτό δεν σημαίνει ότι θα την χτυπήσω…»
Η μικρή έκανε να φύγει, αλλά ο Αλέξης την έπιασε απαλά απ’ το χέρι.
«Πες μου», της είπε, «ποιος χτυπάει τη μαμά;»
«Κανένας», είπε εκείνη.
«Τότε γιατί με ρώτησες κάτι τέτοιο;»
«Άσε με», του είπε. Τράβηξε το χέρι της μακριά και έτρεξε, βγήκε απ’ την κουζίνα, αφήνοντας τον Αλέξη μόνο.
Στηρίχτηκε στον πάγκο, και ένιωσε τα νεύρα του σπασμένα. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι φοβόταν η Άννα... ήταν σχετικό με τον άντρα της, προφανώς. Η μικρή τους είχε ακούσει όταν μάλωναν στη βεράντα, και είχε φοβηθεί. Νόμιζε ότι θα συνέβαινε ό,τι συνέβαινε και στο σπίτι της.
Κατάφερε να ψιθυρίσει το όνομά της μερικές φορές, να συνηθίσει ξανά στον ήχο του, μιας και τώρα ακουγόταν τελείως διαφορετικά. Ήταν το όνομα της κακοποιημένης Άννας. Αυτής που είχε καταφέρει να φύγει για να σώσει τη ζωή της, της κυνηγημένης Άννας. Πώς θα την αντιμετώπιζε τώρα που το ήξερε; Μήπως έπρεπε να της μιλήσει; Όχι. Όχι αν δεν του το έλεγε εκείνη πρώτα. Προφανώς ντρεπόταν, και προφανώς δεν τον εμπιστευόταν, και τώρα πια αυτό δεν τον θύμωνε άλλο, αλλά προκαλούσε την συμπόνια του. Πάνω απ’ όλα, δεν ήθελε να την απογοητεύσει.
Περπάτησε προς το σαλόνι.


5«Φεύγετε;» Τους ρώτησε η Φανή όταν τους είδε να βγαίνουν από τα δωμάτια φορτωμένοι με τις τσάντες τους. Εκείνοι την χαιρέτησαν και πέρασαν από δίπλα της. Ο Γιώργος στάθηκε μπροστά της.
«Ναι», της είπε. «Φεύγουμε. Θα πάμε να βρούμε εκείνο το μοναστήρι».
«Τι τρέχει με το μοναστήρι; Τι ψάχνετε;»
«Σου είπα. Έναν φίλο».
«Κι εγώ σου είπα ότι κανείς δεν είναι πια εκεί πάνω».
Ο Γιώργος προσποιήθηκε ότι δεν την άκουσε και πέρασε από δίπλα της. Εκείνη τον ακολούθησε.
«Γιατί δεν ακούς κανέναν;» Επέμεινε.
«Παράτα με. Θα πάμε στο μοναστήρι ό,τι κι αν πεις. Και δεν σου πέφτει λόγος».
«Θα ήθελα να σας πάω με το αυτοκίνητο. Μπορώ, δηλαδή, να σας πάω μέχρι ένα σημείο… αλλά από εκεί και πέρα δεν πάει αυτοκίνητο…»
«Ευχαριστούμε, δεν χρειάζεται».
«Θα ήθελα να ξαναμιλήσω μαζί σου», του είπε. «Μήπως και καταφέρω να σου βάλω λίγο μυαλό…»
Ο Γιώργος σταμάτησε και την κοίταξε. Έτοιμος ήταν να της πει καμιά κουβέντα, αλλά δεν το έκανε. Της γύρισε ξανά την πλάτη και έφυγε, πλησίασε τους άλλους. Εκείνη έμεινε σ’ εκείνο το σημείο κάπως απογοητευμένη, με τα χέρια της στο στήθος.
«Πάμε», είπε ο Θοδωρής στον Γιώργο. «Ο Γιάννης πήγε να πληρώσει, θα μας φτάσει σε λίγο».**Ο Αλέξης βγήκε απ’ το δωμάτιο και περπάτησε προς αυτό της Άννας. Χθες το βράδυ δεν είχαν μιλήσει καθόλου, ούτε που την είχε δει. Ένιωθε άσχημα με τον εαυτό του που την είχε στιγματίσει έτσι.
Όταν έφτασε στο δωμάτιο, σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα, αλλά διαπίστωσε ότι εκείνη ήταν ανοιχτή. Την έσπρωξε απαλά και κοίταξε μέσα. Η Άννα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη. Φορούσε μόνο το τζιν της και το στηθόδεσμο, και κρατούσε μια μπλούζα στα χέρια της. Η εικόνα έκανε τον Αλέξη να θυμηθεί πως ένιωθε με το σώμα της από τότε… πόσο όμορφη την έβρισκε. Εκείνη δεν τον είχε δει ακόμα. Σύντομα θα τον έβλεπε. Και τότε παρατήρησε κάτι πάνω της. Πάνω στο δέρμα της. Σημάδια. Διάφορα σημάδια. Μικρές πληγές. Ξαφνικά την είδε να προσπαθεί να καλύψει το σώμα της με την μπλούζα. Τον είχε δει στον καθρέφτη. Αλλά σύντομα χαμήλωσε τα χέρια της, μαζί και την μπλούζα της, αφήνοντάς τον να δει τα σημάδια πάνω της, σαν να το παραδεχόταν πια.
Όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα της στον καθρέφτη, ο Αλέξης δεν ήταν πια εκεί.**«Γαμημένη ανηφόρα…»
«Ο Στράτος τα ‘φτυσε», είπε ο Θοδωρής και γέλασε.
Κόντευε μεσημέρι πια. Ανηφόρα στην ανηφόρα, και όλοι τους είχαν κουραστεί. Ψιχάλιζε κιόλας, ήταν και οι λάσπες στους χωματόδρομους… Μόλις είχαν αφήσει πίσω τους το ξενοδοχείο. Το καινούριο ξενοδοχείο, εκείνο στο οποίο βρίσκονταν μέσα ο Αλέξης και η Άννα. Δεν είχαν δώσει και πολλή σημασία, αλλά σίγουρα το είχαν κατά νου για τον γυρισμό. Οι πόρτες της εισόδου ήταν ανοιχτές, επομένως θα μπορούσαν να το επισκεφτούν.
«Μόνο ένας δρόμος υπάρχει, σωστά;» Ρώτησε ο Γιάννης. «Έτσι δεν είπε ο Μάκης;»
«Έτσι είπε», του απάντησε ο Γιώργος.
Συνέχισαν να περπατάνε στον χωματόδρομο, ο οποίος άλλες φορές γινόταν ανηφορικός, και άλλες ήταν απλά μια ευθεία. Ο Γιώργος ένιωθε ποιο ακριβώς ήταν το κλίμα, αλλά δεν έδινε σημασία. Τα πράγματα ήταν απλά. Ο Γιάννης κι ο Θοδωρής, και ιδιαίτερα ο Θοδωρής, ακολουθούσαν επειδή ένιωθαν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Ο Στράτος για άλλους λόγους… Όσον αφορά τον ίδιο, όμως, ήταν αποφασισμένος, και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συναντήσει έστω και για τελευταία φορά τον Παύλο. Και ήλπιζε. Ήλπιζε ότι θα βρισκόταν στο μοναστήρι...**Η Άννα μπήκε στην κουζίνα και στάθηκε ακίνητη απέναντι στον Αλέξη, ο οποίος έβαζε χυμό σε ένα ποτήρι.
«Καλημέρα», της είπε. «Θες λίγο χυμό;»
«Όχι, ευχαριστώ», είπε εκείνη και περπάτησε προς τον πάγκο. Στηρίχτηκε εκεί και χαμήλωσε το βλέμμα της, την στιγμή που ο Αλέξης έβαζε τον χυμό στο ψυγείο.
Και μετά πέρασαν περίπου δύο λεπτά, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, προσπαθώντας να μην συναντηθούν τα βλέμματά τους, ώσπου τελικά η Άννα του είπε:
«Δεν θα πεις τίποτα;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τι να πω; Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε ρωτήσω. Αλλά τώρα που το αναφέρεις…»
«Τι;»
«Πόσο καιρό έχει που συμβαίνει αυτό;» Την ρώτησε.
«Δεν θυμάμαι, πια. Έχω μπερδέψει του μήνες, τις εποχές, τα χρόνια… Όλα είναι ένα κουβάρι μέσα στο μυαλό μου…»
«Έκανες καλά που έφυγες. Θα πρέπει να χρειάστηκε πολύ κουράγιο…»
«Χρειάστηκε», είπε η Άννα.
«Αν θες… θα σε βοηθήσω… με όποιον τρόπο μπορώ. Αν, δηλαδή, υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, μην διστάσεις να μου το ζητήσεις».
Εκείνη του έγνεψε.
«Και κάτι ακόμα», της είπε. «Είχα ξεχάσει πόσο όμορφο είναι το σώμα σου», και της χαμογέλασε. Κατάφερε κι εκείνη να χαμογελάσει κάπως. «Θες να καθίσουμε λίγο στη βεράντα; Όπως χθες… να χαζέψουμε τη βροχή…»
«Δεν έχεις να γράψεις;»
«Δεν ξέρω αν έχω κάτι να πω σήμερα…»
«Τότε εντάξει», του είπε.
Βγήκαν έξω και κάθισαν στη βεράντα, ακριβώς όπως και την προηγούμενη μέρα. Η Μαρία ήρθε μαζί τους αυτή τη φορά και κάθισε ανάμεσά τους. Ο Αλέξης τους είπε να περιμένουν, είπε ότι θα πήγαινε να ρίξει μια ματιά στο αυτοκίνητο. Περπάτησε μέσα στο ψιλόβροχο, διασχίζοντας τον μικρό διάδρομο από πέτρες, ανάμεσα από τα λουλούδια του κήπου. Έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο, κάτω απ’ το υπόστεγο. Όλα ήταν εντάξει. Γύρισε ξανά πίσω και κάθισε δίπλα στη Μαρία. Για πολλή ώρα δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μόνο κοίταζαν τη βροχή, ώσπου η μικρή κοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της.**Η τελευταία ανηφόρα βρισκόταν μπροστά τους. Κόντευε απόγευμα πια, και η ψιχάλα είχε δυναμώσει, είχε αρχίσει να γίνεται βροχή. Μπορούσαν να δουν το μοναστήρι από εκεί που βρίσκονταν. Ο Θοδωρής σχολίασε τους τοίχους γύρω απ’ την αυλή. Αναρωτήθηκε αν ήταν μεγάλο ή μικρό… αν είχε πολλά κτίρια… δεν είχε ιδέα πώς ήταν. Σίγουρα, πάντως, είχε χώρους για να μένουν οι μοναχοί.
Στάθηκαν μπροστά στην είσοδο, δύο ξύλινες πόρτες που έμοιαζαν να είναι πολύ βαριές. Ο Γιάννης δοκίμασε να τις σπρώξει, αλλά καμιά δεν άνοιξε.
«Και τώρα;» Ρώτησε. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Θα μπω μέσα», είπε ο Γιώργος. «Θα με βοηθήσετε να περάσω τον τοίχο».
«Και μετά πώς θα βγεις;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Κάποιο τρόπο θα βρω. Όλο και κάτι θα υπάρχει εκεί μέσα για να πατήσω πάνω του…»
«Όπως νομίζεις».
«Θέλει να έρθει κανείς μαζί μου;» Τους ρώτησε, αλλά όλοι δίστασαν. Κανείς δεν ήθελε να μπει σ’ εκείνο το μέρος. «Βοηθήστε με», τους είπε.
Ο Γιάννης βοήθησε τον Γιώργο να κρεμαστεί από τον τοίχο και να περάσει απ’ την άλλη πλευρά. Ο Γιώργος πήδηξε κάτω και βρέθηκε μέσα στο μοναστήρι. Εκεί βρίσκονταν η εκκλησία, καθώς και ένα ετοιμόρροπο κτίριο. Υπήρχαν διάφορα δέντρα μέσα στην αυλή, αλλά στο κέντρο της, μέσα σε ένα παρτέρι, υπήρχε ένα ψηλό δέντρο, νεκρό, πια, το οποίο τραβούσε την προσοχή. Τα πάντα εκεί μέσα έδειχναν να είναι πεθαμένα. Πίσω από την πόρτα, υπήρχαν δύο μεγάλες πέτρες. Μάλλον αυτές την εμπόδιζαν να ανοίξει. Τις αγνόησε για την ώρα, και περπάτησε μέσα στην αυλή πλησιάζοντας το δέντρο και τα δύο κτίρια, την εκκλησία και εκείνο που στέγαζε τα κελιά των μοναχών.
Περπάτησε μέχρι και πίσω απ’ τα κτίρια, αλλά τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Έπρεπε να ελέγξει μέσα στα κτίρια. Η πόρτα της εκκλησίας δεν άνοιγε. Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο Παύλος είχε κλειδωθεί εκεί μέσα. Ότι, δηλαδή, είχε κλειδώσει την πόρτα από μέσα και είχε κρυφτεί εκεί, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον ήταν αδύνατο να συμβεί. Απόρησε, κιόλας, με τον εαυτό του που περίμενε να τον βρει μέσα στο μοναστήρι, και σύντομα απογοητεύτηκε, επειδή κατάλαβε ότι εκεί μέσα δεν υπήρχε ψυχή. Δεν ήταν σίγουρος αν τελικά ο Παύλος είχε έρθει στο μοναστήρι, αλλά κι αν είχε όντως έρθει, αυτό σήμαινε πως υπήρχαν πολλές πιθανότητες να έχει σκοτώσει εκείνος τους μοναχούς. Θα επέστρεφε μετά από τη δολοφονία; Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Και τι περίμενε στην πραγματικότητα από τον Παύλο;
Ήταν παράξενο το πώς για τον Γιώργο πέντε νεκροί άνθρωποι δεν ήταν αρκετοί για να χαλάσουν την ιδέα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον φίλο του. Επίσης, ήταν παράξενο το πώς κάποτε είχαν δημιουργήσει οι δυο τους μια αδερφική σχέση αποδοχής. Πίστευε –ακόμη κι αν αυτή η πίστη είχε πλέον κλονιστεί- ότι γνώριζε τον Παύλο, και ότι για να σκοτώσει τους μοναχούς θα είχε τους λόγους του.
Σίγουρος πως στα κελιά δεν θα υπήρχε τίποτα, έκανε τον κόπο να κοιτάξει από τα παράθυρα του ισογείου. Μόνο σκιές υπήρχαν εκεί μέσα. Αυτό τον έκανε να ψάξει τελικά στο κτίριο. Εξάλλου, τώρα πια ο Παύλος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια σκιά.**«Γιατί δεν την πηγαίνεις στο δωμάτιο;» Ρώτησε ο Αλέξης την Άννα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ε, κοιμάται τώρα, δεν βλέπεις; Δεν θέλω να την ξυπνήσω…»
«Εντάξει, έχεις δίκιο. Δεν κοιμήθηκε χθες το βράδυ;»
«Νομίζω ότι ήταν κάπως ανήσυχη, δεν είχε ύπνο. Προσπάθησα να μείνω ξύπνια μήπως χρειαζόταν τίποτα, αλλά όπως καταλαβαίνεις δεν τα κατάφερα».
«Τι πιστεύεις ότι φταίει;»
«Μπορώ να σκεφτώ μερικά πράγματα… με πρώτο και καλύτερο τον πατέρα της. Και δεύτερη εμένα. Αυτό είναι που με τρομάζει. Μήπως της έχω κάνει κακό…»
Ο Αλέξης δεν είπε τίποτα. Τι θα μπορούσε να πει; Δεν ήταν δική του οικογένεια, δεν τους ήξερε. Ήταν πολύ πιθανό η Άννα με κάποιο τρόπο, άθελά της, να είχε κάνει κακό στην κόρη της. Οι γονείς τα κάνουν αυτά κάποιες φορές, και ο ίδιος δεν ήθελε να επέμβει στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ησυχία και πάλι.
«Είπες ότι γράφεις μια ιστορία τώρα…» Είπε η Άννα.
«Ναι… είναι αλήθεια. Το παλεύω…»
«Και πώς πάει;»
«Όπως σου είπα… Το παλεύω. Αυτό ίσως να του δίνει και αξία… το ότι αμφιβάλλεις για κάθε δουλειά που ξεκινάς. Αλλά όταν η αμφιβολία αγγίζει τα όρια της υπερβολής, μπορεί να σε σκοτώσει. Υπάρχουν φορές που νιώθεις ότι μισείς ό,τι έχεις γράψει, σαν όλα να είναι άχρηστα, σαν κανείς να μη νοιάζεται για ό,τι έχεις να πεις… λες και όλα είναι ανοησίες. Εγώ κατά καιρούς ντρέπομαι που έχω δημοσιεύσει θέματα που αφορούν τον εαυτό μου. Θέλει θάρρος, ξέρεις. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι στη δική μου περίπτωση ένα μεγάλο παραμύθι, αλλά και πάλι… η προσωπικότητά σου υπάρχει εκεί μέσα».
«Πρέπει να είναι δύσκολο να είσαι μόνος σου σ’ όλο αυτό».
«Μερικές φορές είναι. Τις δύσκολες στιγμές, όπως και σε όλες τις δύσκολες στιγμές, είναι καλό να έχεις κοντά σου κάποιον που πιστεύει σ’ εσένα. Συγκεκριμένα, θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο, αλλά δεν έχουμε όλοι αυτή την πολυτέλεια…» γέλασε.
Η Άννα σώπασε για λίγο. Χαμογέλασε κάπως μαζί του… με την καλή έννοια. Θέλησε να τον βοηθήσει… εν καιρώ. Να του δείξει ότι είχε την υποστήριξή της, αλλά δεν ήξερε για πόσο θα κρατούσε όλο αυτό. Για πόσο καιρό, δηλαδή, θα ήταν κοντά του. Αν και μέσα της είχε αρχίσει να θεωρεί κάποια πράγματα ως δεδομένα… λες και ό,τι είχε συμβεί απ’ την στιγμή που είχε αφήσει τον Νίκο ήταν σωστό. Ο φόβος υπήρχε, μαζί και η αμφιβολία, αλλά αυτά τα δύο μάλλον πάντα υπάρχουν κάπου βαθιά στις καρδιές και στη σκέψη των ανθρώπων. Και πρέπει να είσαι ανοιχτός για όλα. Η οδύνη είναι κομμάτι των ζωών όλων μας, και λίγο ή πολύ, νωρίτερα ή αργότερα, όλοι την έχουμε βιώσει. Και τώρα είχε αρχίσει να νιώθει ελεύθερη κοντά στον Αλέξη.
Ίσως τελικά αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι στις σχέσεις τους να είναι αποδοχή. Και αν δεν είναι αποκλειστικά αυτό, τότε είναι ένα βασικό κομμάτι μιας σχέσης. Κάποιο άλλο θα μπορούσε να είναι η υποστήριξη, η κατανόηση. Εντάξει, ίσως να είχε αρχίσει να υπερβάλλει λίγο με τον Αλέξη, δεν ήξερε αν της τα είχε προσφέρει όλα αυτά μέσα σε δύο μέρες, αλλά έκλινε προς το να τον πιστέψει, να τον εμπιστευτεί. Αναστέναξε ήρεμα.
«Τι έγινε;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τίποτα», του είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Απλά σκεφτόμουν κάποια πράγματα…»
«Θες να μου πεις τι ακριβώς σκεφτόσουν;»
«Δεν ξέρω… μάλλον όχι», του είπε και γέλασε.
«Εντάξει», της είπε. «Λέω να πάω να φτιάξω έναν καφέ. Θες κάτι;»
«Αν μπορείς να κάνεις και σ’ εμένα έναν… Πρέπει να μείνω εδώ με τη Μαρία. Δεν κάνει να ξυπνήσει τώρα…»
«Έρχομαι σε λίγο», της είπε.**Ο Γιάννης, ο Θοδωρής και ο Στράτος είχαν καθίσει κάτω απ’ το υπόστεγο της εισόδου για να μην βρέχονται. Ο Γιώργος είχε μπει στο μοναστήρι πριν από πέντε λεπτά… ή μήπως ήταν περισσότερο; Είχαν αναρωτηθεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Για εκείνους, πάντως, η ώρα περνούσε αργά. Είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι θα τους έβρισκε η νύχτα, και ότι θα έπρεπε να μείνουν εκεί, μέσα στο κρύο, χωρίς να βλέπουν τη μύτη τους. Ο Γιάννης και ο Θοδωρής είχαν βάλει στοίχημα, έτσι για να περάσει η ώρα, σχετικά με το αν ο Γιώργος θα έβρισκε εκεί μέσα τον Παύλο. Ο Θοδωρής ήταν κατά, ο Γιάννης υπέρ. Στην πραγματικότητα κι οι δυο τους πίστευαν ότι δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, αλλά είχαν αποφασίσει να κάνουν την πλάκα τους.
Ο Στράτος καθόταν σε μια άκρη και περίμενε υπομονετικά. Ήλπιζε ο Γιώργος να έβρισκε τον Παύλο, ήθελε και ο ίδιος να τον γνωρίσει κάποια στιγμή. Είχε ακούσει για εκείνον, και έμοιαζε να έχει ενδιαφέρον. Το δεξί του χέρι ήταν μέσα στην τσέπη του, κρατώντας το ασημένιο περίστροφο που είχε βρει στο μπαρ που δούλευε τις νύχτες. Ναι, ακριβώς, ο τύπος κουβαλούσε όπλο. Δεν ήξερε σε ποιον ανήκε, δεν είχε ιδέα, αλλά το είχε βρει τα ξημερώματα σε ένα συρτάρι, την ώρα που συμμάζευε. Ήταν ολομόναχος εκείνη την ώρα, και λίγο αργότερα θα έκλεινε το μαγαζί, και όταν βρήκε το όπλο, έκανε μια σειρά από απανωτά λάθη. Πρώτον: Το έπιασε αφήνοντάς πάνω τα αποτυπώματά του. Δεύτερον: Το κράτησε, το πήρε για δικό του, δίχως να ξέρει ποιος το είχε πριν, σε ποιον ανήκε, και πού είχε χρησιμοποιηθεί. Κι εδώ που τα λέμε, για έναν λόγο χρησιμοποιούνται τα όπλα. Για να σκοτώνουν. Τρίτον: Εντάξει, δεν υπήρχε τρίτο λάθος. Προς το παρόν, δηλαδή, γιατί είχε μπει μερικές φορές στον πειρασμό να το χρησιμοποιήσει.
Τώρα το είχε πάρει μαζί του, αλλά δεν ήξερε το λόγο. Η λογική του είχε πει ότι αν το άφηνε στο διαμέρισμα ίσως κάποιος με κάποιο τρόπο να το έβρισκε, και τότε θα είχε μπλεξίματα. Τώρα, όμως, το είχε μαζί του, και μπορούσε όποτε ήθελε να το ξεφορτωθεί. Φυσικά… δεν ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα ένα μαργαριτάρι που μπορεί να σε βγάλει νικητή σε κάθε είδους κωλοκατάσταση. Κι ο Στράτος βρισκόταν συχνά μπλεγμένος σε καταστάσεις τέτοιας φύσεως. Αν δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όντας αδύναμος από κάθε άποψη, άσε το όπλο να μιλήσει. Τότε νικάς σε κάθε περίπτωση. Κανείς δεν σε πλησιάζει ξανά, κανείς δεν σε καταπιέζει, κανείς δεν σου τη μπαίνει, αφού εσύ τώρα πια δαγκώνεις.
Ο Γιώργος βγήκε έξω λίγα λεπτά αργότερα, και μάλιστα από την είσοδο της αυλής, κάτι που ξάφνιασε τους υπόλοιπους. Τους χαμογέλασε, κι εκείνοι τον κοίταξαν απορημένοι, αλλά και τρομαγμένοι, μήπως ήταν ο Παύλος μαζί του.
«Τον βρήκες;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Δεν  υπάρχει τίποτα εκεί μέσα», είπε εκείνος.
«Ε, τότε γιατί είσαι έτσι;» Του είπε ο Γιάννης.
«Δεν ξέρω… ίσως να είναι καλύτερα τώρα».
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Το μοναστήρι θα έφταιγε… η επαφή με τα θεία σε κάνει άλλο άνθρωπο.**Ο Αλέξης έδωσε το φλιτζάνι με τον καφέ στην Άννα. Εκείνη το έπιασε προσέχοντας να μην ξυπνήσει η Μαρία.
«Τον έφτιαξα όπως τότε…» της είπε.
«Εντάξει», είπε εκείνη, «δεν έχουν αλλάξει πολύ οι συνήθειές μου. Συνήθως αλλάζουν, δε νομίζεις; Όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος, εννοώ…»
«Δεν ξέρω. Δεν είμαστε και τόσο μεγάλοι, πάντως», γέλασε ο Αλέξης.
«Ναι, αλλά δεν μας λες και παιδιά, έτσι δεν είναι;»
«Δεν με απασχολεί η ηλικία μου ακόμα», της είπε. «Τώρα έχω άλλα πράγματα κατά νου».
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Κάτι προσωπικό».
«Ρώτα με. Και δεν υπάρχει θέμα, αν δεν θέλω δεν σου απαντάω».
«Τώρα που ξέρεις για μένα… τώρα που ξέρεις γιατί έφυγα… Θες να μου πεις τους δικούς σου λόγους…; Τους λόγους για τους οποίους το ‘βαλες στα πόδια;»
Ο Αλέξης χαμήλωσε το βλέμμα του, συνοφρυώθηκε, ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του, έκανε μερικές αδιάφορες κινήσεις ακόμα, κι ύστερα άρχισε να το σκέφτεται. Τι ακριβώς να της έλεγε;
«Δεν ξέρω…» της είπε.
«Αυτή τη στιγμή σου ζητάω να μοιραστούμε κάτι, το καταλαβαίνεις αυτό;» Τον ρώτησε. «Κι εσύ με απορρίπτεις;»
Ο Αλέξης γέλασε. Γυναικεία λόγια ήταν αυτά τώρα; Κάποιου είδους εκβιασμός;
«Μου κάνανε μια πρόταση κάποτε», της είπε. «Κάποιος τύπος που είχε σχέση με εκδοτικές επιχειρήσεις εδώ και στο εξωτερικό. Ήθελαν να με αναλάβουν… να εκδώσουν αυτά που γράφω. Έπρεπε να τον ακούσεις τον τύπο που έστειλαν… όλο υποσχέσεις ήταν».
«Και γιατί είναι κακό αυτό; Αυτό δεν ήταν το όνειρό σου;»
«Μην το θέτεις έτσι. Τα όνειρα άλλες φορές χάνονται, και άλλες απλά αλλάζουν. Στη δική μου περίπτωση είχαν ήδη αλλάξει. Αυτό που λες θα το χαρακτήριζα ως παιδικό όνειρο. Αυτοί μου έδωσαν την ευκαιρία να το κάνω πραγματικότητα, με την προϋπόθεση να μένω ψηλά στις πωλήσεις. Γι’ αυτούς αυτό είναι που μετράει. Δεν τους νοιάζει το πόσο καλός είσαι, τους νοιάζει το πόσο πουλάς, το πόσα χρήματα θα τους φέρεις. Το ζήτημα είναι ότι εγώ κι αυτοί οι τύποι έχουμε ιδεολογικές διαφορές. Πράγματα που μπορεί να ακούγονται γελοία σε μερικούς, για μένα, όμως, έχουν σημασία».
«Τι ακριβώς εννοείς;»
«Ήξερα ότι αν αυτοί οι άνθρωποι αναλάμβαναν την προώθηση θα με έστελναν στην κορυφή. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από προώθηση, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μεγάλη επιτυχία χωρίς προώθηση. Σύμφωνα με τη λογική, έτσι λειτουργούν τα πράγματα, και αν εγώ ακολουθούσα και ερχόταν η επιτυχία, τότε θα είχα καταφέρει πολλά, θα ήμουν άξιος συγγραφέας. Στην πραγματικότητα είμαι η νέα μόδα. Κοίτα τους όλους αυτούς… τα πάντα γίνονται για τα λεφτά. Ξεπεσμός υπάρχει παντού. Θα περάσουν στην αρχή όσα έχω να πω, κι ύστερα θα στερέψω και θ’ αρχίσω να γράφω από υποχρέωση, ακολουθώντας όποια συνταγή θα προτιμήσουν οι μάζες, απλά και μόνο επειδή αν δεν το κάνω, οι ίδιοι που θα με έχουν ανεβάσει, θα με ρίξουν, θα με θάψουν, και δεν θα υπάρχω πια ως συγγραφέας. Αν αυτό δεν είναι ξεπεσμός, τότε τι είναι; Δεν ήθελα ποτέ να γίνω μέρος μιας τέτοιας μηχανής. Κι αυτά που ήθελα ως παιδί, ήταν μόνο απόρροια των ινδαλμάτων που έφτιαχνα μέσα στο μυαλό μου και που προσπαθούσα να ακολουθήσω. Όλη αυτή η προσπάθεια είναι για εμάς ένας αγώνας για να φτάσουμε στην κορυφή και μετά να μείνουμε εκεί. Υπάρχει μια αποδοχή από ένα σύστημα το οποίο κάνει τι ακριβώς; Και με τον καιρό προέκυψε ένα άλλο θέμα, το οποίο ήταν το εξής: Πόση πίστη είχα στην τέχνη μου ώστε να συνεχίσω να την εξασκώ χωρίς να περιμένω τίποτα από κανέναν; Πώς θα μπορούσα να εγκαταλείψω αυτό που έγινα μετά από την υποτιθέμενη επιτυχία ώστε να μετατραπώ σε κάτι το αληθινό και να μην είμαι πια κάτι το πλαστικό;»
«Θα έγραφες, δηλαδή, κυνηγώντας μόνο κάτι που θα σε ικανοποιούσε σε ψυχικό επίπεδο;»
«Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα. Υπάρχει ένα κίνητρο για τον κάθε συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου. Ή ίσως πάνω από ένα. Το πρώτο είναι ότι… πώς να το πω… είναι σαν να μην έχεις επιλογή. Η τέχνη είναι κάτι που βγαίνει από μέσα σου. Το να της πας κόντρα είναι σαν να περιορίζεις τον εαυτό σου, σαν να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου... επομένως δεν έχεις επιλογή, έχεις την ανάγκη να ασκείς την τέχνη σου. Το άλλο κίνητρο είναι ότι το γράψιμο σημαίνει ότι έχεις κάτι να πεις. Θες να πεις πράγματα που δεν θα μπορούσες να εκφράσεις σε κανέναν, με κανέναν άλλο τρόπο. Και πολλές φορές είναι δύσκολο να δεχτείς την ιδέα ότι θες κάποιος να διαβάσει αυτό που έχεις γράψει, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα κομμάτι του εαυτού σου, το οποίο σε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο σε κάνει αυτομάτως ευάλωτο. Αλλά έχεις την ανάγκη να σε ακούσουν. Γι’ αυτό και αμφιβάλλεις όταν γράφεις. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεις την τέχνη σαν περίπατο στο πάρκο. Πολλές φορές είναι δύσκολο να το κάνεις, για πολλούς λόγους… Και αυτό ακριβώς είναι που κάποιες φορές δίνει αξία στο τελικό αποτέλεσμα. Πώς θα μπορούσα, λοιπόν, μέσα σε όλα αυτά να παραμείνω ένας ψεύτικος ήρωας που κάποιοι άνθρωποι θα θαυμάζουν και που στην πραγματικότητα κάποια στιγμή θα τους απογοητεύσω; Πώς να αναλάβω τέτοια ευθύνη απέναντι σε άλλους;»
«Καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά μέσα σε όλα αυτά ακούω και κάτι άλλο».
«Τι;»
«Ότι είσαι δειλός. Όταν πετυχαίνεις τον στόχο σου, όταν νικάς, ας το πούμε έτσι, ίσως να υπάρχει και κάποιο τίμημα. Πρέπει, δηλαδή, να αναλαμβάνεις και τις ευθύνες σου. Εσύ τι κάνεις; Εγκαταλείπεις αυτό που ήθελες από εννιά χρονών απλά και μόνο επειδή φοβάσαι ότι θα απογοητεύσεις κάποιους άλλους; Μάθε να σκέφτεσαι με βάση την αληθινή ζωή, Αλέξη. Ο καθένας θα αναλάβει τις ευθύνες του, κι εκείνοι, αυτοί που φοβάσαι ότι θα σε κατηγορήσουν στο τέλος ότι τους απογοήτευσες, το κοινό σου, δηλαδή, θα αναλάβουν κι εκείνοι τις δικές τους. Ότι δηλαδή δεν έπρεπε να κάνουν το λάθος να βασιστούν στη δουλειά σου».
«Χάνεις το νόημα», της είπε.
«Εσύ χάνεις το νόημα. Φοβάσαι. Για ποιον γράφεις; Για τους άλλους, ή για τον εαυτό σου; Απλά έχεις κολλήσει στην ιδέα ότι είσαι κομμάτι μιας μηχανής, όπως είπες. Αλλά θα ‘πρεπε να το ξέρεις… τα πάντα είναι κομμάτι της μηχανής που λέγεται εμπόριο. Ακόμη και η τέχνη που τόσο αγνά θες να ασκήσεις. Προσαρμόσου στον κόσμο, επιτέλους. Και τότε έτσι ήσουνα, απλά… μάλλον δεν συζητούσες αυτό το θέμα μαζί μου… Κάνω λάθος;»
«Ναι», της είπε. «Και δεν μιλάμε για εμάς τώρα. Μιλάμε για τον λόγο που, κατά τη γνώμη σου, το έβαλα στα πόδια…»
Η Άννα γέλασε.
«Κατά τη γνώμη μου, ε; Εντάξει, όπως θες πες το. Αλλά σκέψου. Πετάς το όνειρό σου μέσα από τα χέρια σου. Και μάλιστα αφού το έκανες πραγματικότητα».
«Μαλακίες. Πάντα πίστευα ότι οι γυναίκες είστε ψυχρές… σκληρές».
«Πρακτικές είμαστε», του είπε. «Και ρεαλίστριες. Και άσε τον μισογυνισμό σου στην άκρη τώρα…»
«Α, τώρα είμαι μισογύνης… ωραία, τι να σου πω. Μαλακίες… Επομένως κατά τη γνώμη σου να συνεχίσω έτσι…»
«Αν το μόνο πρόβλημα που έχεις είναι μια κρίση καλλιτεχνικής ταυτότητας, τότε ναι. Έτσι κι αλλιώς όλοι παλεύουν για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους και να καταφέρουν ακόμη περισσότερα. Βλέπεις κάτι το άδικο σ’ αυτό; Οι άνθρωποι, η κοινωνία, ο κόσμος… υπάρχει ανταγωνισμός».
Ο Αλέξης αναστέναξε.
«Δεν ξέρω…»
Η Άννα άλλαξε θέμα.
«Λέω να πάω τη Μαρία να κοιμηθεί στο δωμάτιο. Θα έρθω σε λίγο».
Ξύπνησε τη μικρή και της είπε ότι θα την πήγαινε στο κρεβάτι. Το κορίτσι αντιστάθηκε λίγο, αλλά τελικά ακολούθησε τη μητέρα του. Ο Αλέξης έμεινε μόνος στη βεράντα, κάτι που σήμαινε ότι υπήρχε ελεύθερο πεδίο για τις σκέψεις του, και εκείνες οι σκέψεις έκαναν στροφές γύρω απ’ την Άννα. Ή ήταν ιδέα του, ή την ήθελε πάλι, όπως τότε. Δεν ήθελε, ωστόσο, να θυμηθεί πώς ήταν τότε, ακριβώς επειδή ήταν πολύ δύσκολο για εκείνον… Ωχ, τι σκεφτόταν τώρα…; Δεν είχε σημασία έτσι κι αλλιώς. Ο τρόπος με τον οποίο η Άννα έβλεπε τα πράγματα κάποιες φορές τον έκανε να βγαίνει απ’ τα ρούχα του. Συγκεκριμένα, τον έκανε να θέλει απ’ το κακό του να ξηλώσει τ’ αρχίδια του και να τα πετάξει στα σκυλιά, αλλά παράλληλα τον έκανε και να την αγαπάει. Τόσο θετική στάση είχε απέναντί της, που τελικά του είχε γίνει πολύ εύκολο να αποδεχτεί τη διαφορετικότητά της. Δηλαδή… τις διαφορές που είχε εκείνη από τον εαυτό του. Τι εγωιστής που πρέπει να ήταν...
Αλλά και πάλι, δεν είχε καμία σημασία. Οι καταστάσεις τους είχαν φέρει και πάλι μαζί, κι εκείνος έπρεπε να σκεφτεί αν θα την πλησίαζε… αλλά δεν τον ένοιαζε στην πραγματικότητα. Παράτα με, απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις, και έμεινε να κοιτάζει τη βροχή και τη νύχτα που έπεφτε με αργούς ρυθμούς. Θα έκανε ό,τι ένιωθε, όποτε το ένιωθε, ακόμη κι αν αυτό είχε αρνητικά αποτελέσματα. Κι εξάλλου, όπως και τότε, παλιά, ίσως να χρειαζόταν να βοηθήσει κι εκείνη λίγο… Αδύναμοι άνθρωποι υπάρχουν… Τι να πει κανείς…;**«Σκοτεινιάζει, και δε μ’ αρέσει καθόλου», είπε ο Θοδωρής.
«Σε λίγο θα φτάσουμε σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, μπορούμε να μείνουμε εκεί», του απάντησε ο Στράτος.
«Όχι απλά μπορούμε, αλλά πρέπει να μείνουμε εκεί. Έτσι και μας πιάσει η νύχτα εδώ πάνω θα πεθάνουμε…»
«Υπερβολές».
Διαφώνησαν για λίγο ακόμα, κι ύστερα σώπασαν. Ο Στράτος παρατήρησε ότι ο Γιώργος είχε επιστρέψει στη συνηθισμένη του κατάσταση. Ήταν σοβαρός και μιλούσε μετά βίας. Απλά περπατούσε δίπλα τους, με τα χέρια κρεμασμένα. Σαν σκιάχτρο έμοιαζε, σκέφτηκε ο Στράτος, και για μια στιγμή τον φαντάστηκε φουσκωμένο με άχυρο. Ένα ζωντανό, σκυθρωπό, σοβαρό σκιάχτρο. Ο Γιώργος. Ίσως, τελικά, το ότι δεν είχε βρει τον Παύλο να τον είχε επηρεάσει αρνητικά, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Τίποτα. Ίσως αν του μιλούσε… Περπάτησε δίπλα του και του είπε:
«Είσαι εντάξει;»
«Ναι», απάντησε ο Γιώργος.
«Δεν άλλαξε και τίποτα, ε; Απλά δεν τον βρήκες. Υπάρχει μια μικρή απογοήτευση, η οποία σε λίγο θα εξαφανιστεί, κι ύστερα όλα καλά. Τι λες;»
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του. Παράξενο είναι μερικές φορές όταν κάποιος προσπαθεί να σε παρηγορήσει. Το να σε κάνει κάποιος να νιώσεις καλύτερα δεν είναι απλά αποτέλεσμα των λέξεων που θα χρησιμοποιήσει. Είναι περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο σε οδηγεί σε ένα δικό σου, ελαφρυντικό συμπέρασμα. Ο Στράτος ήταν πάνω απ’ όλα ανίκανος να κάνει κάτι τέτοιο, και κοίτα τον τώρα… Ο Γιώργος ένιωσε μια μικρή απέχθεια για το πρόσωπό του. Πώς μπορεί να μην καταλαβαίνει; Αναρωτήθηκε. Αλλά πάνω απ’ όλα, δεν κατανοούσε γιατί ήταν και για τον ίδιο τόσο δύσκολο να εξηγήσει αυτό που ένιωθε. Γιατί δεν ήταν απογοήτευση αυτό που ένιωθε, όχι, ήταν κάτι άλλο. Ήταν μελαγχολία. Μια μελαγχολία η οποία είχε πλέον γίνει μόνιμη και δεν έλεγε να φύγει από πάνω του. Ήταν η καθημερινότητά του, ο ίδιος του ο εαυτός.
Ο Στράτος συνέχισε να περπατάει δίπλα στον Γιώργο. Κανείς απ’ τους δυο τους δεν μιλούσε, αλλά σίγουρα σκέφτονταν ο ένας τον άλλον. Ο Στράτος σκεφτόταν κάποιο τρόπο για να βοηθήσει τον φίλο του, ενώ ο Γιώργος έθετε ερωτήματα πάνω σε όλα τα αρνητικά που ένιωθε για τον Στράτο. Τον εκνεύριζε που εκείνος έδειχνε ενδιαφέρον, λες και ο Γιώργος ήταν μικρό παιδί και δεν μπορούσε να κάνει κάτι για τον εαυτό του. Ίσως να μην μπορούσε. Ίσως να μην ήθελε.**Οι τέσσερις τους έφτασαν στο ξενοδοχείο όταν η νύχτα είχε σχεδόν καλύψει τα πάντα. Πέρασαν τις διπλές πόρτες που ο Αλέξης είχε αφήσει ανοιχτές, και περπάτησαν προς τον κήπο, αγνοώντας το υπόστεγο και το αυτοκίνητο από κάτω του. Στον κήπο υπήρχαν μικρές λάμπες γύρω απ’ το πέτρινο μονοπάτι, κι έτσι βρήκαν εύκολα τον δρόμο. Ο Γιάννης περπατούσε μπροστά, και σταμάτησε ακριβώς στα σκαλοπάτια της βεράντας. Σε έναν ξύλινο καναπέ κάθονταν ένας άντρας και μια γυναίκα, και τους κοίταζαν. Έδειχναν ξαφνιασμένοι. Ο Γιάννης τους χαμογέλασε.