Παιδί, Γονείς, Οικογένεια

Γιατί δεν μπορεί να ελέγξει τους σφικτήρες;

Ο έλεγχος των σφικτήρων ξεκινά προοδευτικά από την ηλικία των δύο μέχρι την ηλικία των τεσσάρων χρόνων. Το παιδί θα πρέπει να δείξει σημάδια ωριμότητας, ότι είναι έτοιμο και θέλει να πηγαίνει στην τουαλέτα. Οποιαδήποτε πίεση ασκείται από τους γονείς ή το ευρύτερο περιβάλλον μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Κάθε βήμα πρέπει να ταιριάζει με το ρυθμό του παιδιού. Εάν εκείνο αντιστέκεται, η προσπάθεια πρέπει να σταματήσει ή να αναβληθεί. Ο έλεγχος των σφικτήρων είναι ένα επίτευγμα του ίδιου του παιδιού και δείχνει την ανάγκη του για αυτονομία. ΄Όταν οι γονείς μπαίνουν σε διαμάχη μαζί του γιατί απαιτούν να είναι γρήγορα "καθαρό", συνήθως έρχονται αντιμέτωποι με αποτυχία. Δημιουργούνται δε σοβαρά προβλήματα για το ίδιο το παιδί, όπως η ενούρηση και η εγκόπριση.


Ενούρηση

Ως ενούρηση ορίζεται η επαναλαμβανόμενη απώλεια ούρων, κατά τη διάρκεια της ημέρας ή/και της νύχτας, χωρίς την ύπαρξη σαφούς οργανικού αιτίου και παρά το γεγονός ότι το παιδί έχει υπερβεί την ηλικία που η παραπάνω συμπεριφορά θεωρείται φυσιολογική. Ως όριο θεωρείται η ηλικία των τεσσάρων με πέντε χρόνων, γιατί τότε το 85-90% των παιδιών έχει επιτύχει φυσιολογικά τον έλεγχο των σφικτήρων της κύστης. Η ενούρηση διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν συνεχίζεται και μετά το πέμπτο έτος χωρίς το παιδί να έχει ποτέ μπορέσει να ελέγξει πλήρως την κύστη και σε δευτεροπαθή, όταν, ενώ έχει προηγηθεί έλεγχος της κύστης για τουλάχιστον έξι μήνες, επανεμφανίζεται ενούρηση. Γεγονότα ζωής που προκαλούν έντονο άγχος έχουν συνδεθεί με την εμφάνιση της δευτεροπαθούς ενούρησης (π.χ., αποχωρισμός από τη μητέρα, γέννηση μικρότερου αδελφού, διαζύγιο γονέων, νοσηλεία παιδιού).

Η νυχτερινή ενούρηση στη πλειονότητα των περιπτώσεων εμφανίζεται μια ή περισσότερες φορές, συνήθως κατά το πρώτο τρίτο της νύχτας και σε οποιοδήποτε στάδιο του ύπνου. Το παιδί μπορεί να ξυπνήσει ή να συνεχίσει να κοιμάται, ενώ την άλλη μέρα το πρωί διαπιστώνει ότι τα σεντόνια του είναι βρεγμένα. Τα παιδιά που παρουσιάζουν ενούρηση, συνήθως, ντρέπονται γι΄ αυτό, προσπαθούν να το κρύψουν και αποφεύγουν κοινωνικές δραστηριότητες της ηλικίας τους, π.χ., να πάνε κατασκήνωση. Η προσωπικότητά τους συχνά παρουσιάζει στοιχεία συναισθηματικής ανωριμότητας, έχουν εκρήξεις οργής και γίνονται επιθετικά, τρώνε τα νύχια τους ή εμφανίζουν τικ. Το πρόβλημα της ενούρησης εμφανίζεται με διπλάσια συχνότητα στα αγόρια σε σχέση με τα κορίτσια. Η πρωτοπαθής ενούρηση εμφανίζεται δύο φορές συχνότερα από τη δευτεροπαθή.

Τα αίτια της ενούρησης εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο. Υποστηρίζεται ότι τα ενουρητικά παιδιά έχουν τουλάχιστον έναν πρώτου βαθμού συγγενή (γονείς ή αδέλφια) που αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα. Οι αναπτυξιακοί παράγοντες αφορούν κυρίως στη λειτουργία της ουροδόχου κύστης και στη ρύθμιση των υγρών του σώματος. Επίσης, αξιολογείται η νοητική ωρίμανση του παιδιού. Είναι γνωστό ότι τα παιδιά με προβλήματα νοητικής στέρησης αργούν να αποκτήσουν τον έλεγχο της κύστης. Έχει αποδειχθεί ότι η εκπαίδευση του παιδιού στον έλεγχο της κύστης (δηλαδή πότε το παιδί δεν θα χρησιμοποιεί πάνα) δεν έχει σημασία για την εμφάνιση της ενούρησης. Αντίθετα, άμεση σημασία έχει η ποιότητα της σχέσης μεταξύ μητέρας και παιδιού κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Η μητέρα δεν πρέπει να είναι πιεστική, αλλά να αφήνει το παιδί να ακολουθήσει το δικό του ρυθμό και τρόπο. Δεν πρέπει να είναι απορριπτική στις αποτυχίες του, αλλά να επιβραβεύει τις επιτυχίες του.

Φυσιολογικά, καθώς αναπτύσσεται το παιδί, το πρόβλημα μειώνεται. Ορισμένα παιδιά θα το ξεπεράσουν. Οι έρευνες προσδιορίζουν την ελάττωση της ενούρησης κατά 15% το χρόνο από την ηλικία των έξι έως τα δεκαοκτώ χρόνια. Καλύτερη πρόγνωση έχουν τα κορίτσια και τα παιδιά με πρωτοπαθή ενούρηση. Αν και ορισμένα παιδιά τα καταφέρνουν από μόνα τους, δεν πρέπει να περιμένουμε πέρα από την ηλικία των επτά με οκτώ ετών για να αρχίσουμε τη θεραπευτική αντιμετώπιση της ενούρησης, γιατί δημιουργούνται δευτερογενώς ψυχολογικά προβλήματα. Για την ενούρηση έχουν χρησιμοποιηθεί ποικίλα θεραπευτικά σχήματα με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας. Σημαντικό είναι για το παιδί να αναλάβει την ευθύνη του προβλήματος και να συνεργαστεί το ίδιο για την επιτυχία της θεραπευτικής αντιμετώπισης. Χρειάζεται να επιτευχθεί σταδιακά η αύξηση της χωρητικότητας της κύστης, ώστε να επιτευχθεί ο έλεγχος των σφικτήρων. Για το λόγο αυτό χορηγούνται περισσότερα υγρά την ημέρα και λιγότερα από το απόγευμα και μετά. Συστήνεται επίσης, για κάποιο χρονικό διάστημα, να ξυπνάμε υποχρεωτικά το παιδί δύο, τρεις ώρες μετά την έλευση του ύπνου και να το πηγαίνουμε στην τουαλέτα. Ένας άλλος τρόπος περιλαμβάνει μια συσκευή με ξυπνητήρι που χτυπά όταν το παιδί βρέξει το κρεβάτι του και το ξυπνά. Τα μεγαλύτερα σε ηλικία παιδιά αναλαμβάνουν να αλλάξουν μόνα τους τα βρεγμένα σεντόνια και τα εσώρουχά τους. Αν αυτές οι μέθοδοι τροποποίησης της συμπεριφοράς αποτύχουν, χορηγείται φαρμακευτική αγωγή.

Σε όλη τη διάρκεια της θεραπευτικής αντιμετώπισης το παιδί χρειάζεται υποστήριξη για να πάψει να αισθάνεται άγχος και ντροπή γι΄ αυτό που του συμβαίνει. Είναι επίσης αναγκαίο οι γονείς να μεταβάλουν τη στάση τους, να σταματήσουν να το πιέζουν και να μειώσουν τις προστριβές μέσα στην οικογένεια.


Εγκόπριση

Η εγκόπριση είναι η επαναλαμβανόμενη απώλεια κοπράνων, χωρίς την ύπαρξη σαφούς οργανικού αιτίου, σε μια ηλικία που φυσιολογικά θα έπρεπε να έχει επιτευχθεί εκούσιος έλεγχος του εντέρου. Μετά τον τέταρτο χρόνο το 95% των παιδιών έχει έλεγχο του εντέρου και μετά τον πέμπτο το ποσοστό ανέρχεται στο 99%. Διακρίνεται σε πρωτοπαθή, όταν συνεχίζεται και μετά τον τέταρτο χρόνο και σε δευτεροπαθή όταν της εμφάνισής της έχει προϋπάρξει έλεγχος του εντέρου. Η δευτεροπαθής μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και, συνήθως, είναι αποτέλεσμα τραυματικών ψυχικών εμπειριών.

Η εγκόπριση εμφανίζεται συνήθως κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τα περισσότερα παιδιά αρχικά κατακρατούν τα κόπρανά τους. Μπορεί να περάσουν αρκετές ημέρες και το παιδί να μην πάει στην τουαλέτα, με αποτέλεσμα να προκαλούνται δυσκοιλιότητα και απώλεια μικρής ποσότητας κοπράνων από υπερπλήρωση του εντέρου. Οι γονείς αγχώνονται συνήθως και μπορεί να καταφύγουν στη χρήση υπακτικών φαρμάκων και κλυσμάτων που σε αυτήν τη φάση αντενδείκνυνται. Αλλοτε, τα παιδιά αρνούνται να πάνε στην τουαλέτα και διαλέγουν ένα συγκεκριμένο μέρος (π.χ., κάτω από το τραπέζι), όπου ενεργούνται στην πάνα ή στα ρούχα τους. Σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για φοβία που έχει σχέση με τη "μαύρη τρύπα" της τουαλέτας. Ορισμένα παιδιά, τέλος, δεν έχουν κανέναν έλεγχο πάνω στους σφιγκτήρες τους και η απώλεια κοπράνων μπορεί να συμβεί οπουδήποτε στιγμή, π.χ., στο παιχνίδι, στο σχολείο, στο δρόμο. Το παιδί γυρίζει σπίτι λερωμένο, νιώθοντας ιδιαίτερα άσχημα. Η συμπεριφορά των παιδιών με εγκόπριση χαρακτηρίζεται από αρνητικότητα πείσμα και ανυπακοή. Αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους με άλλα παιδιά και δεν συμμετέχουν στις παρέες των συνομήλικών τους.

Η εγκόπριση είναι τρεις με τέσσερις φορές πιο συχνή στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια. Εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στην ηλικία των έξι ετών για τα αγόρια και των οκτώ για τα κορίτσια. Μετά μειώνεται σταδιακά μέχρι τα 16, οπότε, πρακτικά, δεν εμφανίζεται καθόλου. Η εγκόπριση είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ποικίλων ιδιοσυστατικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Ιδιαίτερα η συμπεριφορά των γονέων διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση του προβλήματος. Η πρώιμη επιμονή της μητέρας να αποκτήσει το παιδί έλεγχο στις κενώσεις του εντέρου επηρεάζει αρνητικά την έκφραση της ανάγκης του για αυτονομία και μπορεί να το οδηγήσει στην ανυπακοή και στην εναντίωση. Συνήθως οι μητέρες των εγκοπριτικών παιδιών βιάζονται, δεν ανέχονται την αποτυχία, δεν κατανοούν σωστά τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού τους και καταφεύγουν εύκολα σε τιμωρία. Η πορεία της εγκόπρισης εμφανίζει περιόδους εξάρσεων και υφέσεων, ανάλογα με την ψυχολογική κατάσταση του παιδιού και τις αντιδράσεις της οικογένειας. Η θεραπευτική αντιμετώπιση πρέπει να αρχίσει εγκαίρως για να αποφευχθούν τα ψυχολογικά προβλήματα του παιδιού και οι εντάσεις μέσα στην οικογένεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η συναισθηματική στήριξη του παιδιού και των γονέων, σε συνδυασμό με την προσπάθεια επανεκπαίδευσης του παιδιού, αρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Τα αγχολυτικά, οι υποκλυσμοί και τα ρυθμιστικά φάρμακα του εντέρου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανακουφιστικά σε ορισμένες περιπτώσεις, χωρίς όμως να αποτελούν τη βασική θεραπεία.