Νουβέλα-Μυθιστόρημα

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΑ 2ο μερος

II
 
Περιπλανιόταν για αρκετή ώρα μέσα στην πόλη. Το μεσημέρι είχε περάσει, και τώρα πλησίαζε το απόγευμα. Είχε πάρει το μεσημεριανό του σε ένα εστιατόριο κοντά στο ξενοδοχείο. Είχε ρωτήσει στη ρεσεψιόν για την οδό Απόστολου Ζαχαριάδη, και είχε πάρει μερικές κατατοπιστικές οδηγίες. Από το τέλος του πεζόδρομου στο κέντρο της πόλης, προς τη μεριά του πάρκου, θα στρίψετε αριστερά και θα συνεχίσετε ευθεία. Να κοιτάτε τις οδούς για να μην χάσετε το δρόμο που ψάχνετε. Έτσι του είχε πει η νεαρή πίσω από τον πάγκο στο ξενοδοχείο.
Ο Στέφανος, ωστόσο, είχε βγει έξω και περπατούσε άσκοπα μέσα στην πόλη χωρίς να ακολουθήσει τις οδηγίες που του είχαν δοθεί. Απλά περπατούσε. Είχε νιώσει μια βαθιά θλίψη από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στον Άγιο Δημήτριο. Δεν ήξερε το λόγο, αλλά σίγουρα ένιωθε άσχημα απέναντι στην Δήμητρα. Της είχε μιλήσει πριν φύγει, της είχε ζητήσει μια χάρη.
«Θέλω να κάνεις ένα ταξίδι», της είχε πει. «Θέλω να πας στη μητέρα σου, στο Ναύπλιο. Πάρε και τη μικρή».
«Κι εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα έρθω να σας βρω σε μερικές μέρες».
«Θα πας να τη βρεις, έτσι δεν είναι;» Τον είχε ρωτήσει η Δήμητρα.
«Ναι». Της είχε απαντήσει χωρίς να διστάσει. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο, μετά από όλα όσα είχε περάσει το ένιωθε σαν δικαίωμά του το να τη βρει.
«Και είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψεις;»
«Τι εννοείς;»
«Υπάρχει περίπτωση να θελήσεις να μείνεις μαζί της;»
«Όχι», της είχε πει, αλλά στη πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρος. Το αν θα ήθελε να μείνει με τη Μαριάννα θα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες. Από την ίδια τη Μαριάννα πρώτα απ’ όλα. Και ναι… από πολλούς άλλους παράγοντες.
Τώρα ένιωθε πολύ διαφορετικά, ωστόσο. Μόνος σε μια πόλη που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ ξανά. Πού πήγαινε; Τι ακριβώς αναζητούσε; Τι θα της έλεγε αν τελικά τη συναντούσε; Χαμογέλασε όταν διαπίστωσε ότι βρέθηκε στον περίφημο πεζόδρομο στο κέντρο της πόλης.
Ο πεζόδρομος ήταν πλατύς και μακρύς. Στις δύο πλευρές τους υπήρχαν όμορφες λάμπες και φανάρια, καθώς και καταστήματα, ταβέρνες, εστιατόρια, μπιραρίες και ξενοδοχεία, και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς, όλα τους σημεία αδιαμφισβήτητης πολυτέλειας. Στο ξενοδοχείο είχε διαβάσει σε ένα φυλλάδιο ότι δύο ήταν τα σημεία στα οποία σύχναζε ο κόσμος. Ο πεζοδρόμος και το πάρκο που βρισκόταν μετά απ’ αυτόν, καθώς και η οδός Αίγης, στα βόρεια της πόλης. Ο πεζόδρομος απ’ την αρχή έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρων.
Του πήρε κάμποση ώρα να τον διασχίσει. Συνάντησε διάφορους ανθρώπους, νέους, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία να κάνουν τη βόλτα τους. Μερικοί χάζευαν τις βιτρίνες, ενώ άλλοι απλά περπατούσαν. Ο Στέφανος ένιωσε σαν να ήθελε να μιλήσει με κάποιους από εκείνους τους ανθρώπους, απλά να συζητήσει μαζί τους. Ένιωσε πολύ μόνος ξαφνικά, και αναρωτήθηκε για ακόμη μια φορά αν ήταν πραγματικά μεγάλο λάθος που είχε διακόψει τα φάρμακα. Ναι, ακριβώς, είχε διακόψει τα φάρμακα που του είχε γράψει ο ψυχίατρος. Είχε πάρει μαζί του δύο κουτιά από εκείνα, αλλά είχε σταματήσει να τα παίρνει εδώ και τέσσερις μέρες. Μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει καμιά αλλαγή, αλλά δεν έπαυε να σκέφτεται το ρίσκο που είχε πάρει.
Στο τέλος του δρόμου στάθηκε ακίνητος για λίγη ώρα, σκεφτικός. Αν έστριβε αριστερά, θα κατευθυνόταν προς την οδό που βρισκόταν το σπίτι της. Αλλά δεν περπάτησε προς τα εκεί ακόμα. Συνέχισε ευθεία, δίπλα από μια πινακίδα που πληροφορούσε ότι απαγορευόταν η είσοδος των αυτοκινήτων στην περιοχή, και περπάτησε προς το μεγάλο πάρκο στο κέντρο της πόλης.
Πέρασε την ανοιχτή μεταλλική είσοδο και μπήκε μέσα. Το πάρκο ήταν μεγάλο, κι ο Στέφανος περπάτησε για κάμποση ώρα στα μονοπάτια του, μέχρι που το απόγευμα έφτασε και εμφανίστηκαν περισσότεροι άνθρωποι έξω.
Τελικά κάθισε σε ένα παγκάκι μέσα στο πάρκο, δίπλα από μια μικρή λίμνη με βάρκες και πάπιες. Κάθισε εκεί μόνο για λίγη ώρα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι να κάνει, να φύγει, ή να μείνει και να ψάξει να βρει τη Μαριάννα. Σκέφτηκε ότι ήταν δειλός που δεν μπορούσε να πάρει αυτή την απόφαση. Είχε οδηγήσει τόσο μακριά για να γυρίσει και πάλι πίσω;
Σηκώθηκε και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο μέχρι που βγήκε απ’ το πάρκο. Περπάτησε ως το τέρμα του πεζόδρομου και έστριψε. Περπάτησε χωρίς να σταματήσει, αποφασισμένος πια. Σε κάθε δρόμο που συναντούσε έψαχνε να βρει την οδό. Είχε πια βγει από την περιοχή στην οποία απαγορεύονταν τα αυτοκίνητα, και τώρα συναντούσε διάφορους οδηγούς σε κάθε διασταύρωση.
Σε μια πινακίδα, ψηλά, πίσω από ένα δέντρο αναγραφόταν η οδός Απόστολου Ζαχαριάδη. Έστριψε δεξιά εκεί και έψαξε για ένα διώροφο κτίριο με πυλωτή, ακριβώς όπως του το είχε περιγράψει ο Λευτέρης. Περπάτησε στον δρόμο και είδε διάφορα χαμηλά κτίρια, όλα τους περιποιημένα και όμορφα, με τις αυλές τους και τα λοιπά στολίσματα που είχαν αυτές μέσα τους. Δεν θα αναγνώριζε το σπίτι της Μαριάννας αν δεν την έβλεπε να βγαίνει από μέσα. Την είδε να περπατάει στην αυλή, να φτάνει μέχρι τη μεταλλική πόρτα και ύστερα να βγαίνει στον δρόμο, κι όλη αυτή την ώρα στεκόταν ακίνητος, παρατηρώντας τα καστανά μαλλιά της, την εντυπωσιακή μορφή της, την απολαυστική της όψη. Ήταν η Μαριάννα, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Πέρασε από δίπλα του, και όταν είδε πώς την κοίταζε, του χαμογέλασε. Έστριψε αριστερά προς τον πεζόδρομο και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ακριβώς όπως χάθηκε και ο ήχος των τακουνιών της, κι ο Στέφανος έμεινε ακίνητος σ’ εκείνο το σημείο, σχεδόν άφωνος.
 
**
 
Κάθισε στο σκαλοπάτι μπροστά στην μεταλλική πόρτα της αυλής και περίμενε. Ήξερε ότι ήταν σχεδόν η πράξη ενός τρελού αυτό που έκανε, αλλά αποφάσισε να δείξει πείσμα απέναντι στην σκέψη να φύγει για πάντα από τον Άγιο Δημήτριο. Η απελπισία του ήταν αυτή που τον παρακινούσε πλέον. Η απελπισία, αλλά και αντιθέτως, μια αμυδρή ελπίδα ότι ίσως κάτι καλό να έβγαινε απ’ όλη αυτή την ιστορία. Τα συναισθήματά του, λοιπόν, ήταν ανάμεικτα.
Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά (κόντευαν μεσάνυχτα), και ο Στέφανος είχε αρχίσει να κρυώνει. Σηκώθηκε για λίγο και περπάτησε μπροστά από το σπίτι. Ίσως αν κινούνταν λίγο να ζεσταινόταν. Περπάτησε μέχρι που κουράστηκε, και κάθισε ξανά σ’ εκείνο το σκαλοπάτι, όταν τελικά ένα ταξί σταμάτησε στο δρόμο. Η πίσω πόρτα άνοιξε και η Μαριάννα κατέβηκε. Το ταξί έφυγε. Ο Στέφανος κατάφερε να χαμογελάσει μέσα στην αγωνία του. Όταν εκείνη τον είδε δεν του χαμογέλασε ξανά. Στάθηκε για λίγο ακίνητη, ίσως να τρόμαξε κιόλας, αλλά τελικά έκανε να περάσει από δίπλα του και να μπει μέσα. Ο Στέφανος σηκώθηκε όρθιος και έψαξε να βρει κάτι να πει.
«Περίμενε μια στιγμή», της είπε.
«Φύγε από ‘δω», είπε εκείνη και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου.
«Περίμενε», είπε ξανά, αλλά εκείνη δεν γύρισε. Και τελικά: «Ήμασταν συμμαθητές», της φώναξε, κι αυτό ήταν κάτι που την έκανε να σταθεί, να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω. «Στην Αλεξανδρούπολη. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, αλλά…»
«Πώς σε λένε;»
Της είπε το όνομά του. Εκείνη έδειξε να το σκέφτεται για μια στιγμή. Μετά περπάτησε αργά προς τον Στέφανο. Ήταν σκοτεινά, αλλά το λιγοστό φως που έριχνε μια λάμπα του δρόμου επέτρεψε στον Στέφανο να δει –ή τουλάχιστον να νομίσει- ότι εκείνη χαμογελούσε.
«Τι θες εδώ;» Τον ρώτησε.
Χαμογέλασε κι εκείνος. «Με θυμάσαι;» Τη ρώτησε.
Εκείνη επανέλαβε την ερώτησή της: «Τι θες εδώ;»
«Τίποτα… απλά…»
«Έλα μέσα», του είπε. Του άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην αυλή. «Πάμε πάνω».
Την ακολούθησε μέχρι τον δεύτερο όροφο. Ανέβηκαν από τη σκάλα. Είχε νιώσει πολύ μπερδεμένος στην αρχή, αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος. Την ήθελε. Εκείνη τη στιγμή η Μαριάννα άρχισε να γίνεται το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του. Και ήταν σίγουρος πια ότι δεν ήταν απλό αυτό που ένιωθε. Μάλιστα, είχε αρχίσει να πιστεύει ότι επρόκειτο για κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο. Ποιος ξέρει τι είδους συναισθηματικές ανάγκες κάλυπτε εκείνη η επιθυμία, και ακόμη περισσότερο η πραγμάτωσή της.
«Κάθισε», του είπε. «Θα ήθελες λίγο καφέ;»
«Είναι λίγο αργά για καφέ», της είπε.
«Ναι, αλλά υποθέτω ότι δεν ήρθες εδώ για να κοιμηθούμε».
Ο Στέφανος γέλασε. Για μια στιγμή το μυαλό του πήγε στο πονηρό. Αλλά για να πει κανείς την αλήθεια, το μυαλό του απ’ την αρχή ήταν στο πονηρό.
«Εντάξει, θα έπινα έναν καφέ», της είπε.
«Μια στιγμή», του είπε, «έρχομαι».
Λίγο αργότερα επέστρεψε με δύο φλιτζάνια. Ο Στέφανος προσπαθούσε να μην το δείξει, αλλά τα μάτια του δεν μπορούσαν να την χορτάσουν. Ήταν απλά πανέμορφη. Και ακόμη περισσότερο ερωτική. Η Μαριάννα, αυτή που κάποτε ήταν το όνειρο του καυλωμένου εφήβου, παρέμενε ένα όνειρο. Κι όταν κάθισε κοντά του και τον αντίκρισε χαμογελώντας, ο Στέφανος σκέφτηκε να την προλάβει και να κάνει εκείνος πρώτος τη δική του ερώτηση:
«Με θυμάσαι;»
Το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο πλατύ. Το ίδιο και το δικό του, αλλά από περιέργεια και μόνο.
«Θα είχε σημασία για σένα αν σε θυμόμουν;» Τον ρώτησε και ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της.
«Ναι», της είπε.
Πολύ απλά, ο Στέφανος είχε αρχίσει να εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Σε κάποια άλλη περίπτωση θα έλεγε κάτι άλλο, αλλά είχε ταξιδέψει μέχρι τον Άγιο Δημήτριο για να τα δώσει όλα, κι απ’ ό,τι φαινόταν εκείνη του έδινε αυτήν την ευκαιρία με έναν πολύ απλό τρόπο. Με μια ερώτηση. Επομένως, της είπε την αλήθεια. Ναι, θα είχε σημασία για εκείνον.
«Κάτι θυμάμαι κι εγώ…» του είπε.
«Έχεις αλλάξει», της είπε εκείνος. «Έχεις αλλάξει πάρα πολύ».
«Νομίζω ότι έπρεπε να αλλάξω… τι λες;»
Ο Στέφανος σήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω…»
«Πες μου, όμως… τι σε φέρνει εδώ;»
«Ήθελα απλά να κάνω ένα ταξίδι», είπε, «και είπα να επισκεφτώ μια παλιά συμμαθήτριά μου».
Η Μαριάννα γέλασε. «Περιμένεις σοβαρά να το πιστέψω αυτό;»
«Όχι».
«Τι σε φέρνει εδώ;»
«Εσύ», της είπε, κι εκείνη χαμογέλασε ξανά. Μετά ήπιε λίγο καφέ ακόμη.
«Δεν καταλαβαίνω», του είπε.
«Θέλω να σε γνωρίσω. Και πιστεύω ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά. Εφόσον με θυμάσαι…»
Τώρα η Μαριάννα έσκασε στα γέλια. Δεν έμοιαζε ειρωνικό εκείνο το γέλιο, καθόλου. Ακόμη περισσότερο, ο Στέφανος ένιωσε ότι είχε κερδίσει το σεβασμό της.
«Εξάλλου», της είπε, «έχω κάτι δικό σου».
«Τι πράγμα;»
Ο Στέφανος έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του το μαχαίρι της και της το έδειξε.
«Δικό σου δεν είναι αυτό;» Τη ρώτησε.
«Δώσε μου να δω…» Το κράτησε στα χέρια της και το περιεργάστηκε για λίγο. Ύστερα τον κοίταξε ξανά. «Πού το βρήκες;»
«Χρειάστηκε να ψάξω λίγο, αλλά τελικά το βρήκα», της απάντησε. «Αλλά δεν χρειάζεται να σε νοιάζει εσένα αυτό. Το μόνο που θέλω να μου πεις, είναι αν… αν θα με αφήσεις να σε γνωρίσω. Αυτό όλο κι όλο».
Του χαμογέλασε ξανά. «Εντάξει», του είπε. «Ας κάνουμε κάτι μαζί».
«Σαν τι;»
«Τι θα ‘λεγες αν πηγαίναμε στο κτήμα μου;» Έγειρε στο πλάι το κεφάλι της λέγοντάς το αυτό, κι ο Στέφανος κόντεψε να σπάσει σε κομμάτια μ’ αυτήν της την κίνηση.
«Εντάξει», είπε. «Ας πάμε».
«Να φύγουμε αύριο;» Τον ρώτησε.
 
**
 
Ο Στέφανος πήρε την τσάντα του και κατέβηκε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Το πλάνο έλεγε ότι η Μαριάννα θα τον συναντούσε εκεί. Πλήρωσε για το δωμάτιο και βγήκε έξω. Χρειάστηκε να περιμένει λίγα λεπτά μέχρι να έρθει εκείνη. Κάθισε γι’ αυτό σε ένα παγκάκι, ακούμπησε την τσάντα δίπλα του και άρχισε να χαζεύει. Ήταν μια όμορφη μέρα, αλλά από το βορρά έμοιαζαν να έρχονται σύννεφα.
«Στέφανε;»
Γύρισε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Έδειχνε πολύ διαφορετική απ’ ό,τι το προηγούμενο βράδυ. Φορούσε μια μακριά άσπρη φούστα, μια λεπτή μπλούζα σε ανοιχτό ροζ και ένα ψάθινο καπέλο. Κι ένα ζευγάρι λεπτά σκουλαρίκια τα οποία άστραφταν σε κάθε της κίνηση. Το όλο ντύσιμο έμοιαζε περισσότερο σεμνό. Κρατούσε μια μπλε τσάντα στο ένα της χέρι.
«Καλημέρα», του είπε. «Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι», της είπε. «Καλά… Εσύ;»
«Όλα καλά. Πάμε;»
«Το αυτοκίνητο είναι από ‘δω».
Περπάτησαν μαζί προς τον χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου.
«Τι έκανες με τη δουλειά σου; Δουλεύεις κάπου, σωστά;» Τη ρώτησε.
«Ναι, είμαι καθηγήτρια. Αλλά το φροντιστήριο είναι κλειστό τα Σάββατα και της Κυριακές. Εσύ τι δουλειά κάνεις;»
«Δουλεύω σε ένα λύκειο στην Αλεξανδρούπολη. Είμαι καθηγητής».
«Αλήθεια; Ωραία», είπε εκείνη. «Φιλόλογος κι εσύ;»
«Ναι».
Έβαλαν τα πράγματα στις πίσω θέσεις και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Στέφανος της είπε ότι θα έπρεπε να τον καθοδηγήσει, αφού δεν ήξερε την πόλη, αλλά ούτε και πού πήγαιναν. Έτσι, ξεκίνησαν υπό τις οδηγίες της Μαριάννας. Κάποια στιγμή έστριψαν και βρέθηκαν σε ένα μεγάλο δρόμο. Η Μαριάννα του είπε ότι ήταν η οδός Αίγης, ο μεγαλύτερος δρόμος στην πόλη. Τέλειωνε σε μια από τις εξόδους. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαν από την πόλη.
Οδήγησαν για λίγο στη διεθνή αρτηρία, ώσπου η Μαριάννα του είπε που να στρίψει για να βρεθούν στο εθνικό οδικό δίκτυο. Είχαν ήδη περάσει τα Τρίκαλα, και τώρα κατευθύνονταν προς τα χωριά του νομού. Πέρασαν από δρόμους που τους ανέβαζαν όλο και πιο ψηλά στο βουνό, ώσπου πέρασαν το χωριό Πύλη και έφτασαν στην Ελάτη.
«Σε λίγη ώρα θα είμαστε εκεί», του είπε.
«Δεν μου είπες… που ακριβώς πηγαίνουμε; Εννοώ… πού είναι το εξοχικό σου;»
«Κοντά σε ένα χωριό που λέγεται Μύλος, είναι πολύ όμορφα, είναι κοντά σε μια λίμνη, θα δεις».
Μετά από μερικά χιλιόμετρα έφτασαν στο Περτούλι. Το υψόμετρο είχε φτάσει πλέον τα 1.100 με 1.200 μέτρα. Ακολούθησαν μερικά χωριά ακόμη, κι ύστερα βρέθηκαν μπροστά σε μια ξύλινη πινακίδα που έγραφε «Μύλος» πάνω της. Ο Στέφανος χαμήλωσε ταχύτητα και οδήγησε μέσα στο χωριό.
«Θες να κάνουμε μια στάση εδώ;» Τον ρώτησε. «Είναι όμορφο μέρος, ελπίζω να σ’ αρέσει».
«Θα προτιμούσα να πηγαίναμε στο σπίτι… έχω πονοκέφαλο», της είπε. «Δεν ξέρω γιατί, νιώθω λίγο ζαλισμένος…»
«Θες να οδηγήσω εγώ;»
«Όχι, εντάξει. Είναι μακριά;»
«Μόλις έξω απ’ το χωριό», του απάντησε. «Πήγαινε ευθεία».
Ακολούθησε το δρόμο ο οποίος οδηγούσε σε μια ανηφόρα που έστριβε δεξιά κι ύστερα αριστερά. Και μετά ξανά ευθεία ανάμεσα από μερικά κτήματα και σειρές ψηλών κυπαρισσιών.
«Σ’ αυτόν τον χωματόδρομο στρίψε, δεξιά», του είπε.
Ο Στέφανος έκοψε και έστριψε. Οδήγησε αργά στο στενό δρόμο, ώσπου κατέληξαν μπροστά σε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα.
«Φτάσαμε», του είπε εκείνη. «Έλα».
Κατέβηκαν απ’ το αυτοκίνητο. Ο Στέφανος πήρε τα πράγματα από τις πίσω θέσεις, ενώ η Μαριάννα πήγε να ξεκλειδώσει την είσοδο. Μπήκαν μέσα και περπάτησαν ανάμεσα από μερικά δέντρα. Το σπίτι ήταν ξύλινο και διώροφο, και βρισκόταν αρκετά μέτρα μέσα στο κτήμα, στο βάθος. Τους πήρε λίγη ώρα μέχρι να φτάσουν σ’ αυτό περπατώντας.
Ο Στέφανος κοίταζε γύρω του. Του είχε κάνει εντύπωση η φύση. Το εξοχικό της Μαριάννας ήταν πανέμορφο. Ανέβηκαν τα τρία ξύλινα σκαλοπάτια, και αφού η Μαριάννα άνοιξε, μπήκαν μέσα.
«Μήπως έχεις κάτι για τον πονοκέφαλο;» Τη ρώτησε.
«Ναι, θα σου φέρω, μια στιγμή να δω».
Ο Στέφανος ακούμπησε τα πράγματα σε μια άκρη και περνώντας δίπλα από την τραπεζαρία πλησίασε το σαλόνι. Δίπλα στην τηλεόραση, μπροστά από το χαλί και τους καναπέδες υπήρχε ένα τζάκι. Είχε στάχτες μέσα, άρα συνήθιζαν να το ανάβουν… όποιος άλλος έμενε εδώ εκτός απ’ τη Μαριάννα. Κάθισε στον καναπέ και σχεδόν ξάπλωσε πίσω. Ένιωθε λες και βόμβες έσκαγαν γύρω του. Δεν ήξερε τι τον είχε πιάσει ξαφνικά. Ήταν μάλλον το άγχος που ένιωθε επειδή καθόταν δίπλα της τόσες ώρες. Θα έπρεπε να το συνηθίσει καθώς περνούσε η ώρα, αλλιώς θα έχανε τον έλεγχο. Ποιον έλεγχο, δηλαδή; Τον έλεγχο τον είχε εκείνη απ’ την πρώτη στιγμή. Απλά… τέλος πάντων… το άγχος ποτέ δεν είναι εντάξει, όλοι μας το ξέρουμε αυτό.
«Ορίστε», του είπε και ακούμπησε μπροστά του ένα ποτήρι νερό και το κουτί με τα χάπια. «Πόσα παίρνεις;»
«Δύο». Πήρε δύο χάπια το ένα μετά το άλλο. «Έρχεσαι συχνά εδώ;» Τη ρώτησε και στηρίχτηκε ξανά πίσω.
«Μία ή δύο φορές το μήνα. Για δύο ή τρεις μέρες. Συνήθως έρχομαι με τη μητέρα μου. Πώς σου φαίνεται;»
«Εντάξει είναι», της είπε. «Ήταν του πατέρα σου;»
«Ναι. Ξέρεις για τον πατέρα μου…; Ότι έχει πεθάνει, εννοώ…»
«Ναι, κάτι έμαθα», της είπε.
«Από ποιον το έμαθες;»
«Έχει σημασία;» Δεν ήθελε να της μιλήσει για τον Λευτέρη.
«Όπως νομίζεις», του είπε. «Μερικές φορές γίνεσαι λίγο μυστήριος, το ξέρεις;»
«Εσύ είσαι διαρκώς μυστήρια».
Η Μαριάννα γέλασε.
«Γιατί το λες αυτό;» Τον ρώτησε.
«Ποτέ δεν σε κατάλαβα. Πάντα αναρωτιόμουν ποια ακριβώς είσαι. Από τότε ακόμη…»
«Τι θες να μάθεις;»
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για μια στιγμή. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Ό,τι μαθαίνει κανείς καλό είναι…»
«Έτσι λες; Ρώτα με», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Εδώ μ’ έχεις, άντε… ρώτα».
«Μαριάννα», της είπε τώρα γελώντας εκείνος, «δεν θέλω πληροφορίες. Τα πράγματα που θέλω να μάθω για σένα δεν μαθαίνονται με ερωτήσεις. Ήμουν ξεκάθαρος μαζί σου. Θέλω να σε γνωρίσω. Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
«Όχι», του είπε. «Είμαι ηλίθια, δεν καταλαβαίνω. Εξήγησέ μου».
«Νόμιζα ότι…»
«Εξήγησέ μου», του είπε.
«Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου», σ’ αυτό το σημείο εκείνη χαμογέλασε, «και πέρασαν μήνες μέχρι να καταφέρω να βρεθώ μπροστά σου… όπως τώρα. Δεν έχεις ιδέα τι πέρασα όλο αυτό τον καιρό».
«Σου έλειψα;» Τον ρώτησε, κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, όπως και την προηγούμενη μέρα, και του χαμογέλασε.
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε από την ερώτησή της. Προσποιήθηκε, ωστόσο, ότι δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Ήταν λες και εκείνη ψάρευε για κομπλιμέντα.
«Δεν ξέρω…» της είπε διστακτικά. Και μετά: «Τι θες να σου πω τώρα;»
«Είσαι παντρεμένος;» Τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα.
«Ναι», της είπε… όχι άφοβα… «Κι έχω μια κόρη».
«Και τι είπες στη γυναίκα σου για να έρθεις εδώ;»
«Να μη σε νοιάζει».
«Εντάξει», είπε εκείνη.
Δεν μίλησαν για λίγο. Η Μαριάννα άρχισε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό που βρήκε πάνω στο τραπεζάκι, ενώ ο Στέφανος έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ώσπου ένιωσε το χέρι της στο πρόσωπό του και τα άνοιξε.
«Τι κάνεις;»
«Δεν πιστεύω να έχεις πυρετό…»
«Καλά είμαι», της είπε απότομα και τραβήχτηκε μακριά, κάτι που την έκανε να γελάσει ξανά.
«Φοβάσαι», του είπε. «Ήρθες μέχρι εδώ, άφησες πίσω μια γυναίκα και μια κόρη και ήρθες εδώ, κι όμως… φοβάσαι».
«Αλλά τι θα ήθελες; Να είμαι αποφασισμένος να τα παίξω όλα για όλα;» Την ρώτησε.
«Το θέμα εδώ είναι το τι θέλεις εσύ», του είπε.
«Κι αν θέλω κάτι, θα γίνει;»
«Πάντως δέχτηκα να έρθω μαζί σου μέχρι εδώ. Αυτό δεν σου λέει κάτι;»
«Ναι», της είπε, «μου λέει. Ότι κάτι δεν πάει καλά…»
«Με προσβάλλεις», του είπε εκείνη και απομακρύνθηκε.
Ο Στέφανος γέλασε. Ένιωσε κολακευμένος που εκείνη θύμωνε μαζί του. Ένιωσε ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν σημαντικός, ότι τον έπαιρνε στα σοβαρά.
«Συγνώμη», της είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Δεν το ήθελα. Απλά… μερικές φορές γίνομαι καχύποπτος».
«Καλά κάνεις», του είπε. «Μερικές φορές ίσως είναι καλό να είναι κανείς καχύποπτος. Ιδιαίτερα με κάποια σαν κι εμένα, ε;»
Ένιωσε μπερδεμένος. Δεν καταλάβαινε αυτές τις ερωτήσεις της. Ήταν παράξενες, λες και προσπαθούσε να υπονοήσει κάτι, λες και τον κορόιδευε. Κι εκείνο το χαμόγελο...
«Χαμογελάς όμορφα», της είπε χωρίς να γελάει, ίσως με κάποιο θυμό.
«Ευχαριστώ», του απάντησε εκείνη. «Να φτιάξω καφέ;»
 
**
 
Ήπιαν έναν καφέ μαζί, συζητώντας, λέγοντας ανοησίες, αλλά και μερικά έξυπνα αστεία. Η Μαριάννα ήταν χορεύτρια κάποτε. Ρώτησε τον Στέφανο αν εκείνος το ήξερε αυτό, κι εκείνος της είπε ότι ναι, το είχε μάθει από τότε ακόμη. Το είχε μάθει από τον Λευτέρη, αλλά για ακόμη μια φορά δεν τον ανέφερε. Χόρευε ακόμη, του είπε, αλλά μόνο όταν ήταν μόνη της στο σπίτι. Συνήθως εδώ, στο εξοχικό, είναι το υπόγειο ένας χώρος ιδιαίτερα διαμορφωμένος, του είπε.
«Θα χόρευες για μένα;» Τη ρώτησε. Κι ύστερα είπε: «Τι βλακείες λέω…»
«Ίσως και να το έκανα», του απάντησε. «Αλλά όχι τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Θα το ήθελες πολύ;»
Ο Στέφανος δίστασε τώρα πια. Σχεδόν δεν της απάντησε. Μόνο είπε κάτι τόσο χαμηλόφωνα που εκείνη ούτε καν το άκουσε. Δεν τον ξαναρώτησε. Η υπόλοιπη ώρα πέρασε μέσα στην ησυχία. Κατά το μεσημέρι επέστρεψαν στο χωριό για να καθίσουν σε ένα εστιατόριο. Το απόγευμα ήταν και πάλι ήσυχο. Το βράδυ κοιμήθηκαν σε διαφορετικά δωμάτια. Εκείνη δεν έθιξε το θέμα του ύπνου, αλλά ο Στέφανος την πρόλαβε και τη ρώτησε που ακριβώς μπορούσε να ξαπλώσει. Άργησε να κοιμηθεί παρ’ όλα αυτά. Σκεφτόταν διαρκώς πώς θα ήταν αν εκείνη ξαφνικά έμπαινε στο δωμάτιό του. Γυμνή, ίσως.
Κατέβηκε για λίγο στον πρώτο όροφο και κάθισε στο σαλόνι. Έξω ήταν θεοσκότεινα, δεν φαινόταν τίποτα. Άναψε για λίγο το φώς πάνω απ’ την εξώπορτα και είδε ότι είχε πέσει ομίχλη. Το έσβησε σε λίγο. Κι ύστερα πέρασε κάποια ώρα στον καναπέ.
«Δεν κοιμάσαι;» Άκουσε τη φωνή της πίσω του.
«Όχι», της είπε. «Σου φαίνεται να κοιμάμαι;»
«Όχι», είπε κι εκείνη. Πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ. «Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Δεν ξέρω».
«Είσαι ανήσυχος;»
«Μήπως θα μου φτιάξεις και ζεστό γάλα; Μαμά;» Τη ρώτησε.
«Είσαι βλάκας», του είπε. «Προσπαθώ να είμαι καλή μαζί σου».
«Από πότε έγινες καλή με τους άλλους;» Τη ρώτησε.
«Τι θες να πεις; Γιατί με προσβάλλεις έτσι; Τι σου έχω κάνει;»
«Συγνώμη», της είπε. «Δεν ξέρω τι με πιάνει μερικές φορές… δεν ξέρω από πού βγαίνει όλο αυτό…»
«Είσαι κακός, από εκεί βγαίνει».
«Δεν είμαι κακός…»
Η Μαριάννα έπιασε ένα μαξιλάρι και το κράτησε στην αγκαλιά της. Σούφρωσε τα χείλια της.
«Το ξέρω», του είπε. «Δεν δείχνεις κακός. Ούτε και τότε έδειχνες κακός. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έδειχνες τίποτα… ήσουν απλά ένας που…» Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ένας ακόμη, εννοείς… Και δεν προσπαθώ να σε κολακέψω τώρα, μην χαμογελάσεις. Μου τη σπάει το χαμόγελό σου. Νιώθω ότι με κοροϊδεύεις».
«Κάνεις λάθος».
«Ναι, ναι… Ξέρεις τι θα έκανα αν είχα έστω και λίγο σεβασμό στον εαυτό μου;»
«Πες μου, θα ήθελα να μάθω».
«Θα σε σκότωνα», της είπε.
«Τόσο πολύ με μισείς;»
«Δεν σε μισώ».
«Μ’ αγαπάς, τότε;»
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου».
«Δεν παίζω. Μια ερώτηση έκανα».
«Κάνεις λάθος ερωτήσεις, όμως», της είπε.
Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής. Ο Στέφανος δεν έλεγε τίποτα, κι η Μαριάννα έδειχνε υπομονετική, σαν να περίμενε κάτι. Τελικά πήρε το θάρρος και του είπε:
«Ξέρω τι θέλεις. Νομίζεις ότι δεν ξέρω;»
«Τι εννοείς;»
«Θες να είμαι δική σου, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν θέλεις;» Σηκώθηκε και στηρίχτηκε στα γόνατά της, κι ύστερα τον πλησίασε και έγειρε από πάνω του. «Θες να ξέρεις τα πάντα για μένα, θες όλα τα μυστικά μου να γίνουν δικά σου», τον πλησίασε ακόμη περισσότερο, «να είναι ανοιχτά σ’ εσένα, απλωμένα μπροστά σου, να μπορείς να τα διαβάσεις ένα προς ένα…»
Κόλλησε τα χείλια της στα δικά του. Εκείνος την έσπρωξε μακριά και σχεδόν τινάχτηκε πάνω όρθιος. Απομακρύνθηκε από τον καναπέ και της γύρισε την πλάτη.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» Τον ρώτησε. «Γιατί με φοβάσαι τόσο πολύ;»
«Δεν μπορώ», της είπε. «Δεν μπορώ να το κάνω».
«Ναι, καλά… μη μου πεις ότι σκέφτηκες τη γυναίκα σου. Είναι λίγο αργά για να το σκεφτείς τώρα, ξέρεις. Έχεις ήδη φτάσει μέχρι εδώ. Πριν λίγο με φίλησες».
«Δεν είναι μόνο αυτό», της είπε. «Απλά… είσαι τόσο…»
«Τι;»
«Δεν ξέρω», της είπε. «Απλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ. Θα φύγω αύριο το πρωί. Αν θες θα σε πάω μέχρι τον Άγιο Δημήτριο», της είπε.
«Δεν θα φύγεις αύριο».
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Αύριο θα πάμε στη λίμνη», του είπε. «Θα είναι ωραία, θα δεις…» Και μετά του χαμογέλασε. «Η πόρτα του δωματίου μου, πάντως, θα είναι ανοιχτή. Μπορείς να με ξυπνήσεις αν θες…»
Κι ύστερα σηκώθηκε, του είπε καληνύχτα, και ανέβηκε τη σκάλα προς τα υπνοδωμάτια.
 
**
 
Ο Στέφανος ξύπνησε το πρωί στον καναπέ, στο σαλόνι. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και έδειχνε μια πρωινή εκπομπή, από εκείνες που συζητάνε πολιτικά και τέτοια. Ένα φλιτζάνι με ζεστό, αχνιστό καφέ βρισκόταν στο τραπέζι μπροστά του. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Η Μαριάννα βρισκόταν στην κουζίνα και έκανε κάτι, δεν μπορούσε να δει καθαρά τι ακριβώς.
«Καλημέρα», της είπε.
«Καλημέρα», είπε κι εκείνη. «Σου έφτιαξα καφέ. Υπέθεσα ότι θα ήθελες να πιεις όταν ξυπνούσες».
«Ναι, ευχαριστώ. Καλά έκανες», της είπε.
Κάθισε στον καναπέ και έπιασε το φλιτζάνι. Ήπιε μια γουλιά.
«Καλός είναι;» Τον ρώτησε η Μαριάννα.
«Ποιος;»
«Ο καφές. Καλός είναι;»
«Ναι, εντάξει», της είπε. «Συνήθως βάζω γάλα…»
«Δεν έχει. Τελείωσε. Αν ήξερα θα πήγαινα να αγοράσω απ’ το χωριό».
«Δεν χρειάζεται, καλός είναι κι έτσι. Εσύ δεν πίνεις;»
«Ναι», είπε εκείνη, «πίνω». Ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα του. «Με τη γυναίκα σου πίνετε μαζί καφέ;» Τον ρώτησε.
«Γιατί επιμένεις να με ρωτάς για την γυναίκα μου; Δεν την ξέρεις, ούτε και πρόκειται να την γνωρίσεις».
«Μήπως έχετε χωρίσει και δεν θες να μου το πεις;»
«Δεν είναι έτσι. Είμαστε μαζί και όλα είναι εντάξει».
«Και τι της είπες για να έρθεις εδώ μαζί μου;»
«Της είπα την αλήθεια».
Αυτή η απάντηση έκανε τη Μαριάννα να το βουλώσει. Συνοφρυώθηκε και έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Ήπιε λίγο απ’ τον καφέ της.
«Και η κόρη σου; Πώς την λένε;»
«Την λένε Βέρα», της είπε. «Και είναι έξι χρονών».
«Να σου ζήσει».
«Ευχαριστώ».
«Θες να πάμε στη λίμνη σήμερα;» Τον ρώτησε.
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε με την ερώτησή της.
«Χθες», της είπε, «το είπες αυτό με σιγουριά, σαν να μην υπήρχε περίπτωση να δεχτείς αντιρρήσεις. Τι άλλαξε τώρα;»
«Μπορεί να νιώθω ότι έκανα λάθος χθες. Αν θες να φύγεις, όπως είπες, μπορείς να φύγεις. Εγώ, πάντως, θα μείνω εδώ. Και δε με νοιάζει πότε θα γυρίσω».
«Δεν καταλαβαίνω. Τι σε έπιασε τώρα; Και πώς θα γυρίσεις αν φύγω; Έχεις και τη δουλειά σου…»
«Δεν με νοιάζει», του απάντησε. «Δεν ξέρω πώς θα γυρίσω. Αν, πάντως, θέλεις να φύγεις, η πόρτα είναι ανοιχτή, κι εγώ δεν μπορώ να σε κρατήσω εδώ. Λοιπόν, φύγε».
Ο Στέφανος την κοίταξε και μόρφασε. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά της.
«Δεν θα φύγω», της είπε. «Ας πάμε στη λίμνη. Έτσι δεν είπες;» Τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Ωραία. Πάμε, λοιπόν. Πήγαινε να ντυθείς».
Η Μαριάννα χαμογέλασε. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε πάνω, αφήνοντας στον Στέφανο μερικά λεπτά να σκεφτεί. Εκείνος ήπιε ήρεμα τον υπόλοιπο καφέ του, ενώ ξαφνικά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι μέσα του είχε αρχίσει να αλλάζει. Είχε πατήσει το πόδι του στον Άγιο Δημήτριο έχοντας ακόμη κάποια απ’ τα συμπτώματα εκείνης της αναθεματισμένης αρρώστιας. Ως συμπτώματα χαρακτήριζε πάνω απ’ όλα εκείνη την δουλοπρέπεια που ένιωθε απέναντι στην Μαριάννα των δεκαεπτά ετών. Ή μάλλον τηνεπιθυμία να είναι δουλοπρεπής. Τώρα, όμως, όλα αυτά είχαν αλλάξει. Είχε σταθεί απέναντί της με έναν κάποιο σεβασμό στον εαυτό του. Ή τουλάχιστον έτσι καταλάβαινε ο ίδιος. Κι εκτός αυτού, την προηγούμενη νύχτα την είχε απορρίψει. Είχε νιώσει εγκλωβισμένος, μάλλον, κατά κάποιο τρόπο. Δεν ήταν σίγουρος γιατί, δεν μπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς, απλά του ήταν αδύνατο να κάνει αυτό που έδειχνε να του ζητάει εκείνη. Οπότε ναι, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Κι εξάλλου, είχε αρχίσει να τον βάζει σε σκέψεις το γεγονός ότι η Μαριάννα έδειχνε να είναι πολύ μοναχική.
«Έλα», του είπε. «Έχω βάλει σ’ αυτήν την τσάντα ό,τι χρειαζόμαστε. Μερικές κονσέρβες για φαγητό, νερό, ένα καμινέτο, ζάχαρη και καφέ».
«Δεν καταλαβαίνω», της είπε. «Θα κατασκηνώσουμε;»
«Θα δεις. Όχι, δεν θα κατασκηνώσουμε. Βλέπεις να κουβαλάω αντίσκηνο; Άντε, έλα. Από ‘δω, απ’ την πίσω πόρτα».
Την ακολούθησε. Βγήκαν απ’ την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου δίπλα απ’ τη σκάλα, και βρέθηκαν πίσω απ’ το σπίτι. Κατέβηκαν τα τρία σκαλοπάτια και περπάτησαν μέσα στο κτήμα.
«Πού βγάζει αυτό;»
«Θα δεις», του είπε. «Θα βγούμε σε ένα μονοπάτι, κι από ‘κει θα περπατήσουμε σε ένα δρόμο στο δάσος».
«Κι εκείνος ο δρόμος βγάζει στη λίμνη;»
«Κάπως έτσι», του είπε.
Βγήκαν από την πίσω έξοδο του κτήματος και βρέθηκαν σε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε χωράφια. Περπάτησαν για αρκετά λεπτά σ’ εκείνο το μονοπάτι, ώσπου έφτασαν στα δέντρα που φαίνονταν στο βάθος. Εκεί ξεκινούσε το δάσος. Περπάτησαν για λίγο ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους. Κάτω από τη σκιά των φύλλων έκανε ψύχρα. Είχε και λίγη ομίχλη, η οποία άλλες φορές πύκνωνε και άλλες ηρεμούσε, ξεθώριαζε, για να σφίξει ξανά λίγο αργότερα.
«Μήπως έπρεπε να πάρουμε κάτι πιο χοντρό; Κάποιο μπουφάν εννοώ», της είπε.
«Σταμάτα να είσαι τόσο μπέμπης. Δεν θα πάθεις τίποτα. Δεν είχες πάει στην κατασκήνωση όταν ήσουν μικρός;»
«Όχι».
«Ούτε ‘γω. Δεν μου άρεζε η ιδέα».
«Πήγα στρατό, όμως».
Η Μαριάννα γέλασε. «Α, εντάξει», του είπε, «πάω πάσο».
Ανάμεσα από τα δέντρα και τους θάμνους βρέθηκαν σε ένα άλλο μονοπάτι, σε ένα μικρό δρομάκο μέσα στο δάσος. Ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στη λίμνη. Τον ακολούθησαν για κάμποση ώρα, συζητώντας. Ο Στέφανος απόρησε για μια στιγμή πώς και δεν είχαν πει τίποτα για το σχολείο, για τότε που ήταν συμμαθητές, αλλά προτίμησε να μην θίξει το θέμα. Όποτε σκεφτόταν ή συζητούσε για το παρελθόν του δεν του έβγαινε σε καλό. Του χαλούσε τη διάθεση η κάθε μια από εκείνες τις ιστορίες που είχε να θυμηθεί. Εντάξει, υπήρχαν και μερικές καλές, αλλά αυτές δεν ήταν αρκετές.
«Σ’ αρέσει η μουσική;» Τον ρώτησε σε κάποια στιγμή.
«Πολύ», της απάντησε. «Παίζω κιθάρα. Κάποτε ήθελα να γίνω μουσικός».
«Θα ‘πρεπε να τη φέρεις μαζί σου. Θα έπαιζες κάτι κι εγώ θα τραγουδούσα», του χαμογέλασε.
«Ξέρεις να το κάνεις κι αυτό;»
«Ναι. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα πιάνου. Μου έμαθε μερικά πράγματα. Μπορώ να τραγουδήσω».
«Ωραία», είπε εκείνος.
Λίγο αργότερα έφτασαν στη λίμνη. Σε ένα άνοιγμα, δηλαδή, κοντά στη λίμνη. Κατηφόρισαν λίγο και έφτασαν σε μια αποβάθρα, ή μάλλον σε κάτι που έμοιαζε με μικρό λιμανάκι. Υπήρχαν μερικές ξύλινες βάρκες εκεί. Ο Στέφανος την ακολούθησε στην ξύλινη αποβάθρα περπατώντας από πίσω της, χαζεύοντας γύρω. Σε κάποια στιγμή η Μαριάννα στάθηκε ακίνητη.
«Εδώ είμαστε», του είπε.
«Εδώ;» Ρώτησε εκείνος.
«Εδώ», του απάντησε. Κι ύστερα πήδηξε μέσα σε μια από τις βάρκες.
Ο Στέφανος παρατήρησε την κίνησή της παραξενεμένος. Την είδε να κάθεται, να ακουμπάει την τσάντα που είχε πάρει μαζί της, κι ύστερα να τον περιμένει.
«Θα αστειεύεσαι», είπε εκείνος.
«Έλα», του είπε. «Κάτσε. Και πιάσε και τα κουπιά».
Ο Στέφανος την άκουσε, διστάζοντας πάντα.
«Δεν ξέρω πώς να κουμαντάρω την βάρκα… αν αυτό προσπαθείς να μου πεις».
«Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά», του είπε. «Απλά θα περάσουμε απέναντι. Βλέπεις εκείνο το σημείο εκεί πέρα;» τον ρώτησε. «Ακριβώς σ’ εκείνη την καμπύλη;»
Ο Στέφανος έψαξε λίγο, αλλά τελικά το είδε.
«Εκεί θα πάμε», του είπε. «Έλα, λύσε το σκοινί και σπρώξε τη βάρκα μέσα. Θα σου δείξω πώς να το κάνεις…»
Σε λίγο η βάρκα μπήκε πιο μέσα στη λίμνη. Η Μαριάννα του έδωσε μερικές οδηγίες κι ο Στέφανος άρχισε να κάνει κουπί. Χρειάστηκε να στρίψει λίγο στην αρχή, μέχρι να ευθυγραμμίσει τη βάρκα με εκείνη την καμπύλη που του είχε δείξει πριν λίγο, κι ύστερα άρχισε να πηγαίνει ευθεία. Κουνούσε τα κουπιά κάνοντας κυκλικές κινήσεις, κι η βάρκα κυλούσε πάνω στα ήρεμα, ασημένια νερά της λίμνης. Ένα κύμα ομίχλης πέρασε από πάνω τους, τόσο πυκνό, που σχεδόν δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον, αλλά σύντομα έφυγε.
«Ποιανού είναι η βάρκα;» Την ρώτησε.
«Ήταν του πατέρα μου».
«Και πώς τη λένε;»
«Μαριάννα», του είπε. «Το όνομα ήταν γραμμένο με μαύρα γράμματα στο πλάι, αλλά τώρα έχει ξεθωριάσει πια και δεν φαίνεται».
«Είναι κουραστικό αυτό», της είπε εννοώντας τα κουπιά.
«Εσύ είσαι ο άντρας εδώ», του είπε εκείνη.
Σύντομα προσπέρασαν την καμπύλη και μια άλλη αποβάθρα φάνηκε. Ένα φανάρι κρεμόταν από έναν στύλο στην άκρη του, μάλλον θα χρησίμευε για τις νύχτες, για να το βλέπουν οι βαρκάρηδες.
«Θα πρέπει να σταματήσεις τη βάρκα εκεί πέρα», του είπε.
Του πήρε κάμποση ώρα μέχρι να το καταφέρει. Τελικά, όμως, σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα. Βγήκε πρώτος και έδεσε το σκοινί της βάρκας. Ύστερα κράτησε το χέρι της Μαριάννας για να βγει κι εκείνη.
«Και τώρα;» Την ρώτησε.
«Από ‘δω».
Περπάτησαν μαζί από την αποβάθρα σε ένα άλλο άνοιγμα, και σύντομα κάτι μικρά, ξύλινα κτίρια φάνηκαν στο βάθος.
«Πού είμαστε;» Την ρώτησε.
«Αυτό ήταν κάποτε κατασκήνωση», του είπε. «Αλλά τώρα τελευταία την εγκατέλειψαν. Έχουν αφήσει, όμως, τα πάντα όπως ήταν. Έλα να δούμε».
Περπάτησαν λίγο στο χώρο της παλιάς κατασκήνωσης. Ο Στέφανος αναρωτήθηκε για μια στιγμή τι το όμορφο είχε μια εγκαταλειμμένη κατασκήνωση, αλλά δεν της το ανέφερε. Μάλλον τρομακτικό ήταν το θέαμα, παρά οτιδήποτε άλλο.
«Έχεις ξανάρθει εδώ;» Την ρώτησε.
«Ερχόμουν με τον πατέρα μου παλιά. Με άφηνε να παίζω με τα άλλα παιδιά».
Ναι, ε; Σκέφτηκε ο Στέφανος. Μήπως έχασες και την παρθενιά σου εδώ; Αλλά για ακόμη μια φορά δεν είπε τίποτα. Ένιωσε ντροπή, ωστόσο, για εκείνη τη σκέψη. Ίσως μέσα του να έκρυβε μια βαθιά αντιπάθεια για τη Μαριάννα. Ίσως να τη μισούσε.
Η Μαριάννα στάθηκε δίπλα σε ένα από τα κτίρια και κοίταξε γύρω της. Ήταν σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί τον κατάλληλο δρόμο.
«Για να δω λίγο», είπε. «Περίμενε μια στιγμή εδώ».
Ο Στέφανος στάθηκε σ’ εκείνο το σημείο και την είδε να προχωράει μπροστά μόνη της. Εκείνη έστριψε πίσω από τα ξύλινα κτίρια, κι ύστερα πέρασε από την άλλη μεριά και χάθηκε για λίγο ανάμεσα σε κάτι δέντρα. Ύστερα μπήκε ξανά στο οπτικό πεδίο του Στέφανου, τον κοίταξε, του χαμογέλασε, και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. Ύστερα άρχισαν ξανά να περπατάνε μαζί σε ένα μονοπάτι, ανάμεσα από δέντρα και θάμνους. Στο βάθος φάνηκαν οι εγκαταστάσεις της κατασκήνωσης. Η Μαριάννα του είπε ότι εκεί έμεναν τα παιδιά. Τα περισσότερα παιδιά, του είπε, που έρχονταν σ’ αυτή την κατασκήνωση κατάγονταν είτε από τα Τρίκαλα είτε από τον Άγιο Δημήτριο.
«Ξέρεις», της είπε, «αυτό το μέρος είναι λίγο τρομακτικό. Εγκαταλειμμένη κατασκήνωση; Πώς σου ήρθε;»
«Σταμάτα. Δεν ήρθαμε για την κατασκήνωση, Στέφανε».
«Αλλά;»
«Θέλω να σου δείξω κάτι που έχει σημασία για μένα. Σκέφτηκα ότι θα σε ενδιέφερε να το δεις».
«Τι είναι;»
«Ψάχνουμε μια εκκλησία», του είπε. «Κάπου έξω απ’ την κατασκήνωση».
Σύντομα πέρασαν ανάμεσα από τις εγκαταστάσεις και κάτω από μια μεγάλη ξύλινη πινακίδα που έδειχνε την είσοδο της κατασκήνωσης και βρέθηκαν σε έναν χωματόδρομο. Ο Στέφανος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Δεν μπορούσαμε να έρθουμε με το αυτοκίνητο; Έπρεπε να ανέβουμε στη βάρκα;»
«Σταμάτα να γκρινιάζεις», του είπε εκείνη. «Για να έρθουμε με το αυτοκίνητο θα έπρεπε να κάνουμε τον γύρο του βουνού. Κι εξάλλου τι σε πειράζει η βάρκα; Μια χαρά τα πήγες με τα κουπιά. Εκεί είναι», του είπε. «Βλέπεις εκείνη την ανηφόρα;»
Περπάτησαν μέχρι την ανηφόρα που έστριβε αριστερά και πάνω. Άρχισαν να την ανεβαίνουν, και ένα καμπαναριό φάνηκε σύντομα ανάμεσα από τις κορυφές των ψηλότερων δέντρων. Η είσοδος ήταν μια μεταλλική, διπλή πόρτα, ενώ τα τείχη της αυλής ήταν από πέτρα. Η εκκλησία έδειχνε να είναι αρκετά παλιά, και η Μαριάννα του είπε ότι θεωρούνταν ένα από τα αξιοθέατα του τόπου.
«Εδώ είμαστε», του είπε. «Πώς σου φαίνεται;»
Ο Στέφανος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Είναι όμορφα», της είπε. «Να μπούμε μέσα;»
«Μάλλον είναι κλειστά τώρα».
Πλησίασαν την είσοδο και ανέβηκαν τα σκαλιά. Ήταν όντως κλειστά.
«Έλα, πάμε να σου δείξω αυτό που ήθελα».
Η Μαριάννα κατέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς το πλάι της εκκλησίας. Ένας κήπος υπήρχε εκεί πέρα, και ήταν λες και κάποιος τον φρόντιζε τακτικά. Στο κέντρο υπήρχε μια ταφόπλακα. Ένα βάζο με λουλούδια ήταν ακουμπισμένο δίπλα της.
«Είναι ο τάφος του πατέρα μου», του είπε. «Θεωρήθηκε ένας από τους ευεργέτες του Μύλου, οι κάτοικοι τον αγάπησαν πολύ. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε από κοινού να τον θάψουμε, εδώ, στην εκκλησία όπου βαφτίστηκε».
Ο Στέφανος άκουσε με προσοχή όσα του έλεγε, αλλά δεν κατάφερε να μην χαμογελάσει. Τι δραματικό, σκέφτηκε.
«Πρέπει να σε αγαπούσε πολύ», είπε στη Μαριάννα.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Βλέπω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Και υποθέτω ότι τα πηγαίνατε καλά οι δυο σας».
«Ναι, τα πηγαίναμε αρκετά καλά, είναι αλήθεια αυτό».
«Έρχονται πολλοί άνθρωποι κάθε χρόνο σ’ αυτά τα μέρη;»
«Εσύ τι λες; Τουριστική περιοχή είναι».
Δεν είπαν τίποτα για λίγο. Η Μαριάννα περιποιήθηκε για λίγο τον κήπο και τον τάφο του πατέρα της, και λίγο αργότερα δεν απάντησε στην ερώτηση του Στέφανου σχετικά με τον λόγο που του είχε δείξει εκείνο το μέρος. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι εκείνη θεωρούσε περιττό το να απαντήσει.
«Θες να φύγουμε;» Τον ρώτησε.
«Ναι, θα το ήθελα».
Ξεκίνησαν. Περπάτησαν ξανά προς την κατασκήνωση. Σε κάποια στιγμή η Μαριάννα του ζήτησε συγνώμη.
«Για ποιο πράγμα;» Την ρώτησε.
«Μου φάνηκε σαν καλή ιδέα. Δεν είχα δείξει σε κανέναν φίλο αυτόν τον τάφο. Με τη μητέρα μου ερχόμαστε συχνά, πάντως».
«Ώστε είμαι φίλος σου τώρα;» Την ρώτησε.
«Θα ήθελα να σε θεωρώ φίλο μου. Εσύ τι λες;»
«Δεν ξέρω», της είπε.
«Έχεις αρχίσει να μου τη δίνεις. Αποφάσισε τι θέλεις από μένα. Και μετά βλέπουμε».
Έφτασαν στην αποβάθρα και ανέβηκαν στη βάρκα. Ο Στέφανος έπιασε ξανά τα κουπιά. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να συννεφιάζει.
Σε λίγο θα έβρεχε.
 
**
 
Η βροχή τους βρήκε όταν πλησίαζαν ξανά στο κτήμα. Ο Στέφανος της είπε ότι έπρεπε να έχουν πάρει ομπρέλες εκτός από όλα τα άχρηστα τρόφιμα και σκατά που είχε κουβαλήσει εκείνη μαζί της, κι εκείνη του είπε να πάει να γαμηθεί. Αυτό τον έκανε να γελάσει, κι όταν έφτασαν στην πίσω πόρτα του σπιτιού και μπήκαν στην κουζίνα, εκείνος την έπιασε από το χέρι και την κοίταξε στα μάτια. Της είπε ότι ήξερε τι ήθελε από εκείνην, αλλά ότι φοβόταν να της το ζητήσει, ότι ντρεπόταν γι’ αυτό. Κι όταν εκείνη τον ρώτησε τι ήταν αυτό, εκείνος απλά περιορίστηκε στο να την φιλήσει στο πρόσωπο. Κι ύστερα στο λαιμό, κι ύστερα την ανέβασε στον πάγκο της κουζίνας και άρχισε να τη φιλάει παντού, μέχρι που σήκωσε τη φούστα της και κατέβασε το εσώρουχό της. Σε λίγο θα έμπαινε μέσα της, κι ένιωθε το πέος του να σκληραίνει, αλλά λίγο πριν γίνει αυτό, εκείνη το έπιασε και το κράτησε στο δεξί της χέρι, εμποδίζοντάς τον, ικανοποιώντας τον, ωστόσο, ώσπου εκείνος εκσπερμάτωσε βογκώντας.
«Λέρωσες τη φούστα μου», του είπε εκείνη και γέλασε. «Χαζούλη».
Ο Στέφανος έβαλε το χέρι του στο λαιμό της.
«Γιατί με βασανίζεις έτσι;» Την ρώτησε, κι ύστερα άρχισε να σφίγγει το χέρι του, αλλά τελικά σταμάτησε όταν εκείνη άρχισε να βήχει και να χάνει την αναπνοή της. Απομακρύνθηκε από κοντά της και κούμπωσε το παντελόνι του. «Άντε και γαμήσου», της είπε. «Αύριο φεύγω».
«Φύγε», του είπε εκείνη. «Λες και δεν το ήξερα. Νομίζεις ότι με νοιάζει;»
Κάθισαν, ωστόσο, στο σαλόνι, αμίλητοι κι οι δυο τους, ώσπου εκείνος έπιασε το χέρι της και το κράτησε στο δικό του. Της είπε ότι δεν ήξερε αν ήθελε να φύγει, και τη ρώτησε τι ήθελε εκείνη.
«Θέλω να μου πεις για την οικογένειά σου», του είπε. «Εγώ σε πήγα μέχρι και στον τάφο του πατέρα μου. Ξέρεις κάποια πράγματα για μένα τώρα, έχεις μια άποψη. Τώρα πες μου κι εσύ».
«Τι θες να μάθεις;»
«Πες μου για τη γυναίκα σου. Την αγαπάς;»
Ο Στέφανος γέλασε.
«Ναι», της είπε. «Και δεν σκοπεύω να την αφήσω αν αυτό είναι που θες να ξέρεις».
Η Μαριάννα έμεινε σιωπηλή για λίγο.
«Τι σκέφτεσαι;» Την ρώτησε.
«Τίποτα. Συνέχισε».
Της μίλησε λίγο για την Δήμητρα, αν και δεν του άρεζε πολύ αυτό σαν θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα άρχισε να νιώθει άβολα. Της μίλησε για τον Γρηγόρη, τον γιο που είχαν κάνει με την Δήμητρα.
«Νόμιζα ότι έχεις κόρη», του είπε η Μαριάννα.
«Η Βέρα ήρθε αργότερα. Ο Γρηγόρης σκοτώθηκε. Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ήμασταν απρόσεκτοι», της είπε. «Μια μέρα είχαμε πάει στο πάρκο, και από δική μας απροσεξία εκείνος απομακρύνθηκε με το ποδήλατό του, μέχρι που βγήκε στον δρόμο. Κανείς δεν τον είδε. Ούτε ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον σκότωσε. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ήταν. Υπήρχε αίμα σ’ όλο το δρόμο… οι ρόδες τον είχαν πάρει από κάτω. Κι η Δήμητρα ούρλιαζε. Συνέχεια, ασταμάτητα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Γίναμε κι οι δυο μας κομμάτια για πολύ καιρό, και μέσα σ’ όλα αυτά, νιώθαμε ενοχές. Φοβόμουν μήπως εκείνη κατηγορήσει εμένα. Κάθε φορά που μιλούσαμε μετά από εκείνο το γεγονός έτρεμα μήπως την ακούσω να λέει ότι το λάθος ήταν δικό μου. Γιατί ξέρω ότι εν μέρει ήταν. Και δικό μου και δικό της. Υποτίθεται ότι έπρεπε να τον προσέχουμε, να μην τον αφήσουμε να βγει στον δρόμο».
Η Μαριάννα τον πλησίασε και σχεδόν τον αγκάλιασε. Ο Στέφανος για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι είδους παρηγοριά θα μπορούσε να του δώσει εκείνη η γυναίκα. Η Μαριάννα, δηλαδή. Μέχρι τώρα μόνο προβλήματα του είχε δημιουργήσει. Την άφησε, ωστόσο, να τον αγκαλιάσει με τον τρόπο της, αν και ένιωθε εκνευρισμό και αποστροφή για το πρόσωπό της. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Αργότερα τα συναισθήματά του μάλλον θα άλλαζαν ξανά. Αλλά μέχρι τότε μπορούσε να την μισήσει όσο ήθελε.
«Σου φτάνουν αυτά;»
Η Μαριάννα ένιωσε ένοχη με την ερώτησή του.
«Δεν ήσουν υποχρεωμένος να μου τα πεις. Εγώ απλά σε ρώτησα… Μην το κάνεις αυτό τώρα».
«Εντάξει», της είπε. «Απλά δεν μου αρέσει να τα θυμάμαι. Με πιάνει κάτι περίεργο εκείνη τη στιγμή… νιώθω παράξενα όποτε σκέφτομαι τον Γρηγόρη».
«Δυσάρεστα παράξενα;»
«Εσύ τι λες; Ευχάριστα;»
Τον φίλησε κάπου στο λαιμό.
«Τι ακριβώς σε έφερε μέχρι εδώ;» Τον ρώτησε.
«Τι σε νοιάζει;»
«Υπό άλλες συνθήκες δεν θα με ένοιαζε. Απλά θα έπαιρνα από σένα ότι ήθελα κι ύστερα θα έφευγα».
«Έτσι κάνεις με όλους;»
«Έτσι κάνουν εκείνοι μ’ εμένα», του είπε και γέλασε, αλλά ο Στέφανος κάπου μέσα του ήξερε ότι αυτό δεν της φαινόταν και τόσο αστείο. «Πες μου, λοιπόν. Τι σε έκανε να έρθεις εδώ; Μην μου πεις ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου, θα γελάσω πάρα πολύ…»
«Ναι, έχεις δίκιο, δεν νομίζω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Αυτό που με έφερε εδώ είναι μια παράξενη… αρρώστια, ας πούμε».
«Έχει όνομα αυτή η αρρώστια;»
«Δεν ξέρω… μου είπαν ότι λέγεται…» ο Στέφανος γέλασε «…Δεν έχει σημασία πώς λέγεται. Απλά ήρθα να σε βρω. Και έπαιξε ρόλο και η περιέργειά μου. Αλλά πάνω απ’ όλα, έπρεπε να μπει ένα τέλος σε όλα όσα ένιωθα για σένα. Για εσένα όπως ήσουν τότε, δηλαδή».
«Τι ήθελες τότε από μένα; Σε έβλεπα πώς με κοιτούσες, ξέρεις… Ήμουν σίγουρη ότι με ήθελες».
«Και πώς ένιωθες γι’ αυτό;»
«Πολλοί με ήθελαν τότε», του είπε. «Πώς νιώθει ένα κορίτσι στην εφηβεία όταν τόσα αγόρια ενδιαφέρονται για εκείνην;»
«Να σε πηδήξουν ήθελαν».
«Γιατί εσύ τι ήθελες;»
Γέλασαν κι οι δυο τους.
«Ακόμη δεν με άφησες να το κάνω, πάντως. Κι όπως βλέπεις, δεν παραπονιέμαι. Με προσβάλλεις, ωστόσο».
«Πώς ακριβώς;»
«Μ’ αυτό που λες. Ότι το μόνο που ήθελα από εσένα ήταν το σεξ. Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί… το σεξ ήταν κάτι το δευτερεύον τότε. Αυτό που μετρούσε για μένα ήταν ο τρόπος που σε φανταζόμουν. Δεν ήμουν αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρω ότι φανταζόμουν κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά ήσουν».
«Τι ακριβώς φανταζόσουν; Ότι ήμουν ο ιδανικός άνθρωπος για σένα και άλλα τέτοια ρομαντικά;» Γέλασε η Μαριάννα.
«Δεν έχει σημασία», της είπε.
«Ένα πράγμα που πρέπει να ξέρεις για μένα, είναι ότι δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για κανέναν. Έχω αποκλείσει τον εαυτό μου από αυτό το όνειρο από τότε που ήμουν κοριτσάκι».
«Πώς έτσι;»
«Απλά μου φαίνονταν ανοησίες όλα αυτά. Ποια είμαι εγώ για να θεωρηθώ ιδανικός άνθρωπος από κάποιον;»
«Μου φαίνεται ότι υποτιμάς τον εαυτό σου», της είπε, αν και κάτι τέτοιο του φαινόταν παράλογο. «Εγώ θεωρώ ότι είσαι… εντάξει».
Η Μαριάννα γέλασε.
«Εντάξει;» Τον ρώτησε. «Έκανες όλα αυτά μόνο και μόνο για κάποια που θεωρείς απλά εντάξει
«Είμαι άρρωστος», της είπε.
«Ναι, μου το είπες. Και φαίνεται σαν να μην θες να το συζητήσεις μαζί μου».
«Είναι επειδή ντρέπομαι. Δεν ξέρω πώς θα σου φαινόταν...»
«Είχε να κάνει μαζί μου, έτσι δεν είναι; Όλο αυτό… η αρρώστια;»
«Ναι. Εσύ ήσουν η αρρώστια ουσιαστικά. Μερικές μέρες πριν σε συναντήσω έκοψα τα φάρμακα. Ήθελα να είμαι καθαρός από όλα αυτά όσο θα ήμουν μαζί σου».
«Μπορώ να βοηθήσω κάπως;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Ίσως αν μου έπαιρνες μια πίπα», της είπε, κι εκείνη γέλασε. Γέλασε κι εκείνος.
«Μην γίνεσαι χυδαίος».
«Παίζεις μαζί μου. Νομίζεις ότι δεν το καταλαβαίνω;»
«Δεν παίζω, απλά…»
«Απλά κάνεις το κέφι σου».
Η Μαριάννα έστρεψε το βλέμμα της αλλού, κολακευμένη πάντα.
«Θα χορέψεις κάτι για μένα;» Την ρώτησε.
«Είπαμε όχι», επέμεινε εκείνη.
«Τότε κάνε κάτι άλλο για μένα».
«Σαν τι;»
«Άσε με να σε φιλήσω».
Η Μαριάννα το σκέφτηκε για μια στιγμή. Ύστερα χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι μ’ εκείνον τον ίδιο τρόπο. Κι ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ με τα πόδια της προς τη μεριά του Στέφανου. Ο Στέφανος χαμογέλασε κι εκείνος, κι ύστερα ξάπλωσε κι αυτός από πάνω της. Εκείνη έφερε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι της αφήνοντάς τον να την φιλήσει παντού, κάτι που εκείνος άρχισε να κάνει σχεδόν αμέσως. Παράλληλα, και όσο εκείνη είχε κλειστά τα μάτια της, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το παλιό μαχαίρι της απ’ το τραπέζι. Το άνοιξε και το κράτησε κοντά στο λαιμό της.
«Ξέρω τι θέλω από σένα», της είπε.
«Πες μου», του είπε εκείνη, «θέλω να το ακούσω…»
«Δεν ντρέπομαι να το πω, πια».
«Ε, πες το», έκανε εκείνη με τον χαριτωμένο τρόπο της.
«Θέλω να είσαι η θεά μου», της είπε.
Ύστερα εκείνος ανασηκώθηκε, κι εκείνη άνοιξε τα μάτια της όταν ένιωσε ότι ο Στέφανος σταμάτησε να τη φιλάει. Είδε το μαχαίρι, αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Στέφανος της έκλεισε το στόμα και χαράκωσε το λαιμό της βαθιά. Καυτό αίμα ανάβλυσε και τον πιτσίλισε στο πρόσωπο και στην μπλούζα του. Κι ύστερα την χαράκωσε ξανά, και μετά σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε από κοντά της. Εκείνη έγειρε στο πλάι και έπεσε από τον καναπέ βγάζοντας παράξενους, πνιχτούς ήχους. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά παραπάτησε και έπεσε πάνω στο τραπέζι. Ύστερα κατρακύλησε ξανά κάτω και έμεινε στο χαλί, νεκρή, πια.
 
**
 
Δεν έκανε ούτε τον κόπο να περιποιηθεί το πτώμα. Την άφησε εκεί κάτω και βγήκε στη βεράντα. Κάθισε για κάμποσες ώρες στην καρέκλα που βρισκόταν εκεί, κι ύστερα μπήκε ξανά μέσα και τηλεφώνησε στο κινητό της Δήμητρας.
«Στέφανε, όλα καλά;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Όπως το πάρει κανείς», της είπε.
«Τι εννοείς; Πότε έρχεσαι;»
«Δεν ξέρω αν πρέπει να έρθω, Δήμητρα. Η Μαριάννα δεν είναι και πολύ καλά».
«Την βρήκες; Είστε μαζί τώρα;»
«Ναι, και δεν είναι και πολύ καλά», της είπε.
«Τι θες να πεις; Είναι άρρωστη;»
«Την σκότωσα, Δήμητρα».
«Τι; Τι λες, Στέφανε;»
Ακολούθησε ένας υστερικός διάλογος στο τηλέφωνο. Τελικά η Δήμητρα ξέσπασε σε λυγμούς, κι ο Στέφανος της είπε ότι αν ήθελε μπορούσε να μείνει για λίγο ακόμη στη μητέρα της. Εκείνος δεν ήξερε ακόμη τι θα έκανε. Και μετά της έκλεισε το τηλέφωνο αφήνοντάς την να κλάψει μόνη της.
Πέρασε μια μέρα ακόμη μέσα στο σπίτι με το πτώμα της Μαριάννας στο πάτωμα του σαλονιού. Όλη εκείνη τη μέρα έβγαλε από μέσα του ό,τι είχε να βγάλει σχετικά με τη Μαριάννα. Έψαξε όλα τα πράγματά της, ρούχα, εσώρουχα, τα πάντα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, τον έβγαλε και τον έπαιξε γύρω στις τέσσερις φορές. Και το επόμενο πρωί έφυγε. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό, ώσπου βρέθηκε σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα πλαγιά. Κάτω μπορούσε να δει την λίμνη. Στάθηκε για λίγο εκεί χαζεύοντας, περιμένοντας να συμβεί κάτι που θα του έδειχνε το επόμενο βήμα του. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε απόγνωση, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε και γαλήνη μέσα του. Ένιωθε ήρεμος τώρα που εκείνη ήταν νεκρή, αλλά δεν του αρκούσε αυτό. Ήξερε ότι δεν μπορούσε τώρα πια να επιστρέψει στην Δήμητρα, το ήξερε. Εκείνη δεν θα τον δεχόταν ποτέ ξανά. Και σ’ εκείνο το σημείο έκλεισε τα μάτια του και έκλαψε πικρά.
Έμεινε για ώρες εκεί πάνω.