Νουβέλα-Μυθιστόρημα

Η μέρα που πέθανες ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ


ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ


1


Ο Αλέξης στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη στην πόρτα της ντουλάπας και κοίταξε τον εαυτό του.
«Έλα», είπε στην Άννα. Εκείνη πρώτα τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά μετά πλησίασε και κοίταξε κι εκείνη. Ο Αλέξης με ένα βήμα στάθηκε πίσω της. Έβαλε τα χέρια του γύρω από τη μέση της, κι έτσι την αγκάλιασε, και ακούμπησε το κεφάλι του στον δεξιό της ώμο. Εκείνη κράτησε τα χέρια του. «Βλέπεις αυτό το κοριτσάκι;» Την ρώτησε.
«Ναι», του είπε εκείνη. «Τι;»
Ο Αλέξης χαμογέλασε στα δύο πρόσωπα στον καθρέφτη.
«Σ’ αγαπάω», της είπε, κι εκείνη γέλασε με μια μικρή δόση αμηχανίας, που ωστόσο εκείνος κατάφερε να διακρίνει. «Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά την ίδια στιγμή δεν διστάζω να σου το πω. Με καταλαβαίνεις, Άννα;»
Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα, ενώ εκείνο το χαμόγελο, λίγο μικρότερο τώρα, επέμενε στο πρόσωπό της. Δεν του είχε απαντήσει τίποτα τότε. Την προηγούμενη νύχτα είχαν κοιμηθεί για πρώτη φορά μαζί. Απλά είχαν βρεθεί ξαπλωμένοι μαζί, αγκαλιασμένοι σχεδόν. Και την προηγούμενη μέρα είχαν καθίσει στον καναπέ στο διαμέρισμά του. Εκείνη είχε γείρει πάνω του, στον ώμο του, αφού πρώτα τον είχε πλησιάσει. Ο Αλέξης δεν είχε δείξει καμιά αντίδραση για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά σύντομα είχε κρατήσει το δεξί της χέρι μέσα στο δικό του αριστερό. Όλα έπαιρναν το δρόμο τους τόσο απλά, εκείνη επέμενε, και ο δρόμος για τον Αλέξη ξαφνικά έγινε πολύ σύντομος, ενώ δεν μπορούσε να μην θαυμάσει μπροστά σε όσα συνέβαιναν μπροστά του.
Είναι σαν να πρέπει να γίνει, είχε σκεφτεί, και ποτέ δεν ένιωσε αφελής για εκείνη τη σκέψη του. Ακόμη κι αν αργότερα τελειώσει, όλο αυτό θα έχει ήδη υπάρξει τόσο σημαντικό και για τους δυο μας.
Η Άννα επέμενε. Έτσι απλά. Σαν να ήξερε, λες και κάτι άλλο την οδηγούσε στο να βρίσκεται κοντά του. Στα μάτια του έμοιαζε σίγουρη. Εγώ είμαι, φίλε. Αργά ή γρήγορα πάλι εγώ θα είμαι. Τέλειωνε, πάντως, μην μας πάρουν τα γεράματα, καταλαβαίνεις, τώρα…
Πώς είχε τολμήσει να της πει ότι την αγαπάει εκείνο το πρωί; Μόλις είχε ξυπνήσει εκείνη. Τέτοιες λέξεις χρειάζονται θάρρος για να τις υπομείνει κανείς. Και αυτός που τις ξεστομίζει, αλλά και αυτός που τις δέχεται.Είχαν περάσει μήνες από τον θάνατο του Γιώργου. Ο Αλέξης δεν ήξερε πόσοι, όχι πολλοί, πάντως. Ήταν χειμώνας τώρα. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για το βάθος ενός βαρύ χειμώνα. Έξω χιόνιζε. Ο Αλέξης στεκόταν στο παράθυρο και χάζευε το κρύο. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό που δεν έβλεπες μπροστά σου. Ήταν πολύ νωρίς και οι λάμπες στους δρόμους ήταν αναμμένες ακόμα, δεν είχε αρχίσει να ξημερώνει καν. Η Άννα και η Μαρία ήταν στα κρεβάτια τους.
Σ’ ένα διαμέρισμα ζούσαν οι τρεις τους. Κανένα ίχνος του Νίκου, κανείς δεν είχε ακούσει μέχρι τότε για εκείνον, όπως κανείς δεν είχε ακούσει ξανά για τον Γιώργο. Φαίνεται πως το έγκλημα είχε πετύχει όπως θα έπρεπε… Έτσι κι αλλιώς ο Γιώργος δεν τους είχε αφήσει επιλογή.
Στην πραγματικότητα όλα έμοιαζαν ήσυχα, αλλά τίποτα δεν είχε μπει σε τάξη. Ο Αλέξης είχε αρχίσει να μετράει τις κουβέντες του, άγχη ξεφύτρωναν μέσα του, λες και έβγαιναν από το πουθενά, αλλά δεν ήταν έτσι. Κάπου είχαν κι εκείνα τις ρίζες τους. Οι τύψεις τον κατέτρωγαν, τον έκαναν κομμάτια. Έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό… χα, χα, καλό αστείο. Γάμησέ τα κι άφησέ τα, δηλαδή, απ’ όπου κι αν το έπιανες το θέμα θα λέρωνες τα χέρια σου, και μερικές φορές έμοιαζε με αδιέξοδο όλο αυτό που βίωνε, σαν να όδευε προς την καταστροφή του. Μια μεγαλοπρεπής καταστροφή για μια μεγαλοπρεπή επιτυχία. Μπα, ας μη γελιόμαστε. Μάλλον επρόκειτο περισσότερο για μια ήσυχη, υπόγεια, αθόρυβη καταστροφή, για μια ψεύτικη, πλαστική επιτυχία. Μερικές φορές οι σκέψεις του θανάτου έρχονται κρυφά, ακριβώς όπως εύχεσαι να πεθάνεις ήσυχα κι αθόρυβα, να μην το ξέρει κανείς, να μην το ξέρεις ούτε κι εσύ όταν θα γίνει, να μην το καταλάβεις καν. Για παράκληση πρόκειται, για ευχή.
Είχε αφήσει ένα μυθιστόρημα πάνω στο τραπέζι. Χίλιες διακόσιες σελίδες και πάνω. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή ο Αλέξης, πώς είχε καταφέρει ο τύπος να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο. Όχι μόνο για το μέγεθός του, αλλά και για το περιεχόμενό του. Το αποτέλεσμα δουλειάς πολλών ετών, μάλλον. Είναι αλήθεια ότι το γράψιμο άξιζε τον κόπο, ακόμη κι αν λες ψέματα. Κάποιες φορές έχουν κι αυτά τη χάρη τους.
Το γράψιμο, πίστευε ο Αλέξης, έρχεται τις άσχημες στιγμές, και σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις. Γι’ αυτό κι εκείνος μέσα στο χρονικό διάστημα των τελευταίων μηνών είχε ολοκληρώσει το βιβλίο που έγραφε. Το καινούριο βιβλίο του. Με πόση ανειλικρίνεια μπορείς να γράψεις όταν η ανάγκη σου να μιλήσεις είναι τόσο ειλικρινής; Τόσο αληθινή… Ίσως να αναζητούσε μια ευκαιρία να επανορθώσει χάνοντας τα πάντα. Ναι, ίσως η καταστροφή του να ήταν μεγαλοπρεπής, τελικά.
Ποιος θα φρόντιζε τα γυναικόπαιδα μετά απ’ αυτό; Τι θα έκανε με τη Μαρία και την Άννα; Τι θα τους έλεγε; Με συγχωρείτε, αλλά λόγω τύψεων αποφάσισα να τιμωρήσω τον εαυτό μου και να μας στείλω όλους στο διάολο χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Αλλά πίστεψέ με, μωρό μου… κατά βάθος σ’ αγαπάω. Απ’ την άλλη, ίσως να ήταν δύο διαφορετικά πράγματα. Η σχέση του με την Άννα και η ανάγκη του να αυτοκαταστραφεί, εννοώ. Βέβαια, ήταν πιθανό το βιβλίο να κατέληγε ακόμη μια μεγάλη επιτυχία. Ίσως αυτή τη φορά να κέρδιζε λέγοντας αλήθειες. Ένστικτο. Επιβίωση. Αυτοσυντήρηση. Ελπίδα, ακριβώς επειδή κατά βάθος δεν θες να πεθάνεις.
Οι λάμπες στους δρόμους έσβησαν, καθώς είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το χιόνι έπεφτε λιγότερο, αλλά η ζημιά είχε γίνει, οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Η Άννα στάθηκε δίπλα του στο παράθυρο. Χαμογελούσε πάλι. Τι στο διάολο, σκέφτηκε ο Αλέξης, κάποιος έπρεπε να χαμογελάει εκεί μέσα… έτσι απλά, για τη μικρή.
«Μου αρέσει αυτό το μέρος», του είπε, κι ύστερα κουνώντας τα χέρια της πολύ εκφραστικά πρόσθεσε: «Αυτό το μέρος είναι σαν να είναι ιερό, σαν να είναι μαγικό», κι αυτό τον έκανε να χαμογελάσει προς στιγμήν. «Θέλω να ζήσω εδώ», του είπε.
Της γύρισε την πλάτη και περπάτησε προς την κουζίνα. Τι μεγάλα λόγια ήταν αυτά τέτοια ώρα το πρωί; Πώς της είχε έρθει; Για μια στιγμή ο Αλέξης σκέφτηκε ότι εκείνη προσποιούνταν, ότι έλεγε ψέματα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τη σκέψη. Της έφτιαξε καφέ. Ε, εντάξει, έφτιαξε και για τον εαυτό του εδώ που τα λέμε, αλλά περισσότερο για εκείνην. Προσπαθούσε να ευχαριστεί τις γυναίκες της ζωής του, προσπαθούσε πολύ.
Της έδωσε το φλιτζάνι με τον καφέ. Εκείνη τον ευχαρίστησε.
«Πώς είσαι;» Τον ρώτησε.
«Πώς φαίνομαι;»
«Δεν ξέρω. Τελευταία δεν μπορώ να νιώσω τις διαθέσεις σου. Με ξενίζεις».
«Δεν ξέρω τι να πω», της είπε.
«Αν θελήσεις ποτέ να μου μιλήσεις, εγώ θα είμαι εδώ».
Της έγνεψε, κι ύστερα ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του.**Αργότερα ο Αλέξης βγήκε έξω. Η Άννα του είπε να προσέχει μην γλιστρήσει και σπάσει κάνα πόδι, κι εκείνος γέλασε, αλλά αγανάκτησε και λίγο μαζί της. Το χιόνι είχε σταματήσει τώρα, μόνο μερικές νιφάδες έπεφταν, κι ο αέρας που υπήρχε πριν είχε κοπάσει. Περπάτησε μέσα στο χιόνι για κάποια ώρα, σ’ εκείνο το μεγάλο δρόμο που υπήρχαν τόσα καταστήματα, τακτοποιημένα με τέτοιο τρόπο που να διατηρούν το μεγαλείο της παράδοσής τους, από την εμφάνισή τους μέχρι τα εμπορεύματά τους, το κάθε ένα ξεχώριζε για δικούς του λόγους.
Η Μαρία είχε χαρεί που είχαν κλείσει τα σχολεία. Θα έμεναν κλειστά μέχρι κάτι να αλλάξει στον καιρό. Ο Αλέξης είχε συμφωνήσει με τη χαρά της, αλλά της είχε πει ότι έπρεπε να πάει κάπου έξω για λίγο. Πότε έρχονται τα Χριστούγεννα; Είχε ρωτήσει η μικρή. Σε λίγο καιρό από τώρα, Μαρία, της είχε πει. Σε λίγο καιρό από τώρα, απλά κάνε λίγη υπομονή.
Η Άννα έψαχνε να βρει δουλειά ως καθηγήτρια, ενώ παράλληλα έκανε μια δική της έρευνα πάνω σε θέματα ανθρωπολογίας και ιστορίας, συσχετίζοντας αυτά τα δύο με τη σχέση του δυτικού πολιτισμού με την ψυχολογία των ατόμων μέσα σ’ αυτόν. Της είχε έρθει αυτή η ιδέα εδώ και κάποια χρόνια, αλλά δεν έλεγε να ξεκινήσει. Από τότε, όμως, που είχαν έρθει στον Άγιο Δημήτριο κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Τώρα ένιωθε περισσότερο δημιουργική, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν. Ο Αλέξης της ευχήθηκε τα καλύτερα και της είπε ότι αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να βοηθήσει θα το έκανε. Είχαν το ίδιο πτυχίο, έτσι κι αλλιώς. Άσχετα αν εκείνη είχε κι ένα μεταπτυχιακό στο ιστορικό της.
Δεν ήξερε γιατί τα σκεφτόταν όλα αυτά. Πριν λίγο, ενώ έβγαινε από τη μεγάλη αυλή της πολυκατοικίας που είχαν νοικιάσει το διαμέρισμά τους, είχε δει απέναντι εκείνο το παλιό κτίριο. Ήταν ένα ερείπιο που κάποτε είχε υπάρξει ψυχιατρική κλινική. Τώρα έλειπαν ολόκληροι τοίχοι και πατώματα από την αρχική του διαρρύθμιση, είχαν καταρρεύσει μυστηριωδώς. Κανένας σεισμός δεν είχε γίνει ποτέ στον Άγιο Δημήτριο, κανείς δεν ήξερε πώς μπορούσαν να έχουν πέσει. Δεν ήταν δα και τόσο παλιό.
Μια φορά ο Αλέξης είχε δει απ’ το παράθυρο τη Μαρία που είχε πλησιάσει σ’ εκείνο το κτίριο. Είχε περάσει ανάμεσα από τα στραβά κάγκελα της αυλής και είχε κοιτάξει μέσα. Την έβλεπε από απέναντι, από το διαμέρισμά τους που βρισκόταν αρκετά μέτρα μακριά, αλλά δεν της είπε ποτέ τίποτα, δεν της έκανε καμιά παρατήρηση. Ούτε εκείνη το ανέφερε σε κανέναν. Ποιος ξέρει τι είχε δει εκεί μέσα… Μάλλον τίποτα, είχε πει ο Αλέξης στον εαυτό του.
Στάθηκε έξω από το μπαρ που πήγαινε μερικές φορές με την Άννα, αλλά έμοιαζε κλειστό. Είδε μια ανθρώπινη μορφή μέσα. Άσπρα μαλλιά, άσπρο πουκάμισο, μεγάλη κοιλιά και μαύρο παντελόνι. Θα μπορούσε να είναι ο μπάρμαν που είχε γνωρίσει στις αρχές, αλλά εκείνος είχε πεθάνει πριν δύο βδομάδες. Δεν θα τον ξάφνιαζε αν το φάντασμά του βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα. Ένα τουριστικό φυλλάδιο, εξάλλου, έλεγε ότι κανείς ποτέ δεν πεθαίνει στον Άγιο Δημήτριο. «Απλά πηγαίνουν κάπου αλλού. Κάπου κοντά, παρ’ όλα αυτά». Ανοησίες. Η ζωή τελειώνει. Τα υπόλοιπα ήταν απλά για τον τουρισμό, για το παραμύθι.
Ένα μεγάλο όχημα πέρασε από τον δρόμο, τινάζοντας το χιόνι στα πλάγια. Ο οδηγός χαιρέτησε τον Αλέξη, κι εκείνος έκανε το ίδιο. Μετά συνέχισε, περπάτησε λίγο ακόμα, ώσπου ένιωσε να κουράζεται. Το παντελόνι του είχε βραχεί από το χιόνι, τα πόδια του είχαν κρυώσει. Ίσως ήταν καιρός να γυρίσει σπίτι. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού.

2


Υπάρχει κάτι που θέλω να ξέρεις. Είναι αλήθεια ότι πρώτα σε αντιλήφθηκα με την αίσθηση της όρασης… εννοώ μέσα μου. Έτσι σ’ ερωτεύτηκα, με τα μάτια μου. Έτσι σ’ ένιωσα πρώτη φορά μέσα μου. Κι ύστερα μέσα από τα κείμενά μου σε αγάπησα, σ’ έκανα κομμάτι μου, κομμάτι του εαυτού μου.
Δεν θέλω να λέω τέτοια πράγματα συνήθως, με ξέρεις εμένα… δεν εκφράζομαι και τόσο εύκολα. Θυμάσαι τότε…; Τότε που με είχες αναγκάσει να σου μιλήσω; Ήμασταν στην κουζίνα, στο διαμέρισμά μου, κι εσύ πήγες να πλύνεις τα πιάτα. Σου είπα να τα αφήσεις, σου είπα ότι θα το έκανα εγώ, κι ότι αν ήθελες τόσο πολύ να βάλεις ένα χεράκι, τότε κάτσε στην άκρη και κάνε μου παρέα.
Ξέρω ότι θυμάσαι. Ίσως και να θυμάσαι περισσότερο από μένα, ποιος ξέρει…
«Υπάρχει κάτι που θες να μου πεις;» Με ρώτησες. 
Πρέπει να σου πω ότι, τουλάχιστον στην αρχή, η ερώτηση μου φάνηκε ανόητη.
«Όχι», σου είπα. «Ό,τι έχω να πω το λέω».
Μετά δεν μίλησες για κάμποση ώρα, κι όταν σε κοίταξα, μου έριξες ένα βλέμμα όλο νόημα και θυμό, κι ύστερα από λίγο είπες:
«Υπάρχει κάτι που θέλω εγώ να μου πεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Αν δεν πεις τίποτα τώρα, θα με χάσεις για πάντα».
Έτσι μου είπες, κι εγώ στηρίχτηκα στον πάγκο με σαπουνάδες να στάζουν στο χαλί. Έπλυνα τα χέρια μου, τα σκούπισα, τράβηξα μια καρέκλα και κάθισα κοντά σου.
Επέμενες. Επέμενες επί μήνες, ενώ εγώ απλά αρνιόμουν τα πάντα. Δεν ήθελα να δεχτώ τη στάση σου. Με έκανες και ένιωθα άβολα, θύμωνα μαζί σου. Αλλά εσύ δεν το έβαζες κάτω. Πάντα ήσουν εκεί και περίμενες, σαν να ήξερες κάτι παραπάνω από μένα, σαν να με καταλάβαινες.
Σου μίλησα, λοιπόν, και ήξερα, ότι εκείνη τη μέρα μ’ εκείνα τα λόγια δεν αντιμετώπισα εσένα, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό. Εσύ απλά ήσουν εκεί και άκουσες, και με βοήθησες να κερδίσω τη μάχη. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα μου χάρισες από τότε μέχρι σήμερα. Πρέπει να καταλάβεις, όμως, ότι

3


Στάθηκε μέσα στο γραφείο του στα σκοτεινά. Όχι να της το πει, ούτε να το γράψει δεν μπορούσε. Ένιωθε σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν αυτό. Ένιωθε απλά να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, ενώ εκείνη έδειχνε τον τελευταίο καιρό τόσο ενθουσιασμένη... Δεν ήθελε να της στερήσει εκείνη τη χαρά. Για ακόμη μια φορά, σκέφτηκε ότι η Άννα προσποιούνταν. Πραγματικά, σκεφτόταν, πώς μπορούσε να έχει ξεχάσει έτσι εκείνο το παιδί; Τον Γιώργο…
Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ο Αλέξης τον κάλεσε μέσα. Ποιος άλλος θα ήταν; Η Άννα. Τον βρήκε να κάθεται στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου. Τον πλησίασε και τον ρώτησε αν ήθελε να του φτιάξει κάτι να πιει. Τον ρώτησε πώς πήγαινε το γράψιμο. Μετά εκείνος έβαλε τα κλάματα.
«Πρέπει να είχε γονείς», της είπε. «…σωστά; Είχε γονείς, έτσι δεν είναι; Τι θα κάνουν τώρα αυτοί οι άνθρωποι, μπορείς να μου πεις; Σκέφτεσαι τι κάναμε; Για να μην την πληρώσει ο Στράτος με το παράνομο όπλο του… και για να μην την πληρώσει η δική μου η καριέρα…»
Σ’ αυτό το σημείο η Άννα κάθισε δίπλα του.
«Είμαι… τίποτα», της είπε. «Είμαι ένα ψέμα. Ακόμη ένας ψεύτικος ήρωας, σαν εκείνους που μίσησα κάποτε… που πριν αγάπησα κάπως έτσι… λόγω αδυναμίας. Τόση προσπάθεια για τι πράγμα; Για να ξεφύγω από εκείνους που με ήθελαν στον πάτο. Και τώρα; Ένα παιδί θαμμένο κάπου μέσα στο δάσος. Ένα έγκλημα, με καταλαβαίνεις; Κάποιος θα λυγίσει, δεν γίνεται. Θα ψάξουν να τον βρουν, έτσι δεν είναι; Θα ρωτήσουν, θα ανακρίνουν ανθρώπους… συμφοιτητές του… τους φίλους του… τον Στράτο…»
«Πέρασε ήδη αρκετός καιρός από τότε», του είπε η Άννα. «Αν ήταν να γίνει κάτι, θα είχε γίνει ήδη. Κοίτα να ηρεμήσεις…»
«Παράτα με», της είπε. «Σε βλέπω πώς είσαι τόσο ευτυχισμένη… εσύ, εγώ, κι ένα μικρό παιδί. Ποια νομίζεις ότι είσαι; Έχεις συνειδητοποιήσει τι κάναμε; Γιατί φοβάμαι ότι εγώ κι εσύ δεν επικοινωνούμε, πλέον…»
Ορίστε, το είπε. Αλλά εκείνη για ακόμη μια φορά δεν έδειχνε και τόσο συγκλονισμένη. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρή; Η ίδια ερώτηση επανερχόταν στο μυαλό του. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρή;
«Ειλικρινά», της είπε, «δεν σε καταλαβαίνω».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα», του είπε. «Ό,τι έγινε, έγινε. Εντάξει; Μπορείς να το ξεχάσεις, επιτέλους; Ο Γιώργος ήθελε να πεθάνει».
«Ο Γιώργος ήθελε να σωθεί», είπε εκείνος. «Περίμενε από εμένα να τον σώσω. Αυτή είναι αλήθεια, κι ας μην θέλω να την δεχτώ. Κι εγώ δεν τα κατάφερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πήγα και τον έκρυψα κάπου για να μην τον βρει κανείς. Τον πρόδωσα».
«Κανείς δεν σε υποχρέωνε να μην το κάνεις», είπε εκείνη.
Ο Αλέξης την κοίταξε και ένιωσε αηδία.
«Άνθρωποι σαν κι εσένα τον έστειλαν εκεί που τον έστειλαν», της είπε.
«Είσαι πολύ άδικος αν νομίζεις ότι μπορείς να κατηγορείς εμένα», του είπε εκείνη. «Αν ο Γιώργος δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, τότε καλά έκανε και αυτοκτόνησε. Επιλογή του ήταν, δεν είναι κανενός δουλειά να αναλάβει την ευθύνη. Κι αν θες να επιβιώσεις, καλά θα κάνεις να καταλάβεις ότι η ζωή συνεχίζεται. Και κάτι ακόμα. Υπάρχουν απώλειες. Στην πορεία υπάρχουν απώλειες, με κατάλαβες; Δεν ήταν δουλειά σου να του δώσεις αυτό που ζητούσε, γιατί δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Σταμάτα να τον σκέφτεσαι, επιτέλους. Ήταν επιλογή του».
«Ήθελε βοήθεια, και τη ζήτησε από μένα. Μου είπε ότι με θαύμαζε… κατά κάποιο τρόπο. Για τις αλήθειες που έλεγα… δεν είχε την παραμικρή ιδέα για μένα, αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Όλα όσα έγραψα μέχρι τώρα στη ζωή μου είναι όλα όσα νιώθω, όσα εκμεταλλεύομαι και στη συνέχεια μέσα μου χλευάζω ως ένας αληθινός ψεύτης. Αυτό αγαπάνε αυτοί οι άνθρωποι, με καταλαβαίνεις; Δεν είμαι παρά ένα ψέμα…»
«Πάλι τα ίδια;» Τον ρώτησε. «Τα έχουμε συζητήσει ξανά αυτά, θυμάσαι; Στη βεράντα, στο βουνό… Όταν νικάς, πολλές φορές υπάρχει και κάποιο τίμημα», του είπε.
«Καταλαβαίνω να υπάρχει ένα τίμημα όταν νικάς…» είπε εκείνος «…αλλά κι όταν χάνεις;» Την ρώτησε. «Κι όταν χάνεις;» Κι ύστερα έκλαψε ξανά.**Η μικρή πολλές φορές παίζει μόνη της. Κάποιες φορές παίζει με την Άννα, ενώ άλλες παίζει μαζί μου, αλλά συνήθως παίζει μόνη της. Ο πατέρας της δεν μοιάζει να της λείπει… κι αν όντως της λείπει, τότε κανείς δεν το καταλαβαίνει. Νιώθω ένοχος ακόμη και για το μέλλον της μικρής. Φαίνεται ότι στο μέλλον θα με μισήσει. Δεν είμαι ο πατέρας της. Είμαι κάποιος που ίσως να μην την αγαπάει καν. Ίσως να είμαι ένας ξένος, τελικά.
Όταν την κοιτάζω θυμάμαι τον εαυτό μου και νιώθω αηδία για το παιδί. Θυμάμαι πόσα πέρασα εγώ και πόσα θα περάσει εκείνη. Κατά βάθος την αγαπάω, αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να θέλω της κάνω κακό. Θυμάμαι, ωστόσο, και τον πατέρα μου, και σίγουρα προσπαθώ να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Εκείνες τις στιγμές νιώθω πολύ άβολα και αμέσως λέω στη μικρή ότι είναι καλό κορίτσι, ή ότι την αγαπάω και ότι μπορεί να στηρίζεται πάνω μου για ό,τι θέλει. Όταν τα λέω αυτά η μικρή απομακρύνεται από κοντά μου. Νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ξέρω ότι με τον καιρό θα χάσω την εμπιστοσύνη της. Νιώθω αβοήθητος. Νιώθω ανάξιος.

**Το χιόνι επέμενε. Τους είχε κάνει να κλειστούν μέσα. Μόνο ο Αλέξης έβγαινε για τίποτα ψώνια… αν έβρισκε κάτι ανοιχτό, δηλαδή. Συνήθως έβρισκε κανένα μικρό μαγαζί κάπου. Η Άννα είχε έρθει κάποιες φορές μαζί του, αλλά τελικά εκείνος της είπε ότι θα ήταν καλύτερα να μένει με τη μικρή. Στην πραγματικότητα ήθελε να την ξεφορτωθεί. Του άρεσε η μοναξιά στους δρόμους, ο τρόπος που το χιόνι έφτιαχνε ησυχία απορροφώντας τους θορύβους. Εκείνες τις ώρες δεν την ήθελε κοντά του, ενώ οι ώρες που πραγματικά την ήθελε κοντά του είχαν αρχίσει να μειώνονται δραματικά. Πού ήταν τώρα η σιγουριά της; Γιατί δεν επέμενε τώρα όπως τότε; Γιατί δεν τον αναζητούσε πια;
Ίσως όλα να τελείωναν. Ίσως να είχε έρθει η ώρα να χωρίσουν οριστικά. Απέναντι σ’ αυτές τις σκέψεις δεν κρατούσε αμυντική στάση. Απλά προσπαθούσε να μην παίρνει θέση. Ύποπτο αυτό, είχε σκεφτεί.
Επέστρεψε στο σπίτι με δύο σακούλες με ψώνια που ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας. Η μικρή και η Άννα ήρθαν να δουν τι είχε αγοράσει. Όταν είδε τι έβγαζαν από την σακούλα ξαφνιάστηκε. Ό,τι είχε αγοράσει ήταν για εκείνες.
Απομακρύνθηκε από κοντά τους και κλείστηκε στο γραφείο του με τις ώρες.

4


Ανοησίες, σκέφτηκε.
Ήταν μεσάνυχτα, πια. Η Άννα είχε έρθει στο γραφείο να τον δει, αλλά εκείνος την είχε διώξει. Είχε συμπληρώσει μερικές παραγράφους ακόμα σ’ εκείνη την ανόητη απολογία που είχε ξεκινήσει να γράφει, και δεν ήξερε πια πού θα κατέληγε εκείνο το κείμενο. Θα κατέληγε κάπου, άραγε; Μήπως επρόκειτο για ένα κείμενο χωρίς τέλος, μια διαρκή απολογία με τελικό στόχο… τον θάνατό του ίσως;
Πώς είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί κάποιος να σκέφτεται τον θάνατό του; Ακόμη περισσότερες ερωτήσεις προέκυψαν. Μήπως δεν ήταν μια απλή σκέψη, αλλά μια επιθυμία; Τί έφταιγε για την κατάστασή του; Ο θάνατος του Γιώργου, ή το ότι είχε ξεγελάσει πρώτα τον εαυτό του με το κυνήγι της επιτυχίας και μετά τους αναγνώστες του με τα ψέματά του; Ιδίως τους νεαρούς αναγνώστες… θεέ μου, πόσες ελπίδες είχαν εναποθέσει εκείνα τα παιδιά σε ένα πρότυπο που δεν ήταν παρά μια φάρσα…!
Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο λόγος που έβλεπε την Άννα με αρνητικό τρόπο ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Κάποια στιγμή, λίγο πιο πάνω, είχε γράψει την κατάλληλη λέξη. Ανάξιος. Αυτό ήταν. Τι είχε κάνει για να αξίζει τέτοια –υποτιθέμενη- ευτυχία… να είναι μαζί της, να γράφει (έστω και ψέματα), και με ένα παιδί… έστω μόνο δικό της… όχι δικό τους. Η Μαρία. Ο Αλέξης από τότε που είχε αρχίσει να ενηλικιώνεται είχε αρχίσει να πιστεύει ότι αν έκανε παιδί θα ήθελε να είναι κορίτσι. Ε, λοιπόν δεν είχε κάνει παιδί, αλλά να… ένα μικρό κοριτσάκι ανάμεσά τους. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα, λένε. Κι αν όχι όλα, τότε σίγουρα ξέρουν πολλά…
Άκουσε το τηλέφωνο από το σαλόνι, και επειδή ήξερε ότι η Άννα και η μικρή είχαν πάει για ύπνο, έτρεξε να το σηκώσει πριν τους ξυπνήσει με την σκατένια –δήθεν χαρούμενη- μελωδία του. Διέσχισε βιαστικά τον διάδρομο και από εκεί βγήκε στο σαλόνι. Μέσα στα σκοτεινά, είδε το φως του ασύρματου ακουστικού. Κόντεψε να σκοντάψει στο κοντό τραπέζι, αλλά τελικά σχεδόν πήδηξε από πάνω του. Γαμημένο, είπε μέσα απ’ τα δόντια του. Τελικά έπιασε το ακουστικό.
«Ναι».
Ησυχία.
«Ναι; Ποιος είναι;»
«Είσαι ο Αλέξης;»
«Ποιος είναι;»
«Είναι τόσο εύκολο να σε βρει κανείς, ξέρεις…»
«Ποιος είσαι; Αν δεν πεις θα κλείσω».
«Με λένε Παύλο», είπε η φωνή. «Κι αν δεν κάνω λάθος… ο φίλος μου πέθανε στα χέρια σου. Και έχω την αμυδρή υποψία ότι ήταν τα δικά σου χέρια που βάφτηκαν με αίμα. Και επειδή δεν κατάφερες να τον σώσεις, αλλά και επειδή τον έθαψες μέσα στο δάσος. Έχω δίκιο;»
Ο Αλέξης έμεινε άφωνος. Ένιωσε τα νεύρα του να γίνονται κομμάτια μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, νόμισε ότι θα κατέρρεε σε μια στιγμή. Κάθισε στον καναπέ σε μια προσπάθεια να μην πέσει, κρατήθηκε από το χοντρό μπράτσο του επίπλου.
«Τι θέλεις;» Τον ρώτησε.
«Ο Γιώργος μιλούσε πολύ για σένα, ξέρεις. Μου είπε διάφορα».
«Ο Γιώργος έψαχνε να σε βρει…» του είπε ο Αλέξης, «…αλλά εσύ…»
«Και ποιος σου είπε ότι δεν με βρήκε;»
Τα πράγματα είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο του Αλέξη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει. Τόσα ερωτηματικά… Αυτή η κατάσταση δεν του άφηνε καμιά διέξοδο. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα από εκείνα τα προβλήματα που δεν μπορείς παρά –με την πλάτη στον τοίχο- να τα κοιτάξεις κατάματα και να τα αντιμετωπίσεις. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ένιωσε σαν να ήθελε να απολογηθεί, αλλά σύντομα ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Κάποιος θέλει να σου κάνει κακό, κι εσύ τι κάνεις; Μετάνοιες. Γάμησέ μας, μωρέ.
«Λέγε τι θες», του είπε.
Η φωνή γέλασε.
«Τρομοκρατήθηκες, έτσι απλά;»
«Νομίζεις ότι μπορείς να παίρνεις τηλέφωνα και να απειλείς τους ανθρώπους;»
«Νομίζεις ότι μπορείς να κρύβεις αυτόχειρες στο δάσος; Τι θα κάνεις; Θα πας στην αστυνομία;»
Ξανά γέλιο. Αναθεματισμένο, ειρωνικό γέλιο.
«Σε παρακαλώ… πληρώνω ήδη αρκετά», να και η απολογία, «πες μου… τι θέλεις;»
«Θέλω να συναντηθούμε. Το χρωστάω στον Γιώργο, με καταλαβαίνεις;»
«Αυτό είναι όλο; Θες να μιλήσεις μαζί μου; Ή μήπως έχεις τίποτα χειρότερο στο μυαλό σου…; Θα μου την έχεις στημένη, έτσι δεν είναι;»
«Κατάλαβα… έχεις ήδη χεστεί πάνω σου… έτσι δεν είναι;»
Δεν είχε λόγο να το κρύψει.
«Μπορεί και να έχω χεστεί, ναι…»
«Εγώ, όμως, δεν φοβάμαι, Αλέξη. Και θέλω να σε δω. Οπωσδήποτε. Και, ναι, οι φόβοι σου δεν είναι αβάσιμοι. Μπορώ να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος αν το θέλω. Αλλά για να νιώσεις πιο ήσυχος… προς το παρόν δεν το θέλω. Θέλω μόνο να σε δω».
«Ως που θα τραβήξει αυτή η ιστορία;»
«Μη σ’ απασχολεί. Θα προσπαθήσουμε να τελειώσουμε αυτό το ζήτημα μέσα σε λίγη ώρα μόνο… άφησέ το πάνω μου αυτό».
«Πότε και πού;» Τον ρώτησε.
«Βλέπεις εκείνο το κτίριο απέναντι απ’ το σπίτι σου;»
«Ποιο κτίριο;» Ο Αλέξης περπάτησε στα σκοτεινά και κοίταξε έξω, στον πλατύ δρόμο, πέρα από την αυλή της πολυκατοικίας, μέτρα μακριά. Οι λάμπες ήταν αναμμένες, υπήρχε μπόλικο χιόνι… και τίποτα άλλο, εκτός από την είσοδο του παλιού ψυχιατρείου.
«Το βλέπεις;» Επέμεινε η φωνή. «Ναι, εκείνο το ερείπιο εννοώ…»
«Γιατί όχι σε ένα μέρος με περισσότερο κόσμο;»
«Δεν μου αρέσει ο κόσμος, κύριε. Προτιμάω την ησυχία. Δεν νιώθω άνετα ανάμεσα στους ανθρώπους, ξέρεις… είναι κομμάτι της φιλοσοφίας μου».
«Τι φιλοσοφία έχει ένας άνθρωπος σαν κι εσένα;»
«Τι άνθρωπος είμαι, αλήθεια;» Ο τύπος έμοιαζε να αναρωτιέται. Μπα, μάλλον ήταν η ίδια ειρωνεία που υπήρχε συνήθως στη φωνή του. Έμοιαζε να είναι ανεξέλεγκτη κατά στιγμές…
«Πότε θες να συναντηθούμε;» Τον ρώτησε ο Αλέξης.
«Όποτε νιώσεις έτοιμος», του είπε ο Παύλος. «Τώρα ξέρεις πού να με βρεις».
«Στ’ αλήθεια συχνάζεις εκεί μέσα; Τόσο καιρό…;»
«Δεν μπορείς να ξέρεις τους ανθρώπους… το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι όταν ένας άγνωστος με κοιτάζει, σίγουρα δεν βλέπει αυτό που αναγνωρίζεις εσύ αυτή τη στιγμή». Σ’ αυτό το σημείο γέλασε ξανά. «Τι νομίζεις; Ότι φυτρώνουν δόντια στο στόμα μου; Ότι τα βράδια μπαίνω σε σπίτια και ρουφάω αίμα; Ίσως. Αλλά όχι ακόμα. Όχι απόψε. Όχι μέχρι να συναντηθούμε».
«Τι να περιμένω;» Ρώτησε ο Αλέξης. «Εσύ με ξέρεις… ξέρεις κάποια πράγματα για μένα… εγώ δεν ξέρω τίποτα. Ξέρεις ότι δεν είμαι επικίνδυνος. Λοιπόν…; Τι να περιμένω από σένα;»
Ο Παύλος μίλησε σαν να μην άκουσε την ερώτηση.
«Κάνε μου μια χάρη… όταν έρθεις, μην φέρεις μαζί σου εκείνον τον συγγραφέα που ο Γιώργος μου είπε ότι τόσο πολύ απεχθάνεσαι. Φέρε μόνο τον Αλέξη… τον αληθινό… αυτόν που είμαι σίγουρος ότι υποφέρει».
Αυτά τα λόγια ξεκαθάρισαν κάπως την κατάσταση, έκαναν τον Αλέξη να νιώσει λίγο καλύτερα… ίσως να ένιωσε μια σιγουριά. Η καχυποψία του, ωστόσο, δεν έλεγε να κοπάσει.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ…» είπε ο Αλέξης. «Γεια σου».
Ο Παύλος κατέβασε πρώτος το ακουστικό. Ο Αλέξης έμεινε να ακούει τον ήχο από την άλλη γραμμή, λες και η παρουσία του συνομιλητή του υπήρχε εκεί μέσα. Τελικά έκλεισε.
Δεν πήγε για ύπνο… ούτε κατά διάνοια, μετά από μια τέτοια συζήτηση; Έμεινε στο σαλόνι. Συγκεκριμένα, έσυρε την πολυθρόνα κοντά στην μπαλκονόπορτα και τράβηξε λίγο την κουρτίνα αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για να μπορεί να βλέπει έξω, τον δρόμο, την είσοδο της παλιάς κλινικής. Πρώτα δεν υπήρχε ψυχή, αλλά αργότερα, γύρω στις έξι και μισή το πρωί, κάμποση ώρα πριν ξημερώσει, μια σκιά με ένα μακρύ –μάλλον- αδιάβροχο και κουκούλα περπάτησε στο πεζοδρόμιο και στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα της κλινικής. Στάθηκε για λίγο ακίνητη, μόνο για λίγο, και ο Αλέξης έσκυψε κάπως, μην γυρίσει η σκιά και με κάποιο μαγικό τρόπο τον δει, αφού εκείνη ήξερε ότι την έβλεπαν. Τελικά γύρισε στο πλάι και πέρασε ανάμεσα από τα λυγισμένα κάγκελα της εισόδου και χάθηκε στο σκοτάδι.
Ο Αλέξης κάθισε πίσω στην πολυθρόνα και προσπάθησε να κοιμηθεί, ενώ σκεφτόταν ότι ίσως να είχε μπλέξει άσχημα τώρα. Μακάρι να πίστευε σε κάτι… έτσι απλά… για να μπορούσε να προσευχηθεί…

5


Δεν ήξερε πόσες μέρες είχαν περάσει από το τηλεφώνημα. Υπολόγιζε ότι πρέπει να ήταν κάμποσες, αλλά σίγουρα όχι πολλές. Το πρόβλημα ήταν ότι τον τελευταίο καιρό όλες οι μέρες έμοιαζαν μεταξύ τους. Έμοιαζαν να έχουν την ίδια αίσθηση. Ιδίως όταν τις περνάς κάτω από την κουβέρτα σου ή το πολύ μέσα στο γραφείο σου, ακολουθώντας παράλληλα μια δίαιτα που αποτελείται από μπισκότα και καφέ… Ναι, για τον Αλέξη μιλάω.
Τα πρωινά η Άννα τον άφηνε στο κρεβάτι να κοιμηθεί, κι εκείνος έμενε εκεί μέχρι το μεσημέρι. Μέχρι, δηλαδή, εκείνη να τον φωνάξει για φαγητό. Μετά το μεσημεριανό κλεινόταν για λίγο στο γραφείο του, και μετά κοιμόταν ξανά, αλλά αυτή τη φορά εκεί μέσα. Μια φορά η Άννα μπήκε διακριτικά και τον είδε να κοιμάται πάνω σ’ εκείνον τον δερμάτινο καναπέ. Το ένα πόδι του κρεμόταν απ’ το πλάι… έμοιαζε περισσότερο λες και κάποιος τον είχε ξαπλώσει εκεί με μια γερή μπουνιά στη μούρη, παρά σαν να είχε ξαπλώσει μόνος του.
Ένα βράδυ που ξάπλωσαν μαζί προσπάθησε να του μιλήσει.
«Καταρρέεις», του είπε, «το έχεις καταλάβει; Έχεις καταλάβει ότι όλη τη μέρα κοιμάσαι χωρίς να κάνεις τίποτα; Σαν κούτσουρο είσαι, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Δε με νοιάζει», της είπε. «Αλλά κι αυτό που κάνεις εσύ τώρα δεν βοηθάει και πολύ…»
«Γιατί δεν μου λες τίποτα; Γιατί έχεις απομακρυνθεί τόσο πολύ; Ξέρω ότι κάτι άλλαξε», του είπε. «Άκουσα ένα βράδυ που κάποιος πήρε τηλέφωνο… ποιος ήταν; Τι σου είπε;»
Ο Αλέξης την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Τι άκουσες;» Την ρώτησε.
«Τίποτα το ιδιαίτερο… απλά ότι μιλούσες για κάποια ώρα… ποιος ήταν;»
«Κανείς. Άσε με να ξεκουραστώ λίγο… νιώθω τόσο κουρασμένος…»
«Εντάξει… αλλά μου υπόσχεσαι ότι θα μου μιλήσεις μετά;»
«Εντάξει».**Φυσικά και δεν της μίλησε. Κλείστηκε ξανά στο γραφείο του και σκεφτόταν πώς να βγει από εκείνη την κατάσταση. Ούτε που ήξερε πόσες φορές σκέφτηκε να ντυθεί και να πάει τρέχοντας σ’ εκείνο το μέρος, να μπει μέσα, να πιάσει τον τύπο και να τον σκοτώσει πριν το μάθει ο οποιοσδήποτε… αλλά δεν θα το έκανε. Δεν έφταιγε εκείνος, έτσι κι αλλιώς.
Τι φοβόταν; Αυτό ήταν που έπρεπε να λύσει… τον δεσμό του με τον φόβο του. Η τιμωρία, σκέφτηκε κάποια στιγμή. Αυτό ήταν που φοβόταν… αυτό που του άξιζε. Ναι, σκέφτηκε, αλλά γιατί να ισχύει αυτό μόνο για μένα… δεν ήμουν μόνο εγώ που έκρυψα το πτώμα του…
Σκέψεις δίχως τέλος… σκέψεις που συνέχιζαν, που ξεφύτρωναν από το πουθενά με κάθε ευκαιρία και έκαναν επίθεση στο μυαλό του και στην ψυχή του, κάνοντας την καρδιά του να σταματάει κατά στιγμές.
Άνοιξε τον υπολογιστή του και έριξε μια ματιά στο βιβλίο του, εκείνο που είχε ολοκληρώσει τους τελευταίους μήνες, εκείνο που ήλπιζε ότι ήταν κάτι το αληθινό…
Δεν αρκεί, σκέφτηκε. Δεν είναι αρκετό για να απαλύνει τις τύψεις…
Έπρεπε να βιώσει κάτι χειρότερο… έπρεπε να τιμωρηθεί. Αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ανεχτεί τον εαυτό του. Έπρεπε να βιώσει εκείνη τη συνάντηση, να αντιμετωπίσει τους φόβους του και να πάει να βρει τον Παύλο. Και τι φοβόταν, έτσι κι αλλιώς; Ένα μικρό παιδί…
Αλλά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι δεν ήταν ο Παύλος που τον τρόμαζε, δεν ήταν η συνάντηση ως γεγονός… ήταν ο εαυτός του. Πώς θα στεκόταν απέναντι σ’ εκείνον; Πώς θα λογοδοτούσε;
«Και γιατί να λογοδοτήσω σ’ αυτόν;» Αναρωτήθηκε. Και ξανά: «Όχι σ’ αυτόν… στον εαυτό μου… μακάρι να μπορούσα να μιλήσω στον ίδιο τον Γιώργο…»
Τίποτα δεν θα τον έφερνε πίσω, πια, κι αυτό ήταν γνωστό. Αδιέξοδο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τις σκέψεις. Ξάπλωσε ξανά στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει.**Πρώτη φορά αντιμετωπίζω το γράψιμο με τέτοιο τρόπο. Πραγματικά… δεν έχω τίποτα να γράψω, πια, εκτός από μια απλή καταγραφή σκέψεων. Συνήθως τα λόγια μου ξεκινάνε με τη σκέψη. Μετά ανεξαρτητοποιούνται από αυτήν και ακολουθούν την καρδιά. Τώρα πια δεν έχει μείνει τίποτα μέσα μου… εκτός από απέχθεια για τον εαυτό μου. Ο Παύλος είχε δίκιο όταν μίλησε για «εκείνον τον συγγραφέα που τόσο απεχθάνομαι». Είμαι ένα ψέμα, το ξέρω τώρα πια. Το ξέρω σε τέτοιο βαθμό που με κουράζει και μόνο η σκέψη της υπόστασής μου.
Κάποιες φορές νιώθω σαν να θέλω να την αγκαλιάσω, να της πω ότι την αγαπάω… να ζητήσω συγχώρεση, αλλά δεν μπορώ. Δεν θέλω να την αφήσω να με δει τόσο αδύναμο, αν και είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα εγώ να ξέρει. Ντρέπομαι γι’ αυτό… θυμώνω μαζί της. Την αγαπάω.
Δεν ξέρω που θα καταλήξουν αυτές οι λέξεις, πια, αλλά αρχίζω να πιστεύω ότι είναι χρήσιμες. Το γράψιμο πάντα ήταν χρήσιμο για μένα. Απλά κοιτάς το χαρτί και αυτοσχεδιάζεις με τις λέξεις, χωρίς να πιστεύεις ότι κάποιος κάποτε θα διαβάσει το κείμενό σου. Αυτά είναι ανοησίες, πια. Είναι παράξενο, το πώς μετά από εφτά μυθιστορήματα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η προσωπική μου ανώτερη μορφή γραφής θα ήταν αυτή που δεν θα αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από εμένα. Ποιος νοιάζεται για όλα αυτά; Κανείς… είναι σκουπίδια. Για μένα όμως είναι ό,τι χρειάζομαι για να μπορώ να συνεχίζω. Ξέρω ότι συμπαθώ αυτά τα λόγια… ναι, τώρα που το σκέφτομαι… τα συμπαθώ. Είναι ό,τι πιο αληθινό έχω γράψει ποτέ… εδώ και δύο δεκαετίες, ίσως.
Αλλά υπάρχει και μια μικρή, πικρή αλήθεια εδώ. Η σκέψη ότι δεν πρόκειται να τα διαβάσει κανείς με αποθαρρύνει. Ίσως όντως να είναι σκουπίδια.
Ποιος νοιάζεται, αλήθεια;
Πόσο καιρό θα με περιμένει; Κι αν αποφασίσει να με βρει εκείνος, τελικά; Τι θα γίνει αν έρθει εκείνος σ’ εμένα; Αν κάνει κακό στην Άννα ή στη Μαρία; Τότε θα τον σκότωνα, θα έπρεπε να το ξέρει αυτό.
Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Πρέπει να τον δω, να του μιλήσω. Κι αν θέλει εκδίκηση, ίσως να έχει δίκιο. Ίσως να του την προσφέρω απλόχερα… όλη δική του. Εγώ, όλος δικός του, να αφαιρέσει τη ζωή μου σαν αντάλλαγμα για τον θάνατο του φίλου του… δεν θα μου άξιζε, μήπως;
Θα μου άξιζε, άραγε;
Αύριο… αύριο το πρωί.
Πρώτα, όμως, να πω δυο λόγια μαζί της… να ξέρει. Να ξέρει ότι την αγαπάω ακόμα. Κι ύστερα… αν όλα τελειώσουν καλά… να συνεχίσω αυτές τις λέξεις. Για όσο χρειαστεί… μέχρι να αποκτήσω ξανά την ελευθερία μου... να νιώσω ελεύθερος. Θα αφιέρωνα τη ζωή μου σ’ αυτό αν χρειαζόταν. Τουλάχιστον αυτό, το χρωστάει ο κάθε φταίχτης στον εαυτό του.

6


Γύρισε στο πλάι και κοίταξε την Άννα. Κοιμόταν. Στηρίχτηκε στον αγκώνα του και ανασηκώθηκε, έτοιμος να την φιλήσει, αλλά την ίδια στιγμή εκείνη του γύρισε την πλάτη μέσα στο όνειρό της. Καλύτερα να μην την ξυπνούσε, καλύτερα να μην της έλεγε τίποτα. Ένιωσε ότι την πρόδιδε κατά κάποιο τρόπο, να μην μοιραστεί μαζί της την ανησυχία του και αυτό που σκόπευε να κάνει… να δει τον Παύλο. Αλλά τουλάχιστον για μια φορά ανάμεσά τους, προτίμησε την προδοσία, κάτι που ήταν πολύ σχετικό, μιας και δεν ήξερε τη δική της γνώμη σχετικά με το πόσες φορές την είχε προδώσει. Αν σκεφτεί κανείς τους λόγους που τον είχε παρατήσει τότε, όταν ήταν ακόμη φοιτητές, μάλλον θα μπορούσε να διαπιστώσει και μία άλλη, μία πρώτη προδοσία. Αλλά εδώ υπάρχει μια δεύτερη σχετικότητα, μιας και εκείνη η πρώτη προδοσία ήταν μια μπάλα που πετούσαν μεταξύ τους εκείνος σ’ εκείνην, κι εκείνη σ’ εκείνον.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Είχε αναλάβει μια υποχρέωση, και θα την έφερνε σε πέρας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φρόντισε να την σκεπάσει καλά χωρίς εκείνη ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τα κατάφερε. Ντύθηκε ήσυχα, αργά, ενώ μέσα του αγωνιούσε. Άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας ελπίζοντας να μην τρίξει, και πήρε από μέσα το χοντρό μπουφάν του, εκείνο που έφτανε μέχρι τα γόνατα. Πήρε και ένα ζευγάρι γάντια… δεν ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι την κλινική, αλλά ο καιρός δεν κορόιδευε.
Βγήκε στον διάδρομο. Φόρεσε παπούτσια, φόρεσε και το μπουφάν. Μετά τα γάντια. Βγήκε έξω, μπήκε στο ασανσέρ και άρχισε να κατεβαίνει. Ούτε που ήξερε τι ώρα ήταν. Μεσάνυχτα; Ξημερώματα; Όταν βγήκε έξω είδε ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μικρές νιφάδες έπεφταν από ψηλά… το χιόνι δεν είχε πυκνώσει ακόμα.
Διέσχισε την αυλή… έκανε μικρά βήματα για να μην γλιστρήσει, ενώ για μια στιγμή ευχήθηκε να μην ήταν μόνος. Του πήρε εφτά με οχτώ λεπτά για να φτάσει στην πλατιά πόρτα και να την σύρει στο πλάι για να βγει στον δρόμο. Να ο δρόμος. Έτσι… μικρά βήματα… ίσως και να μην πέσεις σήμερα.
Πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα της εισόδου της κλινικής και περπάτησε στην αυλή. Υπήρχαν ίχνη στο χιόνι, στην αυλή. Περπατούσε αργά, προσεκτικά, έχοντας το νου του στα παράθυρα… μήπως δει κανέναν. Ένα σιντριβάνι υπήρχε στη μέση, γεμάτο χιόνι τώρα. Πέρασε από γύρω του και στάθηκε στα μικρά σκαλοπάτια μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Εκεί πιάστηκε από την άκρη για ν’ ανέβει. Το ένα φύλλο της διπλής πόρτας ήταν ανοιχτό. Το τζάμι του ήταν σπασμένο στο πάνω μέρος.
Μπήκε μέσα και περπάτησε σε ένα μακρύ διάδρομο για μερικά δευτερόλεπτα. Εκεί, στο βάθος, εκείνος ο πάγκος πρέπει να ήταν κάτι σαν ρεσεψιόν… ποιος ξέρει. Κομμάτια από τους τοίχους βρίσκονταν στον δρόμο του… ολόκληρα κομμάτια τσιμέντου και ένας θεός ξέρει τι άλλο υλικό υπήρχε εκεί μέσα… αναγκαζόταν να περπατήσει γύρω τους. Προσπαθούσε να βλέπει μέσα στα δωμάτια από τις τρύπες στους τοίχους. Σε μερικά σημεία στα πατώματα των δωματίων υπήρχε χιόνι, μάλλον από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πού πήγαινε… προφανώς ήταν παγίδα όλο αυτό. Οι τύψεις του τον είχαν οδηγήσει ακριβώς εκεί που δεν έπρεπε… ο Παύλος είχε εκμεταλλευτεί τις τύψεις του… το κάθαρμα. Ήταν πανέξυπνος, λοιπόν, ήξερε τι έκανε απ’ την αρχή.
Στάθηκε ακίνητος και γύρισε απότομα να κοιτάξει πίσω του. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς. Έκανες κάτι που δεν έπρεπε, είπε στον εαυτό του. Αν χρειάζεται να πληρώσεις για να νιώσεις καλύτερα, κάνε υπομονή και σύντομα όλα θα τελειώσουν.
Το ασανσέρ ήταν ολοκληρωτικά καταστραμμένο. Το ένα ήταν κλειστό και δεν δούλευε. Οι πόρτες του άλλου ήταν ανοιχτές και μέσα μπορούσες να δεις ένα κάθισμα για ανάπηρους, καθώς και μερικά άλλα αντικείμενα που τώρα πια ούτε μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν. Ένα απ’ αυτά έμοιαζε με μικρός πάγκος… είχε μικρούς τροχούς στο κάτω μέρος του. Στράφηκε προς την σκάλα.
Στη σκάλα ήταν σκοτεινά. Φως έμπαινε μόνο από ένα μικρό παράθυρο στον τοίχο. Ο Αλέξης είδε χιόνι και πάγο στην έξω πλευρά του. Αδυνατούσε να καταλάβει τους λόγους που αυτό το κτίριο είχε έρθει σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά τώρα δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Φοβόταν… φοβόταν πολύ. Στον δεύτερο όροφο είδε ένα πτώμα στο πάτωμα. Κι αν δεν ήταν πτώμα, ήταν κάποιος που σίγουρα έμοιαζε νεκρός. Έμοιαζε να είναι άστεγος, έμοιαζε να είναι ναρκομανής. Πέρασε από δίπλα του ελπίζοντας να μην τον ξυπνήσει, αν υπήρχε τέτοια περίπτωση.
Στον δεύτερο όροφο όλες οι πόρτες ήταν κλειστές και κλειδωμένες. Η αλήθεια είναι ότι δεν δοκίμασε να τις ανοίξει, ελπίζοντας ότι δεν θα έβρισκε τίποτα εκεί μέσα και τελικά θα έφευγε, ότι ο Παύλος θα παρέμενε μια τηλεφωνική φάρσα, ένα ψέμα. Αλλά δεν έγινε έτσι. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε φως. Εκείνο το φως έβγαινε από την πόρτα ενός δωματίου. Ήταν το φως της μέρας, τώρα ξεχώριζε, τραβούσε την προσοχή σου.
Στάθηκε και το κοίταξε με τα χέρια του να κρέμονται στα πλάγια του σώματός του. Γύρισε να φύγει, αλλά στάθηκε ξανά και το κοίταξε πάλι. Τελικά ξεκίνησε όσο πιο ήσυχα μπορούσε για να πλησιάσει, έτσι ώστε όποιος βρισκόταν εκεί μέσα να μην τον άκουγε.**Δίπλα στον τοίχο και μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα κρεβάτι. Ένα νεαρό κορίτσι καθόταν πάνω του. Είχε τα πόδια της μαζεμένα στο θώρακά της και τα χέρια της γύρω απ’ τα γόνατα. Φορούσε ένα μακρύ, μάλλινο σακάκι και ένα μαύρο σκουφί, ένα γκρι παντελόνι και μαύρα, παλιά παπούτσια. Κοίταξε τον Αλέξη, και μετά στράφηκε προς την άλλη μεριά του δωματίου.
Ο Αλέξης στάθηκε στην πόρτα για να δει καλύτερα μέσα στον χώρο. Ο τοίχος απέναντι απ’ την πόρτα έλειπε ολόκληρος, μαζί με ένα μέρος του πατώματος. Ο Αλέξης μπορούσε να δει έξω, όχι πολύ μακριά, ωστόσο. Το χιόνι είχε πυκνώσει και η ορατότητα είχε μειωθεί σημαντικά. Στην άκρη του δωματίου, εκεί που κάποτε υπήρχε ο τοίχος, κομμάτια του οποίου βρίσκονταν τώρα στην αυλή, στεκόταν ένας άντρας. Φορούσε ένα πράσινο αδιάβροχο.
Στράφηκε προς τον Αλέξη και τον κοίταξε, κι εκείνος σκέφτηκε πώς αυτό που είχε μπροστά του έπρεπε να είναι κάποιο δαιμονικό. Κάποιος δαίμονας, ίσως, που είχε έρθει να απονείμει δικαιοσύνη. Ο τύπος ήταν κάτασπρος, ενώ το στόμα του ήταν μια μικρή γραμμή στο πρόσωπό του, και την ίδια στιγμή να μάτια του έμοιαζαν να έχουν ρουφηχτεί βαθιά μέσα στις κόγχες τους.
Ο Αλέξης πλησίασε αγνοώντας το κορίτσι, γυρνώντας την πλάτη του προς το κρεβάτι. Υπήρχε ένα γραφείο κοντά στον Παύλο, καθώς και δύο πολυθρόνες. Αυτό το δωμάτιο ήταν το γραφείο κάποιου. Κάποτε. Κάποιου γιατρού, ίσως.
Είδε τον Παύλο να κατεβάζει την κουκούλα. Μετά τον είδε να κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες, κι έκανε το ίδιο. Πλησίασε διστακτικά και κάθισε απέναντί του.
«Μην ενοχλείσαι από τη Μαρία», του είπε ο Παύλος και κοίταξε το κορίτσι στο κρεβάτι. «Δεν μιλάει, έτσι κι αλλιώς».
«Δεν ενοχλούμαι», του είπε ο Αλέξης. «Σε παρακαλώ, πες μου… τι θες από μένα; Αν πρόκειται να με εκβιάσεις…»
Ο Παύλος έμεινε και τον κοίταξε για κάποια ώρα, ενώ εκείνος προσπαθούσε να απολογηθεί με τον τρόπο του… σχεδόν ζητώντας συγχώρεση. Κι όταν ο Αλέξης τέλειωσε, του είπε:
«Πραγματικά νομίζεις ότι όλα έχουν να κάνουν μ’ εσένα; Ο μόνος λόγος που σε κάλεσα εδώ είναι επειδή νιώθω ότι το χρωστάω στον Γιώργο».
«Τι εννοείς; Τι χρωστάς;»
«Ο Γιώργος σου μίλησε πριν πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
«Ναι», του είπε ο Αλέξης. «Προσπάθησε, δηλαδή… τα περισσότερα απ’ όσα είπε δεν τα κατάλαβα. Δεν ήταν και στα καλύτερά του…»
«Τι σου είπε;»
«Διάφορα πράγματα… Νομίζω ότι ζητούσε βοήθεια. Απλά εγώ… δεν ήξερα πώς να τον βοηθήσω…»
«Ο Γιώργος δεν ήταν άρρωστος αν αυτό σκέφτεσαι», είπε ο Παύλος. «Απλά… ξέρεις… τα πράγματα μερικές φορές δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Μου μίλησε εκείνες τις μέρες…»
«Πώς; Πού ήσουν;»
«Με βρήκε μέσα στο μοναστήρι. Μου είπε πόσο δυστυχισμένος ένιωθε, μου είπε τι σκόπευε να κάνει. Δεν ήξερε πώς θα το έκανε, αλλά σίγουρα σκόπευε να πεθάνει».
«Προσπάθησες να τον εμποδίσεις; Τι του είπες;»
«Δεν προσπάθησα καθόλου να τον εμποδίσω».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι άκουσα την επιθυμία του και την δέχτηκα, αυτό εννοώ. Αν τον άκουγες εκείνη τη στιγμή, ίσως να καταλάβαινες τη στάση μου».
«Τον άφησες έτσι απλά… να πεθάνει;»
«Δεν τον άφησα… δεν θα μπορούσα να τον σταματήσω έτσι κι αλλιώς. Και μόνο στη σκέψη ότι όλα θα τελείωναν… δεν φαντάζεσαι πόση ελπίδα βρήκε σ’ εκείνο το τέλος. Η προσμονή τον έκανε ανυπόμονο, χαμογελούσε στη σκέψη… χαμογελούσε με ελπίδα».
Ο Αλέξης έσκυψε μπροστά και στηρίχτηκε στα γόνατά του. Νόμιζε ότι θα λιποθυμούσε.
«Σκέφτηκα τότε ότι αν σε είχε βρει, ίσως όλα να άλλαζαν για εκείνον. Αλλά εσύ… εσύ τον σκότωσες», του είπε ο Αλέξης. «Αν εσύ είχες πει κάτι… τα λόγια σου σίγουρα θα μετρούσαν για εκείνον. Εσύ τον σκότωσες…»
«Και τα δικά σου λόγια μετρούσαν, μήπως κατάφερες να τον σταματήσεις; Τι νομίζεις ότι έπρεπε να κάνω; Το μόνο που ήθελε ήταν…»
«Ήθελε να σωθεί. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Κι εσύ πήγες και του έδωσες την ευχή σου. Τον σκότωσες».
«Πλάκα έχεις», του είπε ο Παύλος. «Και γιατί δεν τον σταμάτησες εσύ; Κανείς δεν θα τον σταματούσε. Κι αν θες την γνώμη μου, πάνω απ’ όλα είχε αγάπη μέσα του. Αυτό ήταν που τον έκανε κομμάτια. Είναι αλήθεια ότι τον πρόδωσα όταν έφυγα. Τον άφησα μόνο του. Αλλά ήταν αδύναμος, δεν ήταν έτοιμος να ζήσει ελεύθερος. Λύγισε… φοβόταν. Πίστευε σ’ εσένα, πίστευε σ’ εμένα… όχι, όμως, στον εαυτό του. Ποτέ στον εαυτό του. Άφησε τον θυμό του να τον ορίσει, έκανε λάθη, απομονώθηκε, και ταξίδευε με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή του».
«Και ξανά… εσύ συνέβαλες σ’ αυτό».
«Κι εγώ, κι εσύ… όλοι μας, ο καθένας με τον τρόπο του. Τι ήθελες να κάνω; Έβλεπα ότι δεν θα άντεχε… Ο άνθρωπος ήταν κομμάτια, απλά είχε κρύψει την κατάστασή του… εύκολα κρύβεις κάτι τέτοιο ανάμεσα σε τυφλούς…»
«Τι θες από μένα; Πες μου… τι μπορώ να κάνω τώρα για τον φίλο σου; Πες μου, κι εγώ θα το κάνω».
Ο Παύλος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τον έκρυψες, έτσι δεν είναι; Σας είδα που τον κουβαλούσατε μέσα σ’ εκείνα τα σεντόνια… γιατί;»
«Για να σώσουμε τα τομάρια μας… γι’ αυτό το κάναμε. Φοβήθηκα ότι θα έμπλεκα άσχημα. Το ίδιο κι ο Στράτος… το όπλο του έπεσε στα χέρια του Γιώργου…»
«Εκείνος ο ήχος… είχα καταλάβει ότι ήταν όπλο. Αναρωτιόμουν πώς είχε βρεθεί ένα όπλο στα χέρια του».
«Τώρα πες μου. Τι μπορώ να κάνω;»
«Δεν ξέρω. Κάνε ό,τι χρειάζεσαι για να το ξεπεράσεις. Δεν θέλω τίποτα από σένα».
Σιωπή ακολούθησε, σε συνδυασμό με αμηχανία. Ο Αλέξης σκέφτηκε για μια στιγμή πως η στάση του Παύλου απέναντι στην αυτοκτονία του Γιώργου ήταν το αποτέλεσμα ενός τρόπου σκέψης… ενός καταστροφικού τρόπου σκέψης, καθώς και μιας καταστροφικής φιλίας. Τον κοίταξε προσεκτικά ενώ εκείνος είχε το βλέμμα του στραμμένο στο πλάι. Τι άνθρωπος ήταν, αλήθεια;
Ο Παύλος δεν ήθελε τίποτα από τον Αλέξη. Επομένως ίσως εκείνος να μπορούσε τώρα να φύγει. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Θα φύγω τώρα», του είπε.
«Τι απέγινε η Φανή;»
«Δεν ξέρω. Υποθέτω πώς έμεινε και πάλι μόνη της…»
«Δε νιώθεις σαν να έχασες κάτι; Με τον θάνατο του Γιώργου… και όταν έφυγες από εκεί πάνω;»
«…έχω ακόμη την Άννα… ίσως να μπορώ να συνεχίσω».
Ησυχία ξανά. Μετά γύρισε και περπάτησε προς την έξοδο.
«Να προσέχεις», του είπε ο Παύλος. 
Ο Αλέξης στάθηκε και τον κοίταξε. Του έγνεψε, και μετά βγήκε από το δωμάτιο νιώθοντας ευγνωμοσύνη που με τον άνθρωπο που καθόταν σ’ εκείνη την πολυθρόνα είχαν κάτι κοινό απέναντι στην ενοχή.**Βγήκε έξω. Το χιόνι είχε πυκνώσει τώρα. Όταν έφτασε στον δρόμο τον διέσχισε με μικρά βήματα για να μην γλιστρήσει, ακριβώς όπως είχε κάνει και όταν είχε έρθει. Μπήκε στην αυλή της πολυκατοικίας… έφτασε στην είσοδο. Σύντομα μπήκε στο σπίτι του, και όταν είδε την Άννα κατάφερε, πια, να της χαμογελάσει.

7


Ο Αλέξης κάθισε μπροστά στον υπολογιστή, στο γραφείο του. Ένιωθε ακόμη μια κάποια αγωνία, μήπως στραβώσουν ξανά τα πράγματα, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε περισσότερο ελεύθερος. Αναρωτήθηκε αν η απόκτηση της ελευθερίας, αυτής που εδώ και μήνες αναζητούσε, θα σήμαινε το τέλος της ικανότητάς του να γράφει. Από την άλλη, ίσως να σήμαινε απλά αλλαγή, και όχι τέλος. Πρώτα οι σκέψεις. Μετά η καρδιά.
Νιώθω ότι εγώ κι εκείνος μοιραστήκαμε κάτι. Αρχίζω να πιστεύω ότι οι δυο μας είχαμε την ίδια ανάγκη… την απελευθέρωση από έναν κοινό πόνο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένιωθε εξίσου ένοχος μ’ εμένα για τον θάνατο του Γιώργου. Κι έτσι απλά, με έναν άγνωστο, μοιράστηκα έναν τέτοιο πόνο που με κατέτρωγε εδώ και τόσο καιρό… και τώρα νιώθω ότι έκανα –τουλάχιστον για λίγο- έναν καινούριο φίλο. Ίσως, πάλι, να είμαι υπερβολικός, ποιος ξέρει;
Η ιδέα του να συναντηθούμε μας βοήθησε και τους δύο, και αυτό μάλλον σημαίνει πως ό,τι κι αν υπάρχει μέσα του, αυτό το ίδιο πράγμα που τον έκανε να σπρώξει τον Γιώργο προς την αυτοκτονία του, ίσως να μπορεί να σβήσει. Αλλά δεν είναι ευθύνη μου αυτό. Δεν είναι κανενός, παρά μόνο δική του, επομένως καλύτερα να αφήσω τα πράγματα ως έχουν, να μην αναμειχθώ. Και το σκέφτομαι αυτό ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα θα ήθελα να τον βοηθήσω. Όπως και να ‘χει, ο δικός μου ρόλος τελειώνει εδώ, ακριβώς όπως τέλειωσε και ο δικός του όσον αφορά σ’ εμένα.
Κάποιες φορές εύχομαι να μπορούσα να τον ευχαριστήσω, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα περάσει κι αυτό με τον καιρό, ώσπου όλα να ξεχαστούν. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, ειπώθηκε.
Προς το παρόν θα κάνω στην άκρη αυτές τις σημειώσεις… μόνο για σήμερα. Ίσως και για αύριο. Ή μάλλον για όσο χρειάζεται. Γιατί όσον αφορά στο γράψιμο, αυτή η ιστορία είναι μόνο δική μου, και θα περάσει σε κάποιον άνθρωπο μόνο από το δικό μου χέρι.
Θέλω να νιώσω ξανά όπως κάποτε… σαν ερασιτέχνης, ελπίζοντας ότι το μεγαλείο της γραφής που γνώρισα κάποτε, θα επιστρέψει κάποια στιγμή.Τέλος προς το παρόν.

**Το βράδυ δεν είχε ύπνο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, μέχρι που τελικά σηκώθηκε και έμεινε καθιστός. Η Άννα είχε ξαπλώσει πριν λίγη ώρα, αλλά τώρα είχε ανοίξει τα μάτια της ξανά. Είχε σηκωθεί και είχε καθίσει δίπλα του.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε. «Σκέφτεσαι τον Παύλο;»
«Όλα τα σκέφτομαι… απλά τώρα δεν με πνίγουν με τον ίδιο τρόπο, όπως πριν».
«Καλό μου ακούγεται αυτό…»
«Κι εσένα σκέφτομαι… και την κόρη σου. Πρέπει να καταλάβεις κάτι».
Η Άννα τον κοίταξε με απορία. Διέκρινε ένταση στη φωνή του, και ίσως ένα ίχνος θυμού. Ή μήπως ήταν οργή;
«Πες μου», του είπε.
«Είμαι δεμένος μαζί σου. Είσαι κομμάτι της ζωής μου… πάντα θα είσαι. Κι αν δεν μπορείς να το δεχτείς και να το σεβαστείς αυτό, τότε πάρε την κόρη σου και εξαφανιστείτε αύριο το πρωί».
Μετά σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε για λίγα δευτερόλεπτα πάνω κάτω στο υπνοδωμάτιο.
«Δεν είναι έτσι», του είπε εκείνη. «Οι σχέσεις δοκιμάζονται, το ξέρεις αυτό».
«Κι εμείς αποτύχαμε ήδη μια φορά».
«Ας μην γυρίσουμε σ’ αυτό το θέμα. Το σημαντικό είναι ότι τώρα είμαστε μαζί… και δεν ξέρω για σένα, που όπως φαίνεται παραιτείσαι με το παραμικρό, αλλά εγώ είμαι περισσότερο από πρόθυμη να προσπαθήσω».
Κοιτάχτηκαν για λίγο. Μετά εκείνος έστρεψε αλλού το βλέμμα του, χωρίς λόγια. Πέρασε μια στιγμή αμηχανίας, κι ύστερα πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Η Άννα έβαλε το χέρι της στον ώμο του, ενώ εκείνος σήκωσε το δικό του και το ακούμπησε απαλά. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια στιγμή.
Ο Αλέξης και η Άννα δεν χώρισαν ούτε εκείνη τη νύχτα.