Νουβέλα-Μυθιστόρημα

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΑ 2ο μερος

II
 
Περιπλανιόταν για αρκετή ώρα μέσα στην πόλη. Το μεσημέρι είχε περάσει, και τώρα πλησίαζε το απόγευμα. Είχε πάρει το μεσημεριανό του σε ένα εστιατόριο κοντά στο ξενοδοχείο. Είχε ρωτήσει στη ρεσεψιόν για την οδό Απόστολου Ζαχαριάδη, και είχε πάρει μερικές κατατοπιστικές οδηγίες. Από το τέλος του πεζόδρομου στο κέντρο της πόλης, προς τη μεριά του πάρκου, θα στρίψετε αριστερά και θα συνεχίσετε ευθεία. Να κοιτάτε τις οδούς για να μην χάσετε το δρόμο που ψάχνετε. Έτσι του είχε πει η νεαρή πίσω από τον πάγκο στο ξενοδοχείο.
Ο Στέφανος, ωστόσο, είχε βγει έξω και περπατούσε άσκοπα μέσα στην πόλη χωρίς να ακολουθήσει τις οδηγίες που του είχαν δοθεί. Απλά περπατούσε. Είχε νιώσει μια βαθιά θλίψη από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του στον Άγιο Δημήτριο. Δεν ήξερε το λόγο, αλλά σίγουρα ένιωθε άσχημα απέναντι στην Δήμητρα. Της είχε μιλήσει πριν φύγει, της είχε ζητήσει μια χάρη.
«Θέλω να κάνεις ένα ταξίδι», της είχε πει. «Θέλω να πας στη μητέρα σου, στο Ναύπλιο. Πάρε και τη μικρή».
«Κι εσύ τι θα κάνεις;»
«Θα έρθω να σας βρω σε μερικές μέρες».
«Θα πας να τη βρεις, έτσι δεν είναι;» Τον είχε ρωτήσει η Δήμητρα.
«Ναι». Της είχε απαντήσει χωρίς να διστάσει. Κατά κάποιο παράξενο τρόπο, μετά από όλα όσα είχε περάσει το ένιωθε σαν δικαίωμά του το να τη βρει.
«Και είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψεις;»
«Τι εννοείς;»
«Υπάρχει περίπτωση να θελήσεις να μείνεις μαζί της;»
«Όχι», της είχε πει, αλλά στη πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρος. Το αν θα ήθελε να μείνει με τη Μαριάννα θα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες. Από την ίδια τη Μαριάννα πρώτα απ’ όλα. Και ναι… από πολλούς άλλους παράγοντες.
Τώρα ένιωθε πολύ διαφορετικά, ωστόσο. Μόνος σε μια πόλη που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ ξανά. Πού πήγαινε; Τι ακριβώς αναζητούσε; Τι θα της έλεγε αν τελικά τη συναντούσε; Χαμογέλασε όταν διαπίστωσε ότι βρέθηκε στον περίφημο πεζόδρομο στο κέντρο της πόλης.
Ο πεζόδρομος ήταν πλατύς και μακρύς. Στις δύο πλευρές τους υπήρχαν όμορφες λάμπες και φανάρια, καθώς και καταστήματα, ταβέρνες, εστιατόρια, μπιραρίες και ξενοδοχεία, και ό,τι άλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς, όλα τους σημεία αδιαμφισβήτητης πολυτέλειας. Στο ξενοδοχείο είχε διαβάσει σε ένα φυλλάδιο ότι δύο ήταν τα σημεία στα οποία σύχναζε ο κόσμος. Ο πεζοδρόμος και το πάρκο που βρισκόταν μετά απ’ αυτόν, καθώς και η οδός Αίγης, στα βόρεια της πόλης. Ο πεζόδρομος απ’ την αρχή έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρων.
Του πήρε κάμποση ώρα να τον διασχίσει. Συνάντησε διάφορους ανθρώπους, νέους, αλλά και μεγαλύτερους σε ηλικία να κάνουν τη βόλτα τους. Μερικοί χάζευαν τις βιτρίνες, ενώ άλλοι απλά περπατούσαν. Ο Στέφανος ένιωσε σαν να ήθελε να μιλήσει με κάποιους από εκείνους τους ανθρώπους, απλά να συζητήσει μαζί τους. Ένιωσε πολύ μόνος ξαφνικά, και αναρωτήθηκε για ακόμη μια φορά αν ήταν πραγματικά μεγάλο λάθος που είχε διακόψει τα φάρμακα. Ναι, ακριβώς, είχε διακόψει τα φάρμακα που του είχε γράψει ο ψυχίατρος. Είχε πάρει μαζί του δύο κουτιά από εκείνα, αλλά είχε σταματήσει να τα παίρνει εδώ και τέσσερις μέρες. Μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει καμιά αλλαγή, αλλά δεν έπαυε να σκέφτεται το ρίσκο που είχε πάρει.
Στο τέλος του δρόμου στάθηκε ακίνητος για λίγη ώρα, σκεφτικός. Αν έστριβε αριστερά, θα κατευθυνόταν προς την οδό που βρισκόταν το σπίτι της. Αλλά δεν περπάτησε προς τα εκεί ακόμα. Συνέχισε ευθεία, δίπλα από μια πινακίδα που πληροφορούσε ότι απαγορευόταν η είσοδος των αυτοκινήτων στην περιοχή, και περπάτησε προς το μεγάλο πάρκο στο κέντρο της πόλης.
Πέρασε την ανοιχτή μεταλλική είσοδο και μπήκε μέσα. Το πάρκο ήταν μεγάλο, κι ο Στέφανος περπάτησε για κάμποση ώρα στα μονοπάτια του, μέχρι που το απόγευμα έφτασε και εμφανίστηκαν περισσότεροι άνθρωποι έξω.
Τελικά κάθισε σε ένα παγκάκι μέσα στο πάρκο, δίπλα από μια μικρή λίμνη με βάρκες και πάπιες. Κάθισε εκεί μόνο για λίγη ώρα, προσπαθώντας να αποφασίσει τι να κάνει, να φύγει, ή να μείνει και να ψάξει να βρει τη Μαριάννα. Σκέφτηκε ότι ήταν δειλός που δεν μπορούσε να πάρει αυτή την απόφαση. Είχε οδηγήσει τόσο μακριά για να γυρίσει και πάλι πίσω;
Σηκώθηκε και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο μέχρι που βγήκε απ’ το πάρκο. Περπάτησε ως το τέρμα του πεζόδρομου και έστριψε. Περπάτησε χωρίς να σταματήσει, αποφασισμένος πια. Σε κάθε δρόμο που συναντούσε έψαχνε να βρει την οδό. Είχε πια βγει από την περιοχή στην οποία απαγορεύονταν τα αυτοκίνητα, και τώρα συναντούσε διάφορους οδηγούς σε κάθε διασταύρωση.
Σε μια πινακίδα, ψηλά, πίσω από ένα δέντρο αναγραφόταν η οδός Απόστολου Ζαχαριάδη. Έστριψε δεξιά εκεί και έψαξε για ένα διώροφο κτίριο με πυλωτή, ακριβώς όπως του το είχε περιγράψει ο Λευτέρης. Περπάτησε στον δρόμο και είδε διάφορα χαμηλά κτίρια, όλα τους περιποιημένα και όμορφα, με τις αυλές τους και τα λοιπά στολίσματα που είχαν αυτές μέσα τους. Δεν θα αναγνώριζε το σπίτι της Μαριάννας αν δεν την έβλεπε να βγαίνει από μέσα. Την είδε να περπατάει στην αυλή, να φτάνει μέχρι τη μεταλλική πόρτα και ύστερα να βγαίνει στον δρόμο, κι όλη αυτή την ώρα στεκόταν ακίνητος, παρατηρώντας τα καστανά μαλλιά της, την εντυπωσιακή μορφή της, την απολαυστική της όψη. Ήταν η Μαριάννα, χωρίς καμιά αμφιβολία.
Πέρασε από δίπλα του, και όταν είδε πώς την κοίταζε, του χαμογέλασε. Έστριψε αριστερά προς τον πεζόδρομο και χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, ακριβώς όπως χάθηκε και ο ήχος των τακουνιών της, κι ο Στέφανος έμεινε ακίνητος σ’ εκείνο το σημείο, σχεδόν άφωνος.
 
**
 
Κάθισε στο σκαλοπάτι μπροστά στην μεταλλική πόρτα της αυλής και περίμενε. Ήξερε ότι ήταν σχεδόν η πράξη ενός τρελού αυτό που έκανε, αλλά αποφάσισε να δείξει πείσμα απέναντι στην σκέψη να φύγει για πάντα από τον Άγιο Δημήτριο. Η απελπισία του ήταν αυτή που τον παρακινούσε πλέον. Η απελπισία, αλλά και αντιθέτως, μια αμυδρή ελπίδα ότι ίσως κάτι καλό να έβγαινε απ’ όλη αυτή την ιστορία. Τα συναισθήματά του, λοιπόν, ήταν ανάμεικτα.
Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες, η νύχτα είχε πέσει για τα καλά (κόντευαν μεσάνυχτα), και ο Στέφανος είχε αρχίσει να κρυώνει. Σηκώθηκε για λίγο και περπάτησε μπροστά από το σπίτι. Ίσως αν κινούνταν λίγο να ζεσταινόταν. Περπάτησε μέχρι που κουράστηκε, και κάθισε ξανά σ’ εκείνο το σκαλοπάτι, όταν τελικά ένα ταξί σταμάτησε στο δρόμο. Η πίσω πόρτα άνοιξε και η Μαριάννα κατέβηκε. Το ταξί έφυγε. Ο Στέφανος κατάφερε να χαμογελάσει μέσα στην αγωνία του. Όταν εκείνη τον είδε δεν του χαμογέλασε ξανά. Στάθηκε για λίγο ακίνητη, ίσως να τρόμαξε κιόλας, αλλά τελικά έκανε να περάσει από δίπλα του και να μπει μέσα. Ο Στέφανος σηκώθηκε όρθιος και έψαξε να βρει κάτι να πει.
«Περίμενε μια στιγμή», της είπε.
«Φύγε από ‘δω», είπε εκείνη και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου.
«Περίμενε», είπε ξανά, αλλά εκείνη δεν γύρισε. Και τελικά: «Ήμασταν συμμαθητές», της φώναξε, κι αυτό ήταν κάτι που την έκανε να σταθεί, να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω. «Στην Αλεξανδρούπολη. Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, αλλά…»
«Πώς σε λένε;»
Της είπε το όνομά του. Εκείνη έδειξε να το σκέφτεται για μια στιγμή. Μετά περπάτησε αργά προς τον Στέφανο. Ήταν σκοτεινά, αλλά το λιγοστό φως που έριχνε μια λάμπα του δρόμου επέτρεψε στον Στέφανο να δει –ή τουλάχιστον να νομίσει- ότι εκείνη χαμογελούσε.
«Τι θες εδώ;» Τον ρώτησε.
Χαμογέλασε κι εκείνος. «Με θυμάσαι;» Τη ρώτησε.
Εκείνη επανέλαβε την ερώτησή της: «Τι θες εδώ;»
«Τίποτα… απλά…»
«Έλα μέσα», του είπε. Του άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην αυλή. «Πάμε πάνω».
Την ακολούθησε μέχρι τον δεύτερο όροφο. Ανέβηκαν από τη σκάλα. Είχε νιώσει πολύ μπερδεμένος στην αρχή, αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος. Την ήθελε. Εκείνη τη στιγμή η Μαριάννα άρχισε να γίνεται το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του. Και ήταν σίγουρος πια ότι δεν ήταν απλό αυτό που ένιωθε. Μάλιστα, είχε αρχίσει να πιστεύει ότι επρόκειτο για κάτι εξαιρετικά πολύπλοκο. Ποιος ξέρει τι είδους συναισθηματικές ανάγκες κάλυπτε εκείνη η επιθυμία, και ακόμη περισσότερο η πραγμάτωσή της.
«Κάθισε», του είπε. «Θα ήθελες λίγο καφέ;»
«Είναι λίγο αργά για καφέ», της είπε.
«Ναι, αλλά υποθέτω ότι δεν ήρθες εδώ για να κοιμηθούμε».
Ο Στέφανος γέλασε. Για μια στιγμή το μυαλό του πήγε στο πονηρό. Αλλά για να πει κανείς την αλήθεια, το μυαλό του απ’ την αρχή ήταν στο πονηρό.
«Εντάξει, θα έπινα έναν καφέ», της είπε.
«Μια στιγμή», του είπε, «έρχομαι».
Λίγο αργότερα επέστρεψε με δύο φλιτζάνια. Ο Στέφανος προσπαθούσε να μην το δείξει, αλλά τα μάτια του δεν μπορούσαν να την χορτάσουν. Ήταν απλά πανέμορφη. Και ακόμη περισσότερο ερωτική. Η Μαριάννα, αυτή που κάποτε ήταν το όνειρο του καυλωμένου εφήβου, παρέμενε ένα όνειρο. Κι όταν κάθισε κοντά του και τον αντίκρισε χαμογελώντας, ο Στέφανος σκέφτηκε να την προλάβει και να κάνει εκείνος πρώτος τη δική του ερώτηση:
«Με θυμάσαι;»
Το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο πλατύ. Το ίδιο και το δικό του, αλλά από περιέργεια και μόνο.
«Θα είχε σημασία για σένα αν σε θυμόμουν;» Τον ρώτησε και ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της.
«Ναι», της είπε.
Πολύ απλά, ο Στέφανος είχε αρχίσει να εξυπηρετεί τις ανάγκες του. Σε κάποια άλλη περίπτωση θα έλεγε κάτι άλλο, αλλά είχε ταξιδέψει μέχρι τον Άγιο Δημήτριο για να τα δώσει όλα, κι απ’ ό,τι φαινόταν εκείνη του έδινε αυτήν την ευκαιρία με έναν πολύ απλό τρόπο. Με μια ερώτηση. Επομένως, της είπε την αλήθεια. Ναι, θα είχε σημασία για εκείνον.
«Κάτι θυμάμαι κι εγώ…» του είπε.
«Έχεις αλλάξει», της είπε εκείνος. «Έχεις αλλάξει πάρα πολύ».
«Νομίζω ότι έπρεπε να αλλάξω… τι λες;»
Ο Στέφανος σήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω…»
«Πες μου, όμως… τι σε φέρνει εδώ;»
«Ήθελα απλά να κάνω ένα ταξίδι», είπε, «και είπα να επισκεφτώ μια παλιά συμμαθήτριά μου».
Η Μαριάννα γέλασε. «Περιμένεις σοβαρά να το πιστέψω αυτό;»
«Όχι».
«Τι σε φέρνει εδώ;»
«Εσύ», της είπε, κι εκείνη χαμογέλασε ξανά. Μετά ήπιε λίγο καφέ ακόμη.
«Δεν καταλαβαίνω», του είπε.
«Θέλω να σε γνωρίσω. Και πιστεύω ότι καταλαβαίνεις πολύ καλά. Εφόσον με θυμάσαι…»
Τώρα η Μαριάννα έσκασε στα γέλια. Δεν έμοιαζε ειρωνικό εκείνο το γέλιο, καθόλου. Ακόμη περισσότερο, ο Στέφανος ένιωσε ότι είχε κερδίσει το σεβασμό της.
«Εξάλλου», της είπε, «έχω κάτι δικό σου».
«Τι πράγμα;»
Ο Στέφανος έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του το μαχαίρι της και της το έδειξε.
«Δικό σου δεν είναι αυτό;» Τη ρώτησε.
«Δώσε μου να δω…» Το κράτησε στα χέρια της και το περιεργάστηκε για λίγο. Ύστερα τον κοίταξε ξανά. «Πού το βρήκες;»
«Χρειάστηκε να ψάξω λίγο, αλλά τελικά το βρήκα», της απάντησε. «Αλλά δεν χρειάζεται να σε νοιάζει εσένα αυτό. Το μόνο που θέλω να μου πεις, είναι αν… αν θα με αφήσεις να σε γνωρίσω. Αυτό όλο κι όλο».
Του χαμογέλασε ξανά. «Εντάξει», του είπε. «Ας κάνουμε κάτι μαζί».
«Σαν τι;»
«Τι θα ‘λεγες αν πηγαίναμε στο κτήμα μου;» Έγειρε στο πλάι το κεφάλι της λέγοντάς το αυτό, κι ο Στέφανος κόντεψε να σπάσει σε κομμάτια μ’ αυτήν της την κίνηση.
«Εντάξει», είπε. «Ας πάμε».
«Να φύγουμε αύριο;» Τον ρώτησε.
 
**
 
Ο Στέφανος πήρε την τσάντα του και κατέβηκε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Το πλάνο έλεγε ότι η Μαριάννα θα τον συναντούσε εκεί. Πλήρωσε για το δωμάτιο και βγήκε έξω. Χρειάστηκε να περιμένει λίγα λεπτά μέχρι να έρθει εκείνη. Κάθισε γι’ αυτό σε ένα παγκάκι, ακούμπησε την τσάντα δίπλα του και άρχισε να χαζεύει. Ήταν μια όμορφη μέρα, αλλά από το βορρά έμοιαζαν να έρχονται σύννεφα.
«Στέφανε;»
Γύρισε και την κοίταξε. Της χαμογέλασε. Έδειχνε πολύ διαφορετική απ’ ό,τι το προηγούμενο βράδυ. Φορούσε μια μακριά άσπρη φούστα, μια λεπτή μπλούζα σε ανοιχτό ροζ και ένα ψάθινο καπέλο. Κι ένα ζευγάρι λεπτά σκουλαρίκια τα οποία άστραφταν σε κάθε της κίνηση. Το όλο ντύσιμο έμοιαζε περισσότερο σεμνό. Κρατούσε μια μπλε τσάντα στο ένα της χέρι.
«Καλημέρα», του είπε. «Τι κάνεις;»
«Καλά είμαι», της είπε. «Καλά… Εσύ;»
«Όλα καλά. Πάμε;»
«Το αυτοκίνητο είναι από ‘δω».
Περπάτησαν μαζί προς τον χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου.
«Τι έκανες με τη δουλειά σου; Δουλεύεις κάπου, σωστά;» Τη ρώτησε.
«Ναι, είμαι καθηγήτρια. Αλλά το φροντιστήριο είναι κλειστό τα Σάββατα και της Κυριακές. Εσύ τι δουλειά κάνεις;»
«Δουλεύω σε ένα λύκειο στην Αλεξανδρούπολη. Είμαι καθηγητής».
«Αλήθεια; Ωραία», είπε εκείνη. «Φιλόλογος κι εσύ;»
«Ναι».
Έβαλαν τα πράγματα στις πίσω θέσεις και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Στέφανος της είπε ότι θα έπρεπε να τον καθοδηγήσει, αφού δεν ήξερε την πόλη, αλλά ούτε και πού πήγαιναν. Έτσι, ξεκίνησαν υπό τις οδηγίες της Μαριάννας. Κάποια στιγμή έστριψαν και βρέθηκαν σε ένα μεγάλο δρόμο. Η Μαριάννα του είπε ότι ήταν η οδός Αίγης, ο μεγαλύτερος δρόμος στην πόλη. Τέλειωνε σε μια από τις εξόδους. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκαν από την πόλη.
Οδήγησαν για λίγο στη διεθνή αρτηρία, ώσπου η Μαριάννα του είπε που να στρίψει για να βρεθούν στο εθνικό οδικό δίκτυο. Είχαν ήδη περάσει τα Τρίκαλα, και τώρα κατευθύνονταν προς τα χωριά του νομού. Πέρασαν από δρόμους που τους ανέβαζαν όλο και πιο ψηλά στο βουνό, ώσπου πέρασαν το χωριό Πύλη και έφτασαν στην Ελάτη.
«Σε λίγη ώρα θα είμαστε εκεί», του είπε.
«Δεν μου είπες… που ακριβώς πηγαίνουμε; Εννοώ… πού είναι το εξοχικό σου;»
«Κοντά σε ένα χωριό που λέγεται Μύλος, είναι πολύ όμορφα, είναι κοντά σε μια λίμνη, θα δεις».
Μετά από μερικά χιλιόμετρα έφτασαν στο Περτούλι. Το υψόμετρο είχε φτάσει πλέον τα 1.100 με 1.200 μέτρα. Ακολούθησαν μερικά χωριά ακόμη, κι ύστερα βρέθηκαν μπροστά σε μια ξύλινη πινακίδα που έγραφε «Μύλος» πάνω της. Ο Στέφανος χαμήλωσε ταχύτητα και οδήγησε μέσα στο χωριό.
«Θες να κάνουμε μια στάση εδώ;» Τον ρώτησε. «Είναι όμορφο μέρος, ελπίζω να σ’ αρέσει».
«Θα προτιμούσα να πηγαίναμε στο σπίτι… έχω πονοκέφαλο», της είπε. «Δεν ξέρω γιατί, νιώθω λίγο ζαλισμένος…»
«Θες να οδηγήσω εγώ;»
«Όχι, εντάξει. Είναι μακριά;»
«Μόλις έξω απ’ το χωριό», του απάντησε. «Πήγαινε ευθεία».
Ακολούθησε το δρόμο ο οποίος οδηγούσε σε μια ανηφόρα που έστριβε δεξιά κι ύστερα αριστερά. Και μετά ξανά ευθεία ανάμεσα από μερικά κτήματα και σειρές ψηλών κυπαρισσιών.
«Σ’ αυτόν τον χωματόδρομο στρίψε, δεξιά», του είπε.
Ο Στέφανος έκοψε και έστριψε. Οδήγησε αργά στο στενό δρόμο, ώσπου κατέληξαν μπροστά σε μια μεγάλη μεταλλική πόρτα.
«Φτάσαμε», του είπε εκείνη. «Έλα».
Κατέβηκαν απ’ το αυτοκίνητο. Ο Στέφανος πήρε τα πράγματα από τις πίσω θέσεις, ενώ η Μαριάννα πήγε να ξεκλειδώσει την είσοδο. Μπήκαν μέσα και περπάτησαν ανάμεσα από μερικά δέντρα. Το σπίτι ήταν ξύλινο και διώροφο, και βρισκόταν αρκετά μέτρα μέσα στο κτήμα, στο βάθος. Τους πήρε λίγη ώρα μέχρι να φτάσουν σ’ αυτό περπατώντας.
Ο Στέφανος κοίταζε γύρω του. Του είχε κάνει εντύπωση η φύση. Το εξοχικό της Μαριάννας ήταν πανέμορφο. Ανέβηκαν τα τρία ξύλινα σκαλοπάτια, και αφού η Μαριάννα άνοιξε, μπήκαν μέσα.
«Μήπως έχεις κάτι για τον πονοκέφαλο;» Τη ρώτησε.
«Ναι, θα σου φέρω, μια στιγμή να δω».
Ο Στέφανος ακούμπησε τα πράγματα σε μια άκρη και περνώντας δίπλα από την τραπεζαρία πλησίασε το σαλόνι. Δίπλα στην τηλεόραση, μπροστά από το χαλί και τους καναπέδες υπήρχε ένα τζάκι. Είχε στάχτες μέσα, άρα συνήθιζαν να το ανάβουν… όποιος άλλος έμενε εδώ εκτός απ’ τη Μαριάννα. Κάθισε στον καναπέ και σχεδόν ξάπλωσε πίσω. Ένιωθε λες και βόμβες έσκαγαν γύρω του. Δεν ήξερε τι τον είχε πιάσει ξαφνικά. Ήταν μάλλον το άγχος που ένιωθε επειδή καθόταν δίπλα της τόσες ώρες. Θα έπρεπε να το συνηθίσει καθώς περνούσε η ώρα, αλλιώς θα έχανε τον έλεγχο. Ποιον έλεγχο, δηλαδή; Τον έλεγχο τον είχε εκείνη απ’ την πρώτη στιγμή. Απλά… τέλος πάντων… το άγχος ποτέ δεν είναι εντάξει, όλοι μας το ξέρουμε αυτό.
«Ορίστε», του είπε και ακούμπησε μπροστά του ένα ποτήρι νερό και το κουτί με τα χάπια. «Πόσα παίρνεις;»
«Δύο». Πήρε δύο χάπια το ένα μετά το άλλο. «Έρχεσαι συχνά εδώ;» Τη ρώτησε και στηρίχτηκε ξανά πίσω.
«Μία ή δύο φορές το μήνα. Για δύο ή τρεις μέρες. Συνήθως έρχομαι με τη μητέρα μου. Πώς σου φαίνεται;»
«Εντάξει είναι», της είπε. «Ήταν του πατέρα σου;»
«Ναι. Ξέρεις για τον πατέρα μου…; Ότι έχει πεθάνει, εννοώ…»
«Ναι, κάτι έμαθα», της είπε.
«Από ποιον το έμαθες;»
«Έχει σημασία;» Δεν ήθελε να της μιλήσει για τον Λευτέρη.
«Όπως νομίζεις», του είπε. «Μερικές φορές γίνεσαι λίγο μυστήριος, το ξέρεις;»
«Εσύ είσαι διαρκώς μυστήρια».
Η Μαριάννα γέλασε.
«Γιατί το λες αυτό;» Τον ρώτησε.
«Ποτέ δεν σε κατάλαβα. Πάντα αναρωτιόμουν ποια ακριβώς είσαι. Από τότε ακόμη…»
«Τι θες να μάθεις;»
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για μια στιγμή. Ύστερα ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Ό,τι μαθαίνει κανείς καλό είναι…»
«Έτσι λες; Ρώτα με», είπε εκείνη χαμογελώντας. «Εδώ μ’ έχεις, άντε… ρώτα».
«Μαριάννα», της είπε τώρα γελώντας εκείνος, «δεν θέλω πληροφορίες. Τα πράγματα που θέλω να μάθω για σένα δεν μαθαίνονται με ερωτήσεις. Ήμουν ξεκάθαρος μαζί σου. Θέλω να σε γνωρίσω. Δεν καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;»
«Όχι», του είπε. «Είμαι ηλίθια, δεν καταλαβαίνω. Εξήγησέ μου».
«Νόμιζα ότι…»
«Εξήγησέ μου», του είπε.
«Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου», σ’ αυτό το σημείο εκείνη χαμογέλασε, «και πέρασαν μήνες μέχρι να καταφέρω να βρεθώ μπροστά σου… όπως τώρα. Δεν έχεις ιδέα τι πέρασα όλο αυτό τον καιρό».
«Σου έλειψα;» Τον ρώτησε, κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, όπως και την προηγούμενη μέρα, και του χαμογέλασε.
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε από την ερώτησή της. Προσποιήθηκε, ωστόσο, ότι δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Ήταν λες και εκείνη ψάρευε για κομπλιμέντα.
«Δεν ξέρω…» της είπε διστακτικά. Και μετά: «Τι θες να σου πω τώρα;»
«Είσαι παντρεμένος;» Τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα.
«Ναι», της είπε… όχι άφοβα… «Κι έχω μια κόρη».
«Και τι είπες στη γυναίκα σου για να έρθεις εδώ;»
«Να μη σε νοιάζει».
«Εντάξει», είπε εκείνη.
Δεν μίλησαν για λίγο. Η Μαριάννα άρχισε να ξεφυλλίζει ένα περιοδικό που βρήκε πάνω στο τραπεζάκι, ενώ ο Στέφανος έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ώσπου ένιωσε το χέρι της στο πρόσωπό του και τα άνοιξε.
«Τι κάνεις;»
«Δεν πιστεύω να έχεις πυρετό…»
«Καλά είμαι», της είπε απότομα και τραβήχτηκε μακριά, κάτι που την έκανε να γελάσει ξανά.
«Φοβάσαι», του είπε. «Ήρθες μέχρι εδώ, άφησες πίσω μια γυναίκα και μια κόρη και ήρθες εδώ, κι όμως… φοβάσαι».
«Αλλά τι θα ήθελες; Να είμαι αποφασισμένος να τα παίξω όλα για όλα;» Την ρώτησε.
«Το θέμα εδώ είναι το τι θέλεις εσύ», του είπε.
«Κι αν θέλω κάτι, θα γίνει;»
«Πάντως δέχτηκα να έρθω μαζί σου μέχρι εδώ. Αυτό δεν σου λέει κάτι;»
«Ναι», της είπε, «μου λέει. Ότι κάτι δεν πάει καλά…»
«Με προσβάλλεις», του είπε εκείνη και απομακρύνθηκε.
Ο Στέφανος γέλασε. Ένιωσε κολακευμένος που εκείνη θύμωνε μαζί του. Ένιωσε ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν σημαντικός, ότι τον έπαιρνε στα σοβαρά.
«Συγνώμη», της είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Δεν το ήθελα. Απλά… μερικές φορές γίνομαι καχύποπτος».
«Καλά κάνεις», του είπε. «Μερικές φορές ίσως είναι καλό να είναι κανείς καχύποπτος. Ιδιαίτερα με κάποια σαν κι εμένα, ε;»
Ένιωσε μπερδεμένος. Δεν καταλάβαινε αυτές τις ερωτήσεις της. Ήταν παράξενες, λες και προσπαθούσε να υπονοήσει κάτι, λες και τον κορόιδευε. Κι εκείνο το χαμόγελο...
«Χαμογελάς όμορφα», της είπε χωρίς να γελάει, ίσως με κάποιο θυμό.
«Ευχαριστώ», του απάντησε εκείνη. «Να φτιάξω καφέ;»
 
**
 
Ήπιαν έναν καφέ μαζί, συζητώντας, λέγοντας ανοησίες, αλλά και μερικά έξυπνα αστεία. Η Μαριάννα ήταν χορεύτρια κάποτε. Ρώτησε τον Στέφανο αν εκείνος το ήξερε αυτό, κι εκείνος της είπε ότι ναι, το είχε μάθει από τότε ακόμη. Το είχε μάθει από τον Λευτέρη, αλλά για ακόμη μια φορά δεν τον ανέφερε. Χόρευε ακόμη, του είπε, αλλά μόνο όταν ήταν μόνη της στο σπίτι. Συνήθως εδώ, στο εξοχικό, είναι το υπόγειο ένας χώρος ιδιαίτερα διαμορφωμένος, του είπε.
«Θα χόρευες για μένα;» Τη ρώτησε. Κι ύστερα είπε: «Τι βλακείες λέω…»
«Ίσως και να το έκανα», του απάντησε. «Αλλά όχι τώρα. Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Θα το ήθελες πολύ;»
Ο Στέφανος δίστασε τώρα πια. Σχεδόν δεν της απάντησε. Μόνο είπε κάτι τόσο χαμηλόφωνα που εκείνη ούτε καν το άκουσε. Δεν τον ξαναρώτησε. Η υπόλοιπη ώρα πέρασε μέσα στην ησυχία. Κατά το μεσημέρι επέστρεψαν στο χωριό για να καθίσουν σε ένα εστιατόριο. Το απόγευμα ήταν και πάλι ήσυχο. Το βράδυ κοιμήθηκαν σε διαφορετικά δωμάτια. Εκείνη δεν έθιξε το θέμα του ύπνου, αλλά ο Στέφανος την πρόλαβε και τη ρώτησε που ακριβώς μπορούσε να ξαπλώσει. Άργησε να κοιμηθεί παρ’ όλα αυτά. Σκεφτόταν διαρκώς πώς θα ήταν αν εκείνη ξαφνικά έμπαινε στο δωμάτιό του. Γυμνή, ίσως.
Κατέβηκε για λίγο στον πρώτο όροφο και κάθισε στο σαλόνι. Έξω ήταν θεοσκότεινα, δεν φαινόταν τίποτα. Άναψε για λίγο το φώς πάνω απ’ την εξώπορτα και είδε ότι είχε πέσει ομίχλη. Το έσβησε σε λίγο. Κι ύστερα πέρασε κάποια ώρα στον καναπέ.
«Δεν κοιμάσαι;» Άκουσε τη φωνή της πίσω του.
«Όχι», της είπε. «Σου φαίνεται να κοιμάμαι;»
«Όχι», είπε κι εκείνη. Πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Ανέβασε τα πόδια της στον καναπέ. «Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Δεν ξέρω».
«Είσαι ανήσυχος;»
«Μήπως θα μου φτιάξεις και ζεστό γάλα; Μαμά;» Τη ρώτησε.
«Είσαι βλάκας», του είπε. «Προσπαθώ να είμαι καλή μαζί σου».
«Από πότε έγινες καλή με τους άλλους;» Τη ρώτησε.
«Τι θες να πεις; Γιατί με προσβάλλεις έτσι; Τι σου έχω κάνει;»
«Συγνώμη», της είπε. «Δεν ξέρω τι με πιάνει μερικές φορές… δεν ξέρω από πού βγαίνει όλο αυτό…»
«Είσαι κακός, από εκεί βγαίνει».
«Δεν είμαι κακός…»
Η Μαριάννα έπιασε ένα μαξιλάρι και το κράτησε στην αγκαλιά της. Σούφρωσε τα χείλια της.
«Το ξέρω», του είπε. «Δεν δείχνεις κακός. Ούτε και τότε έδειχνες κακός. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν έδειχνες τίποτα… ήσουν απλά ένας που…» Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ένας ακόμη, εννοείς… Και δεν προσπαθώ να σε κολακέψω τώρα, μην χαμογελάσεις. Μου τη σπάει το χαμόγελό σου. Νιώθω ότι με κοροϊδεύεις».
«Κάνεις λάθος».
«Ναι, ναι… Ξέρεις τι θα έκανα αν είχα έστω και λίγο σεβασμό στον εαυτό μου;»
«Πες μου, θα ήθελα να μάθω».
«Θα σε σκότωνα», της είπε.
«Τόσο πολύ με μισείς;»
«Δεν σε μισώ».
«Μ’ αγαπάς, τότε;»
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου».
«Δεν παίζω. Μια ερώτηση έκανα».
«Κάνεις λάθος ερωτήσεις, όμως», της είπε.
Πέρασαν μερικά λεπτά σιωπής. Ο Στέφανος δεν έλεγε τίποτα, κι η Μαριάννα έδειχνε υπομονετική, σαν να περίμενε κάτι. Τελικά πήρε το θάρρος και του είπε:
«Ξέρω τι θέλεις. Νομίζεις ότι δεν ξέρω;»
«Τι εννοείς;»
«Θες να είμαι δική σου, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν θέλεις;» Σηκώθηκε και στηρίχτηκε στα γόνατά της, κι ύστερα τον πλησίασε και έγειρε από πάνω του. «Θες να ξέρεις τα πάντα για μένα, θες όλα τα μυστικά μου να γίνουν δικά σου», τον πλησίασε ακόμη περισσότερο, «να είναι ανοιχτά σ’ εσένα, απλωμένα μπροστά σου, να μπορείς να τα διαβάσεις ένα προς ένα…»
Κόλλησε τα χείλια της στα δικά του. Εκείνος την έσπρωξε μακριά και σχεδόν τινάχτηκε πάνω όρθιος. Απομακρύνθηκε από τον καναπέ και της γύρισε την πλάτη.
«Γιατί το κάνεις αυτό;» Τον ρώτησε. «Γιατί με φοβάσαι τόσο πολύ;»
«Δεν μπορώ», της είπε. «Δεν μπορώ να το κάνω».
«Ναι, καλά… μη μου πεις ότι σκέφτηκες τη γυναίκα σου. Είναι λίγο αργά για να το σκεφτείς τώρα, ξέρεις. Έχεις ήδη φτάσει μέχρι εδώ. Πριν λίγο με φίλησες».
«Δεν είναι μόνο αυτό», της είπε. «Απλά… είσαι τόσο…»
«Τι;»
«Δεν ξέρω», της είπε. «Απλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ. Θα φύγω αύριο το πρωί. Αν θες θα σε πάω μέχρι τον Άγιο Δημήτριο», της είπε.
«Δεν θα φύγεις αύριο».
Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Αύριο θα πάμε στη λίμνη», του είπε. «Θα είναι ωραία, θα δεις…» Και μετά του χαμογέλασε. «Η πόρτα του δωματίου μου, πάντως, θα είναι ανοιχτή. Μπορείς να με ξυπνήσεις αν θες…»
Κι ύστερα σηκώθηκε, του είπε καληνύχτα, και ανέβηκε τη σκάλα προς τα υπνοδωμάτια.
 
**
 
Ο Στέφανος ξύπνησε το πρωί στον καναπέ, στο σαλόνι. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και έδειχνε μια πρωινή εκπομπή, από εκείνες που συζητάνε πολιτικά και τέτοια. Ένα φλιτζάνι με ζεστό, αχνιστό καφέ βρισκόταν στο τραπέζι μπροστά του. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Η Μαριάννα βρισκόταν στην κουζίνα και έκανε κάτι, δεν μπορούσε να δει καθαρά τι ακριβώς.
«Καλημέρα», της είπε.
«Καλημέρα», είπε κι εκείνη. «Σου έφτιαξα καφέ. Υπέθεσα ότι θα ήθελες να πιεις όταν ξυπνούσες».
«Ναι, ευχαριστώ. Καλά έκανες», της είπε.
Κάθισε στον καναπέ και έπιασε το φλιτζάνι. Ήπιε μια γουλιά.
«Καλός είναι;» Τον ρώτησε η Μαριάννα.
«Ποιος;»
«Ο καφές. Καλός είναι;»
«Ναι, εντάξει», της είπε. «Συνήθως βάζω γάλα…»
«Δεν έχει. Τελείωσε. Αν ήξερα θα πήγαινα να αγοράσω απ’ το χωριό».
«Δεν χρειάζεται, καλός είναι κι έτσι. Εσύ δεν πίνεις;»
«Ναι», είπε εκείνη, «πίνω». Ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα του. «Με τη γυναίκα σου πίνετε μαζί καφέ;» Τον ρώτησε.
«Γιατί επιμένεις να με ρωτάς για την γυναίκα μου; Δεν την ξέρεις, ούτε και πρόκειται να την γνωρίσεις».
«Μήπως έχετε χωρίσει και δεν θες να μου το πεις;»
«Δεν είναι έτσι. Είμαστε μαζί και όλα είναι εντάξει».
«Και τι της είπες για να έρθεις εδώ μαζί μου;»
«Της είπα την αλήθεια».
Αυτή η απάντηση έκανε τη Μαριάννα να το βουλώσει. Συνοφρυώθηκε και έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Ήπιε λίγο απ’ τον καφέ της.
«Και η κόρη σου; Πώς την λένε;»
«Την λένε Βέρα», της είπε. «Και είναι έξι χρονών».
«Να σου ζήσει».
«Ευχαριστώ».
«Θες να πάμε στη λίμνη σήμερα;» Τον ρώτησε.
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε με την ερώτησή της.
«Χθες», της είπε, «το είπες αυτό με σιγουριά, σαν να μην υπήρχε περίπτωση να δεχτείς αντιρρήσεις. Τι άλλαξε τώρα;»
«Μπορεί να νιώθω ότι έκανα λάθος χθες. Αν θες να φύγεις, όπως είπες, μπορείς να φύγεις. Εγώ, πάντως, θα μείνω εδώ. Και δε με νοιάζει πότε θα γυρίσω».
«Δεν καταλαβαίνω. Τι σε έπιασε τώρα; Και πώς θα γυρίσεις αν φύγω; Έχεις και τη δουλειά σου…»
«Δεν με νοιάζει», του απάντησε. «Δεν ξέρω πώς θα γυρίσω. Αν, πάντως, θέλεις να φύγεις, η πόρτα είναι ανοιχτή, κι εγώ δεν μπορώ να σε κρατήσω εδώ. Λοιπόν, φύγε».
Ο Στέφανος την κοίταξε και μόρφασε. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε τα μαλλιά της.
«Δεν θα φύγω», της είπε. «Ας πάμε στη λίμνη. Έτσι δεν είπες;» Τη ρώτησε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Ωραία. Πάμε, λοιπόν. Πήγαινε να ντυθείς».
Η Μαριάννα χαμογέλασε. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε πάνω, αφήνοντας στον Στέφανο μερικά λεπτά να σκεφτεί. Εκείνος ήπιε ήρεμα τον υπόλοιπο καφέ του, ενώ ξαφνικά άρχισε να συνειδητοποιεί ότι κάτι μέσα του είχε αρχίσει να αλλάζει. Είχε πατήσει το πόδι του στον Άγιο Δημήτριο έχοντας ακόμη κάποια απ’ τα συμπτώματα εκείνης της αναθεματισμένης αρρώστιας. Ως συμπτώματα χαρακτήριζε πάνω απ’ όλα εκείνη την δουλοπρέπεια που ένιωθε απέναντι στην Μαριάννα των δεκαεπτά ετών. Ή μάλλον τηνεπιθυμία να είναι δουλοπρεπής. Τώρα, όμως, όλα αυτά είχαν αλλάξει. Είχε σταθεί απέναντί της με έναν κάποιο σεβασμό στον εαυτό του. Ή τουλάχιστον έτσι καταλάβαινε ο ίδιος. Κι εκτός αυτού, την προηγούμενη νύχτα την είχε απορρίψει. Είχε νιώσει εγκλωβισμένος, μάλλον, κατά κάποιο τρόπο. Δεν ήταν σίγουρος γιατί, δεν μπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς, απλά του ήταν αδύνατο να κάνει αυτό που έδειχνε να του ζητάει εκείνη. Οπότε ναι, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Κι εξάλλου, είχε αρχίσει να τον βάζει σε σκέψεις το γεγονός ότι η Μαριάννα έδειχνε να είναι πολύ μοναχική.
«Έλα», του είπε. «Έχω βάλει σ’ αυτήν την τσάντα ό,τι χρειαζόμαστε. Μερικές κονσέρβες για φαγητό, νερό, ένα καμινέτο, ζάχαρη και καφέ».
«Δεν καταλαβαίνω», της είπε. «Θα κατασκηνώσουμε;»
«Θα δεις. Όχι, δεν θα κατασκηνώσουμε. Βλέπεις να κουβαλάω αντίσκηνο; Άντε, έλα. Από ‘δω, απ’ την πίσω πόρτα».
Την ακολούθησε. Βγήκαν απ’ την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου δίπλα απ’ τη σκάλα, και βρέθηκαν πίσω απ’ το σπίτι. Κατέβηκαν τα τρία σκαλοπάτια και περπάτησαν μέσα στο κτήμα.
«Πού βγάζει αυτό;»
«Θα δεις», του είπε. «Θα βγούμε σε ένα μονοπάτι, κι από ‘κει θα περπατήσουμε σε ένα δρόμο στο δάσος».
«Κι εκείνος ο δρόμος βγάζει στη λίμνη;»
«Κάπως έτσι», του είπε.
Βγήκαν από την πίσω έξοδο του κτήματος και βρέθηκαν σε ένα μονοπάτι ανάμεσα σε χωράφια. Περπάτησαν για αρκετά λεπτά σ’ εκείνο το μονοπάτι, ώσπου έφτασαν στα δέντρα που φαίνονταν στο βάθος. Εκεί ξεκινούσε το δάσος. Περπάτησαν για λίγο ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους. Κάτω από τη σκιά των φύλλων έκανε ψύχρα. Είχε και λίγη ομίχλη, η οποία άλλες φορές πύκνωνε και άλλες ηρεμούσε, ξεθώριαζε, για να σφίξει ξανά λίγο αργότερα.
«Μήπως έπρεπε να πάρουμε κάτι πιο χοντρό; Κάποιο μπουφάν εννοώ», της είπε.
«Σταμάτα να είσαι τόσο μπέμπης. Δεν θα πάθεις τίποτα. Δεν είχες πάει στην κατασκήνωση όταν ήσουν μικρός;»
«Όχι».
«Ούτε ‘γω. Δεν μου άρεζε η ιδέα».
«Πήγα στρατό, όμως».
Η Μαριάννα γέλασε. «Α, εντάξει», του είπε, «πάω πάσο».
Ανάμεσα από τα δέντρα και τους θάμνους βρέθηκαν σε ένα άλλο μονοπάτι, σε ένα μικρό δρομάκο μέσα στο δάσος. Ήταν ο δρόμος που οδηγούσε στη λίμνη. Τον ακολούθησαν για κάμποση ώρα, συζητώντας. Ο Στέφανος απόρησε για μια στιγμή πώς και δεν είχαν πει τίποτα για το σχολείο, για τότε που ήταν συμμαθητές, αλλά προτίμησε να μην θίξει το θέμα. Όποτε σκεφτόταν ή συζητούσε για το παρελθόν του δεν του έβγαινε σε καλό. Του χαλούσε τη διάθεση η κάθε μια από εκείνες τις ιστορίες που είχε να θυμηθεί. Εντάξει, υπήρχαν και μερικές καλές, αλλά αυτές δεν ήταν αρκετές.
«Σ’ αρέσει η μουσική;» Τον ρώτησε σε κάποια στιγμή.
«Πολύ», της απάντησε. «Παίζω κιθάρα. Κάποτε ήθελα να γίνω μουσικός».
«Θα ‘πρεπε να τη φέρεις μαζί σου. Θα έπαιζες κάτι κι εγώ θα τραγουδούσα», του χαμογέλασε.
«Ξέρεις να το κάνεις κι αυτό;»
«Ναι. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα πιάνου. Μου έμαθε μερικά πράγματα. Μπορώ να τραγουδήσω».
«Ωραία», είπε εκείνος.
Λίγο αργότερα έφτασαν στη λίμνη. Σε ένα άνοιγμα, δηλαδή, κοντά στη λίμνη. Κατηφόρισαν λίγο και έφτασαν σε μια αποβάθρα, ή μάλλον σε κάτι που έμοιαζε με μικρό λιμανάκι. Υπήρχαν μερικές ξύλινες βάρκες εκεί. Ο Στέφανος την ακολούθησε στην ξύλινη αποβάθρα περπατώντας από πίσω της, χαζεύοντας γύρω. Σε κάποια στιγμή η Μαριάννα στάθηκε ακίνητη.
«Εδώ είμαστε», του είπε.
«Εδώ;» Ρώτησε εκείνος.
«Εδώ», του απάντησε. Κι ύστερα πήδηξε μέσα σε μια από τις βάρκες.
Ο Στέφανος παρατήρησε την κίνησή της παραξενεμένος. Την είδε να κάθεται, να ακουμπάει την τσάντα που είχε πάρει μαζί της, κι ύστερα να τον περιμένει.
«Θα αστειεύεσαι», είπε εκείνος.
«Έλα», του είπε. «Κάτσε. Και πιάσε και τα κουπιά».
Ο Στέφανος την άκουσε, διστάζοντας πάντα.
«Δεν ξέρω πώς να κουμαντάρω την βάρκα… αν αυτό προσπαθείς να μου πεις».
«Δεν χρειάζεται να κάνεις πολλά», του είπε. «Απλά θα περάσουμε απέναντι. Βλέπεις εκείνο το σημείο εκεί πέρα;» τον ρώτησε. «Ακριβώς σ’ εκείνη την καμπύλη;»
Ο Στέφανος έψαξε λίγο, αλλά τελικά το είδε.
«Εκεί θα πάμε», του είπε. «Έλα, λύσε το σκοινί και σπρώξε τη βάρκα μέσα. Θα σου δείξω πώς να το κάνεις…»
Σε λίγο η βάρκα μπήκε πιο μέσα στη λίμνη. Η Μαριάννα του έδωσε μερικές οδηγίες κι ο Στέφανος άρχισε να κάνει κουπί. Χρειάστηκε να στρίψει λίγο στην αρχή, μέχρι να ευθυγραμμίσει τη βάρκα με εκείνη την καμπύλη που του είχε δείξει πριν λίγο, κι ύστερα άρχισε να πηγαίνει ευθεία. Κουνούσε τα κουπιά κάνοντας κυκλικές κινήσεις, κι η βάρκα κυλούσε πάνω στα ήρεμα, ασημένια νερά της λίμνης. Ένα κύμα ομίχλης πέρασε από πάνω τους, τόσο πυκνό, που σχεδόν δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλον, αλλά σύντομα έφυγε.
«Ποιανού είναι η βάρκα;» Την ρώτησε.
«Ήταν του πατέρα μου».
«Και πώς τη λένε;»
«Μαριάννα», του είπε. «Το όνομα ήταν γραμμένο με μαύρα γράμματα στο πλάι, αλλά τώρα έχει ξεθωριάσει πια και δεν φαίνεται».
«Είναι κουραστικό αυτό», της είπε εννοώντας τα κουπιά.
«Εσύ είσαι ο άντρας εδώ», του είπε εκείνη.
Σύντομα προσπέρασαν την καμπύλη και μια άλλη αποβάθρα φάνηκε. Ένα φανάρι κρεμόταν από έναν στύλο στην άκρη του, μάλλον θα χρησίμευε για τις νύχτες, για να το βλέπουν οι βαρκάρηδες.
«Θα πρέπει να σταματήσεις τη βάρκα εκεί πέρα», του είπε.
Του πήρε κάμποση ώρα μέχρι να το καταφέρει. Τελικά, όμως, σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα. Βγήκε πρώτος και έδεσε το σκοινί της βάρκας. Ύστερα κράτησε το χέρι της Μαριάννας για να βγει κι εκείνη.
«Και τώρα;» Την ρώτησε.
«Από ‘δω».
Περπάτησαν μαζί από την αποβάθρα σε ένα άλλο άνοιγμα, και σύντομα κάτι μικρά, ξύλινα κτίρια φάνηκαν στο βάθος.
«Πού είμαστε;» Την ρώτησε.
«Αυτό ήταν κάποτε κατασκήνωση», του είπε. «Αλλά τώρα τελευταία την εγκατέλειψαν. Έχουν αφήσει, όμως, τα πάντα όπως ήταν. Έλα να δούμε».
Περπάτησαν λίγο στο χώρο της παλιάς κατασκήνωσης. Ο Στέφανος αναρωτήθηκε για μια στιγμή τι το όμορφο είχε μια εγκαταλειμμένη κατασκήνωση, αλλά δεν της το ανέφερε. Μάλλον τρομακτικό ήταν το θέαμα, παρά οτιδήποτε άλλο.
«Έχεις ξανάρθει εδώ;» Την ρώτησε.
«Ερχόμουν με τον πατέρα μου παλιά. Με άφηνε να παίζω με τα άλλα παιδιά».
Ναι, ε; Σκέφτηκε ο Στέφανος. Μήπως έχασες και την παρθενιά σου εδώ; Αλλά για ακόμη μια φορά δεν είπε τίποτα. Ένιωσε ντροπή, ωστόσο, για εκείνη τη σκέψη. Ίσως μέσα του να έκρυβε μια βαθιά αντιπάθεια για τη Μαριάννα. Ίσως να τη μισούσε.
Η Μαριάννα στάθηκε δίπλα σε ένα από τα κτίρια και κοίταξε γύρω της. Ήταν σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί τον κατάλληλο δρόμο.
«Για να δω λίγο», είπε. «Περίμενε μια στιγμή εδώ».
Ο Στέφανος στάθηκε σ’ εκείνο το σημείο και την είδε να προχωράει μπροστά μόνη της. Εκείνη έστριψε πίσω από τα ξύλινα κτίρια, κι ύστερα πέρασε από την άλλη μεριά και χάθηκε για λίγο ανάμεσα σε κάτι δέντρα. Ύστερα μπήκε ξανά στο οπτικό πεδίο του Στέφανου, τον κοίταξε, του χαμογέλασε, και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
Την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. Ύστερα άρχισαν ξανά να περπατάνε μαζί σε ένα μονοπάτι, ανάμεσα από δέντρα και θάμνους. Στο βάθος φάνηκαν οι εγκαταστάσεις της κατασκήνωσης. Η Μαριάννα του είπε ότι εκεί έμεναν τα παιδιά. Τα περισσότερα παιδιά, του είπε, που έρχονταν σ’ αυτή την κατασκήνωση κατάγονταν είτε από τα Τρίκαλα είτε από τον Άγιο Δημήτριο.
«Ξέρεις», της είπε, «αυτό το μέρος είναι λίγο τρομακτικό. Εγκαταλειμμένη κατασκήνωση; Πώς σου ήρθε;»
«Σταμάτα. Δεν ήρθαμε για την κατασκήνωση, Στέφανε».
«Αλλά;»
«Θέλω να σου δείξω κάτι που έχει σημασία για μένα. Σκέφτηκα ότι θα σε ενδιέφερε να το δεις».
«Τι είναι;»
«Ψάχνουμε μια εκκλησία», του είπε. «Κάπου έξω απ’ την κατασκήνωση».
Σύντομα πέρασαν ανάμεσα από τις εγκαταστάσεις και κάτω από μια μεγάλη ξύλινη πινακίδα που έδειχνε την είσοδο της κατασκήνωσης και βρέθηκαν σε έναν χωματόδρομο. Ο Στέφανος είχε αρχίσει να εκνευρίζεται.
«Δεν μπορούσαμε να έρθουμε με το αυτοκίνητο; Έπρεπε να ανέβουμε στη βάρκα;»
«Σταμάτα να γκρινιάζεις», του είπε εκείνη. «Για να έρθουμε με το αυτοκίνητο θα έπρεπε να κάνουμε τον γύρο του βουνού. Κι εξάλλου τι σε πειράζει η βάρκα; Μια χαρά τα πήγες με τα κουπιά. Εκεί είναι», του είπε. «Βλέπεις εκείνη την ανηφόρα;»
Περπάτησαν μέχρι την ανηφόρα που έστριβε αριστερά και πάνω. Άρχισαν να την ανεβαίνουν, και ένα καμπαναριό φάνηκε σύντομα ανάμεσα από τις κορυφές των ψηλότερων δέντρων. Η είσοδος ήταν μια μεταλλική, διπλή πόρτα, ενώ τα τείχη της αυλής ήταν από πέτρα. Η εκκλησία έδειχνε να είναι αρκετά παλιά, και η Μαριάννα του είπε ότι θεωρούνταν ένα από τα αξιοθέατα του τόπου.
«Εδώ είμαστε», του είπε. «Πώς σου φαίνεται;»
Ο Στέφανος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Είναι όμορφα», της είπε. «Να μπούμε μέσα;»
«Μάλλον είναι κλειστά τώρα».
Πλησίασαν την είσοδο και ανέβηκαν τα σκαλιά. Ήταν όντως κλειστά.
«Έλα, πάμε να σου δείξω αυτό που ήθελα».
Η Μαριάννα κατέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς το πλάι της εκκλησίας. Ένας κήπος υπήρχε εκεί πέρα, και ήταν λες και κάποιος τον φρόντιζε τακτικά. Στο κέντρο υπήρχε μια ταφόπλακα. Ένα βάζο με λουλούδια ήταν ακουμπισμένο δίπλα της.
«Είναι ο τάφος του πατέρα μου», του είπε. «Θεωρήθηκε ένας από τους ευεργέτες του Μύλου, οι κάτοικοι τον αγάπησαν πολύ. Γι’ αυτό και αποφασίσαμε από κοινού να τον θάψουμε, εδώ, στην εκκλησία όπου βαφτίστηκε».
Ο Στέφανος άκουσε με προσοχή όσα του έλεγε, αλλά δεν κατάφερε να μην χαμογελάσει. Τι δραματικό, σκέφτηκε.
«Πρέπει να σε αγαπούσε πολύ», είπε στη Μαριάννα.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Βλέπω ότι κι εσύ τον αγαπάς. Και υποθέτω ότι τα πηγαίνατε καλά οι δυο σας».
«Ναι, τα πηγαίναμε αρκετά καλά, είναι αλήθεια αυτό».
«Έρχονται πολλοί άνθρωποι κάθε χρόνο σ’ αυτά τα μέρη;»
«Εσύ τι λες; Τουριστική περιοχή είναι».
Δεν είπαν τίποτα για λίγο. Η Μαριάννα περιποιήθηκε για λίγο τον κήπο και τον τάφο του πατέρα της, και λίγο αργότερα δεν απάντησε στην ερώτηση του Στέφανου σχετικά με τον λόγο που του είχε δείξει εκείνο το μέρος. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι εκείνη θεωρούσε περιττό το να απαντήσει.
«Θες να φύγουμε;» Τον ρώτησε.
«Ναι, θα το ήθελα».
Ξεκίνησαν. Περπάτησαν ξανά προς την κατασκήνωση. Σε κάποια στιγμή η Μαριάννα του ζήτησε συγνώμη.
«Για ποιο πράγμα;» Την ρώτησε.
«Μου φάνηκε σαν καλή ιδέα. Δεν είχα δείξει σε κανέναν φίλο αυτόν τον τάφο. Με τη μητέρα μου ερχόμαστε συχνά, πάντως».
«Ώστε είμαι φίλος σου τώρα;» Την ρώτησε.
«Θα ήθελα να σε θεωρώ φίλο μου. Εσύ τι λες;»
«Δεν ξέρω», της είπε.
«Έχεις αρχίσει να μου τη δίνεις. Αποφάσισε τι θέλεις από μένα. Και μετά βλέπουμε».
Έφτασαν στην αποβάθρα και ανέβηκαν στη βάρκα. Ο Στέφανος έπιασε ξανά τα κουπιά. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να συννεφιάζει.
Σε λίγο θα έβρεχε.
 
**
 
Η βροχή τους βρήκε όταν πλησίαζαν ξανά στο κτήμα. Ο Στέφανος της είπε ότι έπρεπε να έχουν πάρει ομπρέλες εκτός από όλα τα άχρηστα τρόφιμα και σκατά που είχε κουβαλήσει εκείνη μαζί της, κι εκείνη του είπε να πάει να γαμηθεί. Αυτό τον έκανε να γελάσει, κι όταν έφτασαν στην πίσω πόρτα του σπιτιού και μπήκαν στην κουζίνα, εκείνος την έπιασε από το χέρι και την κοίταξε στα μάτια. Της είπε ότι ήξερε τι ήθελε από εκείνην, αλλά ότι φοβόταν να της το ζητήσει, ότι ντρεπόταν γι’ αυτό. Κι όταν εκείνη τον ρώτησε τι ήταν αυτό, εκείνος απλά περιορίστηκε στο να την φιλήσει στο πρόσωπο. Κι ύστερα στο λαιμό, κι ύστερα την ανέβασε στον πάγκο της κουζίνας και άρχισε να τη φιλάει παντού, μέχρι που σήκωσε τη φούστα της και κατέβασε το εσώρουχό της. Σε λίγο θα έμπαινε μέσα της, κι ένιωθε το πέος του να σκληραίνει, αλλά λίγο πριν γίνει αυτό, εκείνη το έπιασε και το κράτησε στο δεξί της χέρι, εμποδίζοντάς τον, ικανοποιώντας τον, ωστόσο, ώσπου εκείνος εκσπερμάτωσε βογκώντας.
«Λέρωσες τη φούστα μου», του είπε εκείνη και γέλασε. «Χαζούλη».
Ο Στέφανος έβαλε το χέρι του στο λαιμό της.
«Γιατί με βασανίζεις έτσι;» Την ρώτησε, κι ύστερα άρχισε να σφίγγει το χέρι του, αλλά τελικά σταμάτησε όταν εκείνη άρχισε να βήχει και να χάνει την αναπνοή της. Απομακρύνθηκε από κοντά της και κούμπωσε το παντελόνι του. «Άντε και γαμήσου», της είπε. «Αύριο φεύγω».
«Φύγε», του είπε εκείνη. «Λες και δεν το ήξερα. Νομίζεις ότι με νοιάζει;»
Κάθισαν, ωστόσο, στο σαλόνι, αμίλητοι κι οι δυο τους, ώσπου εκείνος έπιασε το χέρι της και το κράτησε στο δικό του. Της είπε ότι δεν ήξερε αν ήθελε να φύγει, και τη ρώτησε τι ήθελε εκείνη.
«Θέλω να μου πεις για την οικογένειά σου», του είπε. «Εγώ σε πήγα μέχρι και στον τάφο του πατέρα μου. Ξέρεις κάποια πράγματα για μένα τώρα, έχεις μια άποψη. Τώρα πες μου κι εσύ».
«Τι θες να μάθεις;»
«Πες μου για τη γυναίκα σου. Την αγαπάς;»
Ο Στέφανος γέλασε.
«Ναι», της είπε. «Και δεν σκοπεύω να την αφήσω αν αυτό είναι που θες να ξέρεις».
Η Μαριάννα έμεινε σιωπηλή για λίγο.
«Τι σκέφτεσαι;» Την ρώτησε.
«Τίποτα. Συνέχισε».
Της μίλησε λίγο για την Δήμητρα, αν και δεν του άρεζε πολύ αυτό σαν θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα άρχισε να νιώθει άβολα. Της μίλησε για τον Γρηγόρη, τον γιο που είχαν κάνει με την Δήμητρα.
«Νόμιζα ότι έχεις κόρη», του είπε η Μαριάννα.
«Η Βέρα ήρθε αργότερα. Ο Γρηγόρης σκοτώθηκε. Τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Ήμασταν απρόσεκτοι», της είπε. «Μια μέρα είχαμε πάει στο πάρκο, και από δική μας απροσεξία εκείνος απομακρύνθηκε με το ποδήλατό του, μέχρι που βγήκε στον δρόμο. Κανείς δεν τον είδε. Ούτε ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον σκότωσε. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ήταν. Υπήρχε αίμα σ’ όλο το δρόμο… οι ρόδες τον είχαν πάρει από κάτω. Κι η Δήμητρα ούρλιαζε. Συνέχεια, ασταμάτητα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Γίναμε κι οι δυο μας κομμάτια για πολύ καιρό, και μέσα σ’ όλα αυτά, νιώθαμε ενοχές. Φοβόμουν μήπως εκείνη κατηγορήσει εμένα. Κάθε φορά που μιλούσαμε μετά από εκείνο το γεγονός έτρεμα μήπως την ακούσω να λέει ότι το λάθος ήταν δικό μου. Γιατί ξέρω ότι εν μέρει ήταν. Και δικό μου και δικό της. Υποτίθεται ότι έπρεπε να τον προσέχουμε, να μην τον αφήσουμε να βγει στον δρόμο».
Η Μαριάννα τον πλησίασε και σχεδόν τον αγκάλιασε. Ο Στέφανος για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι είδους παρηγοριά θα μπορούσε να του δώσει εκείνη η γυναίκα. Η Μαριάννα, δηλαδή. Μέχρι τώρα μόνο προβλήματα του είχε δημιουργήσει. Την άφησε, ωστόσο, να τον αγκαλιάσει με τον τρόπο της, αν και ένιωθε εκνευρισμό και αποστροφή για το πρόσωπό της. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Αργότερα τα συναισθήματά του μάλλον θα άλλαζαν ξανά. Αλλά μέχρι τότε μπορούσε να την μισήσει όσο ήθελε.
«Σου φτάνουν αυτά;»
Η Μαριάννα ένιωσε ένοχη με την ερώτησή του.
«Δεν ήσουν υποχρεωμένος να μου τα πεις. Εγώ απλά σε ρώτησα… Μην το κάνεις αυτό τώρα».
«Εντάξει», της είπε. «Απλά δεν μου αρέσει να τα θυμάμαι. Με πιάνει κάτι περίεργο εκείνη τη στιγμή… νιώθω παράξενα όποτε σκέφτομαι τον Γρηγόρη».
«Δυσάρεστα παράξενα;»
«Εσύ τι λες; Ευχάριστα;»
Τον φίλησε κάπου στο λαιμό.
«Τι ακριβώς σε έφερε μέχρι εδώ;» Τον ρώτησε.
«Τι σε νοιάζει;»
«Υπό άλλες συνθήκες δεν θα με ένοιαζε. Απλά θα έπαιρνα από σένα ότι ήθελα κι ύστερα θα έφευγα».
«Έτσι κάνεις με όλους;»
«Έτσι κάνουν εκείνοι μ’ εμένα», του είπε και γέλασε, αλλά ο Στέφανος κάπου μέσα του ήξερε ότι αυτό δεν της φαινόταν και τόσο αστείο. «Πες μου, λοιπόν. Τι σε έκανε να έρθεις εδώ; Μην μου πεις ότι είσαι ερωτευμένος μαζί μου, θα γελάσω πάρα πολύ…»
«Ναι, έχεις δίκιο, δεν νομίζω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Αυτό που με έφερε εδώ είναι μια παράξενη… αρρώστια, ας πούμε».
«Έχει όνομα αυτή η αρρώστια;»
«Δεν ξέρω… μου είπαν ότι λέγεται…» ο Στέφανος γέλασε «…Δεν έχει σημασία πώς λέγεται. Απλά ήρθα να σε βρω. Και έπαιξε ρόλο και η περιέργειά μου. Αλλά πάνω απ’ όλα, έπρεπε να μπει ένα τέλος σε όλα όσα ένιωθα για σένα. Για εσένα όπως ήσουν τότε, δηλαδή».
«Τι ήθελες τότε από μένα; Σε έβλεπα πώς με κοιτούσες, ξέρεις… Ήμουν σίγουρη ότι με ήθελες».
«Και πώς ένιωθες γι’ αυτό;»
«Πολλοί με ήθελαν τότε», του είπε. «Πώς νιώθει ένα κορίτσι στην εφηβεία όταν τόσα αγόρια ενδιαφέρονται για εκείνην;»
«Να σε πηδήξουν ήθελαν».
«Γιατί εσύ τι ήθελες;»
Γέλασαν κι οι δυο τους.
«Ακόμη δεν με άφησες να το κάνω, πάντως. Κι όπως βλέπεις, δεν παραπονιέμαι. Με προσβάλλεις, ωστόσο».
«Πώς ακριβώς;»
«Μ’ αυτό που λες. Ότι το μόνο που ήθελα από εσένα ήταν το σεξ. Υπήρχε και κάτι άλλο εκεί… το σεξ ήταν κάτι το δευτερεύον τότε. Αυτό που μετρούσε για μένα ήταν ο τρόπος που σε φανταζόμουν. Δεν ήμουν αρκετά έξυπνος ώστε να ξέρω ότι φανταζόμουν κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά ήσουν».
«Τι ακριβώς φανταζόσουν; Ότι ήμουν ο ιδανικός άνθρωπος για σένα και άλλα τέτοια ρομαντικά;» Γέλασε η Μαριάννα.
«Δεν έχει σημασία», της είπε.
«Ένα πράγμα που πρέπει να ξέρεις για μένα, είναι ότι δεν είμαι ο ιδανικός άνθρωπος για κανέναν. Έχω αποκλείσει τον εαυτό μου από αυτό το όνειρο από τότε που ήμουν κοριτσάκι».
«Πώς έτσι;»
«Απλά μου φαίνονταν ανοησίες όλα αυτά. Ποια είμαι εγώ για να θεωρηθώ ιδανικός άνθρωπος από κάποιον;»
«Μου φαίνεται ότι υποτιμάς τον εαυτό σου», της είπε, αν και κάτι τέτοιο του φαινόταν παράλογο. «Εγώ θεωρώ ότι είσαι… εντάξει».
Η Μαριάννα γέλασε.
«Εντάξει;» Τον ρώτησε. «Έκανες όλα αυτά μόνο και μόνο για κάποια που θεωρείς απλά εντάξει
«Είμαι άρρωστος», της είπε.
«Ναι, μου το είπες. Και φαίνεται σαν να μην θες να το συζητήσεις μαζί μου».
«Είναι επειδή ντρέπομαι. Δεν ξέρω πώς θα σου φαινόταν...»
«Είχε να κάνει μαζί μου, έτσι δεν είναι; Όλο αυτό… η αρρώστια;»
«Ναι. Εσύ ήσουν η αρρώστια ουσιαστικά. Μερικές μέρες πριν σε συναντήσω έκοψα τα φάρμακα. Ήθελα να είμαι καθαρός από όλα αυτά όσο θα ήμουν μαζί σου».
«Μπορώ να βοηθήσω κάπως;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω. Ίσως αν μου έπαιρνες μια πίπα», της είπε, κι εκείνη γέλασε. Γέλασε κι εκείνος.
«Μην γίνεσαι χυδαίος».
«Παίζεις μαζί μου. Νομίζεις ότι δεν το καταλαβαίνω;»
«Δεν παίζω, απλά…»
«Απλά κάνεις το κέφι σου».
Η Μαριάννα έστρεψε το βλέμμα της αλλού, κολακευμένη πάντα.
«Θα χορέψεις κάτι για μένα;» Την ρώτησε.
«Είπαμε όχι», επέμεινε εκείνη.
«Τότε κάνε κάτι άλλο για μένα».
«Σαν τι;»
«Άσε με να σε φιλήσω».
Η Μαριάννα το σκέφτηκε για μια στιγμή. Ύστερα χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι μ’ εκείνον τον ίδιο τρόπο. Κι ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ με τα πόδια της προς τη μεριά του Στέφανου. Ο Στέφανος χαμογέλασε κι εκείνος, κι ύστερα ξάπλωσε κι αυτός από πάνω της. Εκείνη έφερε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι της αφήνοντάς τον να την φιλήσει παντού, κάτι που εκείνος άρχισε να κάνει σχεδόν αμέσως. Παράλληλα, και όσο εκείνη είχε κλειστά τα μάτια της, άπλωσε το χέρι του και έπιασε το παλιό μαχαίρι της απ’ το τραπέζι. Το άνοιξε και το κράτησε κοντά στο λαιμό της.
«Ξέρω τι θέλω από σένα», της είπε.
«Πες μου», του είπε εκείνη, «θέλω να το ακούσω…»
«Δεν ντρέπομαι να το πω, πια».
«Ε, πες το», έκανε εκείνη με τον χαριτωμένο τρόπο της.
«Θέλω να είσαι η θεά μου», της είπε.
Ύστερα εκείνος ανασηκώθηκε, κι εκείνη άνοιξε τα μάτια της όταν ένιωσε ότι ο Στέφανος σταμάτησε να τη φιλάει. Είδε το μαχαίρι, αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Στέφανος της έκλεισε το στόμα και χαράκωσε το λαιμό της βαθιά. Καυτό αίμα ανάβλυσε και τον πιτσίλισε στο πρόσωπο και στην μπλούζα του. Κι ύστερα την χαράκωσε ξανά, και μετά σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε από κοντά της. Εκείνη έγειρε στο πλάι και έπεσε από τον καναπέ βγάζοντας παράξενους, πνιχτούς ήχους. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά παραπάτησε και έπεσε πάνω στο τραπέζι. Ύστερα κατρακύλησε ξανά κάτω και έμεινε στο χαλί, νεκρή, πια.
 
**
 
Δεν έκανε ούτε τον κόπο να περιποιηθεί το πτώμα. Την άφησε εκεί κάτω και βγήκε στη βεράντα. Κάθισε για κάμποσες ώρες στην καρέκλα που βρισκόταν εκεί, κι ύστερα μπήκε ξανά μέσα και τηλεφώνησε στο κινητό της Δήμητρας.
«Στέφανε, όλα καλά;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Όπως το πάρει κανείς», της είπε.
«Τι εννοείς; Πότε έρχεσαι;»
«Δεν ξέρω αν πρέπει να έρθω, Δήμητρα. Η Μαριάννα δεν είναι και πολύ καλά».
«Την βρήκες; Είστε μαζί τώρα;»
«Ναι, και δεν είναι και πολύ καλά», της είπε.
«Τι θες να πεις; Είναι άρρωστη;»
«Την σκότωσα, Δήμητρα».
«Τι; Τι λες, Στέφανε;»
Ακολούθησε ένας υστερικός διάλογος στο τηλέφωνο. Τελικά η Δήμητρα ξέσπασε σε λυγμούς, κι ο Στέφανος της είπε ότι αν ήθελε μπορούσε να μείνει για λίγο ακόμη στη μητέρα της. Εκείνος δεν ήξερε ακόμη τι θα έκανε. Και μετά της έκλεισε το τηλέφωνο αφήνοντάς την να κλάψει μόνη της.
Πέρασε μια μέρα ακόμη μέσα στο σπίτι με το πτώμα της Μαριάννας στο πάτωμα του σαλονιού. Όλη εκείνη τη μέρα έβγαλε από μέσα του ό,τι είχε να βγάλει σχετικά με τη Μαριάννα. Έψαξε όλα τα πράγματά της, ρούχα, εσώρουχα, τα πάντα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, τον έβγαλε και τον έπαιξε γύρω στις τέσσερις φορές. Και το επόμενο πρωί έφυγε. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ανέβηκε ψηλότερα στο βουνό, ώσπου βρέθηκε σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα πλαγιά. Κάτω μπορούσε να δει την λίμνη. Στάθηκε για λίγο εκεί χαζεύοντας, περιμένοντας να συμβεί κάτι που θα του έδειχνε το επόμενο βήμα του. Ένιωθε ότι βρισκόταν σε απόγνωση, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε και γαλήνη μέσα του. Ένιωθε ήρεμος τώρα που εκείνη ήταν νεκρή, αλλά δεν του αρκούσε αυτό. Ήξερε ότι δεν μπορούσε τώρα πια να επιστρέψει στην Δήμητρα, το ήξερε. Εκείνη δεν θα τον δεχόταν ποτέ ξανά. Και σ’ εκείνο το σημείο έκλεισε τα μάτια του και έκλαψε πικρά.
Έμεινε για ώρες εκεί πάνω.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΗΤΡΑ 1ο μερος

Μία Νουβέλα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη

I

«Μπαμπά, είσαι λυπημένος;»
Το κορίτσι είχε σηκωθεί όρθιο και ανακάτευε το παγωτό του με το κουτάλι.
«Ε; Όχι», απάντησε ο Στέφανος. «Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Δεν μιλάς καθόλου. Και όλο κοιτάζεις το πάτωμα».
Γέλασε και άπλωσε το χέρι του για να την χαϊδέψει.
«Δεν έχω τίποτα, Βέρα, μην ανησυχείς. Ο μπαμπάς είναι καλά. Απλά σκέφτομαι ότι αύριο έχω δουλειά. Θα δεις… όταν μεγαλώσεις θα το σκέφτεσαι κι εσύ πού και πού».
«Τι θα σκέφτομαι;»
«Ότι θα πρέπει να πας στη δουλειά την επόμενη μέρα».
«Εγώ σκέφτομαι μερικές φορές…» δοκίμασε λίγο από το παγωτό «…ότι πρέπει να πάω στο σχολείο».
«Τότε καταλαβαίνεις τι εννοώ», της είπε και χαμογέλασε.
Λίγη ώρα αργότερα περπατούσαν στην παραλιακή. Ο Στέφανος κρατούσε το χέρι της μικρής, ενώ εκείνη χοροπηδούσε και τραγουδούσε κάτι που μάλλον είχε δει στην τηλεόραση. Ήταν Κυριακή απόγευμα, χειμώνας, κι είχε νυχτώσει ήδη. Δεν είχε πολύ κόσμο έξω, κυρίως κάτι ηλικιωμένους μπορούσε να συναντήσει κανείς και ίσως μερικούς νεότερους έξω από καφετέριες. Συνήθως του άρεζε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του με τη Βέρα, αλλά εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσε να είναι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και να σκέφτεται όλα τα πράγματα που τον απασχολούσαν. Ήταν αλήθεια, ότι δεν ήταν σχετικά με τη δουλειά του όλα όσα τον απασχολούσαν.
Ο Στέφανος ήταν φιλόλογος, καθηγητής σε ένα λύκειο της Αλεξανδρούπολης. Δεν ήταν ακριβώς ό,τι φανταζόταν ότι θα έκανε όταν ήταν μικρός, αλλά ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που συμβιβάζονται εύκολα, από εκείνους που ξεχνάνε εύκολα τα όνειρά τους προκειμένου να έχουν ασφάλεια στη ζωή τους.
«Μην πεις στη μαμά ότι φάγαμε παγωτό μέσα στο καταχείμωνο, εντάξει;»
Η μικρή γέλασε. «Εντάξει», είπε. «Για να μην μας μαλώσει;»
«Ναι», απάντησε ο Στέφανος. «Έλα, πάμε σπίτι τώρα. Έχεις σχολείο αύριο».
«Κι εσύ δουλειά».
 
**
 
«Πώς περάσατε;» Τους ρώτησε η Δήμητρα μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα.
«Τέλεια», είπε η μικρή.
«Μπράβο… Βέρα, πήγαινε να βάλεις τη πυτζάμες σου για να πλύνουμε τα δόντια μας. Έλα, έλα…»
Μάνα και κόρη πήγαν μαζί στο υπνοδωμάτιο της μικρής. Ο Στέφανος κρέμασε το μπουφάν του και πήγε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Στάθηκε για μερικά λεπτά μπροστά στο παράθυρο με το βλέμμα του στραμμένο έξω, στα φώτα του δρόμου.
«Τι σκέφτεσαι;»
Γύρισε και είδε την Δήμητρα πίσω του.
«Έβαλα τη μικρή για ύπνο», του είπε.
«Δεν ξέρω τι σκέφτομαι. Απλά είμαι κάπως ανήσυχος, αλλά δεν ξέρω το λόγο. Σκέφτομαι πολύ τους γονείς μου τις τελευταίες μέρες. Και τα παιδικά μου χρόνια. Και τον Γρηγόρη».
Η Δήμητρα τον αγκάλιασε. «Κι εγώ σκέφτομαι τον Γρηγόρη. Και νομίζω ότι πάντα θα τον σκεφτόμαστε. Ήταν ένα κομμάτι μας το οποίο αναγκαστήκαμε να αποχωριστούμε. Κι εξάλλου, του χρωστάμε να τον θυμόμαστε. Έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω», της απάντησε.
«Αλλά γιατί σκέφτεσαι τα παλιά; Τώρα έχουμε μια κόρη και μια ζωή να ζήσουμε. Μαζί, όπως είχαμε σχεδιάσει…»
«Δεν ξέρω», της είπε. «Απλά… φοβάμαι ότι δεν νιώθω αυτάρκης από μόνος μου. Νομίζω ότι έχω ανάγκη το παρελθόν μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Και μερικές φορές, όπως τώρα, νιώθω πάρα πολύ κουρασμένος… και δυσαρεστημένος… από τη ζωή μου, ίσως».
«Τι εννοείς; Τι δεν σου αρέσει στη ζωή σου;»
Η ερώτησή της τον έκανε να χαμογελάσει. Η Δήμητρα ανησυχούσε μήπως εκείνος είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει μέχρι σήμερα. Για τη δουλειά του, ας πούμε. Αλλά πάνω απ’ όλα για το γάμο τους, το παιδί τους και την κοινή τους ζωή.
«Δεν ξέρω, Δήμητρα. Απλά… μερικές φορές σκέφτομαι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Σκέφτομαι όλα τα πράγματα που ήθελα όταν ήμουν πιο νέος, όλα εκείνα που στερήθηκα».
«Δεν ξέρεις τι λες», του είπε. «Δεν έχεις ιδέα πόσο τυχερός είσαι. Τι σου έλειψε; Τι ήταν αυτό που σου έλειψε; Έζησες καμιά μεγάλη φτώχεια, μήπως;»
Ο Στέφανος στράφηκε ξανά προς το παράθυρο. «Δεν καταλαβαίνεις», μουρμούρισε.
Η Δήμητρα δεν είπε τίποτα για λίγα δευτερόλεπτα. Ένιωθε θυμό για τα λόγια του.
«Πώς μπορείς να μην εκτιμάς τα όσα έχουμε καταφέρει; Έχουμε φτάσει ως εδώ, και ζούμε καλά, κι εσύ κοντεύεις να τα διαγράψεις όλα. Γιατί; Τι πρόβλημα έχεις;» Δεν πήρε απάντηση. «Γιατί δεν μου μιλάς; Φταίει κάτι που έκανα εγώ;»
«Όχι», της είπε. Βιάστηκε να της απαντήσει, παρ’ όλο που δεν τον ένοιαζε και πολύ αν θα θύμωνε ή όχι. «Δεν φταις εσύ. Δεν ξέρω τι φταίει. Το μόνο που θέλω είναι να ξεκουραστώ λίγο». Γύρισε και περπάτησε προς το σαλόνι. «Άσε με να ξεκουραστώ λίγο».
 
**
 
Την επόμενη τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο. Ξύπνησε και ένιωθε και πάλι κουρασμένος. Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο μέσα στο σπίτι, ενώ η Δήμητρα κοιμόταν. Κι ύστερα άρχισε να περπατάει πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα και να σκέφτεται διάφορα που είχαν συμβεί όσο ήταν ακόμη παιδί και αργότερα έφηβος, και στη συνέχεια φοιτητής. Μερικές φορές γελούσε μ’ εκείνα τα γεγονότα, ενώ άλλες θύμωνε και ένιωθε ότι κάποτε κάποιοι τον είχαν υπονομεύσει, μέχρι που η σκέψη του έφτασε στη Μαριάννα. Θυμήθηκε τη μορφή της, ακριβώς όπως ήταν τότε, στο λύκειο. Τόσο όμορφη, τόσο ερωτική, κι ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μεμιάς. Ξαφνιάστηκε. Έτρεξε στο μπάνιο πριν τον δει κανείς, τον έβγαλε και τον έπαιξε με μανία, με τη σκέψη της Μαριάννας όπως ήταν τότε, δεκαοχτώ ετών. Κι ύστερα στηρίχτηκε στον τοίχο και πρόφερε το όνομά της ξανά και ξανά. Τα συναισθήματά του μόλις είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Μια γυναίκα. Τον εφηβικό του έρωτα. Και τότε όλα άρχισαν να ζωντανεύουν. Οι αναμνήσεις ανέπνεαν τώρα πια, κι η Μαριάννα είχε μπει για άλλη μια φορά μέσα στην καρδιά του. Δεν ήξερε ποια ανάγκη του εξυπηρετούσαν όλα αυτά, αλλά ένα ήταν σίγουρο: Η δουλοπρέπεια του τον ικανοποιούσε, τον ερέθιζε, τον έφτανε σε σημείο να εκσπερματώσει.
Βγήκε απ’ το μπάνιο με την πρόθεση να το παίξει σωστός οικογενειάρχης, αλλά δεν τα κατάφερε. Μάλωσε με τη Δήμητρα για το ποιος θα πήγαινε τη μικρή στο σχολείο και για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει, αλλά δεν το έκανε. Προσφέρθηκε τελικά να συνοδεύσει αυτός τη Βέρα. Την έπιασε απ’ το χέρι και ξεκίνησαν. Η μικρή δεν έβγαζε λέξη, αλλά κι εκείνος δεν ένιωθε σαν να ήθελε να μιλήσει. Μόνο σκεφτόταν, και ένιωθε μια ανησυχία και μια στεναχώρια που δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς.
«Θες να έρθω μέσα;» Ρώτησε τη Βέρα όταν έφτασαν.
«Όχι, εντάξει. Θα βρω την Αλεξάνδρα».
Η Αλεξάνδρα ήταν η καλύτερη φίλη της μικρής.
«Εντάξει», της είπε ο Στέφανος. «Θα περάσω το μεσημέρι να σε πάρω. Να περιμένεις αν αργήσω λίγο».
«Εντάξει, μπαμπά. Γεια».
«Γεια σου».
Περίμενε μέχρι εκείνη να μπει στο σχολείο, κι ύστερα ξεκίνησε για το λύκειο που δούλευε. Είχε ξεχάσει να πάρει τα πράγματά του έτσι όπως είχε φύγει βιαστικός από το σπίτι, και τώρα δεν είχε χρόνο για να γυρίσει πίσω. Θα ζητούσε βιβλία από κάποιον άλλο καθηγητή.
Του πήρε περίπου είκοσι λεπτά για να φτάσει. Πρόλαβε και την προσευχή. Μίλησε αδιάφορα με μερικούς συναδέλφους του, χωρίς να ακούει καν τι του έλεγαν, κι ύστερα περπάτησε προς την τάξη.
Συμπαθούσε τους μαθητές του. Είχε καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό τους, και ήξερε ότι αυτό έπαιζε σημαντικό ρόλο. Αν τον έπαιρναν στην πλάκα θα ήταν πολύ δύσκολο να τους κάνει να τον σεβαστούν ξανά. Εντάξει, δεν πρόσεχαν όλοι στα μαθήματα που δίδασκε, αλλά το σίγουρο ήταν ότι δεν προκαλούσαν προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν τους συμπαθούσε, όσο κι αν είχε αρχίσει να του αρέσει η δουλειά του, όταν στάθηκε μπροστά στα παιδιά σκέφτηκε ότι ήθελε να το βάλει στα πόδια. Δεν θα άντεχε παραπάνω από μερικά λεπτά. Μακάρι να μπορούσε να πετάξει μια χειροβομβίδα ανάμεσα στα πόδια τους κι ύστερα να φύγει τρέχοντας, για πάντα, να μην έβλεπε ποτέ ξανά κανέναν τους. Χαμογέλασε απελπισμένα στη σκέψη.
Δανείστηκε ένα βιβλίο από έναν μαθητή (είχε ξεχάσει να ζητήσει από κάποιον άλλο καθηγητή πριν μπει στην αίθουσα) και άρχισε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Σε κάποια στιγμή αναγκάστηκε να καθίσει στην έδρα και να πάρει μια ανάσα, και τότε φοβήθηκε ότι τα παιδιά θα καταλάβαιναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά τελικά κατάφερε να διδάξει μέχρι το τέλος της ώρας. Κι όταν το κουδούνι χτύπησε, επέστρεψε βιαστικά το βιβλίο σ’ εκείνον τον μαθητή και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Είχε κορώσει, έβραζε μέσα του, ένιωθε ότι ήθελε να βάλει τις φωνές. Σε κάποια στιγμή κάποιος βρέθηκε μπροστά του και του έκοψε το δρόμο. Μη με πιέζετε, γαμώτο, σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Θα έφευγε. Το είχε αποφασίσει. Από το σχολείο, δηλαδή. Δεν τον ένοιαζε τι θα έκαναν οι μαθητές, ούτε τον ένοιαζε τίποτα άλλο σχετικό. Θα πήγαινε στο σπίτι, κι από εκεί θα τηλεφωνούσε στον Γιάννη, στον διευθυντή. Θα του έλεγε ότι είχε κάποιο πρόβλημα και ότι ήταν ανάγκη να φύγει. Ότι θα πήγαινε σε έναν γιατρό. Ίσως όντως να πήγαινε σε έναν γιατρό. Έτσι, για να εξασφαλίσει μια αναρρωτική άδεια για μερικές μέρες. Πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει.
Βγήκε απ’ το κτίριο και περπάτησε κάτω απ’ το υπόστεγο, κατευθυνόμενος προς την έξοδο της αυλής. Άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. «Κύριε Στέφανε! Κύριε Στέφανε…» Στην αρχή έκανε ότι δεν τον άκουσε, αλλά εκείνος έτρεξε και τον πρόλαβε λίγο πριν φτάσει στη μεταλλική πόρτα. Ο Στέφανος γύρισε και τον κοίταξε. Θυμόταν το πρόσωπό του, όχι όμως και το όνομά του. Τον ρώτησε τι ήθελε.
«Ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση σχετικά με το ποίημα του Καρυωτάκη…»
«Δεν έχω χρόνο τώρα, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Βιάζομαι… θα τα πούμε στην τάξη…»
Κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Παραπάτησε σε μια στιγμή, αλλά πιάστηκε από τα κάγκελα που περιέβαλλαν την αυλή του σχολείου. Κι έτσι, αδυνατώντας να προσέξει τι συνέβαινε γύρω του, συνέχισε το δρόμο του μέχρι το σπίτι.
 
**
 
Τηλεφώνησε στη Δήμητρα, στο μαγαζί. Η Δήμητρα είχε ανοίξει με την οικονομική βοήθεια των γονιών της ένα κατάστημα με ρούχα στο κέντρο της πόλης. Της ζήτησε να περάσει εκείνη το μεσημέρι να πάρει τη Βέρα απ’ το σχολείο και της είπε ότι ήταν λίγο άρρωστος και ότι είχε γυρίσει στο σπίτι.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Θα τα πούμε όταν γυρίσεις στο σπίτι, εντάξει; Απλά πήγαινε να πάρεις το παιδί. Δεν ξέρω, άσε το μαγαζί στην Πηνελόπη».
Λίγο αργότερα κατέβασε το ακουστικό και έμεινε καθιστός στον καναπέ. Ξάπλωσε πίσω και έκλεισε τα μάτια του. Διάφορες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του, σκέψεις που προφανώς δεν θα τον άφηναν σε ησυχία. Ήταν λες και ένας πανίσχυρος άνεμος φυσούσε μέσα στο κεφάλι του και ανακάτευε τις αναμνήσεις του, αναμοχλεύοντας τα όνειρά του, πυροδοτώντας τον πόνο που ένιωθε.
Το είχε σκεφτεί από νωρίς το πρωί, όταν ακόμα περπατούσε πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα, αλλά είχε διώξει αμέσως τη σκέψη. Τώρα, όμως, έμοιαζε να είναι ένα επόμενο βήμα. Ίσως ένα βήμα προς τη λύση του προβλήματός του, ή ίσως ένα λανθασμένο βήμα που θα τον βύθιζε ακόμη περισσότερο σ’ εκείνον τον ανεμοστρόβιλο.
Ήταν, λοιπόν, η δεύτερη φορά που το σκεφτόταν, αλλά ήταν νωρίς ακόμη. Ήταν πρωί, ήταν εννιά και είκοσι. Αν, δηλαδή, λειτουργούσε σωστά το ρολόι του σαλονιού. Θα περίμενε μέχρι το μεσημέρι, μέχρι λίγο πριν επιστρέψει η Δήμητρα με το παιδί, κι ύστερα θα ξεκινούσε.
Τον πήρε ο ύπνος.
 
**
 
Ξύπνησε κάποιες ώρες αργότερα. Σηκώθηκε απότομα, λες και είχε κάπου να πάει. Αλλά ναι, είχε κάπου να πάει. Πήρε τα κλειδιά του από το τραπέζι και ξεκίνησε. Κατέβηκε με το ασανσέρ και έψαξε στην πυλωτή για το αυτοκίνητο σε περίπτωση που δεν το είχε πάρει η Δήμητρα. Δεν το είχε πάρει. Μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Οδήγησε κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα πάρκο, κι εκεί έστριψε αριστερά. Οδήγησε μέχρι το πέμπτο δημοτικό, το πέρασε και συνέχισε μετά την εκκλησία του Αγίου Σωτήρα. Συνέχισε μέχρι εκεί που κάποτε βρισκόταν το στρατόπεδο Παρμενίωνα, εκείνο που τώρα ήταν πάρκο, και ανέβηκε μια μικρή ανηφόρα στα αριστερά του. Το παλιό σχολείο βρισκόταν σε μια περιοχή με άδεια οικόπεδα, τα οποία τον τελευταίο καιρό γέμιζαν με μικρά κτίρια και σπίτια. Το είδε στο βάθος, μερικά σταυροδρόμια πιο πέρα, μετά από κάποιες κατοικίες.
Οδήγησε ως εκεί και πάρκαρε σχετικά κοντά. Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο, το κλείδωσε και περπάτησε προς το σχολείο. Το σχολείο αποτελούνταν από δύο τριώροφα κτίρια, ένα γυμναστήριο και φυσικά μια αρκετά μεγάλη αυλή. Το είχαν κλείσει εδώ και πολλά χρόνια, ήταν πλέον πολύ παλιό για να γίνονται μαθήματα μέσα του. Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να το κατεδαφίσουν, αλλά μερικοί κάτοικοι, προφανώς κάποιοι από αυτούς είχαν φοιτήσει σ’ αυτό, εμπόδισαν τα σχέδια του δήμου. Ο Στέφανος τότε δεν είχε δώσει σημασία. Συγκεκριμένα, δεν το είχε πει σε κανέναν, αλλά ήταν υπέρ της κατεδάφισης του σχολείου. Ήθελε να γκρεμιστεί μαζί με όλες τις άσχημες αναμνήσεις. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αποκαλεί τις αναμνήσεις εκείνες παιδικά –ή ίσως εφηβικά- τραύματα, αλλά σίγουρα κάποτε τον πονούσαν. Και τώρα τον πονούσαν. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε την ιδέα να επιστρέψει στο λύκειο στο οποίο ήταν μαθητής, με την πρόφαση ότι αυτό θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει την τραγική κατάστασή του, η οποία γινόταν όλο και χειρότερη. Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή ήθελε να θυμηθεί. Ήθελε να θυμηθεί τα πάντα, από τους νταήδες που τον ζόριζαν, μέχρι τη Μαριάννα. Κυρίως τη Μαριάννα. Το πρόβλημά του είχε όνομα τώρα πια. Είχε και πρόσωπο. Ένα πανέμορφο, ελκυστικό πρόσωπο ενός δεκαοχτάχρονου κοριτσιού με το οποίο ήταν ερωτευμένος όταν ήταν έφηβος. Αυτό το κορίτσι τώρα ήταν γυναίκα. Ήταν άραγε ακόμη της ίδιας ομορφιάς; Πώς είχε καταλήξει;
Πάνω από τα κάγκελα που τριγύριζαν την αυλή του σχολείου υπήρχε συρματόπλεγμα. Προφανώς για να μην μπαίνουν οι ανεπιθύμητοι, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Ο Στέφανος έκανε τον γύρο και βρήκε ένα σημείο στο οποίο το συρματόπλεγμα ήταν κομμένο. Είδε εκείνο το κομμάτι του σύρματος πεταμένο μέσα στην αυλή. Πιάστηκε από πάνω, σκαρφάλωσε και πήδηξε μέσα. Το μανίκι του μπουφάν του σκάλωσε και σκίστηκε λίγο, αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία.
Βρέθηκε στην πίσω αυλή του λυκείου, πίσω από το γυμναστήριο. Υπήρχαν εκεί μέσα διαφόρων ειδών άχρηστα πράγματα, κάθε είδος σκουπιδιού, από ρόδες, λάστιχα και μια πόρτα αυτοκινήτου, μέχρι λεκάνες τουαλέτας, καρέκλες και σπασμένα η κομμένα τραπέζια. Ο Στέφανος τα προσπέρασε έτσι απλά, χωρίς να τα προσέξει και πολύ, και περπάτησε κατά μήκος του κίτρινου τοίχου του γυμναστηρίου, μέχρι που έφτασε στη γωνία. Έστριψε και μετά από μερικά βήματα βρέθηκε μπροστά στην κυρίως αυλή. Γύρω απ’ την αυλή και μπροστά από τα κτίρια βρισκόταν μια σειρά από δέντρα τα οποία είτε είχαν πεθάνει οριστικά, είτε είχαν απλά γονατίσει λόγω του χειμώνα. Περπάτησε προς το πρώτο κτίριο, αυτό δηλαδή που από τότε αποκαλούσαν «πρώτο κτίριο», αυτό στο οποίο βρίσκονταν το γραφείο του διευθυντή και η γραμματεία.
Του φάνηκε, καθώς διέσχιζε την αυλή, ότι σε ένα παράθυρο είδε μια μορφή να τον κοιτάζει, αλλά όταν στάθηκε ακίνητος για να δει καλύτερα, δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτα. Όταν έφτασε κάτω απ’ το υπόστεγο έριξε μια ματιά στις τάξεις του ισογείου. Οι κουρτίνες τους ήταν τραβηγμένες, εκτός από τη δεύτερη αίθουσα, όπου υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα. Έβαλε τα χέρια του για να κάνει σκιά και διέκρινε μέσα το χάος. Αναποδογυρισμένες καρέκλες και θρανία και μια λάμπα φθορίου να κρέμεται από το ένα μόνο καλώδιό της.
Περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου, δεξιότερα από την αίθουσα. Ένας κισσός είχε απλωθεί και περνούσε πάνω απ’ το ταβάνι και γύρω απ’ τα κάγκελα των τζαμιών της διπλής πόρτας, αλλά τα περισσότερα κλωνάρια ήταν κομμένα και κάποιος τα είχε παραμερίσει. Το τζάμι δίπλα απ’ το πόμολο ήταν σπασμένο. Η πόρτα άνοιγε, ευτυχώς. Και πιθανότατα όλα αυτά, από το κομμένο συρματόπλεγμα μέχρι το σπασμένο τζάμι στην πόρτα, σήμαιναν ότι άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν από το παλιό σχολείο. Αλλά όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία, δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Ο Στέφανος θα έμπαινε μέσα έτσι κι αλλιώς. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν μια πολύ σημαντική του ανάγκη να μπει μέσα σ’ εκείνο το κτίριο, να μπει ξανά μέσα στην παλιά τάξη. Να ψάξει να βρει το θρανίο της. Και ίσως… ίσως… το δικό του.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μπροστά υπήρχε μια σκάλα η οποία οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Δίπλα απ’ τη σκάλα, σχεδόν από κάτω της, υπήρχαν πράγματα που θα χρειαζόταν κάποτε μια καθαρίστρια. Μια σκούπα μέσα σε έναν ψηλό, μεταλλικό κουβά πάνω σε ένα καροτσάκι με τέσσερις ρόδες. Παντού υπήρχε σκόνη, στο κάγκελο της σκάλας και πάνω στα σκαλοπάτια, πάνω στα οποία φαίνονταν ίχνη από πατημασιές. Κάποιος είχε ανέβει και κάποιος είχε κατέβει. Ο Στέφανος, πάντως, ανέβαινε.
Δεν άγγιξε το κάγκελο, δεν ήθελε να λερώσει τα χέρια του. Μόνο περπάτησε μέχρι τον πρώτο όροφο, κι εκεί είδε διάφορα ρούχα πεταμένα στο πάτωμα. Παραξενεύτηκε στην αρχή, δεν μπορούσε να φανταστεί τι δουλειά είχαν παιδικά ρούχα –τα οποία έμοιαζαν πολύ παλιά- πεταμένα στο πάτωμα του παλιού σχολείου. Πέρασε από πάνω τους πατώντας ανάμεσά τους και έστριψε στη γωνία στο διάδρομο. Στο αριστερό τέρμα του διαδρόμου βρισκόταν μια αίθουσα. Ήταν η παλιά τάξη τους… δηλαδή… κάπως έτσι, ναι… η παλιά τάξη. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Εδώ τα πράγματα δεν ήταν όσο άσχημα ήταν σ’ εκείνη την αίθουσα στο ισόγειο. Ο Στέφανος άρχισε να ψάχνει το ένα θρανίο μετά το άλλο, ψάχνοντας εκείνο της Μαριάννας, αλλά ήταν μάταιος κόπος. Δεν το βρήκε πουθενά, και τότε θυμήθηκε ότι πολλές φορές ανέβαζαν θρανία και καρέκλες στον δεύτερο όροφο, στο εργαστήριο, κι ύστερα τα κατέβαζαν ξανά στις αίθουσες. Βγήκε στο διάδρομο και ανέβηκε τη σκάλα για τον δεύτερο. Εκεί έστριψε πάλι αριστερά, προς το εργαστήριο. Η πόρτα ήταν κλειστή. Δοκίμασε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε μια σπιθαμή, αλλά φαίνεται πώς κάτι την εμπόδιζε. Χρειάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να ρίξει το σώμα του πάνω της για να την κάνει να ανοίξει. Κι όταν τελικά άνοιξε, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια τεράστια τρύπα στο πάτωμα. Γύρω υπήρχαν αραδιασμένα θρανία και μερικά μηχανήματα η λειτουργία των οποίων του ήταν άγνωστη. Ρωγμές ξεκινούσαν από την τρύπα και απλώνονταν στο μωσαϊκό του πατώματος. Τα πάντα έμοιαζαν ετοιμόρροπα.
Πλησίασε την τρύπα και κοίταξε κάτω. Είδε μια απ’ τις αίθουσες του πρώτο ορόφου. Τι στο διάολο έγινε εδώ πέρα; Αναρωτήθηκε για μια στιγμή, κι ύστερα στράφηκε προς τα θρανία. Άρχισε να ψάχνει πάνω τους. Θυμόταν ότι η Μαριάννα είχε ένα μαχαίρι με το οποίο χάραζε πάνω σε όποια επιφάνεια έβρισκε, και σίγουρα –ο Στέφανος ήταν σίγουρος, είχε δει το όνομα του φίλου της χαραγμένο- είχε χαράξει και πάνω στο θρανίο της.
Το βρήκε. Φύσηξε τη σκόνη για να δει καλύτερα. Μαριάννα + Θάνος. Γέλασε. Αυτός ο Θάνος ήταν κι ο πρώτος μαλάκας. Κατά τη γνώμη του Στέφανου, τουλάχιστον. Ήταν ένας τύπος που παρίστανε το ροκά τότε, κι ο Στέφανος δεν είχε πρόβλημα με τους ροκάδες, αλλά εκείνος ο τύπος ήταν ένας μαλάκας και μισός που το έπαιζε και γκόμενος συν τοις άλλοις. Ποτέ δεν κατάλαβε τι του έβρισκε η Μαριάννα. Εκείνη ήταν μια όμορφη μελαχρινή κοπελίτσα που αργότερα έβαψε τα μαλλιά της ξανθά, φορούσε συνήθως κολλητά δερμάτινα ή τζιν παντελόνια και ένα δερμάτινο μπουφάν. Τριγυρνούσε και με ένα μαχαίρι, αυτό με το οποίο είχε χαράξει πάνω στο θρανίο της. Της το είχε πάρει ένας καθηγητής όταν την είχε δει να το βάζει στην τσέπη της μια μέρα. Παπαδόπουλο τον έλεγαν, δίδασκε φυσική.
Ξαφνικά μια ιδέα ήρθε στο μυαλό του Στέφανου. Το μαχαίρι… ίσως να βρισκόταν ακόμη στο γραφείο του Παπαδόπουλου. Κι αν το έπαιρνε; Αν της το επέστρεφε; Αν, δηλαδή, τη συναντούσε κάποια μέρα και της έδινε το μαχαίρι; Ίσως να της άρεζε αυτό. Έκανε να περπατήσει προς την έξοδο της αίθουσας, αλλά άκουσε έναν ήχο, σαν κάτι να έσπαγε σε κομμάτια, και στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε το πάτωμα. Δεν μας τα λες καλά, σκέφτηκε.
Το πάτωμα υποχώρησε και ο Στέφανος έπεσε. Προσπάθησε να κρατηθεί από μια μεταλλική βέργα που ξεπρόβαλλε από το σπασμένο μάρμαρο, αλλά δεν τα κατάφερε. Σωριάστηκε στο δάπεδο του κάτω ορόφου, ανάμεσα σε κομμάτια μάρμαρου και μερικά σίδερα, και σηκώθηκε γρήγορα, αλλά κάτι έπεσε από πάνω και τον χτύπησε στο κεφάλι. Κράτησε το τραύμα του και είδε λίγο αίμα στο χέρι του. Σύντομα ένιωσε το οπτικό του πεδίο να μαυρίζει. Κατάφερε να φτάσει σκουντουφλώντας μέχρι τον διάδρομο όπου κρατήθηκε από τον τοίχο, και τότε έχασε τις αισθήσεις του.
 
**
 
Πρέπει να είχε μείνει αναίσθητος για ώρες, αφού όταν ξύπνησε είδε ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει έξω. Έπρεπε να βγει απ’ το κτίριο πριν τον βρει η νύχτα, αλλιώς δεν θα έβλεπε τίποτα απ’ το σκοτάδι. Έκανε να σηκωθεί και ακούμπησε κάτι μαλακό δίπλα του. Και μετά και κάτι ακόμα, εξίσου μαλακό. Ύφασμα. Ήταν τα ρούχα που είχε δει μπροστά στη σκάλα. Οι τελευταίες στιγμές που θυμόταν πριν κλείσει τα μάτια του ήταν στον διάδρομο. Υπήρχε περίπτωση να είχε συρθεί μέχρι τη σκάλα και να μην το θυμόταν;
Σηκώθηκε και κράτησε το κεφάλι του στα χέρια του. Ζαλιζόταν κάπως. Θα του περνούσε. Δηλαδή ήλπιζε ότι θα του περνούσε. Κοίταξε γύρω του. Κάποιος καθόταν στη σκάλα.
«Γεια σου, φίλε», είπε ο άντρας στον Στέφανο.
«Ποιος είσαι;» Τον ρώτησε.
«Σε βρήκα εκεί, στον διάδρομο, και είπα να σε κουβαλήσω μέχρι εδώ, να σε περιμένω να ξυπνήσεις».
«Μάλιστα», του είπε ο Στέφανος. «Εγώ θα φύγω τώρα».
«Πουλάω τέτοιο», του είπε και του έδειξε ένα σακουλάκι.
«Τι ‘ναι αυτό;»
«Σκόνη».
«Δεν παίρνω ναρκωτικά», του είπε κι έκανε να φύγει.
«Καλά κάνεις και φεύγεις», του είπε ο άλλος. «Θα νυχτώσει σε λίγο. Κι όταν νυχτώνει μαζεύεται εδώ γύρω κάθε καρυδιάς καρύδι».
«Κι εσύ γιατί δεν φεύγεις;»
«Εγώ πουλάω σ’ αυτούς», του απάντησε. «Αλλά τώρα που το λες, ας έρθω μαζί σου. Έτσι κι αλλιώς έχω ραντεβουδάκι σε λίγο».
Ο Στέφανος άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα προς το ισόγειο. Ο άλλος τον ακολούθησε.
«Με λένε Αλέξανδρο», του είπε. «Εσένα;»
«Δεν είναι δουλειά σου».
«Δεν φαίνεσαι για τέτοιος εσύ… Τι δουλειά έχεις εδώ μέσα;»
«Αποφάσισα να πάω σχολείο…»
«Χα-χα. Ωραίο», γέλασε. Το γέλιο του ήταν εντελώς σάπιο, σαν τα δόντια του.
«Μη μ’ ακολουθείς», του είπε ο Στέφανος.
«Εγώ πάω στην έξοδο».
«Η έξοδος είναι από εκεί». Ο Στέφανος του έδειξε προς το γυμναστήριο. «Οπουδήποτε αλλού υπάρχει συρματόπλεγμα πάνω απ’ τα κάγκελα».
«Ναι, ε; Πες μου τι θες. Ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω».
Ο Στέφανος δεν του απάντησε. Ο Αλέξανδρος τον έκανε κάπως ανήσυχο. Περπάτησε αγνοώντας τον μέχρι τα γραφεία των καθηγητών, εκείνα που βρίσκονταν στο ισόγειο. Εκεί μέσα βρισκόταν κάποτε το γραφείο του Παπαδόπουλου και –πιθανότατα- το μαχαίρι της. Η πόρτα, όμως, της αίθουσας ήταν κλειδωμένη.
«Χρειάζεσαι κάτι για να σπάσεις το τζάμι», του είπε ο Αλέξανδρος.
Ο Στέφανος γύρισε και τον κοίταξε. Κρατήθηκε για να μην βάλει τα γέλια, αλλά δεν κατάφερε να μην χαμογελάσει. Χαμογέλασε κι ο άλλος.
«Το βλέπω», του είπε και κοίταξε γύρω για κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Περπάτησε στη στοά δεξιά του γραφείου των καθηγητών και βρέθηκε κοντά σ’ αυτό που κάποτε ήταν η μπροστινή είσοδος του σχολείου. Κατάφερε να διακρίνει ένα σωρό από παλιοσίδερα και κομμάτια ξύλου που ήταν πεταμένα σε μια άκρη. Διάλεξε ένα κομμάτι ξύλο που έμοιαζε να είναι το πόδι ενός τραπεζιού και επέστρεψε στην πόρτα. Χτύπησε το τζάμι πολλές φορές μέχρι να καταφέρει να το ραγίσει κι ύστερα να το σπάσει. Έσπασε και στις άκρες για να μπορέσει να περάσει μέσα. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο, χωρούσε όμως τρία γραφεία και στο βάθος υπήρχε μια μικρή πόρτα. Πίσω της βρισκόταν είτε η τουαλέτα είτε μια μικρή αποθήκη. Ο Στέφανος πήγε κατευθείαν σ’ αυτό που θυμόταν ότι ήταν το γραφείο του Παπαδόπουλου.
«Πάρε αυτό», του είπε ο Αλέξανδρος και του έδωσε ένα φακό.
«Κυκλοφορείς με φακό;»
«Τα πουλάω τα καλοκαίρια στην παραλιακή», του είπε. «Να μην κρατήσω κάτι και για μένα; Σχεδόν κάθε βράδυ εδώ μέσα είμαι, χρειάζομαι έναν φακό».
«Ό,τι πεις».
Έριξε φως στο μεταλλικό γραφείο και στα συρτάρια του. Τα δύο πάνω συρτάρια ήταν κλειδωμένα, αλλά στο τρίτο υπήρχε ένα κλειδί. Το γύρισε και άνοιξε το συρτάρι. Μέσα υπήρχαν χαρτιά με βαθμολογίες, και στο βάθος ένα μαχαίρι με ξύλινη λαβή. Πιο πολύ έμοιαζε με στιλέτο, δηλαδή. Το κράτησε στα χέρια του. Πρέπει να ήταν εκείνο της Μαριάννας. Τουλάχιστον έμοιαζε με εκείνο. Το έβαλε στην τσέπη του.
«Τι ‘ναι αυτό που πήρες; Μαχαίρι;»
«Εγώ φεύγω από ‘δω», είπε ο Στέφανος. «Εσύ κάνε όπως νομίζεις».
Πέρασε από το σπασμένο τζάμι και βγήκε έξω. Ξεκίνησε να περπατάει προς το γυμναστήριο διασχίζοντας την αυλή. Ο Αλέξανδρος έτρεξε πίσω του.
«Μη μ’ ακολουθείς», του είπε.
«Δεν σ’ ακολουθώ, φίλε. Εγώ πάω στο ραντεβού μου».
Ουσιαστικά περπάτησαν μαζί μέχρι την αυλή πίσω απ’ το γυμναστήριο. Ο Στέφανος προσπαθούσε να μην του δίνει σημασία, ενώ εκείνος περπατούσε μερικά βήματα πίσω του. Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά, και με δυσκολία έβλεπαν μπροστά τους. Κατάφεραν, ωστόσο, να διακρίνουν τις τρεις σκιές που πήδηξαν μέσα στην αυλή. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κι ύστερα ο Στέφανος έκανε μερικά πλάγια βήματα ελπίζοντας ότι οι σκιές δεν θα τον έβλεπαν, ότι θα περνούσαν από δίπλα του χωρίς να τον πάρουν είδηση.
«Τι βλέπω;» Είπε η πρώτη σκιά. «Αλέξανδρε, εσύ είσαι;»
«Ναι», είπε εκείνος και γέλασε.
Οι σκιές πλησίασαν κι ο Στέφανος κατάφερε να τις ξεχωρίσει. Ήταν τρεις νέοι άντρες.
«Κι αυτός ποιος είναι;» Έδειξε τον Στέφανο.
«Ένας φίλος», είπε ο Αλέξανδρος. «Τον συνάντησα εδώ. Πριν λίγο».
«Μάλιστα», είπε ο άλλος. Οι δύο φίλοι του στέκονταν αμίλητοι. «Και για πες, ρε παλικάρι, τι δουλειά έχεις στα λημέρια μας; Τι ζητάς;»
«Ήθελε να πάει σχολείο», είπε ο Αλέξανδρος και γέλασε.
«Α, ώστε έτσι; Δεν σου είπαν ότι το λύκειο δεν λειτουργεί; Τι έψαχνες; Μήπως είσαι μπάτσος;»
«Δεν είμαι μπάτσος», είπε ο Στέφανος.
«Δώσε μου το κινητό σου, τότε».
Ο Στέφανος δεν απάντησε, κι ο άλλος έβγαλε ένα μαχαίρι από τη μέσα τσέπη του χοντρού μπουφάν του.
«Άκουσες τι είπα. Το κινητό σου και ό,τι λεφτά έχεις».
Ο Αλέξανδρος απλά κοίταζε, χωρίς να επεμβαίνει, ενώ οι φίλοι του άλλου χαμογελούσαν. Ο Στέφανος έβγαλε το κινητό του, έβγαλε τη μικρή κάρτα απ’ το πίσω μέρος και τους έδωσε τη συσκευή.
«Έτσι μπράβο. Και λεφτά», είπε. «Ό,τι έχεις. Αν θες να φύγεις όρθιος από δω μέσα».
Έβγαλε το πορτοφόλι του και του το έδωσε.
«Ωραία», είπε ο άλλος. «Εξαφανίσου».
Ο Στέφανος δεν έφυγε αμέσως. Έμεινε για λίγη ώρα κοιτώντας επίμονα τον τύπο με το μαχαίρι. Πάνω απ’ όλα είχε θιχτεί ο εγωισμός του.
«Καυγάδες θες, ρε στραβάδι; Εξαφανίσου, είπα. Πριν αλλάξω γνώμη».
Τότε γύρισε και έφυγε. Περπάτησε μέχρι τα κάγκελα, σκαρφάλωσε και πήδηξε έξω. Περπάτησε γρήγορα προς το σημείο που είχε αφήσει το αυτοκίνητο από φόβο μήπως τον ακολουθήσει κανένας τους. Όταν έφτασε κάτω απ’ την πρώτη λάμπα στη γωνία του δρόμου, άκουσε βήματα πίσω του.
«Περίμενε, φίλε!»
Ήταν ο Αλέξανδρος.
«Προσπάθησα να ανταλλάξω το τηλέφωνό σου με λίγη πρέζα, αλλά αυτοί οι καριόληδες ήταν ανένδοτοι», είπε και γέλασε.
«Δεν χρειαζόταν».
«Καλά, ντε, μην είσαι τόσο κρύος».
«Γιατί δεν μ’ αφήνεις ήσυχο;»
«Εγώ απλά πηγαίνω στο ραντεβού μου», είπε.
Ο Στέφανος γύρισε να φύγει, αλλά σύντομα κάποιος άλλος μπήκε στον φωτεινό κύκλο κάτω απ’ την ψηλή λάμπα. Ήταν ένας τύπος με δερμάτινο μπουφάν και γκρίζο παντελόνι, και κοντά και καστανά, σχεδόν σγουρά μαλλιά.
«Να το ραντεβού μου», είπε ο Αλέξανδρος. «Τι κάνει το αγόρι μου;» Ρώτησε τον άλλον.
«Μια χαρά», απάντησε εκείνος. «Ποιος είναι ο φίλος σου;» Πλησίασε, κι ύστερα είπε: «Στέφανε;»
«Ποιος είσαι;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Δεν με θυμάσαι; Ο Λευτέρης», του είπε.
«Ναι, τώρα που το λες μοιάζεις λίγο με τον Λευτέρη», είπε και γέλασε. «Τι κάνεις;»
«Τι δουλειά έχεις με τον Αλέξανδρο;»
«Συναντηθήκαμε εκεί μέσα», είπε και έδειξε με τον αντίχειρα προς το σχολείο.
«Μάλιστα… Να ρωτήσω τι έψαχνες εσύ εκεί;»
«Γιατί όλες οι ερωτήσεις;» Ρώτησε ο Στέφανος.
Ο Λευτέρης έβγαλε το σήμα του από την τσέπη του σακακιού του.
«Γιατί είμαι η αστυνομία. Κι εκεί μέσα μπαίνουν συνήθως άνθρωποι του δικού μου ενδιαφέροντος…»
Ο Στέφανος γέλασε. «Κι αυτός τι είναι;» Τον ρώτησε δείχνοντας τον Αλέξανδρο. «Το καρφί;»
Ο Λευτέρης δεν είπε τίποτα.
«Και δεν σου φαινόταν», είπε ο Στέφανος στον Αλέξανδρο. «Και τι ψάχνετε εκεί μέσα;»
«Μην ρωτάς τέτοια πράγματα», είπε ο Λευτέρης. «Απλά κάνω τη δουλειά μου. Έλα μαζί μου, όμως. Νομίζω ότι έχουμε πολλά να πούμε».
«Δεν ξέρω… είμαι με το αυτοκίνητό μου».
«Τότε θα κάνουμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητό σου», είπε ο Λευτέρης.
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για μια στιγμή. Είχε αγνοήσει την οικογένειά του όσο καμιά άλλη μέρα της ζωής του. Αλλά ένιωθε καλύτερα. Ήταν, ίσως, κάτι διαφορετικό. Αυτό χρειαζόταν και αυτό θα έκανε.
«Εντάξει», είπε. «Ας πάμε μια μικρή βόλτα».
 
**
 
Ο Λευτέρης έκατσε στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Αλέξανδρος πίσω. Ο Στέφανος ξεκίνησε.
«Για πες μου, λοιπόν», είπε στον Λευτέρη. «Τι έχουμε να πούμε;»
Ο Λευτέρης γέλασε. «Ε, δεν θες να πούμε τα νέα μας;» Τον ρώτησε.
«Ναι… ξεκίνα, λοιπόν. Λέγε».
«Είμαι αστυνόμος, τώρα. Ποιος θα το περίμενε, ε; Κι ακόμα εργένης. Ενώ εσύ, υποθέτω, είσαι παντρεμένος».
«Ναι, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα».
Μίλησαν λίγο για τις ζωές τους. Ο Στέφανος του έκρυψε μερικά πράγματα. Δεν ανέφερε καθόλου την Δήμητρα, ούτε την κόρη του. Θυμόταν τι άνθρωπος ήταν ο Λευτέρης, και δεν ήθελε να προκαλεί τα αρνητικά του συναισθήματα. Ο Λευτέρης είχε χάσει τους δύο γονείς του από μικρός. Τον είχαν παρατήσει, δηλαδή. Αυτόν και τη μικρότερη αδερφή του, την οποία ο Στέφανος δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Ήξερε μόνο ότι την έλεγαν Αθανασία.
Οι δυο τους ήταν συμμαθητές στο λύκειο, και για τρία χρόνια είχαν καθίσει στο ίδιο θρανίο. Ο Λευτέρης είχε τις δικές του παρέες, βέβαια. Κάτι τύπους με τους οποίους πήγαινε και λήστευε μαγαζιά. Από περίπτερα και σούπερ μάρκετ μέχρι βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία. Όπως και να ‘χε, αυτό που κυρίως τους ένωνε ήταν ο ανταγωνισμός που υπήρχε ανάμεσά τους σε πολλά ζητήματα. Και πάνω απ’ όλα, σ’ αυτό της Μαριάννας. Ήταν σίγουρο ότι ο Στέφανος ήταν ερωτευμένος μαζί της, όσο σίγουρο ήταν ότι ο Λευτέρης ήθελε να την πηδήξει για δυο λόγους: Πρώτον, επειδή ήταν η πιο ωραία γκόμενα στο σχολείο, και δεύτερον, επειδή την ήθελε ο Στέφανος.
Ανταγωνισμός, λοιπόν. Και προδοσία. Η μία μετά την άλλη. Ο Στέφανος είχε σαν όπλο μια διάφανη ειρωνεία, ενώ ο Λευτέρης ήταν με τον τρόπο του περισσότερο επιθετικός. Αν ήθελε κάτι το κυνηγούσε. Ακολουθούσε τη ρήση ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, κάτι που φυσικά ο Στέφανος δεν θα έκανε ποτέ. Ήταν κατά των αρχών του. Γι’ αυτό είχε χάσει σ’ εκείνον τον ανταγωνισμό. Δηλαδή, εντάξει… δεν ήξερε αν ο Λευτέρης είχε κερδίσει (σκόπευε να το μάθει, ωστόσο), αλλά ήταν σίγουρος -και ήταν προφανές- ότι ο ίδιος είχε χάσει.
«Στρίψε αριστερά εδώ», είπε ο Λευτέρης. «Πήγαινε προς την παραλιακή, μου ήρθε ιδέα».
«Τι ιδέα;»
«Θα πάμε για μπύρα».
«Εμένα άφησέ με κάπου πριν παρκάρεις. Δεν θέλω να τριγυρνάω με μπάτσους», είπε ο Αλέξανδρος.
Έμειναν σιωπηλοί για λίγη ώρα. Όταν έφτασαν κοντά στην παραλιακή, ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο να σταματήσει κάπου για να κατέβει ο Αλέξανδρος.
«Θα τα πούμε», του είπε ενώ εκείνος έβγαινε απ’ το αυτοκίνητο. «Θα επικοινωνήσω μαζί σου».
«Έγινε αφεντικό».
«Και μην ξεχνάς ότι μου χρωστάς…» είπε ο Λευτέρης με σοβαρό ύφος, αλλά μόλις ο Αλέξανδρος έκλεισε την πόρτα γύρισε προς τον Στέφανο και γέλασε. «Τον γλίτωσα μια φορά από κάτι συναδέλφους… τώρα με ξεπληρώνει έτσι… κάνοντας τον ρουφιάνο».
«Κατάλαβα…»
«Πάρκαρε εκεί αν θες, έχει χώρο».
Πάρκαρε κοντά στο τέρμα του δρόμου. Ο Λευτέρης του είπε να τον ακολουθήσει. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και περπάτησαν μερικά στενά πιο κάτω, προς την παραλία. Κάπου εκεί έστριψαν και συνέχισαν ευθεία. Υπήρχε ένα κλαμπ εκεί πέρα. Ή μπαρ. Μάλλον μπαρ, ήταν, ναι… Μπήκαν μέσα και περπάτησαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς στέκονταν όρθιοι και συζητούσαν φωνάζοντας λόγω της μουσικής, ενώ άλλοι χόρευαν. Ο Λευτέρης περπάτησε προς το μπαρ και βρήκε ένα σημείο στο οποίο δεν στριμώχνονταν πολλοί.
«Έλα», του είπε. «Τι θα πιεις;»
«Μια μπύρα», είπε ο Στέφανος.
«Τι μπύρα;»
«Ό,τι να ‘ναι».
Ο Λευτέρης παρήγγειλε και σύντομα ο μπάρμαν τους έδωσε δύο μπύρες, τις οποίες πλήρωσε ο Λευτέρης. Ύστερα γύρισε προς τον Στέφανο και του είπε:
«Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;»
«Γιατί ρωτάς;»
Ο Λευτέρης γέλασε. «Από περιέργεια. Τι φοβάσαι, μήπως θέλω να σ’ τη φάω;»
«Και να ήθελες δεν θα μπορούσες».
«Ας μην αρχίσουμε τώρα», είπε.
«Ναι, έχεις δίκιο».
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν πολύ αυτές τις μέρες;»
«Για πες μου…»
«Τη Μαριάννα».
Ο Στέφανος τον κοίταξε. Χαμογέλασε κάπως σαν να ήταν ένοχος. Σκέφτηκε να κάνει ότι είχε πολύ καιρό να ακούσει το συγκεκριμένο όνομα, αλλά αποφάσισε ότι δεν τον ενδιέφερε τι θα σκεφτόταν ο Λευτέρης. Έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν ευθύς απέναντί του. Τότε είχε κάτι να χάσει, τώρα όμως δεν είχε τίποτα.
«Κι εσύ;» Τον ρώτησε τελικά.
«Ναι», γέλασε εκείνος. «Να υποθέσω ότι εσύ δεν σταμάτησες ποτέ να την σκέφτεσαι;»
«Όχι, να μην το υποθέσεις. Σταμάτησα να τη σκέφτομαι, πριν από πολλά χρόνια, από τότε που τελείωσε το σχολείο…»
«Τότε τι θες και γυρνάς στα παλιά;»
«Εσύ γιατί τη σκέφτεσαι;»
«Μου λείπει ο κώλος της».
Ήταν αισχρός, γι’ αυτό κι ο Στέφανος τον κοίταξε με αηδία. Μιλούσε για τη Μαριάννα λες και επρόκειτο για έναν κώλο, κι όχι για έναν άνθρωπο. Άνοιξε το στόμα του να του πει ότι ήταν μαλάκας, αλλά μια γυναίκα μπήκε ανάμεσά τους και τον διέκοψε. Γύρισε την πλάτη της προς τον Στέφανο και μίλησε στον Λευτέρη, ο οποίος έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
Ο Στέφανος δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά σιγουρεύτηκε ότι έλεγαν γλυκόλογα όταν ο Λευτέρης έσκυψε μπροστά και την έγλειψε στο λαιμό. Ύστερα εκείνη γύρισε προς τον Στέφανο και του χαμογέλασε. Τυπικά μόνο. Ήταν μια εντυπωσιακή ξανθιά με πελώριο στητό στήθος που πιθανότατα ήταν ψεύτικο. Ήταν όμορφη.
«Έρχομαι σε λίγο», είπε ο Λευτέρης, κι ύστερα κατευθύνθηκε μαζί της προς τις τουαλέτες.
Έμεινε εκεί και περίμενε τον Λευτέρη να γαμήσει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει, αλλά δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη συζήτηση για τη Μαριάννα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Σκέφτηκε να έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι (υπήρχε ένα τηλέφωνο που λειτουργούσε με κέρματα πιο δίπλα), αλλά εγκατέλειψε την ιδέα. Θα αντιμετώπιζε τη Δήμητρα όταν θα επέστρεφε.
Σε λίγο ο Λευτέρης γύρισε μόνος του. Η ξανθιά έφυγε και πήγε κοντά σε κάτι άλλες, εξίσου ξανθιές, εξίσου εντυπωσιακές.
«Αυτή η γκόμενα…» είπε ο Λευτέρης και την έδειξε με τον αντίχειρα «…αυτή η γκόμενα, κάνει τα καλύτερα τσιμπούκια. Και τα κάνει για την πλάκα της, επειδή το θέλει και επειδή το απολαμβάνει, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γι’ αυτό έχει το καλύτερο στόμα». Ύστερα έσκυψε πιο μπροστά και είπε λιγότερο δυνατά: «Το καταπίνει», κι ύστερα γέλασε.
«Συγχαρητήρια τότε», του είπε ο Στέφανος. «Τώρα για πες μου… Τι σκεφτόσουν για τη Μαριάννα;»
«Α, εσύ δεν πας καλά. Ακόμη αυτήν σκέφτεσαι; Παντρεμένος άνθρωπος, με παιδιά! Έχεις παιδιά;»
«Ό,τι θέλω έχω. Λέγε τώρα».
«Τι θες να σου πω; Πάμε να φύγουμε; Βαρέθηκα… έτσι κι αλλιώς πήρα αυτό που ήθελα», είπε και έδειξε ξανά προς την εντυπωσιακή ξανθιά.
Βγήκαν έξω και περπάτησαν προς το αυτοκίνητο.
«Πρέπει να πάω απ’ το σπίτι», είπε ο Λευτέρης. «Θα με πας;»
«Μπες μέσα».
Ο Λευτέρης έμενε στο τέρμα της παραλιακής, λίγο πριν το σταθμό των τρένων, δίπλα σε ένα ξενοδοχείο. Ο Στέφανος σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
«Θες να μου δώσεις το κινητό σου;» Τον ρώτησε ο Λευτέρης.
«Δεν έχω κινητό, πια», είπε ο Στέφανος.
«Θα φροντίσω να μάθω για τη Μαριάννα. Όταν μάθω θα σε πάρω τηλέφωνο. Τι λες;»
«Δεν με νοιάζει για τη Μαριάννα», του είπε ο Στέφανος.
«Ξέρω ότι σε νοιάζει».
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου, δεν έχω όρεξη. Κατέβα».
«Τι δουλειά είχες μέσα στο σχολείο;»
Ο Στέφανος τον κοίταξε σοβαρός, αλλά σύντομα χαμογέλασε.
«Είχε να κάνει με τη Μαριάννα; Τι έψαχνες εκεί μέσα; Σε έχω ικανό να τα έχεις παίξει εντελώς, ξέρεις…»
«Ενώ εσύ είσαι νορμάλ;»
«Άσε με στην άκρη εμένα».
«Με κοροϊδεύεις, έτσι; Χέστηκα για τη Μαριάννα, άντε κατέβα τώρα».
«Μπορώ να μάθω πράγματα, πάντως». Έβγαλε ένα μπλοκάκι, έγραψε τον αριθμό του κινητού του, έσκισε το χαρτί και το ακούμπησε πάνω στο ταμπλό. «Εγώ θα ρωτήσω. Εσύ, αν θες, με παίρνεις τηλέφωνο για να μάθεις. Καληνύχτα».
Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο και περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου. Ο Στέφανος τον έβλεπε στους καθρέφτες. Ο Λευτέρης περπατούσε ακόμη με τον ίδιο άνετο τρόπο που περπατούσε και τότε, στα δεκάξι του. Για κάποιο λόγο, του Στέφανου του φαινόταν ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο άνετος όσο ήθελε να δείχνει. Δεν ήξερε γιατί, αλλά είχε την εντύπωση ότι κάτι έκρυβε πίσω από τα χαμόγελα, τις μαγκιές, το σεξ στα μπαρ και όλα τα σχετικά.
Οδήγησε προς το σπίτι.
 
**
 
Πάρκαρε στην πυλωτή και ανέβηκε με το ασανσέρ μέχρι το διαμέρισμα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με την ουρά στα σκέλια, περιμένοντας την αντίδραση της Δήμητρας. Εκείνη, όμως, δεν έκανε βιαστικές κινήσεις. Ο Στέφανος την βρήκε να κάθεται στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση, με μοναδικό φως τη μικρή λάμπα πάνω στο τραπεζάκι. Στάθηκε ακίνητος μέχρι εκείνη να γυρίσει και να τον κοιτάξει.
«Ήρθα», της είπε.
«Καλώς ήρθες», είπε εκείνη. «Άργησες». Σηκώθηκε και τον πλησίασε, έβαλε τα χέρια της στους ώμους του και σχεδόν τον αγκάλιασε. «Τα ρούχα σου είναι μέσα στη σκόνη, που είχες πάει; Και τι ‘ναι αυτό;» Έκανε στην άκρη τα μαλλιά του και κοίταξε το μέτωπό του. Είχε μια γρατζουνιά, ή τουλάχιστον ένα σημάδι με λίγο αίμα πάνω του. «Χτύπησες; Να φέρω κάτι…» Πήγε προς την κουζίνα, στο ντουλάπι με τα φάρμακα.
«Δεν χρειάζεται», της είπε, κι εκείνη γύρισε ξανά προς το μέρος του. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και έστρεψε χαμηλά το βλέμμα της με αμηχανία. «Υπάρχει κάτι που θες να κάνω για σένα; Να σε φροντίσω προσπαθώ».
«Γιατί με παίρνεις με το καλό;» Την ρώτησε. «Θα προτιμούσα να έβαζες τις φωνές. Θα το προτιμούσα αν αντιμετώπιζες την κατάσταση με ειλικρίνεια».
«Και τι ακριβώς θες να κάνω;»
«Να μου πεις τι σκέφτεσαι».
«Υπάρχει κάποια άλλη;»
Η απορία της, ή μάλλον το ενδιαφέρον της, τον έκανε να χαμογελάσει. «Όχι», της είπε, αν και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι δεν ήταν σίγουρος. Το ότι οι σκέψεις του γύριζαν γύρω απ’ τη Μαριάννα σήμαινε άραγε ότι υπήρχε άλλη; «Όχι», επανέλαβε, «δεν υπάρχει καμιά άλλη».
«Τότε τι συμβαίνει; Που ήσουν; Έμπλεξες σε καυγά;»
«Όχι», είπε. Σκέφτηκε να της αναφέρει ότι κάποιοι του έκλεψαν το τηλέφωνο, αλλά έκρινε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το κάνει.
«Σε παρακαλώ, μίλησέ μου. Τι σε απασχολεί; Τηλεφώνησε ο διευθυντής του σχολείου. Σε έψαχνε, είπε ότι έφυγες απ’ το μάθημα. Του έδωσα το κινητό σου, αλλά είπε ότι δεν το σηκώνεις. Τηλεφώνησα κι εγώ, και πάλι δεν το σήκωσες».
«Το είχα αθόρυβο».
«Και τόσες ώρες δεν είδες τις κλήσεις;»
Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Μου το έκλεψαν», της είπε. «Τρεις τύποι. Ο ένας είχε μαχαίρι».
Η Δήμητρα δεν έβγαλε άχνα για λίγο. «Αυτοί σε χτύπησαν;» Ρώτησε τελικά. «Γι’ αυτό έχεις πληγή στο μέτωπό σου; Γι’ αυτό είναι τα ρούχα σου σαν να σύρθηκες στο δρόμο;»
Κοίταξε τον εαυτό του και άρχισε να τινάζει τη σκόνη από πάνω του. «Είναι αλήθεια», της είπε, «ότι αυτό δεν το είχα προσέξει».
«Δεν ξέρω τι να πω… Μιλάς σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αλλά έχεις ξεφύγει τελείως. Έφυγες απ’ τη δουλειά σου, παράτησες εμένα και τη μικρή χωρίς να πάρεις ούτε ένα τηλέφωνο… τι να πω… Χρειάζεσαι βοήθεια;» Η Δήμητρα σκέφτηκε να τον ρωτήσει στεγνά. Γιατί αν χρειαζόταν βοήθεια καλά θα έκανε να της το πει, αλλιώς μπορούσε να πάει στο διάολο.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί και να χρειάζομαι… αλλά προς το παρόν δεν είμαι σίγουρος. Αν χρειαστώ κάτι θα σου πω».
Η Δήμητρα έμεινε να κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Με απορία τον κοίταζε, όχι με θυμό. Με απορία. Απλή απορία. «Καλά», του είπε. «Εγώ εδώ θα είμαι. Μόνο μην ξεχάσεις ότι έχεις ένα παιδί. Πάω για ύπνο».
Άνοιξε το στόμα του να της μιλήσει, αλλά τελικά το έκλεισε καθώς την έβλεπε να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο. «Καληνύχτα», είπε τελικά.
Έμεινε ξύπνιος μέχρι το πρωί. Είχε καθίσει στον καναπέ με το χαμηλό φως εκείνης της μικρής λάμπας και σκεφτόταν. Σκεφτόταν διάφορα πράγματα, όχι μόνο τη Μαριάννα. Σκέφτηκε και τις κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τη Δήμητρα πριν λίγο. Εγώ εδώ θα είμαι, του είχε πει. Και τώρα εκείνος σκεφτόταν: Τι βαθιά αφοσίωση, ε; Και αμέσως μετά ένιωσε ενοχές. Τι σκέψεις ήταν αυτές που έκανε για τη γυναίκα του; Και δεν κολλούσε στο ότι ήταν παντρεμένος μαζί της, αλλά στο ότι είχαν σχέσεις από το πανεπιστήμιο. Μάλιστα, από το τρίτο έτος και μετά είχαν συγκατοικήσει. Και την αγαπούσε τότε. Και τώρα την αγαπούσε, αλλά μάλλον η σχέση τους περνούσε μία κρίση. Γέλασε σ’ αυτή τη σκέψη. Η σχέση τους περνούσε κρίση, και έφταιγε μόνο αυτός… κι αυτό που ένιωθε μέσα από την ενοχή, ήταν μάλλον ηδονή. Ή τουλάχιστον κάτι παρόμοιο. Κι ύστερα σοβάρευε ξανά και ένιωθε να γκρεμίζονται τα πάντα μέσα του, ένιωθε μια ανησυχία σ’ εκείνο το σημείο στο στήθος του. Αλλά ύστερα γέλασε ξανά όταν θυμήθηκε ότι έτσι είχε νιώσει με την πρώτη του χυλόπιτα στο γυμνάσιο. Σ’ αγαπάω, της είχε πει, κι εκείνη είχε φύγει και δεν του είχε ξαναμιλήσει ποτέ. Και τώρα το μόνο που έμενε από όλες εκείνες τις αναμνήσεις ήταν η ντροπή. Και η αμηχανία, και η δυσαρέσκεια και το μίσος για τον εαυτό του. Κι όμως, ήθελε τη Μαριάννα. Το ένιωθε ότι αυτό ήταν που ήθελε. Και δεν ήξερε αν ήταν το σεξ. Πάντα του φαινόταν πολύ όμορφη για να κάνει σεξ μαζί του, και σκεφτόταν από τότε ότι ακόμη κι αν εκείνη επιθυμούσε κάποια στιγμή κάτι τέτοιο, αυτός δεν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί. Ήταν τόσο όμορφη που μπορούσες να την βάλεις στο ράφι για διακόσμηση. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε. Ήθελε να γίνει δικός της με κάθε τρόπο. Ήταν δουλοπρεπής απέναντί της, λοιπόν. Από τότε. Την είχε θεοποιήσει και είχε βάλει τον εαυτό του στο ρόλο του προσκυνητή. Τώρα πια τα καταλάβαινε όλα αυτά, και τον ερέθιζε η σκέψη ότι θα μπορούσε να επιστρέψει σ’ εκείνη την κατάσταση. Μακριά από οικογένειες, τη γυναίκα του, το παιδί του… μόνο δικός της. Ποια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις τον είχε ωθήσει σε τέτοια όνειρα;
Τελικά έμεινε για τις υπόλοιπες ώρες της νύχτας με ένα σκοτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό του, με πρόστυχες σκέψεις για τη Μαριάννα των δεκαέξι με δεκαοχτώ ετών, και με ένα σκληρό και σηκωμένο πέος και με αρχίδια γεμάτα σπέρμα που θα έπρεπε να ξεφορτώσει κατά το πρωί, πριν ξυπνήσει η Δήμητρα ή το παιδί.
 
**
 
Την επόμενη μέρα πήγε σε έναν φίλο του γιατρό. Του ζήτησε να του υπογράψει ένα χαρτί που θα τον βοηθούσε να πάρει μια αναρρωτική άδεια δύο εβδομάδων. Μετά πήγε το χαρτί στον Γιάννη, τον διευθυντή. Συζήτησαν λίγο, κι εκείνος του είπε ότι καταλάβαινε ότι είχε άλλου είδους προβλήματα, αλλά θα προσπαθούσε να του δώσει την άδεια.
Η άδεια έγινε δεκτή, και πέρασαν τρεις ή τέσσερις μέρες έτσι, με τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, την εικόνα της Μαριάννας και όλο το βασανιστήριο. Η Δήμητρα δεν συζητούσε και πολύ μαζί του, προσπαθούσε να τον αφήσει να φροντίσει τον εαυτό του όπως εκείνος ήθελε. Μέσα σ’ αυτές τις μέρες μόνο μια φορά του πρότεινε να ασχολείται με διάφορα πράγματα, να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο χωρίς να κάνει τίποτα. Την πέμπτη μέρα, όμως, του πρότεινε να πάνε μαζί σ’ έναν γιατρό. Σ’ έναν ψυχίατρο. Ίσως εκείνος να τον βοηθούσε να το ξεπεράσει. «Ποιο να ξεπεράσω; Τι εννοείς;» ρώτησε τη Δήμητρα, κι εκείνη του είπε ότι έβλεπε πόσο απόμακρος ήταν όλη την ώρα και ότι το παιδί την είχε ρωτήσει άμα ήταν ερωτευμένος με κάποια άλλη. Ο Στέφανος γέλασε σ’ αυτό το σημείο. «Δεν νομίζω ότι είναι και πολύ έξυπνη κίνηση να περιμένουμε να αποτρελαθείς εντελώς…» «Μα, Δήμητρα… δεν τρελαίνομαι… ονειρεύομαι…»
Ναι, ήταν αλήθεια. Τελικά είχε αρχίσει να ονομάζει αλλιώς την κατάστασή του. Ήταν ονειροπόλος, λοιπόν. Ονειρευόταν τη Μαριάννα και ποιος ξέρει τι άλλο. Δεν έβλεπε ότι μερικές φορές δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ότι ο σφυγμός του ανέβαινε απότομα και ότι τον έπιαναν δυνατοί πονοκέφαλοι κατά στιγμές. Όλα αυτά δεν μπορούσε να τα εξηγήσει, αλλά πίστευε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος. Χρόνος για να γίνει τι, όμως; Πως θα περνούσε έτσι απλά; Αυτά ήταν πράγματα που δεν τον απασχολούσαν. Τα όνειρα που έκανε με τη Μαριάννα ήταν το ναρκωτικό του, το όπιό του. Τον έφτιαχναν, τον γέμιζαν ελπίδες για το μέλλον, τον έκαναν να χαμογελάει, να μην έχει σκυμμένο το κεφάλι. Ξεχνούσε, όμως, έτσι το παρόν, την πραγματικότητα, την οικογένειά του.
Την έκτη μέρα, η Δήμητρα του είπε ότι αν ήθελε να καταστραφεί, μπορούσε να το κάνει από μόνος του, χωρίς τη βοήθειά της και του παιδιού. Του είπε ότι και οι δύο τον αγαπούσαν, και ότι θα τον βοηθούσαν. Κι ότι αν ήθελε στην τελική τόσο πολύ να καταστραφεί, να πήγαινε στο διάολο και να ψοφούσε αλλού. Γι’ αυτό και τηλεφώνησε σε έναν ψυχίατρο και έκλεισε ραντεβού. Είπε στον γιατρό ότι ο ασθενής δεν ήθελε να έρθει επειδή θεωρούσε ότι ήταν καλά και του ανέφερε ορισμένα απ’ τα συμπτώματα. «Εντάξει», είπε στο τέλος, «θα έρθουμε πάση θυσία».
Ο ψυχίατρος μίλησε με τον Στέφανο. Τον ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό που τους έκανε να τον επισκεφτούν, κι εκείνος ήταν κατά βάση σοβαρός, αλλά μερικές φορές χαμογελούσε λόγω αμηχανίας. Ξεκίνησε να του λέει την σχετική ιστορία λέγοντας: «Η γυναίκα μου από ‘δω νομίζει ότι έχω κάποιο πρόβλημα, ότι χρειάζομαι βοήθεια, γι’ αυτό και…» Πάντως του είπε όλη την ιστορία. Του μίλησε για το πώς είχαν αρχίσει σταδιακά –ή μήπως ξαφνικά; δεν ήταν σίγουρος- οι σκέψεις και πώς οδηγήθηκε μέχρι το σχολείο που πήγαινε όταν ήταν έφηβος, και πώς βρήκε το μαχαίρι της Μαριάννας ελπίζοντας μια μέρα να της το επιστρέψει, και όλα τα σχετικά με τον Λευτέρη και τον Αλέξανδρο. Εν ολίγοις, του είπε τα πάντα, και την ίδια στιγμή η Δήμητρα από δίπλα του που τα άκουγε όλα για πρώτη φορά κόντευε να βάλει τα κλάματα.
«Θα μου δώσετε φάρμακα;»
«Νομίζω ότι θα πρέπει να πάρεις φάρμακα, Στέφανε», του είπε ο ψυχίατρος. «Δεν είναι τίποτα, όμως, μην ανησυχείς. Θα πρέπει να πάρεις κι άλλη άδεια, και όχι μόνο δύο εβδομάδων, μιας και τα φάρμακα θα κάνουν κάποιες μέρες μέχρι να ενεργήσουν. Εξάλλου, θα μας πάρει κάποιο καιρό μέχρι να βρούμε την κατάλληλη δόση». Κι ύστερα στράφηκε προς την Δήμητρα. «Θα πρέπει να κάνετε υπομονή», της είπε.
«Θα τελειώσει ποτέ αυτή η ιστορία;» Ρώτησε εκείνη το γιατρό λίγο πριν φύγουν.
«Θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε να τελειώσει οριστικά», της απάντησε.
Γύρισαν στο σπίτι πικραμένοι. Ο Στέφανος ξάπλωσε στον καναπέ και ζήτησε από τη Δήμητρα να του φέρει μια κουβέρτα. Η Δήμητρα τον σκέπασε και έμεινε δίπλα του χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά και λέγοντάς του ότι θα το ξεπεράσουν μέχρι που εκείνος κοιμήθηκε. Κι ύστερα έβαλε τα κλάματα. Έκλαψε με λυγμούς και πήγε στην κουζίνα για να μην τον ξυπνήσει. Λίγο αργότερα η Βέρα μπήκε μέσα.
«Μαμά κλαις;» Ρώτησε.
Η Δήμητρα σκούπισε γρήγορα τα δάκρυά της. Θα της έλεγε ότι όχι, δεν έκλαιγε, αλλά ήταν προφανές. Από πάντα σκεφτόταν ότι έπρεπε να αντιμετωπίζει την κόρη της με ειλικρίνεια, και όχι υποτιμώντας την με τον οποιοδήποτε τρόπο. Δεν ήθελε να γεμίσει το παιδί της με αμφιβολίες. Γι’ αυτό, λοιπόν, της είπε ότι ναι, έκλαιγε, και ότι ήταν λίγο λυπημένη, και γονάτισε και αγκάλιασε το παιδί και έκλαψε στην αγκαλιά του.
«Εγώ, όμως, δεν θέλω να είσαι λυπημένη», της είπε η μικρή.
«Το ξέρω», της είπε η Δήμητρα. «Απλά… ο μπαμπάς είναι λίγο άρρωστος τώρα».
Η Βέρα κοίταξε τη μητέρα της στα μάτια, έτοιμη να κλάψει κι αυτή, και την ρώτησε:
«Δηλαδή θα πεθάνει;»
«Όχι, κοριτσάκι μου, όχι», έσπευσε να την επιβεβαιώσει η Δήμητρα, «δεν θα πεθάνει. Θα γίνει καλά, θα το δεις. Θα γίνει καλά και όλα θα γίνουν όπως πριν. Για να μην σου πω και καλύτερα. Θα το δεις».
«Ε, τότε μην κλαις, ρε μαμά».
Η Δήμητρα γέλασε πίσω από τα δάκρυά της. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν δεν είχε τη μικρή. Το παιδί λειτουργούσε θεραπευτικά, προφανώς. Ήταν ένας παραπάνω λόγος για να συνεχίσει να προσπαθεί. Γιατί αν έκρινε από τον άντρα της, τότε μάλλον θα έπρεπε να τα παρατήσει εντελώς και να περιμένει πότε θα έφτανε το τέλος τους.
Ο Στέφανος κοιμόταν αρκετές ώρες τη μέρα. Τα φάρμακα του έφερναν υπνηλία. Σύντομα πήρε και μερικά κιλά. Συνήθως ήταν ήρεμος, αλλά μερικές φορές έβαζε τα κλάματα και ένιωθε σαν να βρισκόταν σε απόγνωση… βλαστημούσε για όλα όσα είχε περάσει όσο ήταν έφηβος και για όλες τις λάθος αποφάσεις που είχε πάρει. Η Δήμητρα δεν καταλάβαινε και πολλά, και προσπαθούσε να μην επηρεάζεται από τα λόγια του. Μόνο μια φορά τον άκουσε όταν της μίλησε για τη Μαριάννα. Της είπε ότι ήταν πανέμορφη και ότι την είχε ερωτευτεί σαν τρελός. Κι ύστερα άρχισε να της λέει τις φαντασιώσεις του, και της είπε πόσο ένοχος ένιωθε απέναντί της που έκανε τέτοιες σκέψεις και άρχισε να της ζητάει απανωτές συγνώμες, μέχρι που εκείνη του είπε ότι δεν την πείραζε και ότι το πιο σημαντικό ήταν εκείνος να γίνει καλά. Κι όταν της είπε ότι αν ποτέ γινόταν καλά, τότε θα πήγαινε να βρει τη Μαριάννα και να της μιλήσει, η Δήμητρα ένιωσε σαν να της έλεγε ότι θα πήγαινε να περπατήσει στο φεγγάρι.
Ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε η Δήμητρα. Ο Στέφανος την άκουσε να μιλάει, ξαπλωμένος πάντα στον καναπέ, κι ύστερα την είδε να τον πλησιάζει απ’ την κουζίνα.
«Εσένα ζητάνε», του είπε. «Λέει ότι είναι ένας φίλος σου, κάποιος Λευτέρης».
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε. Μόρφασε. Κι ύστερα της είπε ότι θα του μιλούσε.
«Ναι».
«Στέφανε; Ο Λευτέρης είμαι».
«Ναι, το ξέρω… τι κάνεις;»
«Εγώ καλά είμαι. Εσύ τι κάνεις; Μου είπε η γυναίκα σου ότι είσαι λίγο άρρωστος».
«Καλά σου είπε, έτσι είναι. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Τι μπορείς να κάνεις για μένα; Πώς τα λες έτσι; Απλά μιας και συναντηθήκαμε πριν κάποιο καιρό, είπα να πάρω ένα τηλέφωνο να δω τι κάνεις. Βρήκα το σταθερό σου από τον τηλεφωνικό κατάλογο, και… Τέλος πάντων… θα ήθελες να περάσω καμιά βόλτα; Έχω νέα… για τη Μαριάννα».
«Δεν… ξέρω…» Το θέμα της Μαριάννας του φαινόταν εδώ και κάποιο καιρό σαν κάτι το απαγορευμένο. Τον δυσκόλευε και μόνο η σκέψη αυτού του ζητήματος, τον έκανε να νιώθει άβολα και απορροφούσε όλες τις δυνάμεις του… τον κούραζε. «Αν θες, πάντως, πέρνα καμιά βόλτα από ‘δω… θα ήθελα λίγη παρέα. Έχω πολύ καιρό να δω άνθρωπο».
«Τι έχεις; Είναι κάτι σοβαρό;»
«Μην το ψάχνεις τώρα. Τη διεύθυνση αν θες τη βρίσκεις στον κατάλογο. Αν θέλεις πέρνα καμιά μέρα… έτσι κι αλλιώς είμαι διαρκώς στο σπίτι».
«Εντάξει, θα περάσω κάποια στιγμή να τα πούμε…»
«Όποτε θες. Θα περιμένω».
Χαιρετήθηκαν και ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο. Χαμογέλασε για μια στιγμή. Ναι, ήταν αλήθεια ότι χρειαζόταν λίγη παρέα. Τις τελευταίες βδομάδες ένιωθε πραγματικά άρρωστος, για να μην αναφερθεί κανείς στις παρενέργειες των φαρμάκων, όπως η υπνηλία, η αύξηση του βάρους και τα προβλήματα που δημιουργούσε στο σεξ. Αλλά έτσι κι αλλιώς είχε πολύ καιρό να αγγίξει τη Δήμητρα… από τότε που είχε αρχίσει όλη αυτή η ιστορία με τη Μαριάννα. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή του που αυτό το κορίτσι (σαν κορίτσι την είχε ερωτευτεί, όχι σαν γυναίκα) τον αναστάτωνε και ουσιαστικά τον κατέστρεφε. Και οι ευθύνες ήταν όλες δικές του, η Μαριάννα δεν είχε καν ιδέα ότι όλα αυτά συνέβαιναν. Βέβαια, υπήρχαν φορές που τον είχε προκαλέσει τότε… παλιά… Αλλά έτσι κι αλλιώς, υπήρχαν φορές που είχε προκαλέσει –ερωτικά, τουλάχιστον- τους πάντες τότε. Αυτή ήταν η Μαριάννα. Το όνειρο του καυλωμένου εφήβου. Αν, όμως, αυτό την περιέγραφε ολοκληρωτικά, τότε γιατί ο Στέφανος δεν μπορούσε να πάρει το μυαλό του από τη σκέψη της;
Για να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, έλεγε στον εαυτό του ότι είναι άρρωστος. Και αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος. Δεν είχε να κάνει μ’ εκείνην, είχε να κάνει με τον εαυτό του. Αυτό, τουλάχιστον, καταλάβαινε ο ίδιος. Μερικές φορές, πάντως, ένιωθε ότι την υποτιμούσε σαν άνθρωπο και σαν γυναίκα. Άλλες φορές ότι τη θαύμαζε. Δεν είχε σημασία τι απ’ τα δύο ένιωθε πια. Προσπαθούσε να αγνοήσει και τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Αυτός, εξάλλου, δεν ήταν εν μέρει ο σκοπός του φαρμάκου;
 
**
 
Ο Λευτέρης ήρθε ένα απόγευμα, όταν είχε πια νυχτώσει. Η μικρή ήταν στο δωμάτιό της και η Δήμητρα κάθισε για λίγο μαζί τους. Ο Στέφανος κάποτε δεν θα επέτρεπε στον Λευτέρη να γνωρίσει την Δήμητρα, αλλά με όλα όσα είχαν συμβεί τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Είχε σπάσει ο τσαμπουκάς του. Σε λίγο θα γινόταν καλός με όλους, θα ζητούσε συγχώρεση απ’ τους όποιους εχθρούς του και απ’ το Θεό και θα αφιέρωνε τη ζωή του στο να βοηθάει όσους το είχαν ανάγκη. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή… ελπίζω να καταλαβαίνετε τι εννοώ. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και επειδή είχε περάσει βδομάδες μοναξιάς, δέχτηκε με χαρά τον Λευτέρη και τη γνωριμία του με τη Δήμητρα. Ο Λευτέρης απ’ την άλλη φόρεσε την ευγενική του μάσκα και κάθισε στον καναπέ τους, διαγώνια απ’ τον Στέφανο και απέναντι απ’ τη Δήμητρα. Συζήτησαν για λίγο, αλλά η Δήμητρα κατάλαβε ότι ο Λευτέρης μασούσε τα λόγια του, ότι κάτι ήθελε να πει στον Στέφανο, και αποφάσισε να φύγει με την πρόφαση ότι έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί. Ήταν περασμένες έξι. Κι όταν έμειναν οι δυο τους στο σαλόνι, ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο:
«Ωραία πυτζάμα», κι ύστερα γέλασε.
«Δε μας χέζεις, ρε…»
«Τι ακριβώς έχεις; Γιατί είσαι κλεισμένος μέσα; Δηλαδή… είπες ότι έχεις πολύ καιρό να δεις άνθρωπο, και όντως μοιάζεις λίγο με φάντασμα. Είσαι κάπως χλωμός».
«Δεν είμαι χλωμός».
«Είσαι».
«Καλά».
«Τι έχεις; Είναι κάτι σοβαρό;»
«Αν θες τη γνώμη μου είναι σοβαρό. Δεν μπορώ να δουλέψω, μου είναι δύσκολο να βγω απ’ το σπίτι… ξέρω γω… Λέμε ψέματα και στη μικρή για να μην σκεφτεί ότι ο μπαμπάς της… Τέλος πάντων».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Έχω κατάθλιψη», του είπε.
Ο Λευτέρης μόρφασε. «Γιατί νομίζω ότι μου λες ψέματα;»
«Νόμιζε ό,τι θέλεις, αυτή είναι η αλήθεια».
«Εντάξει», είπε, «εντάξει. Παίρνεις τίποτα φάρμακα; Πηγαίνεις σε κάποιον ψυχολόγο;»
«Παίρνω κάτι χάπια».
«Ειλικρινά… δεν ξέρω πώς είναι κάποιος που έχει κατάθλιψη, αλλά εσύ…»
«Μην το συζητάς. Πες μου καλύτερα τι νέα έχεις».
«Για τη Μαριάννα;»
«Ξέρω γω… για ό,τι θες».
«Ωραία», του είπε ο Λευτέρης. «Θα σου πω…»
Δεν μίλησε κανείς για λίγο.
«Ε, λέγε», είπε τελικά ο Στέφανος.
«Η Μαριάννα σπούδασε στην Αθήνα. Στη φιλοσοφική σχολή ή κάτι τέτοιο. Μετά δούλεψε σ’ ένα φροντιστήριο στα Τρίκαλα. Ο πατέρας της ήταν απ’ τα Τρίκαλα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι… δούλευε κάποτε εδώ, είχε μια κλινική μαζί με κάτι άλλους γιατρούς, αλλά μετά αρρώστησε και επέστρεψε στα Τρίκαλα».
«Ναι, θυμάμαι ότι ο πατέρας της ήταν γιατρός και ότι είχε μια κλινική με το όνομά του».
«Καρδιοχειρουργός ήταν, και έβγαζε τρελά λεφτά. Είχε κάνει διάφορες εγχειρήσεις, τον έβλεπα και στα τοπικά κανάλια συχνά. Τέλος πάντων, αρρώστησε και πούλησε την κλινική στους συνεργάτες του, και τότε έφυγαν οικογενειακώς. Κι αυτά είναι όλα όσα ξέρω, ειλικρινά».
«Και που τα έμαθες όλα αυτά;»
«Με αμφισβητείς, έτσι δεν είναι; Αφού δεν πρόκειται να με πιστέψεις τότε γιατί με ρωτάς;»
«Απλά ήμουν περίεργος να ακούσω τα παραμύθια που θα μου αραδιάσεις προκειμένου να γελάσεις μαζί μου».
«Δεν ξέρω αν είναι παραμύθια ή όχι. Αυτά είναι όσα έμαθα. Επομένως, αν θες να ψάξεις να τη βρεις, ψάξε στα Τρίκαλα. Το επίθετο του πατέρα της ήταν Ιωάννου. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, πήγαινε και ψάξε στους καταλόγους, ή κάνε ό,τι νομίζεις».
«Κι εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Δεν θα σε πειράξει αν τη βρω;»
«Τα πράγματα δεν είναι όπως τότε, ξέρεις. Έχουμε αλλάξει. Ή τουλάχιστον εγώ έχω αλλάξει, γιατί απ’ ό,τι βλέπω εσύ είσαι όπως τότε. Κολλημένος σε μια Μαριάννα και κοντράρεις εμένα».
«Δεν είναι έτσι», του είπε ο Στέφανος. «Για πολλά χρόνια δεν σκεφτόμουν τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε εσένα, ούτε τη Μαριάννα».
«Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Αυτά είναι όσα έμαθα. Τώρα εσύ κάνε ό,τι θες».
«Που τα έμαθες;»
«Έχω άκρες στην πόλη. Έχω γνωστούς. Τι νομίζεις, ότι δεν ξέρω την πόλη μου;»
Ο Στέφανος μόρφασε με αηδία.
«Έχεις και μια κόρη, ε; Αν κατάλαβα καλά…»
«Έχω», του απάντησε ο Στέφανος. «Μάλλον είναι στο δωμάτιό της τώρα».
«Τι τάξη πάει;»
«Πρώτη δημοτικού».
«Να σου ζήσει».
«Ευχαριστώ».
Συζήτησαν λίγο ακόμη περί ανέμων και υδάτων, για πράγματα τα οποία δεν είχαν καμία σημασία, κι όταν πέρασε η ώρα, ο Λευτέρης τον χαιρέτησε και έφυγε. Ο Στέφανος πήγε να δει τι έκανε η μικρή. Έπαιζε με τις κούκλες της. Διάφορα παιχνίδια είχαν μαζευτεί δίπλα στην άσπρη ντουλάπα. Ένας θεός ξέρει ποιος θα τα μάζευε αυτά μετά. Κάθισε λίγο μαζί της και έκαναν παρέα ο ένας στον άλλον. Η Βέρα είχε πάψει να ρωτάει τι έχει ο μπαμπάς, αφού έπαιρνε συνέχεια την ίδια απάντηση: Ο μπαμπάς είναι απλά λίγο άρρωστος.
Ο Στέφανος έβγαλε απ’ το μυαλό του όλα όσα είχε μάθει για τη Μαριάννα απ’ τον Λευτέρη. Είχε συνειδητοποιήσει ότι θα περνούσε διάφορες φάσεις μέχρι να βελτιωθεί η κατάστασή του και να ξεχάσει οριστικά. Είχε, ωστόσο, μια περιέργεια να τη γνωρίσει από κοντά. Να της μιλήσει, να την ακουμπήσει, να μάθει τι είδους άνθρωπος ήταν μετά από όλα αυτά τα χρόνια, να δει τι είχε απογίνει...
Προτίμησε –προς το παρόν- να βάλει τέλος σ’ αυτές τις σκέψεις.
 
**
 
Ο Στέφανος πέρασε τέσσερις ακόμη μήνες κλεισμένος μέσα στο σπίτι, στην ίδια πάντα κατάσταση. Η Δήμητρα στεκόταν στο πλευρό του όπως και πρώτα, το ίδιο και ο γιατρός, με τον δικό του, επαγγελματικό –αν μπορούμε να τον πούμε έτσι- τρόπο. Μια φορά το μήνα τον επισκέπτονταν, κι εκείνος άκουγε όσα είχαν να του πουν. Όσα είχε να πει ο Στέφανος κυρίως, μιας και η Δήμητρα περίμενε απ’ έξω. Εκείνη έμπαινε αργότερα στο γραφείο και έμενε μόνη της με το γιατρό. Ο Στέφανος ποτέ δεν τη ρώτησε τι λέγανε. Όχι ότι δεν τον ενδιέφερε, αλλά του αρκούσε που την έβλεπε να βγαίνει από εκείνη την αίθουσα με ένα αχνό χαμόγελο και το πρόσωπό της κομματάκι πιο λαμπερό. Αυτό έκανε και τον ίδιο χαρούμενο. Μάλιστα, μια φορά όταν βγήκαν από το κτίριο που στέγαζε το γραφείο του γιατρού, μια καινούρια πολυκατοικία κάπου στο κέντρο της πόλης, εκείνη τον έπιασε απ’ το χέρι και του είπε: «Θα το ξεπεράσουμε».
Κατά καιρούς, σχεδόν κάθε δεύτερη βδομάδα δηλαδή, περνούσε ο Λευτέρης από το σπίτι. Μιλούσαν οι δυο τους, λέγανε διάφορα, και η ώρα περνούσε ευχάριστα. Μια μέρα ο Στέφανος κόντεψε να του πει την αλήθεια. Ότι, δηλαδή, δεν είχε κατάθλιψη, και ότι το πραγματικό του πρόβλημα ήταν αυτό που αν θυμόταν καλά είχε χαρακτηριστεί ως ψυχωσική συνδρομή. Ότι δεν μπορούσε να πάρει το μυαλό του από τα γεγονότα και τις καταστάσεις του παρελθόντος, και ιδιαίτερα απ’ τη Μαριάννα. Ντρεπόταν οπωσδήποτε να του πει για τη Μαριάννα. Ήταν σίγουρος ότι του Λευτέρη θα του φαινόταν -το λιγότερο- ξεκαρδιστικό.
Ο Στέφανος μια μέρα ρώτησε τον Λευτέρη για την αδερφή του. Προσπάθησε να κάνει την ερώτηση με όσο το δυνατόν πιο αθώο ύφος, έτσι ώστε να μην τον παρεξηγήσει ο Λευτέρης με κανέναν τρόπο. Εκείνος του είπε ότι η Αθανασία έμενε μαζί του, και ότι ήταν καλά. Είχε τελειώσει τη σχολή της πριν χρόνια, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά. Δούλευε, του είπε, ως σερβιτόρα σε μια καφετέρια για έναν μικρό μισθό που έπαιρνε στην αρχή κάθε μήνα. Ο Στέφανος ένιωσε ότι ο Λευτέρης του έλεγε ψέματα εκείνη τη μέρα. Το κατάλαβε απ’ το ύφος του, απ’ την αμηχανία του και απ’ τον τρόπο που έψαχνε να βρει τι θα πει… Προφανώς, λοιπόν, του είχε αραδιάσει μια ψεύτικη ιστορία. Δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση, δεν ήθελε να τον πιέσει παραπάνω.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Στέφανος άρχισε να κάνει διάφορες μικροδουλειές μέσα και έξω απ’ το σπίτι προκειμένου να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο. Ο γιατρός είχε πει ότι το να αλλάζει παραστάσεις θα τον βοηθούσε πιθανότατα. Στην αρχή του ήταν δύσκολο να βγαίνει έξω, να πηγαίνει για ψώνια ή να πηγαίνει και να παίρνει τη μικρή απ’ το σχολείο, ή να πληρώνει τους λογαριασμούς, αφού είχε συνηθίσει στο εσωτερικό του σπιτιού, στο ίδιο περιβάλλον για μήνες. Μάλιστα, την πρώτη φορά τον έπιασε ένας ελαφρύς πονοκέφαλος, αλλά είχε σκοπό να το ξεπεράσει, γι’ αυτό και επέμεινε. Ανεξάρτητα από το πώς ένιωθε, προσπαθούσε να βγαίνει έξω κάθε μέρα και να βοηθάει τη Δήμητρα σε διάφορες δουλειές που εκείνη δεν μπορούσε να κάνει λόγω της δουλειάς της στο κατάστημα.
Μια μέρα πήρε τη μικρή απ’ το σχολείο, κρέμασε την τσάντα της στον ώμο του και την έπιασε απ’ το χέρι για να περπατήσουν μαζί. Της είπε ότι θα πήγαιναν να πάρουν τη μαμά απ’ το μαγαζί για να πάνε μια βόλτα. Η μικρή τον ρώτησε αν είχε γίνει καλά, αν είχε περάσει η αρρώστια και αν ήταν σίγουρο, πλέον, ότι δεν θα πέθαινε.
«Τι ‘ναι αυτά που λες, Βέρα; Ποιος σου είπε ότι θα πέθαινα;»
«Κανείς. Μόνη μου το σκέφτηκα…»
«Να μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα», της είπε και σταμάτησε. Δεν ήξερε αν μπορούσε να της λέει τι θα σκέφτεται, αλλά δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να σκέφτεται το θάνατο του πατέρα της. «Θα γίνω καλά, εντάξει; Στο υπόσχομαι. Θα γίνω καλά και όλα θα είναι όπως πριν. Εγώ, εσύ κι η μαμά».
«Κι η γιαγιά;»
Η γιαγιά ήταν η μητέρα της Δήμητρας, η οποία ζούσε στο Ναύπλιο. Η Δήμητρα ήταν απ’ την Πελοπόννησο.
«Κι η γιαγιά», την επιβεβαίωσε ο Στέφανος.
«Μπορούμε να πάρουμε και ένα σκυλάκι;» Συνέχισε η Βέρα.
«Θα δούμε, Βέρα… Θα δούμε…»
Εκείνη τη μέρα βγήκαν έξω οι τρεις τους. Η Δήμητρα έφυγε νωρίς από το μαγαζί αφήνοντας για ακόμη μια φορά την Πηνελόπη να το κλείσει. Πήγανε σε ένα εστιατόριο για φαγητό. Η Δήμητρα έβλεπε ότι η κατάσταση του Στέφανου είχε αρχίσει να βελτιώνεται και είχε αρχίσει να παίρνει θάρρος. Ήθελε πολύ να τον ρωτήσει αν τελικά θα προσπαθούσε να βρει τη Μαριάννα, αλλά δεν τολμούσε να θίξει το θέμα. Φοβόταν μήπως αυτό δημιουργούσε προβλήματα, μήπως ο Στέφανος επέστρεφε στην κατάσταση που βρισκόταν και πριν. Το θέμα, ωστόσο, έθιξε ο ίδιος ο Στέφανος λίγο αργότερα, όταν πήγαν τη μικρή στο λούνα παρκ. Η Βέρα είχε ανεβεί σε ένα τρενάκι και είχε ξετρελαθεί απ’ τη χαρά της. Ο Στέφανος και η Δήμητρα κάθονταν σε ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα και φρόντιζαν να μην τη χάσουν από τα μάτια τους.
«Φαίνεται πολύ χαρούμενη, ε;»
«Ναι», είπε ο Στέφανος. «Με ρώτησε αν θα πεθάνω».
«Ναι, ξέρω… Της είχα πει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν σταμάτησε να ανησυχεί. Πώς νιώθεις τώρα που είσαι καλύτερα;»
«Πώς να νιώθω;» Τη ρώτησε, και η Δήμητρα ένιωσε μια απογοήτευση στη φωνή του. «Δεν ξέρω… απλά νιώθω κάπως περισσότερο ελεύθερος. Εδώ και τόσους μήνες φοβόμουν ότι δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ήθελα απ’ τη Μαριάννα».
«Και που κατέληξες;»
«Πουθενά».
Δεν μίλησαν για λίγο. Η Δήμητρα, ωστόσο, ήθελε να μάθει τι είχε στο μυαλό του.
«Και με το μαχαίρι τι θα κάνεις;»
«Ποιο μαχαίρι;»
«Αυτό που βρήκες στο σχολείο, το μαχαίρι της Μαριάννας».
Ο Στέφανος ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία. «Δεν ξέρω», είπε. «Ίσως κάποια στιγμή να προσπαθήσω να της το επιστρέψω».
«Πού θα τη βρεις;»
«Ο Λευτέρης έμαθε ότι μάλλον βρίσκεται στα Τρίκαλα».
Ακόμη δύο ή τρία λεπτά σιωπής ακολούθησαν. Η Δήμητρα έβραζε μέσα της από την ανησυχία.
«Θα πας να τη βρεις;» Τον ρώτησε τελικά.
«Τι;»
Είχε μιλήσει σιγά, ο Στέφανος δεν την είχε ακούσει.
«Λέω…» επανέλαβε «…Θα πας να τη βρεις;»
«Δεν ξέρω».
«Είσαι ερωτευμένος μαζί της;»
Γύρισε και την κοίταξε, κι ύστερα έπιασε το χέρι της. «Δήμητρα σ’ αγαπάω», της είπε. «Και αγαπάω την κόρη μας. Η Μαριάννα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αρρώστια που πρέπει να θεραπεύσω. Τίποτα παραπάνω από ένα ψυχολογικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να ξεπεράσω. Δεν θέλω να ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω».
«Είναι υπόσχεση αυτό;»
Δεν της απάντησε αμέσως. Γύρισε από την άλλη, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του και τελικά έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς τη Βέρα, που σε λίγο θα κατέβαινε απ’ το τρένο.
«Όχι», της είπε, τελικά. «Δεν είναι υπόσχεση. Θα ήθελες να είναι υπόσχεση;»
«Δεν ξέρω. Δεν νιώθω και πολύ αισιόδοξη έτσι κι αλλιώς. Αλλά μην νομίζεις ότι θα προσπαθήσω να σε πιέσω. Αν αυτό είναι που έχεις ανάγκη, εγώ το σέβομαι. Αλλά θα μου επιτρέψεις να έχω τις αμφιβολίες μου».
«Μερικές φορές νιώθω πολύ τυχερός που είμαι μαζί σου», της είπε. Κάποτε, όταν ήταν μαζί από το πανεπιστήμιο ακόμη, σκεφτόταν ότι δεν έπρεπε να της λέει όσα πραγματικά ένιωθε για εκείνην, πολύ απλά για να μην της δώσει πολλά δικαιώματα, για να μην εκμεταλλευτεί τα συναισθήματά του προς όφελός της. Δεν την εμπιστευόταν. Αυτή, όμως, ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει με το γάμο τους. Ή μάλλον δεν ήταν συμφωνία, ήταν πολλά περισσότερα από μια απλή συμφωνία. Ήταν ένας δεσμός που επικύρωνε αυτά στα οποία βασιζόταν. Στο σεβασμό, την αφοσίωση, καθώς και σε μερικά πιο κλισέ πράγματα, όπως η αγάπη. Γι’ αυτό και μετά το γάμο –και ιδιαίτερα μετά τη γέννηση του παιδιού- επέτρεψε στον εαυτό του να ανοίξει την καρδιά του και να της δώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα.
Η μικρή ήρθε τρέχοντας προς το μέρος τους και αγκάλιασε τη μητέρα της. Τους ζήτησε αν γινόταν να γυρίσουν στο σπίτι γιατί είχε κουραστεί κάπως. Πήραν, έτσι, το δρόμο του γυρισμού.
 
**
 
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Λευτέρης τηλεφώνησε στον Στέφανο. Το σήκωσε η μικρή.
«Γεια σας», είπε.
«Γεια σου, κοριτσάκι μου. Πως σε λένε;»
«Βέρα», είπε το κορίτσι. «Εσείς πως λέγεστε;»
«Εγώ είμαι ο Λευτέρης. Είμαι φίλος του πατέρα σου. Ο μπαμπάς τι κάνει;»
«Είναι στη κουζίνα. Θέλετε να τον φωνάξω;»
«Ναι, μικρή μου, φώναξέ τον αν μπορείς».
Η Βέρα πήγε στην κουζίνα και είπε στον πατέρα της ότι τον ζητούσαν στο τηλέφωνο. Είπε ότι ήταν κάποιος φίλος του που τον έλεγαν Λευτέρη. Ο Στέφανος πήγε στο σταθερό και έπιασε το ακουστικό.
«Ναι».
«Στέφανε; Ο Λευτέρης είμαι. Τι κάνεις;»
«Θα έλεγα ότι είμαι καλύτερα», του απάντησε.
«Γίνεται να περάσω σε λίγο να τα πούμε; Μήπως θα ενοχλήσω;»
«Όχι, άσε… ας βρεθούμε έξω καλύτερα. Τι λες;»
«Είσαι σίγουρος; Θα τα καταφέρεις;»
Ο Στέφανος γέλασε. «Μην ανησυχείς», του είπε. «Αν δω ότι έχω κάποιο πρόβλημα, πολύ απλά θα γυρίσω πίσω».
«Εντάξει», είπε ο Λευτέρης. «Το να συναντηθούμε έξω θα ήταν ό,τι καλύτερο. Άλλωστε κοντεύει καλοκαίρι και έχει μεγαλώσει αρκετά η μέρα… θα είναι ωραία έξω».
«Να συναντηθούμε στο λιμάνι σε μισή ώρα;»
Συμφώνησαν. Ο Στέφανος πέρασε λίγα λεπτά ακόμη με τη μικρή και τη Δήμητρα, και τους είπε ότι θα πήγαινε μια βόλτα με το Λευτέρη. Αργότερα ξεκίνησε για το λιμάνι.
Ο Λευτέρης τον περίμενε στην είσοδο του λιμανιού. Φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι και είχε κόψει τα μαλλιά του. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι έδειχνε ανανεωμένος, και του το είπε, κι εκείνος τον ευχαρίστησε χαμηλόφωνα, σημάδι που έδειχνε ότι κάτι τον απασχολούσε.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Έλα να κάτσουμε σε ένα παγκάκι».
Περπάτησαν μαζί δίπλα από τις άκρες του λιμανιού, δίπλα από δεμένες βάρκες, μερικές μικρές και μερικές μεγαλύτερες. Τα σκάφη βρίσκονταν από την άλλη πλευρά. Μερικοί άνθρωποι μεγάλης ηλικίας ψάρευαν, κάποιος είχε βγάλει κιόλας κάτι και το είχε ακουμπήσει δίπλα του.
Κάθισαν σε ένα παγκάκι που έβλεπε προς το νερό.
«Λοιπόν; Θες να μου πεις κάτι;»
«Καταρχήν θέλω να σου ζητήσω συγνώμη».
Ο Στέφανος ξαφνιάστηκε. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε ποτέ. Ούτε τότε που ήταν συμμαθητές και κάθονταν στο ίδιο θρανίο, ούτε μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
«Για ποιο πράγμα;» Τον ρώτησε.
«Σου είπα ψέματα. Για τη Μαριάννα, δηλαδή. Δεν είχε φύγει για τα Τρίκαλα. Είχε φύγει για μια άλλη πόλη που βρίσκεται στο νομό Τρικάλων… Άγιος Δημήτριος λέγεται».
«Και γιατί…»
«Δεν ξέρω… Ίσως επειδή στην πραγματικότητα δεν ήθελα να τη βρεις. Δεν ξέρω γιατί τα κάνω αυτά τα πράγματα… Απλά… Μερικές φορές νιώθω ότι μου έχουν συμπεριφερθεί τόσο άδικα… Ότι όλη μου η ζωή έχει κριθεί από τον άδικο τρόπο με τον οποίο μου έχουν συμπεριφερθεί οι άλλοι… Πρώτα απ’ όλα οι γονείς μου, που με εγκατέλειψαν μαζί με την αδερφή μου. Με τη γιαγιά μας μεγαλώσαμε, κι εκείνοι πήραν ό,τι οικονομίες είχαν κάνει από τα πρώτα χρόνια της γέννησής μας και την κοπάνισαν, έγιναν καπνός. Η αδερφή μου γεννήθηκε με κινητικά προβλήματα. Από τότε που πέθανε η γιαγιά μας, ευτυχώς έζησε πολλά χρόνια, φροντίζω εγώ την Αθανασία. Και θα μπορούσα, ξέρεις, να στραφώ στην πίστη… σε κάποια πίστη… στο Θεό, ας πούμε… θέλω απεγνωσμένα να πιστέψω, να έχω ελπίδες… αλλά δεν μπορώ. Και σου είπα ψέματα γιατί δεν δέχομαι να είσαι εσύ, συγκεκριμένα εσύ, ευτυχισμένος με τη Μαριάννα. Τι ήμουν εγώ για τη Μαριάννα τότε; Ένας τύπος που την τριγύριζε με στόχο να την ρίξει στο κρεβάτι. Εσύ, όμως, ήσουν ερωτευμένος μαζί της… και να είσαι σίγουρος ότι εκείνη το ήξερε αυτό, και της άρεζε… εγώ δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να της δώσω. Τίποτα...»
Ο Στέφανος χαμογέλασε αμυδρά. Δεν ήξερε αν αυτό θα ήταν προσβλητικό για τον Λευτέρη, αλλά ένιωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Δεν ξέρω αν ισχύουν αυτά που λες… δεν νομίζω ότι ήμουν κανένας ιδιαίτερος για τη Μαριάννα…»
«Ήσουν πιο ιδιαίτερος από μένα… κι αυτό είναι που προσπαθώ να σου πω…»
«Λευτέρη… δεν ξέρω τι να πω… Λοιπόν… που θα βρω τι Μαριάννα;»
«Η Μαριάννα κατάγεται απ’ τον Άγιο Δημήτριο. Σου είπα, είναι μια πόλη στο νομό Τρικάλων. Είχα πάει μια φορά με ένα φίλο μου που τα είχε μαζί της… με τη Μαριάννα, εννοώ».
«Ποιος ήταν αυτός ο φίλος σου;»
«Δεν τον ξέρεις. Και ούτε κι εγώ θέλω να τον ξέρω πια. Δεν έχει σημασία», είπε ο Λευτέρης.
«Είναι παντρεμένη;»
«Τότε δεν ήταν. Δίδασκε σε ένα φροντιστήριο. Δούλευε, δηλαδή, ως φιλόλογος. Κι έμενε στο πατρικό της…» Έβγαλε από την τσέπη του εκείνο το ίδιο μπλοκάκι που είχε βγάλει όταν του είχε δώσει το τηλέφωνό του, έγραψε κάτι και το έδωσε στον Στέφανο.
«Τι ‘ναι αυτό;»
«Είναι η διεύθυνση του πατρικού της. Είναι ένα διώροφο κτίριο. Η Μαριάννα έμενε στον δεύτερο. Ή τουλάχιστον τότε ήταν διώροφο… μας είχε πει ότι αυτή και η μητέρα της σκόπευαν να χτίσουν από πάνω για να νοικιάζουν διαμερίσματα. Σου το λέω σε περίπτωση που το δεις και δεν το αναγνωρίσεις. Έχει και πυλωτή… είναι πολύ όμορφο».
Ο Στέφανος δεν ήξερε αν έπρεπε να τον ευχαριστήσει. Σκέφτηκε ότι θα γινόταν μεγάλο καθίκι αν του έλεγε κάτι που θα προκαλούσε τον ανταγωνισμό του, και σίγουρα δεν ήθελε κάτι τέτοιο.
«Σ’ ευχαριστώ», του είπε.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και οι δύο. Ο Στέφανος ένιωθε ικανοποιημένος από τον τρόπο που είχε εξελιχτεί η συζήτηση. Για να πει κανείς την αλήθεια, τα όσα του είχε εκμυστηρευτεί –και παραδεχτεί- ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος για τον Στέφανο, και τον έκαναν να νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του. Ο Λευτέρης, από την άλλη, ένιωθε επίσης ικανοποιημένος με την καλή πράξη που είχε κάνει. Με το να πει, δηλαδή, την αλήθεια στον Στέφανο σχετικά με εκείνη την πόλη, τον Άγιο Δημήτριο. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε ότι είχε μέσα του και μια δόση θυμού. Ίσως και φθόνου.
«Έλα», είπε στον Στέφανο. «Πάμε απ’ το σπίτι μου. Για λίγο μόνο. Θα γνωρίσεις και την αδερφή μου».
Το χαμόγελο του Στέφανου έγινε ακόμη πιο πλατύ. Η πρώτη σκέψη ήταν να αρνηθεί. Δεν του άρεζαν και πολύ οι νέες γνωριμίες, τον έκαναν να νιώθει άβολα, αλλά πάντα είχε την περιέργεια να δει την μικρή Αθανασία. Την είχε συμπαθήσει από τότε που είχε ακούσει πρώτη φορά γι’ αυτήν, από τότε που την είχε αναφέρει ο Λευτέρης όταν ήταν ακόμη παιδιά οι δυο τους, αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει. Οπότε, ναι, δέχτηκε, και σε λίγο περπάτησαν προς το κτίριο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Λευτέρη.
 
**
 
Διέσχισαν ξανά το λιμάνι. Το διαμέρισμα του Λευτέρη βρισκόταν ακριβώς απέναντι, η είσοδος του κτιρίου έμοιαζε να είναι κρυμμένη πίσω από ένα περίπτερο. Πέρασαν από την πόρτα. Ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο ότι θα έπρεπε να ανέβουν με τη σκάλα, μιας και το ασανσέρ δεν δούλευε εδώ και κάποιο καιρό, και ο επιστάτης ήταν ένας αδιάφορος γέρος που ήταν πολύ απασχολημένος με την κατάσταση της καρδιάς του για να φροντίσει για την πολυκατοικία.
Ανέβηκαν μέχρι τον τέταρτο όροφο, κι εκεί ο Λευτέρης σταμάτησε μπροστά από μια καφέ, ξύλινη πόρτα. Ο Στέφανος κατάλαβε από όλο το σκηνικό, από τη σκάλα και ακόμη περισσότερο από την πόρτα, ότι το διαμέρισμα ήταν κάπως παλιό. Σιγουρεύτηκε όταν ο Λευτέρης άνοιξε την πόρτα.
«Πέρασε», του είπε και μπήκαν μέσα. «Περίμενε μια στιγμή».
Ο Λευτέρης κοίταξε στην πρώτη πόρτα δεξιά, εκεί που βρισκόταν το υπνοδωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι. Μάλλον έψαχνε την αδερφή του, αλλά εκείνο το δωμάτιο ήταν άδειο.
«Αθανασία;» Φώναξε, ενώ ο Στέφανος περίμενε κοντά στην εξώπορτα. Μια απαλή, γυναικεία φωνή μόλις που ακούστηκε. Κι ύστερα ξανά η φωνή του Λευτέρη: «Τι κάνεις στο μπαλκόνι; Θα κρυώσεις».
«Ήθελα να μείνω για λίγο έξω, να πάρω λίγο αέρα».
«Ναι, αλλά μπες μέσα, κάνει κρύο έξω… έλα».
«Γιατί γύρισες τόσο νωρίς;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Ήρθε ένα φίλος μου, θα ήθελα να τον γνωρίσεις».
«Επισκέπτης; Εδώ; Που είναι;»
Ο Στέφανος διέκρινε τη χαρά στον τόνο της φωνής της και χαμογέλασε.
«Τώρα, θα τον δεις», της είπε ο Λευτέρης. «Στέφανε… έλα, έλα…»
Ο Στέφανος περπάτησε προς το σαλόνι. Δίσταζε, αλλά την ίδια στιγμή χαμογελούσε με μια κάποια αμηχανία. Έβαλε μηχανικά τα χέρια του στις τσέπες του όταν είδε την Αθανασία, αλλά τα έβγαλε αμέσως όταν εκείνη του έδωσε το χέρι. Η Αθανασία καθόταν σε μια αναπηρική καρέκλα την οποία κρατούσε ο Λευτέρης από τις λαβές του.
Ο Στέφανος παρατήρησε την Αθανασία όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Τα καστανά μαλλιά της έμοιαζαν απαλά και ήταν πιασμένα πίσω με ένα κοκαλάκι, το πρόσωπό της ήταν λευκό, σχεδόν χλωμό, αλλά το χαμόγελο πάνω του έμοιαζε ζεστό. Τα καστανά της μάτια ήταν γεμάτα από καλοσύνη. Ήταν ένα πολύ εκφραστικό πρόσωπο, κάποιος έστω και λίγο έμπειρος μπορούσε να το διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο. Φορούσε μια φούξια, πλεχτή ζακέτα και μια λεπτή, μπεζ μπλούζα από μέσα. Τα πόδια της ήταν καλυμμένα με μια μάλλινη κουβέρτα.
Έπιασε το χέρι της και της χαμογέλασε. Της είπε ότι χάρηκε για τη γνωριμία.
«Κι εγώ», είπε εκείνη. «Ο Λευτέρης δεν μου έχει πει ποτέ για σένα. Πότε γνωριστήκατε;»
«Βασικά… γνωριστήκαμε στο λύκειο. Ήμασταν συμμαθητές».
«Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο», είπε ο Λευτέρης.
Η Αθανασία στράφηκε προς τον αδερφό της. «Λευτέρη, γιατί δεν μου είπες ποτέ για τον Στέφανο; Αν καταλαβαίνω καλά θα πρέπει να είστε καλοί φίλοι».
«Ε, χαθήκαμε για πολύ καιρό… πριν μερικούς μήνες συναντηθήκαμε ξανά».
«Ωραία», είπε η Αθανασία. «Κάθισε, Στέφανε, να τα πούμε λίγο. Κάθισε…»
Ο Στέφανος κάθισε στον καναπέ πίσω απ’ το ορθογώνιο τραπεζάκι. Δίπλα του έκατσε ο Λευτέρης. Συζήτησαν για κάποια ώρα. Ο Στέφανος απάντησε σε μερικές ερωτήσεις της Αθανασίας σχετικά με τη ζωή του. Εκείνος δεν την ρώτησε πολλά πράγματα, φοβόταν μήπως γίνει αδιάκριτος και τη φέρει σε δύσκολη θέση σχετικά με την αναπηρία της. Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Γενικότερα, δεν ήξερε πώς να συμπεριφέρεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Σκεφτόταν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις κάποιον άνθρωπο με προβλήματα, είναι να σταθείς απέναντί του σαν εκείνος να μην διαφέρει καθόλου, αλλά δεν ήξερε αν αυτό ήταν εντάξει. Κι αν ήταν εντάξει, απλά δεν ήξερε πώς να το κάνει. Ωστόσο, ένιωθε μόνο θετικά συναισθήματα για την αδερφή του Λευτέρη, επομένως σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Ήλπιζε να το ένιωθε αυτό η Αθανασία. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη έδειχνε να έχει μόνο καλοσύνη μέσα της. Ο πόνος ήταν σίγουρα ένα κομμάτι της που είχε φροντίσει να κρύψει απέναντι στο ότι είχε περάσει κάποιος επισκέπτης το κατώφλι της πόρτας τους.
«Πες μου λίγα για την οικογένειά σου», του είπε η Αθανασία, κι ο Στέφανος της μίλησε για τη Δήμητρα.
«Πρέπει να την αγαπάς πολύ…» Είπε η Αθανασία.
Δεν του άρεζε να μιλάει πολύ για τα συναισθήματά του. «Νοιάζομαι για εκείνην», της είπε. «Και για το παιδί μας. Νοιάζομαι πολύ».
Η ώρα είχε περάσει. Είχε νυχτώσει για τα καλά.
«Εγώ θα ήθελα να πάω για ύπνο τώρα», είπε η Αθανασία.
Ο Λευτέρης σηκώθηκε για να τη βοηθήσει.
«Στέφανε», είπε εκείνη, «χάρηκα που σε γνώρισα. Να περνάς να με βλέπεις καμιά φορά… Αν θέλεις…»
Ο Στέφανος της χαμογέλασε και της έγνεψε. Λίγο αργότερα το μετάνιωσε που δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Δεν ήθελε να της δώσει αρνητική εντύπωση με κανέναν τρόπο. Έμοιαζε τόσο αθώα, τόσο γλυκιά… Η φαντασία του άρχισε να οργιάζει γύρω απ’ το πρόσωπό της. Για μια στιγμή τη φαντάστηκε ως το πρόσωπο που θα έφερνε παγκόσμια ειρήνη. Τόσο πολύ τον είχαν επηρεάσει τα χαρακτηριστικά της. Από το πρόσωπό της μέχρι και τη φωνή της… μέχρι και τα ρούχα της, που έδειχναν έναν άνθρωπο σεμνό και υπομονετικό. Αλλά μήπως ήταν έτσι επειδή δεν είχε άλλη επιλογή; Ποιος, όμως, μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν είχε άλλη επιλογή; Θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι μια γυναίκα θυμωμένη, γεμάτη οργή και πόνο, και φθόνο για όσους μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέλη του σώματός τους. Και ίσως να ήταν, αλλά η εντύπωση που του είχε δώσει σίγουρα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Έδειχνε έναν άνθρωπο που είναι ευχαριστημένος που είναι ζωντανός, που εκτιμάει τις καλές στιγμές και υπομένει τις κακές με πίκρα, αλλά επιμένει ότι θα περάσουν και θα γίνουν ξανά όλα καλά… Ο Στέφανος τη θεωρούσε ήδη έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο.
Σε λίγο ο Λευτέρης γύρισε απ’ το υπνοδωμάτιο και κάθισε δίπλα στον Στέφανο. Τον ρώτησε με ένα αχνό χαμόγελο πώς του φάνηκε η αδερφή του, κι εκείνος τον κοίταξε και έκανε ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Είναι πολύ συμπαθητική», του είπε τελικά. «Κι είναι κρίμα…»
«Ναι, είναι… Είναι πολύ κρίμα. Δεν φαντάζεσαι πόσο καλός άνθρωπος είναι. Δεν είναι σαν κι εμένα. Εγώ είμαι αναγκασμένος να κάνω πράγματα που δεν θέλω προκειμένου να εξασφαλίζω τη δική της και τη δική μου διαβίωση… πράγματα που αγγίζουν τα όρια του παράνομου. Εκείνη, όμως, δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά. Και θα το εκτιμούσα αν δεν της το έλεγες…»
«Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο».
«Εντάξει», είπε ο Λευτέρης. «Ξέρεις… είναι τόσο καθαρός άνθρωπος. Είναι σαν άγγελος. Είναι ο άγγελός μου, και χαίρομαι που τη φροντίζω. Αυτό είναι που πρέπει να κάνω προκειμένου να την κρατήσω κοντά μου. Δεν θέλω να τη χάσω. Και ξέρω πως είναι οι άγγελοι. Είδα έναν στον ύπνο μου χθες. Και προχθές, δηλαδή… Κατά καιρούς τον βλέπω τους τελευταίους μήνες. Είναι μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη στα λευκά. Έχει φτερά στην πλάτη. Λευκά φτερά με μαλακά πούπουλα παντού πάνω τους… Μια φορά στεκόταν ακριβώς εκεί, μπροστά στο παράθυρο, και με κοιτούσε με το κεφάλι της στραμμένο στο πλάι… Δεν ήξερα πώς να το ερμηνεύσω, αλλά ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Κι ύστερα πέρασε μέσα από το τζάμι, πέρασε έξω και πέταξε στον ουρανό».
Ο Στέφανος τον άκουσε με προσοχή. Ύστερα τον είδε να σηκώνεται και να βγάζει το δερμάτινο σακάκι του. Και μετά το πουλόβερ του. Έμεινε μόνο με την άσπρη φανέλα του. Ο Στέφανος πρόσεξε το λεπτό σώμα του. Δεν ήταν γυμνασμένος, αλλά ήταν τόσο λεπτός που μερικοί μύες φαίνονταν. Όπως στα χέρια του και στην κοιλιά του. Στη ζώνη του κρεμόταν το υπηρεσιακό του όπλο. Περπάτησε μέχρι την κουζίνα, η οποία ήταν ένα με το σαλόνι. Έπιασε από την άκρη του πάγκου ένα από τα μπουκάλια –ήταν αλκοόλ, ουίσκι- και δυο ποτήρια από ένα ντουλάπι και γύρισε ξανά στο τραπέζι. Ακούμπησε το μπουκάλι και τα ποτήρια, και ύστερα έβγαλε από τη θήκη του το πιστόλι και το ακούμπησε κι εκείνο πάνω στο τραπέζι. Μετά ξεσκάλωσε τη ζώνη που είχε τη θήκη του όπλου και την πέταξε μακριά. Εκείνη χτύπησε στον απέναντι τοίχο, κάτω από ένα κάδρο που απεικόνιζε ένα δάσος και μια λίμνη, και έπεσε στο πάτωμα.
Όλη αυτή την ώρα ο Στέφανος δεν τον έχασε απ’ τα μάτια του. Τον παρατηρούσε καθώς εκείνος έβαζε ουίσκι στα ποτήρια, κι όταν σήκωσε το δικό του για να πιει, ο Στέφανος του είπε:
«Καλύτερα να πηγαίνω. Έχει περάσει η ώρα. Θα με περιμένει η Δήμητρα».
«Θα την πάρεις ένα τηλέφωνο», του είπε ο Λευτέρης, «και θα της πεις ότι σήμερα θα κοιμηθείς εδώ».
«Τι ‘ναι αυτά που λες τώρα; Δεν γίνεται… Πρέπει αύριο να πάω το παιδί στο σχολείο και…»
«Θα φύγεις νωρίς το πρωί αύριο… μην ανησυχείς. Απλά μείνε εδώ. Πιες μαζί μου».
«Δεν μπορώ να πιω. Κάνω μια θεραπεία».
«Για την κατάθλιψη;»
«Ναι».
«Σταμάτα να μου λες ψέματα σε μια στιγμή σαν κι αυτή. Βλέπεις πόσο ευάλωτος είμαι τώρα. Δεν θες να πιεις; Μην πίνεις, αλλά μείνε για απόψε. Ξέρω ότι δεν έχεις κατάθλιψη».
«Και τι έχω;»
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Αλλά αν κατάλαβα καλά έχει να κάνει με τη Μαριάννα. Κάθε φορά που σε βλέπω μιλάμε γι’ αυτήν. Είμαι σίγουρος ότι είναι συνέχεια στο μυαλό σου, παρ’ όλο που αγαπάς τη γυναίκα σου και την κόρη σου. Πρόσεχε μόνο μην τις χάσεις και τις δύο μ’ αυτά τα παιχνίδια για τρελούς».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Εννοώ ότι αν πας να βρεις τη Μαριάννα, πρώτα αποφάσισε τι θέλεις. Θέλεις να μείνεις με τη γυναίκα σου, ή θέλεις να τρέχεις πίσω απ’ τη Μαριάννα για το υπόλοιπο της ζωής σου; Επειδή, αν κατάλαβα καλά, αυτό είναι που σε ικανοποιεί. Και αυτό είναι που σε ικανοποιούσε και τότε. Η αίσθηση ότι είσαι τρελά ερωτευμένος μαζί της, ενώ στην πραγματικότητα ίσως να μην την ήθελες καν. Ίσως να εξυπηρετούσες κάποια άλλη ανάγκη σου. Την ανάγκη να πατάς τον εαυτό σου κάτω, να τον κάνεις κομμάτια. Να τον τιμωρείς γι’ αυτό που είναι. Πρέπει να μισείς τον εαυτό σου πάρα πολύ». Ήπιε μια γουλιά κι ύστερα έδειξε τον Στέφανο και είπε: «Κοίτα, ρε, ένας άντρας να σου πετύχει!»
Ο Στέφανος γέλασε. «Δηλαδή», τον ρώτησε, «η δική σου κατάσταση είναι καλύτερη; Εσύ που πας στο μπαρ και γαμάς εκείνη την ξανθιά που λες ότι κάνει ωραίες πίπες; Τη γαμάς μέσα σε βρώμικες τουαλέτες και μετά φεύγεις κι ο καθένας παίρνει το δρόμο του. Νιώθεις καλά μ’ αυτό; Δεν νιώθεις ότι χάνεις κάτι κάθε φορά που συμβαίνει αυτό; Δεν νιώθεις άδειος, μόνος και ασήμαντος;»
«Η ξανθιά στην οποία αναφέρεσαι εξυπηρετεί μια ανάγκη και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό».
«Και οι συναισθηματικές σου ανάγκες; Τις εξυπηρετεί κι αυτές; Μη μου το παίζεις μάγκας και σκληρός νταής εμένα. Θα σου πω τη γνώμη μου. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, είναι γεγονός αυτό. Οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί… αλλά πάνω απ’ όλα είναι άνθρωποι. Κι αν θες τη γνώμη μου, όλοι θα ήθελαν να μπορούσαν να είναι καλοί. Αλλά λίγοι έχουν αυτή την πολυτέλεια. Και είμαι σίγουρος ότι θα ευχόσουν –όπως όλοι- να έχεις ζήσει μια πανέμορφη ζωή, να ήσουν ευτυχισμένος, και να μπορούσες να κάνεις και τους άλλους ευτυχισμένους, αλλά εσύ είσαι πληγωμένος, πρώτα απ’ όλα απ’ τους γονείς σου, που σε εγκατέλειψαν, κι ύστερα απ’ όλους τους άλλους. Απ’ όλο τον κόσμο… είμαι σίγουρος. Όσο σίγουρος είμαι ότι είσαι ευαίσθητος και ότι θέλεις σαν τρελός να το εκφράσεις αυτό. Ποιον ακριβώς εκδικείσαι, λοιπόν;»
Ο Λευτέρης ένιωσε μίσος για τον Στέφανο. Σκέφτηκε για μια στιγμή να πιάσει το όπλο του και να τον δολοφονήσει εν ψυχρώ, όπως με το τελευταίο τσιμπούκι που του είχε κάνει την προηγούμενη μέρα η Άννα, εκείνη η ξανθιά η τσούλα, πάλι σε μια από εκείνες τις σκουριασμένες, υγρές, βρώμικες τουαλέτες κάποιου μαγαζιού. Είχε σκεφτεί να τη σκοτώσει τη βρώμα που τον έκανε να νιώθει τόσο μειονεκτικά, ήθελε να την τσακίσει και να την πετάξει στα σκουπίδια, αλλά την άφησε να φύγει. Το μετάνιωσε αργότερα, λίγο πριν νιώσει ενοχές για όλες αυτές τις σκέψεις. Ναι, είναι γεγονός, ύστερα ήρθαν οι ενοχές. Κι ύστερα είχε σκεφτεί ότι αυτά ήταν τα προβλήματα της σύγχρονης ψυχής, κι είχε γελάσει ειρωνικά. Το είχε δει αυτό γραμμένο κάπου σε ένα βιβλίο, ένας τίτλος ήταν. Αλλά ήξερε… ήταν τα δικά του προβλήματα, τα οποία καλό θα ήταν να λύνονταν. Και τώρα ερχόταν αυτός ο καριόλης ο Στέφανος να του κάνει τον έξυπνο και να τα αραδιάσει όλα μπροστά στα μούτρα του. Αλλά ηρέμισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και συμφώνησε μαζί του. Κι ύστερα ήπιε μια γερή γουλιά από το φτηνό ουίσκι που είχε αγοράσει.
«Έχεις δίκιο για μένα», είπε στον Στέφανο.
«Με συγχωρείς», του είπε εκείνος. «Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Καλύτερα να πηγαίνω».
«Αλλά είσαι αφελής σε σχέση ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι ατομιστές και συμφεροντολόγοι. Δεν ξέρω αν είναι στη φύση τους ή αν είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τους κάνει έτσι, ή αν η κοινωνία έχει εξελιχτεί σε κάτι που σε μεταμορφώνει σε εγωιστή στην καλύτερη περίπτωση, αλλά να ξέρεις… οι άνθρωποι είναι συμφεροντολόγοι. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι το έχουν ανάγει αυτό σε ιδεολογία. Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις όταν θέλουν, να μοιράζονται με τους άλλους όταν νιώθουν ασφαλείς, και να κλείνουν πόρτες όταν νιώθουν ότι απειλούνται. Ύστερα υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι για δικούς τους λόγους έχουν πάντα κλειστές τις πόρτες, και υπάρχουν κι εκείνοι που μου αρέσει να τους λέω εξαρτημένους… εκείνοι που έχουν πάντα ανοιχτές πόρτες και έχουν ανάγκη το να μοιράζονται. Οι τελευταίοι την πληρώνουν πάντα, να το ξέρεις αυτό. Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτούς. Να το ξέρεις». Δεν μίλησε για λίγο. «Μείνε, πάντως», του είπε μετά. «Σε παρακαλώ…»
«Λευτέρη, πρέπει να πηγαίνω… Θα ανησυχεί η Δήμητρα…»
Ο Στέφανος περπάτησε βιαστικά προς την εξώπορτα, αλλά ο Λευτέρης σηκώθηκε και τον ακολούθησε κρατώντας το όπλο.
«Στέφανε ορκίζομαι στο Θεό», του είπε και έφερε το όπλο στον κρόταφό του, «ότι αν φύγεις θ’ αυτοκτονήσω. Και χέσε με εμένα, σκέψου την Αθανασία. Θα μείνει μόνη της απλά και μόνο επειδή εσύ δεν δέχτηκες να περάσεις μια νύχτα έξω απ’ το σπίτι σου».
Ο Στέφανος ένιωσε να θυμώνει. Πρώτα απ’ όλα τον απειλούσε. Δεύτερον, χρησιμοποιούσε την ανάπηρη αδερφή του για να τον πείσει. Του ήρθε να του πει να πάει να γαμηθεί και να σηκωθεί να φύγει, αλλά –ναι, είναι αλήθεια- σκέφτηκε την Αθανασία. Τον είχε ικανό να τραβήξει τη σκανδάλη εγκαταλείποντας για πάντα την αδερφή του.
«Εντάξει», του είπε. «Θα μείνω».
Ο Λευτέρης κατέβασε το όπλο. «Μπορείς να πάρεις τηλέφωνο τη γυναίκα σου. Εκεί είναι το σταθερό».
 
**
 
Ο Στέφανος μίλησε με τη Δήμητρα. Δεν της είπε πολλά, μόνο ότι ο Λευτέρης και η αδερφή του επέμεναν να μείνει μαζί τους για τη νύχτα. Εκείνη δεν προσπάθησε να τον πείσει για το αντίθετο. Μόνο τον ρώτησε αν είχε πάρει το χάπι που έπαιρνε κάθε μέρα πρωί και βράδυ. Της είπε ότι, ναι, το είχε πάρει πριν ξεκινήσει για να συναντήσει τον Λευτέρη. Θα επέστρεφε νωρίς το πρωί για να πάει τη μικρή στο σχολείο, της είπε στο τέλος. Ύστερα στράφηκε προς τον Λευτέρη και κάθισε ξανά δίπλα του, στον καναπέ.
«Λοιπόν;» Τον ρώτησε. «Τι θες να συζητήσουμε;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω», είπε. «Τι πιστεύεις γι’ αυτό που σου είπα πριν; Για τον άγγελο;»
«Δεν ξέρω. Εσύ τι πιστεύεις;»
«Πιστεύω ότι σημαίνει ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι είναι ένα σημάδι, καταλαβαίνεις τι εννοώ;
«Ξέρω γω…»
Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι ο Λευτέρης φανταζόταν τη σωτηρία του. Σωτηρία από τι ακριβώς, δεν μπορούσε να ξέρει. Μπορούσε να φανταστεί μερικά πράγματα, αλλά όλα ήταν αυθαίρετα συμπεράσματα. Ίσως να ένιωθε ενοχές γι’ αυτό που είχε γίνει… Δηλαδή γι’ αυτό στο οποίο είχε μετατραπεί μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια. Τον είχαν πονέσει αυτά που του είχε πει πρωτύτερα ο Στέφανος, ήταν προφανές, μέχρι και τα μάτια του είχαν δακρύσει απ’ την πίεση. Ίσως με τον καιρό να είχαν αλλάξει τα όσα πίστευε. Ίσως πλέον να θεωρούσε μάταια τα όσα έκανε στην μέχρι τώρα ζωή του, αλλά το αν πραγματικά συνέβαινε κάτι τέτοιο ήταν κάτι που το ήξερε μόνο ίδιος.
Για τον Λευτέρη ήταν ζωτικής σημασίας το να φροντίζει την αδερφή του. Οτιδήποτε άλλο τον έκανε να νιώθει ότι είχε βουτήξει μέσα στο βούρκο. Μέχρι και η δουλειά του ως αστυνομικός. Σιχαινόταν τους συνεργάτες του και σιχαινόταν την ίδια τη δουλειά τώρα πια. Μερικές φορές το μόνο που είχε σημασία ήταν εκείνος ο άγγελος.
«Τι πιστεύεις ότι θέλει από εσένα ο άγγελος;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Δεν ξέρω. Μερικές φορές σκέφτηκα μήπως ο στόχος είναι να με παραπλανήσει. Μήπως είναι στην πραγματικότητα απεσταλμένος κάποιου δαίμονα ο οποίος θέλει να μου δώσει φρούδες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Έτσι κι αλλιώς, πόσο καλύτερο απ’ το παρόν μπορεί να γίνει το μέλλον μου; Το δικό μου και της Αθανασίας, δηλαδή...»
Ο Στέφανος δεν του είπε τίποτα. Βαριόταν να ακούει αυτές τις μαλακίες. Δεν μίλησε καθόλου για αρκετή ώρα. Άφησε τον Λευτέρη να λέει τα δικά του, ώσπου τελικά κοιμήθηκε. Ο Στέφανος τον σκέπασε με το δερμάτινο σακάκι του και τον άφησε να κοιμηθεί. Ύστερα έσβησε το φως του σαλονιού. Το διπλανό κτίριο ήταν ένα ξενοδοχείο, το όνομα του οποίου διαγραφόταν πάνω σε μια μπλε, νέον πινακίδα, κι έτσι το σαλόνι του διαμερίσματος σχεδόν γέμισε με αχνό, μπλε φως. Ο Στέφανος περπάτησε προσεκτικά στο ημίφως μέχρι την πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και κάθισε εκεί και έκλεισε τα μάτια του για μερικές ώρες. Για τρεις ώρες, περίπου… μέχρι το πρωί.
Όταν ξύπνησε μόλις που είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ήταν, δηλαδή, αρκετά σκοτεινά ακόμη έξω, αλλά σε λίγο ο ήλιος θα ξεκινούσε την ανατολή του. Ο Λευτέρης κοιμόταν στον καναπέ σε λίγο διαφορετική στάση από αυτή που τον είχε αφήσει ο Στέφανος. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είχε δει ξανά τον άγγελο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ίσως, τελικά, ο Λευτέρης να χρειαζόταν βοήθεια, κι ο Στέφανος ήξερε ότι δεν μπορούσε να του την προσφέρει.
Άκουσε μια φωνή να καλεί το όνομα του Λευτέρη. Ήταν η Αθανασία. Μόλις που ακουγόταν, έμοιαζε να είναι πολύ αδύναμη. Ο Στέφανος σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το υπνοδωμάτιο στον διάδρομο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πλησίασε, και χωρίς να κοιτάξει μέσα χτύπησε απαλά με τα δάχτυλά του.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε η Αθανασία.
«Ο Στέφανος είμαι».
«Έλα, πέρνα μέσα», του είπε, κι ο Στέφανος έσπρωξε απαλά την πόρτα.
Η Αθανασία ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, σκεπασμένη μέχρι τη μέση της. Έσπρωξε με τα χέρια της και ανασηκώθηκε. Τα μαλλιά της ήταν λυμένα, αλλά σύντομα έπιασε το κοκαλάκι της απ’ το κομοδίνο και τα έδεσε όπως την προηγούμενη μέρα. Η καρέκλα της βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι, μπροστά στη ντουλάπα.
«Θες να μου κάνεις μια χάρη;»
«Πες μου…» της είπε ο Στέφανος.
«Θες να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε το ξημέρωμα; Μόνο που πρέπει να με βοηθήσεις να καθίσω…»
«Ναι, βέβαια… Πώς, όμως…;»
Ένας τρόπος υπήρχε, κι ο Στέφανος τον έβλεπε. Απλά δεν ήθελε να προσπαθήσει να τη σηκώσει χωρίς εκείνη να του δώσει την άδειά της.
«Φέρε την καρέκλα πιο κοντά».
Την άκουσε και τράβηξε την καρέκλα κοντά της, στο πλάι του κρεβατιού.
«Τώρα σήκωσέ με…»
Έσκυψε δίπλα της και πέρασε το ένα του χέρι κάτω απ’ τα πόδια της και το άλλο πίσω απ’ τη μέση της. Τη σήκωσε και ένιωσε πόσο λεπτά ήταν τα πόδια της. Παραξενεύτηκε. Την βοήθησε να καθίσει.
«Ευχαριστώ», του είπε.
Ο Στέφανος έπιασε τη φούξια ζακέτα της πίσω απ’ την πόρτα και της την έδωσε. Κι ύστερα από το κρεβάτι της έδωσε την κουβέρτα με την οποία σκέπαζε τα πόδια της.
«Έλα», του είπε, «πάμε».
Έκανε να σπρώξει τις ρόδες μόνη της, αλλά ο Στέφανος τη βοήθησε και έπιασε τις χειρολαβές. Την έσπρωξε ήρεμα. Βγήκαν από το δωμάτιο, διέσχισαν το διάδρομο κι ύστερα πέρασαν απ’ το σαλόνι ήσυχα, για να μην ξυπνήσουν τον Λευτέρη. Ο Στέφανος άνοιξε την μπαλκονόπορτα και σιγά σιγά βγήκαν έξω.
«Κάθισε», του είπε και του έδειξε τις καρέκλες. Ο Στέφανος τράβηξε μια προς το μέρος του και κάθισε. «Μου αρέσει», του είπε, «η θέα προς το λιμάνι. Είναι όμορφο το σπίτι μας. Ήταν της γιαγιάς μας. Εδώ μεγαλώσαμε».
«Ναι, είναι όμορφα».
Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει και ο ουρανός έγινε σταδιακά από μωβ γαλάζιος. Τα αστέρια άρχισαν να χάνονται. Που και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο και κανένας πεζός, αν και ήταν αρκετά νωρίς ακόμα. Ένα πλοίο έμπαινε στο λιμάνι και μερικοί ψαράδες ασχολούνταν με τις βάρκες τους. Φαινόταν από εκεί και ο σταθμός των τρένων. Το τρένο είχε φτάσει και έκανε μια στάση πριν ταξιδέψει ακόμη πιο βόρεια.
Ο Στέφανος κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα έπρεπε να φύγει, και ήθελε πολύ να μιλήσει στην Αθανασία για όσα υπήρχαν στο μυαλό του. Εκείνη κοίταζε το περιβάλλον γύρω τους, ενώ εκείνος κοίταζε το πρόσωπό της ψάχνοντας να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει για τη Μαριάννα. Τελικά γύρισε και τον κοίταξε:
«Μην τον παρεξηγείς τον Λευτέρη», του είπε.
«Τι εννοείς;»
«Άκουσα τι έγινε χθες. Ο Λευτέρης έχει πολλά προβλήματα, ένα απ’ τα οποία είμαι κι εγώ. Και πολλές φορές αυτά τα προβλήματα, πιστεύω, τον εξωθούν στα άκρα. Μερικές φορές φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, αλλά δεν ξέρω πώς να τον ηρεμίσω. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα για εκείνον αν έβρισκε μια κοπέλα, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να με προσέχει πια. Αλλά τι να κάνουμε…»
Ο Στέφανος περίμενε ότι εκείνη θα συνέχιζε τα όσα έλεγε, αλλά εκείνη σταμάτησε εκεί. Έμοιαζε να έχει συμφιλιωθεί πλήρως με όλες αυτές τις καταστάσεις. Χαμογελούσε και κοίταζε την ανατολή του ήλιου και έμοιαζε ευτυχισμένη.
«Δεν τον παρεξηγώ», της είπε. «Φαίνεται, πάντως, ότι σε αγαπάει πάρα πολύ».
«Ναι, το ξέρω. Αλλά αυτή η αγάπη τον κρατάει πίσω… θα μπορούσε να έχει μια καλύτερη ζωή».
«Δεν νομίζω ότι φταις εσύ για τη ζωή του Λευτέρη. Μάλιστα, απ’ ό,τι μου είπε, εσύ είσαι αυτό που τον κρατάει στη ζωή. Είσαι ένας λόγος για να μην τα χάσει εντελώς».
«Μερικές φορές κοιμάται με υπνωτικά ή με αλκοόλ. Τον έχω δει να πίνει, και έχω βρει τα υπνωτικά όταν μια φορά τα έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ… Δεν ξέρω τι να κάνω για να τον βοηθήσω».
«Αν θες να τον βοηθήσεις, άφησέ τον να βοηθάει εσένα. Τι λες;»
Η Αθανασία τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Είσαι πολύ γλυκός», του είπε.
Γέλασε κι ο Στέφανος. «Υπάρχει κάτι», της είπε, «που θα ήθελα να συζητήσω. Θα με ενδιέφερε να ακούσω τη γνώμη σου…»
«Πες μου. Ό,τι θες».
«Υπάρχει μια γυναίκα στη ζωή μου… κατά κάποιο τρόπο…»
«Εκτός από τη σύζυγό σου;»
«Ναι, αλλά άφησέ με να σου εξηγήσω… Τη λένε Μαριάννα. Και ήμουν ερωτευμένος μαζί της πριν από πολλά χρόνια. Ήταν πολύ σημαντική για μένα, αν και ουσιαστικά δεν είχαμε καμία σχέση. Πριν μερικούς μήνες, όμως, άρχισα να κάνω κάτι σκέψεις σχετικά μ’ αυτήν. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι, και άρχισα να επιστρέφω στο παρελθόν…» Και συνέχισε αναφέροντας τα πάντα. Από τη μέρα που ξεκίνησαν όλα και που βρήκε το μαχαίρι της Μαριάννας μέσα στο παλιό σχολείο, μέχρι τη μέρα που άρχισε να παίρνει φάρμακα και να πηγαίνει στον ψυχίατρο, μέχρι και τη μέρα που γνώρισε την ίδια την Αθανασία. Κι όταν τέλειωσε, η Αθανασία έδειχνε παραξενεμένη.
«Νιώθεις κάτι για τη Μαριάννα;» Τον ρώτησε. «Δεν καταλαβαίνω…»
«Δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι πάνω απ’ όλα ήταν μια ασθένεια όλο αυτό… και ένα βασανιστήριο. Τώρα, όμως, θα ήθελα πολύ να τη συναντήσω και να μιλήσω μαζί της. Ο Λευτέρης ξέρει πού μπορώ, πιθανότατα, να τη βρω».
«Θεωρείς ότι θα σε βοηθήσει; Ότι δεν θα καταστρέψει τη ζωή σου όπως είναι σήμερα;»
«Μίλησα γι’ αυτό με τη Δήμητρα. Μου είπε ότι θα με καταλάβαινε αν το έκανα… ότι θα είχε, βέβαια, τις αμφιβολίες της, αλλά ότι θα το καταλάβαινε…»
«Τότε καν’ το», του είπε η Αθανασία. «Πήγαινε να τη βρεις και να της μιλήσεις. Και πες της όλα όσα έχεις μέσα σου, ίσως να σε βοηθήσει αυτό».
«Να γελοιοποιηθώ εντελώς, δηλαδή;» Γέλασε ο Στέφανος.
«Εγώ στη θέση της δεν θα το θεωρούσα γελοιοποίηση αυτό. Θα το θεωρούσα κολακευτικό. Θα δεις, όλα θα πάνε καλά. Εσύ κάνε αυτό που θέλεις, ίσως αυτό να σε βοηθήσει να προχωρήσεις τη ζωή σου».
«Ναι, ίσως… Αυτή ήταν και η δική μου ιδέα…»
Η Αθανασία του χαμογέλασε ξανά. Εφόσον αυτή ήταν και η δική του ιδέα, τότε γιατί της τα έλεγε όλα αυτά; Γιατί μετρούσε η γνώμη της τόσο πολύ; Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο.
«Είσαι πολύ καλός άνθρωπος», του είπε. «Η Δήμητρα και η Μαριάννα είναι πολύ τυχερές. Και η κόρη σου επίσης».
Ο Στέφανος γέλασε και την ευχαρίστησε.
«Η γνώμη μου είναι να πας να τη βρεις. Μίλησέ της, γνώρισέ την και βγάλε τα συμπεράσματά σου. Κι ύστερα κάνε τις επιλογές σου. Και κάτι ακόμα… Να έρχεσαι κατά καιρούς να με βλέπεις. Ας μην χαθούμε…»
«Θα έρχομαι», της είπε, αν και δεν ήξερε αν ο Λευτέρης θα ήταν πολύ σύμφωνος με αυτό. «Θα έρχομαι… Αλλά τώρα πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω τη Βέρα στο σχολείο πριν περάσει η ώρα. Πες στον Λευτέρη όποτε θέλει να με πάρει τηλέφωνο, τον έχει τον αριθμό».
«Εντάξει, Στέφανε. Γεια σου».
Την χαιρέτησε και έφυγε.
 
 

Η μέρα που πέθανες -Μερος πρωτο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η «Μέρα που πέθανες» είναι ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά το 2007, με την ιδέα να μετατραπεί σε μια τριλογία. Είχε φτάσει τις 250 σελίδες τότε, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να συνεχίσω τη συγγραφή του, κι έτσι τελικά το έσβησα, με αποτέλεσμα να μείνει ένα αρχείο στον υπολογιστή μου, το οποίο περιείχε τις πρώτες 84 σελίδες του μυθιστορήματος. Από τότε προσπάθησα πολλές φορές να το γράψω, τρεις ή τέσσερις αν θυμάμαι καλά, αλλά κάθε προσπάθεια υπήρξε αποτυχημένη. 
Αφού, λοιπόν, πέρασε μια «άγονη» καλλιτεχνικά περίοδος, κατάφερα να γράψω μέσα σε ένα έτος μερικά διηγήματα, κι από εκεί να επιστρέψω ξανά στην προσπάθεια για να γράψω τη «Μέρα που πέθανες» από την αρχή. Διαφορετική από την πρώτη γραφή της, περισσότερο ώριμη και μικρότερη σε έκταση, αυτή η ιστορία ολοκληρώθηκε μέσα σε κάποιους μήνες, κι έτσι αποτελεί όχι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα, αλλά το πρώτο που νιώθω ότι μπορώ να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους. Είμαι σίγουρος τώρα πια ότι το ελληνικό Διαδίκτυο προς το παρόν δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να έρθει κανείς σε επαφή με ένα αναγνωστικό κοινό, αλλά προς το παρόν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να διαθέσω αυτό το μυθιστόρημα. Ακόμη περισσότερο, ξέρω ότι η ανάγνωση από τον υπολογιστή μπορεί να είναι ιδιαιτέρως κουραστική (για εμένα σίγουρα είναι), αλλά αφήνω τον όποιο ενδιαφερόμενο να βρει τον δικό του τρόπο να τα βγάλει πέρα με το παρακάτω κείμενο.7 Μαΐου 2011Κ. Δ. Μ.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ


ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

1
Η Άννα στάθηκε όρθια, αφού πρώτα στηρίχτηκε στο γραφείο. Την πονούσαν τα πλευρά της. Κάθισε στη μπλε καρέκλα, σ’ εκείνη με τις ρόδες, έκανε πίσω τα μαλλιά της κι ύστερα έκλαψε μέσα στις χούφτες της. Ο Νίκος είχε φύγει τώρα, και το παιδί βρισκόταν στο δωμάτιό του, τρομαγμένο, μάλλον.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε στο μπάνιο. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και σήκωσε τη γαλάζια ζακέτα της και τη μπλούζα της. Είχε μελανιές στο σώμα της… σε διάφορα σημεία του σώματός της. Σήκωσε το δεξί μανίκι της και κοίταξε κι εκεί. Λίγο ψηλότερα απ’ τον καρπό… άλλο ένα σημάδι. Την είχε κρατήσει με τόση δύναμη σ’ εκείνο το σημείο, που είχε μελανιάσει. Έσκυψε πάνω απ’ το νιπτήρα και έριξε νερό στο πρόσωπό της, πολλές φορές, μέχρι να νιώσει ότι μπορούσε να ανασάνει. Κατάφερε να νιώσει θυμό για μια στιγμή. Συνήθως ένιωθε φόβο. Σκέφτηκε πόσο εύκολα μερικοί συγχέουν τον φόβο με τον σεβασμό. Ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς. Νόμιζε ότι το να προκαλεί τον φόβο της θα την έκανε να τον σέβεται περισσότερο. Γι’ αυτό και τη χτυπούσε.
Η Άννα βγήκε απ’ το μπάνιο και περπάτησε μέχρι τη μέση του σαλονιού. Τα παπούτσια της βρίσκονταν πεταμένα εκεί πέρα. Της τα είχε βγάλει εκείνος πριν από ώρες, το μεσημέρι, όταν είχε επιστρέψει απ’ τη δουλειά. Πάνω στο τραπέζι, αλλά και στο πάτωμα, βρίσκονταν αραδιασμένες φωτογραφίες μιας χαρούμενης οικογένειας. Της δικής τους. Φωτογραφίες που είχαν τα χρονάκια τους, δηλαδή. Ποιος θα περίμενε ότι θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα; Ο Νίκος μάλλον είχε αμφιβολίες για τον ανδρισμό του. Ίσως, δηλαδή, αυτή να ήταν η αιτία που τη χτυπούσε. Αλλά για την Άννα ήταν πολύ περίεργο, το γεγονός ότι άλλες φορές έπεφτε στα γόνατα κλαίγοντας και την παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Της έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι δεν θα σήκωνε χέρι πάνω της ποτέ ξανά. Της έλεγε ψέματα, δηλαδή, και μερικές φορές εκείνη απορούσε αν το έκανε σκόπιμα ή αν όντως πίστευε τα λόγια του.
Τώρα, όμως, τα πράγματα θα άλλαζαν. Η Άννα έπιασε μια βαλίτσα απ’ το πατάρι και έβαλε μέσα διάφορα ρούχα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Έβαλε μέσα και ρούχα της μικρής. Φεύγουμε, της είπε. Θα πάμε ένα ταξίδι, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κι η μικρή δέχτηκε κάπως χαρούμενη, σαν να καταλάβαινε. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η μικρή την ρώτησε: Κι ο μπαμπάς; Η Άννα έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο μπαμπάς βγήκε για να πιει με τους φίλους του, και όταν γυρίσει θα είναι πολύ θυμωμένος, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στη Μαρία. Συγκεκριμένα, δεν της είπε τίποτα. Ή θα έφευγε, ή εκείνος ο ανώμαλος μια μέρα θα την σκότωνε.
Έκανε όπισθεν και βγήκε από την αυλή. Μέσα της ένιωθε θυμό. Ήταν αποφασισμένη αυτή τη φορά, και ούτε καν ήξερε από πού είχε αντλήσει όλη εκείνη τη δύναμη. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο ζωντανή, και ο πόνος στα πλευρά της δε θα την σταματούσε. Όχι πια. Η μικρή αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το δεχτεί. Τα πράγματα θα άλλαζαν.**Η Αλεξανδρούπολη ήταν για μερικούς μια όμορφη πόλη, αλλά για μερικούς άλλους μια αναθεματισμένη κόλαση, απ’ την οποία έπρεπε να φύγουν για πάντα. Για την Άννα ήταν κάτι ανάμικτο. Στην αρχή την αγαπούσε, τώρα όμως έφευγε για πάντα. Βγήκε απ’ την πόλη και δεν κοίταξε πίσω ούτε για μια στιγμή. Η μικρή έμοιαζε ανήσυχη, και είχε ρωτήσει μερικές φορές μέχρι τώρα μαμά, είσαι καλά; Σε χτύπησε ο μπαμπάς; Τι έπρεπε να της πει; Της έλεγε ότι ναι, ήταν καλά, και δεν έδινε περισσότερη σημασία.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν βγήκαν στην διεθνή αρτηρία προς Κομοτηνή. Όχι, δεν θα έμεναν στην Κομοτηνή. Θα πήγαιναν όσο πιο μακριά γινόταν, κι εκεί θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Μέσα σε μισή ώρα προσπέρασαν και την Κομοτηνή, και σ’ εκείνο το σημείο έπιασε την Άννα ένας παράξενος φόβος ότι ο Νίκος τους ακολουθούσε, ότι είχε πάρει το δικό του αυτοκίνητο κι ερχόταν να τους βρει για να τους επιστρέψει κοντά του και να τους δείξει όλη την αγάπη του…
Βγήκε από την Εγνατία. Έστριψε κάπου σε μια έξοδο και ακολούθησε τους παλιούς δρόμους, περνώντας μέσα από χωριά. Όταν βράδιασε για τα καλά, θυμήθηκε να ρίξει μια ματιά στην ένδειξη της βενζίνης. Σταμάτησε στο πρώτο βενζινάδικο και γέμισε το ντεπόζιτο. Κι ύστερα συνέχισε για περίπου τρία τέταρτα ακόμη, ώσπου λάμπες νέον φάνηκαν στο βάθος, μετά από μια μικρή γέφυρα, σε ένα άνοιγμα στα δεξιά του δρόμου. Ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Νυστάζεις;» Ρώτησε την Μαρία.
«Ναι», είπε εκείνη.
«Τώρα», της είπε, «θα σταματήσουμε».
Έστριψε και μπήκε στον χώρο στάθμευσης του μοτέλ. Πάρκαρε και κατέβηκαν. Πήρε την τσάντα από τις πίσω θέσεις και έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι. Τρεις ψηλοί στύλοι έριχναν το φως τους στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα. Φαίνεται ότι κι άλλοι διανυκτέρευαν εκεί.
«Έλα, από ‘δω», είπε στη μικρή, και περπάτησαν προς το δωμάτιο της ρεσεψιόν. Ένας μεσήλικας πίσω απ’ τον πάγκο τις κοίταξε και χαμογέλασε.
«Καλησπέρα», είπε. «Μπορώ να βοηθήσω;»
«Θα θέλαμε ένα δωμάτιο για τη νύχτα».
Ο άντρας έπιασε ένα κλειδί από τα μικρά ράφια πίσω του και το ακούμπησε στον πάγκο μπροστά στην Άννα. Της είπε πόσο κόστιζε η νύχτα. Δεν ήταν ακριβά… δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο μέρος να είναι ακριβό.
«Από πού είσαι;» Την ρώτησε, κι εκείνη έγινε μεμιάς καχύποπτη μαζί του.
«Από το Διδυμότειχο», του είπε ψέματα. «Εσείς;»
«Απ’ την Κομοτηνή. Το ίδιο και ο αδερφός μου. Έχει το μπαρ, εδώ δίπλα. Μπορείτε να πιείτε κάτι όποτε θέλετε…» Ύστερα στράφηκε προς τη Μαρία. «Τι θα έλεγες για μια καραμέλα, μικρή μου;» Την ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά και κρύφτηκε πίσω απ’ τη μητέρα της, κι εκείνος, περιέργως, το δέχτηκε αυτό σαν κατάφαση. Γι’ αυτό και έπιασε μια καραμέλα από το γυάλινο μπολ που βρισκόταν πάνω στον πάγκο και της την έδωσε.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε το κορίτσι και έπιασε την καραμέλα.
«Το δωμάτιό σας», είπε στην Άννα, «είναι το νούμερο οχτώ. Ό,τι χρειαστείτε, μπορείτε να απευθυνθείτε σε μένα».
«Ευχαριστώ», του είπε εκείνη και βγήκε έξω.
Περπάτησαν κάτω απ’ το υπόστεγο μέχρι να βρουν την μικρή ταμπέλα με τον αριθμό οχτώ στο πλάι της πόρτας. Η Άννα ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα. Άναψε το φως και αυτό που είδε την έκανε να χαμογελάσει. Ο χώρος ήταν τόσο ζεστός… Υπήρχαν δύο κρεβάτια με πράσινες κουβέρτες μέσα στο δωμάτιο. Ακριβώς απέναντι από τα κρεβάτια υπήρχε μια ντουλάπα και μια τηλεόραση, καθώς και ένα μικρό, ξύλινο γραφείο. Στο βάθος βρισκόταν η πόρτα του μπάνιου. Οι κουρτίνες ήταν διπλές. Λεπτές άσπρες, και πάνω από αυτές χοντρές πράσινες.
Η Άννα ακούμπησε την τσάντα ανάμεσα στα δύο κρεβάτια και ξάπλωσε σ’ αυτό που βρισκόταν πιο κοντά στο παράθυρο. Αγνόησε τον πόνο που ένιωσε το σώμα της και τεντώθηκε, προσπαθώντας να το ευχαριστηθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Η μικρή ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε γελώντας. Η Άννα έπαιξε για λίγο μαζί της, και σύντομα έμοιαζαν σαν να ήταν της ίδιας ηλικίας. Ήταν παράξενο αυτό που την βοηθούσε η κόρη της να εκφράσει  μερικές φορές. Την έκανε να ξεχνάει, την έκανε να γελάει, την έκανε ευτυχισμένη.
Λίγο αργότερα ξάπλωσαν. Η μικρή ήταν λίγο ανήσυχη στην αρχή, αλλά σύντομα ηρέμησε και την πήρε ο ύπνος. Η Άννα χάζεψε μερικές ανοησίες στην τηλεόραση για λίγο, ώσπου να της περάσει η υπερένταση, κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της και τα κράτησε κλειστά μέχρι το επόμενο πρωί.

2Η Άννα ξύπνησε γύρω στις οχτώ και κάτι το πρωί. Σηκώθηκε ήσυχα για να μην ξυπνήσει τη Μαρία, αλλά όταν τράβηξε απαλά τις κουρτίνες για να μπει λίγο φως, είδε ότι η μικρή δεν ήταν στο κρεβάτι. Ύστερα άνοιξε εντελώς τις κουρτίνες και περπάτησε προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο χώρος άδειος. Η μικρή έλειπε.
Πήρε τα κλειδιά και βγήκε έξω. Έτρεξε προς τη ρεσεψιόν, και είδε εκεί πέρα τον ίδιο τύπο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα. Τον ρώτησε για τη Μαρία, αλλά εκείνος είπε ότι δεν την είχε δει.
«Την έχασες;» Την ρώτησε.
«Ξύπνησα το πρωί και δεν ήταν στο δωμάτιο…»
«Ψάξε στο μπαρ, μπορεί να έχει πάει εκεί».
Η Άννα έτρεξε προς το μπαρ. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Υπήρχαν μερικά τραπέζια και ένας πάγκος, και ο χώρος δεν έδειχνε να είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Όλοι τους έτρωγαν το ίδιο φαγητό. Ομελέτα. Πουθενά η Μαρία. Ρώτησε μερικούς αν είχαν δει ένα μικρό κορίτσι με καστανά μαλλιά και άσπρο φόρεμα, αλλά κανείς τους δεν είχε δει τίποτα.
Βγήκε απ’ το μπαρ έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Νίκος, σκέφτηκε. Ήρθε και την πήρε. Και τώρα βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Ίσως και να με βλέπει κιόλας. Έκανε βιαστικά το γύρω του μπαρ και των δωματίων, αλλά όλος ο πίσω χώρος ήταν κενός, εκτός από μερικά άχρηστα αντικείμενα που ήταν πεταμένα εκεί, ώσπου βρέθηκε ξανά μπροστά, στον χώρο στάθμευσης. Πώς είχε βγει έξω η μικρή; Η Άννα είχε αφήσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα όταν είχε κλειδώσει. Η μικρή ξύπνησε, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω και…
Είδε τη Μαρία να στέκεται απέναντί της, ακριβώς μπροστά στον φράχτη. Ένας άντρας στεκόταν δίπλα της. Κι οι δυο τους είχαν στραμμένες τις πλάτες τους προς τα δωμάτια και προς την Άννα. Κοίταζαν μακριά, στους καταπράσινους αγρούς και στα βουνά που βρίσκονταν πέρα, μακριά. Η Άννα έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι.
«Μαρία, σου έχω πει τόσες φορές να μην απομακρύνεσαι…»
Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Η Άννα είχε ήδη τραβήξει το παιδί μερικά μέτρα μακριά του. Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους… Αλλά όταν τον κοίταξε καλύτερα ξαφνιάστηκε. Εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο.
«Μαμά, αυτός είναι ο κύριος Αλέξης», είπε η μικρή.
«Το ξέρω, Μαρία», της είπε. «Το ξέρω…»
«Θα βρέξει, Άννα», της είπε εκείνος.
«Ναι… έχει συννεφιά…»
«Μήπως να πάμε κάπου μέσα;» Την ρώτησε.
Εκείνη έδειξε να το σκέφτεται.
«Τι κάνεις εδώ;» Τον ρώτησε.
«Φεύγω», της είπε. «Η μάλλον… δραπετεύω», γέλασε.
«Ναι… κι εγώ κάτι τέτοιο κάνω», είπε εκείνη. «Ας πάμε κάπου μέσα. Άρχισε να ψιχαλίζει…»
Περπάτησαν προς το μπαρ. Η Μαρία ρώτησε τη μητέρα της αν γνώριζε τον Αλέξη, κι εκείνη της είπε ότι παλιά ήταν φίλοι. Στο πανεπιστήμιο.
«Ο κύριος Αλέξης είναι κι αυτός από την Αλεξανδρούπολη», είπε η Μαρία.
Μπήκαν στο μπαρ και κάθισαν σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονταν δίπλα στα παράθυρα. Ο Αλέξης την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, κάτι που εκείνη δέχτηκε με ένα χαμόγελο. Ήταν συνηθισμένη στο να την κοιτάζουν οι άντρες, ήταν όμορφη γυναίκα. Και το δικό του βλέμμα ήταν διπλά ευπρόσδεκτο.
«Πώς τα καταφέρνεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τι εννοείς;»
«Δουλεύεις; Τι κάνεις;»
«Έκανα μαθήματα σε παιδιά του γυμνασίου, αλλά όχι πια. Τα παράτησα».
«Τώρα δουλεύει μόνο ο άντρας σου; Είσαι παντρεμένη, σωστά;»
«Κάπως έτσι…» του είπε εκείνη.
«Ωραία…»
«Εσύ;»
«Τι εγώ; Όχι, δεν παντρεύτηκα. Είχα ένα μικρό βιβλιοπωλείο…»
«Ναι, το ξέρω…»
«Δεν πέρασες ποτέ, παρ’ όλα αυτά…»
«Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση».
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς».
Ήρθε ο σερβιτόρος και παρήγγειλαν. Δύο καφέδες και έναν χυμό και μια ομελέτα για τη μικρή. Η ομελέτα ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε για πρωινό εκεί μέσα. Δεν μίλησαν πολύ. Περιορίστηκαν στο να κοιτάζουν τη βροχή απ’ τα παράθυρα δίπλα τους. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να καθαρίζει και αν και βρίσκονταν σε εσωτερικό χώρο, νόμιζαν ότι μπορούσαν να νιώσουν την ψύχρα που είχε γίνει πιο έντονη.
Είπαν λίγα πράγματα για τις ζωές τους. Κι οι δυο τους κατάλαβαν ότι ο ένας έκρυβε πράγματα απ’ τον άλλον. Αυτό που έκανε τον Αλέξη να το υποψιαστεί, ήταν ότι η Άννα έμοιαζε φοβισμένη για κάποιο λόγο. Ήταν λες και βρισκόταν διαρκώς σε ένταση, αλλά δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Είναι παράξενο μερικές φορές… βλέπεις έναν άνθρωπο που έχεις χρόνια ολόκληρα να δεις, και με τον οποίο κάποτε ήσασταν τόσο κοντά, και τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ που το κοινό παρελθόν σας πλέον σας κάνει μόνο να νιώθετε άβολα, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Εντάξει, ίσως αυτή η παρατήρηση να είναι λίγο υπερβολική. Κι οι δυο τους είχαν νιώσει παραπάνω πράγματα, αλλά δεν έπαυε να υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους.
«Γράφεις ακόμα». Του είπε η Άννα.
«Κάνω ό,τι μπορώ».
«Έτσι έλεγες σε όσους σε έκαναν να νιώθεις άβολα. Με εμένα τα συζητούσες πάντα αυτά τα πράγματα».
Ο Αλέξης γέλασε. Το δέχτηκε σαν φιλική επίθεση, γι’ αυτό και της απάντησε κάπως έτσι:
«Μόνο με εσένα τα συζητούσα. Με κανέναν άλλον».
Η Άννα έστρεψε αλλού το βλέμμα της και ήπιε λίγο απ’ τον καφέ της.
«Ωραία ζακέτα», της είπε.
«Ευχαριστώ. Πες μου κάτι, όμως… είπες ότι δραπετεύεις. Από τι;»
«Εσύ από τι δραπετεύεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Δεν έχει σημασία».
«Και πού πηγαίνεις;»
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», του είπε.
Ο Αλέξης συνοφρυώθηκε. Η Άννα δεν έδειχνε να είναι και πολύ καλά, και ένιωσε λίγο θυμωμένος μαζί της που δεν το παραδεχόταν σ’ εκείνον, αλλά την δικαιολόγησε, μιας και η δική του στάση απέναντί της ήταν παρόμοια.
«Εσύ που πηγαίνεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Στο βουνό», είπε. «Σε ένα ξενοδοχείο. Είναι ενός φίλου, και μου άφησε τα κλειδιά για να μείνω εκεί για κάποιες μέρες. Αν δεν έχεις που να πας… έλα μαζί μου», της είπε. Ήξερε ότι ίσως αυτό να ήταν ένα μεγάλο βήμα για αρχή, αλλά είχε αποφασίσει να το ρισκάρει.
«Δεν ξέρω…» απάντησε εκείνη διστακτικά. «Ως πότε θα μείνεις εδώ; Μπορείς να μου δώσεις λίγες ώρες να το σκεφτώ;»
«Έχεις όσο χρόνο θέλεις», της είπε.
Έμειναν για κάποια λεπτά ακόμη στο μπαρ, κι ύστερα βγήκαν στη βροχή.**Ο Αλέξης στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του και κοίταξε έξω, στη βροχή. Είχε ανάψει ένα τσιγάρο πριν από λίγο, και τώρα το ευχαριστιόταν. Δεν κάπνιζε συχνά, ούτε ήταν ακριβώς καπνισ