Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Η μέρα που πέθανες ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ


1

Η Φανή ξύπνησε για ακόμη μια φορά νωρίς το πρωί. Είχε κοιτάξει απ’ το παράθυρό της, αλλά δεν είχε δει τον Γιώργο να κάθεται στον φράχτη. Είχε χαμογελάσει με μια μικρή δόση απογοήτευσης. Ήξερε ότι δεν θα τον έβλεπε εκεί, αλλά ήθελε μόνο να νιώσει όπως και την πρώτη φορά.
Κάθισε για λίγο μπροστά στον υπολογιστή της, χαζεύοντας τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει τον τελευταίο καιρό. Εντάξει, μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή φωτογράφος. Προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό της να νιώσει καλύτερα με το επιχείρημα ότι μάθαινε ακόμα.
Πήρε την φωτογραφική μηχανή και βγήκε απ’ το δωμάτιο περπατώντας σχεδόν αθόρυβα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τους γονείς της. Κατέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε στο ισόγειο. Ίσως να υπήρχε κάπου εκεί γύρω κάτι καλό να φωτογραφίσει. Έτσι απλά, για να περάσει την ώρα της. Με τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά δεν την ένοιαζε και τόσο. Απλά ήθελε να φτιάχνει όμορφες εικόνες, έτσι, για να τις βλέπει. Ε, εδώ που τα λέμε, δεν έλειπαν και τα όνειρα για μια μικρή έκθεση κάπου, κάποια στιγμή. Αλλά πρώτα έπρεπε να μάθει, και ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις την τέχνη σου είναι να παρατηρείς και να την ασκείς όσο περισσότερο μπορείς.
Είχε σκεφτεί κάποια στιγμή να έβγαζε μια φωτογραφία τον Γιώργο και τους φίλους του, αλλά τόσο μονόχνοτος που ήταν εκείνος, σίγουρα θα είχε αρνηθεί. Δεν είχε σημασία. Ο Γιώργος ήταν μια γνωριμία που είχε έρθει και είχε φύγει. Αν και η Φανή θα ήθελε να είχε μείνει για λίγο ακόμα. Τελικά γέλασε με τη σκέψη ότι όταν θα γυρνούσαν από το μοναστήρι, θα επέστρεφαν στο κτήμα, εφόσον το ξενοδοχείο πιο ψηλά στο βουνό δεν λειτουργούσε ακόμη. Επομένως, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει μέχρι να τους ξαναδεί.
Έβγαλε άλλη μια φωτογραφία, αλλά ούτε κι αυτή της άρεσε. Η διάθεσή της είχε αρχίσει να χαλάει. Βρέθηκε απλά να περπατάει μέσα στο κτήμα, με την κάμερα κρεμασμένη στο λαιμό της και τα χέρια στις τσέπες της. Κούμπωσε το μπουφάν της επειδή είχε αρχίσει να κρυώνει, και φόρεσε την κουκούλα της όταν άρχισε και πάλι το ψιλόβροχο. Κάτι της έλειπε, προφανώς. Έτσι ένιωθε εκείνη, δηλαδή. Ίσως μια καλή παρέα, η παρουσία κάποιου ανθρώπου, ή κάτι τέτοιο. Ο καθένας έχει τη δική του εικόνα για το πώς θα ήθελε να είναι η σχέση του με κάποιον άλλον, κι η Φανή είχε τη δική της. Θα περνούσε μαζί του τις μέρες της στο κτήμα, κοιτώντας τη βροχή, μαθαίνοντας ακόμη περισσότερα για τη φωτογραφία, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να είναι δημιουργική, συζητώντας μαζί του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Την πλήγωνε λίγο που οι γονείς της δεν ήταν μέρος της εικόνας, αλλά τι να κάνεις… Όπως είχε πει κι ο Γιώργος, δεν γίνεται να έχεις την αποδοχή όλων.
Συνέχισε να περπατάει δίπλα στον φράχτη, ώσπου έφτασε στο σημείο που είχε γνωρίσει τον Γιώργο. Σκέφτηκε ότι ο Γιώργος είχε ένα κάποιο δίκιο να βλέπει τα πράγματα όπως τα έβλεπε. Ένιωθε μόνος. Οι άνθρωποι έχουν σε συναισθηματικό επίπεδο ανάγκη ο ένας τον άλλον, και υπάρχουν κι εκείνοι που ψάχνουν –τουλάχιστον μέχρι τον οριστικό συμβιβασμό- τον ιδανικό άνθρωπο, τον άντρα ή τη γυναίκα που όμως ζήτημα είναι το αν υπάρχει. Ψάχνουν να βρουν κάτι να αγαπήσουν, κάτι που θα τους αποδεχτεί χωρίς να έχει τίποτα να κερδίσει. Η Φανή καταλάβαινε. Ο Γιώργος έβλεπε τι θα ακολουθούσε. Έπρεπε να γίνει αυτό που μισούσε προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει, και δεν ήθελε να συμβιβαστεί έτσι απλά. Δεν ήθελε να γίνει σαν αυτούς που μέσω της απογοήτευσής τους καταδίκαζαν τα όνειρά τους. Κι ύστερα άρχιζαν οι φιλοσοφίες για τη ζωή, σχετικά με το πώς έχουν τα πράγματα, το τι πρέπει να κάνουμε, και το ότι αυτό που θες στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία. Αν αυτό δεν λέγεται αποτυχία, τότε πώς λέγεται; Πίστευε ότι αυτά είναι απλά θεωρίες που κάνουν έναν άνθρωπο που νιώθει αποτυχημένος να νιώσει καλύτερα. Η Φανή καταλάβαινε ότι αν ο Γιώργος σκεφτόταν έτσι, τότε για εκείνον σήμαινε ότι αυτόματα τοποθετούσε τον εαυτό του κάπου ανάμεσα στις μετριότητες, και ένιωθε ότι μπορούσε σε ένα βαθμό να τον καταλάβει, να τον ψυχολογήσει. Ο Γιώργος ήθελε να ζήσει, και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ την απογοήτευση που έστρεφε εναντίον του εαυτού του, είχε αγάπη μέσα του. Και αν κατάφερνε να τον κάνει να την εκφράσει, τότε θα τον είχε, πλέον, θεραπεύσει, θα τον έκανε να ελπίζει και να πιστεύει. Να ζει.

2


Ο Αλέξης κατέβηκε στην κουζίνα για να φτιάξει έναν καφέ. Κι ενώ τον έφτιαχνε, ο Γιάννης μπήκε μέσα.
«Καλημέρα», είπε στον Αλέξη.
«Καλημέρα», του είπε κι εκείνος. «Κοιμούνται οι φίλοι σου;»
«Μάλλον. Δεν είδα κανέναν τους ακόμα. Από χθες το βράδυ εννοώ. Ήθελα να σε ευχαριστήσω που μας άφησες να μείνουμε εδώ για λίγο. Μάλλον σήμερα θα φύγουμε μόλις σταματήσει η βροχή».
«Όπως νομίζετε», του είπε. «Πάντως… μια και γνωριστήκαμε, ίσως να θέλατε να μείνετε λίγο ακόμα. Εγώ κι η Άννα είμαστε μόνοι μας εδώ πέρα, δεν έχουμε παρέα».
«Δεν ξέρω… μήπως να το συζητήσω και με τους άλλους… Σίγουρα δεν θα ενοχλήσουμε;»
«Ναι», του έγνεψε.
«Εντάξει, μην ανησυχείς… θα το συζητήσω και με τους άλλους, και θα δούμε…»
Ο Αλέξης του έγνεψε, και μετά άλλαξε θέμα.
«Τελικά δεν βρήκατε τον φίλο σας, ε;»
«Ποιον;»
«Αυτόν που αναφέρατε χθες. Πώς τον έλεγαν; Παύλο;»
«Α, ναι… Όχι δεν τον βρήκαμε. Δεν ήταν ακριβώς φίλος μας. Φίλος του Γιώργου ήταν, όχι δικός μας. Αλλά πες μου κάτι… εσύ και η Άννα… γιατί ήρθατε εδώ;»
«Ίσως να θέλαμε να ξεσκάσουμε λίγο», του είπε ο Αλέξης. 
«Είστε ζευγάρι;»
«Πολλά ρωτάς», του είπε.
«Συγνώμη. Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος».
«Θες καφέ;»
«Ναι, θα ήθελα λίγο…»**Ο Αλέξης βγήκε στη βεράντα και κάθισε στον ξύλινο καναπέ. Ο Γιάννης τον είχε ρωτήσει πριν λίγο αν ήθελε να του κάνει παρέα, κι ο Αλέξης είχε δεχτεί. Έτσι, κάθισαν μαζί.
«Είναι αλήθεια ότι είσαι συγγραφέας;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Νομίζω πως ναι».
«Μας έχει μιλήσει ο Γιώργος για σένα. Λέει ότι είσαι καλός…»
«Κάνω ό,τι μπορώ…»
«Πώς είναι όταν γράφεις; Πώς νιώθεις; Έχει κάτι το ιδιαίτερο;»
«Δεν είμαι σίγουρος… ή μάλλον ναι, θα έλεγα ότι έχει. Το ζήτημα με την τέχνη, ξέρεις… είναι ότι έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους. Ή μάλλον εκείνοι έρχονται σε επαφή μαζί σου, όταν νιώθουν αυτό που εκφράζεις».
Είναι, βασικά, σαν να ανοίγεις την καρδιά σου σε κάποιον. Στην ουσία ζητάς δύο πράγματα. Το ένα είναι η συγχώρεση. Το άλλο η αποδοχή. Αν κάποιος κερδίσει κάτι από τη δουλειά σου, τότε ίσως να θελήσει να σου δώσει κάτι από αυτά τα δύο. Αλλά αυτό είναι πάντα υποκειμενικό θέμα. Ό,τι κι αν σου δώσει αυτός που δέχεται την τέχνη, ο δέκτης, δεν σου το δίνει σκόπιμα. Η ουσία είναι αυτό που νιώθεις εσύ μέσω της μετάδοσης της τέχνης. Είναι κάτι που στην πραγματικότητα αφορά μόνο εσένα. Από την άλλη, η ίδια η τέχνη, όταν εκλαμβάνεται από τον δέκτη, αφορά μόνο εκείνον, πάντα σε σχέση με τον εαυτό του, όχι με τον καλλιτέχνη.
Ο άνθρωπος, όμως, αλλάζει. Επομένως ποιο θα ήταν ένα άριστο έργο τέχνης; Αυτό είναι σχετικό. Ο Αλέξης θεωρούσε καλό ένα έργο τέχνης όταν είχε να δώσει κάτι στον δέκτη, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Σκέψεις; Συναισθήματα, ίσως; Ακόμη, θεωρούσε ένα έργο τέχνης πολύ καλό, ίσως και άριστο, όταν το νόημά του μεταβάλλεται ανάλογα με το πώς μεταβάλλεται ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα και η σκέψη του δέκτη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όσο ο άνθρωπος αλλάζει, το ίδιο έργο τέχνης θα έχει να του δώσει κάτι άλλο σύμφωνα με την αλλαγή του. Το έργο τέχνης θα μεταβάλλεται παράλληλα με τον δέκτη, κι έτσι αποκτά κάθε φορά καινούρια αξία, ξανά από την αρχή.
Το εξήγησε στον Γιάννη, ο οποίος τον κοίταξε απορημένος, κι ύστερα του είπε ότι αν κατάφερνε μια μέρα να γράψει ένα τέτοιο κείμενο, τότε θα αναγνώριζε τον εαυτό του ως καλλιτέχνη. Μέχρι τότε, όμως, μπορούσε να αμφιβάλλει όσο ήθελε.
«Τι ώρα ξυπνάνε οι φίλοι σου;»
«Δεν ξέρω. Ο Γιώργος ξυπνάει νωρίς, πάντως.
Πέρασαν λίγη ώρα χωρίς να μιλήσουν.**Η Άννα άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα παρέα με τη Μαρία. Η μικρή είχε κοιμηθεί νωρίς την προηγούμενη νύχτα και είχε ξυπνήσει νωρίς, και τώρα είχε κάνει τη μάνα της να φτύσει αίμα. Τραγουδούσε, χοροπηδούσε, γελούσε, και έκανε διάφορα άλλα. Τώρα ζητούσε από την Άννα να της δώσει να πιει καφέ, κάτι που δεν επρόκειτο να συμβεί.
Κατέβηκαν στην κουζίνα. Η Άννα έβαλε χυμό για τη μικρή και καφέ για τον εαυτό της. Είχε δει τον Αλέξη και τον Γιάννη που κάθονταν στη βεράντα, αλλά δεν τους είχε μιλήσει. Ήθελε πρώτα να νιώσει ότι είχε ξυπνήσει, ότι δεν κοιμόταν όρθια ακόμα.
«Έλα», είπε στη Μαρία, «πάμε έξω».
Βγήκαν στη βεράντα και κάθισαν για λίγο με τον Αλέξη και τον Γιάννη. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, αλλά τώρα δεν ήταν δυνατή, δεν ήταν όπως το προηγούμενο βράδυ. Οι σταγόνες έμοιαζαν να πέφτουν αργά και ήρεμα, σχεδόν αθόρυβα.
«Δεν ήξερα ότι έχετε και παιδιά μαζί σας», είπε ο Γιάννης.
«Η κόρη μου είναι», είπε η Άννα. «Τη λένε Μαρία».
Ο Γιάννης χαιρέτησε τη Μαρία και συστήθηκε. Εκείνη είπε το όνομά της και χαμογέλασε. Ύστερα πλησίασε τη μητέρα της.
«Θα μείνετε πολύ εδώ;» Ρώτησε η Άννα.
«Αν ενοχλούμε… θα φύγουμε αμέσως μόλις μπορέσουμε…»
«Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Εμένα δεν με ενοχλείτε…»
«Κάναμε μια συζήτηση πριν με τον Αλέξη, και είπε ότι αν θέλουμε μπορούμε να μείνουμε. Εγώ, προσωπικά, έχω κάποιες μέρες ακόμη άδεια, και εδώ πάνω είναι ωραία. Είναι ήρεμα… Δεν το συζήτησα ακόμη με τους άλλους…»
«Εμείς δεν έχουμε κάτι να κάνουμε εδώ πέρα», είπε η Άννα. «Απλά… ας πούμε ότι πρόκειται για διακοπές…»
«Διαλέξατε όμορφο μέρος για διακοπές. Κι έχετε ένα ολόκληρο ξενοδοχείο δικό σας…» Ο Γιάννης ήξερε ότι κάτι δεν ήταν και πολύ σωστό σε όλα αυτά. Σύμφωνα με όσα τους είχαν πει χθες, ένας φίλος τους είχε δώσει το κλειδί για να μείνουν στο ξενοδοχείο του. Κι αυτοί είχαν ανέβει εδώ πάνω οι δυο τους… Γιατί; Ποιος θέλει να μείνει μόνος του σε ένα άδειο ξενοδοχείο, πάνω σε ένα άδειο βουνό; Προφανώς κανείς. Ούτε καν αυτοί οι δύο, ο Αλέξης και η Άννα, εφόσον είχαν έρθει σε επαφή με τέσσερις άγνωστους, και τώρα θα έμεναν μαζί τους στον ίδιο χώρο. Είχε αρχίσει να γίνεται καχύποπτος μαζί τους.
«Τα είπαμε αυτά…» είπε ο Αλέξης. «Ένας από τους ιδιοκτήτες είναι φίλος μου…»
Η συζήτηση συνεχίστηκε, ενώ η Μαρία περπατούσε πάνω κάτω στη βεράντα. Βγήκε για λίγο στη βροχή, αλλά η Άννα δεν της είπε τίποτα, όσο κι αν το ήθελε.
Κι ύστερα η μικρή επέστρεψε, και είπε στην Άννα ότι θα πήγαινε στο σαλόνι να δει τηλεόραση. Μπήκε μέσα, αλλά δεν πήγε στο σαλόνι. Πλησίασε τη σκάλα, αλλά δεν ανέβηκε πάνω, κατέβηκε κάτω, προς το υπόγειο. Αν ήταν υπόγειο αυτό που βρισκόταν εκεί. Η Μαρία είχε μάθει ότι τα υπόγεια είναι σκοτεινά και τρομακτικά, και ενίοτε μέσα στην υγρασία και τη μούχλα. Δεν είχαν φαρδιές σκάλες όπως εκείνη που μόλις είχε κατέβει, ούτε μοκέτες στο πάτωμα, στον διάδρομο. Είχαν, όμως, λιγοστό φως, όπως ο διάδρομος που είχε τώρα μπροστά της.
Περπάτησε στην ευθεία ανάμεσα στις ξύλινες πόρτες. Δοκίμασε να ανοίξει κάποιες από αυτές, αλλά καμιά δεν άνοιξε, ήταν όλες κλειδωμένες. Της άρεσε η ιδέα της εξερεύνησης. Τι θα μπορούσε να κρύβεται σ’ εκείνα τα σκοτεινά δωμάτια; Την τρόμαζε λίγο, και αυτό ήταν που είχε διεγείρει την περιέργειά της. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου, όπου υπήρχε ένα μικρό παράθυρο ψηλά, κοντά στο ταβάνι. Δεν το έφτανε. Δοκίμασε την πόρτα στα δεξιά της, κι εκείνη άνοιξε.
Ήταν μια αποθήκη. Είχε μεταλλικά ράφια με διάφορες κούτες πάνω. Είχε εργαλεία, καλώδια, σφουγγαρίστρες, σκούπες… ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Το παράξενο ήταν ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχε, επίσης, καπνός. Τσιγάρο. Κάποιος κάπνιζε. Η Μαρία ανάμεσα από τα πράγματα στο μεσαίο ράφι, διέκρινε έναν άνθρωπο. Κάποιος στεκόταν από την άλλη μεριά.
Πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε ανάμεσα από τις κούτες. Ήταν ένας άντρας. Είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, μαύρα, και φορούσε γυαλιά. Έδειχνε σκεπτικός. Κάπνιζε ένα τσιγάρο, και έμοιαζε να είναι θλιμμένος. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε ανάμεσα από τα κιβώτια.
«Γεια σου», της είπε. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Έλα, πλησίασε. Έλα να σε δω…»
Η Μαρία έκανε τον γύρο των ραφιών περπατώντας αργά, σφίγγοντας με τα μικρά χέρια της το παντελόνι της. Στάθηκε στην άκρη και τον κοίταξε με ύφος σοβαρό, ίσως ντροπαλό. Ίσως τρομαγμένο.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησε εκείνος.
«Μαρία», του είπε.
«Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Εξερευνούσα το υπόγειο».
«Ναι… νομίζω ότι κι εγώ κάτι τέτοιο έκανα. Δεν φοβάσαι ποτέ; Τα ξενοδοχεία μπορούν να είναι τρομακτικά μέσα στην ησυχία τους. Είναι σαν να χάνεσαι μέσα τους, να μην ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει…»
«Εσάς πώς σας λένε;»
«Γιώργο», της είπε.
«Και τί κάνετε εδώ; Ήρθατε μαζί με κάποιους που ήρθαν χθες; Μου είπε η μαμά μου ότι κάποιοι ήρθαν χθες…»
«Ναι, μ’ εκείνους ήρθα. Η Άννα είναι η μαμά σου;»
Η Μαρία έγνεψε καταφατικά.
«Παράξενο μου φαίνεται. Δεν θα περίμενα να έχει κόρη… Θες να φύγουμε από ‘δω;»
Η μικρή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν μιλάς πολύ», της είπε. «Μ’ αρέσει αυτό».
Σηκώθηκε και της είπε να έρθει μαζί του.
«Έλα, ας επιστρέψουμε στον κόσμο. Εδώ κάτω δεν είναι μέρος για ένα παιδί».
Βγήκαν στον διάδρομο και περπάτησαν μαζί προς τη σκάλα.**Το απόγευμα ο Γιώργος μπήκε στην κουζίνα και είδε τον Θοδωρή να κάθεται στο μεταλλικό τραπέζι. Είχε μπροστά του λίγο ψωμί και ένα πιάτο. Τον ρώτησε τι έκανε κι εκείνος του είπε ότι είχε βρει κάτι να φάει… μια κονσέρβα. 
«Ναι», είπε ο Γιώργος, «κι εγώ κάτι να φάω έψαχνα». Άνοιξε μερικά ντουλάπια και βρήκε κι εκείνος τις κονσέρβες.
«Μόνο μην πάρεις κονσέρβα σολομού», του είπε ο Θοδωρής. «Βρωμάει σαν άπλυτη πούτσα».
Ο Γιώργος γέλασε κι ύστερα τον ρώτησε:
«Είσαι σίγουρος ότι έφαγες σολομό κι όχι άπλυτη πούτσα;»
«Άντε γαμήσου».
Κάθισε απέναντι απ’ τον Θοδωρή και άνοιξε μια κονσέρβα και έκανε όλα τα σχετικά και άρχισε να τρώει.
«Είδες κανέναν άλλον;» Ρώτησε ο Θοδωρής.
«Όχι», του είπε ο Γιώργος. «Πρέπει να κοιμούνται».
«Παράξενοι άνθρωποι αυτοί οι δύο, ε; Ο Αλέξης και η Άννα…»
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω. Το κέφι τους κάνουν. Το σίγουρο είναι ότι μένουν σε διαφορετικά δωμάτια, άρα μάλλον δεν είναι μαζί».
«Ωραία γκόμενα αυτή η Άννα, ε;» Το ύφος του Θοδωρή ήταν το ύφος του ένοχου.
Ο Γιώργος ανασήκωσε για άλλη μια φορά τους ώμους του. Ε, ήταν περιττό να μιλήσει. Κατά βάθος συμφωνούσε.
«Εμένα μ’ αρέσει η μικρή», είπε τελικά.
«Τι εννοείς;»
«Ήρθε και με βρήκε κάτω, στο υπόγειο. Πλάκα είχε. Νομίζω ότι την τρόμαξα λίγο».
«Δεν γίνεται να συζητάμε για το πόσο ωραία γκόμενα είναι η Άννα, κι εσύ να μου λες ότι σ’ αρέσει η μικρή».
«Είσαι τούβλο», του είπε ο Γιώργος. Και μετά: «Δίκιο έχεις. Σαν πούτσα βρωμάει ο σολομός».**Ήταν βράδυ, και το τέλος της πρώτης μέρας στο ξενοδοχείο. Τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα, κι όλα έδειχναν εντάξει, μέχρι που ένας καυγάς ξεκίνησε στο σαλόνι. Πήγαν όλοι να δουν τι συνέβαινε, και είδαν τον Στράτο να μαλώνει με τον Θοδωρή. Βρίσκονταν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον και όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα πιάνονταν στα χέρια, αλλά ο Γιάννης και ο Αλέξης χώθηκαν ανάμεσα για να τους χωρίσουν. Δεν δόθηκε έκταση στο θέμα.
Η Άννα περπάτησε προς τα παράθυρα και κοίταξε έξω. Ο Γιώργος καθόταν στα σκαλοπάτια της βεράντας με τη Μαρία και συζητούσαν. Της φάνηκε παράξενο, και έγινε και λίγο καχύποπτη για να πω την αλήθεια, γι’ αυτό και βγήκε να καθίσει μαζί τους.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;» Ρώτησε.
«Συζητάμε», είπε η μικρή.
Η Άννα κοίταξε τον Γιώργο.
«Την άκουσες», της είπε εκείνος, «συζητάμε».
«Και τι λέτε;» Επέμεινε η Άννα.
«Ο Γιώργος ξέρει πράγματα για τα αστέρια», είπε η μικρή.
«Ξέρει τους αστερισμούς;»
«Όχι, όχι», είπε εκείνος. «Ξέρει απλά πέντε πράγματα… έτσι απλά…»
«Γιατί δε μας λέει;» Η Άννα κάθισε δίπλα στη Μαρία και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Τι να σας πει;» Ρώτησε ο Γιώργος. «Δεν ξέρει αρκετά…»
«Εμένα», είπε η Μαρία, «μου είπε ότι αυτά τα αστέρια που φαίνονται σ’ εκείνο το σημείο ανάμεσα στα σύννεφα υπήρχαν πριν από πολύ καιρό, και ότι αυτό που βλέπουμε εμείς τώρα ανήκει ήδη στο παρελθόν».
Η Άννα κι ο Γιώργος γέλασαν. Μετά ο Γιώργος είπε:
«Και αυτό είναι ό,τι ο Γιώργος ξέρει για τα αστέρια».
«Πόσων χρονών είσαι, Γιώργο;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Είκοσι τεσσάρων», της είπε. «Μικρός είμαι ακόμα, ε;»
«Όχι και τόσο. Πώς τα πας με το πανεπιστήμιο;»
Ο Γιώργος άναψε ένα τσιγάρο.
«Όχι και τόσο καλά. Βαριέμαι να κάνω ό,τι χρειάζεται για να περνάω τα μαθήματα. Μ’ αρέσει, όμως, το διάβασμα. Μ’ αρέσει να διαβάζω βιβλία».
«Διαβάζεις ό,τι πέσει στα χέρια σου, δηλαδή».
«Περίπου. Διαβάζω ακόμη και κείμενα με τα οποία ίσως να διαφωνώ κάθετα. Μ’ αρέσει να γνωρίζω απόψεις. Μ’ αρέσει η φιλοσοφία».
Η Μαρία ρώτησε τη μητέρα της τι είναι η φιλοσοφία, κι εκείνη κοίταξε τον Γιώργο, αλλά αυτός της έγνεψε με έναν τρόπο που έλεγε ότι δεν είχε απάντηση. Της είπε, μόνο, ότι κατά τη γνώμη του ήταν τα πάντα.
«Δηλαδή;» Ρώτησε η Μαρία.
«Είναι κάτι», είπε ο Γιώργος, «που σχετίζεται με κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Βοηθάει το μυαλό σου να ανοίξει, να μάθει, να σκεφτεί, και να κρίνει».
Η Άννα του χαμογέλασε.
«Είσαι καλός με τα παιδιά, ε;» Τον ρώτησε.
«Δεν… ξέρω… Μ’ αρέσει όταν ρωτάνε πράγματα. Μ’ αρέσει να τους δίνω απαντήσεις».
Σώπασαν, και μετά ο Γιώργος ρώτησε την Άννα σχετικά με τον Αλέξη.
«Τι θες να μάθεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Είστε μαζί;»
«Γιώργο…» είπε εκείνη «…είναι λίγο προσωπική η ερώτησή σου…»
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να μου πεις».
«Ξέρω τον Αλέξη εδώ και πολλά χρόνια. Ήμασταν μαζί παλιότερα».
«Είναι δική του η Μαρία;»
«Όχι», είπε η Άννα. «Γιατί τόσες ερωτήσεις γι’ αυτόν;»
«Σας είδα στο μοτέλ, και αμέσως τον αναγνώρισα. Έχω διαβάσει τα βιβλία του, και κάποια από τα διηγήματά του. Ξέρεις… αυτή η αναφορά στα απλά, στα καθημερινά πράγματα, στα οποία κανείς δεν δίνει σημασία, που είναι, όμως, τόσο σημαντικά για το καθετί. Ο Αλέξης είναι ένας καλός συγγραφέας κατά τη γνώμη μου».
«Είχαμε χρόνια να βρεθούμε με τον Αλέξη», είπε η Άννα. «Βρεθήκαμε τυχαία σ’ εκείνο το μοτέλ, και καταλήξαμε εδώ. Δεν ξέρω πολλά για τη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια».
Ο Γιώργος έγνεψε, και η Άννα ένιωσε παράξενα. Στην πραγματικότητα ο Γιώργος δεν γνώριζε καν τον Αλέξη, απλά ήθελε να επιβεβαιώσει όσα πίστευε για εκείνον.
«Γιατί, όμως, δείχνεις τόσο ενδιαφέρον;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Ίσως τα κείμενά του να με έκαναν να τον συμπαθήσω».
Του χαμογέλασε.
«Θες να τον γνωρίσεις, ε;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω…»
«Θες να του πω τίποτα;»
Ο Γιώργος έγνεψε αρνητικά.
«Μάλλον όχι, άσε… τίποτα».
«Σίγουρα;»
«Ναι, Άννα», της είπε.
«Εντάξει, όπως θέλεις».
«Πολύ ήσυχη είναι η μικρή», είπε ο Γιώργος, και η Μαρία χαμογέλασε.

3


Τα άστρα που φαίνονταν το προηγούμενο βράδυ στον ουρανό τώρα είχαν χαθεί. Η Φανή είχε κοιμηθεί μόνο τρεις ώρες το βράδυ. Δεν ήξερε γιατί, αλλά το μυαλό της ήταν στον Γιώργο και στους φίλους του.
Κάποιος άλλος ίσως να μην έδειχνε ενδιαφέρον σ’ εκείνους τους τέσσερις από τη στιγμή που θα έφευγαν απ’ το κτήμα. Από τη στιγμή, δηλαδή, που θα τον είχαν πληρώσει για τη διαμονή τους σ’ αυτό. Η Φανή, όμως, το έβλεπε διαφορετικά. Την ένοιαζε. 
Σε λίγο κατέβηκε από νωρίς στο ισόγειο και κάθισε στο σαλόνι. Στην αρχή δεν πρόσεξε το φως στην κουζίνα, αλλά όταν το είδε πλησίασε για να δει ποιος ήταν ξύπνιος. Ήταν η μητέρα της.
«Καλημέρα, μαμά», της είπε.
«Γεια σου, κορίτσι μου. Έλα, κάτσε».
Η Φανή κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, πλάι στη μητέρα της.
«Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;» Την ρώτησε.
«Δεν είχα ύπνο, και είπα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι για να μην ξυπνήσω τον πατέρα σου».
«Είχαμε τίποτα νέα από εκείνους τους τέσσερις;»
«Τι νέα;» Ρώτησε η μητέρα της. «Έφυγαν, πήγαν στο μοναστήρι».
«Ναι, ρε μάνα, αλλά το μοναστήρι είναι κλειστό. Λογικά θα επιστρέψουν. Αλλιώς τί θα κάνουν μέσα στη βροχή;»
«Δεν ξέρω… Παράξενα πράγματα. Δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και πολύ από τότε που ήρθες, όμως… Πώς ήταν στην Πελοπόννησο;»
«Ήταν ήσυχα. Και όμορφα», της είπε η Φανή. «Η θεία με βοήθησε πάρα πολύ».
«Έκανες καινούριους φίλους εκεί;»
«Δεν ξέρω… δεν θα το έλεγα. Εντάξει, γνώρισα κάποιους ανθρώπους, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο δεν προέκυψε. Δεν ήμουν και πολύ πρόθυμη έτσι κι αλλιώς να κάνω φίλους. Με απασχολούσαν άλλα πράγματα. Δούλευα, πάντως, και σκοπεύω να χρησιμοποιήσω τα λεφτά για να αγοράσω κάποια πράγματα…»
«Τι πράγματα;»
«Ό,τι χρειάζεται κανείς για να τραβήξει καλές φωτογραφίες. Θέλω να μάθω κάποια πράγματα, να μπορώ να φτιάξω ωραίες εικόνες…»
Η Ελένη, η μητέρα της, μόρφασε.
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι θα έκανες αν δεν είχαμε το κτήμα. Και τώρα που άνοιξε το ξενοδοχείο εδώ πιο πάνω, δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει κι αυτό…»
Η Φανή δεν αφιέρωσε χρόνο στο να εκνευριστεί. Ίσως η μητέρα της να είχε ένα μικρό δίκιο, αλλά η κατάσταση είχε κάπως έτσι: Η Φανή μιλούσε για κάτι που την έκανε ευτυχισμένη, ενώ η Ελένη της έκανε επίθεση, προφανώς θεωρώντας ασήμαντο και ανόητο αυτό που επιθυμούσε η κόρη της.
«Όλα θα πάνε καλά», είπε η Φανή. Δεν ήθελε να μπει σε μια τέτοια συζήτηση τώρα. Κάποιος της είχε πει μια φορά ότι όφειλε να πάει και να σπουδάσει απλά και μόνο για να κάνει τον πατέρα της περήφανο. Εκείνη του είχε πει ότι δεν χρωστούσε τίποτα τέτοιο σε κανέναν. Όφειλε, του είχε πει του τύπου, να κάνει τον εαυτό της ευτυχισμένο. Και της άρεσε η ιδέα ότι θα κρατούσε το κτήμα. Ένιωθε ότι της έδινε ελευθερία ένας τέτοιος χώρος πάνω στο βουνό. Ο πατέρας της, βέβαια, διαφωνούσε. Ξέρεις τι δουλειά θέλει; Την είχε ρωτήσει. Θα δουλέψω όσο χρειάζεται, είχε πει εκείνη. Κι εκείνος μετά συνέχισε να είναι αρνητικός απέναντί της, αμφισβητώντας την. Λες και αν έκανε κάτι άλλο δεν θα χρειαζόταν δουλειά, δεν θα χρειαζόταν ικανότητες για να τα βγάλει πέρα. Γάμησέ το, είχε σκεφτεί η Φανή. Πολύ φοβάμαι ότι αυτά που θέλουν από μένα έχουν να κάνουν περισσότερο με τους εαυτούς τους, παρά με εμένα την ίδια. Κι αυτό δεν είναι δουλειά μου να το λύσω, ας βγάλουν άκρη μόνοι τους.
Οι σχέσεις τους είχαν αρχίσει να γίνονται κομμάτια. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είχε κάνει τη Φανή καχύποπτη μαζί τους, τίποτα δεν ίσχυε, πια, όπως το ήξερε. Είχε φτάσει σε σημείο να σκέφτεται ότι ο πατέρας της θα της στερούσε το κτήμα απλά και μόνο για να της κάνει κακό, βάσει εκείνων των δικών του λόγων που σας προανέφερα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εύθραυστες, καταστρέφονται εύκολα όταν κάποιος δεν εμπιστεύεται τον άλλον. Πόσο μάλλον όταν οι γονείς δεν εμπιστεύονται το παιδί τους. Γι’ αυτό και η Φανή είχε πάει στην Πελοπόννησο, στην άλλη άκρη της χώρας, να μείνει στη θεία της και να δουλέψει εκεί βγάζοντας κάποια χρήματα για τον εαυτό της, μέχρι να σκεφτεί τι θα έκανε.
Ε, δεν είχε βγάλει και τρομερά συμπεράσματα εκεί πέρα. Η θεία της είχε σταθεί κοντά της, βέβαια, την είχε υποστηρίξει, και της είχε πει ότι αν ήθελε να αναλάβει το κτήμα και τα άλογα, τότε αυτό να έκανε, και αν φυσικά της έβγαινε σε κακό, τότε θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες και να αναλάβεις τις ευθύνες της. Η Φανή της είχε χαμογελάσει, την είχε αγκαλιάσει, και μετά την είχε φιλήσει στο μάγουλο.
Μετά από κάποιο καιρό αποφάσισε να επιστρέψει για λίγο κοντά στους γονείς της, έχοντας αυτή τη φορά κάποια δικά της χρήματα στην άκρη, γνωρίζοντας για ποιο σκοπό ήθελε να τα χρησιμοποιήσει. Για τη φωτογραφία, φυσικά. Είχε, βέβαια, επιστρέψει με μια αμυδρή, κρυφή ελπίδα ότι οι γονείς της θα την είχαν επιθυμήσει, αλλά ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, εκείνοι δεν το έδειξαν, κι αν το έδειξαν, η Φανή δεν το κατάλαβε.
«Ναι», συμφώνησε η Ελένη. «Κι εγώ ελπίζω όλα να πάνε καλά…»
«Σκέφτομαι να πάω με το ξημέρωμα στο ξενοδοχείο, να δω μήπως έχουν μείνει κάπου εκεί, αν και δεν λειτουργεί ακόμα…»
Η μητέρα της σηκώθηκε από το τραπέζι για να πιει ένα ποτήρι νερό.
«Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ;»
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Έτσι, απλά. Δεν θέλω να έχουν πάθει κάτι…»
«Κανείς δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο», είπε η Ελένη, κι ύστερα συνέχισε με ένα μικρό λογύδριο σχετικά με το πόσο παράξενο ήταν το ενδιαφέρον της κόρης της για εκείνους τους τέσσερις νέους, και συνέχισε να λέει κι άλλα τέτοια, μέχρι που η Φανή την διέκοψε και της είπε:
«Θα ήθελα να έχω φίλους».
Η Ελένη σταμάτησε να μιλάει και την κοίταξε.
«Θα ήθελα να έχω ανθρώπους κοντά μου, να νοιάζομαι για εκείνους. Γιατί να είναι τόσο παράξενο το ότι θέλω και οι τέσσερις τους να είναι καλά; Γιατί να είναι τόσο παράξενο ότι θέλω να τους γνωρίσω;»
Η Ελένη δεν απάντησε.
«Και γιατί να μην απαντάς σ’ αυτά τα δύο απλά ερωτήματα; Μπορείς να μου πεις;» Συνέχισε η Φανή. «Είστε όλοι τόσο πεζοί άνθρωποι… Είστε απογοητευτικοί», είπε στη μητέρα της, κι εκείνη έμεινε απορημένη, και με μια δόση θυμού για την υποτίμηση που μόλις της είχε δείξει η κόρη της. «Εγώ θα πάω να τους βρω. Εσύ κι ο μπαμπάς μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε. Λες και με νοιάζει. Έχουν πάψει να με ενδιαφέρουν εδώ και χρόνια αυτά που λέτε».
Σηκώθηκε από το τραπέζι, βγήκε απ’ την κουζίνα, και ανέβηκε την σκάλα για τον πάνω όροφο. Κάθισε για λίγο στο δωμάτιό της, και για μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να ξαπλώσει, αλλά δεν το έκανε. Χάζεψε στο λάπτοπ της κάποιες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς δεν της άρεσε (κατέληξε ότι τίποτα δεν της άρεσε), και μετά φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε έξω, ακριβώς όταν είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έκανε όπισθεν, βγήκε στον δρόμο και οδήγησε προς το σημείο που θα έστριβε για να ανέβει στο ξενοδοχείο.**«Αλέξη;»
«Ναι, Άννα».
«Το ξενοδοχείο δεν έχει όνομα;»
«Δεν ξέρω».
Η Άννα έγνεψε. Κάθονταν οι δυο τους στο σαλόνι, τη στιγμή που οι υπόλοιποι ήταν στα δωμάτιά τους. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και τράβηξε την προσοχή της. Κοίταξαν προς τα παράθυρα και είδαν μια νεαρή κοπέλα να κοιτάζει μέσα.
«Γιατί δεν κλείνεις τις πόρτες της εισόδου;» Ρώτησε η Άννα τον Αλέξη.
Εκείνος σηκώθηκε και περπάτησε για να ανοίξει.
«Ποιος ξέρει…» της απάντησε. «Ίσως να θέλω να έρχονται άνθρωποι…»
Ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα και κοίταξε την κοπέλα που στεκόταν στη βεράντα.
«Γεια σου», της είπε. «Το ξενοδοχείο δεν λειτουργεί…»
«Ναι», του είπε εκείνη, «το ξέρω. Είστε ο ιδιοκτήτης;»
«Όχι. Έλα, πέρασε μέσα».
Περπάτησαν μαζί στο σαλόνι. Η Άννα σηκώθηκε από τον καναπέ και έδωσε το χέρι της στη Φανή. Συστήθηκαν και κάθισαν στο σαλόνι.
«Ξέρετε… με συγχωρείτε που ενοχλώ, αλλά ψάχνω κάποιους γνωστούς μου. Ήθελαν να ανέβουν στο μοναστήρι, πιο πάνω στο βουνό. Μήπως τους είδατε;»
«Νομίζω ότι ξέρω για ποιους μιλάς», είπε ο Αλέξης. «Αναφέρεσαι σε τέσσερα άτομα, έτσι δεν είναι;»
Την ρώτησε και τα ονόματά τους, κι εκείνη του τα είπε.    
«Εδώ είναι οι φίλοι σου, αλλά τώρα είναι πάνω, στα δωμάτια. Μου ζήτησαν να μείνουν εδώ μέχρι να περάσει η βροχή. Εσύ από πού έρχεσαι;»
«Ο πατέρας μου έχει το κτήμα με τα άλογα…»
«Α, ναι. Είδαμε μια πινακίδα όταν ανεβαίναμε».
«Πάντως… δεν είναι ακριβώς φίλοι μου, θα ‘πρεπε να ξέρετε… Απλά γνωστοί μου, και ήθελα να σιγουρευτώ ότι είναι καλά, μιας και ο καιρός δεν λέει να ηρεμήσει».
«Περίμενε, αν θες. Σε λίγο θα κατέβουν, μάλλον. Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς…»
Πέρασαν λίγη ώρα μαζί απλά συζητώντας οι τρεις τους. Ο Αλέξης και η Άννα ήταν προσεκτικοί με τις πληροφορίες που έδιναν, ενώ η Φανή έμοιαζε να ανοίγεται περισσότερο.
Η Άννα την ρώτησε αν ήθελε καφέ, και η Φανή είπε ότι ναι, θα ήθελε αν δεν ήταν πρόβλημα. Σε λίγο κάποιος κατέβηκε στο ισόγειο. Στάθηκε απέναντί τους στο σαλόνι και κοίταξε τους τρεις τους, και ιδιαίτερα τη Φανή.
«Γεια σου», της είπε.
«Γεια σου, Γιώργο», είπε εκείνη.
Η Άννα σηκώθηκε και ανέβηκε πάνω. Είπε ότι πήγαινε να δει αν είχε ξυπνήσει η Μαρία. Ο Γιώργος είπε ότι θα έφτιαχνε καφέ, αλλά ο Αλέξης του είπε ότι υπήρχε ήδη καφές και ότι μπορούσε να βάλει αν ήθελε. Η Φανή δεν είπε τίποτα για λίγο. Ντράπηκε με τον τρόπο που είχε αντιδράσει ο Γιώργος, ούτε σημασία δεν της είχε δώσει. Μετά τον είδε να περνάει ξανά από το σαλόνι και να βγαίνει έξω.
«Με συγχωρείτε», είπε στον Αλέξη, «θέλω να του μιλήσω».
Βγήκε έξω και είδε τον Γιώργο να κάθεται στα σκαλοπάτια της βεράντας. Τον πλησίασε.
«Τόσος καναπές, στη σκάλα βρήκες να κάτσεις;»
«Τι θες;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τι εννοείς; Τίποτα δεν θέλω. Απλά ήρθα να δω αν είστε καλά».
Κάθισε δίπλα του.
«Καλά είμαστε», της απάντησε.
«Βρήκες αυτόν που έψαχνες; Τον φίλο σου;»
Ο Γιώργος την κοίταξε και της χαμογέλασε. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του πουκαμίσου του και άναψε ένα. Δεν της πρότεινε τσιγάρο, αλλά ακούμπησε το πακέτο ανάμεσά τους σε περίπτωση που εκείνη ήθελε να πάρει. Η Φανή δεν το κατάλαβε αυτό, μιας και δεν του είπε τίποτα σχετικό.
«Όχι», της είπε. «Κι ούτε πρόκειται να τον βρω. Ο Παύλος είναι παρελθόν. Δεν έχω καμιά σχέση μαζί του, και αρχίζω να πιστεύω ότι ποτέ δεν είχα σχέση μαζί του. Ίσως απλά να τον φαντάστηκα, να μην υπήρχε ποτέ, ποιος ξέρει;»
«Έλα…» του είπε εκείνη «…υπερβολές. Απλά δεν ήταν στο μοναστήρι, ίσως να τον βρεις κάποια άλλη στιγμή. Ή ίσως να σε βρει εκείνος».
Ο Γιώργος την κοίταξε ξανά και της χαμογέλασε.
«Τι θες από μένα;» Την ρώτησε. «Ξέρεις ότι αν κάποιος υπήρχε μέσα στο μοναστήρι κάτι δεν θα πήγαινε καλά μαζί του. Εννοώ ότι ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα για να ψάχνω φαντάσματα, κι όμως μου μιλάς λες και τα βρίσκεις όλα αυτά τελείως φυσιολογικά. Αναρωτιέμαι, τι μπορεί να θέλεις. Τι θα μπορούσα να σου δώσω;»
Η Φανή μόρφασε. Αγκάλιασε τα γόνατά της και σκέφτηκε κάτι να πει.
«Είσαι πάντα τόσο ειλικρινής;» Τον ρώτησε.
«Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνω; Να προσποιούμαι και να μείνω με τις δεύτερες σκέψεις μου για σένα; Το βρίσκω πολύ πιο εντάξει για τον εαυτό μου να λέω αυτό που αισθάνομαι. Κι αν υπάρχουν συνέπειες, κανένα πρόβλημα».
«Και προφανώς θες απάντηση».
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Χέστηκα», της είπε. «Αν δεν θες μην απαντάς».
«Δεν θέλω», είπε εκείνη. «Θέλω απλά να κάνουμε λίγη παρέα, τι λες;»
Άλλη μια κρύα ματιά από την πλευρά του Γιώργου, κι ύστερα:
«Χώρο έχει», της είπε, «κάτσε».
Δεν μίλησαν για κάμποσα λεπτά. Ο Γιώργος ήταν ήρεμος. Έδινε περισσότερη προσοχή στο τσιγάρο του, παρά στη Φανή. Εκείνη, απ’ την άλλη, ψοφούσε να μιλήσει, γι’ αυτό και τελικά είπε:
«Δηλαδή τι πιστεύεις ότι θα έπρεπε να κάνω; Να σε φοβάμαι;»
«Να με θεωρείς περίεργο. Να με αντιπαθείς, να μένεις μακριά μου, να με απορρίπτεις και να αλλάζεις κατεύθυνση όποτε με βλέπεις», της είπε. «Και άλλα τέτοια».
Η Φανή γέλασε, και για μια στιγμή ένιωσε σαν να ήθελε να τον βρίσει φιλικά, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι εκείνος δεν αστειευόταν.
«Ε, εντάξει. Εγώ δεν αντέδρασα έτσι».
«Θα πρέπει να είσαι πολύ μόνη», της είπε.
«Κι εσύ; Δεν είσαι;»
«Πρόβλημά μου. Εγώ δεν φορτώνομαι στους άλλους».
«Δεν ξέρω τι να σου πω…» είπε εκείνη. «Είσαι απαράδεκτος. Απορώ γιατί μιλάω μαζί σου». Σηκώθηκε και στάθηκε όρθια δίπλα του. «Διαρκώς με προσβάλλεις και με απορρίπτεις».    
«Ναι», συμφώνησε εκείνος, «κι εσύ προφανώς γουστάρεις».    
«Άντε γαμήσου», σχεδόν του φώναξε.
Κι ύστερα έκανε να φύγει προς το αυτοκίνητο, αλλά θυμήθηκε ότι είχε αφήσει το μπουφάν της μέσα, στο σαλόνι του ξενοδοχείου, και επέστρεψε. Ο Γιώργος κάπως χαμογέλασε, αλλά η Φανή δεν τον είδε. Κάπνισε το τσιγάρο του κι ύστερα τύλιξε τη γόπα σε ένα χαρτομάντιλο. Περίμενε μέχρι η Φανή να βγει από το ξενοδοχείο, φορώντας το μπουφάν της αυτή τη φορά, να τον βρίσει ξανά, κι ύστερα να μπει στο αυτοκίνητό της και να φύγει, αλλά τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε, και επέστρεψε μέσα στο ξενοδοχείο για να δει τι γινόταν.
Είδε τη Φανή στο σαλόνι, να συζητάει με την Άννα και να παίζει με τη Μαρία την ίδια στιγμή, και στάθηκε εκεί, λίγο μακριά τους, παρατηρώντας την. Πλησίασε και τις κοίταξε. Έριξε και ένα αόριστο χαμόγελο, μήπως και έπιανε τόπο…
«Κάθισε», του είπε η Άννα.**Ο Στράτος άνοιξε τα μάτια του. Κρύος ιδρώτας κυλούσε σε ολόκληρο το σώμα του. Έσφιξε την κουβέρτα στα χέρια του, λες και ήταν εχθρός του, λες και θα έπνιγε τον χειρότερο εφιάλτη του. Ύστερα την τίναξε από πάνω του και σηκώθηκε. Κοίταξε το όπλο πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Φοβόταν να το αγγίξει, λες κι εκείνο ήταν ζωντανό, λες και είχε δική του θέληση. Ποιος ξέρει, ίσως και να είχε. Γέλασε στη σκέψη. Φαντάστηκε το περίστροφο να του μιλάει, να του λέει πράγματα.
Έβγαλε το εσώρουχό του και χώθηκε κάτω από το νερό της ντουζιέρας. Το δικό του δωμάτιο είχε ντουζιέρα, ενώ, απ’ ό,τι είχε μάθει, του Γιώργου ολόκληρη μπανιέρα. Ποιος ξέρει για ποιο λόγο θα έκανε κανείς τέτοια διάκριση.
Ένιωσε το κρύο νερό να πέφτει πάνω στο δέρμα του, και για μια στιγμή ένιωσε πόνο στο σώμα του, αλλά ο πόνος σύντομα πέρασε. Αμέσως μόλις συνήθισε στη θερμοκρασία του νερού, δηλαδή. Βγήκε από τη ντουζιέρα και κοίταξε τον εαυτό τον στον καθρέφτη. Τι κοκαλιάρικο σώμα, σκέφτηκε. Πώς είχε αδυνατίσει έτσι; Βγήκε απ’ το μπάνιο.
Φόρεσε τα ρούχα του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, βγήκε και στο μπαλκόνι για λίγο, αδιαφορώντας για το κρύο. Από την προηγούμενη μέρα σκεφτόταν τον καυγά που είχε κάνει με τον Θοδωρή. Κωλόπαιδο, σκέφτηκε. Γιατί δεν επέστρεφε στο μπαμπάκα του; Τι δουλειά είχε να τους ακολουθεί πάνω στα βουνά; Τι παραπάνω χρειαζόταν από τη ζωή του; Ήταν ομορφόπαιδο, είχε την οικογένειά του, τη γκόμενά του και ό,τι άλλο ήθελε. Τι δουλειά είχε μαζί τους;
Ο Στράτος μερικές φορές απορούσε με τον εαυτό του. Υπήρχαν άνθρωποι για τους οποίους ένιωθε μια υπέρμετρη απέχθεια, και ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θοδωρής. Τον αντιπαθούσε, και αν είχε τη δυνατότητα θα του έκανε μεγάλο κακό, αλλά υπήρχαν δεδομένα μέσα στο κεφάλι του που τον εμπόδιζαν να κάνει κάτι τέτοιο. Ούτε καν θυμόταν τον λόγο που είχαν μαλώσει τώρα πια, αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Ο Θοδωρής του είχε πάει κόντρα, του είχε αντιμιλήσει, τον είχε κάνει να το βουλώσει, να μείνει χωρίς λόγια, και αυτό ήταν αρκετό.
Μπήκε ξανά στο δωμάτιο και έπιασε το πιστόλι από το κομοδίνο. Το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε έξω.**Ο Γιάννης στηρίχτηκε στον φράχτη, έξω, πίσω απ’ το ξενοδοχείο. Κανείς δεν τον είχε δει, είχε ξυπνήσει πρώτος απ’ όλους, και όλως τυχαίως, ένα από τα πράγματα που είχε παρατηρήσει καθώς κατέβαινε στο ισόγειο ήταν ότι ο Αλέξης και η Άννα έμεναν σε διαφορετικά δωμάτια. Πράγματι, δεν έμοιαζαν να είναι ζευγάρι, αλλά όταν ήταν μαζί, σίγουρα κάποιος τους παρεξηγούσε πολύ εύκολα.
Είχε ανάψει τσιγάρο. Τα πρωινά του άρεσε να καπνίζει. Στον Άγιο Δημήτριο έφτιαχνε και έναν καφέ πριν πάει στη δουλειά, και καθόταν στο μπαλκόνι και κάπνιζε, ανεξάρτητα από το κρύο που έκανε. Του άρεσε να σκέφτεται τις γυναίκες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Ο Γιάννης ήταν άσσος στις γυναίκες. Κανείς δεν ήξερε πώς και γιατί, αλλά κατάφερνε αρκετές από όσες του άρεζαν. Και ακόμη περισσότερες από όσες δεν του άρεζαν.
Την πρώτη του φορά είχε πάει με πουτάνα. Ε, εντάξει. Πώς αλλιώς να μάθει κανείς; Για τον Γιάννη δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Κυνηγούσε αυτό που έψαχνε, κι όταν αυτό ήταν μια πουτάνα, τότε πουτάνα θα έπαιρνε. Το ίδιο έκανε με όλες τις γυναίκες. Κι όταν κάποια δεν του άρεσε, αλλά τριβόταν πάνω του… ε, τη γαμούσε κι εκείνην. Παράδειγμα ήταν η Ερατώ. Ποια ήταν η Ερατώ; Μια ψόφια, είχε πει ο Γιώργος, γκόμενα του Γιάννη, που από τότε που ανακάλυψε ότι αυτό που έχει ανάμεσα στα πόδια της λέγεται μουνί, άρχισε να γαμιέται χωρίς περιθώρια συγχώρεσης. Η Ερατώ ήταν συμφοιτήτρια των φίλων του Γιάννη, και πατούσε στη σχολή μόνο κάθε φορά που έψαχνε να βρει γαμιά. Ε, κι εκείνη τη μέρα έτυχε να βρίσκεται κι ο Γιάννης στη σχολή. Συνεπώς, η Ερατώ βρήκε γαμιά.
Αλλά καλύτερη ήταν η Χαρίκλεια. Η Χαρίκλεια ήταν μια γυναικάρα… δυο κρεβάτια γυναίκα έλεγαν ότι ήταν. Ψηλή, μελαχρινή, με δύο ζουμερά βυζιά. Έλεγαν, επίσης, ότι η Χαρίκλεια δεν τον έπαιρνε ποτέ. Από μπροστά, δηλαδή, γιατί από πίσω είχε γίνει σαν το πηγάδι της γιαγιάς της στο χωριό. Ο Γιάννης την είχε γνωρίσει σε μια χαρτοπαικτική λέσχη πριν δύο χρόνια περίπου. Έτυχε να βρίσκεται στο ίδιο τραπέζι, ακριβώς δίπλα της, και όταν ήρθε η σειρά της Χαρίκλειας να ρίξει τα χαρτιά της, έριξε ταυτόχρονα πάνω στο τραπέζι και δυο βυζιά. Τα δικά της. Και όλοι αναψοκοκκίνισαν και ούτε που ήξεραν τι έριχναν, πλέον, ούτε τι έπαιζαν. Τότε ήταν που η Χαρίκλεια έβαλε διακριτικά το αριστερό της χέρι ανάμεσα στα πόδια του Γιάννη και ζήτησε να τη συγχωρέσουν, διότι θα πήγαινε στην τουαλέτα... Λίγο αργότερα ο Γιάννης σηκώθηκε και την ακολούθησε, χωρίς να δώσει σημασία στο ότι οι υπόλοιποι είχαν καταλάβει τι συνέβαινε.
Ο Γιάννης είχε μπει στην τουαλέτα, και η Χαρίκλεια σχεδόν του ρίχτηκε. Του ζήτησε, όμως, να της το δώσει στον κώλο, κάτι που ο Γιάννης δεν είχε ξανακάνει, γι’ αυτό και δίστασε, τελικά. Η Χαρίκλεια –ήταν εμφανές ότι είχε απογοητευτεί, πια- του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο κι ύστερα τον διαολόστειλε.
Γκόμενες. Πολλές γκόμενες. Πάρα πολλές γκόμενες. Όλες πιθανά θύματα του Γιάννη. Έσκασε στα γέλια με τις ανοησίες που σκεφτόταν. Και μετά θυμήθηκε τον καυγά του Στράτου και του Θοδωρή. Ήταν αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό ο Στράτος αρπαζόταν εύκολα, αλλά δεν ήταν για να του δίνεις και πολλή σημασία έτσι κι αλλιώς. Γύρισε πίσω του και είδε τον Θοδωρή να πλησιάζει.
«Τι κάνεις εδώ; Ψιχαλίζει», τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Ναι, το βλέπω», είπε ο Γιάννης. «Κατέβηκα να κάνω κανένα τσιγάρο. Εσύ τώρα ξύπνησες;»
«Τώρα κατέβηκα, ναι. Έχει έρθει η Φανή».
«Η κόρη του Μάκη;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Ναι».
«Τι κάνει εδώ;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Θοδωρής. «Υποψιάζομαι, όμως, ότι έχει έρθει για τον Γιώργο», γέλασε.
Κάθισαν για λίγη ώρα ακόμη μαζί, κι ύστερα πήγαν κι αυτοί μέσα.

4


Η Φανή φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε έξω. Στάθηκε στον μικρό διάδρομο στον κήπο και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε ψηλά, αλλά δεν διέκρινε άστρα, ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Τα φώτα στους φράχτες ήταν αναμμένα, το ίδιο και στην εξώπορτα, και η Φανή είδε κάποιον να πλησιάζει. Ανησύχησε για μια στιγμή. Είχε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του και κάπνιζε. Μπορούσε να δει τον καπνό.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε.
Η σκιά πλησίασε, και η Φανή διέκρινε τον Γιώργο.
«Α, εσύ είσαι;» Είπε. «Πού ήσουνα; Γιατί εξαφανίστηκες; Έχει περίπου…» κοίταξε το ρολόι της «…έξι ώρες που λείπεις. Ανησυχήσαμε».
Εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο. Εκείνη του χάρισε ένα δικό της.
«Καλά είμαι», της είπε, «να μην ανησυχείτε». Στάθηκε δίπλα της. «Τι κάνεις εδώ έξω;»
«Βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο. Μου είπαν ότι μέσα απαγορεύεται».
«Ναι, ο Αλέξης το απαγορεύει. Μας το είπε ήδη από χθες, μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ».
«Έβγαλα μερικές φωτογραφίες», του είπε. «Μόνο εσένα δεν έχω βγάλει».
«Καλύτερα. Δεν μ’ αρέσουν οι φωτογραφίες, Στις καινούριες δεν βγαίνω καλά, ενώ οι παλιές με θλίβουν».
Η Φανή γέλασε.
«Ό,τι και να λες, εγώ πιστεύω ότι έχεις καλή καρδιά».
«Έννοια σου…» της είπε «… και οι καλές καρδιές μισούν εξίσου καλά».
«Για μένα το λες αυτό;» Τον ρώτησε.
Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
«Όχι».
«Η καρδιά που μισεί είναι η καρδιά που κάποτε αγάπησε και ήλπιζε», είπε εκείνη.
«Μπορεί».
«Έλα, δεν μπορεί όλα στη ζωή σου να ήταν αρνητικά. Όλο και κάτι το θετικό θα υπήρχε».
«Ναι, υπήρχαν θετικά και αρνητικά. Τα αρνητικά ήταν αυτά που μου έμαθαν να σκέφτομαι. Τα θετικά είναι αυτά που κάποιες φορές με κάνουν χαρούμενο».
Η Φανή δεν του απάντησε. Μόνο άλλαξε θέμα.
«Δεν ήταν ωραία που ήρθες να καθίσεις μ’ εμένα και την Άννα;»
«Είσαι πολλές ώρες εδώ», της είπε. «Οι γονείς σου θα έχουν ανησυχήσει».
«Ήξεραν πού θα πήγαινα», του απάντησε.
«Ήξεραν ότι θα έμενες για τόσες ώρες;»
«Δεν είμαι παιδί. Μεγάλο κορίτσι είμαι», είπε εκείνη.
«Όπως νομίζεις».
«Δεν έχει άστρα απόψε».    
«Είναι επειδή έχει σύννεφα», της απάντησε.
«Θέλω να βγει ο ήλιος ξανά. Έστω και για λίγο».
«Εμένα μ’ αρέσει η συννεφιά».
«Αυτό έλεγε και ο Αλέξης πριν λίγο», του είπε, και τον είδε να χαμογελάει. «Έλεγε ότι του αρέσουν τα σύννεφα όταν είναι γκρίζα. Πες μου κάτι…»
«Τι;»
«Πώς ήσουν όταν ήσουν παιδί;»
«Ήσυχος», της είπε. «Ήμουν ήσυχος. Το συζητούσαμε συχνά αυτό το θέμα με τον Παύλο. Του είχα πει ότι όταν σκέφτομαι τα παλιά, τα παιδικά μου χρόνια, στεναχωριέμαι. Χωρίς να ξέρω γιατί. Ιδίως όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες. Νιώθω ανακούφιση που όλα εκείνα έχουν περάσει, και την ίδια στιγμή με πιάνει μια παράξενη θλίψη…»
«Κι εκείνος; Τι σου είπε;»
Ο Γιώργος γέλασε. «Ότι ίσως να είχε έρθει η ώρα να θρηνήσω για τον παιδικό κόσμο που είχα αναγκαστεί να καταστρέψω».
«Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του;»
«Όπως τ’ ακούς, έτσι ακριβώς τα είπε».
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Θρήνησες, λοιπόν;» Τον ρώτησε.
Εκείνος της χαμογέλασε ξανά, κι ύστερα φύσηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο.
«Γιατί δεν μου λες;»
«Γιατί δεν ξέρω. Τον τελευταίο καιρό…» πήρε μια ανάσα «…νομίζω ότι θρηνώ διαρκώς…»
Ένιωσε για μια στιγμή σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά σκέφτηκε ότι δεν θα την άφηνε να το κάνει. Δεν ήξερε αν ήταν θλίψη αυτό που ένιωθε για εκείνον. Θλίψη, ή μήπως λύπηση…; Μπα, όχι. Μάλλον στοργή. Ναι, περισσότερο ήταν στοργή, παρά οτιδήποτε άλλο.
«Κι αν κάποιος ήθελε να είναι κοντά σου; Θα το δεχόσουν αυτό;» Τον ρώτησε, αλλά σύντομα το μετάνιωσε, καθώς κατάλαβε απ’ το βλέμμα του ότι εκείνος αντιλαμβανόταν πολλά περισσότερα.
«Σταμάτα να ρωτάς μαλακίες», της είπε. «Πότε θα γυρίσεις στο σπίτι σου;»
Η Φανή προσπάθησε να μην εκνευριστεί.
«Όποτε θέλω», είπε ήρεμα. «Εσύ πότε θα σταματήσεις να τιμωρείς τον εαυτό σου;»
Την παραξένεψε που εκείνος δεν θύμωσε μ’ αυτή την ερώτηση, αλλά αντιθέτως, της χαμογέλασε.
«Όταν γυρίσεις σπίτι σου», της είπε. «Και όταν φύγεις από κοντά μου».
Δεν μίλησαν για λίγα δευτερόλεπτα.
«Να σε βγάλω μια φωτογραφία;» Τον ρώτησε μετά από λίγο η Φανή.
«Όχι», της είπε.
«Πάντως αυτός ο φίλος σου… φαίνεται να έχει ενδιαφέρον. Αν τον βρεις, μπορείς να μου τον γνωρίσεις;»
«Δεν πρόκειται να τον βρω. Ο Παύλος έφυγε, και αν είναι ζωντανός, δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσει. Ούτε στον Άγιο Δημήτριο, ούτε σ’ εμένα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήμασταν φίλοι».
«Δεν τον ένοιαζε, λες, το ότι ήσασταν φίλοι;»
«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω ήταν ότι δεν φοβόταν να χάσει. Ήταν πάντα έτοιμος να χάσει τα πάντα. Ό,τι του είχε απομείνει, δηλαδή, γιατί αλλιώς…»
«Τί;»
«Αν το δεις από μια μεριά είχε ήδη χάσει τα πάντα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να χάσει κάτι παραπάνω. Εκτός, ίσως, απ’ τον εαυτό του. Σίγουρα, πάντως, είχε χάσει την πίστη του».
«Την πίστη σε τι;»
«Σε οτιδήποτε. Ο Παύλος δεν πίστευε σε τίποτα πια, παρά μόνο στο κακό, ιδίως όταν αυτό συνέβαινε εις βάρος του. Και μια τέτοια πίστη μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από το είδος της πίστης που σου δίνει νόημα. Ο Παύλος έφυγε ξεκινώντας μια αναζήτηση για κάτι στο οποίο θα πίστευε. Πάνω απ’ όλα ήλπιζε να πιστέψει ξανά στους ανθρώπους. Ο Παύλος ήταν σπουδαίος κατά τη γνώμη μου. Ό,τι και να σου πω για εκείνον είναι λίγο».
«Λες να βρήκε αυτό που έψαχνε;» Τον ρώτησε.
Ο Γιώργος προσπάθησε να σκεφτεί καλά την απάντησή του. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους του.
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι απέρριψε τον Θεό», της είπε. «Ίσως ακόμη να ψάχνει. Ή ίσως να τα παράτησε, ποιος ξέρει; Ίσως να κρύφτηκε κάπου περιμένοντας να πεθάνει».
«Δεν σας καταλαβαίνω εσάς», του είπε η Φανή. «Πώς πουλάτε έτσι τις ζωές σας; Δεν λυπάστε καθόλου τον εαυτό σας;»
Ο Γιώργος έγνεψε.
«Τι να σου πω… Ο καθένας έχεις τις αξίες του. Εγώ κι ο Παύλος αναζητήσαμε μαζί ένα είδος ελευθερίας το οποίο προέρχεται από την απομάκρυνση από κάθε αξία. Προσπαθήσαμε να μην πιστεύουμε σε τίποτα».
«Και δούλεψε αυτό;»
«Για εμάς όχι. Το μόνο που έφερε ήταν πόνος. Κάθε μέρα ήταν ίδια, τίποτα δεν άλλαζε. Δεν είχαμε ελπίδες, απλά ζούσαμε. Ήταν όντως ένα είδος ελευθερίας. Μετράς τις μέρες μέχρι το τέλος σου. Ορίσαμε μαζί το τέλος μας, κι ύστερα συμφωνήσαμε ότι μέχρι τότε θα είμαστε ελεύθεροι. Κάποιος από τους δυο μας, όμως, λύγισε».
«Ποιος;»
«Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο άλλος το σεβάστηκε αυτό. Το αποδέχτηκε, δεν το απέρριψε. Με τον Παύλο ήμασταν σαν αδέρφια. Ακόμη και απέναντι στο γεγονός ότι είναι δολοφόνος, θα του προσφέρω την αποδοχή μου».
«Επομένως είχατε μια αξία. Τη σχέση που σας ένωνε».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δεν το συνειδητοποιούσαμε, Φανή. Ο καθένας έδινε στον άλλον αυτό που εκείνος είχε ανάγκη. Αυτό είχαμε κι οι δυο μας ανάγκη να προσφέρουμε».
«Ακούγεται πολύ σημαντικό όλο αυτό», του είπε.
«Για εμένα ήταν σημαντικό».
«Τι είχε συμβεί στον Παύλο;» Τον ρώτησε.
«Δεν έχει σημασία. Μπορεί και να μην ξέρω καν. Μπορεί να μου είπε ψέματα όταν τον ρώτησα».
«Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό», του είπε.
«Δεν ξέρω τίποτα, πια. Ίσως όλο να ήταν ένα ψέμα».
«Τι έγινε τώρα;» Τον ρώτησε. «Τι σ’ έπιασε;»
Δεν της απάντησε, προτίμησε να αφήσει τις ερωτήσεις της να περάσουν έτσι.
«Υπάρχει κάποια που να σε περιμένει στον Άγιο Δημήτριο;» Τον ρώτησε.
«Όχι», της είπε. «Θα ήταν καλά αν υπήρχε, όμως».
«Γιατί το λες αυτό; Αφού ό,τι κι αν σου δώσουν εσύ δεν το δέχεσαι, το απορρίπτεις».
Ο Γιώργος την κοίταξε. Του φάνηκε κάπως παράξενο στην αρχή, αλλά σύντομα κατάλαβε τι εννοούσε.
«Μερικές φορές θέλω πολύ να το δεχτώ», της είπε. «Γύρνα στο σπίτι σου τώρα, πριν αρχίσει να βρέχει πάλι».
Την άφησε να τον κοιτάζει με τα μάτια της ορθάνοιχτα, να λάμπουν, και περπάτησε προς το ξενοδοχείο. Πέταξε τη γόπα στα σκουπίδια στη βεράντα και μπήκε μέσα.**Περνάω φάση, σκέφτηκε ο Αλέξης. Κοίταζε την οθόνη του υπολογιστή του και το μισοτελειωμένο κείμενό του, αλλά δεν έβγαινε λέξη, παρά το γεγονός ότι έξω έβρεχε. Συνήθως όταν έβρεχε είχε όρεξη να γράψει, ή να σκεφτεί. Περνούσε ώρες περπατώντας πάνω κάτω, παρέα με τις σκέψεις του. Τελευταία είχε αρχίσει ξανά να σκέφτεται την Άννα. Του άρεσε, του άρεσε πολύ. Διότι, κυρίες και κύριοι, μια γυναίκα που είναι πραγματικά όμορφη όταν είναι νέα, μεγαλώνει εξίσου όμορφα. Ε, καλά… η Άννα δεν ήταν και τόσο μεγάλη, ήταν ακόμη νέα, αλλά όπως και να το κάνουμε, κι οι δυο τους είχαν μεγαλώσει, κάτι που ίσως να μην ήταν και τόσο κακό. Ίσως τώρα να την ήξερε καλύτερα, ίσως να την καταλάβαινε καλύτερα, και ίσως να ίσχυε το ίδιο και για εκείνην. Ίσως, βέβαια, να ήταν απλά ένας ονειροπόλος που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Ίσως, δηλαδή, εκείνη να μην τον έβλεπε έτσι, πια. Αλλά βαθιά μέσα του δεν θα μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο. Όπως και να ‘χε το πράγμα, κανείς δεν μπορούσε να του στερήσει τη δυνατότητα να ονειρεύεται, ούτε και την άλλη δυνατότητα, να δημιουργεί. Κανείς εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Το γεγονός ότι μια γυναίκα είναι μέρος του ονείρου δεν έχει να κάνει με τη γυναίκα, αλλά με τον ονειροπόλο. Αυτή τη στιγμή, είπε μέσα του στην Άννα, είσαι όλη δική μου.
Ο ήχος της βροχής δημιουργεί μια αίσθηση ηρεμίας κάποιες φορές. Ο Αλέξης μπορούσε να το νιώσει αυτό, καθισμένος στο γραφείο του δωματίου του. Ύστερα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, και τώρα ήταν κάπως καλύτερα, τώρα μπορούσε να χαμογελάσει.
Περνούσε μια φάση, λοιπόν. Είχε περάσει πολλές τέτοιες σχετικά με το γράψιμο. Όπως μια φάση που συνειδητοποιείς ότι το μόνο που σου μένει, το μόνο που μετράει και έχει στην πραγματικότητα σημασία, είναι η τέχνη σου. Κι ύστερα έρχεται μια φάση που συνειδητοποιείς ότι δεν σου απομένει ούτε καν αυτή. Η τελευταία αυτή φάση έρχεται όταν αντιλαμβάνεσαι ότι κανείς δεν πιστεύει σ’ εσένα. Μένεις μόνος με τις σκέψεις σου, τις οποίες τώρα πια δεν εμπιστεύεσαι, και δεν υπάρχει κανείς να σε ενθαρρύνει, να πει μια κουβέντα, να σε κάνει να νιώσεις ότι αυτό που κάνεις έχει μια αξία, μια σημασία, ίσως ακόμη και ότι έχει κερδίσει το σεβασμό του. Υπάρχουν τέτοιες δύσκολες ώρες όσον αφορά στην τέχνη. Όλοι, νομίζω, τις περνάμε.
Κι όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά, ξαφνικά ένιωσε θυμό μέσα του. Εκείνη η αίσθηση ότι ήταν ανίκανος να γράψει, ότι ίσως τώρα πια να μην μπορούσε να γράψει ποτέ ξανά, ότι ίσως να είχε χάσει την ικανότητα να αντιμετωπίζει τις λέξεις με τον δικό του τρόπο… Είναι απλό: Θες να το κάνεις, θες να γράψεις, αλλά δεν μπορείς.
Ποιος νοιάζεται; Υπάρχουν πολλά είδη θυμού. Ο θυμός που ανέφερα πιο πάνω, ήταν κάτι που στην πραγματικότητα ο Αλέξης σεβόταν. Υπήρχε, όμως, ένα άλλο είδος θυμού που κατά στιγμές –ή κατά καιρούς- τον βασάνιζε. Συνήθιζε να το αποκαλεί «αποπροσανατολισμένο θυμό», και κάθε φορά που τον έπιανε έχανε τον έλεγχο. Ήταν κάτι που έπρεπε να σταματάει αμέσως κάθε φορά που εμφανιζόταν, αλλιώς ο Αλέξης έκανε λάθη. Σπαταλούσε σκέψη και χρόνο σε πράγματα που αφορούσαν το παρελθόν, αφού συνήθως από εκεί πήγαζε εκείνο το είδος θυμού.
Και στην τελική γιατί να σκοτίζεσαι εσύ για τους άλλους; Ζήσε όπως θέλεις, είναι απλό: Αφαιρείς ό,τι δεν θέλεις και κρατάς ό,τι σου χρειάζεται. Δεν είναι ανάγκη να εγκλωβίζεις τον εαυτό σου. Είναι μια πολύ απλή διέξοδος αυτή, η οποία ενισχύεται από την άποψη ότι η ζωή είναι μικρή. Δηλαδή πώς να το κάνουμε… Εντάξει, δεν ξέρω αν η ζωή είναι μικρή, αλλά σίγουρα ο καιρός περνάει γρήγορα, καταλαβαίνετε τι εννοώ; Γι’ αυτό και ο Αλέξης έπιανε κάθε τόσο τον εαυτό του να σκέφτεται την άποψη της Άννας, να αναλάβει τις ευθύνες του και να επιμείνει στον δρόμο της επιτυχίας. Ίσως έτσι να ζούσε μια όμορφη –μικρή, πάντα- ζωή.
Θυμόταν την προχθεσινή τους συζήτηση. Η αλήθεια ήταν ότι είχε καταλήξει να θεωρεί γελοία την άποψή της. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα, και η σχετική αποδοχή του. Ο Αλέξης, όμως, πίστευε κάτι διαφορετικό. Από τη στιγμή που θα κρίνεις τον άνθρωπο με γνώμονα το ότι η κοινωνία είναι σωστή, κατακρίνοντας έτσι τη διαφορετικότητά του και χαρακτηρίζοντάς την ως αδυναμία, έχεις συμβιβαστεί. Ο φόβος είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να ακολουθούν το ρεύμα. Η ανάγκη για επιβίωση. Γιατί, φυσικά, η ζωή είναι μικρή, ας τη ζήσουμε, λοιπόν, ας ξεχάσουμε κάθε ελπίδα, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε και ας εγκλωβίσουμε τους εαυτούς μας μέσα στα «πρέπει». Η θέληση δεν μετράει. Ας χουφτώσουμε κώλους, ας πιούμε αλκοόλ, ας γαμήσουμε, κι ας γαμηθούμε παρέα. Ας ζήσουμε τα νιάτα μας.
«Πιστεύεις στη μοίρα;» Τον είχε ρωτήσει εκείνη η νεαρή, νεανική Άννα. «Ότι δηλαδή είναι όλα γραφτό να συμβούν;»
«Όχι», της είχε απαντήσει.
«Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που μας έφερε κοντά; Πώς πιστεύεις ότι έγινε και συναντηθήκαμε;»
Την είχε κοιτάξει χαμογελώντας μόνο με τα μάτια του.
«Λοιπόν;» Τον είχε ρωτήσει. «Θα μου πεις;»
«Πιστεύω ότι στάθηκα τυχερός», της είχε πει.
Το να μπορείς να εκφράσεις αυτό που νιώθεις είναι σπουδαία δυνατότητα. Και κάποιες φορές ικανότητα. Είναι αυτό που στην πραγματικότητα έχει χαθεί, αυτό που κανείς δεν δίνει στον άλλον. Κάποιοι είναι ανίκανοι να προσφέρουν σε μια σχέση, και τότε θέλει πολύ δουλειά, μήπως και αλλάξει κάτι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν, παρά μόνο μέσα στη φυλακή τους. Είναι ένα είδος ψυχικής ή πνευματικής αναπηρίας, το οποίο, όμως, περνάει απαρατήρητο, γι’ αυτό και όταν κάποιος είναι δοτικός, αυτό τους ξενίζει, τους κάνει στην πραγματικότητα να νιώσουν περίεργα, γι’ αυτό και απομακρύνονται απ’ αυτόν. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν απόρροια μιας σκληρής πραγματικότητας την οποία έχουν αποδεχτεί, ακριβώς επειδή φοβούνται να χάσουν στη ζωή, ενώ δεν βλέπουν ότι έτσι χάνουν την ίδια τη ζωή.
Είναι, πάντως, ένα καλό κόλπο να μην φοβάσαι να χάσεις, να είσαι πάντα έτοιμος να χάσεις τα πάντα, να σβήσεις, να εξαφανιστείς, να πεθάνεις. Δείχνει δύναμη, και σου προσφέρει μια σειρά από δυνατότητες. Ελευθερία λέγεται αλλιώς. Όταν η σκέψη σου έχει ξεπεράσει τα όρια του μυαλού σου, όταν έχεις νοήσει πράγματα που έχουν ξεπεράσει το όρια αυτού που ενίοτε θεωρείται ως «αντικειμενική πραγματικότητα», τότε δεν φοβάσαι να χάσεις. Τότε το μυαλό σου έχει ανοίξει. Έχεις αντιληφθεί πράγματα που άλλοι δεν θα σκεφτούν και δεν θα νιώσουν ποτέ. Πολύ απλά, ξέρεις ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, ότι τίποτα από όσα αντιλαμβάνεσαι δεν είναι απαραίτητα αληθινό. Όταν έχεις ξεπεράσει εκείνα τα όρια, τότε δεν υπάρχει επιστροφή. Ό,τι είδες είναι κομμάτι του εαυτού σου, της πραγματικότητάς σου. Τα δεδομένα αλλάζουν, ο «αληθινός» κόσμος διαστρεβλώνεται. Τίποτα δεν ισχύει όπως το ήξερες. Κι αν καταφέρεις να επιστρέψεις από εκείνο το σκοτεινό μέρος, τότε δεν φοβάσαι να χάσεις.
Έτσι είχε αρχίσει να ζει τη ζωή του ο Αλέξης από ένα σημείο και μετά. Απλά είχε ένα δεδομένο. Το γράψιμο. Δηλαδή, ναι, πάντα θα ήθελε να μπορεί να έχει την Άννα ως κάτι το δεδομένο, με την καλή έννοια βέβαια, ως κάτι δικό του, κάτι που δεν θα αποχωριζόταν ποτέ, αλλά είχαν ήδη χωρίσει μια φορά. Με το γράψιμο ήταν αλλιώς. Ήταν ένα κομμάτι της φύσης του που ακόμη και να το ήθελε δεν θα μπορούσε να το αποχωριστεί. Ένας τέτοιος χωρισμός θα έμενε μέσα του και θα τον γέμιζε τύψεις για το υπόλοιπο της ζωής του. Και είχε μετατρέψει την αλήθεια του σε λέξεις, προτάσεις, παραγράφους και κείμενα. Και μέχρι εκείνο το σημείο είχε αποδειχτεί ότι ήταν ένας καλός τρόπος έκφρασης. Ο καθένας εκφράζει αλλιώς την απογοήτευσή του. Άλλος κάνει κακό στον εαυτό του, άλλος κάνει κακό στους άλλους. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που είναι πολύ ανόητοι για να βιώσουν την ίδια την απογοήτευση. Ο κόσμος είναι σκληρός, και η ψυχή έχει ανάγκη να μιλήσει. Μια ψυχή που δεν έχει τίποτα να πει μόνο ανόητη μπορεί να είναι. Αν και εδώ πρέπει να αναφέρω το μικρό μου ελάττωμα, το οποίο είναι το εξής: Κάποιος άλλος μάλλον θα ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχει τέτοια ψυχή. Ότι, δηλαδή, κάθε ψυχή έχει κάτι να πει. Τι μπορείς να κάνεις, όμως… είναι και μια τέτοια προκατάληψη μέρος της απογοήτευσης.
Ο Αλέξης βγήκε έξω και περπάτησε προς το δωμάτιο της Άννας. Χτύπησε την πόρτα, κι εκείνη του άνοιξε και τον κοίταξε. Τον ρώτησε τι συνέβαινε, αλλά εκείνος έμεινε να την κοιτάει δίχως να βγάζει άχνα, κι ύστερα απλά την αγκάλιασε. Εκείνη γέλασε και τον αγκάλιασε κι εκείνη, αλλά ο Αλέξης νόμισε ότι το έκανε απλά από αντίδραση. Κάποιες φορές, της είπε, θέλω απλά να σε νιώσω πάνω μου. Είσαι εντάξει μ’ αυτό; Κι εκείνη του είπε, Δεν ξέρω… έχει περάσει καιρός. Θα σου το πω απλά, έκανε να της εξηγήσει, αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει καθόλου το τι θες εσύ. Αυτή τη στιγμή μετράει μόνο το τι θέλω εγώ, κι αυτή τη στιγμή θέλω εσένα πάνω μου. Αυτά του τα λόγια για μια στιγμή της θύμισαν τον άντρα της, γι’ αυτό και τραβήχτηκε μακριά του. Δεν είναι έτσι, του είπε. Συγνώμη, της είπε εκείνος. Απλά μερικές φορές… σε θέλω ακόμα. Του έγνεψε σαν να καταλάβαινε, κι εκείνος σκέφτηκε ότι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν με σκέφτηκες ποτέ; Την ρώτησε. Καθόλου; Όλα αυτά τα χρόνια…; Μπορείς να με αφήσεις λίγο μόνη μου; Γιατί; Τι έκανα; Τίποτα, απλά… κάτι έχω στο μυαλό μου. Και η μικρή κοιμάται τώρα, δεν θέλω να ξυπνήσει και να μας δει έτσι. Κι αν σ’ αγαπούσα όπως τότε; Αλέξη… Εντάξει, της είπε. Φεύγω. Θα είμαι κάτω. Και συγνώμη, ελπίζω να μην αλλάξουν τα πράγματα μετά απ’ αυτό. Μετά έφυγε.**Ο Γιώργος έπιασε από την τσέπη του μια καραμέλα από εκείνες που είχε κλέψει απ’ το μοτέλ και την έδωσε στη Μαρία.
«Πού τις βρίσκεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Στην τσέπη μου», της είπε.
«Και πώς ξέρεις τόσα πράγματα;»
«Τι εννοείς;»
«Αυτά που λες», του είπε, «πώς τα ξέρεις;»
«Δεν ξέρω και πολλά, μη νομίζεις. Υπάρχουν τόσα πράγματα να μάθει κανείς, που ποτέ δεν τελειώνουν. Θα το δεις και μόνη σου».
«Όταν μεγαλώσω;»
«Μπα, δε νομίζω. Νομίζω ότι τα παιδιά το αντιλαμβάνονται καλύτερα, γι’ αυτό και κάποιες φορές ρωτάνε τόσα πολλά πράγματα. Οι ενήλικοι, και ιδιαίτερα αυτοί που έχουν μια μόρφωση, πολλές φορές κλείνουν τα μάτια τους. Είναι λες και η μόρφωση που έχουν δεχτεί δεν τους αφήνει να δουν, είναι να σαν να περιορίζει τη σκέψη τους. Δεν αναρωτιούνται, δεν θέτουν ερωτήματα. Στην πραγματικότητα πρέπει διαρκώς να εξελίσσεσαι. Να έχεις κατά νου ότι καθώς μεγαλώνουμε συνηθίζουμε στις λέξεις. Στο άκουσμά τους, στη σημασία τους… κι έτσι χάνουμε το νόημα».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή περνάς στάδια αυτού που ονομάζεται ανωριμότητα, μέχρι να σουλουπωθείς και να ωριμάσεις, όπως το λένε. Μέχρι, δηλαδή, ο τρόπος σκέψης σου να ενταχθεί στον κόσμο τον ενηλίκων».
«Και είναι ωραία τότε;» Τον ρώτησε το κορίτσι.
«Αυτό», της είπε, «είναι καλύτερα να το διαπιστώσεις μόνη σου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για κάτι εύκολο. Αλλά ξέρεις τι λένε…»
«Τι;»
«Η δύναμη της συνήθειας είναι μεγάλη…»
«Έχεις γονείς;» Τον ρώτησε η Μαρία.
Ο Γιώργος γέλασε.
«Αυτό είναι σχετικό», της είπε. «Μερικές φορές τους έχεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους έχεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Αυτό συμβαίνει όταν οι γονείς σου δεν σε αγαπάνε. Ή όταν δεν σου δείχνουν ότι σε αγαπάνε».
«Εμένα η μαμά μου με αγαπάει».
«Το ξέρω, Μαρία», της είπε. «Το έχω καταλάβει αυτό. Και πιστεύω ότι όταν μεγαλώσεις θα το εκτιμήσεις. Θες άλλη μια καραμέλα;»
«Ναι», του είπε.
Της έδωσε. Κοίταξε προς την είσοδο του κτήματος και είδε ένα αυτοκίνητο. Η Φανή είχε επιστρέψει, κι όταν κατέβηκε και τους πλησίασε, εκείνος της είπε:
«Πάλι εσύ;»
Η Φανή γέλασε.
«Ναι», του είπε. «Και δεν θα απαλλαγείς από μένα τόσο εύκολα». Χάρηκε που ο Γιώργος το αντιμετώπισε αυτό με ένα μικρό χαμόγελο. Μετά στράφηκε προς τη Μαρία. «Τι σου λέει αυτός ο κακός άνθρωπος;» Την ρώτησε.
«Τίποτα», είπε εκείνη. «Είπε ότι οι γονείς του δεν τον αγαπάνε».
Η Φανή αγκάλιασε το κορίτσι και είπε στον Γιώργο:
«Στο παιδί βρήκες να πεις τον πόνο σου;»
«Άλλαξε θέμα», της είπε εκείνος.
Ο Γιώργος παρατηρούσε τη Φανή όσο εκείνη μιλούσε στη Μαρία. Του φαίνονταν μέχρι και γελοία αυτά που της έλεγε. Δεν είναι τόσο μικρή, σκεφτόταν.
«Θα έρχεσαι συχνά εδώ;» Ρώτησε την Φανή ο Γιώργος.
«Γιατί; Με βαριέσαι;»
«Όχι. Απλά ρωτάω…»
«Έτσι κι αλλιώς, πόσο σκοπεύετε να μείνετε εδώ;»
«Όσο χρειαστεί», της είπε. «Μέχρι να μπορέσουμε να φύγουμε».
«Αυτά να τα πεις αλλού. Όποτε θέλετε σας κατεβάζω εγώ μέχρι την κοντινότερη πόλη και φεύγετε από εκεί. Γιατί μένετε ακόμη εδώ;»
Ο Γιώργος δεν είχε έτοιμη απάντηση για μια τέτοια ερώτηση. Το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Δεν ξέρω», της είπε.
«Τι δεν ξέρεις;»
«Εννοώ… δεν ξέρω τι θέλουν να κάνουν οι άλλοι. Εγώ, πάντως, θέλω να μείνω εδώ, κι αφού μου επιτρέπουν να μείνω, τότε θα μείνω».
«Πάντα ενεργείς ξεχωριστά από τους άλλους; Υποτίθεται ότι εσύ και οι φίλοι σου ήρθατε εδώ μαζί».
«Θα ερχόμουν ακόμη και μόνος μου, δεν τους χρειαζόμουν. Εκείνοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν. Τώρα αν θέλουν μπορούν να φύγουν. Τον ξέρουν το δρόμο».
«Ο Αλέξης τι λέει για όλα αυτά;» Ρώτησε η Φανή. Τον είδε να ανασηκώνει τους ώμους του. «Δε σε νοιάζει; Εκείνος είναι που σ’ αφήνει να μένεις εδώ».
«Ίσως και να με νοιάζει».

5


Το επόμενο βράδυ η Άννα ακολούθησε τον Αλέξη στο δωμάτιό του. Εκείνος την είχε συναντήσει στον διάδρομο, κι εκείνη είχε περπατήσει μαζί του. Ο Αλέξης ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου του, κι εκείνη πέρασε μέσα πρώτη και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου.
«Ακόμη πετάς τα ρούχα σου πάνω στο κρεβάτι», του είπε, «όπως τότε», και στηρίχτηκε στο γραφείο.
«Ναι», είπε εκείνος. «Και φαίνεται ότι ακόμα σ’ ενοχλεί αυτό».
Την είδε να στηρίζεται στο αριστερό της χέρι, κοιτώντας προς το μέρος του. Για μια στιγμή έμειναν έτσι. Κανείς δεν έλεγε τίποτα, κανείς δεν έκανε τίποτα, μέχρι που η Άννα έβγαλε τη ζακέτα της και μετά τη μπλούζα της. Σηκώθηκε όρθια και τις άφησε να κρέμονται από την καρέκλα.
«Τι με κοιτάς;» Τον ρώτησε.
«Η Μαρία;»
«Την έβαλα για ύπνο. Τέλειωνε», του είπε.
Ξάπλωσαν μαζί.
Όταν τελείωσαν, εκείνη έγειρε πάνω του και έκλεισε τα μάτια της. Σχεδόν τον αγκάλιασε, κι αυτός έμεινε για λίγο έτσι, χαζεύοντας το ταβάνι του δωματίου, με το δεξί του χέρι πάνω απ’ το κεφάλι του και με το άλλο πάνω απ’ τους ώμους της, όταν ξαφνικά επέστρεψε εκείνη η ίδια σκέψη. Δεν ήταν δική του. Ποτέ δεν θα ήταν δική του. Ποτέ δεν ήταν δική του. Ακόμη και τότε… εντόπιζε ένα είδος παραλογισμού σ’ αυτή του τη σκέψη, αλλά έτσι ένιωθε. Πιο πολύ μάλλον ξεκινούσε από το φόβο ότι θα την έχανε. Και δεν ήθελε να τη χάσει ξανά. Δηλαδή… να χάσει την όποια σχέση είχαν ποτέ οι δυο τους. Κι όμως, είχαν σχέση. Απλά εκείνος ένιωθε ανίκανος να την εμπιστευτεί. Αναγνώριζε, επομένως, ότι το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. Ένιωσε, ωστόσο, απέχθεια εκείνη τη στιγμή.
Την έσπρωξε αργά από πάνω του και σηκώθηκε. Δεν έκανε καν τον κόπο να την σκεπάσει τώρα που νόμιζε ότι εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Η Άννα, όμως, άνοιξε τα μάτια της ξανά και τον κοίταξε.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε.
«Πες μου κάτι», της είπε.
«Τι;»
«Γιατί δεν έχουμε ούτε μία φωτογραφία από τότε;»
«Δεν ξέρω. Θα ήθελες να έχουμε;»
«Δεν ξέρω… ίσως».
«Τότε έπρεπε να έχεις βγάλει μερικές», είπε και του γύρισε την πλάτη της.
Ο Αλέξης έφερε τα χέρια του στη μέση του και έπνιξε μια σειρά από απρεπείς λέξεις…
«Πάνε στην κόρη σου», της είπε. «Δεν θα ήταν καλό αν ξυπνούσε και έβλεπε ότι έλειπες. Και δεν θα ήταν καλό αν μάθαινε ότι ο καλός κύριος Αλέξης πηδάει τη μαμά».
Η Άννα τον κοίταξε για άλλη μια φορά.
«Φύγε», της είπε. Έπιασε από την καρέκλα τα ρούχα της και τα πέταξε πάνω στο κρεβάτι. «Θα πάω κάτω», της είπε. «Όταν γυρίσω να μην είσαι ‘δω».
Ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο.**Κατέβηκε κάτω και κάθισε σε έναν από τους καναπέδες. Ύστερα έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες του, και τελικά στηρίχτηκε πίσω ξεφυσώντας. Να, λοιπόν, ορίστε! Ο συγγραφέας με την επιτυχία στο τσεπάκι, έτοιμος να χάσει για άλλη μια φορά τον υποτιθέμενο έρωτα της ζωής του. Τι ασημαντότητα! Ένας θεός ξέρει πόσοι είχαν νιώσει την Άννα ως έρωτα της ζωής τους μέχρι τώρα. Ε, εντάξει… δηλαδή… ας πούμε ανά τα χρόνια.
Η αλήθεια ήταν ότι ήλπιζε να την είχε πληγώσει με όσα της είχε πει λίγα λεπτά πιο πριν. Πόσο αξιολύπητο ήταν αυτό, ε; Την έδιωξε απλά και μόνο για να της κάνει κακό, ενώ το μόνο που κατάφερε ήταν να της δείξει πόσο σημαντική ήταν για εκείνον. Η Άννα σίγουρα θα το είχε καταλάβει αυτό. Ή μάλλον έτσι περίμενε εκείνος ότι θα είχε γίνει. Παρ’ όλα αυτά, είχε φανεί αδιάφορη απέναντι στα λόγια του. Ίσως να είχε γίνει λίγο περισσότερο σκληρή όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως να μην ήταν εκείνο το κοριτσάκι πια. Αλλά ίσως όταν έχεις έναν να σε δέρνει, ίσως κατά κάποιο τρόπο να σκληραγωγείσαι… Ίσως και όχι. Αλλά το γεγονός ότι η Άννα είχε καταφέρει να τον εγκαταλείψει κάτι σήμαινε για τον Αλέξη.
Δεν ήταν αυτό το θέμα, όμως. Το θέμα ήταν ότι εκείνη τον είχε πλησιάσει, προφανώς επειδή κάτι ζητούσε από εκείνον. Αλλά τί ανόητη σκέψη… της είχε δώσει αυτό που είχε ζητήσει. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο εκεί. Δεν του το είχε ζητήσει, το είχε απαιτήσει. Είτε αυτό, είτε ένιωθε σίγουρη ότι εκείνος θα δεχόταν να κοιμηθεί μαζί της.
«Γυναικείες πουτανιές», μουρμούρισε ολομόναχος στο καθιστικό.
Πάντως όλα αυτά κάτι του θύμιζαν. Τον εαυτό του. Ήταν αυτός που ήταν και τότε, όταν ήταν νέος ακόμα. Μόνος, θυμωμένος, φοβισμένος, ευάλωτος. Ένας λαπάς με περικεφαλαία. Ποτέ δεν κατάλαβε τι του είχε βρει τότε η Άννα. Θα μπορούσε, πάντα, να τον είχε λυπηθεί. Κάπου μέσα σε όλα εκείνα, όμως, εκείνος ο άνθρωπος, ο νεαρός Αλέξης, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να βρίσκονται κοντά του, ή ακόμη και άλλοι που είχαν προσπαθήσει να τον πλησιάσουν. Μόνο που εκείνος ήταν τόσο αξιολύπητος που θύμωνε μαζί τους μετά από κάθε προσπάθεια που έκαναν εκείνοι, και τους απέφευγε. Αργότερα σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να τον λυπάται κανείς που αντί να επικοινωνεί μαζί τους περιοριζόταν στη χαρά που έδινε στον εγωισμό του η προσπάθειά τους να τον πλησιάσουν. Μετά απ’ όλα αυτά, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, νιώθοντας ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ αυτό, τους απέρριπτε.
Ξαφνικά έσκασε στα γέλια.
«Είμαι για τον πούτσο», είπε.
«Καλή τύχη, τότε».
Ο Αλέξης είδε τον Γιώργο να στέκεται όρθιος πιο πέρα. Μόλις είχε μπει μέσα, η Φανή μόλις είχε φύγει.
«Στέκεσαι πολλή ώρα εκεί;»
«Όχι. Μόλις τώρα ήρθα. Πες μου, όμως, γιατί είσαι για τον πούτσο;»
Ο Αλέξης  σχεδόν τον αγνόησε στην αρχή, αλλά μετά του μίλησε. Κάποιος θα πίστευε ότι δεν ήταν και πολύ κατανοητά όσα του είπε, αλλά ο Γιώργος νόμιζε ότι είχε καταλάβει μέσα σε όλες εκείνες τις ασυναρτησίες που έμοιαζαν με κακογραμμένο ποίημα φτιαγμένο με αποκόμματα από εφημερίδες, ότι οι δυο τους είχαν κοινά σημεία.
Είναι παράξενο μερικές φορές, πώς ο ένας ανοίγεται στον άλλον, ενώ στην πραγματικότητα οι δυο τους καταλαβαίνουν δύο διαφορετικά πράγματα. Πώς θα μπορούσε, όμως, ο άλλος να ακούσει τον έναν, αν ο άλλος δεν είχε τον εαυτό του; Το συμπέρασμα συνήθως είναι μια συμβουλή που δεν έχει καμιά αξία για τον έναν. Κάτι τέτοιο του είπε και ο Γιώργος για την Άννα. Να της μιλάς, του είπε, θα καταλάβει.
Η συζήτηση μετά προχώρησε στον Παύλο, κάτι που έκανε τον Γιώργο να γελάσει. Απ’ ό,τι φαίνεται, είπε στον Αλέξη, αυτός ο άνθρωπος, τελικά, βρίσκεται παντού. Ο Γιώργος του είπε μερικά πράγματα. Του είπε ότι και οι δυο τους είχαν διαβάσει τα βιβλία του, κάτι που φάνηκε να διασκεδάζει τον Αλέξη. Ναι, είχε πλάκα να ακούς ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσουν αυτά που γράφεις. Πληροφορήθηκε, ωστόσο, ότι ο Παύλος διαφωνούσε πολλές φορές με τον Αλέξη.
«Σε έβρισκε πολύ ηθικό κάποιες φορές. Κάποιες άλλες ήταν σαν οι χαρακτήρες σου να ξεπερνούσαν εκείνα τα όρια», είπε ο Γιώργος.
Ο Αλέξης ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω από τέτοια», είπε.
Έξω άρχισε και πάλι να βρέχει.**Ο Στράτος σκόνταψε σε μια πέτρα κάπου στον κήπο του ξενοδοχείου. Έπεσε κάτω, αλλά έβαλε τα χέρια του και στηρίχτηκε εκεί. Τα ρούχα του λερώθηκαν παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφερε να το αποφύγει αυτό. Σηκώθηκε και κοίταξε κάτω. Ήταν αρκετά σκοτεινά, αλλά κατάφερε να διακρίνει το όπλο που είχε πέσει. Το έπιασε, το σκούπισε στη ζακέτα του και το έβαλε στην τσέπη.
Πόσες ώρες έλειπε; Αναρωτήθηκε. Όχι ότι θα το είχε προσέξει κανείς. Σκούπισε προσεκτικά τα παπούτσια του στο χαλί λερώνοντάς το με λάσπη και αδιαφορώντας γι’ αυτό και μπήκε μέσα. Είδε τον Γιώργο και τον Αλέξη να κάθονται στο σαλόνι. Τους πλησίασε και προσποιήθηκε ένα χαμόγελο.
«Τι κάνετε εδώ;»
«Πού ήσουν εσύ;» Τον ρώτησε ο Γιώργος.
«Πήγα μια βόλτα», τους είπε, κάτι που μόνο κατά λίγο ήταν αλήθεια. Ήξερε, ωστόσο, ότι ο Γιώργος είχε ήδη διακρίνει το ψέμα του. Ήξερε, επίσης, ότι δεν θα το πρόδιδε. «Εσείς;»
«Συζητάμε», είπε ο Αλέξης. «Τα λέμε, λίγο… κάθισε αν θέλεις».
«Μπα, όχι, καλύτερα να πάω πάνω, είμαι κουρασμένος».
«Όπως θέλεις. Καληνύχτα».
Ο Στράτος άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, και μόλις τους γύρισε την πλάτη του το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του. Με κάθε τέτοια προσποίηση, και ήταν πολλές τέτοιες, ένιωθε ότι πρόδιδε τον εαυτό του. Αργότερα αυτό τον εξόργιζε, τον έκανε έξω φρενών, και άρχιζε κατόπιν εορτής να περπατάει πάνω κάτω και να σκέφτεται τι θα έπρεπε να έχει κάνει, τι θα έπρεπε να έχει πει… και άλλα τέτοια. Το απέδιδε στη μοναξιά του όλο αυτό, ότι αν είχε κάποιον να μιλήσει, τότε δεν θα αφιέρωνε ούτε το ένα τέταρτο του χρόνου σε τέτοιου είδους μοναχικά, προσωπικά ξεσπάσματα, όπως του άρεσε να τα χαρακτηρίζει. Από την άλλη, είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ήταν βαθύτατα άρρωστος και ότι μέχρι πρόσφατα ούτε που το καταλάβαινε. Ωστόσο, ανέβηκε όντως στο δωμάτιό του, και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει μια καλή συζήτηση με τον Θοδωρή την επόμενη μέρα. Ίσως η συζήτηση να ήταν ανούσια, ίσως θα έπρεπε απλά να τον τρομάξει λίγο με το όπλο… να του τραβήξει την προσοχή, λίγο... Πραγματικά, μερικές φορές καταλάβαινε ότι αυτό ήταν όλο το θέμα. Ο τρόπος ζωής του Θοδωρή του φαινόταν τόσο… τόσο τι; Ποια ήταν η κατάλληλη λέξη; Μερικές φορές απλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί έγινε τόσο ανεξάρτητος, πώς και γιατί ήταν ικανός να μην δίνει σημασία σε κανέναν, ενώ την ίδια στιγμή έμοιαζε να είναι ένας φλώρος και μισός! Χα-χα… ο Στράτος, λοιπόν, ήταν νταής. Ναι, αυτό ήταν… ένας κλασικός νταής, τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Ένα κομπλεξικό κάθαρμα που θα έκανε τη ζωή του Θοδωρή πατίνι, απλά και μόνο για τη δική του, την προσωπική του ικανοποίηση. Κι ακόμα κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν όταν νιώθουν έτσι, εκείνος το ήξερε και το αναγνώριζε αυτό για τον εαυτό του: Ένιωθε φθόνο. Και μιλάω για εκείνο το είδος φθόνου που κάνει τους ανθρώπους να είναι άξιοι να καίγονται στα καζάνια της κόλασης μετά από τα αποτελέσματα των πράξεών τους. Δεν είναι μικρό ένα τέτοιο συναίσθημα, ξέρετε... είναι κάτι που σε κουμαντάρει ολόκληρο, σε ελέγχει κάποιες φορές… και κάθε μία από αυτές τις φορές σε καταστρέφει.
Μια απλή συζήτηση με τον Θοδωρή, λοιπόν. Μια απλή συζήτηση και τίποτα παραπάνω.**Το επόμενο πρωί ο Αλέξης βρέθηκε στην κουζίνα με τον Γιώργο. Ο Γιώργος είχε ετοιμάσει κάτι για φαγητό, ενώ ο Αλέξης έπινε καφέ. Η Άννα μπήκε μέσα και χαιρέτησε.
«Καλημέρα», είπε, και ο Αλέξης παρατήρησε εκείνον τον τόσο γνωστό πια τρόπο κίνησής της. «Πώς ήταν η νύχτα σας;»
«Καλή, θα έλεγα», είπε ο Γιώργος.
«Κι η δικιά σου, Αλέξη;» Συνέχισε η Άννα, αλλά δεν πήρε απάντηση. «Δεν μου μιλάς;»
«Σου μιλάω. Απλά… η νύχτα δεν ήταν και πολύ καλή…»
«Ίσως να ήσουν πολύ μόνος μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο…» Του είπε εκείνη.
«Δε μας χέζεις, λέω ‘γω…»
Η Άννα γέλασε και του είπε ότι τον πείραζε. Μετά κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι.**Ο Στράτος σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου στο δωμάτιό του και πήρε το όπλο από το γραφείο. Βγήκε στον διάδρομο και κάθισε στη σκάλα, περιμένοντας, μέχρι που πέρασε ο Θοδωρής από εκεί.
«Έλα», του είπε ο Στράτος. «Πάμε μια βόλτα».
«Εμείς οι δύο; Δεν έχουμε πουθενά να πάμε».
Ο Στράτος προσπάθησε λίγο ακόμα για να τον πείσει, και τελικά τα κατάφερε σε τέτοιο βαθμό ώστε να κατέβουν μαζί τη σκάλα. Προσποιήθηκε ότι του ζητούσε συγνώμη, κάτι που έκανε τον Θοδωρή να χαμογελάσει, κι ύστερα του έδωσε το χέρι. Εκείνος το δέχτηκε, αλλά όταν έφτασαν κάτω και βγήκαν στη βεράντα, ο Στράτος τράβηξε το όπλο του και τον σημάδεψε.
«Τι κάνεις, ρε φίλε;» Τον ρώτησε ο  Θοδωρής. Πρώτα γέλασε, αλλά μετά τον κοίταξε τρομαγμένος.
«Νομίζεις ότι δεν θα το κάνω; Έτσι νομίζεις;»
«Τι θες από μένα, επιτέλους;»
Μέσα, στο σαλόνι, ο Γιώργος και ο Αλέξης τους είδαν. Περπάτησαν μαζί προς την βεράντα. Είδαν τον Στράτο να κρατάει το όπλο, τον Θοδωρή πεσμένο στις πέτρες του κήπου… Ο Στράτος στράφηκε προς το μέρος τους, και με αργούς ρυθμούς κατέβασε το όπλο.
«Πού το βρήκες αυτό;» Τον ρώτησε ο Αλέξης. 
«Να μη σε νοιάζει», του απάντησε εκείνος.
«Δώσε μου το όπλο, Στράτο». Ο Γιώργος τον πλησίασε. «Ξέρω ότι με εμπιστεύεσαι. Ξέρεις ότι είμαστε φίλοι. Έλα, δώσε μου το όπλο».
Ο Αλέξης μέχρι τώρα δεν είχε δει τίποτα τέτοιο, αλλά κάπως ήταν σίγουρος ότι ο Γιώργος ήξερε τι έκανε. Ακόμη περισσότερο, το κατάλαβε όταν ο Στράτος με εμφανή δουλοπρέπεια ακούμπησε το περίστροφο στα χέρια του Γιώργου. Τόσο απλά. Ήταν λες και ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, σαν να περίμενε να συμβεί, σαν να το ήθελε. Αν ήθελε απλά να τον σκοτώσει, σκέφτηκε ο Αλέξης, θα το είχε ήδη κάνει.
Ο Γιώργος κράτησε το όπλο κι ύστερα έπιασε τον Στράτο απαλά από το μπράτσο.
«Έλα», του είπε. «Πάμε να τα πούμε», και περπάτησαν μαζί μέσα στη βροχή.
Ο Αλέξης βοήθησε τον Θοδωρή να σηκωθεί και έμεινε για λίγο μαζί του. Και ήξερε: Στα μάτια του Στράτου, ο Γιώργος ήταν σημαντικός. Ίσως και κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Τους είδε να περπατάνε μαζί στη βροχή, και κατάλαβε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε σ’ εκείνη την παρέα που είχε αρχηγό τον Γιώργο. Έμοιαζε να καθοδηγεί, και σίγουρα αυτός που ακολουθούσε πιο πιστά ήταν ο Στράτος.
«Πήγαινε μέσα», είπε στον Θοδωρή. «Θα έρθω σε λίγο».**Ο Γιώργος με τον Στράτο επέστρεψαν μετά από αρκετή ώρα, μούσκεμα και οι δυο τους. Ο Στράτος πήγε προς την κουζίνα, ενώ ο Γιώργος ανέβηκε στο δωμάτιό του. Σε λίγο κάποιος του χτύπησε την πόρτα, και όταν εκείνος άνοιξε, είδε τον Αλέξη.
«Τι έγινε;» Τον ρώτησε.
«Το όπλο. Θέλω να μου το δώσεις».
«Γιατί;».
«Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι. Ούτε εσένα ούτε τους φίλους σου».
«Κι αν δεν σου το δώσω;»
«Τότε θα το πάρεις μαζί σου και θα φύγετε από εδώ αυτή τη στιγμή».
Ο Γιώργος τον κοίταξε σκεφτικός, χαμογελώντας, και τελικά δέχτηκε να του το δώσει. Πήγε μέσα στο δωμάτιο, το έπιασε από το γραφείο και του το έδωσε.
«Ωραία», είπε ο Αλέξης. «Είναι η Φανή κάτω».
Μετά έφυγε.**Το επόμενο πρωί, ο Αλέξης πήρε το όπλο και κατέβηκε στο ισόγειο, και από εκεί κάτω, στο υπόγειο. Πήρε μια τσάπα και ένα φτυάρι και βγήκε έξω. Έκανε το γύρο του ξενοδοχείου και περπάτησε μέχρι τον φράχτη της πίσω αυλής. Πέρασε από πάνω και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους.
Έψαξε για κάποια ώρα να βρει ένα καλό σημείο προκειμένου να θάψει το όπλο, και το βρήκε κάπου κοντά σε μερικούς θάμνους. Πρώτα χρησιμοποίησε την τσάπα, και λίγο αργότερα το φτυάρι. Το πρόβλημά του ήταν ότι το χώμα ήταν ακόμη νωπό, και η βροχή είχε σταματήσει από την προηγούμενη μέρα. Δεν είχε βγει ο ήλιος, βέβαια, αλλά σίγουρα δεν έβρεχε.
Κατάφερε, τελικά, ν’ ανοίξει μια τρύπα στο χώμα και ν’ αφήσει μέσα το περίστροφο. Ύστερα έκλεισε την τρύπα και την χτύπησε μαλακά από πάνω, προσπαθώντας να την κάνει να μην φαίνεται καν. Ένιωσε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν ήταν μόνος, γι’ αυτό και έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν είδε κανέναν, αν και για μια στιγμή θυμήθηκε εκείνο τον φίλο του Γιώργου, τον Παύλο. Γέλασε στη σκέψη χωρίς να δώσει σημασία.
Γύρισε στο ξενοδοχείο, σκούπισε τα πόδια του πριν μπει μέσα και όταν μπήκε, κατέβασε τα εργαλεία πίσω στο υπόγειο, όπου τα σκούπισε προσεκτικά με μπόλικο χαρτί κουζίνας που βρήκε σε ρολά εκεί κάτω. Πήρε τα χαρτιά μαζί του και τα πέταξε στα σκουπίδια του δωματίου του, κι όλα ήταν εντάξει.

6


Πέρασαν κάποιες μέρες ακόμα. Πέρασαν αργά, και όλα έμοιαζαν ήρεμα στο ξενοδοχείο. Η Φανή ερχόταν για επίσκεψη κάθε τόσο, περνούσε τις ώρες της κυρίως με τον Γιώργο στη βεράντα όταν εκείνος δεν ήταν κάπου εξαφανισμένος. Ο Αλέξης και η Άννα βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση… κανείς τους δεν ήξερε πώς θα κατέληγε, ενώ ο Θοδωρής κι ο Γιάννης βαριόνταν τις ζωές τους. Κανείς δεν ασχολιόταν πια με τον Παύλο, και σίγουρα όχι ο Γιώργος, για τον οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχε αρχίσει να βελτιώνεται… ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Η συμπεριφορά του, μάλλον, είχε αρχίσει να αλλάζει. Ναι, μάλλον αυτό ήταν. Η συμπεριφορά του και η στάση του. Όχι ότι έμοιαζε τώρα πια περισσότερο αισιόδοξος, αλλά να… πώς να το πει κανείς…
Μάλλον είχε να κάνει με τη Φανή. Έτσι πίστευαν οι περισσότεροι εκεί μέσα, δηλαδή. Ότι η Φανή με τον καιρό θα τον έβαζε σε τάξη. Κανείς τους δεν ήξερε τι συζητούσαν οι δυο τους με τις ώρες, αλλά το ότι οι φίλοι του Γιώργου τον έβλεπαν να γελάει, κάτι σήμαινε για εκείνους.
Ήταν λες και όλοι τους ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο εκείνες τις μέρες. Σαν να μπορούσαν απλά να είναι αυτοί πού όντως ήταν. Μια γεύση ελευθερίας τους κατέκλυσε, όλη δική τους να τη νιώσουν. Μερικές φορές η Άννα είχε δει τον Αλέξη και τον Γιώργο να συζητάνε μαζί μέχρι αργά στο σαλόνι. Δεν είχε ακούσει τι έλεγαν, αλλά ήταν σίγουρη ότι ο Γιώργος κάπως θαύμαζε τον Αλέξη. Ήλπιζε ότι ο τελευταίος δεν θα τον απογοήτευε, αν και τον εμπιστευόταν πάνω σ’ αυτό. Σε γενικές γραμμές ναι, του είχε εμπιστοσύνη, και ίσως να μην ήθελε να τελειώσουν εκείνες οι μέρες. Ίσως στην πραγματικότητα κανείς τους να μην ήθελε να τελειώσουν εκείνες οι μέρες, ίσως ακόμη κι ο Γιώργος… ακόμη κι αν ο Παύλος δε φαινόταν πουθενά, πια…
Ο Αλέξης είχε ξεχάσει εκείνο το όπλο, όπως όλοι τους. Έτσι κι αλλιώς, ο Στράτος είχε ζητήσει συγνώμη από τον Θοδωρή για εκείνο το σκηνικό, αν και ο Θοδωρής δεν είχε πιστέψει ότι το εννοούσε. Πίστευε ότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τέτοιου είδους θέματα τόσο γρήγορα και απλά όσο προσποιούνταν ο Στράτος ότι το είχε κάνει. Πίστευε, με λίγα λόγια, ότι ο Στράτος του είχε πει ψέματα, και ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξανασυμβεί κάτι ανάλογο. Αλλά όταν έμαθε ότι ο Αλέξης είχε πάρει το όπλο είχε νιώσει κάπως καλύτερα, κάπως περισσότερο ασφαλής. Αυτό που δεν ήξερε ούτε ο Θοδωρής, ούτε ο Αλέξης, ούτε και κανένας άλλος, ήταν ότι κάποιος όντως είχε δει τον Αλέξη εκείνο το πρωί, και στη συνέχεια είχε ξεθάψει το όπλο.
Το τέλος, λοιπόν, ξεκίνησε όταν κάποιος κατέβηκε από τους πάνω ορόφους, και είπε στον Αλέξη ότι ο Γιώργος είχε ζητήσει να τον δει. Μόνο εκείνον. Αποκλειστικά εκείνον. Ο Αλέξης απόρησε, αλλά τελικά παράτησε ό,τι έκανε και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα.

7


Ο Γιώργος ένιωσε ότι ποτέ δεν είχε βρεθεί ξανά μέσα σε τόση ησυχία. Ήταν σκοτεινά μέσα στο δωμάτιο, αλλά υπήρχε αρκετό φως ώστε να μπορεί να διακρίνει τον χώρο… ώστε να βλέπει, και σκέφτηκε ότι είναι παράξενο το πώς μερικές φορές μέσα στο ημίφως βλέπεις απλά καλύτερα. Ή ίσως απλά διαφορετικά, ποιος ξέρει… Εκείνος, πάντως, ένιωθε σίγουρος ότι έβλεπε περισσότερα πράγματα με τα φώτα σβηστά. Για μια στιγμή νόμισε ότι είδε μια σκιά να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, και είχε κάνει μια απλή υπόθεση. Ίσως να σκέφτεται, είπε με το νου του. Ναι, μοιάζει να είναι σκεφτική. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν η δική του σκιά αυτή που έβλεπε. Ήταν λες και στεκόταν κάπου παράμερα και παρατηρούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Κι εκείνη η ησυχία… Ησυχία των νεκρών την ονόμασε μέσα σε μερικά λεπτά από τη στιγμή που την ένιωσε. Η ομορφιά, όμως, δεν έπαυε να υφίσταται παράλληλα με όλα αυτά. Ένιωθε όμορφα μέσα στη θλίψη του. Μια θλίψη που για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν μπορούσε να προσδιορίσει, και αν μη τι άλλο, αυτό το τελευταίο ήταν ανησυχητικό. Όλα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα. Τι είχε αλλάξει, λοιπόν;
Σκέφτηκε ότι ήταν άρρωστος. Ναι, αυτό ήταν… κάποια νόσος του μυαλού. Κάποιο ανίατο, χρόνιο νόσημα, αυτό πρέπει να ήταν. Και η υπόθεση σύντομα έγινε δεδομένο. Σίγουρα αυτό ήταν. Ήταν τρελός, λοιπόν, ένας άνθρωπος που δεν ασκούσε κανένα είδος ελέγχου πάνω στις σκέψεις του. Μάλλον εκείνες ήταν που ασκούσαν τον δικό τους έλεγχο πάνω του. Τρέλα λέγεται αλλιώς. Ή μήπως τώρα ήταν λίγο υπερβολικός;
Η Φανή… εκείνη τον έκανε να γαληνεύει, άσχετα από το γεγονός ότι βίωνε μερικές στιγμές απόλυτης ηρεμίας. Σκέφτηκε την τελευταία φορά που είχε μιλήσει μαζί της, την τελευταία τους συζήτηση, και πώς όλα οδηγούσαν στο τέλος από εκεί και μετά. Την είχε πλησιάσει εξ αρχής… εκείνο το ίδιο απόγευμα… είχε καθίσει πολύ πιο κοντά της από όλες τις άλλες φορές, κι εκείνη του είχε χαμογελάσει. Σχεδόν την ένιωθε πάνω του, τον είχε ξενίσει το γεγονός ότι ήθελε να της πει ότι την αγαπάει, ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά κατά τη γνώμη του κάτι τέτοιο θα έβαζε ένα άσχημο τέλος στη σχέση τους. Έτσι κι αλλιώς, ήξερε ότι θα της έλεγε ψέματα. Ποτέ δεν αγάπησε κανέναν ο Γιώργος, έτσι πίστευε για τον εαυτό του. Ίσως μόνο λίγο τον Παύλο, αλλά κι εκείνος τον είχε προδώσει, σωστά; Έτσι είχε φύγει μια μέρα από τον Άγιο Δημήτριο, και έτσι είχε αρχίσει να παίρνει τη λάθος κατεύθυνση ο Γιώργος. Αλλά όχι, αυτό μάλλον είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια…
Τόσα λάθη, λοιπόν. Ναι, αυτό ήταν που τον βασάνιζε κατά κάποιο τρόπο. Τα λάθη. Και επέμενε να βρίζει τον εαυτό του για όλο το κακό που είχε προκαλέσει…
«Δεν σου κρύβω ότι περιμένω κάθε μέρα πότε θα έρθεις…»
…με όλες εκείνες τις λάθος ενέργειες…
«Είναι σημαντικό αυτό για σένα;»
…όπως το να αφήσει τον εαυτό του να είναι τόσο ευάλωτος.
«Ναι, Φανή», της είπε. «Νομίζω πώς είναι. Ξέρεις… μερικές φορές νιώθω ότι είμαι ένας πραγματικά κακός άνθρωπος. Δεν ξέρω γιατί… απλά κάποιες φορές μιλάω πολύ άσχημα χωρίς καν να το καταλαβαίνω, είναι λες και χάνω τον έλεγχο, και μετά το συνειδητοποιώ και νιώθω τύψεις. Και περνάνε μέρες μέχρι να νιώσω καλύτερα. Απλά κάθομαι εκεί και βασανίζομαι, ακριβώς επειδή πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μου αξίζει…»
Εκείνος συνέχισε να μιλάει, κι εκείνη κοίταζε την εκφραστικότητα των ματιών του, χαμένη κάπου εκεί μέσα, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήταν η τελευταία φορά που την είχε δει… Τώρα όλα θα τελείωναν, ενώ εκείνη θα περίμενε την επόμενη συνάντησή τους. Έφερε τα χέρια του γύρω του, λες και υπήρχε κάτι ν’ αγκαλιάσει, και χάθηκε μέσα στην ομορφιά της θλίψης, όταν άκουσε τη φωνή του Αλέξη πίσω από την πόρτα.
«Γιώργο;»**Ο Γιώργος περπάτησε προς την πόρτα και κάθισε στο πάτωμα του στενού διαδρόμου.
«Παρακαλώ;»
«Ο Αλέξης είμαι».
«Ναι, σε κατάλαβα».
«Μου είπαν ότι με ζήτησες».
«Ναι, αλήθεια είναι».
«Λοιπόν; Τι με ήθελες;»
Ο Γιώργος γέλασε.
«Ξέρεις κάτι;» Είπε στον Αλέξη. «Κάτσε λίγο. Να μην στέκεσαι όρθιος…»
Ο Αλέξης τον άκουσε και κάθισε κάτω, πάνω στη μοκέτα.
«Σ’ ακούω», του είπε. «Είσαι καλά;»
«Δε θα το ‘λεγα… Ξέρεις… είναι μια από εκείνες τις φορές που τα πράγματα στραβώνουν λίγο… Έχεις σκεφτεί ποτέ την αυτοκτονία;»
«Ναι», του είπε. «Η αλήθεια είναι ότι την έχω σκεφτεί. Αλλά η σκέψη από την πράξη απέχει κάπως. Πού θες να καταλήξεις, όμως; Σκέφτεσαι να κάνεις κακό στον εαυτό σου;»
«Ναι», είπε ο Γιώργος. «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει κανείς στον εαυτό του. Σκέφτομαι να πεθάνω».
«Ξέρεις… μη με παρεξηγείς, αλλά κάπως… δεν σε πιστεύω».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δεν με πιστεύεις; Κι αν σου έλεγα ότι βρήκα το όπλο; Μιλάω για εκείνο που πήγες και έθαψες μέσα στο δάσος… απορώ πώς δεν με είδες όταν έβγαινες έξω. Στεκόμουν ακριβώς στη μέση του σαλονιού. Μέχρι που σκέφτηκα να σε χαιρετήσω, αλλά δεν το έκανα. Προτίμησα να δω τι είχες κατά νου να κάνεις… κι έτσι σ’ ακολούθησα».
«Και βρήκες το όπλο…»
«Ακριβώς».
«Και γιατί θα ήθελες να κάνεις κακό στον εαυτό σου; Ειλικρινά… δεν σε καταλαβαίνω…»
«Ξέρεις… νομίζω ότι έχει να κάνει με τις ενοχές που νιώθω. Και με το ότι κάποιες φορές νιώθω ότι είμαι τόσο αδύναμος… σαν να μην έχω διεξόδους, σαν να μην έχω μέλλον. Δεν ξέρω τι να κάνω για όλα αυτά, πώς να ξεφύγω… Και αυτό που με σκοτώνει είναι ότι έχω τις ευθύνες μου... Εγώ φταίω… και δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι αυτό για μένα… μαζί με όλα τα άλλα…»
«Τα άλλα;»
«Τα λάθη… τις αδικίες απέναντι σε άλλους…»
«Αδίκησες κάποιους…»
«Ναι».
«Φαντάζομαι ότι θα είχες τους λόγους σου για να το κάνεις…»
«Είμαι κακός άνθρωπος, Αλέξη. Δεν μου αξίζει…»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες, Γιώργο».
«Ξέρεις τι έλεγαν για μένα; Έλεγαν ότι αυτός ο Γιώργος είναι ένας μεγάλος μαλάκας, και ότι είναι ένας φλώρος και μισός. Και ανωμαλάρα μεγάλη… Μόνο να άκουγες τι λέει όταν είναι μόνος του μέσα στο διαμέρισμά του… Χα-χα-χα… θα πέθαινες στο γέλιο».
«Ποιος τα έλεγε αυτά, Γιώργο;»
«Διάφοροι. Έφταναν και στ’ αυτιά μου, πάντως. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν μαζί μου εδώ πάνω, αυτοί που γνώρισες εσύ κι η Άννα… δεν είναι παρά εκείνοι που δεν πίστεψαν σ’ εκείνα τα λόγια. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα, Αλέξη, είναι ότι δεν έχω καμιά δικαιολογία απέναντι σε όλες εκείνες τις κατηγορίες… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πέρα από το να παραδεχτώ ότι όντως είμαι όλα αυτά τα πράγματα που περιέγραφαν εκείνοι οι άνθρωποι».
«Αν εσύ θεωρείς ότι όντως είχαν δίκιο όσοι μιλούσαν έτσι για σένα, τότε τι να πω… όντως έχεις μερίδιο ευθύνης για όσα περνάς. Δεν συμφωνείς;»
Ο Αλέξης δεν πήρε απάντηση για λίγο…
«Γιώργο, μ’ ακούς;»
«Ναι, σ’ ακούω. Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας φαύλος κύκλος, σκέψεις οι οποίες ποτέ δεν τελειώνουν, εμμονές…»
«Ίσως θα έπρεπε να βγεις από εκεί για να συζητήσουμε σαν άνθρωποι».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δε νομίζω». Και μετά άλλαξε θέμα. «Σε θαυμάζω κάπως, ξέρεις… Πιστεύω ότι είσαι εντάξει τύπος… κι αν δεν είσαι, σίγουρα μ’ αρέσουν αυτά που γράφεις».
«Τι λες τώρα; Δεν είμαι παρά ένας της σειράς».
«Κάνεις λάθος. Για να γίνεις ένας της σειράς πρέπει να είσαι έξυπνος. Πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι αυτό που έχεις, κι εσύ έχεις το γράψιμο. Και το χειρίζεσαι καλά, δε νομίζεις;»
«Ίσως μερικές φορές να είμαι καλός με τις λέξεις…»
«Ε, λοιπόν, τι σε σταματάει από το να προχωρήσεις; Έχεις έναν πεντακάθαρο δρόμο στημένο μπροστά σου. Τι φοβάσαι;»
«Θα έλεγα ότι το βασικό μου πρόβλημα είναι ότι δεν πιστεύω σε όσα μου ζητάνε να κάνω».
«Τι θέλεις, δηλαδή;» Τον ρώτησε ο Γιώργος και την ίδια στιγμή γέλασε. «Πότε θα μεγαλώσεις, φίλε; Δεν κατάλαβες ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η τέχνη στη δουλειά σου; Ούτε η λογοτεχνία υπάρχει. Αυτό που μετράει για ανθρώπους σαν εσένα τώρα πια είναι η επιβίωση. Διαφωνείς;»
«Αλλά τι περίμενες; Να ανακαλύψω κάποια σπουδαία αλήθεια στα λόγια σου; Φυσικά και διαφωνώ».
«Και πώς έφτασες ως εδώ; Γιατί αν έφτασες όπως λες, τότε δεν θα αντιμετώπιζες ηθικά διλήμματα, έτσι δεν είναι;»
«Πού θες να καταλήξεις με όλα αυτά;»
«Σου λέω να τους δώσεις αυτό που θέλουν. Αυτό που τους αξίζει. Και σου το λέω αυτό, επειδή αυτό για το οποίο πραγματικά είσαι ικανός, σίγουρα δεν τους αξίζει, με καταλαβαίνεις;»
«Θα πρέπει να μισείς τους ανθρώπους πάρα πολύ», του είπε ο Αλέξης.
«Ίσως… δεν ξέρω… Το βρίσκεις κατακριτέο αυτό;»
«Παράτα με… με… όλες αυτές τις μαλακίες. Εγώ κάνω αυτό που κάνω και…»
«Και θα πέσεις στο τέλος πάνω σ’ έναν τοίχο, θα χάσεις την Άννα και μαζί ό,τι άλλο έχεις επιθυμήσει τόσο πολύ σ’ όλη σου τη ζωή. Γιατί ξέρω ότι τη θες αυτή τη γυναίκα».
«Μου είπες να έρθω για να μιλήσουμε για εμένα; Βγες έξω αν θες να μιλήσουμε, αλλιώς δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο».
«Δεν πρόκειται να βγω. Και να πεις στη Φανή ότι ο Γιώργος ζητάει συγνώμη που την εγκατέλειψε τόσο βιαστικά».
«Εντάξει, δες… εφόσον έχεις το όπλο και εφόσον έχεις κλειδωθεί εκεί μέσα, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να σε σταματήσω από το να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Επομένως αν θες να το κάνεις, μπορείς να το κάνεις χωρίς κανένα εμπόδιο».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Καλή προσπάθεια», είπε στον Αλέξη. «Αλλά δεν με πείθεις…»
«Παίζεις μαζί μου, ρε κωλόπαιδο; Επειδή σου έχει στρίψει εσένα, δηλαδή…»    
«Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Έχεις τη ζωή σου στα χέρια σου, κι έχεις να επιλέξεις δύο δρόμους. Ή θα καταλήξεις στην αφάνεια παριστάνοντας τον αληθινό καλλιτέχνη, ή θα ζήσεις τη ζωή που ήθελες… με μερικές απώλειες, βέβαια. Όπως αυτήν την παιδιάστικη ιδεολογία που ακολουθείς. Στόχος είναι η επιβίωση, να το θυμάσαι αυτό. Ιδίως για ανθρώπους σαν κι εσένα…»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ξέρεις τώρα… ξέρεις πώς είναι να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να σε γκρεμίσουν… το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Αν μη τι άλλο, είναι κομμάτι της δουλειάς σου. Απλά, κατά τη γνώμη μου, εσύ είσαι πολύ χέστης για να σταθείς και να τους αντιμετωπίσεις».
«Δεν ξέρεις τι λες», του είπε ο Αλέξης. «Αν ηρεμήσεις λίγο, ίσως τότε να μιλήσουμε λογικά…»
«Εντάξει, όπως θες… μην το παραδέχεσαι».
Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο. Ο Αλέξης είχε αρχίσει να αγχώνεται και να εκνευρίζεται. Ένιωθε ότι ήθελε να του βάλει τις φωνές, να γκρεμίσει την πόρτα, κάτι που ήταν πραγματικά αδύνατο να συμβεί, να τον αρπάξει απ’ τον γιακά και να τον πετάξει έξω κοπανώντας παράλληλα το κεφάλι του στα ντουβάρια μέχρι να συνέλθει.
«Γιατί κάλεσες εμένα εδώ; Γιατί όχι κάποιον απ’ τους φίλους σου;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Γιώργος. «Για κάποιο λόγο είσαι σημαντικός για μένα. Νομίζω ότι μοιάζουμε λίγο εγώ κι εσύ… θέλω να πω, δεν μπορεί ό,τι γράφεις μέσα στα κείμενά σου να είναι ψέμα, έτσι; Πιστεύω ότι τα περισσότερα δεν είναι…»
«Δεν βγάζω άκρη μαζί σου».
«Σου ζητάω να καταλάβεις, ότι εγώ επιλέγω να είμαι ανάμεσα σε εκείνους που χάνονται. Και νιώθω κάπως… περήφανος γι’ αυτό», γέλασε ο Γιώργος.
Ο τύπος δεν είναι στα καλά του, σκέφτηκε ο Αλέξης. Πρόκειται να μου φορτώσει την αυτοκτονία του, ενώ την ίδια στιγμή το διασκεδάζει.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, Γιώργο. Με συγχωρείς, αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σε σώσω».
«Δεν πειράζει… απλά ήθελα να συζητήσω λίγο ακόμη μαζί σου, αυτό είναι όλο. Τώρα νομίζω ότι θα πάω λίγο στο μπάνιο…»
«Εντάξει», του είπε ο Αλέξης. «Εδώ θα είμαι, θα περιμένω να τα πούμε».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Όπως νομίζεις», του είπε.**Ο θόρυβος του όπλου ακούστηκε σε όλο το κτίριο. Μάλλον. Αν, δηλαδή, σκεφτεί κανείς ότι τον άκουσαν μέχρι το ισόγειο… ναι, μάλλον ακούστηκε.
Σύντομα η Άννα εμφανίστηκε στον διάδρομο κρατώντας τη μικρή στα χέρια της και κοίταξε με ανησυχία τον Αλέξη. Τον είδε όρθιο μπροστά στην πόρτα του δωματίου του Γιώργου. Με το ένα χέρι στηριζόταν πάνω της και με το άλλο κρατούσε το πόμολο. Της φάνηκε ότι είχε δάκρυα στο πρόσωπό του.
«Τι έγινε; Είσαι καλά;» Τον ρώτησε.
«Πάρε τη μικρή από ‘δω», της είπε, αλλά μόλις είδε την Άννα να φεύγει άλλαξε γνώμη: «Ή μάλλον όχι. Κατέβα κάτω και πες σε όποιον βρεις εκεί να φέρει το κλειδί του…» κοίταξε την ετικέτα στην πόρτα του δωματίου του Γιώργου «…βήτα δώδεκα».
«Πες μου… τι έγινε;»
«Κάνε ό,τι σου λέω».
Η Άννα γύρισε και περπάτησε μακριά, προς τη σκάλα. Πέρασαν μερικά λεπτά, και σε λίγο όλοι βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο. Ο Γιάννης έδωσε το κλειδί στον Αλέξη κι εκείνος το έβαλε στην πόρτα.
«Το καλό που του θέλω», είπε, «να μην έχει αφήσει το κλειδί από πίσω».
Ο Γιώργος δεν είχε αφήσει κλειδί πίσω απ’ την πόρτα, και όταν η πόρτα άνοιξε, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αλέξης ήταν να ψάξει για έναν διακόπτη. Άναψε το φως του διαδρόμου και είδε μια μπλούζα πεταμένη στο πάτωμα, πάνω στη μοκέτα. Την έκανε πέρα με το πόδι του. Η πόρτα του μπάνιου ήταν ανοιχτή, αλλά το φως σβηστό. Το άναψε, και είδε τον Γιώργο μέσα. Ήταν μισός μέσα στη μπανιέρα και μισός έξω. Αίμα και κάτι άλλο, πιο πηχτό, βρίσκονταν πάνω στον τοίχο. Κυλούσαν προς τα κάτω.
Μπήκαν όλοι μέσα, και ο Αλέξης με τον Γιάννη και τον Θοδωρή στάθηκαν στη μέση του μπάνιου. Η Άννα άκουσε τον Αλέξη και πήγε με τη μικρή κάτω, στο ισόγειο. Κανείς δεν έβγαζε λέξη για αρκετή ώρα, ενώ σύντομα βρέθηκαν να κάθονται στο εσωτερικό του δωματίου, στο κρεβάτι. Μόνο ο Στράτος, που τώρα έκλαιγε γεμάτος τύψεις, καθόταν στην καρέκλα του γραφείου.
«Ακούω προτάσεις», είπε τελικά ο Αλέξης. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Αυτός ο μαλάκας είχε το όπλο μαζί του», γρύλισε ο Θοδωρής και έδειξε τον Στράτο.
Ο Στράτος έμοιαζε να έχει σπάσει σε κομμάτια. Μόνο κάτι λυγμοί έβγαιναν από το στόμα του. Σύντομα ηρέμησαν ξανά τα πράγματα.
«Να φωνάξουμε την αστυνομία», είπε ο Γιάννης. «Δεν ξέρω… τι κάνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις;»
«Πού το βρήκες αυτό το όπλο;» Ρώτησε ο Αλέξης τον Στράτο.
Εκείνος σήκωσε τα χέρια του και τα κούνησε στον αέρα σε μια προσπάθεια να πει κάτι. 
«Κάπου σ’ ένα μαγαζί που δούλευα», είπε. «Σ’ ένα μπαρ…»
«Αν φωνάξουμε την αστυνομία, ο Στράτος θα μπλέξει άσχημα», είπε ο Αλέξης.
«Και τι προτείνεις; Να τον αφήσουμε εκεί μέσα;»
Καμιά απάντηση.
«Ας αποφασίσει ο Στράτος», είπε ο Αλέξης. «Δικό του ήταν το όπλο».
Όλοι κοίταξαν τον Στράτο.
«Λέγε», του είπε ο Αλέξης. «Δική σου απόφαση είναι. Σκέψου το… ο Γιώργος έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε, το είχε αποφασίσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Και σίγουρα όχι εγώ. Αξίζει τον κόπο να μπλέξεις για κάποιον που τόσο λίγο νοιαζόταν για τους άλλους που τους φόρτωσε το θάνατό του;»
Πέρασαν πέντε με επτά λεπτά περιμένοντας την απόφαση του Στράτου, ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε ότι ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα και κάτι τέτοιες αηδίες, κι ύστερα έβαζε ξανά απ’ την αρχή τα κλάματα. Τελικά ο Αλέξης πρότεινε ένα είδος ψηφοφορίας.
«Όποιος υποστηρίζει να καλέσουμε την αστυνομία, να σηκώσει το χέρι του», είπε.
Κανείς δεν ήθελε να φορτωθεί τον θάνατο του Γιώργου. Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους εκτός απ’ τον Στράτο.
«Πολύ καλά», είπε ο Αλέξης και σηκώθηκε. «Πάω κάτω, στο τηλέφωνο».
Περπάτησε προς την πόρτα, αλλά πριν βγει έξω άκουσε τον Στράτο να λέει σε παρακαλώ, μην το κάνεις μέσα από τα κλάματά του, και όταν στράφηκε προς το μέρος του τον είδε πεσμένο στα γόνατα. Ο Γιάννης προσπαθούσε να τον κάνει να σταθεί στα πόδια του.
Ο Αλέξης στηρίχτηκε στον τοίχο και πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ένιωσε κάπως καλύτερα.**Ο Θοδωρής στην αρχή αρνήθηκε να βοηθήσει, αλλά τελικά έπιασε κι εκείνος μια πετσέτα και έβαλε ένα χεράκι για να σκουπίσουν το αίμα. Όπου κι αν βρισκόταν αυτό. Μετά έπιασαν το πτώμα του Γιώργου και το τύλιξαν σε ένα σεντόνι, και μετά σε ένα δεύτερο. Ο Αλέξης κι ο Γιάννης το σήκωσαν και το κατέβασαν κάτω, αφού πρώτα βεβαιώθηκαν ότι η Μαρία δεν θα τους έβλεπε.
Είχε βραδιάσει, πια. Έβαλαν τις πετσέτες για πλύσιμο ελπίζοντας ότι το αίμα θα έβγαινε και μαζεύτηκαν όλοι στο ισόγειο. Η Άννα ήταν κι εκείνη εκεί, αλλά η Μαρία ήταν πάνω, στο δωμάτιο και κοιμόταν. Ο Αλέξης και ο Γιάννης θα κουβαλούσαν το πτώμα, ενώ ο Θοδωρής θα έφερνε  από το υπόγειο τα εργαλεία για να σκάψουν στο δάσος. Ο Γιάννης πήρε στον ώμο του και την τσάντα του Γιώργου. Ο Στράτος στεκόταν κάπου πιο δίπλα και ένιωθε ότι αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν ό,τι χειρότερο, το πιο άνανδρο πράγμα, αλλά δεν έβγαζε λέξη, καθώς ένιωθε υπεύθυνος.
Οι δυο τους σήκωσαν το πτώμα και βγήκαν έξω. Η Άννα περπατούσε μπροστά τους με δύο φακούς που είχαν βρει στο υπόγειο. Έκαναν το γύρο του ξενοδοχείου και περπάτησαν στο πίσω μέρος του.
«Μέσα στο δάσος», είπε ο Αλέξης. «Πρέπει να περάσουμε τον φράχτη».
Καθώς περπατούσαν προς το τέρμα του οικοπέδου, ο Γιάννης επισήμανε ότι είχε ξαστεριά. Δεν υπήρχαν σύννεφα, κάτι που για κάποιο λόγο τους έκανε όλους να νιώσουν καλύτερα.
«Ίσως αύριο να έχει ήλιο», είπε η Άννα.
Πέρασαν με προσοχή τον φράχτη.
«Έπρεπε να το καταλάβουμε ότι ο Γιώργος πήγαινε προς το τέλος του», είπε ο Γιάννης. «Τώρα που έγινε αναρωτιέμαι πώς δεν καταφέραμε να το δούμε».
«Δεν ξέρω πώς θα μπορούσες να το καταλάβεις», είπε ο Αλέξης.
Περπατούσαν ανάμεσα σε δέντρα, σε μια ανηφορική πλαγιά. Το χώμα ήταν ακόμη υγρό. Σύντομα ένιωσαν τη θερμοκρασία να πέφτει. Πίσω στο ξενοδοχείο, ο Θοδωρής βγήκε έξω κρατώντας μια τσάπα και δύο φτυάρια όσο καλύτερα μπορούσε, προσπαθώντας να μην τα ρίξει. Καθώς περπατούσε στο μονοπάτι στον κήπο, είδε μια σκιά να στέκεται κάποια μέτρα μακριά του, απέναντί του. Προσποιήθηκε ότι την αγνόησε και συνέχισε να περπατάει, αλλά σύντομα άρχισε να τρέχει. Ποιος θα μπορούσε να στέκεται σ’ εκείνο το σημείο μέσα στη νύχτα; Ήταν παράξενο που η σκιά φορούσε ένα μακρύ παλτό. Ή μάλλον ένα αδιάβροχο με μια ψηλή κουκούλα.
Όταν έφτασε πίσω από το ξενοδοχείο είδε έναν φωτεινό κύκλο στο έδαφος. Ήταν η Άννα που ερχόταν να τον βρει. Περπάτησαν μαζί μέχρι το σημείο που βρίσκονταν ο Γιάννης και ο Αλέξης, ενώ ο Θοδωρής προσπαθούσε να μιλήσει.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Κάποιος είναι μπροστά στο ξενοδοχείο», της είπε.
«Ποιος; Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω…»
Έφτασαν βιαστικά στο σημείο που θα έθαβαν -ή μάλλον θα έκρυβαν- τον Γιώργο. Ο Θοδωρής τους είπε ότι είχε δει κάποιον. Τους είπε ότι φορούσε ένα μακρύ αδιάβροχο.
«Θα σου φάνηκε», είπε ο Γιάννης. «Δώσε την τσάπα. Κάποιος να μου ρίξει φως». Ο Γιάννης άρχισε να σκάβει.
«Ήταν εκεί, σας λέω, τον είδα!»
«Αλέξη», είπε η Άννα, «έχεις τα κλειδιά της πίσω πόρτας;»
«Τι τα θες;»
«Η μικρή είναι στο δωμάτιό της, και αν όντως υπάρχει κάποιος εκεί…»
«Τον είδες κι εσύ;»
«Όχι, αλλά αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να μπει μέσα; Η μπροστινή πόρτα δεν είναι κλειδωμένη…»
Ο Αλέξης την αγνόησε, και τότε εκείνη άλλαξε ύφος:
«Δώσε μου τα κλειδιά, ρε μαλάκα», του είπε.
Τα έπιασε από τη ζώνη του και της τα πέταξε.
«Το μικρό κλειδί είναι για την πίσω πόρτα».
Η Άννα έδωσε στον Αλέξη τον έναν από τους δύο φακούς και ξεκίνησε.
«Θα έρθω μαζί σου». Ο Θοδωρής την ακολούθησε.**Πέρασαν για ακόμη μια φορά πάνω απ’ τον φράχτη και περπάτησαν γρήγορα προς την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Η Άννα έψαξε να βρει το μικρό κλειδί στον κρίκο που της είχε δώσει ο Αλέξης. Όταν το βρήκε ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα. Πέρασαν μέσα και προχώρησαν προς το καθιστικό. Τα φώτα εκεί ήταν αναμμένα και ο Στράτος καθόταν σκυθρωπός σε μια πολυθρόνα. Σχεδόν είχε αποκοιμηθεί. Ή μάλλον θα ευχόταν να είχε αποκοιμηθεί για να μην σκέφτεται όσα σκεφτόταν.
«Σβήσε το φως», είπε ο Θοδωρής στην Άννα. Εκείνη τον κοίταξε με απορία. «Τους διακόπτες», της έδειξε.
Η Άννα κατέβασε τους διακόπτες και αμέσως μια σκιά φάνηκε στη βεράντα. Την κοίταξαν για λίγο, ενώ ο Θοδωρής πήρε τα κλειδιά από τα χέρια της Άννας και πλησίασε την εξώπορτα περπατώντας σχεδόν στα τυφλά.
Η σκιά περπάτησε πρώτα προς τα αριστερά, και σύντομα προς τα δεξιά, προς την είσοδο, αλλά ο Θοδωρής είχε ήδη φτάσει στην πόρτα. Πριν κλειδώσει, η σκιά άνοιξε. Ο Θοδωρής έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και κατάφερε να την κλειδώσει αφήνοντας τη σκιά απ’ έξω. Τον είδε, ωστόσο. Όχι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά ένιωσε σίγουρος ότι κατάλαβε για ποιον επρόκειτο. Απομακρύνθηκε από την πόρτα με μικρά βήματα.
«Τι έγινε;» Ψιθύρισε ο Στράτος. 
«Μη μιλάς», του είπε ο Θοδωρής. «Κάνε ησυχία».
Οι τρεις τους περίμεναν. Η σκιά έκανε το ίδιο, αν και μετά βίας μπορούσε να τους δει μέσα στο σκοτάδι του καθιστικού. Ύστερα γύρισε και περπάτησε προς τον κήπο. Κατέβηκε με προσοχή τα τρία σκαλοπάτια της βεράντας. Οι μικρές λάμπες ανάμεσα στα φυτά, μέσα στα παρτέρια, αποκάλυψαν ένα πράσινο αδιάβροχο με κουκούλα. Σύντομα, όμως, εκείνος κατέβασε την κουκούλα. Ανάκατα, μακριά, μαύρα μαλλιά φάνηκαν, αλλά κανένα πρόσωπο. Ύστερα απομακρύνθηκε, μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι.
«Δεν μπορεί να πάει μακριά», είπε ο Θοδωρής. «Με τόσο σκοτάδι… μάλλον θα μείνει εδώ γύρω μέχρι να ξημερώσει».
«Ποιος είναι αυτός;» Ρώτησε η Άννα.
«Υποψιάζομαι ότι τον λένε Παύλο», είπε ο Θοδωρής, ενώ πίσω του ο Στράτος ξύπνησε από το λήθαργό του.**«Ρίξε λίγο φως, ρε φίλε, τι θα γίνει τώρα;» Είπε ο Γιάννης στον Αλέξη.
«Πάρε εσύ τον φακό», του είπε εκείνος. «Άσε εμένα να σκάψω το υπόλοιπο».
Άλλαξαν θέσεις. Ο Αλέξης έπιασε την τσάπα, ενώ ο Γιάννης τον φακό.
«Κάνει κρύο», είπε ο Γιάννης.
Ναι, είχε δίκιο. Το ένιωσε μόνο λίγη ώρα αφού σταμάτησε να σκάβει. Πιο πριν είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Για μια στιγμή ένιωσε περίεργα που κανείς στην πραγματικότητα δεν είχε κλάψει για τον Γιώργο. Ο μόνος που ένιωθε ανήμπορος ήταν ο Στράτος, κι εκείνος επειδή ένιωθε υπεύθυνος. Μάλλον δεν είχε βγει ακόμη από μέσα τους, αυτό πρέπει να έφταιγε.
Πέταξαν μέσα το πτώμα. Ή μάλλον το ακούμπησαν απαλά. Τα δύο σεντόνια με τα οποία το είχαν τυλίξει είχαν λεκιαστεί με αίμα και προσπάθησαν να μην το ακουμπήσουν από εκείνα τα σημεία για να μην λερώσουν τα χέρια τους. Αφού πέταξαν μέσα στον λάκκο την τσάντα του Γιώργου και το όπλο, ο Γιάννης ακούμπησε τον φακό σε ένα βολικό σημείο και οι δυο τους έπιασαν από ένα φτυάρι για να γεμίσουν την τρύπα. Έτσι τέλειωνε η ιστορία του Γιώργου, σκέφτηκε ο Γιάννης και ένιωσε πολύ παράξενα. Σε ένα σημείο πέταξε κάτω το φτυάρι.
«Δεν μπορώ», είπε κλαίγοντας με λυγμούς. «Δεν μπορώ να το κάνω».
Ο Αλέξης τον κοίταξε με ανάμεικτα συναισθήματα. Ποτέ δεν συμπάθησε κάτι τέτοιους ανθρώπους που είναι αδύναμοι. Έχεις να κάνεις μια δουλειά γαμώ το κέρατό σου. Ε, λοιπόν στρώσε τον κώλο σου και κάνε την χωρίς να κλαίγεσαι. Από την άλλη, όμως, τον καταλάβαινε, και μάλιστα απορούσε με τον εαυτό του που δεν είχε φτάσει κι ο ίδιος σε εκείνο το σημείο. Ήταν, μάλλον, η ιδέα που είχε τώρα πια για τον Γιώργο. Το κάθαρμα… να πεθάνει έτσι στα δικά του χέρια.
Ο Γιάννης συνέχισε.
«Καταλαβαίνεις ότι χαντακώνουμε έναν άνθρωπο εδώ πέρα; Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψυχρός;» Είπε στον Αλέξη, ο οποίος για μια στιγμή διέκοψε τις κινήσεις του και στηρίχτηκε στο φτυάρι.
«Εγώ θα τελειώσω μ’ αυτή τη δουλειά ό,τι και να λες. Με κατάλαβες;» Είπε. «Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Είχε ένα όπλο στα χέρια του και τη θέληση να πεθάνει, ενώ ήταν πίσω από μια πόρτα που δεν μπορούσα να ανοίξω. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Ο Γιάννης βλαστήμησε για εκείνο το όπλο και κατηγόρησε τον Στράτο για μια στιγμή, αλλά μετά άλλαξε τροπάρι και το γύρισε σε γενικότητες, μέχρι που τελικά ηρέμησε και το πήρε ξανά απόφαση. Άρχισε ξανά να ρίχνει χώμα μαζί με τον Αλέξη.

8


Ξημέρωσε με ήλιο. Ο Αλέξης και ο Γιάννης δεν είδαν την Άννα, τον Στράτο και τον Θοδωρή μέχρι το ξημέρωμα. Τίποτα δεν είχε μείνει από τον Γιώργο, ενώ για μια στιγμή ο Αλέξης σκέφτηκε ότι είχαν κάνει μια τρύπα στο νερό. Ρώτησε τον Γιάννη ποιος άλλος ήξερε ότι θα έρχονταν εδώ πάνω, κι εκείνος του είπε πως είχαν συμφωνήσει με επιλογή του Γιώργου να μην το πουν σε κανέναν. Επομένως, απ’ όσο ήξερε, κανείς δεν το είχε μάθει.
«Τότε ίσως και να τη γλιτώσουμε», μουρμούρισε ο Αλέξης. 
«Τι;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Τίποτα», είπε εκείνος. «Έλα».
Περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα μέχρι που βρέθηκαν στον ξύλινο φράχτη, τη στιγμή που στο ξενοδοχείο ο Θοδωρής ξεκλείδωνε την μπροστινή πόρτα και έβγαινε έξω ήσυχα και προσεκτικά. Ο Στράτος είχε αποκοιμηθεί σ’ εκείνη την πολυθρόνα που καθόταν το προηγούμενο βράδυ.
Ο Θοδωρής προσπαθούσε να έχει το νου του σε κάθε κατεύθυνση σε περίπτωση που από καμιά άκρη του την έπεφτε ο Παύλος, και άφησε την Άννα να περπατάει κάποια μέτρα πίσω του έτσι ώστε να καλύπτουν ο ένας τον άλλον. Τίποτα, της είπε στο τέλος, Ούτε ίχνος. Οι σκιές εμφανίζονται μόνο τη νύχτα.
Η Μαρία κατέβηκε τη σκάλα ψάχνοντας τη μητέρα της και έκανε μερικές ερωτήσεις που φανέρωναν ότι στην ουσία δεν είχε καταλάβει τίποτα για κάτι που δεν θα μάθαινε ποτέ στη ζωή της, πιθανότατα. Ο Θοδωρής κατέβηκε στα πλυντήρια και κοίταξε τις πετσέτες. Η Άννα του είχε πει ότι θα τις φρόντιζε εκείνη. Το αίμα, ευτυχώς, είχε φύγει από πάνω τους. Μετά ανέβηκε πάνω να ετοιμάσει τα πράγματά του.
Ο Γιάννης και ο Αλέξης μπήκαν από την μπροστινή είσοδο, η πίσω ήταν κλειδωμένη. Άφησαν τα εργαλεία έξω. Ο Αλέξης στηρίχτηκε δίπλα στην πόρτα, ενώ ο Γιάννης πήγε και κάθισε στη σκάλα σκεφτικός. Η Άννα κοίταξε τον Αλέξη. Δεν ήξερε αν μπορούσε να ρωτήσει.
«Όλα καλά;» Την ρώτησε εκείνος.
Του έγνεψε ότι ναι, όλα ήταν εντάξει.
«Εσείς;» Ρώτησε εκείνη. 
«Καλά», της είπε. «Όπως το πάρει κανείς, δηλαδή… Ποιος ήταν αυτός που…»
«Ο Θοδωρής λέει ότι ήταν ο Παύλος, ο φίλος του Γιώργου».
«Και τώρα βρήκε να εμφανιστεί;» Ρώτησε ο Γιάννης. «Αν είχε εμφανιστεί πιο πριν ίσως να τα είχαμε αποφύγει όλα αυτά».
«Γιατί δεν του μιλήσατε;» Ρώτησε ο Αλέξης την Άννα.
Πράγματι, σκέφτηκε εκείνη, γιατί δεν του είχαν μιλήσει; Θα μπορούσαν απλά να…
«Μάλλον έμοιαζε πολύ απειλητικός», του είπε. «Δεν ξέρω… Νομίζω ότι μας τρόμαξε… να προσπαθεί να μπει έτσι εδώ μέσα… Τι να του λέγαμε;»
Ο Αλέξης κούνησε αδιάφορα το χέρι του στον αέρα. Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία πια.
«Στράτο», είπε. Ο Στράτος πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του. «Βγες έξω, πάρε τα εργαλεία και πήγαινε να τα πλύνεις. Και κοίτα να τα πλύνεις καλά, να φύγουν από πάνω τα χώματα και οι λάσπες. Εντάξει;»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε όρθιος. Περπάτησε προς την εξώπορτα.
Ο Θοδωρής κατέβηκε τη σκάλα κρατώντας την τσάντα του. Ο Στράτος γύρισε και τον κοίταξε, κι ύστερα στάθηκε για μια στιγμή.
«Είμαστε όλοι σίγουροι ότι κανείς δεν ήξερε ότι θα ερχόσασταν εδώ;» Ρώτησε ο Αλέξης. Είπαν ότι ήταν σίγουροι.
«Στη γκόμενά σου τι είπες;» Ρώτησε ο Γιάννης τον Θοδωρή.
«Ότι θα πήγαινα στους γονείς μου», του είπε εκείνος.
«Φαντάζομαι θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει», είπε ο Αλέξης. «Κι αυτό το λέω ακριβώς επειδή δεν εμπιστεύομαι κανέναν σας», τους ανακοίνωσε. «Πού πας εσύ;»
«Σπίτι μου», του απάντησε ο Θοδωρής. «Τώρα όντως πάω στους γονείς μου. Δεν περνάω ούτε λεπτό παραπάνω εδώ μ’ εσάς. Αυτό που έγινε εδώ αν μη τι άλλο είναι έγκλημα. Εξαφανίσαμε έναν άνθρωπο. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς θα περάσουν οι μέρες… Κι αυτός ο τύπος χθες το βράδυ… δεν θέλω να έχω καμιά σχέση μαζί του. Αυτόν τον Παύλο, εννοώ. Έχετε τον λόγο μου ότι δεν θα μιλήσω σε κανέναν».
«Τι θα πούμε στη Φανή;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Ότι ο Γιώργος έφυγε μόνος του. Ότι μαλώσατε μεταξύ σας και έφυγε», είπε ο Αλέξης. «Συμφωνείτε μ’ αυτό;»
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, αλλά σύντομα κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Θοδωρής έσκυψε και έπιασε ξανά την τσάντα του.
«Άφησέ την», του είπε ο Αλέξης. «Θα σε κατεβάσω εγώ με το αυτοκίνητο μέχρι την κοντινότερη πόλη. Από εκεί μπορείς να πάρεις λεωφορείο. Λεφτά έχεις;»
Του έγνεψε καταφατικά.
«Πάω να πλύνω τα εργαλεία», είπε ο Στράτος.
«Κι εγώ να δω τις πετσέτες», είπε η Άννα. «Πού είναι η Μαρία;» Αναρωτήθηκε και περπάτησε προς την κουζίνα για να τη βρει.
«Εσύ;» Ρώτησε ο Αλέξης τον Γιάννη.
«Θα μείνω λίγο ακόμα εδώ, μάλλον», είπε. «Μετά θα πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Θα φύγω με τον Στράτο».
Ο Αλέξης του έγνεψε, κι ύστερα στράφηκε προς τον Θοδωρή.
«Πάμε;» Τον ρώτησε.**Η Άννα σιδέρωνε τις πετσέτες και συζητούσε με την κόρη της όταν επέστρεψε ο Αλέξης. Δεν τις είχε βρει στο δωμάτιό τους.
«Μαμά, δεν θα δούμε ξανά τον μπαμπά;»
«Η αλήθεια είναι πως μπορεί και να τον δούμε, Μαρία, αλλά σίγουρα δεν θα μείνουμε ξανά μαζί του». Ήταν λίγο άσχημη η κατάσταση. Η Άννα ένιωθε λες και έδινε τελεσίγραφο στην κόρη της σχετικά με τον πατέρα της, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή προς το παρόν. Θα έπαιρνε διαζύγιο από εκείνο το κάθαρμα πάση θυσία. Έτσι κι αλλιώς, ο Αλέξης είχε πει ότι θα στεκόταν πλάι της σ’ αυτή την ιστορία. Δεν ήξερε τι συνέπειες θα είχε όλο αυτό για την μικρή, αλλά πίστευε πως ήταν πολύ καλύτερα για εκείνη να βρίσκεται μακριά από τον Νίκο. Δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να βλέπει τον πατέρα της να δέρνει τη μάνα της. Ίσως, μάλιστα, να ήταν προτιμότερο να μην βλέπει καν τον πατέρα της. Ή, έστω, να τον βλέπει κατά καιρούς…
Ο Αλέξης χτύπησε την πόρτα. Η Μαρία σηκώθηκε από το κρεβάτι και του άνοιξε.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;» Ρώτησε.
«Σιδερώνω… μερικές πετσέτες», είπε η Άννα. «Να υποθέσω ότι θα φύγουμε από εδώ;»
Της έγνεψε καταφατικά.
«Ναι», της είπε. «Εγώ θα πάω στον Άγιο Δημήτριο. Θέλετε να σας πάω κάπου;»
Η Άννα τον κοίταξε και σούφρωσε τα χείλια της, ακριβώς όπως τον κοίταζε κάθε φορά που ήταν θυμωμένη μαζί του.
«Είσαι ακόμη θυμωμένος;» Τον ρώτησε.
«Δεν ήμουν ποτέ θυμωμένος. Απλά λίγο μπερδεμένος», της είπε.
«Αν δεν διαφωνεί η Μαρία», είπε η Άννα, «θα θέλαμε να έρθουμε μαζί σου».
Κοιτάχτηκαν ξανά, αλλά μόνο για λίγο. Σύντομα εκείνη στράφηκε ξανά προς την σιδερώστρα και τις λευκές πετσέτες.
«Τι λες, Μαρία; Θα ήθελες να πάμε με τον Αλέξη και να μείνουμε μαζί;» Ρώτησε η Άννα.
«Κι ο μπαμπάς;»
«Θα βλέπεις τον μπαμπά, απλά όχι και τόσο συχνά. Τι λες;»
Η μικρή δυσκολευόταν να απαντήσει, κι ο Αλέξης σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να υποχωρήσει.
«Θα τα πούμε μετά», τους είπε.
Περπάτησε προς το δωμάτιό του. Έβγαλε το πουκάμισό του και μπήκε στο μπάνιο μόνο με τη φανέλα του. Ευτυχώς υπήρχε ζεστό νερό. Έριξε μπόλικο στο πρόσωπό του και στα χέρια του και μετά έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ τη βρύση. Μετά κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και γέλασε. Ο Θοδωρής είχε φύγει. Σε λίγο θα έφευγαν ο Γιάννης και ο Στράτος. Και μετά αυτός και η Άννα. Και ο Γιώργος είχε φύγει. Γαμώτο… αυτός κι αν είχε φύγει… Και μετά έμενε μόνο η Φανή. Τι θα έλεγε στη Φανή;
«Τίποτα», είπε. «Δεν θα της πω τίποτα. Θα φύγουμε πριν έρθει να δει τον Γιώργο».
Μια ερώτηση σχηματίστηκε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή.
Πες μου κάτι, μικρέ, του είπαν οι σκέψεις του. Δεν ήθελες καθόλου να καλέσεις την αστυνομία, έτσι; Έτσι δεν είναι; Τι ακριβώς ήταν αυτό που φοβήθηκες; Πάω στοίχημα ότι ήταν η δημοσιότητα, έχω δίκιο; Ήταν και τα όσα σου είπε… έθαψες μαζί του το μεγάλο σου δίλημμα, σωστά; Νόμιζες ότι με το να τον κρύψεις εκεί μέσα θα άφηνες πίσω σου και τα τελευταία του λόγια. Κοίτα να δεις τι μικρός διαβολάκος που είσαι, ε; Ένας έξυπνος επαγγελματίας ακόμη και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις… έφτιαξες ένα ηρωικό ψέμα γύρω από το πρόσωπό σου και τώρα κάνεις τα πάντα για να το προστατέψεις. Έτσι έκανες και στην αρχή, μόνο που τώρα το κάνεις αυθόρμητα. Τώρα έχει γίνει κομμάτι της φύσης σου. Έθαψες τον αυτόχειρα στο δάσος χωρίς κανένα σεβασμό, και τώρα κάτι σου λέει ότι ίσως θα έπρεπε να έχεις κάνει διαφορετικά. Εσύ και η καριέρα σου, μικρέ. Ακριβώς. Μικρέ.
«Παράτα με», είπε. «Έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε. Είτε τώρα, είτε αργότερα, κάποια στιγμή θα το έκανε. Γιατί να την πληρώσω εγώ, λοιπόν;»
Ναι, αλλά τώρα θα το πληρώσεις με άλλο τρόπο… Ή μήπως δεν πιστεύεις ότι θα πεθαίνεις μέσα σου κάθε μέρα; Ήδη άρχισε να συμβαίνει. Ήδη με ακούς… Αλλά τι λέω… ίσως στην πραγματικότητα να πέθανες πολύ καιρό πριν.
Βγήκε απ’ το δωμάτιο και κατέβηκε τη σκάλα. Οι τύψεις μπορούσαν με τον καιρό να τον κάνουν κομμάτια αν δεν ήταν προσεκτικός. Προς το παρόν κατέβηκε και βρήκε τον Στράτο και τον Γιάννη. Είχαν ετοιμάσει και οι δύο τα πράγματά τους.
«Θέλετε να σας πάω πουθενά;»
«Όχι», είπε ο Γιάννης. «Θα κατέβουμε με τα πόδια. Θα πάρουμε λεωφορείο από το μοτέλ».
«Αν δούμε τη Φανή…» είπε ο Στράτος «…θα πούμε ότι ο Γιώργος έφυγε πριν από εμάς. Εντάξει; Κάπως θα τα καλύψουμε…»
Ήταν παράξενο το πώς δώσανε τα χέρια. Τους χαιρέτησε στην πόρτα, λες και τους ξεπροβόδιζε απ’ το σπίτι του. Του είπανε να χαιρετήσει την Άννα και τη Μαρία, κι ύστερα γύρισαν πλάτη και απομακρύνθηκαν.
Ο Αλέξης έκλεισε την εξώπορτα και δεν τους είδε ποτέ ξανά.**Έκλεισε τις δύο πόρτες της αυλής και περπάτησε ξανά προς το αυτοκίνητο παρατηρώντας από έξω την Άννα και τη Μαρία που τον περίμεναν μέσα. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Όταν, αργότερα, η Φανή ήρθε στο ξενοδοχείο, βρήκε τις πόρτες κλειστές και κλειδωμένες, και ούτε ψυχή εκεί γύρω.
**«Στρίψε από εδώ για την Εγνατία», του είπε η Άννα.
«Τον ξέρω τον δρόμο».
«Εντάξει, με συγχωρείς».
Ταξίδεψαν για κάποιες ώρες που ο Αλέξης που κρατούσε το τιμόνι θα χαρακτήριζε ως αρκετές. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί στο πίσω κάθισμα. Η Άννα δεν μιλούσε και πολύ. Μάλλον δεν είχε τι να πει. Ήταν κάπως περίεργο… ξαφνικά δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Γιώργο. Είχε ξαφνικά γίνει τόσο ξεκάθαρο μέσα της το ότι εκείνος ήταν νεκρός, που την ίδια στιγμή έμοιαζε απλά αδύνατο να το δεχτεί. Ο Αλέξης ήταν εξίσου αμίλητος, δεν έβγαζε λέξη. Μόνο ακολουθούσε τις πινακίδες, αν και είχε κάνει ξανά τη διαδρομή… πολλές φορές.
Σε κάποια στιγμή, λίγο πριν μπουν στον Άγιο Δημήτριο, σταμάτησαν σε ένα φανάρι, σε έναν κόμβο. Ο δρόμος ήταν άδειος και όλοι μέσα στο αυτοκίνητο έμειναν να κοιτάνε τη γκρίζα άσφαλτο και το μπόλικο πράσινο που υπήρχε γύρω τους και μακριά τους. Ακόμη και η μικρή που πριν λίγο είχε ανοίξει τα μάτια της έμοιαζε να έχει χαζέψει τώρα. Η Άννα μίλησε:
«Θες να ακούσεις κάτι αστείο;» Ρώτησε τον Αλέξη.
«Τι;»
«Ξεχάσαμε το αυτοκίνητό μου στο μοτέλ».
Ο Αλέξης προσπάθησε να θυμηθεί, λες και του μιλούσε για κάτι που είχε γίνει χρόνια πριν. Τελικά γέλασε.
«Δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς», της είπε. «Έχουμε το δικό μου αυτοκίνητο».
«Άναψε πράσινο».
«Ναι…»
Ξεκίνησε και έστριψε δεξιά. Και μετά ευθεία.
Μέχρι τον Άγιο Δημήτριο.