Μία Νουβέλα του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
I
«Μπαμπά, είσαι λυπημένος;»
Το κορίτσι είχε σηκωθεί όρθιο και ανακάτευε το παγωτό του με το κουτάλι.
«Ε; Όχι», απάντησε ο Στέφανος. «Πώς σου ήρθε αυτό;»
«Δεν μιλάς καθόλου. Και όλο κοιτάζεις το πάτωμα».
Γέλασε και άπλωσε το χέρι του για να την χαϊδέψει.
«Δεν έχω τίποτα, Βέρα, μην ανησυχείς. Ο μπαμπάς είναι καλά. Απλά σκέφτομαι ότι αύριο έχω δουλειά. Θα δεις… όταν μεγαλώσεις θα το σκέφτεσαι κι εσύ πού και πού».
«Τι θα σκέφτομαι;»
«Ότι θα πρέπει να πας στη δουλειά την επόμενη μέρα».
«Εγώ σκέφτομαι μερικές φορές…» δοκίμασε λίγο από το παγωτό «…ότι πρέπει να πάω στο σχολείο».
«Τότε καταλαβαίνεις τι εννοώ», της είπε και χαμογέλασε.
Λίγη ώρα αργότερα περπατούσαν στην παραλιακή. Ο Στέφανος κρατούσε το χέρι της μικρής, ενώ εκείνη χοροπηδούσε και τραγουδούσε κάτι που μάλλον είχε δει στην τηλεόραση. Ήταν Κυριακή απόγευμα, χειμώνας, κι είχε νυχτώσει ήδη. Δεν είχε πολύ κόσμο έξω, κυρίως κάτι ηλικιωμένους μπορούσε να συναντήσει κανείς και ίσως μερικούς νεότερους έξω από καφετέριες. Συνήθως του άρεζε να περνάει τον ελεύθερο χρόνο του με τη Βέρα, αλλά εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσε να είναι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και να σκέφτεται όλα τα πράγματα που τον απασχολούσαν. Ήταν αλήθεια, ότι δεν ήταν σχετικά με τη δουλειά του όλα όσα τον απασχολούσαν.
Ο Στέφανος ήταν φιλόλογος, καθηγητής σε ένα λύκειο της Αλεξανδρούπολης. Δεν ήταν ακριβώς ό,τι φανταζόταν ότι θα έκανε όταν ήταν μικρός, αλλά ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που συμβιβάζονται εύκολα, από εκείνους που ξεχνάνε εύκολα τα όνειρά τους προκειμένου να έχουν ασφάλεια στη ζωή τους.
«Μην πεις στη μαμά ότι φάγαμε παγωτό μέσα στο καταχείμωνο, εντάξει;»
Η μικρή γέλασε. «Εντάξει», είπε. «Για να μην μας μαλώσει;»
«Ναι», απάντησε ο Στέφανος. «Έλα, πάμε σπίτι τώρα. Έχεις σχολείο αύριο».
«Κι εσύ δουλειά».
**
«Πώς περάσατε;» Τους ρώτησε η Δήμητρα μόλις μπήκαν στο διαμέρισμα.
«Τέλεια», είπε η μικρή.
«Μπράβο… Βέρα, πήγαινε να βάλεις τη πυτζάμες σου για να πλύνουμε τα δόντια μας. Έλα, έλα…»
Μάνα και κόρη πήγαν μαζί στο υπνοδωμάτιο της μικρής. Ο Στέφανος κρέμασε το μπουφάν του και πήγε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Στάθηκε για μερικά λεπτά μπροστά στο παράθυρο με το βλέμμα του στραμμένο έξω, στα φώτα του δρόμου.
«Τι σκέφτεσαι;»
Γύρισε και είδε την Δήμητρα πίσω του.
«Έβαλα τη μικρή για ύπνο», του είπε.
«Δεν ξέρω τι σκέφτομαι. Απλά είμαι κάπως ανήσυχος, αλλά δεν ξέρω το λόγο. Σκέφτομαι πολύ τους γονείς μου τις τελευταίες μέρες. Και τα παιδικά μου χρόνια. Και τον Γρηγόρη».
Η Δήμητρα τον αγκάλιασε. «Κι εγώ σκέφτομαι τον Γρηγόρη. Και νομίζω ότι πάντα θα τον σκεφτόμαστε. Ήταν ένα κομμάτι μας το οποίο αναγκαστήκαμε να αποχωριστούμε. Κι εξάλλου, του χρωστάμε να τον θυμόμαστε. Έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω», της απάντησε.
«Αλλά γιατί σκέφτεσαι τα παλιά; Τώρα έχουμε μια κόρη και μια ζωή να ζήσουμε. Μαζί, όπως είχαμε σχεδιάσει…»
«Δεν ξέρω», της είπε. «Απλά… φοβάμαι ότι δεν νιώθω αυτάρκης από μόνος μου. Νομίζω ότι έχω ανάγκη το παρελθόν μου. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Και μερικές φορές, όπως τώρα, νιώθω πάρα πολύ κουρασμένος… και δυσαρεστημένος… από τη ζωή μου, ίσως».
«Τι εννοείς; Τι δεν σου αρέσει στη ζωή σου;»
Η ερώτησή της τον έκανε να χαμογελάσει. Η Δήμητρα ανησυχούσε μήπως εκείνος είχε μετανιώσει για όσα είχε κάνει μέχρι σήμερα. Για τη δουλειά του, ας πούμε. Αλλά πάνω απ’ όλα για το γάμο τους, το παιδί τους και την κοινή τους ζωή.
«Δεν ξέρω, Δήμητρα. Απλά… μερικές φορές σκέφτομαι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Σκέφτομαι όλα τα πράγματα που ήθελα όταν ήμουν πιο νέος, όλα εκείνα που στερήθηκα».
«Δεν ξέρεις τι λες», του είπε. «Δεν έχεις ιδέα πόσο τυχερός είσαι. Τι σου έλειψε; Τι ήταν αυτό που σου έλειψε; Έζησες καμιά μεγάλη φτώχεια, μήπως;»
Ο Στέφανος στράφηκε ξανά προς το παράθυρο. «Δεν καταλαβαίνεις», μουρμούρισε.
Η Δήμητρα δεν είπε τίποτα για λίγα δευτερόλεπτα. Ένιωθε θυμό για τα λόγια του.
«Πώς μπορείς να μην εκτιμάς τα όσα έχουμε καταφέρει; Έχουμε φτάσει ως εδώ, και ζούμε καλά, κι εσύ κοντεύεις να τα διαγράψεις όλα. Γιατί; Τι πρόβλημα έχεις;» Δεν πήρε απάντηση. «Γιατί δεν μου μιλάς; Φταίει κάτι που έκανα εγώ;»
«Όχι», της είπε. Βιάστηκε να της απαντήσει, παρ’ όλο που δεν τον ένοιαζε και πολύ αν θα θύμωνε ή όχι. «Δεν φταις εσύ. Δεν ξέρω τι φταίει. Το μόνο που θέλω είναι να ξεκουραστώ λίγο». Γύρισε και περπάτησε προς το σαλόνι. «Άσε με να ξεκουραστώ λίγο».
**
Την επόμενη τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο. Ξύπνησε και ένιωθε και πάλι κουρασμένος. Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο μέσα στο σπίτι, ενώ η Δήμητρα κοιμόταν. Κι ύστερα άρχισε να περπατάει πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα και να σκέφτεται διάφορα που είχαν συμβεί όσο ήταν ακόμη παιδί και αργότερα έφηβος, και στη συνέχεια φοιτητής. Μερικές φορές γελούσε μ’ εκείνα τα γεγονότα, ενώ άλλες θύμωνε και ένιωθε ότι κάποτε κάποιοι τον είχαν υπονομεύσει, μέχρι που η σκέψη του έφτασε στη Μαριάννα. Θυμήθηκε τη μορφή της, ακριβώς όπως ήταν τότε, στο λύκειο. Τόσο όμορφη, τόσο ερωτική, κι ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μεμιάς. Ξαφνιάστηκε. Έτρεξε στο μπάνιο πριν τον δει κανείς, τον έβγαλε και τον έπαιξε με μανία, με τη σκέψη της Μαριάννας όπως ήταν τότε, δεκαοχτώ ετών. Κι ύστερα στηρίχτηκε στον τοίχο και πρόφερε το όνομά της ξανά και ξανά. Τα συναισθήματά του μόλις είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Μια γυναίκα. Τον εφηβικό του έρωτα. Και τότε όλα άρχισαν να ζωντανεύουν. Οι αναμνήσεις ανέπνεαν τώρα πια, κι η Μαριάννα είχε μπει για άλλη μια φορά μέσα στην καρδιά του. Δεν ήξερε ποια ανάγκη του εξυπηρετούσαν όλα αυτά, αλλά ένα ήταν σίγουρο: Η δουλοπρέπεια του τον ικανοποιούσε, τον ερέθιζε, τον έφτανε σε σημείο να εκσπερματώσει.
Βγήκε απ’ το μπάνιο με την πρόθεση να το παίξει σωστός οικογενειάρχης, αλλά δεν τα κατάφερε. Μάλωσε με τη Δήμητρα για το ποιος θα πήγαινε τη μικρή στο σχολείο και για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει, αλλά δεν το έκανε. Προσφέρθηκε τελικά να συνοδεύσει αυτός τη Βέρα. Την έπιασε απ’ το χέρι και ξεκίνησαν. Η μικρή δεν έβγαζε λέξη, αλλά κι εκείνος δεν ένιωθε σαν να ήθελε να μιλήσει. Μόνο σκεφτόταν, και ένιωθε μια ανησυχία και μια στεναχώρια που δεν μπορούσε να εξηγήσει ακριβώς.
«Θες να έρθω μέσα;» Ρώτησε τη Βέρα όταν έφτασαν.
«Όχι, εντάξει. Θα βρω την Αλεξάνδρα».
Η Αλεξάνδρα ήταν η καλύτερη φίλη της μικρής.
«Εντάξει», της είπε ο Στέφανος. «Θα περάσω το μεσημέρι να σε πάρω. Να περιμένεις αν αργήσω λίγο».
«Εντάξει, μπαμπά. Γεια».
«Γεια σου».
Περίμενε μέχρι εκείνη να μπει στο σχολείο, κι ύστερα ξεκίνησε για το λύκειο που δούλευε. Είχε ξεχάσει να πάρει τα πράγματά του έτσι όπως είχε φύγει βιαστικός από το σπίτι, και τώρα δεν είχε χρόνο για να γυρίσει πίσω. Θα ζητούσε βιβλία από κάποιον άλλο καθηγητή.
Του πήρε περίπου είκοσι λεπτά για να φτάσει. Πρόλαβε και την προσευχή. Μίλησε αδιάφορα με μερικούς συναδέλφους του, χωρίς να ακούει καν τι του έλεγαν, κι ύστερα περπάτησε προς την τάξη.
Συμπαθούσε τους μαθητές του. Είχε καταφέρει να κερδίσει το σεβασμό τους, και ήξερε ότι αυτό έπαιζε σημαντικό ρόλο. Αν τον έπαιρναν στην πλάκα θα ήταν πολύ δύσκολο να τους κάνει να τον σεβαστούν ξανά. Εντάξει, δεν πρόσεχαν όλοι στα μαθήματα που δίδασκε, αλλά το σίγουρο ήταν ότι δεν προκαλούσαν προβλήματα. Παρ’ όλα αυτά, όσο κι αν τους συμπαθούσε, όσο κι αν είχε αρχίσει να του αρέσει η δουλειά του, όταν στάθηκε μπροστά στα παιδιά σκέφτηκε ότι ήθελε να το βάλει στα πόδια. Δεν θα άντεχε παραπάνω από μερικά λεπτά. Μακάρι να μπορούσε να πετάξει μια χειροβομβίδα ανάμεσα στα πόδια τους κι ύστερα να φύγει τρέχοντας, για πάντα, να μην έβλεπε ποτέ ξανά κανέναν τους. Χαμογέλασε απελπισμένα στη σκέψη.
Δανείστηκε ένα βιβλίο από έναν μαθητή (είχε ξεχάσει να ζητήσει από κάποιον άλλο καθηγητή πριν μπει στην αίθουσα) και άρχισε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Σε κάποια στιγμή αναγκάστηκε να καθίσει στην έδρα και να πάρει μια ανάσα, και τότε φοβήθηκε ότι τα παιδιά θα καταλάβαιναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά τελικά κατάφερε να διδάξει μέχρι το τέλος της ώρας. Κι όταν το κουδούνι χτύπησε, επέστρεψε βιαστικά το βιβλίο σ’ εκείνον τον μαθητή και βγήκε έξω σχεδόν τρέχοντας. Είχε κορώσει, έβραζε μέσα του, ένιωθε ότι ήθελε να βάλει τις φωνές. Σε κάποια στιγμή κάποιος βρέθηκε μπροστά του και του έκοψε το δρόμο. Μη με πιέζετε, γαμώτο, σκέφτηκε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Θα έφευγε. Το είχε αποφασίσει. Από το σχολείο, δηλαδή. Δεν τον ένοιαζε τι θα έκαναν οι μαθητές, ούτε τον ένοιαζε τίποτα άλλο σχετικό. Θα πήγαινε στο σπίτι, κι από εκεί θα τηλεφωνούσε στον Γιάννη, στον διευθυντή. Θα του έλεγε ότι είχε κάποιο πρόβλημα και ότι ήταν ανάγκη να φύγει. Ότι θα πήγαινε σε έναν γιατρό. Ίσως όντως να πήγαινε σε έναν γιατρό. Έτσι, για να εξασφαλίσει μια αναρρωτική άδεια για μερικές μέρες. Πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει.
Βγήκε απ’ το κτίριο και περπάτησε κάτω απ’ το υπόστεγο, κατευθυνόμενος προς την έξοδο της αυλής. Άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. «Κύριε Στέφανε! Κύριε Στέφανε…» Στην αρχή έκανε ότι δεν τον άκουσε, αλλά εκείνος έτρεξε και τον πρόλαβε λίγο πριν φτάσει στη μεταλλική πόρτα. Ο Στέφανος γύρισε και τον κοίταξε. Θυμόταν το πρόσωπό του, όχι όμως και το όνομά του. Τον ρώτησε τι ήθελε.
«Ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση σχετικά με το ποίημα του Καρυωτάκη…»
«Δεν έχω χρόνο τώρα, θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Βιάζομαι… θα τα πούμε στην τάξη…»
Κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Παραπάτησε σε μια στιγμή, αλλά πιάστηκε από τα κάγκελα που περιέβαλλαν την αυλή του σχολείου. Κι έτσι, αδυνατώντας να προσέξει τι συνέβαινε γύρω του, συνέχισε το δρόμο του μέχρι το σπίτι.
**
Τηλεφώνησε στη Δήμητρα, στο μαγαζί. Η Δήμητρα είχε ανοίξει με την οικονομική βοήθεια των γονιών της ένα κατάστημα με ρούχα στο κέντρο της πόλης. Της ζήτησε να περάσει εκείνη το μεσημέρι να πάρει τη Βέρα απ’ το σχολείο και της είπε ότι ήταν λίγο άρρωστος και ότι είχε γυρίσει στο σπίτι.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Θα τα πούμε όταν γυρίσεις στο σπίτι, εντάξει; Απλά πήγαινε να πάρεις το παιδί. Δεν ξέρω, άσε το μαγαζί στην Πηνελόπη».
Λίγο αργότερα κατέβασε το ακουστικό και έμεινε καθιστός στον καναπέ. Ξάπλωσε πίσω και έκλεισε τα μάτια του. Διάφορες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του, σκέψεις που προφανώς δεν θα τον άφηναν σε ησυχία. Ήταν λες και ένας πανίσχυρος άνεμος φυσούσε μέσα στο κεφάλι του και ανακάτευε τις αναμνήσεις του, αναμοχλεύοντας τα όνειρά του, πυροδοτώντας τον πόνο που ένιωθε.
Το είχε σκεφτεί από νωρίς το πρωί, όταν ακόμα περπατούσε πάνω κάτω μέσα στο διαμέρισμα, αλλά είχε διώξει αμέσως τη σκέψη. Τώρα, όμως, έμοιαζε να είναι ένα επόμενο βήμα. Ίσως ένα βήμα προς τη λύση του προβλήματός του, ή ίσως ένα λανθασμένο βήμα που θα τον βύθιζε ακόμη περισσότερο σ’ εκείνον τον ανεμοστρόβιλο.
Ήταν, λοιπόν, η δεύτερη φορά που το σκεφτόταν, αλλά ήταν νωρίς ακόμη. Ήταν πρωί, ήταν εννιά και είκοσι. Αν, δηλαδή, λειτουργούσε σωστά το ρολόι του σαλονιού. Θα περίμενε μέχρι το μεσημέρι, μέχρι λίγο πριν επιστρέψει η Δήμητρα με το παιδί, κι ύστερα θα ξεκινούσε.
Τον πήρε ο ύπνος.
**
Ξύπνησε κάποιες ώρες αργότερα. Σηκώθηκε απότομα, λες και είχε κάπου να πάει. Αλλά ναι, είχε κάπου να πάει. Πήρε τα κλειδιά του από το τραπέζι και ξεκίνησε. Κατέβηκε με το ασανσέρ και έψαξε στην πυλωτή για το αυτοκίνητο σε περίπτωση που δεν το είχε πάρει η Δήμητρα. Δεν το είχε πάρει. Μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Οδήγησε κατά μήκος των σιδηροδρομικών γραμμών μέχρι που βρέθηκε μπροστά σε ένα πάρκο, κι εκεί έστριψε αριστερά. Οδήγησε μέχρι το πέμπτο δημοτικό, το πέρασε και συνέχισε μετά την εκκλησία του Αγίου Σωτήρα. Συνέχισε μέχρι εκεί που κάποτε βρισκόταν το στρατόπεδο Παρμενίωνα, εκείνο που τώρα ήταν πάρκο, και ανέβηκε μια μικρή ανηφόρα στα αριστερά του. Το παλιό σχολείο βρισκόταν σε μια περιοχή με άδεια οικόπεδα, τα οποία τον τελευταίο καιρό γέμιζαν με μικρά κτίρια και σπίτια. Το είδε στο βάθος, μερικά σταυροδρόμια πιο πέρα, μετά από κάποιες κατοικίες.
Οδήγησε ως εκεί και πάρκαρε σχετικά κοντά. Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο, το κλείδωσε και περπάτησε προς το σχολείο. Το σχολείο αποτελούνταν από δύο τριώροφα κτίρια, ένα γυμναστήριο και φυσικά μια αρκετά μεγάλη αυλή. Το είχαν κλείσει εδώ και πολλά χρόνια, ήταν πλέον πολύ παλιό για να γίνονται μαθήματα μέσα του. Πολλές φορές είχαν προσπαθήσει να το κατεδαφίσουν, αλλά μερικοί κάτοικοι, προφανώς κάποιοι από αυτούς είχαν φοιτήσει σ’ αυτό, εμπόδισαν τα σχέδια του δήμου. Ο Στέφανος τότε δεν είχε δώσει σημασία. Συγκεκριμένα, δεν το είχε πει σε κανέναν, αλλά ήταν υπέρ της κατεδάφισης του σχολείου. Ήθελε να γκρεμιστεί μαζί με όλες τις άσχημες αναμνήσεις. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να αποκαλεί τις αναμνήσεις εκείνες παιδικά –ή ίσως εφηβικά- τραύματα, αλλά σίγουρα κάποτε τον πονούσαν. Και τώρα τον πονούσαν. Παρ’ όλα αυτά όμως, είχε την ιδέα να επιστρέψει στο λύκειο στο οποίο ήταν μαθητής, με την πρόφαση ότι αυτό θα τον βοηθούσε να ξεπεράσει την τραγική κατάστασή του, η οποία γινόταν όλο και χειρότερη. Στην πραγματικότητα, όμως, επειδή ήθελε να θυμηθεί. Ήθελε να θυμηθεί τα πάντα, από τους νταήδες που τον ζόριζαν, μέχρι τη Μαριάννα. Κυρίως τη Μαριάννα. Το πρόβλημά του είχε όνομα τώρα πια. Είχε και πρόσωπο. Ένα πανέμορφο, ελκυστικό πρόσωπο ενός δεκαοχτάχρονου κοριτσιού με το οποίο ήταν ερωτευμένος όταν ήταν έφηβος. Αυτό το κορίτσι τώρα ήταν γυναίκα. Ήταν άραγε ακόμη της ίδιας ομορφιάς; Πώς είχε καταλήξει;
Πάνω από τα κάγκελα που τριγύριζαν την αυλή του σχολείου υπήρχε συρματόπλεγμα. Προφανώς για να μην μπαίνουν οι ανεπιθύμητοι, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Ο Στέφανος έκανε τον γύρο και βρήκε ένα σημείο στο οποίο το συρματόπλεγμα ήταν κομμένο. Είδε εκείνο το κομμάτι του σύρματος πεταμένο μέσα στην αυλή. Πιάστηκε από πάνω, σκαρφάλωσε και πήδηξε μέσα. Το μανίκι του μπουφάν του σκάλωσε και σκίστηκε λίγο, αλλά δεν έδωσε πολύ σημασία.
Βρέθηκε στην πίσω αυλή του λυκείου, πίσω από το γυμναστήριο. Υπήρχαν εκεί μέσα διαφόρων ειδών άχρηστα πράγματα, κάθε είδος σκουπιδιού, από ρόδες, λάστιχα και μια πόρτα αυτοκινήτου, μέχρι λεκάνες τουαλέτας, καρέκλες και σπασμένα η κομμένα τραπέζια. Ο Στέφανος τα προσπέρασε έτσι απλά, χωρίς να τα προσέξει και πολύ, και περπάτησε κατά μήκος του κίτρινου τοίχου του γυμναστηρίου, μέχρι που έφτασε στη γωνία. Έστριψε και μετά από μερικά βήματα βρέθηκε μπροστά στην κυρίως αυλή. Γύρω απ’ την αυλή και μπροστά από τα κτίρια βρισκόταν μια σειρά από δέντρα τα οποία είτε είχαν πεθάνει οριστικά, είτε είχαν απλά γονατίσει λόγω του χειμώνα. Περπάτησε προς το πρώτο κτίριο, αυτό δηλαδή που από τότε αποκαλούσαν «πρώτο κτίριο», αυτό στο οποίο βρίσκονταν το γραφείο του διευθυντή και η γραμματεία.
Του φάνηκε, καθώς διέσχιζε την αυλή, ότι σε ένα παράθυρο είδε μια μορφή να τον κοιτάζει, αλλά όταν στάθηκε ακίνητος για να δει καλύτερα, δεν κατάφερε να διακρίνει τίποτα. Όταν έφτασε κάτω απ’ το υπόστεγο έριξε μια ματιά στις τάξεις του ισογείου. Οι κουρτίνες τους ήταν τραβηγμένες, εκτός από τη δεύτερη αίθουσα, όπου υπήρχε ένα μικρό άνοιγμα. Έβαλε τα χέρια του για να κάνει σκιά και διέκρινε μέσα το χάος. Αναποδογυρισμένες καρέκλες και θρανία και μια λάμπα φθορίου να κρέμεται από το ένα μόνο καλώδιό της.
Περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου, δεξιότερα από την αίθουσα. Ένας κισσός είχε απλωθεί και περνούσε πάνω απ’ το ταβάνι και γύρω απ’ τα κάγκελα των τζαμιών της διπλής πόρτας, αλλά τα περισσότερα κλωνάρια ήταν κομμένα και κάποιος τα είχε παραμερίσει. Το τζάμι δίπλα απ’ το πόμολο ήταν σπασμένο. Η πόρτα άνοιγε, ευτυχώς. Και πιθανότατα όλα αυτά, από το κομμένο συρματόπλεγμα μέχρι το σπασμένο τζάμι στην πόρτα, σήμαιναν ότι άνθρωποι έμπαιναν και έβγαιναν από το παλιό σχολείο. Αλλά όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία, δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Ο Στέφανος θα έμπαινε μέσα έτσι κι αλλιώς. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήταν μια πολύ σημαντική του ανάγκη να μπει μέσα σ’ εκείνο το κτίριο, να μπει ξανά μέσα στην παλιά τάξη. Να ψάξει να βρει το θρανίο της. Και ίσως… ίσως… το δικό του.
Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Μπροστά υπήρχε μια σκάλα η οποία οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Δίπλα απ’ τη σκάλα, σχεδόν από κάτω της, υπήρχαν πράγματα που θα χρειαζόταν κάποτε μια καθαρίστρια. Μια σκούπα μέσα σε έναν ψηλό, μεταλλικό κουβά πάνω σε ένα καροτσάκι με τέσσερις ρόδες. Παντού υπήρχε σκόνη, στο κάγκελο της σκάλας και πάνω στα σκαλοπάτια, πάνω στα οποία φαίνονταν ίχνη από πατημασιές. Κάποιος είχε ανέβει και κάποιος είχε κατέβει. Ο Στέφανος, πάντως, ανέβαινε.
Δεν άγγιξε το κάγκελο, δεν ήθελε να λερώσει τα χέρια του. Μόνο περπάτησε μέχρι τον πρώτο όροφο, κι εκεί είδε διάφορα ρούχα πεταμένα στο πάτωμα. Παραξενεύτηκε στην αρχή, δεν μπορούσε να φανταστεί τι δουλειά είχαν παιδικά ρούχα –τα οποία έμοιαζαν πολύ παλιά- πεταμένα στο πάτωμα του παλιού σχολείου. Πέρασε από πάνω τους πατώντας ανάμεσά τους και έστριψε στη γωνία στο διάδρομο. Στο αριστερό τέρμα του διαδρόμου βρισκόταν μια αίθουσα. Ήταν η παλιά τάξη τους… δηλαδή… κάπως έτσι, ναι… η παλιά τάξη. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα.
Εδώ τα πράγματα δεν ήταν όσο άσχημα ήταν σ’ εκείνη την αίθουσα στο ισόγειο. Ο Στέφανος άρχισε να ψάχνει το ένα θρανίο μετά το άλλο, ψάχνοντας εκείνο της Μαριάννας, αλλά ήταν μάταιος κόπος. Δεν το βρήκε πουθενά, και τότε θυμήθηκε ότι πολλές φορές ανέβαζαν θρανία και καρέκλες στον δεύτερο όροφο, στο εργαστήριο, κι ύστερα τα κατέβαζαν ξανά στις αίθουσες. Βγήκε στο διάδρομο και ανέβηκε τη σκάλα για τον δεύτερο. Εκεί έστριψε πάλι αριστερά, προς το εργαστήριο. Η πόρτα ήταν κλειστή. Δοκίμασε το πόμολο και η πόρτα άνοιξε μια σπιθαμή, αλλά φαίνεται πώς κάτι την εμπόδιζε. Χρειάστηκε να βάλει όλη του τη δύναμη και να ρίξει το σώμα του πάνω της για να την κάνει να ανοίξει. Κι όταν τελικά άνοιξε, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια τεράστια τρύπα στο πάτωμα. Γύρω υπήρχαν αραδιασμένα θρανία και μερικά μηχανήματα η λειτουργία των οποίων του ήταν άγνωστη. Ρωγμές ξεκινούσαν από την τρύπα και απλώνονταν στο μωσαϊκό του πατώματος. Τα πάντα έμοιαζαν ετοιμόρροπα.
Πλησίασε την τρύπα και κοίταξε κάτω. Είδε μια απ’ τις αίθουσες του πρώτο ορόφου. Τι στο διάολο έγινε εδώ πέρα; Αναρωτήθηκε για μια στιγμή, κι ύστερα στράφηκε προς τα θρανία. Άρχισε να ψάχνει πάνω τους. Θυμόταν ότι η Μαριάννα είχε ένα μαχαίρι με το οποίο χάραζε πάνω σε όποια επιφάνεια έβρισκε, και σίγουρα –ο Στέφανος ήταν σίγουρος, είχε δει το όνομα του φίλου της χαραγμένο- είχε χαράξει και πάνω στο θρανίο της.
Το βρήκε. Φύσηξε τη σκόνη για να δει καλύτερα. Μαριάννα + Θάνος. Γέλασε. Αυτός ο Θάνος ήταν κι ο πρώτος μαλάκας. Κατά τη γνώμη του Στέφανου, τουλάχιστον. Ήταν ένας τύπος που παρίστανε το ροκά τότε, κι ο Στέφανος δεν είχε πρόβλημα με τους ροκάδες, αλλά εκείνος ο τύπος ήταν ένας μαλάκας και μισός που το έπαιζε και γκόμενος συν τοις άλλοις. Ποτέ δεν κατάλαβε τι του έβρισκε η Μαριάννα. Εκείνη ήταν μια όμορφη μελαχρινή κοπελίτσα που αργότερα έβαψε τα μαλλιά της ξανθά, φορούσε συνήθως κολλητά δερμάτινα ή τζιν παντελόνια και ένα δερμάτινο μπουφάν. Τριγυρνούσε και με ένα μαχαίρι, αυτό με το οποίο είχε χαράξει πάνω στο θρανίο της. Της το είχε πάρει ένας καθηγητής όταν την είχε δει να το βάζει στην τσέπη της μια μέρα. Παπαδόπουλο τον έλεγαν, δίδασκε φυσική.
Ξαφνικά μια ιδέα ήρθε στο μυαλό του Στέφανου. Το μαχαίρι… ίσως να βρισκόταν ακόμη στο γραφείο του Παπαδόπουλου. Κι αν το έπαιρνε; Αν της το επέστρεφε; Αν, δηλαδή, τη συναντούσε κάποια μέρα και της έδινε το μαχαίρι; Ίσως να της άρεζε αυτό. Έκανε να περπατήσει προς την έξοδο της αίθουσας, αλλά άκουσε έναν ήχο, σαν κάτι να έσπαγε σε κομμάτια, και στάθηκε ακίνητος. Κοίταξε το πάτωμα. Δεν μας τα λες καλά, σκέφτηκε.
Το πάτωμα υποχώρησε και ο Στέφανος έπεσε. Προσπάθησε να κρατηθεί από μια μεταλλική βέργα που ξεπρόβαλλε από το σπασμένο μάρμαρο, αλλά δεν τα κατάφερε. Σωριάστηκε στο δάπεδο του κάτω ορόφου, ανάμεσα σε κομμάτια μάρμαρου και μερικά σίδερα, και σηκώθηκε γρήγορα, αλλά κάτι έπεσε από πάνω και τον χτύπησε στο κεφάλι. Κράτησε το τραύμα του και είδε λίγο αίμα στο χέρι του. Σύντομα ένιωσε το οπτικό του πεδίο να μαυρίζει. Κατάφερε να φτάσει σκουντουφλώντας μέχρι τον διάδρομο όπου κρατήθηκε από τον τοίχο, και τότε έχασε τις αισθήσεις του.
**
Πρέπει να είχε μείνει αναίσθητος για ώρες, αφού όταν ξύπνησε είδε ότι είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει έξω. Έπρεπε να βγει απ’ το κτίριο πριν τον βρει η νύχτα, αλλιώς δεν θα έβλεπε τίποτα απ’ το σκοτάδι. Έκανε να σηκωθεί και ακούμπησε κάτι μαλακό δίπλα του. Και μετά και κάτι ακόμα, εξίσου μαλακό. Ύφασμα. Ήταν τα ρούχα που είχε δει μπροστά στη σκάλα. Οι τελευταίες στιγμές που θυμόταν πριν κλείσει τα μάτια του ήταν στον διάδρομο. Υπήρχε περίπτωση να είχε συρθεί μέχρι τη σκάλα και να μην το θυμόταν;
Σηκώθηκε και κράτησε το κεφάλι του στα χέρια του. Ζαλιζόταν κάπως. Θα του περνούσε. Δηλαδή ήλπιζε ότι θα του περνούσε. Κοίταξε γύρω του. Κάποιος καθόταν στη σκάλα.
«Γεια σου, φίλε», είπε ο άντρας στον Στέφανο.
«Ποιος είσαι;» Τον ρώτησε.
«Σε βρήκα εκεί, στον διάδρομο, και είπα να σε κουβαλήσω μέχρι εδώ, να σε περιμένω να ξυπνήσεις».
«Μάλιστα», του είπε ο Στέφανος. «Εγώ θα φύγω τώρα».
«Πουλάω τέτοιο», του είπε και του έδειξε ένα σακουλάκι.
«Τι ‘ναι αυτό;»
«Σκόνη».
«Δεν παίρνω ναρκωτικά», του είπε κι έκανε να φύγει.
«Καλά κάνεις και φεύγεις», του είπε ο άλλος. «Θα νυχτώσει σε λίγο. Κι όταν νυχτώνει μαζεύεται εδώ γύρω κάθε καρυδιάς καρύδι».
«Κι εσύ γιατί δεν φεύγεις;»
«Εγώ πουλάω σ’ αυτούς», του απάντησε. «Αλλά τώρα που το λες, ας έρθω μαζί σου. Έτσι κι αλλιώς έχω ραντεβουδάκι σε λίγο».
Ο Στέφανος άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα προς το ισόγειο. Ο άλλος τον ακολούθησε.
«Με λένε Αλέξανδρο», του είπε. «Εσένα;»
«Δεν είναι δουλειά σου».
«Δεν φαίνεσαι για τέτοιος εσύ… Τι δουλειά έχεις εδώ μέσα;»
«Αποφάσισα να πάω σχολείο…»
«Χα-χα. Ωραίο», γέλασε. Το γέλιο του ήταν εντελώς σάπιο, σαν τα δόντια του.
«Μη μ’ ακολουθείς», του είπε ο Στέφανος.
«Εγώ πάω στην έξοδο».
«Η έξοδος είναι από εκεί». Ο Στέφανος του έδειξε προς το γυμναστήριο. «Οπουδήποτε αλλού υπάρχει συρματόπλεγμα πάνω απ’ τα κάγκελα».
«Ναι, ε; Πες μου τι θες. Ίσως να μπορώ να σε βοηθήσω».
Ο Στέφανος δεν του απάντησε. Ο Αλέξανδρος τον έκανε κάπως ανήσυχο. Περπάτησε αγνοώντας τον μέχρι τα γραφεία των καθηγητών, εκείνα που βρίσκονταν στο ισόγειο. Εκεί μέσα βρισκόταν κάποτε το γραφείο του Παπαδόπουλου και –πιθανότατα- το μαχαίρι της. Η πόρτα, όμως, της αίθουσας ήταν κλειδωμένη.
«Χρειάζεσαι κάτι για να σπάσεις το τζάμι», του είπε ο Αλέξανδρος.
Ο Στέφανος γύρισε και τον κοίταξε. Κρατήθηκε για να μην βάλει τα γέλια, αλλά δεν κατάφερε να μην χαμογελάσει. Χαμογέλασε κι ο άλλος.
«Το βλέπω», του είπε και κοίταξε γύρω για κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Περπάτησε στη στοά δεξιά του γραφείου των καθηγητών και βρέθηκε κοντά σ’ αυτό που κάποτε ήταν η μπροστινή είσοδος του σχολείου. Κατάφερε να διακρίνει ένα σωρό από παλιοσίδερα και κομμάτια ξύλου που ήταν πεταμένα σε μια άκρη. Διάλεξε ένα κομμάτι ξύλο που έμοιαζε να είναι το πόδι ενός τραπεζιού και επέστρεψε στην πόρτα. Χτύπησε το τζάμι πολλές φορές μέχρι να καταφέρει να το ραγίσει κι ύστερα να το σπάσει. Έσπασε και στις άκρες για να μπορέσει να περάσει μέσα. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε.
Το δωμάτιο δεν ήταν πολύ μεγάλο, χωρούσε όμως τρία γραφεία και στο βάθος υπήρχε μια μικρή πόρτα. Πίσω της βρισκόταν είτε η τουαλέτα είτε μια μικρή αποθήκη. Ο Στέφανος πήγε κατευθείαν σ’ αυτό που θυμόταν ότι ήταν το γραφείο του Παπαδόπουλου.
«Πάρε αυτό», του είπε ο Αλέξανδρος και του έδωσε ένα φακό.
«Κυκλοφορείς με φακό;»
«Τα πουλάω τα καλοκαίρια στην παραλιακή», του είπε. «Να μην κρατήσω κάτι και για μένα; Σχεδόν κάθε βράδυ εδώ μέσα είμαι, χρειάζομαι έναν φακό».
«Ό,τι πεις».
Έριξε φως στο μεταλλικό γραφείο και στα συρτάρια του. Τα δύο πάνω συρτάρια ήταν κλειδωμένα, αλλά στο τρίτο υπήρχε ένα κλειδί. Το γύρισε και άνοιξε το συρτάρι. Μέσα υπήρχαν χαρτιά με βαθμολογίες, και στο βάθος ένα μαχαίρι με ξύλινη λαβή. Πιο πολύ έμοιαζε με στιλέτο, δηλαδή. Το κράτησε στα χέρια του. Πρέπει να ήταν εκείνο της Μαριάννας. Τουλάχιστον έμοιαζε με εκείνο. Το έβαλε στην τσέπη του.
«Τι ‘ναι αυτό που πήρες; Μαχαίρι;»
«Εγώ φεύγω από ‘δω», είπε ο Στέφανος. «Εσύ κάνε όπως νομίζεις».
Πέρασε από το σπασμένο τζάμι και βγήκε έξω. Ξεκίνησε να περπατάει προς το γυμναστήριο διασχίζοντας την αυλή. Ο Αλέξανδρος έτρεξε πίσω του.
«Μη μ’ ακολουθείς», του είπε.
«Δεν σ’ ακολουθώ, φίλε. Εγώ πάω στο ραντεβού μου».
Ουσιαστικά περπάτησαν μαζί μέχρι την αυλή πίσω απ’ το γυμναστήριο. Ο Στέφανος προσπαθούσε να μην του δίνει σημασία, ενώ εκείνος περπατούσε μερικά βήματα πίσω του. Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά, και με δυσκολία έβλεπαν μπροστά τους. Κατάφεραν, ωστόσο, να διακρίνουν τις τρεις σκιές που πήδηξαν μέσα στην αυλή. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον, κι ύστερα ο Στέφανος έκανε μερικά πλάγια βήματα ελπίζοντας ότι οι σκιές δεν θα τον έβλεπαν, ότι θα περνούσαν από δίπλα του χωρίς να τον πάρουν είδηση.
«Τι βλέπω;» Είπε η πρώτη σκιά. «Αλέξανδρε, εσύ είσαι;»
«Ναι», είπε εκείνος και γέλασε.
Οι σκιές πλησίασαν κι ο Στέφανος κατάφερε να τις ξεχωρίσει. Ήταν τρεις νέοι άντρες.
«Κι αυτός ποιος είναι;» Έδειξε τον Στέφανο.
«Ένας φίλος», είπε ο Αλέξανδρος. «Τον συνάντησα εδώ. Πριν λίγο».
«Μάλιστα», είπε ο άλλος. Οι δύο φίλοι του στέκονταν αμίλητοι. «Και για πες, ρε παλικάρι, τι δουλειά έχεις στα λημέρια μας; Τι ζητάς;»
«Ήθελε να πάει σχολείο», είπε ο Αλέξανδρος και γέλασε.
«Α, ώστε έτσι; Δεν σου είπαν ότι το λύκειο δεν λειτουργεί; Τι έψαχνες; Μήπως είσαι μπάτσος;»
«Δεν είμαι μπάτσος», είπε ο Στέφανος.
«Δώσε μου το κινητό σου, τότε».
Ο Στέφανος δεν απάντησε, κι ο άλλος έβγαλε ένα μαχαίρι από τη μέσα τσέπη του χοντρού μπουφάν του.
«Άκουσες τι είπα. Το κινητό σου και ό,τι λεφτά έχεις».
Ο Αλέξανδρος απλά κοίταζε, χωρίς να επεμβαίνει, ενώ οι φίλοι του άλλου χαμογελούσαν. Ο Στέφανος έβγαλε το κινητό του, έβγαλε τη μικρή κάρτα απ’ το πίσω μέρος και τους έδωσε τη συσκευή.
«Έτσι μπράβο. Και λεφτά», είπε. «Ό,τι έχεις. Αν θες να φύγεις όρθιος από δω μέσα».
Έβγαλε το πορτοφόλι του και του το έδωσε.
«Ωραία», είπε ο άλλος. «Εξαφανίσου».
Ο Στέφανος δεν έφυγε αμέσως. Έμεινε για λίγη ώρα κοιτώντας επίμονα τον τύπο με το μαχαίρι. Πάνω απ’ όλα είχε θιχτεί ο εγωισμός του.
«Καυγάδες θες, ρε στραβάδι; Εξαφανίσου, είπα. Πριν αλλάξω γνώμη».
Τότε γύρισε και έφυγε. Περπάτησε μέχρι τα κάγκελα, σκαρφάλωσε και πήδηξε έξω. Περπάτησε γρήγορα προς το σημείο που είχε αφήσει το αυτοκίνητο από φόβο μήπως τον ακολουθήσει κανένας τους. Όταν έφτασε κάτω απ’ την πρώτη λάμπα στη γωνία του δρόμου, άκουσε βήματα πίσω του.
«Περίμενε, φίλε!»
Ήταν ο Αλέξανδρος.
«Προσπάθησα να ανταλλάξω το τηλέφωνό σου με λίγη πρέζα, αλλά αυτοί οι καριόληδες ήταν ανένδοτοι», είπε και γέλασε.
«Δεν χρειαζόταν».
«Καλά, ντε, μην είσαι τόσο κρύος».
«Γιατί δεν μ’ αφήνεις ήσυχο;»
«Εγώ απλά πηγαίνω στο ραντεβού μου», είπε.
Ο Στέφανος γύρισε να φύγει, αλλά σύντομα κάποιος άλλος μπήκε στον φωτεινό κύκλο κάτω απ’ την ψηλή λάμπα. Ήταν ένας τύπος με δερμάτινο μπουφάν και γκρίζο παντελόνι, και κοντά και καστανά, σχεδόν σγουρά μαλλιά.
«Να το ραντεβού μου», είπε ο Αλέξανδρος. «Τι κάνει το αγόρι μου;» Ρώτησε τον άλλον.
«Μια χαρά», απάντησε εκείνος. «Ποιος είναι ο φίλος σου;» Πλησίασε, κι ύστερα είπε: «Στέφανε;»
«Ποιος είσαι;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Δεν με θυμάσαι; Ο Λευτέρης», του είπε.
«Ναι, τώρα που το λες μοιάζεις λίγο με τον Λευτέρη», είπε και γέλασε. «Τι κάνεις;»
«Τι δουλειά έχεις με τον Αλέξανδρο;»
«Συναντηθήκαμε εκεί μέσα», είπε και έδειξε με τον αντίχειρα προς το σχολείο.
«Μάλιστα… Να ρωτήσω τι έψαχνες εσύ εκεί;»
«Γιατί όλες οι ερωτήσεις;» Ρώτησε ο Στέφανος.
Ο Λευτέρης έβγαλε το σήμα του από την τσέπη του σακακιού του.
«Γιατί είμαι η αστυνομία. Κι εκεί μέσα μπαίνουν συνήθως άνθρωποι του δικού μου ενδιαφέροντος…»
Ο Στέφανος γέλασε. «Κι αυτός τι είναι;» Τον ρώτησε δείχνοντας τον Αλέξανδρο. «Το καρφί;»
Ο Λευτέρης δεν είπε τίποτα.
«Και δεν σου φαινόταν», είπε ο Στέφανος στον Αλέξανδρο. «Και τι ψάχνετε εκεί μέσα;»
«Μην ρωτάς τέτοια πράγματα», είπε ο Λευτέρης. «Απλά κάνω τη δουλειά μου. Έλα μαζί μου, όμως. Νομίζω ότι έχουμε πολλά να πούμε».
«Δεν ξέρω… είμαι με το αυτοκίνητό μου».
«Τότε θα κάνουμε μια μικρή βόλτα με το αυτοκίνητό σου», είπε ο Λευτέρης.
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για μια στιγμή. Είχε αγνοήσει την οικογένειά του όσο καμιά άλλη μέρα της ζωής του. Αλλά ένιωθε καλύτερα. Ήταν, ίσως, κάτι διαφορετικό. Αυτό χρειαζόταν και αυτό θα έκανε.
«Εντάξει», είπε. «Ας πάμε μια μικρή βόλτα».
**
Ο Λευτέρης έκατσε στη θέση του συνοδηγού, ενώ ο Αλέξανδρος πίσω. Ο Στέφανος ξεκίνησε.
«Για πες μου, λοιπόν», είπε στον Λευτέρη. «Τι έχουμε να πούμε;»
Ο Λευτέρης γέλασε. «Ε, δεν θες να πούμε τα νέα μας;» Τον ρώτησε.
«Ναι… ξεκίνα, λοιπόν. Λέγε».
«Είμαι αστυνόμος, τώρα. Ποιος θα το περίμενε, ε; Κι ακόμα εργένης. Ενώ εσύ, υποθέτω, είσαι παντρεμένος».
«Ναι, κάπως έτσι έχουν τα πράγματα».
Μίλησαν λίγο για τις ζωές τους. Ο Στέφανος του έκρυψε μερικά πράγματα. Δεν ανέφερε καθόλου την Δήμητρα, ούτε την κόρη του. Θυμόταν τι άνθρωπος ήταν ο Λευτέρης, και δεν ήθελε να προκαλεί τα αρνητικά του συναισθήματα. Ο Λευτέρης είχε χάσει τους δύο γονείς του από μικρός. Τον είχαν παρατήσει, δηλαδή. Αυτόν και τη μικρότερη αδερφή του, την οποία ο Στέφανος δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Ήξερε μόνο ότι την έλεγαν Αθανασία.
Οι δυο τους ήταν συμμαθητές στο λύκειο, και για τρία χρόνια είχαν καθίσει στο ίδιο θρανίο. Ο Λευτέρης είχε τις δικές του παρέες, βέβαια. Κάτι τύπους με τους οποίους πήγαινε και λήστευε μαγαζιά. Από περίπτερα και σούπερ μάρκετ μέχρι βιβλιοπωλεία και δισκοπωλεία. Όπως και να ‘χε, αυτό που κυρίως τους ένωνε ήταν ο ανταγωνισμός που υπήρχε ανάμεσά τους σε πολλά ζητήματα. Και πάνω απ’ όλα, σ’ αυτό της Μαριάννας. Ήταν σίγουρο ότι ο Στέφανος ήταν ερωτευμένος μαζί της, όσο σίγουρο ήταν ότι ο Λευτέρης ήθελε να την πηδήξει για δυο λόγους: Πρώτον, επειδή ήταν η πιο ωραία γκόμενα στο σχολείο, και δεύτερον, επειδή την ήθελε ο Στέφανος.
Ανταγωνισμός, λοιπόν. Και προδοσία. Η μία μετά την άλλη. Ο Στέφανος είχε σαν όπλο μια διάφανη ειρωνεία, ενώ ο Λευτέρης ήταν με τον τρόπο του περισσότερο επιθετικός. Αν ήθελε κάτι το κυνηγούσε. Ακολουθούσε τη ρήση ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, κάτι που φυσικά ο Στέφανος δεν θα έκανε ποτέ. Ήταν κατά των αρχών του. Γι’ αυτό είχε χάσει σ’ εκείνον τον ανταγωνισμό. Δηλαδή, εντάξει… δεν ήξερε αν ο Λευτέρης είχε κερδίσει (σκόπευε να το μάθει, ωστόσο), αλλά ήταν σίγουρος -και ήταν προφανές- ότι ο ίδιος είχε χάσει.
«Στρίψε αριστερά εδώ», είπε ο Λευτέρης. «Πήγαινε προς την παραλιακή, μου ήρθε ιδέα».
«Τι ιδέα;»
«Θα πάμε για μπύρα».
«Εμένα άφησέ με κάπου πριν παρκάρεις. Δεν θέλω να τριγυρνάω με μπάτσους», είπε ο Αλέξανδρος.
Έμειναν σιωπηλοί για λίγη ώρα. Όταν έφτασαν κοντά στην παραλιακή, ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο να σταματήσει κάπου για να κατέβει ο Αλέξανδρος.
«Θα τα πούμε», του είπε ενώ εκείνος έβγαινε απ’ το αυτοκίνητο. «Θα επικοινωνήσω μαζί σου».
«Έγινε αφεντικό».
«Και μην ξεχνάς ότι μου χρωστάς…» είπε ο Λευτέρης με σοβαρό ύφος, αλλά μόλις ο Αλέξανδρος έκλεισε την πόρτα γύρισε προς τον Στέφανο και γέλασε. «Τον γλίτωσα μια φορά από κάτι συναδέλφους… τώρα με ξεπληρώνει έτσι… κάνοντας τον ρουφιάνο».
«Κατάλαβα…»
«Πάρκαρε εκεί αν θες, έχει χώρο».
Πάρκαρε κοντά στο τέρμα του δρόμου. Ο Λευτέρης του είπε να τον ακολουθήσει. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και περπάτησαν μερικά στενά πιο κάτω, προς την παραλία. Κάπου εκεί έστριψαν και συνέχισαν ευθεία. Υπήρχε ένα κλαμπ εκεί πέρα. Ή μπαρ. Μάλλον μπαρ, ήταν, ναι… Μπήκαν μέσα και περπάτησαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς στέκονταν όρθιοι και συζητούσαν φωνάζοντας λόγω της μουσικής, ενώ άλλοι χόρευαν. Ο Λευτέρης περπάτησε προς το μπαρ και βρήκε ένα σημείο στο οποίο δεν στριμώχνονταν πολλοί.
«Έλα», του είπε. «Τι θα πιεις;»
«Μια μπύρα», είπε ο Στέφανος.
«Τι μπύρα;»
«Ό,τι να ‘ναι».
Ο Λευτέρης παρήγγειλε και σύντομα ο μπάρμαν τους έδωσε δύο μπύρες, τις οποίες πλήρωσε ο Λευτέρης. Ύστερα γύρισε προς τον Στέφανο και του είπε:
«Πώς τη λένε τη γυναίκα σου;»
«Γιατί ρωτάς;»
Ο Λευτέρης γέλασε. «Από περιέργεια. Τι φοβάσαι, μήπως θέλω να σ’ τη φάω;»
«Και να ήθελες δεν θα μπορούσες».
«Ας μην αρχίσουμε τώρα», είπε.
«Ναι, έχεις δίκιο».
«Ξέρεις τι σκεφτόμουν πολύ αυτές τις μέρες;»
«Για πες μου…»
«Τη Μαριάννα».
Ο Στέφανος τον κοίταξε. Χαμογέλασε κάπως σαν να ήταν ένοχος. Σκέφτηκε να κάνει ότι είχε πολύ καιρό να ακούσει το συγκεκριμένο όνομα, αλλά αποφάσισε ότι δεν τον ενδιέφερε τι θα σκεφτόταν ο Λευτέρης. Έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν ευθύς απέναντί του. Τότε είχε κάτι να χάσει, τώρα όμως δεν είχε τίποτα.
«Κι εσύ;» Τον ρώτησε τελικά.
«Ναι», γέλασε εκείνος. «Να υποθέσω ότι εσύ δεν σταμάτησες ποτέ να την σκέφτεσαι;»
«Όχι, να μην το υποθέσεις. Σταμάτησα να τη σκέφτομαι, πριν από πολλά χρόνια, από τότε που τελείωσε το σχολείο…»
«Τότε τι θες και γυρνάς στα παλιά;»
«Εσύ γιατί τη σκέφτεσαι;»
«Μου λείπει ο κώλος της».
Ήταν αισχρός, γι’ αυτό κι ο Στέφανος τον κοίταξε με αηδία. Μιλούσε για τη Μαριάννα λες και επρόκειτο για έναν κώλο, κι όχι για έναν άνθρωπο. Άνοιξε το στόμα του να του πει ότι ήταν μαλάκας, αλλά μια γυναίκα μπήκε ανάμεσά τους και τον διέκοψε. Γύρισε την πλάτη της προς τον Στέφανο και μίλησε στον Λευτέρη, ο οποίος έβαλε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
Ο Στέφανος δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά σιγουρεύτηκε ότι έλεγαν γλυκόλογα όταν ο Λευτέρης έσκυψε μπροστά και την έγλειψε στο λαιμό. Ύστερα εκείνη γύρισε προς τον Στέφανο και του χαμογέλασε. Τυπικά μόνο. Ήταν μια εντυπωσιακή ξανθιά με πελώριο στητό στήθος που πιθανότατα ήταν ψεύτικο. Ήταν όμορφη.
«Έρχομαι σε λίγο», είπε ο Λευτέρης, κι ύστερα κατευθύνθηκε μαζί της προς τις τουαλέτες.
Έμεινε εκεί και περίμενε τον Λευτέρη να γαμήσει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει, αλλά δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη συζήτηση για τη Μαριάννα. Δεν τον ένοιαζε τίποτα άλλο. Σκέφτηκε να έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι (υπήρχε ένα τηλέφωνο που λειτουργούσε με κέρματα πιο δίπλα), αλλά εγκατέλειψε την ιδέα. Θα αντιμετώπιζε τη Δήμητρα όταν θα επέστρεφε.
Σε λίγο ο Λευτέρης γύρισε μόνος του. Η ξανθιά έφυγε και πήγε κοντά σε κάτι άλλες, εξίσου ξανθιές, εξίσου εντυπωσιακές.
«Αυτή η γκόμενα…» είπε ο Λευτέρης και την έδειξε με τον αντίχειρα «…αυτή η γκόμενα, κάνει τα καλύτερα τσιμπούκια. Και τα κάνει για την πλάκα της, επειδή το θέλει και επειδή το απολαμβάνει, καταλαβαίνεις τι εννοώ; Γι’ αυτό έχει το καλύτερο στόμα». Ύστερα έσκυψε πιο μπροστά και είπε λιγότερο δυνατά: «Το καταπίνει», κι ύστερα γέλασε.
«Συγχαρητήρια τότε», του είπε ο Στέφανος. «Τώρα για πες μου… Τι σκεφτόσουν για τη Μαριάννα;»
«Α, εσύ δεν πας καλά. Ακόμη αυτήν σκέφτεσαι; Παντρεμένος άνθρωπος, με παιδιά! Έχεις παιδιά;»
«Ό,τι θέλω έχω. Λέγε τώρα».
«Τι θες να σου πω; Πάμε να φύγουμε; Βαρέθηκα… έτσι κι αλλιώς πήρα αυτό που ήθελα», είπε και έδειξε ξανά προς την εντυπωσιακή ξανθιά.
Βγήκαν έξω και περπάτησαν προς το αυτοκίνητο.
«Πρέπει να πάω απ’ το σπίτι», είπε ο Λευτέρης. «Θα με πας;»
«Μπες μέσα».
Ο Λευτέρης έμενε στο τέρμα της παραλιακής, λίγο πριν το σταθμό των τρένων, δίπλα σε ένα ξενοδοχείο. Ο Στέφανος σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
«Θες να μου δώσεις το κινητό σου;» Τον ρώτησε ο Λευτέρης.
«Δεν έχω κινητό, πια», είπε ο Στέφανος.
«Θα φροντίσω να μάθω για τη Μαριάννα. Όταν μάθω θα σε πάρω τηλέφωνο. Τι λες;»
«Δεν με νοιάζει για τη Μαριάννα», του είπε ο Στέφανος.
«Ξέρω ότι σε νοιάζει».
«Σταμάτα να παίζεις μαζί μου, δεν έχω όρεξη. Κατέβα».
«Τι δουλειά είχες μέσα στο σχολείο;»
Ο Στέφανος τον κοίταξε σοβαρός, αλλά σύντομα χαμογέλασε.
«Είχε να κάνει με τη Μαριάννα; Τι έψαχνες εκεί μέσα; Σε έχω ικανό να τα έχεις παίξει εντελώς, ξέρεις…»
«Ενώ εσύ είσαι νορμάλ;»
«Άσε με στην άκρη εμένα».
«Με κοροϊδεύεις, έτσι; Χέστηκα για τη Μαριάννα, άντε κατέβα τώρα».
«Μπορώ να μάθω πράγματα, πάντως». Έβγαλε ένα μπλοκάκι, έγραψε τον αριθμό του κινητού του, έσκισε το χαρτί και το ακούμπησε πάνω στο ταμπλό. «Εγώ θα ρωτήσω. Εσύ, αν θες, με παίρνεις τηλέφωνο για να μάθεις. Καληνύχτα».
Κατέβηκε απ’ το αυτοκίνητο και περπάτησε προς την είσοδο του κτιρίου. Ο Στέφανος τον έβλεπε στους καθρέφτες. Ο Λευτέρης περπατούσε ακόμη με τον ίδιο άνετο τρόπο που περπατούσε και τότε, στα δεκάξι του. Για κάποιο λόγο, του Στέφανου του φαινόταν ότι δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο άνετος όσο ήθελε να δείχνει. Δεν ήξερε γιατί, αλλά είχε την εντύπωση ότι κάτι έκρυβε πίσω από τα χαμόγελα, τις μαγκιές, το σεξ στα μπαρ και όλα τα σχετικά.
Οδήγησε προς το σπίτι.
**
Πάρκαρε στην πυλωτή και ανέβηκε με το ασανσέρ μέχρι το διαμέρισμα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα με την ουρά στα σκέλια, περιμένοντας την αντίδραση της Δήμητρας. Εκείνη, όμως, δεν έκανε βιαστικές κινήσεις. Ο Στέφανος την βρήκε να κάθεται στον καναπέ και να βλέπει τηλεόραση, με μοναδικό φως τη μικρή λάμπα πάνω στο τραπεζάκι. Στάθηκε ακίνητος μέχρι εκείνη να γυρίσει και να τον κοιτάξει.
«Ήρθα», της είπε.
«Καλώς ήρθες», είπε εκείνη. «Άργησες». Σηκώθηκε και τον πλησίασε, έβαλε τα χέρια της στους ώμους του και σχεδόν τον αγκάλιασε. «Τα ρούχα σου είναι μέσα στη σκόνη, που είχες πάει; Και τι ‘ναι αυτό;» Έκανε στην άκρη τα μαλλιά του και κοίταξε το μέτωπό του. Είχε μια γρατζουνιά, ή τουλάχιστον ένα σημάδι με λίγο αίμα πάνω του. «Χτύπησες; Να φέρω κάτι…» Πήγε προς την κουζίνα, στο ντουλάπι με τα φάρμακα.
«Δεν χρειάζεται», της είπε, κι εκείνη γύρισε ξανά προς το μέρος του. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της και έστρεψε χαμηλά το βλέμμα της με αμηχανία. «Υπάρχει κάτι που θες να κάνω για σένα; Να σε φροντίσω προσπαθώ».
«Γιατί με παίρνεις με το καλό;» Την ρώτησε. «Θα προτιμούσα να έβαζες τις φωνές. Θα το προτιμούσα αν αντιμετώπιζες την κατάσταση με ειλικρίνεια».
«Και τι ακριβώς θες να κάνω;»
«Να μου πεις τι σκέφτεσαι».
«Υπάρχει κάποια άλλη;»
Η απορία της, ή μάλλον το ενδιαφέρον της, τον έκανε να χαμογελάσει. «Όχι», της είπε, αν και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι δεν ήταν σίγουρος. Το ότι οι σκέψεις του γύριζαν γύρω απ’ τη Μαριάννα σήμαινε άραγε ότι υπήρχε άλλη; «Όχι», επανέλαβε, «δεν υπάρχει καμιά άλλη».
«Τότε τι συμβαίνει; Που ήσουν; Έμπλεξες σε καυγά;»
«Όχι», είπε. Σκέφτηκε να της αναφέρει ότι κάποιοι του έκλεψαν το τηλέφωνο, αλλά έκρινε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να το κάνει.
«Σε παρακαλώ, μίλησέ μου. Τι σε απασχολεί; Τηλεφώνησε ο διευθυντής του σχολείου. Σε έψαχνε, είπε ότι έφυγες απ’ το μάθημα. Του έδωσα το κινητό σου, αλλά είπε ότι δεν το σηκώνεις. Τηλεφώνησα κι εγώ, και πάλι δεν το σήκωσες».
«Το είχα αθόρυβο».
«Και τόσες ώρες δεν είδες τις κλήσεις;»
Τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Μου το έκλεψαν», της είπε. «Τρεις τύποι. Ο ένας είχε μαχαίρι».
Η Δήμητρα δεν έβγαλε άχνα για λίγο. «Αυτοί σε χτύπησαν;» Ρώτησε τελικά. «Γι’ αυτό έχεις πληγή στο μέτωπό σου; Γι’ αυτό είναι τα ρούχα σου σαν να σύρθηκες στο δρόμο;»
Κοίταξε τον εαυτό του και άρχισε να τινάζει τη σκόνη από πάνω του. «Είναι αλήθεια», της είπε, «ότι αυτό δεν το είχα προσέξει».
«Δεν ξέρω τι να πω… Μιλάς σαν να μην συμβαίνει τίποτα, αλλά έχεις ξεφύγει τελείως. Έφυγες απ’ τη δουλειά σου, παράτησες εμένα και τη μικρή χωρίς να πάρεις ούτε ένα τηλέφωνο… τι να πω… Χρειάζεσαι βοήθεια;» Η Δήμητρα σκέφτηκε να τον ρωτήσει στεγνά. Γιατί αν χρειαζόταν βοήθεια καλά θα έκανε να της το πει, αλλιώς μπορούσε να πάει στο διάολο.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί και να χρειάζομαι… αλλά προς το παρόν δεν είμαι σίγουρος. Αν χρειαστώ κάτι θα σου πω».
Η Δήμητρα έμεινε να κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Με απορία τον κοίταζε, όχι με θυμό. Με απορία. Απλή απορία. «Καλά», του είπε. «Εγώ εδώ θα είμαι. Μόνο μην ξεχάσεις ότι έχεις ένα παιδί. Πάω για ύπνο».
Άνοιξε το στόμα του να της μιλήσει, αλλά τελικά το έκλεισε καθώς την έβλεπε να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο. «Καληνύχτα», είπε τελικά.
Έμεινε ξύπνιος μέχρι το πρωί. Είχε καθίσει στον καναπέ με το χαμηλό φως εκείνης της μικρής λάμπας και σκεφτόταν. Σκεφτόταν διάφορα πράγματα, όχι μόνο τη Μαριάννα. Σκέφτηκε και τις κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τη Δήμητρα πριν λίγο. Εγώ εδώ θα είμαι, του είχε πει. Και τώρα εκείνος σκεφτόταν: Τι βαθιά αφοσίωση, ε; Και αμέσως μετά ένιωσε ενοχές. Τι σκέψεις ήταν αυτές που έκανε για τη γυναίκα του; Και δεν κολλούσε στο ότι ήταν παντρεμένος μαζί της, αλλά στο ότι είχαν σχέσεις από το πανεπιστήμιο. Μάλιστα, από το τρίτο έτος και μετά είχαν συγκατοικήσει. Και την αγαπούσε τότε. Και τώρα την αγαπούσε, αλλά μάλλον η σχέση τους περνούσε μία κρίση. Γέλασε σ’ αυτή τη σκέψη. Η σχέση τους περνούσε κρίση, και έφταιγε μόνο αυτός… κι αυτό που ένιωθε μέσα από την ενοχή, ήταν μάλλον ηδονή. Ή τουλάχιστον κάτι παρόμοιο. Κι ύστερα σοβάρευε ξανά και ένιωθε να γκρεμίζονται τα πάντα μέσα του, ένιωθε μια ανησυχία σ’ εκείνο το σημείο στο στήθος του. Αλλά ύστερα γέλασε ξανά όταν θυμήθηκε ότι έτσι είχε νιώσει με την πρώτη του χυλόπιτα στο γυμνάσιο. Σ’ αγαπάω, της είχε πει, κι εκείνη είχε φύγει και δεν του είχε ξαναμιλήσει ποτέ. Και τώρα το μόνο που έμενε από όλες εκείνες τις αναμνήσεις ήταν η ντροπή. Και η αμηχανία, και η δυσαρέσκεια και το μίσος για τον εαυτό του. Κι όμως, ήθελε τη Μαριάννα. Το ένιωθε ότι αυτό ήταν που ήθελε. Και δεν ήξερε αν ήταν το σεξ. Πάντα του φαινόταν πολύ όμορφη για να κάνει σεξ μαζί του, και σκεφτόταν από τότε ότι ακόμη κι αν εκείνη επιθυμούσε κάποια στιγμή κάτι τέτοιο, αυτός δεν θα κατάφερνε να ανταποκριθεί. Ήταν τόσο όμορφη που μπορούσες να την βάλεις στο ράφι για διακόσμηση. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελε. Ήθελε να γίνει δικός της με κάθε τρόπο. Ήταν δουλοπρεπής απέναντί της, λοιπόν. Από τότε. Την είχε θεοποιήσει και είχε βάλει τον εαυτό του στο ρόλο του προσκυνητή. Τώρα πια τα καταλάβαινε όλα αυτά, και τον ερέθιζε η σκέψη ότι θα μπορούσε να επιστρέψει σ’ εκείνη την κατάσταση. Μακριά από οικογένειες, τη γυναίκα του, το παιδί του… μόνο δικός της. Ποια ζωή γεμάτη υποχρεώσεις τον είχε ωθήσει σε τέτοια όνειρα;
Τελικά έμεινε για τις υπόλοιπες ώρες της νύχτας με ένα σκοτεινό χαμόγελο στο πρόσωπό του, με πρόστυχες σκέψεις για τη Μαριάννα των δεκαέξι με δεκαοχτώ ετών, και με ένα σκληρό και σηκωμένο πέος και με αρχίδια γεμάτα σπέρμα που θα έπρεπε να ξεφορτώσει κατά το πρωί, πριν ξυπνήσει η Δήμητρα ή το παιδί.
**
Την επόμενη μέρα πήγε σε έναν φίλο του γιατρό. Του ζήτησε να του υπογράψει ένα χαρτί που θα τον βοηθούσε να πάρει μια αναρρωτική άδεια δύο εβδομάδων. Μετά πήγε το χαρτί στον Γιάννη, τον διευθυντή. Συζήτησαν λίγο, κι εκείνος του είπε ότι καταλάβαινε ότι είχε άλλου είδους προβλήματα, αλλά θα προσπαθούσε να του δώσει την άδεια.
Η άδεια έγινε δεκτή, και πέρασαν τρεις ή τέσσερις μέρες έτσι, με τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, την εικόνα της Μαριάννας και όλο το βασανιστήριο. Η Δήμητρα δεν συζητούσε και πολύ μαζί του, προσπαθούσε να τον αφήσει να φροντίσει τον εαυτό του όπως εκείνος ήθελε. Μέσα σ’ αυτές τις μέρες μόνο μια φορά του πρότεινε να ασχολείται με διάφορα πράγματα, να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο χωρίς να κάνει τίποτα. Την πέμπτη μέρα, όμως, του πρότεινε να πάνε μαζί σ’ έναν γιατρό. Σ’ έναν ψυχίατρο. Ίσως εκείνος να τον βοηθούσε να το ξεπεράσει. «Ποιο να ξεπεράσω; Τι εννοείς;» ρώτησε τη Δήμητρα, κι εκείνη του είπε ότι έβλεπε πόσο απόμακρος ήταν όλη την ώρα και ότι το παιδί την είχε ρωτήσει άμα ήταν ερωτευμένος με κάποια άλλη. Ο Στέφανος γέλασε σ’ αυτό το σημείο. «Δεν νομίζω ότι είναι και πολύ έξυπνη κίνηση να περιμένουμε να αποτρελαθείς εντελώς…» «Μα, Δήμητρα… δεν τρελαίνομαι… ονειρεύομαι…»
Ναι, ήταν αλήθεια. Τελικά είχε αρχίσει να ονομάζει αλλιώς την κατάστασή του. Ήταν ονειροπόλος, λοιπόν. Ονειρευόταν τη Μαριάννα και ποιος ξέρει τι άλλο. Δεν έβλεπε ότι μερικές φορές δεν μπορούσε να αναπνεύσει, ότι ο σφυγμός του ανέβαινε απότομα και ότι τον έπιαναν δυνατοί πονοκέφαλοι κατά στιγμές. Όλα αυτά δεν μπορούσε να τα εξηγήσει, αλλά πίστευε ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος. Χρόνος για να γίνει τι, όμως; Πως θα περνούσε έτσι απλά; Αυτά ήταν πράγματα που δεν τον απασχολούσαν. Τα όνειρα που έκανε με τη Μαριάννα ήταν το ναρκωτικό του, το όπιό του. Τον έφτιαχναν, τον γέμιζαν ελπίδες για το μέλλον, τον έκαναν να χαμογελάει, να μην έχει σκυμμένο το κεφάλι. Ξεχνούσε, όμως, έτσι το παρόν, την πραγματικότητα, την οικογένειά του.
Την έκτη μέρα, η Δήμητρα του είπε ότι αν ήθελε να καταστραφεί, μπορούσε να το κάνει από μόνος του, χωρίς τη βοήθειά της και του παιδιού. Του είπε ότι και οι δύο τον αγαπούσαν, και ότι θα τον βοηθούσαν. Κι ότι αν ήθελε στην τελική τόσο πολύ να καταστραφεί, να πήγαινε στο διάολο και να ψοφούσε αλλού. Γι’ αυτό και τηλεφώνησε σε έναν ψυχίατρο και έκλεισε ραντεβού. Είπε στον γιατρό ότι ο ασθενής δεν ήθελε να έρθει επειδή θεωρούσε ότι ήταν καλά και του ανέφερε ορισμένα απ’ τα συμπτώματα. «Εντάξει», είπε στο τέλος, «θα έρθουμε πάση θυσία».
Ο ψυχίατρος μίλησε με τον Στέφανο. Τον ρώτησε τι ακριβώς ήταν αυτό που τους έκανε να τον επισκεφτούν, κι εκείνος ήταν κατά βάση σοβαρός, αλλά μερικές φορές χαμογελούσε λόγω αμηχανίας. Ξεκίνησε να του λέει την σχετική ιστορία λέγοντας: «Η γυναίκα μου από ‘δω νομίζει ότι έχω κάποιο πρόβλημα, ότι χρειάζομαι βοήθεια, γι’ αυτό και…» Πάντως του είπε όλη την ιστορία. Του μίλησε για το πώς είχαν αρχίσει σταδιακά –ή μήπως ξαφνικά; δεν ήταν σίγουρος- οι σκέψεις και πώς οδηγήθηκε μέχρι το σχολείο που πήγαινε όταν ήταν έφηβος, και πώς βρήκε το μαχαίρι της Μαριάννας ελπίζοντας μια μέρα να της το επιστρέψει, και όλα τα σχετικά με τον Λευτέρη και τον Αλέξανδρο. Εν ολίγοις, του είπε τα πάντα, και την ίδια στιγμή η Δήμητρα από δίπλα του που τα άκουγε όλα για πρώτη φορά κόντευε να βάλει τα κλάματα.
«Θα μου δώσετε φάρμακα;»
«Νομίζω ότι θα πρέπει να πάρεις φάρμακα, Στέφανε», του είπε ο ψυχίατρος. «Δεν είναι τίποτα, όμως, μην ανησυχείς. Θα πρέπει να πάρεις κι άλλη άδεια, και όχι μόνο δύο εβδομάδων, μιας και τα φάρμακα θα κάνουν κάποιες μέρες μέχρι να ενεργήσουν. Εξάλλου, θα μας πάρει κάποιο καιρό μέχρι να βρούμε την κατάλληλη δόση». Κι ύστερα στράφηκε προς την Δήμητρα. «Θα πρέπει να κάνετε υπομονή», της είπε.
«Θα τελειώσει ποτέ αυτή η ιστορία;» Ρώτησε εκείνη το γιατρό λίγο πριν φύγουν.
«Θα προσπαθήσουμε να την κάνουμε να τελειώσει οριστικά», της απάντησε.
Γύρισαν στο σπίτι πικραμένοι. Ο Στέφανος ξάπλωσε στον καναπέ και ζήτησε από τη Δήμητρα να του φέρει μια κουβέρτα. Η Δήμητρα τον σκέπασε και έμεινε δίπλα του χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά και λέγοντάς του ότι θα το ξεπεράσουν μέχρι που εκείνος κοιμήθηκε. Κι ύστερα έβαλε τα κλάματα. Έκλαψε με λυγμούς και πήγε στην κουζίνα για να μην τον ξυπνήσει. Λίγο αργότερα η Βέρα μπήκε μέσα.
«Μαμά κλαις;» Ρώτησε.
Η Δήμητρα σκούπισε γρήγορα τα δάκρυά της. Θα της έλεγε ότι όχι, δεν έκλαιγε, αλλά ήταν προφανές. Από πάντα σκεφτόταν ότι έπρεπε να αντιμετωπίζει την κόρη της με ειλικρίνεια, και όχι υποτιμώντας την με τον οποιοδήποτε τρόπο. Δεν ήθελε να γεμίσει το παιδί της με αμφιβολίες. Γι’ αυτό, λοιπόν, της είπε ότι ναι, έκλαιγε, και ότι ήταν λίγο λυπημένη, και γονάτισε και αγκάλιασε το παιδί και έκλαψε στην αγκαλιά του.
«Εγώ, όμως, δεν θέλω να είσαι λυπημένη», της είπε η μικρή.
«Το ξέρω», της είπε η Δήμητρα. «Απλά… ο μπαμπάς είναι λίγο άρρωστος τώρα».
Η Βέρα κοίταξε τη μητέρα της στα μάτια, έτοιμη να κλάψει κι αυτή, και την ρώτησε:
«Δηλαδή θα πεθάνει;»
«Όχι, κοριτσάκι μου, όχι», έσπευσε να την επιβεβαιώσει η Δήμητρα, «δεν θα πεθάνει. Θα γίνει καλά, θα το δεις. Θα γίνει καλά και όλα θα γίνουν όπως πριν. Για να μην σου πω και καλύτερα. Θα το δεις».
«Ε, τότε μην κλαις, ρε μαμά».
Η Δήμητρα γέλασε πίσω από τα δάκρυά της. Αναρωτήθηκε τι θα έκανε αν δεν είχε τη μικρή. Το παιδί λειτουργούσε θεραπευτικά, προφανώς. Ήταν ένας παραπάνω λόγος για να συνεχίσει να προσπαθεί. Γιατί αν έκρινε από τον άντρα της, τότε μάλλον θα έπρεπε να τα παρατήσει εντελώς και να περιμένει πότε θα έφτανε το τέλος τους.
Ο Στέφανος κοιμόταν αρκετές ώρες τη μέρα. Τα φάρμακα του έφερναν υπνηλία. Σύντομα πήρε και μερικά κιλά. Συνήθως ήταν ήρεμος, αλλά μερικές φορές έβαζε τα κλάματα και ένιωθε σαν να βρισκόταν σε απόγνωση… βλαστημούσε για όλα όσα είχε περάσει όσο ήταν έφηβος και για όλες τις λάθος αποφάσεις που είχε πάρει. Η Δήμητρα δεν καταλάβαινε και πολλά, και προσπαθούσε να μην επηρεάζεται από τα λόγια του. Μόνο μια φορά τον άκουσε όταν της μίλησε για τη Μαριάννα. Της είπε ότι ήταν πανέμορφη και ότι την είχε ερωτευτεί σαν τρελός. Κι ύστερα άρχισε να της λέει τις φαντασιώσεις του, και της είπε πόσο ένοχος ένιωθε απέναντί της που έκανε τέτοιες σκέψεις και άρχισε να της ζητάει απανωτές συγνώμες, μέχρι που εκείνη του είπε ότι δεν την πείραζε και ότι το πιο σημαντικό ήταν εκείνος να γίνει καλά. Κι όταν της είπε ότι αν ποτέ γινόταν καλά, τότε θα πήγαινε να βρει τη Μαριάννα και να της μιλήσει, η Δήμητρα ένιωσε σαν να της έλεγε ότι θα πήγαινε να περπατήσει στο φεγγάρι.
Ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε η Δήμητρα. Ο Στέφανος την άκουσε να μιλάει, ξαπλωμένος πάντα στον καναπέ, κι ύστερα την είδε να τον πλησιάζει απ’ την κουζίνα.
«Εσένα ζητάνε», του είπε. «Λέει ότι είναι ένας φίλος σου, κάποιος Λευτέρης».
Ο Στέφανος παραξενεύτηκε. Μόρφασε. Κι ύστερα της είπε ότι θα του μιλούσε.
«Ναι».
«Στέφανε; Ο Λευτέρης είμαι».
«Ναι, το ξέρω… τι κάνεις;»
«Εγώ καλά είμαι. Εσύ τι κάνεις; Μου είπε η γυναίκα σου ότι είσαι λίγο άρρωστος».
«Καλά σου είπε, έτσι είναι. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Τι μπορείς να κάνεις για μένα; Πώς τα λες έτσι; Απλά μιας και συναντηθήκαμε πριν κάποιο καιρό, είπα να πάρω ένα τηλέφωνο να δω τι κάνεις. Βρήκα το σταθερό σου από τον τηλεφωνικό κατάλογο, και… Τέλος πάντων… θα ήθελες να περάσω καμιά βόλτα; Έχω νέα… για τη Μαριάννα».
«Δεν… ξέρω…» Το θέμα της Μαριάννας του φαινόταν εδώ και κάποιο καιρό σαν κάτι το απαγορευμένο. Τον δυσκόλευε και μόνο η σκέψη αυτού του ζητήματος, τον έκανε να νιώθει άβολα και απορροφούσε όλες τις δυνάμεις του… τον κούραζε. «Αν θες, πάντως, πέρνα καμιά βόλτα από ‘δω… θα ήθελα λίγη παρέα. Έχω πολύ καιρό να δω άνθρωπο».
«Τι έχεις; Είναι κάτι σοβαρό;»
«Μην το ψάχνεις τώρα. Τη διεύθυνση αν θες τη βρίσκεις στον κατάλογο. Αν θέλεις πέρνα καμιά μέρα… έτσι κι αλλιώς είμαι διαρκώς στο σπίτι».
«Εντάξει, θα περάσω κάποια στιγμή να τα πούμε…»
«Όποτε θες. Θα περιμένω».
Χαιρετήθηκαν και ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο. Χαμογέλασε για μια στιγμή. Ναι, ήταν αλήθεια ότι χρειαζόταν λίγη παρέα. Τις τελευταίες βδομάδες ένιωθε πραγματικά άρρωστος, για να μην αναφερθεί κανείς στις παρενέργειες των φαρμάκων, όπως η υπνηλία, η αύξηση του βάρους και τα προβλήματα που δημιουργούσε στο σεξ. Αλλά έτσι κι αλλιώς είχε πολύ καιρό να αγγίξει τη Δήμητρα… από τότε που είχε αρχίσει όλη αυτή η ιστορία με τη Μαριάννα. Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή του που αυτό το κορίτσι (σαν κορίτσι την είχε ερωτευτεί, όχι σαν γυναίκα) τον αναστάτωνε και ουσιαστικά τον κατέστρεφε. Και οι ευθύνες ήταν όλες δικές του, η Μαριάννα δεν είχε καν ιδέα ότι όλα αυτά συνέβαιναν. Βέβαια, υπήρχαν φορές που τον είχε προκαλέσει τότε… παλιά… Αλλά έτσι κι αλλιώς, υπήρχαν φορές που είχε προκαλέσει –ερωτικά, τουλάχιστον- τους πάντες τότε. Αυτή ήταν η Μαριάννα. Το όνειρο του καυλωμένου εφήβου. Αν, όμως, αυτό την περιέγραφε ολοκληρωτικά, τότε γιατί ο Στέφανος δεν μπορούσε να πάρει το μυαλό του από τη σκέψη της;
Για να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, έλεγε στον εαυτό του ότι είναι άρρωστος. Και αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος. Δεν είχε να κάνει μ’ εκείνην, είχε να κάνει με τον εαυτό του. Αυτό, τουλάχιστον, καταλάβαινε ο ίδιος. Μερικές φορές, πάντως, ένιωθε ότι την υποτιμούσε σαν άνθρωπο και σαν γυναίκα. Άλλες φορές ότι τη θαύμαζε. Δεν είχε σημασία τι απ’ τα δύο ένιωθε πια. Προσπαθούσε να αγνοήσει και τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του. Αυτός, εξάλλου, δεν ήταν εν μέρει ο σκοπός του φαρμάκου;
**
Ο Λευτέρης ήρθε ένα απόγευμα, όταν είχε πια νυχτώσει. Η μικρή ήταν στο δωμάτιό της και η Δήμητρα κάθισε για λίγο μαζί τους. Ο Στέφανος κάποτε δεν θα επέτρεπε στον Λευτέρη να γνωρίσει την Δήμητρα, αλλά με όλα όσα είχαν συμβεί τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Είχε σπάσει ο τσαμπουκάς του. Σε λίγο θα γινόταν καλός με όλους, θα ζητούσε συγχώρεση απ’ τους όποιους εχθρούς του και απ’ το Θεό και θα αφιέρωνε τη ζωή του στο να βοηθάει όσους το είχαν ανάγκη. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή… ελπίζω να καταλαβαίνετε τι εννοώ. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και επειδή είχε περάσει βδομάδες μοναξιάς, δέχτηκε με χαρά τον Λευτέρη και τη γνωριμία του με τη Δήμητρα. Ο Λευτέρης απ’ την άλλη φόρεσε την ευγενική του μάσκα και κάθισε στον καναπέ τους, διαγώνια απ’ τον Στέφανο και απέναντι απ’ τη Δήμητρα. Συζήτησαν για λίγο, αλλά η Δήμητρα κατάλαβε ότι ο Λευτέρης μασούσε τα λόγια του, ότι κάτι ήθελε να πει στον Στέφανο, και αποφάσισε να φύγει με την πρόφαση ότι έπρεπε να ανοίξει το μαγαζί. Ήταν περασμένες έξι. Κι όταν έμειναν οι δυο τους στο σαλόνι, ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο:
«Ωραία πυτζάμα», κι ύστερα γέλασε.
«Δε μας χέζεις, ρε…»
«Τι ακριβώς έχεις; Γιατί είσαι κλεισμένος μέσα; Δηλαδή… είπες ότι έχεις πολύ καιρό να δεις άνθρωπο, και όντως μοιάζεις λίγο με φάντασμα. Είσαι κάπως χλωμός».
«Δεν είμαι χλωμός».
«Είσαι».
«Καλά».
«Τι έχεις; Είναι κάτι σοβαρό;»
«Αν θες τη γνώμη μου είναι σοβαρό. Δεν μπορώ να δουλέψω, μου είναι δύσκολο να βγω απ’ το σπίτι… ξέρω γω… Λέμε ψέματα και στη μικρή για να μην σκεφτεί ότι ο μπαμπάς της… Τέλος πάντων».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Έχω κατάθλιψη», του είπε.
Ο Λευτέρης μόρφασε. «Γιατί νομίζω ότι μου λες ψέματα;»
«Νόμιζε ό,τι θέλεις, αυτή είναι η αλήθεια».
«Εντάξει», είπε, «εντάξει. Παίρνεις τίποτα φάρμακα; Πηγαίνεις σε κάποιον ψυχολόγο;»
«Παίρνω κάτι χάπια».
«Ειλικρινά… δεν ξέρω πώς είναι κάποιος που έχει κατάθλιψη, αλλά εσύ…»
«Μην το συζητάς. Πες μου καλύτερα τι νέα έχεις».
«Για τη Μαριάννα;»
«Ξέρω γω… για ό,τι θες».
«Ωραία», του είπε ο Λευτέρης. «Θα σου πω…»
Δεν μίλησε κανείς για λίγο.
«Ε, λέγε», είπε τελικά ο Στέφανος.
«Η Μαριάννα σπούδασε στην Αθήνα. Στη φιλοσοφική σχολή ή κάτι τέτοιο. Μετά δούλεψε σ’ ένα φροντιστήριο στα Τρίκαλα. Ο πατέρας της ήταν απ’ τα Τρίκαλα. Δεν ξέρω αν θυμάσαι… δούλευε κάποτε εδώ, είχε μια κλινική μαζί με κάτι άλλους γιατρούς, αλλά μετά αρρώστησε και επέστρεψε στα Τρίκαλα».
«Ναι, θυμάμαι ότι ο πατέρας της ήταν γιατρός και ότι είχε μια κλινική με το όνομά του».
«Καρδιοχειρουργός ήταν, και έβγαζε τρελά λεφτά. Είχε κάνει διάφορες εγχειρήσεις, τον έβλεπα και στα τοπικά κανάλια συχνά. Τέλος πάντων, αρρώστησε και πούλησε την κλινική στους συνεργάτες του, και τότε έφυγαν οικογενειακώς. Κι αυτά είναι όλα όσα ξέρω, ειλικρινά».
«Και που τα έμαθες όλα αυτά;»
«Με αμφισβητείς, έτσι δεν είναι; Αφού δεν πρόκειται να με πιστέψεις τότε γιατί με ρωτάς;»
«Απλά ήμουν περίεργος να ακούσω τα παραμύθια που θα μου αραδιάσεις προκειμένου να γελάσεις μαζί μου».
«Δεν ξέρω αν είναι παραμύθια ή όχι. Αυτά είναι όσα έμαθα. Επομένως, αν θες να ψάξεις να τη βρεις, ψάξε στα Τρίκαλα. Το επίθετο του πατέρα της ήταν Ιωάννου. Δεν ξέρω τι θα κάνεις, πήγαινε και ψάξε στους καταλόγους, ή κάνε ό,τι νομίζεις».
«Κι εσύ;»
«Τι εγώ;»
«Δεν θα σε πειράξει αν τη βρω;»
«Τα πράγματα δεν είναι όπως τότε, ξέρεις. Έχουμε αλλάξει. Ή τουλάχιστον εγώ έχω αλλάξει, γιατί απ’ ό,τι βλέπω εσύ είσαι όπως τότε. Κολλημένος σε μια Μαριάννα και κοντράρεις εμένα».
«Δεν είναι έτσι», του είπε ο Στέφανος. «Για πολλά χρόνια δεν σκεφτόμουν τίποτα απ’ όλα αυτά. Ούτε εσένα, ούτε τη Μαριάννα».
«Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Αυτά είναι όσα έμαθα. Τώρα εσύ κάνε ό,τι θες».
«Που τα έμαθες;»
«Έχω άκρες στην πόλη. Έχω γνωστούς. Τι νομίζεις, ότι δεν ξέρω την πόλη μου;»
Ο Στέφανος μόρφασε με αηδία.
«Έχεις και μια κόρη, ε; Αν κατάλαβα καλά…»
«Έχω», του απάντησε ο Στέφανος. «Μάλλον είναι στο δωμάτιό της τώρα».
«Τι τάξη πάει;»
«Πρώτη δημοτικού».
«Να σου ζήσει».
«Ευχαριστώ».
Συζήτησαν λίγο ακόμη περί ανέμων και υδάτων, για πράγματα τα οποία δεν είχαν καμία σημασία, κι όταν πέρασε η ώρα, ο Λευτέρης τον χαιρέτησε και έφυγε. Ο Στέφανος πήγε να δει τι έκανε η μικρή. Έπαιζε με τις κούκλες της. Διάφορα παιχνίδια είχαν μαζευτεί δίπλα στην άσπρη ντουλάπα. Ένας θεός ξέρει ποιος θα τα μάζευε αυτά μετά. Κάθισε λίγο μαζί της και έκαναν παρέα ο ένας στον άλλον. Η Βέρα είχε πάψει να ρωτάει τι έχει ο μπαμπάς, αφού έπαιρνε συνέχεια την ίδια απάντηση: Ο μπαμπάς είναι απλά λίγο άρρωστος.
Ο Στέφανος έβγαλε απ’ το μυαλό του όλα όσα είχε μάθει για τη Μαριάννα απ’ τον Λευτέρη. Είχε συνειδητοποιήσει ότι θα περνούσε διάφορες φάσεις μέχρι να βελτιωθεί η κατάστασή του και να ξεχάσει οριστικά. Είχε, ωστόσο, μια περιέργεια να τη γνωρίσει από κοντά. Να της μιλήσει, να την ακουμπήσει, να μάθει τι είδους άνθρωπος ήταν μετά από όλα αυτά τα χρόνια, να δει τι είχε απογίνει...
Προτίμησε –προς το παρόν- να βάλει τέλος σ’ αυτές τις σκέψεις.
**
Ο Στέφανος πέρασε τέσσερις ακόμη μήνες κλεισμένος μέσα στο σπίτι, στην ίδια πάντα κατάσταση. Η Δήμητρα στεκόταν στο πλευρό του όπως και πρώτα, το ίδιο και ο γιατρός, με τον δικό του, επαγγελματικό –αν μπορούμε να τον πούμε έτσι- τρόπο. Μια φορά το μήνα τον επισκέπτονταν, κι εκείνος άκουγε όσα είχαν να του πουν. Όσα είχε να πει ο Στέφανος κυρίως, μιας και η Δήμητρα περίμενε απ’ έξω. Εκείνη έμπαινε αργότερα στο γραφείο και έμενε μόνη της με το γιατρό. Ο Στέφανος ποτέ δεν τη ρώτησε τι λέγανε. Όχι ότι δεν τον ενδιέφερε, αλλά του αρκούσε που την έβλεπε να βγαίνει από εκείνη την αίθουσα με ένα αχνό χαμόγελο και το πρόσωπό της κομματάκι πιο λαμπερό. Αυτό έκανε και τον ίδιο χαρούμενο. Μάλιστα, μια φορά όταν βγήκαν από το κτίριο που στέγαζε το γραφείο του γιατρού, μια καινούρια πολυκατοικία κάπου στο κέντρο της πόλης, εκείνη τον έπιασε απ’ το χέρι και του είπε: «Θα το ξεπεράσουμε».
Κατά καιρούς, σχεδόν κάθε δεύτερη βδομάδα δηλαδή, περνούσε ο Λευτέρης από το σπίτι. Μιλούσαν οι δυο τους, λέγανε διάφορα, και η ώρα περνούσε ευχάριστα. Μια μέρα ο Στέφανος κόντεψε να του πει την αλήθεια. Ότι, δηλαδή, δεν είχε κατάθλιψη, και ότι το πραγματικό του πρόβλημα ήταν αυτό που αν θυμόταν καλά είχε χαρακτηριστεί ως ψυχωσική συνδρομή. Ότι δεν μπορούσε να πάρει το μυαλό του από τα γεγονότα και τις καταστάσεις του παρελθόντος, και ιδιαίτερα απ’ τη Μαριάννα. Ντρεπόταν οπωσδήποτε να του πει για τη Μαριάννα. Ήταν σίγουρος ότι του Λευτέρη θα του φαινόταν -το λιγότερο- ξεκαρδιστικό.
Ο Στέφανος μια μέρα ρώτησε τον Λευτέρη για την αδερφή του. Προσπάθησε να κάνει την ερώτηση με όσο το δυνατόν πιο αθώο ύφος, έτσι ώστε να μην τον παρεξηγήσει ο Λευτέρης με κανέναν τρόπο. Εκείνος του είπε ότι η Αθανασία έμενε μαζί του, και ότι ήταν καλά. Είχε τελειώσει τη σχολή της πριν χρόνια, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει δουλειά. Δούλευε, του είπε, ως σερβιτόρα σε μια καφετέρια για έναν μικρό μισθό που έπαιρνε στην αρχή κάθε μήνα. Ο Στέφανος ένιωσε ότι ο Λευτέρης του έλεγε ψέματα εκείνη τη μέρα. Το κατάλαβε απ’ το ύφος του, απ’ την αμηχανία του και απ’ τον τρόπο που έψαχνε να βρει τι θα πει… Προφανώς, λοιπόν, του είχε αραδιάσει μια ψεύτικη ιστορία. Δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση, δεν ήθελε να τον πιέσει παραπάνω.
Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Στέφανος άρχισε να κάνει διάφορες μικροδουλειές μέσα και έξω απ’ το σπίτι προκειμένου να κρατάει το μυαλό του απασχολημένο. Ο γιατρός είχε πει ότι το να αλλάζει παραστάσεις θα τον βοηθούσε πιθανότατα. Στην αρχή του ήταν δύσκολο να βγαίνει έξω, να πηγαίνει για ψώνια ή να πηγαίνει και να παίρνει τη μικρή απ’ το σχολείο, ή να πληρώνει τους λογαριασμούς, αφού είχε συνηθίσει στο εσωτερικό του σπιτιού, στο ίδιο περιβάλλον για μήνες. Μάλιστα, την πρώτη φορά τον έπιασε ένας ελαφρύς πονοκέφαλος, αλλά είχε σκοπό να το ξεπεράσει, γι’ αυτό και επέμεινε. Ανεξάρτητα από το πώς ένιωθε, προσπαθούσε να βγαίνει έξω κάθε μέρα και να βοηθάει τη Δήμητρα σε διάφορες δουλειές που εκείνη δεν μπορούσε να κάνει λόγω της δουλειάς της στο κατάστημα.
Μια μέρα πήρε τη μικρή απ’ το σχολείο, κρέμασε την τσάντα της στον ώμο του και την έπιασε απ’ το χέρι για να περπατήσουν μαζί. Της είπε ότι θα πήγαιναν να πάρουν τη μαμά απ’ το μαγαζί για να πάνε μια βόλτα. Η μικρή τον ρώτησε αν είχε γίνει καλά, αν είχε περάσει η αρρώστια και αν ήταν σίγουρο, πλέον, ότι δεν θα πέθαινε.
«Τι ‘ναι αυτά που λες, Βέρα; Ποιος σου είπε ότι θα πέθαινα;»
«Κανείς. Μόνη μου το σκέφτηκα…»
«Να μην σκέφτεσαι τέτοια πράγματα», της είπε και σταμάτησε. Δεν ήξερε αν μπορούσε να της λέει τι θα σκέφτεται, αλλά δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να σκέφτεται το θάνατο του πατέρα της. «Θα γίνω καλά, εντάξει; Στο υπόσχομαι. Θα γίνω καλά και όλα θα είναι όπως πριν. Εγώ, εσύ κι η μαμά».
«Κι η γιαγιά;»
Η γιαγιά ήταν η μητέρα της Δήμητρας, η οποία ζούσε στο Ναύπλιο. Η Δήμητρα ήταν απ’ την Πελοπόννησο.
«Κι η γιαγιά», την επιβεβαίωσε ο Στέφανος.
«Μπορούμε να πάρουμε και ένα σκυλάκι;» Συνέχισε η Βέρα.
«Θα δούμε, Βέρα… Θα δούμε…»
Εκείνη τη μέρα βγήκαν έξω οι τρεις τους. Η Δήμητρα έφυγε νωρίς από το μαγαζί αφήνοντας για ακόμη μια φορά την Πηνελόπη να το κλείσει. Πήγανε σε ένα εστιατόριο για φαγητό. Η Δήμητρα έβλεπε ότι η κατάσταση του Στέφανου είχε αρχίσει να βελτιώνεται και είχε αρχίσει να παίρνει θάρρος. Ήθελε πολύ να τον ρωτήσει αν τελικά θα προσπαθούσε να βρει τη Μαριάννα, αλλά δεν τολμούσε να θίξει το θέμα. Φοβόταν μήπως αυτό δημιουργούσε προβλήματα, μήπως ο Στέφανος επέστρεφε στην κατάσταση που βρισκόταν και πριν. Το θέμα, ωστόσο, έθιξε ο ίδιος ο Στέφανος λίγο αργότερα, όταν πήγαν τη μικρή στο λούνα παρκ. Η Βέρα είχε ανεβεί σε ένα τρενάκι και είχε ξετρελαθεί απ’ τη χαρά της. Ο Στέφανος και η Δήμητρα κάθονταν σε ένα παγκάκι λίγο πιο πέρα και φρόντιζαν να μην τη χάσουν από τα μάτια τους.
«Φαίνεται πολύ χαρούμενη, ε;»
«Ναι», είπε ο Στέφανος. «Με ρώτησε αν θα πεθάνω».
«Ναι, ξέρω… Της είχα πει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται δεν σταμάτησε να ανησυχεί. Πώς νιώθεις τώρα που είσαι καλύτερα;»
«Πώς να νιώθω;» Τη ρώτησε, και η Δήμητρα ένιωσε μια απογοήτευση στη φωνή του. «Δεν ξέρω… απλά νιώθω κάπως περισσότερο ελεύθερος. Εδώ και τόσους μήνες φοβόμουν ότι δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ. Προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που ήθελα απ’ τη Μαριάννα».
«Και που κατέληξες;»
«Πουθενά».
Δεν μίλησαν για λίγο. Η Δήμητρα, ωστόσο, ήθελε να μάθει τι είχε στο μυαλό του.
«Και με το μαχαίρι τι θα κάνεις;»
«Ποιο μαχαίρι;»
«Αυτό που βρήκες στο σχολείο, το μαχαίρι της Μαριάννας».
Ο Στέφανος ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία. «Δεν ξέρω», είπε. «Ίσως κάποια στιγμή να προσπαθήσω να της το επιστρέψω».
«Πού θα τη βρεις;»
«Ο Λευτέρης έμαθε ότι μάλλον βρίσκεται στα Τρίκαλα».
Ακόμη δύο ή τρία λεπτά σιωπής ακολούθησαν. Η Δήμητρα έβραζε μέσα της από την ανησυχία.
«Θα πας να τη βρεις;» Τον ρώτησε τελικά.
«Τι;»
Είχε μιλήσει σιγά, ο Στέφανος δεν την είχε ακούσει.
«Λέω…» επανέλαβε «…Θα πας να τη βρεις;»
«Δεν ξέρω».
«Είσαι ερωτευμένος μαζί της;»
Γύρισε και την κοίταξε, κι ύστερα έπιασε το χέρι της. «Δήμητρα σ’ αγαπάω», της είπε. «Και αγαπάω την κόρη μας. Η Μαριάννα δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αρρώστια που πρέπει να θεραπεύσω. Τίποτα παραπάνω από ένα ψυχολογικό πρόβλημα το οποίο πρέπει να ξεπεράσω. Δεν θέλω να ανησυχείς. Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω».
«Είναι υπόσχεση αυτό;»
Δεν της απάντησε αμέσως. Γύρισε από την άλλη, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του και τελικά έστρεψε το βλέμμα του ξανά προς τη Βέρα, που σε λίγο θα κατέβαινε απ’ το τρένο.
«Όχι», της είπε, τελικά. «Δεν είναι υπόσχεση. Θα ήθελες να είναι υπόσχεση;»
«Δεν ξέρω. Δεν νιώθω και πολύ αισιόδοξη έτσι κι αλλιώς. Αλλά μην νομίζεις ότι θα προσπαθήσω να σε πιέσω. Αν αυτό είναι που έχεις ανάγκη, εγώ το σέβομαι. Αλλά θα μου επιτρέψεις να έχω τις αμφιβολίες μου».
«Μερικές φορές νιώθω πολύ τυχερός που είμαι μαζί σου», της είπε. Κάποτε, όταν ήταν μαζί από το πανεπιστήμιο ακόμη, σκεφτόταν ότι δεν έπρεπε να της λέει όσα πραγματικά ένιωθε για εκείνην, πολύ απλά για να μην της δώσει πολλά δικαιώματα, για να μην εκμεταλλευτεί τα συναισθήματά του προς όφελός της. Δεν την εμπιστευόταν. Αυτή, όμως, ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει με το γάμο τους. Ή μάλλον δεν ήταν συμφωνία, ήταν πολλά περισσότερα από μια απλή συμφωνία. Ήταν ένας δεσμός που επικύρωνε αυτά στα οποία βασιζόταν. Στο σεβασμό, την αφοσίωση, καθώς και σε μερικά πιο κλισέ πράγματα, όπως η αγάπη. Γι’ αυτό και μετά το γάμο –και ιδιαίτερα μετά τη γέννηση του παιδιού- επέτρεψε στον εαυτό του να ανοίξει την καρδιά του και να της δώσει όλα εκείνα τα συναισθήματα.
Η μικρή ήρθε τρέχοντας προς το μέρος τους και αγκάλιασε τη μητέρα της. Τους ζήτησε αν γινόταν να γυρίσουν στο σπίτι γιατί είχε κουραστεί κάπως. Πήραν, έτσι, το δρόμο του γυρισμού.
**
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Λευτέρης τηλεφώνησε στον Στέφανο. Το σήκωσε η μικρή.
«Γεια σας», είπε.
«Γεια σου, κοριτσάκι μου. Πως σε λένε;»
«Βέρα», είπε το κορίτσι. «Εσείς πως λέγεστε;»
«Εγώ είμαι ο Λευτέρης. Είμαι φίλος του πατέρα σου. Ο μπαμπάς τι κάνει;»
«Είναι στη κουζίνα. Θέλετε να τον φωνάξω;»
«Ναι, μικρή μου, φώναξέ τον αν μπορείς».
Η Βέρα πήγε στην κουζίνα και είπε στον πατέρα της ότι τον ζητούσαν στο τηλέφωνο. Είπε ότι ήταν κάποιος φίλος του που τον έλεγαν Λευτέρη. Ο Στέφανος πήγε στο σταθερό και έπιασε το ακουστικό.
«Ναι».
«Στέφανε; Ο Λευτέρης είμαι. Τι κάνεις;»
«Θα έλεγα ότι είμαι καλύτερα», του απάντησε.
«Γίνεται να περάσω σε λίγο να τα πούμε; Μήπως θα ενοχλήσω;»
«Όχι, άσε… ας βρεθούμε έξω καλύτερα. Τι λες;»
«Είσαι σίγουρος; Θα τα καταφέρεις;»
Ο Στέφανος γέλασε. «Μην ανησυχείς», του είπε. «Αν δω ότι έχω κάποιο πρόβλημα, πολύ απλά θα γυρίσω πίσω».
«Εντάξει», είπε ο Λευτέρης. «Το να συναντηθούμε έξω θα ήταν ό,τι καλύτερο. Άλλωστε κοντεύει καλοκαίρι και έχει μεγαλώσει αρκετά η μέρα… θα είναι ωραία έξω».
«Να συναντηθούμε στο λιμάνι σε μισή ώρα;»
Συμφώνησαν. Ο Στέφανος πέρασε λίγα λεπτά ακόμη με τη μικρή και τη Δήμητρα, και τους είπε ότι θα πήγαινε μια βόλτα με το Λευτέρη. Αργότερα ξεκίνησε για το λιμάνι.
Ο Λευτέρης τον περίμενε στην είσοδο του λιμανιού. Φορούσε ένα δερμάτινο σακάκι και είχε κόψει τα μαλλιά του. Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι έδειχνε ανανεωμένος, και του το είπε, κι εκείνος τον ευχαρίστησε χαμηλόφωνα, σημάδι που έδειχνε ότι κάτι τον απασχολούσε.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Έλα να κάτσουμε σε ένα παγκάκι».
Περπάτησαν μαζί δίπλα από τις άκρες του λιμανιού, δίπλα από δεμένες βάρκες, μερικές μικρές και μερικές μεγαλύτερες. Τα σκάφη βρίσκονταν από την άλλη πλευρά. Μερικοί άνθρωποι μεγάλης ηλικίας ψάρευαν, κάποιος είχε βγάλει κιόλας κάτι και το είχε ακουμπήσει δίπλα του.
Κάθισαν σε ένα παγκάκι που έβλεπε προς το νερό.
«Λοιπόν; Θες να μου πεις κάτι;»
«Καταρχήν θέλω να σου ζητήσω συγνώμη».
Ο Στέφανος ξαφνιάστηκε. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε ποτέ. Ούτε τότε που ήταν συμμαθητές και κάθονταν στο ίδιο θρανίο, ούτε μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
«Για ποιο πράγμα;» Τον ρώτησε.
«Σου είπα ψέματα. Για τη Μαριάννα, δηλαδή. Δεν είχε φύγει για τα Τρίκαλα. Είχε φύγει για μια άλλη πόλη που βρίσκεται στο νομό Τρικάλων… Άγιος Δημήτριος λέγεται».
«Και γιατί…»
«Δεν ξέρω… Ίσως επειδή στην πραγματικότητα δεν ήθελα να τη βρεις. Δεν ξέρω γιατί τα κάνω αυτά τα πράγματα… Απλά… Μερικές φορές νιώθω ότι μου έχουν συμπεριφερθεί τόσο άδικα… Ότι όλη μου η ζωή έχει κριθεί από τον άδικο τρόπο με τον οποίο μου έχουν συμπεριφερθεί οι άλλοι… Πρώτα απ’ όλα οι γονείς μου, που με εγκατέλειψαν μαζί με την αδερφή μου. Με τη γιαγιά μας μεγαλώσαμε, κι εκείνοι πήραν ό,τι οικονομίες είχαν κάνει από τα πρώτα χρόνια της γέννησής μας και την κοπάνισαν, έγιναν καπνός. Η αδερφή μου γεννήθηκε με κινητικά προβλήματα. Από τότε που πέθανε η γιαγιά μας, ευτυχώς έζησε πολλά χρόνια, φροντίζω εγώ την Αθανασία. Και θα μπορούσα, ξέρεις, να στραφώ στην πίστη… σε κάποια πίστη… στο Θεό, ας πούμε… θέλω απεγνωσμένα να πιστέψω, να έχω ελπίδες… αλλά δεν μπορώ. Και σου είπα ψέματα γιατί δεν δέχομαι να είσαι εσύ, συγκεκριμένα εσύ, ευτυχισμένος με τη Μαριάννα. Τι ήμουν εγώ για τη Μαριάννα τότε; Ένας τύπος που την τριγύριζε με στόχο να την ρίξει στο κρεβάτι. Εσύ, όμως, ήσουν ερωτευμένος μαζί της… και να είσαι σίγουρος ότι εκείνη το ήξερε αυτό, και της άρεζε… εγώ δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να της δώσω. Τίποτα...»
Ο Στέφανος χαμογέλασε αμυδρά. Δεν ήξερε αν αυτό θα ήταν προσβλητικό για τον Λευτέρη, αλλά ένιωσε ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Δεν ξέρω αν ισχύουν αυτά που λες… δεν νομίζω ότι ήμουν κανένας ιδιαίτερος για τη Μαριάννα…»
«Ήσουν πιο ιδιαίτερος από μένα… κι αυτό είναι που προσπαθώ να σου πω…»
«Λευτέρη… δεν ξέρω τι να πω… Λοιπόν… που θα βρω τι Μαριάννα;»
«Η Μαριάννα κατάγεται απ’ τον Άγιο Δημήτριο. Σου είπα, είναι μια πόλη στο νομό Τρικάλων. Είχα πάει μια φορά με ένα φίλο μου που τα είχε μαζί της… με τη Μαριάννα, εννοώ».
«Ποιος ήταν αυτός ο φίλος σου;»
«Δεν τον ξέρεις. Και ούτε κι εγώ θέλω να τον ξέρω πια. Δεν έχει σημασία», είπε ο Λευτέρης.
«Είναι παντρεμένη;»
«Τότε δεν ήταν. Δίδασκε σε ένα φροντιστήριο. Δούλευε, δηλαδή, ως φιλόλογος. Κι έμενε στο πατρικό της…» Έβγαλε από την τσέπη του εκείνο το ίδιο μπλοκάκι που είχε βγάλει όταν του είχε δώσει το τηλέφωνό του, έγραψε κάτι και το έδωσε στον Στέφανο.
«Τι ‘ναι αυτό;»
«Είναι η διεύθυνση του πατρικού της. Είναι ένα διώροφο κτίριο. Η Μαριάννα έμενε στον δεύτερο. Ή τουλάχιστον τότε ήταν διώροφο… μας είχε πει ότι αυτή και η μητέρα της σκόπευαν να χτίσουν από πάνω για να νοικιάζουν διαμερίσματα. Σου το λέω σε περίπτωση που το δεις και δεν το αναγνωρίσεις. Έχει και πυλωτή… είναι πολύ όμορφο».
Ο Στέφανος δεν ήξερε αν έπρεπε να τον ευχαριστήσει. Σκέφτηκε ότι θα γινόταν μεγάλο καθίκι αν του έλεγε κάτι που θα προκαλούσε τον ανταγωνισμό του, και σίγουρα δεν ήθελε κάτι τέτοιο.
«Σ’ ευχαριστώ», του είπε.
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί και οι δύο. Ο Στέφανος ένιωθε ικανοποιημένος από τον τρόπο που είχε εξελιχτεί η συζήτηση. Για να πει κανείς την αλήθεια, τα όσα του είχε εκμυστηρευτεί –και παραδεχτεί- ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος για τον Στέφανο, και τον έκαναν να νιώσει καλύτερα με τον εαυτό του. Ο Λευτέρης, από την άλλη, ένιωθε επίσης ικανοποιημένος με την καλή πράξη που είχε κάνει. Με το να πει, δηλαδή, την αλήθεια στον Στέφανο σχετικά με εκείνη την πόλη, τον Άγιο Δημήτριο. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε ότι είχε μέσα του και μια δόση θυμού. Ίσως και φθόνου.
«Έλα», είπε στον Στέφανο. «Πάμε απ’ το σπίτι μου. Για λίγο μόνο. Θα γνωρίσεις και την αδερφή μου».
Το χαμόγελο του Στέφανου έγινε ακόμη πιο πλατύ. Η πρώτη σκέψη ήταν να αρνηθεί. Δεν του άρεζαν και πολύ οι νέες γνωριμίες, τον έκαναν να νιώθει άβολα, αλλά πάντα είχε την περιέργεια να δει την μικρή Αθανασία. Την είχε συμπαθήσει από τότε που είχε ακούσει πρώτη φορά γι’ αυτήν, από τότε που την είχε αναφέρει ο Λευτέρης όταν ήταν ακόμη παιδιά οι δυο τους, αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει. Οπότε, ναι, δέχτηκε, και σε λίγο περπάτησαν προς το κτίριο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Λευτέρη.
**
Διέσχισαν ξανά το λιμάνι. Το διαμέρισμα του Λευτέρη βρισκόταν ακριβώς απέναντι, η είσοδος του κτιρίου έμοιαζε να είναι κρυμμένη πίσω από ένα περίπτερο. Πέρασαν από την πόρτα. Ο Λευτέρης είπε στον Στέφανο ότι θα έπρεπε να ανέβουν με τη σκάλα, μιας και το ασανσέρ δεν δούλευε εδώ και κάποιο καιρό, και ο επιστάτης ήταν ένας αδιάφορος γέρος που ήταν πολύ απασχολημένος με την κατάσταση της καρδιάς του για να φροντίσει για την πολυκατοικία.
Ανέβηκαν μέχρι τον τέταρτο όροφο, κι εκεί ο Λευτέρης σταμάτησε μπροστά από μια καφέ, ξύλινη πόρτα. Ο Στέφανος κατάλαβε από όλο το σκηνικό, από τη σκάλα και ακόμη περισσότερο από την πόρτα, ότι το διαμέρισμα ήταν κάπως παλιό. Σιγουρεύτηκε όταν ο Λευτέρης άνοιξε την πόρτα.
«Πέρασε», του είπε και μπήκαν μέσα. «Περίμενε μια στιγμή».
Ο Λευτέρης κοίταξε στην πρώτη πόρτα δεξιά, εκεί που βρισκόταν το υπνοδωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι. Μάλλον έψαχνε την αδερφή του, αλλά εκείνο το δωμάτιο ήταν άδειο.
«Αθανασία;» Φώναξε, ενώ ο Στέφανος περίμενε κοντά στην εξώπορτα. Μια απαλή, γυναικεία φωνή μόλις που ακούστηκε. Κι ύστερα ξανά η φωνή του Λευτέρη: «Τι κάνεις στο μπαλκόνι; Θα κρυώσεις».
«Ήθελα να μείνω για λίγο έξω, να πάρω λίγο αέρα».
«Ναι, αλλά μπες μέσα, κάνει κρύο έξω… έλα».
«Γιατί γύρισες τόσο νωρίς;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Ήρθε ένα φίλος μου, θα ήθελα να τον γνωρίσεις».
«Επισκέπτης; Εδώ; Που είναι;»
Ο Στέφανος διέκρινε τη χαρά στον τόνο της φωνής της και χαμογέλασε.
«Τώρα, θα τον δεις», της είπε ο Λευτέρης. «Στέφανε… έλα, έλα…»
Ο Στέφανος περπάτησε προς το σαλόνι. Δίσταζε, αλλά την ίδια στιγμή χαμογελούσε με μια κάποια αμηχανία. Έβαλε μηχανικά τα χέρια του στις τσέπες του όταν είδε την Αθανασία, αλλά τα έβγαλε αμέσως όταν εκείνη του έδωσε το χέρι. Η Αθανασία καθόταν σε μια αναπηρική καρέκλα την οποία κρατούσε ο Λευτέρης από τις λαβές του.
Ο Στέφανος παρατήρησε την Αθανασία όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Τα καστανά μαλλιά της έμοιαζαν απαλά και ήταν πιασμένα πίσω με ένα κοκαλάκι, το πρόσωπό της ήταν λευκό, σχεδόν χλωμό, αλλά το χαμόγελο πάνω του έμοιαζε ζεστό. Τα καστανά της μάτια ήταν γεμάτα από καλοσύνη. Ήταν ένα πολύ εκφραστικό πρόσωπο, κάποιος έστω και λίγο έμπειρος μπορούσε να το διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο. Φορούσε μια φούξια, πλεχτή ζακέτα και μια λεπτή, μπεζ μπλούζα από μέσα. Τα πόδια της ήταν καλυμμένα με μια μάλλινη κουβέρτα.
Έπιασε το χέρι της και της χαμογέλασε. Της είπε ότι χάρηκε για τη γνωριμία.
«Κι εγώ», είπε εκείνη. «Ο Λευτέρης δεν μου έχει πει ποτέ για σένα. Πότε γνωριστήκατε;»
«Βασικά… γνωριστήκαμε στο λύκειο. Ήμασταν συμμαθητές».
«Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο», είπε ο Λευτέρης.
Η Αθανασία στράφηκε προς τον αδερφό της. «Λευτέρη, γιατί δεν μου είπες ποτέ για τον Στέφανο; Αν καταλαβαίνω καλά θα πρέπει να είστε καλοί φίλοι».
«Ε, χαθήκαμε για πολύ καιρό… πριν μερικούς μήνες συναντηθήκαμε ξανά».
«Ωραία», είπε η Αθανασία. «Κάθισε, Στέφανε, να τα πούμε λίγο. Κάθισε…»
Ο Στέφανος κάθισε στον καναπέ πίσω απ’ το ορθογώνιο τραπεζάκι. Δίπλα του έκατσε ο Λευτέρης. Συζήτησαν για κάποια ώρα. Ο Στέφανος απάντησε σε μερικές ερωτήσεις της Αθανασίας σχετικά με τη ζωή του. Εκείνος δεν την ρώτησε πολλά πράγματα, φοβόταν μήπως γίνει αδιάκριτος και τη φέρει σε δύσκολη θέση σχετικά με την αναπηρία της. Δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί. Γενικότερα, δεν ήξερε πώς να συμπεριφέρεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Σκεφτόταν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις κάποιον άνθρωπο με προβλήματα, είναι να σταθείς απέναντί του σαν εκείνος να μην διαφέρει καθόλου, αλλά δεν ήξερε αν αυτό ήταν εντάξει. Κι αν ήταν εντάξει, απλά δεν ήξερε πώς να το κάνει. Ωστόσο, ένιωθε μόνο θετικά συναισθήματα για την αδερφή του Λευτέρη, επομένως σκέφτηκε ότι δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Ήλπιζε να το ένιωθε αυτό η Αθανασία. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη έδειχνε να έχει μόνο καλοσύνη μέσα της. Ο πόνος ήταν σίγουρα ένα κομμάτι της που είχε φροντίσει να κρύψει απέναντι στο ότι είχε περάσει κάποιος επισκέπτης το κατώφλι της πόρτας τους.
«Πες μου λίγα για την οικογένειά σου», του είπε η Αθανασία, κι ο Στέφανος της μίλησε για τη Δήμητρα.
«Πρέπει να την αγαπάς πολύ…» Είπε η Αθανασία.
Δεν του άρεζε να μιλάει πολύ για τα συναισθήματά του. «Νοιάζομαι για εκείνην», της είπε. «Και για το παιδί μας. Νοιάζομαι πολύ».
Η ώρα είχε περάσει. Είχε νυχτώσει για τα καλά.
«Εγώ θα ήθελα να πάω για ύπνο τώρα», είπε η Αθανασία.
Ο Λευτέρης σηκώθηκε για να τη βοηθήσει.
«Στέφανε», είπε εκείνη, «χάρηκα που σε γνώρισα. Να περνάς να με βλέπεις καμιά φορά… Αν θέλεις…»
Ο Στέφανος της χαμογέλασε και της έγνεψε. Λίγο αργότερα το μετάνιωσε που δεν κατάφερε να αρθρώσει λέξη. Δεν ήθελε να της δώσει αρνητική εντύπωση με κανέναν τρόπο. Έμοιαζε τόσο αθώα, τόσο γλυκιά… Η φαντασία του άρχισε να οργιάζει γύρω απ’ το πρόσωπό της. Για μια στιγμή τη φαντάστηκε ως το πρόσωπο που θα έφερνε παγκόσμια ειρήνη. Τόσο πολύ τον είχαν επηρεάσει τα χαρακτηριστικά της. Από το πρόσωπό της μέχρι και τη φωνή της… μέχρι και τα ρούχα της, που έδειχναν έναν άνθρωπο σεμνό και υπομονετικό. Αλλά μήπως ήταν έτσι επειδή δεν είχε άλλη επιλογή; Ποιος, όμως, μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν είχε άλλη επιλογή; Θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι μια γυναίκα θυμωμένη, γεμάτη οργή και πόνο, και φθόνο για όσους μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέλη του σώματός τους. Και ίσως να ήταν, αλλά η εντύπωση που του είχε δώσει σίγουρα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Έδειχνε έναν άνθρωπο που είναι ευχαριστημένος που είναι ζωντανός, που εκτιμάει τις καλές στιγμές και υπομένει τις κακές με πίκρα, αλλά επιμένει ότι θα περάσουν και θα γίνουν ξανά όλα καλά… Ο Στέφανος τη θεωρούσε ήδη έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο.
Σε λίγο ο Λευτέρης γύρισε απ’ το υπνοδωμάτιο και κάθισε δίπλα στον Στέφανο. Τον ρώτησε με ένα αχνό χαμόγελο πώς του φάνηκε η αδερφή του, κι εκείνος τον κοίταξε και έκανε ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Είναι πολύ συμπαθητική», του είπε τελικά. «Κι είναι κρίμα…»
«Ναι, είναι… Είναι πολύ κρίμα. Δεν φαντάζεσαι πόσο καλός άνθρωπος είναι. Δεν είναι σαν κι εμένα. Εγώ είμαι αναγκασμένος να κάνω πράγματα που δεν θέλω προκειμένου να εξασφαλίζω τη δική της και τη δική μου διαβίωση… πράγματα που αγγίζουν τα όρια του παράνομου. Εκείνη, όμως, δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά. Και θα το εκτιμούσα αν δεν της το έλεγες…»
«Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο».
«Εντάξει», είπε ο Λευτέρης. «Ξέρεις… είναι τόσο καθαρός άνθρωπος. Είναι σαν άγγελος. Είναι ο άγγελός μου, και χαίρομαι που τη φροντίζω. Αυτό είναι που πρέπει να κάνω προκειμένου να την κρατήσω κοντά μου. Δεν θέλω να τη χάσω. Και ξέρω πως είναι οι άγγελοι. Είδα έναν στον ύπνο μου χθες. Και προχθές, δηλαδή… Κατά καιρούς τον βλέπω τους τελευταίους μήνες. Είναι μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη στα λευκά. Έχει φτερά στην πλάτη. Λευκά φτερά με μαλακά πούπουλα παντού πάνω τους… Μια φορά στεκόταν ακριβώς εκεί, μπροστά στο παράθυρο, και με κοιτούσε με το κεφάλι της στραμμένο στο πλάι… Δεν ήξερα πώς να το ερμηνεύσω, αλλά ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου μέχρι σήμερα. Κι ύστερα πέρασε μέσα από το τζάμι, πέρασε έξω και πέταξε στον ουρανό».
Ο Στέφανος τον άκουσε με προσοχή. Ύστερα τον είδε να σηκώνεται και να βγάζει το δερμάτινο σακάκι του. Και μετά το πουλόβερ του. Έμεινε μόνο με την άσπρη φανέλα του. Ο Στέφανος πρόσεξε το λεπτό σώμα του. Δεν ήταν γυμνασμένος, αλλά ήταν τόσο λεπτός που μερικοί μύες φαίνονταν. Όπως στα χέρια του και στην κοιλιά του. Στη ζώνη του κρεμόταν το υπηρεσιακό του όπλο. Περπάτησε μέχρι την κουζίνα, η οποία ήταν ένα με το σαλόνι. Έπιασε από την άκρη του πάγκου ένα από τα μπουκάλια –ήταν αλκοόλ, ουίσκι- και δυο ποτήρια από ένα ντουλάπι και γύρισε ξανά στο τραπέζι. Ακούμπησε το μπουκάλι και τα ποτήρια, και ύστερα έβγαλε από τη θήκη του το πιστόλι και το ακούμπησε κι εκείνο πάνω στο τραπέζι. Μετά ξεσκάλωσε τη ζώνη που είχε τη θήκη του όπλου και την πέταξε μακριά. Εκείνη χτύπησε στον απέναντι τοίχο, κάτω από ένα κάδρο που απεικόνιζε ένα δάσος και μια λίμνη, και έπεσε στο πάτωμα.
Όλη αυτή την ώρα ο Στέφανος δεν τον έχασε απ’ τα μάτια του. Τον παρατηρούσε καθώς εκείνος έβαζε ουίσκι στα ποτήρια, κι όταν σήκωσε το δικό του για να πιει, ο Στέφανος του είπε:
«Καλύτερα να πηγαίνω. Έχει περάσει η ώρα. Θα με περιμένει η Δήμητρα».
«Θα την πάρεις ένα τηλέφωνο», του είπε ο Λευτέρης, «και θα της πεις ότι σήμερα θα κοιμηθείς εδώ».
«Τι ‘ναι αυτά που λες τώρα; Δεν γίνεται… Πρέπει αύριο να πάω το παιδί στο σχολείο και…»
«Θα φύγεις νωρίς το πρωί αύριο… μην ανησυχείς. Απλά μείνε εδώ. Πιες μαζί μου».
«Δεν μπορώ να πιω. Κάνω μια θεραπεία».
«Για την κατάθλιψη;»
«Ναι».
«Σταμάτα να μου λες ψέματα σε μια στιγμή σαν κι αυτή. Βλέπεις πόσο ευάλωτος είμαι τώρα. Δεν θες να πιεις; Μην πίνεις, αλλά μείνε για απόψε. Ξέρω ότι δεν έχεις κατάθλιψη».
«Και τι έχω;»
«Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Αλλά αν κατάλαβα καλά έχει να κάνει με τη Μαριάννα. Κάθε φορά που σε βλέπω μιλάμε γι’ αυτήν. Είμαι σίγουρος ότι είναι συνέχεια στο μυαλό σου, παρ’ όλο που αγαπάς τη γυναίκα σου και την κόρη σου. Πρόσεχε μόνο μην τις χάσεις και τις δύο μ’ αυτά τα παιχνίδια για τρελούς».
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Εννοώ ότι αν πας να βρεις τη Μαριάννα, πρώτα αποφάσισε τι θέλεις. Θέλεις να μείνεις με τη γυναίκα σου, ή θέλεις να τρέχεις πίσω απ’ τη Μαριάννα για το υπόλοιπο της ζωής σου; Επειδή, αν κατάλαβα καλά, αυτό είναι που σε ικανοποιεί. Και αυτό είναι που σε ικανοποιούσε και τότε. Η αίσθηση ότι είσαι τρελά ερωτευμένος μαζί της, ενώ στην πραγματικότητα ίσως να μην την ήθελες καν. Ίσως να εξυπηρετούσες κάποια άλλη ανάγκη σου. Την ανάγκη να πατάς τον εαυτό σου κάτω, να τον κάνεις κομμάτια. Να τον τιμωρείς γι’ αυτό που είναι. Πρέπει να μισείς τον εαυτό σου πάρα πολύ». Ήπιε μια γουλιά κι ύστερα έδειξε τον Στέφανο και είπε: «Κοίτα, ρε, ένας άντρας να σου πετύχει!»
Ο Στέφανος γέλασε. «Δηλαδή», τον ρώτησε, «η δική σου κατάσταση είναι καλύτερη; Εσύ που πας στο μπαρ και γαμάς εκείνη την ξανθιά που λες ότι κάνει ωραίες πίπες; Τη γαμάς μέσα σε βρώμικες τουαλέτες και μετά φεύγεις κι ο καθένας παίρνει το δρόμο του. Νιώθεις καλά μ’ αυτό; Δεν νιώθεις ότι χάνεις κάτι κάθε φορά που συμβαίνει αυτό; Δεν νιώθεις άδειος, μόνος και ασήμαντος;»
«Η ξανθιά στην οποία αναφέρεσαι εξυπηρετεί μια ανάγκη και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό».
«Και οι συναισθηματικές σου ανάγκες; Τις εξυπηρετεί κι αυτές; Μη μου το παίζεις μάγκας και σκληρός νταής εμένα. Θα σου πω τη γνώμη μου. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι, είναι γεγονός αυτό. Οι άνθρωποι είναι και καλοί και κακοί… αλλά πάνω απ’ όλα είναι άνθρωποι. Κι αν θες τη γνώμη μου, όλοι θα ήθελαν να μπορούσαν να είναι καλοί. Αλλά λίγοι έχουν αυτή την πολυτέλεια. Και είμαι σίγουρος ότι θα ευχόσουν –όπως όλοι- να έχεις ζήσει μια πανέμορφη ζωή, να ήσουν ευτυχισμένος, και να μπορούσες να κάνεις και τους άλλους ευτυχισμένους, αλλά εσύ είσαι πληγωμένος, πρώτα απ’ όλα απ’ τους γονείς σου, που σε εγκατέλειψαν, κι ύστερα απ’ όλους τους άλλους. Απ’ όλο τον κόσμο… είμαι σίγουρος. Όσο σίγουρος είμαι ότι είσαι ευαίσθητος και ότι θέλεις σαν τρελός να το εκφράσεις αυτό. Ποιον ακριβώς εκδικείσαι, λοιπόν;»
Ο Λευτέρης ένιωσε μίσος για τον Στέφανο. Σκέφτηκε για μια στιγμή να πιάσει το όπλο του και να τον δολοφονήσει εν ψυχρώ, όπως με το τελευταίο τσιμπούκι που του είχε κάνει την προηγούμενη μέρα η Άννα, εκείνη η ξανθιά η τσούλα, πάλι σε μια από εκείνες τις σκουριασμένες, υγρές, βρώμικες τουαλέτες κάποιου μαγαζιού. Είχε σκεφτεί να τη σκοτώσει τη βρώμα που τον έκανε να νιώθει τόσο μειονεκτικά, ήθελε να την τσακίσει και να την πετάξει στα σκουπίδια, αλλά την άφησε να φύγει. Το μετάνιωσε αργότερα, λίγο πριν νιώσει ενοχές για όλες αυτές τις σκέψεις. Ναι, είναι γεγονός, ύστερα ήρθαν οι ενοχές. Κι ύστερα είχε σκεφτεί ότι αυτά ήταν τα προβλήματα της σύγχρονης ψυχής, κι είχε γελάσει ειρωνικά. Το είχε δει αυτό γραμμένο κάπου σε ένα βιβλίο, ένας τίτλος ήταν. Αλλά ήξερε… ήταν τα δικά του προβλήματα, τα οποία καλό θα ήταν να λύνονταν. Και τώρα ερχόταν αυτός ο καριόλης ο Στέφανος να του κάνει τον έξυπνο και να τα αραδιάσει όλα μπροστά στα μούτρα του. Αλλά ηρέμισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και συμφώνησε μαζί του. Κι ύστερα ήπιε μια γερή γουλιά από το φτηνό ουίσκι που είχε αγοράσει.
«Έχεις δίκιο για μένα», είπε στον Στέφανο.
«Με συγχωρείς», του είπε εκείνος. «Δεν ήθελα να σου μιλήσω έτσι. Καλύτερα να πηγαίνω».
«Αλλά είσαι αφελής σε σχέση ανθρώπους. Οι άνθρωποι είναι ατομιστές και συμφεροντολόγοι. Δεν ξέρω αν είναι στη φύση τους ή αν είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τους κάνει έτσι, ή αν η κοινωνία έχει εξελιχτεί σε κάτι που σε μεταμορφώνει σε εγωιστή στην καλύτερη περίπτωση, αλλά να ξέρεις… οι άνθρωποι είναι συμφεροντολόγοι. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι το έχουν ανάγει αυτό σε ιδεολογία. Υπάρχουν κι εκείνοι οι οποίοι μπορούν να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους, να εκμεταλλεύονται καταστάσεις όταν θέλουν, να μοιράζονται με τους άλλους όταν νιώθουν ασφαλείς, και να κλείνουν πόρτες όταν νιώθουν ότι απειλούνται. Ύστερα υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι για δικούς τους λόγους έχουν πάντα κλειστές τις πόρτες, και υπάρχουν κι εκείνοι που μου αρέσει να τους λέω εξαρτημένους… εκείνοι που έχουν πάντα ανοιχτές πόρτες και έχουν ανάγκη το να μοιράζονται. Οι τελευταίοι την πληρώνουν πάντα, να το ξέρεις αυτό. Δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτούς. Να το ξέρεις». Δεν μίλησε για λίγο. «Μείνε, πάντως», του είπε μετά. «Σε παρακαλώ…»
«Λευτέρη, πρέπει να πηγαίνω… Θα ανησυχεί η Δήμητρα…»
Ο Στέφανος περπάτησε βιαστικά προς την εξώπορτα, αλλά ο Λευτέρης σηκώθηκε και τον ακολούθησε κρατώντας το όπλο.
«Στέφανε ορκίζομαι στο Θεό», του είπε και έφερε το όπλο στον κρόταφό του, «ότι αν φύγεις θ’ αυτοκτονήσω. Και χέσε με εμένα, σκέψου την Αθανασία. Θα μείνει μόνη της απλά και μόνο επειδή εσύ δεν δέχτηκες να περάσεις μια νύχτα έξω απ’ το σπίτι σου».
Ο Στέφανος ένιωσε να θυμώνει. Πρώτα απ’ όλα τον απειλούσε. Δεύτερον, χρησιμοποιούσε την ανάπηρη αδερφή του για να τον πείσει. Του ήρθε να του πει να πάει να γαμηθεί και να σηκωθεί να φύγει, αλλά –ναι, είναι αλήθεια- σκέφτηκε την Αθανασία. Τον είχε ικανό να τραβήξει τη σκανδάλη εγκαταλείποντας για πάντα την αδερφή του.
«Εντάξει», του είπε. «Θα μείνω».
Ο Λευτέρης κατέβασε το όπλο. «Μπορείς να πάρεις τηλέφωνο τη γυναίκα σου. Εκεί είναι το σταθερό».
**
Ο Στέφανος μίλησε με τη Δήμητρα. Δεν της είπε πολλά, μόνο ότι ο Λευτέρης και η αδερφή του επέμεναν να μείνει μαζί τους για τη νύχτα. Εκείνη δεν προσπάθησε να τον πείσει για το αντίθετο. Μόνο τον ρώτησε αν είχε πάρει το χάπι που έπαιρνε κάθε μέρα πρωί και βράδυ. Της είπε ότι, ναι, το είχε πάρει πριν ξεκινήσει για να συναντήσει τον Λευτέρη. Θα επέστρεφε νωρίς το πρωί για να πάει τη μικρή στο σχολείο, της είπε στο τέλος. Ύστερα στράφηκε προς τον Λευτέρη και κάθισε ξανά δίπλα του, στον καναπέ.
«Λοιπόν;» Τον ρώτησε. «Τι θες να συζητήσουμε;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω», είπε. «Τι πιστεύεις γι’ αυτό που σου είπα πριν; Για τον άγγελο;»
«Δεν ξέρω. Εσύ τι πιστεύεις;»
«Πιστεύω ότι σημαίνει ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι είναι ένα σημάδι, καταλαβαίνεις τι εννοώ;
«Ξέρω γω…»
Ο Στέφανος σκέφτηκε ότι ο Λευτέρης φανταζόταν τη σωτηρία του. Σωτηρία από τι ακριβώς, δεν μπορούσε να ξέρει. Μπορούσε να φανταστεί μερικά πράγματα, αλλά όλα ήταν αυθαίρετα συμπεράσματα. Ίσως να ένιωθε ενοχές γι’ αυτό που είχε γίνει… Δηλαδή γι’ αυτό στο οποίο είχε μετατραπεί μετά απ’ όλα αυτά τα χρόνια. Τον είχαν πονέσει αυτά που του είχε πει πρωτύτερα ο Στέφανος, ήταν προφανές, μέχρι και τα μάτια του είχαν δακρύσει απ’ την πίεση. Ίσως με τον καιρό να είχαν αλλάξει τα όσα πίστευε. Ίσως πλέον να θεωρούσε μάταια τα όσα έκανε στην μέχρι τώρα ζωή του, αλλά το αν πραγματικά συνέβαινε κάτι τέτοιο ήταν κάτι που το ήξερε μόνο ίδιος.
Για τον Λευτέρη ήταν ζωτικής σημασίας το να φροντίζει την αδερφή του. Οτιδήποτε άλλο τον έκανε να νιώθει ότι είχε βουτήξει μέσα στο βούρκο. Μέχρι και η δουλειά του ως αστυνομικός. Σιχαινόταν τους συνεργάτες του και σιχαινόταν την ίδια τη δουλειά τώρα πια. Μερικές φορές το μόνο που είχε σημασία ήταν εκείνος ο άγγελος.
«Τι πιστεύεις ότι θέλει από εσένα ο άγγελος;» Τον ρώτησε ο Στέφανος.
«Δεν ξέρω. Μερικές φορές σκέφτηκα μήπως ο στόχος είναι να με παραπλανήσει. Μήπως είναι στην πραγματικότητα απεσταλμένος κάποιου δαίμονα ο οποίος θέλει να μου δώσει φρούδες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Έτσι κι αλλιώς, πόσο καλύτερο απ’ το παρόν μπορεί να γίνει το μέλλον μου; Το δικό μου και της Αθανασίας, δηλαδή...»
Ο Στέφανος δεν του είπε τίποτα. Βαριόταν να ακούει αυτές τις μαλακίες. Δεν μίλησε καθόλου για αρκετή ώρα. Άφησε τον Λευτέρη να λέει τα δικά του, ώσπου τελικά κοιμήθηκε. Ο Στέφανος τον σκέπασε με το δερμάτινο σακάκι του και τον άφησε να κοιμηθεί. Ύστερα έσβησε το φως του σαλονιού. Το διπλανό κτίριο ήταν ένα ξενοδοχείο, το όνομα του οποίου διαγραφόταν πάνω σε μια μπλε, νέον πινακίδα, κι έτσι το σαλόνι του διαμερίσματος σχεδόν γέμισε με αχνό, μπλε φως. Ο Στέφανος περπάτησε προσεκτικά στο ημίφως μέχρι την πολυθρόνα δίπλα στον καναπέ και κάθισε εκεί και έκλεισε τα μάτια του για μερικές ώρες. Για τρεις ώρες, περίπου… μέχρι το πρωί.
Όταν ξύπνησε μόλις που είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ήταν, δηλαδή, αρκετά σκοτεινά ακόμη έξω, αλλά σε λίγο ο ήλιος θα ξεκινούσε την ανατολή του. Ο Λευτέρης κοιμόταν στον καναπέ σε λίγο διαφορετική στάση από αυτή που τον είχε αφήσει ο Στέφανος. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως είχε δει ξανά τον άγγελο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ίσως, τελικά, ο Λευτέρης να χρειαζόταν βοήθεια, κι ο Στέφανος ήξερε ότι δεν μπορούσε να του την προσφέρει.
Άκουσε μια φωνή να καλεί το όνομα του Λευτέρη. Ήταν η Αθανασία. Μόλις που ακουγόταν, έμοιαζε να είναι πολύ αδύναμη. Ο Στέφανος σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι το υπνοδωμάτιο στον διάδρομο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Πλησίασε, και χωρίς να κοιτάξει μέσα χτύπησε απαλά με τα δάχτυλά του.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε η Αθανασία.
«Ο Στέφανος είμαι».
«Έλα, πέρνα μέσα», του είπε, κι ο Στέφανος έσπρωξε απαλά την πόρτα.
Η Αθανασία ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα στο κρεβάτι, σκεπασμένη μέχρι τη μέση της. Έσπρωξε με τα χέρια της και ανασηκώθηκε. Τα μαλλιά της ήταν λυμένα, αλλά σύντομα έπιασε το κοκαλάκι της απ’ το κομοδίνο και τα έδεσε όπως την προηγούμενη μέρα. Η καρέκλα της βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι, μπροστά στη ντουλάπα.
«Θες να μου κάνεις μια χάρη;»
«Πες μου…» της είπε ο Στέφανος.
«Θες να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε το ξημέρωμα; Μόνο που πρέπει να με βοηθήσεις να καθίσω…»
«Ναι, βέβαια… Πώς, όμως…;»
Ένας τρόπος υπήρχε, κι ο Στέφανος τον έβλεπε. Απλά δεν ήθελε να προσπαθήσει να τη σηκώσει χωρίς εκείνη να του δώσει την άδειά της.
«Φέρε την καρέκλα πιο κοντά».
Την άκουσε και τράβηξε την καρέκλα κοντά της, στο πλάι του κρεβατιού.
«Τώρα σήκωσέ με…»
Έσκυψε δίπλα της και πέρασε το ένα του χέρι κάτω απ’ τα πόδια της και το άλλο πίσω απ’ τη μέση της. Τη σήκωσε και ένιωσε πόσο λεπτά ήταν τα πόδια της. Παραξενεύτηκε. Την βοήθησε να καθίσει.
«Ευχαριστώ», του είπε.
Ο Στέφανος έπιασε τη φούξια ζακέτα της πίσω απ’ την πόρτα και της την έδωσε. Κι ύστερα από το κρεβάτι της έδωσε την κουβέρτα με την οποία σκέπαζε τα πόδια της.
«Έλα», του είπε, «πάμε».
Έκανε να σπρώξει τις ρόδες μόνη της, αλλά ο Στέφανος τη βοήθησε και έπιασε τις χειρολαβές. Την έσπρωξε ήρεμα. Βγήκαν από το δωμάτιο, διέσχισαν το διάδρομο κι ύστερα πέρασαν απ’ το σαλόνι ήσυχα, για να μην ξυπνήσουν τον Λευτέρη. Ο Στέφανος άνοιξε την μπαλκονόπορτα και σιγά σιγά βγήκαν έξω.
«Κάθισε», του είπε και του έδειξε τις καρέκλες. Ο Στέφανος τράβηξε μια προς το μέρος του και κάθισε. «Μου αρέσει», του είπε, «η θέα προς το λιμάνι. Είναι όμορφο το σπίτι μας. Ήταν της γιαγιάς μας. Εδώ μεγαλώσαμε».
«Ναι, είναι όμορφα».
Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει και ο ουρανός έγινε σταδιακά από μωβ γαλάζιος. Τα αστέρια άρχισαν να χάνονται. Που και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο και κανένας πεζός, αν και ήταν αρκετά νωρίς ακόμα. Ένα πλοίο έμπαινε στο λιμάνι και μερικοί ψαράδες ασχολούνταν με τις βάρκες τους. Φαινόταν από εκεί και ο σταθμός των τρένων. Το τρένο είχε φτάσει και έκανε μια στάση πριν ταξιδέψει ακόμη πιο βόρεια.
Ο Στέφανος κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα έπρεπε να φύγει, και ήθελε πολύ να μιλήσει στην Αθανασία για όσα υπήρχαν στο μυαλό του. Εκείνη κοίταζε το περιβάλλον γύρω τους, ενώ εκείνος κοίταζε το πρόσωπό της ψάχνοντας να βρει μια ευκαιρία να της μιλήσει για τη Μαριάννα. Τελικά γύρισε και τον κοίταξε:
«Μην τον παρεξηγείς τον Λευτέρη», του είπε.
«Τι εννοείς;»
«Άκουσα τι έγινε χθες. Ο Λευτέρης έχει πολλά προβλήματα, ένα απ’ τα οποία είμαι κι εγώ. Και πολλές φορές αυτά τα προβλήματα, πιστεύω, τον εξωθούν στα άκρα. Μερικές φορές φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, αλλά δεν ξέρω πώς να τον ηρεμίσω. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα για εκείνον αν έβρισκε μια κοπέλα, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να με προσέχει πια. Αλλά τι να κάνουμε…»
Ο Στέφανος περίμενε ότι εκείνη θα συνέχιζε τα όσα έλεγε, αλλά εκείνη σταμάτησε εκεί. Έμοιαζε να έχει συμφιλιωθεί πλήρως με όλες αυτές τις καταστάσεις. Χαμογελούσε και κοίταζε την ανατολή του ήλιου και έμοιαζε ευτυχισμένη.
«Δεν τον παρεξηγώ», της είπε. «Φαίνεται, πάντως, ότι σε αγαπάει πάρα πολύ».
«Ναι, το ξέρω. Αλλά αυτή η αγάπη τον κρατάει πίσω… θα μπορούσε να έχει μια καλύτερη ζωή».
«Δεν νομίζω ότι φταις εσύ για τη ζωή του Λευτέρη. Μάλιστα, απ’ ό,τι μου είπε, εσύ είσαι αυτό που τον κρατάει στη ζωή. Είσαι ένας λόγος για να μην τα χάσει εντελώς».
«Μερικές φορές κοιμάται με υπνωτικά ή με αλκοόλ. Τον έχω δει να πίνει, και έχω βρει τα υπνωτικά όταν μια φορά τα έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι του καναπέ… Δεν ξέρω τι να κάνω για να τον βοηθήσω».
«Αν θες να τον βοηθήσεις, άφησέ τον να βοηθάει εσένα. Τι λες;»
Η Αθανασία τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Είσαι πολύ γλυκός», του είπε.
Γέλασε κι ο Στέφανος. «Υπάρχει κάτι», της είπε, «που θα ήθελα να συζητήσω. Θα με ενδιέφερε να ακούσω τη γνώμη σου…»
«Πες μου. Ό,τι θες».
«Υπάρχει μια γυναίκα στη ζωή μου… κατά κάποιο τρόπο…»
«Εκτός από τη σύζυγό σου;»
«Ναι, αλλά άφησέ με να σου εξηγήσω… Τη λένε Μαριάννα. Και ήμουν ερωτευμένος μαζί της πριν από πολλά χρόνια. Ήταν πολύ σημαντική για μένα, αν και ουσιαστικά δεν είχαμε καμία σχέση. Πριν μερικούς μήνες, όμως, άρχισα να κάνω κάτι σκέψεις σχετικά μ’ αυτήν. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τη σκέφτομαι, και άρχισα να επιστρέφω στο παρελθόν…» Και συνέχισε αναφέροντας τα πάντα. Από τη μέρα που ξεκίνησαν όλα και που βρήκε το μαχαίρι της Μαριάννας μέσα στο παλιό σχολείο, μέχρι τη μέρα που άρχισε να παίρνει φάρμακα και να πηγαίνει στον ψυχίατρο, μέχρι και τη μέρα που γνώρισε την ίδια την Αθανασία. Κι όταν τέλειωσε, η Αθανασία έδειχνε παραξενεμένη.
«Νιώθεις κάτι για τη Μαριάννα;» Τον ρώτησε. «Δεν καταλαβαίνω…»
«Δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι πάνω απ’ όλα ήταν μια ασθένεια όλο αυτό… και ένα βασανιστήριο. Τώρα, όμως, θα ήθελα πολύ να τη συναντήσω και να μιλήσω μαζί της. Ο Λευτέρης ξέρει πού μπορώ, πιθανότατα, να τη βρω».
«Θεωρείς ότι θα σε βοηθήσει; Ότι δεν θα καταστρέψει τη ζωή σου όπως είναι σήμερα;»
«Μίλησα γι’ αυτό με τη Δήμητρα. Μου είπε ότι θα με καταλάβαινε αν το έκανα… ότι θα είχε, βέβαια, τις αμφιβολίες της, αλλά ότι θα το καταλάβαινε…»
«Τότε καν’ το», του είπε η Αθανασία. «Πήγαινε να τη βρεις και να της μιλήσεις. Και πες της όλα όσα έχεις μέσα σου, ίσως να σε βοηθήσει αυτό».
«Να γελοιοποιηθώ εντελώς, δηλαδή;» Γέλασε ο Στέφανος.
«Εγώ στη θέση της δεν θα το θεωρούσα γελοιοποίηση αυτό. Θα το θεωρούσα κολακευτικό. Θα δεις, όλα θα πάνε καλά. Εσύ κάνε αυτό που θέλεις, ίσως αυτό να σε βοηθήσει να προχωρήσεις τη ζωή σου».
«Ναι, ίσως… Αυτή ήταν και η δική μου ιδέα…»
Η Αθανασία του χαμογέλασε ξανά. Εφόσον αυτή ήταν και η δική του ιδέα, τότε γιατί της τα έλεγε όλα αυτά; Γιατί μετρούσε η γνώμη της τόσο πολύ; Άπλωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο.
«Είσαι πολύ καλός άνθρωπος», του είπε. «Η Δήμητρα και η Μαριάννα είναι πολύ τυχερές. Και η κόρη σου επίσης».
Ο Στέφανος γέλασε και την ευχαρίστησε.
«Η γνώμη μου είναι να πας να τη βρεις. Μίλησέ της, γνώρισέ την και βγάλε τα συμπεράσματά σου. Κι ύστερα κάνε τις επιλογές σου. Και κάτι ακόμα… Να έρχεσαι κατά καιρούς να με βλέπεις. Ας μην χαθούμε…»
«Θα έρχομαι», της είπε, αν και δεν ήξερε αν ο Λευτέρης θα ήταν πολύ σύμφωνος με αυτό. «Θα έρχομαι… Αλλά τώρα πρέπει να φύγω. Πρέπει να πάω τη Βέρα στο σχολείο πριν περάσει η ώρα. Πες στον Λευτέρη όποτε θέλει να με πάρει τηλέφωνο, τον έχει τον αριθμό».
«Εντάξει, Στέφανε. Γεια σου».
Την χαιρέτησε και έφυγε.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η «Μέρα που πέθανες» είναι ένα μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε για πρώτη φορά το 2007, με την ιδέα να μετατραπεί σε μια τριλογία. Είχε φτάσει τις 250 σελίδες τότε, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Αποφάσισα πως δεν ήθελα να συνεχίσω τη συγγραφή του, κι έτσι τελικά το έσβησα, με αποτέλεσμα να μείνει ένα αρχείο στον υπολογιστή μου, το οποίο περιείχε τις πρώτες 84 σελίδες του μυθιστορήματος. Από τότε προσπάθησα πολλές φορές να το γράψω, τρεις ή τέσσερις αν θυμάμαι καλά, αλλά κάθε προσπάθεια υπήρξε αποτυχημένη.
Αφού, λοιπόν, πέρασε μια «άγονη» καλλιτεχνικά περίοδος, κατάφερα να γράψω μέσα σε ένα έτος μερικά διηγήματα, κι από εκεί να επιστρέψω ξανά στην προσπάθεια για να γράψω τη «Μέρα που πέθανες» από την αρχή. Διαφορετική από την πρώτη γραφή της, περισσότερο ώριμη και μικρότερη σε έκταση, αυτή η ιστορία ολοκληρώθηκε μέσα σε κάποιους μήνες, κι έτσι αποτελεί όχι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψα, αλλά το πρώτο που νιώθω ότι μπορώ να μοιραστώ με άλλους ανθρώπους. Είμαι σίγουρος τώρα πια ότι το ελληνικό Διαδίκτυο προς το παρόν δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να έρθει κανείς σε επαφή με ένα αναγνωστικό κοινό, αλλά προς το παρόν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να διαθέσω αυτό το μυθιστόρημα. Ακόμη περισσότερο, ξέρω ότι η ανάγνωση από τον υπολογιστή μπορεί να είναι ιδιαιτέρως κουραστική (για εμένα σίγουρα είναι), αλλά αφήνω τον όποιο ενδιαφερόμενο να βρει τον δικό του τρόπο να τα βγάλει πέρα με το παρακάτω κείμενο.7 Μαΐου 2011Κ. Δ. Μ.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΜΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ
1
Η Άννα στάθηκε όρθια, αφού πρώτα στηρίχτηκε στο γραφείο. Την πονούσαν τα πλευρά της. Κάθισε στη μπλε καρέκλα, σ’ εκείνη με τις ρόδες, έκανε πίσω τα μαλλιά της κι ύστερα έκλαψε μέσα στις χούφτες της. Ο Νίκος είχε φύγει τώρα, και το παιδί βρισκόταν στο δωμάτιό του, τρομαγμένο, μάλλον.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και πήγε στο μπάνιο. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και σήκωσε τη γαλάζια ζακέτα της και τη μπλούζα της. Είχε μελανιές στο σώμα της… σε διάφορα σημεία του σώματός της. Σήκωσε το δεξί μανίκι της και κοίταξε κι εκεί. Λίγο ψηλότερα απ’ τον καρπό… άλλο ένα σημάδι. Την είχε κρατήσει με τόση δύναμη σ’ εκείνο το σημείο, που είχε μελανιάσει. Έσκυψε πάνω απ’ το νιπτήρα και έριξε νερό στο πρόσωπό της, πολλές φορές, μέχρι να νιώσει ότι μπορούσε να ανασάνει. Κατάφερε να νιώσει θυμό για μια στιγμή. Συνήθως ένιωθε φόβο. Σκέφτηκε πόσο εύκολα μερικοί συγχέουν τον φόβο με τον σεβασμό. Ο Νίκος ήταν ένας από αυτούς. Νόμιζε ότι το να προκαλεί τον φόβο της θα την έκανε να τον σέβεται περισσότερο. Γι’ αυτό και τη χτυπούσε.
Η Άννα βγήκε απ’ το μπάνιο και περπάτησε μέχρι τη μέση του σαλονιού. Τα παπούτσια της βρίσκονταν πεταμένα εκεί πέρα. Της τα είχε βγάλει εκείνος πριν από ώρες, το μεσημέρι, όταν είχε επιστρέψει απ’ τη δουλειά. Πάνω στο τραπέζι, αλλά και στο πάτωμα, βρίσκονταν αραδιασμένες φωτογραφίες μιας χαρούμενης οικογένειας. Της δικής τους. Φωτογραφίες που είχαν τα χρονάκια τους, δηλαδή. Ποιος θα περίμενε ότι θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα; Ο Νίκος μάλλον είχε αμφιβολίες για τον ανδρισμό του. Ίσως, δηλαδή, αυτή να ήταν η αιτία που τη χτυπούσε. Αλλά για την Άννα ήταν πολύ περίεργο, το γεγονός ότι άλλες φορές έπεφτε στα γόνατα κλαίγοντας και την παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Της έλεγε ότι την αγαπούσε και ότι δεν θα σήκωνε χέρι πάνω της ποτέ ξανά. Της έλεγε ψέματα, δηλαδή, και μερικές φορές εκείνη απορούσε αν το έκανε σκόπιμα ή αν όντως πίστευε τα λόγια του.
Τώρα, όμως, τα πράγματα θα άλλαζαν. Η Άννα έπιασε μια βαλίτσα απ’ το πατάρι και έβαλε μέσα διάφορα ρούχα και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο. Έβαλε μέσα και ρούχα της μικρής. Φεύγουμε, της είπε. Θα πάμε ένα ταξίδι, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, κι η μικρή δέχτηκε κάπως χαρούμενη, σαν να καταλάβαινε. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, η μικρή την ρώτησε: Κι ο μπαμπάς; Η Άννα έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Ο μπαμπάς βγήκε για να πιει με τους φίλους του, και όταν γυρίσει θα είναι πολύ θυμωμένος, σκέφτηκε, αλλά δεν το είπε στη Μαρία. Συγκεκριμένα, δεν της είπε τίποτα. Ή θα έφευγε, ή εκείνος ο ανώμαλος μια μέρα θα την σκότωνε.
Έκανε όπισθεν και βγήκε από την αυλή. Μέσα της ένιωθε θυμό. Ήταν αποφασισμένη αυτή τη φορά, και ούτε καν ήξερε από πού είχε αντλήσει όλη εκείνη τη δύναμη. Χρόνια είχε να νιώσει τόσο ζωντανή, και ο πόνος στα πλευρά της δε θα την σταματούσε. Όχι πια. Η μικρή αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να το δεχτεί. Τα πράγματα θα άλλαζαν.**Η Αλεξανδρούπολη ήταν για μερικούς μια όμορφη πόλη, αλλά για μερικούς άλλους μια αναθεματισμένη κόλαση, απ’ την οποία έπρεπε να φύγουν για πάντα. Για την Άννα ήταν κάτι ανάμικτο. Στην αρχή την αγαπούσε, τώρα όμως έφευγε για πάντα. Βγήκε απ’ την πόλη και δεν κοίταξε πίσω ούτε για μια στιγμή. Η μικρή έμοιαζε ανήσυχη, και είχε ρωτήσει μερικές φορές μέχρι τώρα μαμά, είσαι καλά; Σε χτύπησε ο μπαμπάς; Τι έπρεπε να της πει; Της έλεγε ότι ναι, ήταν καλά, και δεν έδινε περισσότερη σημασία.
Είχε αρχίσει να βραδιάζει όταν βγήκαν στην διεθνή αρτηρία προς Κομοτηνή. Όχι, δεν θα έμεναν στην Κομοτηνή. Θα πήγαιναν όσο πιο μακριά γινόταν, κι εκεί θα ξεκινούσαν απ’ την αρχή. Μέσα σε μισή ώρα προσπέρασαν και την Κομοτηνή, και σ’ εκείνο το σημείο έπιασε την Άννα ένας παράξενος φόβος ότι ο Νίκος τους ακολουθούσε, ότι είχε πάρει το δικό του αυτοκίνητο κι ερχόταν να τους βρει για να τους επιστρέψει κοντά του και να τους δείξει όλη την αγάπη του…
Βγήκε από την Εγνατία. Έστριψε κάπου σε μια έξοδο και ακολούθησε τους παλιούς δρόμους, περνώντας μέσα από χωριά. Όταν βράδιασε για τα καλά, θυμήθηκε να ρίξει μια ματιά στην ένδειξη της βενζίνης. Σταμάτησε στο πρώτο βενζινάδικο και γέμισε το ντεπόζιτο. Κι ύστερα συνέχισε για περίπου τρία τέταρτα ακόμη, ώσπου λάμπες νέον φάνηκαν στο βάθος, μετά από μια μικρή γέφυρα, σε ένα άνοιγμα στα δεξιά του δρόμου. Ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Νυστάζεις;» Ρώτησε την Μαρία.
«Ναι», είπε εκείνη.
«Τώρα», της είπε, «θα σταματήσουμε».
Έστριψε και μπήκε στον χώρο στάθμευσης του μοτέλ. Πάρκαρε και κατέβηκαν. Πήρε την τσάντα από τις πίσω θέσεις και έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι. Τρεις ψηλοί στύλοι έριχναν το φως τους στο τσιμεντένιο δάπεδο. Τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα. Φαίνεται ότι κι άλλοι διανυκτέρευαν εκεί.
«Έλα, από ‘δω», είπε στη μικρή, και περπάτησαν προς το δωμάτιο της ρεσεψιόν. Ένας μεσήλικας πίσω απ’ τον πάγκο τις κοίταξε και χαμογέλασε.
«Καλησπέρα», είπε. «Μπορώ να βοηθήσω;»
«Θα θέλαμε ένα δωμάτιο για τη νύχτα».
Ο άντρας έπιασε ένα κλειδί από τα μικρά ράφια πίσω του και το ακούμπησε στον πάγκο μπροστά στην Άννα. Της είπε πόσο κόστιζε η νύχτα. Δεν ήταν ακριβά… δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο μέρος να είναι ακριβό.
«Από πού είσαι;» Την ρώτησε, κι εκείνη έγινε μεμιάς καχύποπτη μαζί του.
«Από το Διδυμότειχο», του είπε ψέματα. «Εσείς;»
«Απ’ την Κομοτηνή. Το ίδιο και ο αδερφός μου. Έχει το μπαρ, εδώ δίπλα. Μπορείτε να πιείτε κάτι όποτε θέλετε…» Ύστερα στράφηκε προς τη Μαρία. «Τι θα έλεγες για μια καραμέλα, μικρή μου;» Την ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε ντροπαλά και κρύφτηκε πίσω απ’ τη μητέρα της, κι εκείνος, περιέργως, το δέχτηκε αυτό σαν κατάφαση. Γι’ αυτό και έπιασε μια καραμέλα από το γυάλινο μπολ που βρισκόταν πάνω στον πάγκο και της την έδωσε.
«Ευχαριστώ», μουρμούρισε το κορίτσι και έπιασε την καραμέλα.
«Το δωμάτιό σας», είπε στην Άννα, «είναι το νούμερο οχτώ. Ό,τι χρειαστείτε, μπορείτε να απευθυνθείτε σε μένα».
«Ευχαριστώ», του είπε εκείνη και βγήκε έξω.
Περπάτησαν κάτω απ’ το υπόστεγο μέχρι να βρουν την μικρή ταμπέλα με τον αριθμό οχτώ στο πλάι της πόρτας. Η Άννα ξεκλείδωσε και μπήκαν μέσα. Άναψε το φως και αυτό που είδε την έκανε να χαμογελάσει. Ο χώρος ήταν τόσο ζεστός… Υπήρχαν δύο κρεβάτια με πράσινες κουβέρτες μέσα στο δωμάτιο. Ακριβώς απέναντι από τα κρεβάτια υπήρχε μια ντουλάπα και μια τηλεόραση, καθώς και ένα μικρό, ξύλινο γραφείο. Στο βάθος βρισκόταν η πόρτα του μπάνιου. Οι κουρτίνες ήταν διπλές. Λεπτές άσπρες, και πάνω από αυτές χοντρές πράσινες.
Η Άννα ακούμπησε την τσάντα ανάμεσα στα δύο κρεβάτια και ξάπλωσε σ’ αυτό που βρισκόταν πιο κοντά στο παράθυρο. Αγνόησε τον πόνο που ένιωσε το σώμα της και τεντώθηκε, προσπαθώντας να το ευχαριστηθεί όσο περισσότερο μπορούσε. Η μικρή ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε γελώντας. Η Άννα έπαιξε για λίγο μαζί της, και σύντομα έμοιαζαν σαν να ήταν της ίδιας ηλικίας. Ήταν παράξενο αυτό που την βοηθούσε η κόρη της να εκφράσει μερικές φορές. Την έκανε να ξεχνάει, την έκανε να γελάει, την έκανε ευτυχισμένη.
Λίγο αργότερα ξάπλωσαν. Η μικρή ήταν λίγο ανήσυχη στην αρχή, αλλά σύντομα ηρέμησε και την πήρε ο ύπνος. Η Άννα χάζεψε μερικές ανοησίες στην τηλεόραση για λίγο, ώσπου να της περάσει η υπερένταση, κι ύστερα έκλεισε τα μάτια της και τα κράτησε κλειστά μέχρι το επόμενο πρωί.
2Η Άννα ξύπνησε γύρω στις οχτώ και κάτι το πρωί. Σηκώθηκε ήσυχα για να μην ξυπνήσει τη Μαρία, αλλά όταν τράβηξε απαλά τις κουρτίνες για να μπει λίγο φως, είδε ότι η μικρή δεν ήταν στο κρεβάτι. Ύστερα άνοιξε εντελώς τις κουρτίνες και περπάτησε προς το μπάνιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ο χώρος άδειος. Η μικρή έλειπε.
Πήρε τα κλειδιά και βγήκε έξω. Έτρεξε προς τη ρεσεψιόν, και είδε εκεί πέρα τον ίδιο τύπο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα. Τον ρώτησε για τη Μαρία, αλλά εκείνος είπε ότι δεν την είχε δει.
«Την έχασες;» Την ρώτησε.
«Ξύπνησα το πρωί και δεν ήταν στο δωμάτιο…»
«Ψάξε στο μπαρ, μπορεί να έχει πάει εκεί».
Η Άννα έτρεξε προς το μπαρ. Άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα. Υπήρχαν μερικά τραπέζια και ένας πάγκος, και ο χώρος δεν έδειχνε να είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Όλοι τους έτρωγαν το ίδιο φαγητό. Ομελέτα. Πουθενά η Μαρία. Ρώτησε μερικούς αν είχαν δει ένα μικρό κορίτσι με καστανά μαλλιά και άσπρο φόρεμα, αλλά κανείς τους δεν είχε δει τίποτα.
Βγήκε απ’ το μπαρ έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Νίκος, σκέφτηκε. Ήρθε και την πήρε. Και τώρα βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Ίσως και να με βλέπει κιόλας. Έκανε βιαστικά το γύρω του μπαρ και των δωματίων, αλλά όλος ο πίσω χώρος ήταν κενός, εκτός από μερικά άχρηστα αντικείμενα που ήταν πεταμένα εκεί, ώσπου βρέθηκε ξανά μπροστά, στον χώρο στάθμευσης. Πώς είχε βγει έξω η μικρή; Η Άννα είχε αφήσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα όταν είχε κλειδώσει. Η μικρή ξύπνησε, ξεκλείδωσε και βγήκε έξω και…
Είδε τη Μαρία να στέκεται απέναντί της, ακριβώς μπροστά στον φράχτη. Ένας άντρας στεκόταν δίπλα της. Κι οι δυο τους είχαν στραμμένες τις πλάτες τους προς τα δωμάτια και προς την Άννα. Κοίταζαν μακριά, στους καταπράσινους αγρούς και στα βουνά που βρίσκονταν πέρα, μακριά. Η Άννα έπιασε τη Μαρία απ’ το χέρι.
«Μαρία, σου έχω πει τόσες φορές να μην απομακρύνεσαι…»
Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε. Η Άννα είχε ήδη τραβήξει το παιδί μερικά μέτρα μακριά του. Τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους… Αλλά όταν τον κοίταξε καλύτερα ξαφνιάστηκε. Εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο.
«Μαμά, αυτός είναι ο κύριος Αλέξης», είπε η μικρή.
«Το ξέρω, Μαρία», της είπε. «Το ξέρω…»
«Θα βρέξει, Άννα», της είπε εκείνος.
«Ναι… έχει συννεφιά…»
«Μήπως να πάμε κάπου μέσα;» Την ρώτησε.
Εκείνη έδειξε να το σκέφτεται.
«Τι κάνεις εδώ;» Τον ρώτησε.
«Φεύγω», της είπε. «Η μάλλον… δραπετεύω», γέλασε.
«Ναι… κι εγώ κάτι τέτοιο κάνω», είπε εκείνη. «Ας πάμε κάπου μέσα. Άρχισε να ψιχαλίζει…»
Περπάτησαν προς το μπαρ. Η Μαρία ρώτησε τη μητέρα της αν γνώριζε τον Αλέξη, κι εκείνη της είπε ότι παλιά ήταν φίλοι. Στο πανεπιστήμιο.
«Ο κύριος Αλέξης είναι κι αυτός από την Αλεξανδρούπολη», είπε η Μαρία.
Μπήκαν στο μπαρ και κάθισαν σε ένα από τα τραπέζια που βρίσκονταν δίπλα στα παράθυρα. Ο Αλέξης την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα, κάτι που εκείνη δέχτηκε με ένα χαμόγελο. Ήταν συνηθισμένη στο να την κοιτάζουν οι άντρες, ήταν όμορφη γυναίκα. Και το δικό του βλέμμα ήταν διπλά ευπρόσδεκτο.
«Πώς τα καταφέρνεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τι εννοείς;»
«Δουλεύεις; Τι κάνεις;»
«Έκανα μαθήματα σε παιδιά του γυμνασίου, αλλά όχι πια. Τα παράτησα».
«Τώρα δουλεύει μόνο ο άντρας σου; Είσαι παντρεμένη, σωστά;»
«Κάπως έτσι…» του είπε εκείνη.
«Ωραία…»
«Εσύ;»
«Τι εγώ; Όχι, δεν παντρεύτηκα. Είχα ένα μικρό βιβλιοπωλείο…»
«Ναι, το ξέρω…»
«Δεν πέρασες ποτέ, παρ’ όλα αυτά…»
«Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση».
«Έχεις δίκιο, με συγχωρείς».
Ήρθε ο σερβιτόρος και παρήγγειλαν. Δύο καφέδες και έναν χυμό και μια ομελέτα για τη μικρή. Η ομελέτα ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε για πρωινό εκεί μέσα. Δεν μίλησαν πολύ. Περιορίστηκαν στο να κοιτάζουν τη βροχή απ’ τα παράθυρα δίπλα τους. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να καθαρίζει και αν και βρίσκονταν σε εσωτερικό χώρο, νόμιζαν ότι μπορούσαν να νιώσουν την ψύχρα που είχε γίνει πιο έντονη.
Είπαν λίγα πράγματα για τις ζωές τους. Κι οι δυο τους κατάλαβαν ότι ο ένας έκρυβε πράγματα απ’ τον άλλον. Αυτό που έκανε τον Αλέξη να το υποψιαστεί, ήταν ότι η Άννα έμοιαζε φοβισμένη για κάποιο λόγο. Ήταν λες και βρισκόταν διαρκώς σε ένταση, αλλά δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Είναι παράξενο μερικές φορές… βλέπεις έναν άνθρωπο που έχεις χρόνια ολόκληρα να δεις, και με τον οποίο κάποτε ήσασταν τόσο κοντά, και τα πράγματα έχουν αλλάξει τόσο πολύ που το κοινό παρελθόν σας πλέον σας κάνει μόνο να νιώθετε άβολα, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Εντάξει, ίσως αυτή η παρατήρηση να είναι λίγο υπερβολική. Κι οι δυο τους είχαν νιώσει παραπάνω πράγματα, αλλά δεν έπαυε να υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους.
«Γράφεις ακόμα». Του είπε η Άννα.
«Κάνω ό,τι μπορώ».
«Έτσι έλεγες σε όσους σε έκαναν να νιώθεις άβολα. Με εμένα τα συζητούσες πάντα αυτά τα πράγματα».
Ο Αλέξης γέλασε. Το δέχτηκε σαν φιλική επίθεση, γι’ αυτό και της απάντησε κάπως έτσι:
«Μόνο με εσένα τα συζητούσα. Με κανέναν άλλον».
Η Άννα έστρεψε αλλού το βλέμμα της και ήπιε λίγο απ’ τον καφέ της.
«Ωραία ζακέτα», της είπε.
«Ευχαριστώ. Πες μου κάτι, όμως… είπες ότι δραπετεύεις. Από τι;»
«Εσύ από τι δραπετεύεις;» Την ρώτησε εκείνος.
«Δεν έχει σημασία».
«Και πού πηγαίνεις;»
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», του είπε.
Ο Αλέξης συνοφρυώθηκε. Η Άννα δεν έδειχνε να είναι και πολύ καλά, και ένιωσε λίγο θυμωμένος μαζί της που δεν το παραδεχόταν σ’ εκείνον, αλλά την δικαιολόγησε, μιας και η δική του στάση απέναντί της ήταν παρόμοια.
«Εσύ που πηγαίνεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Στο βουνό», είπε. «Σε ένα ξενοδοχείο. Είναι ενός φίλου, και μου άφησε τα κλειδιά για να μείνω εκεί για κάποιες μέρες. Αν δεν έχεις που να πας… έλα μαζί μου», της είπε. Ήξερε ότι ίσως αυτό να ήταν ένα μεγάλο βήμα για αρχή, αλλά είχε αποφασίσει να το ρισκάρει.
«Δεν ξέρω…» απάντησε εκείνη διστακτικά. «Ως πότε θα μείνεις εδώ; Μπορείς να μου δώσεις λίγες ώρες να το σκεφτώ;»
«Έχεις όσο χρόνο θέλεις», της είπε.
Έμειναν για κάποια λεπτά ακόμη στο μπαρ, κι ύστερα βγήκαν στη βροχή.**Ο Αλέξης στάθηκε όρθιος μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του και κοίταξε έξω, στη βροχή. Είχε ανάψει ένα τσιγάρο πριν από λίγο, και τώρα το ευχαριστιόταν. Δεν κάπνιζε συχνά, ούτε ήταν ακριβώς καπνιστής. Τουλάχιστον δεν ήταν ακόμα ένας απ’ αυτούς. Απλά έκανε ένα όποτε ένιωθε ότι το είχε ανάγκη. Τον τελευταίο καιρό το είχε ανάγκη αρκετά συχνά.
Μπορούσε από το παράθυρό του να δει το δωμάτιο με τον αριθμό οχτώ, το δωμάτιο της Άννας. Να μια ευχάριστη συνάντηση, είχε σκεφτεί. Είχε γνωρίσει την Άννα στο πανεπιστήμιο, και είχαν σχέση τότε για αρκετό καιρό. Οι λόγοι για τους οποίους είχαν χωρίσει δεν ήταν ξεκάθαροι σε κανέναν από τους δυο τους. Είτε αυτό, είτε ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους που είχε απομακρυνθεί από τον άλλον. Ο ίδιος δεν ήθελε να χωρίσουν. Ή μήπως το ήθελε περισσότερο απ’ όσο νόμιζε; Θυμόταν πως είχε νιώσει τύψεις για τον τρόπο που αντιμετώπιζε την Άννα προς το τέλος της σχέσης τους. Σαν ένα μικρό –ή λίγο μεγαλύτερο από απλά μικρό- βάρος που έπρεπε να κουβαλάει εδώ κι εκεί. Κι όλο αυτό γιατί είχε δουλειές. Έπρεπε να τελειώσει την σχολή του, έπρεπε να γράφει όλο και περισσότερο… έπρεπε να τα καταφέρει. Τι καταλάβαινε εκείνη απ’ όλα αυτά; Κατά τη γνώμη του τίποτα. Εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για το πανεπιστήμιο, και ήταν αλήθεια ότι τα κατάφερνε μια χαρά, καλύτερα από τον Αλέξη, αλλά εκείνος ζητούσε πάντα κάτι περισσότερο. Την περνούσε από συνεχείς δοκιμασίες, κι εκείνη τις υπέμενε όλες αυτές χωρίς να λέει πολλά, μέχρι που άρχισαν οι καυγάδες.
Είχαν χωρίσει φιλικά, ωστόσο. Εντάξει, δεν έμειναν φίλοι, επειδή εκείνος δεν το άντεχε αυτό, αλλά έλεγαν μια καλημέρα και ίσως μερικά παραπάνω λόγια κάθε φορά που συναντιούνταν στα μαθήματα. Η αλήθεια ήταν ότι του έλειπε τρομερά. Τον πρώτο καιρό μετά το χωρισμό ένιωθε ότι την είχε ανάγκη απεγνωσμένα, ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα χωρίς εκείνην κοντά του, και κατέληξε να αναρωτιέται τι στο διάολο ήθελε τελικά. Να είναι μαζί της, ή να δώσει τα πάντα στη δουλειά του; Και γιατί έπρεπε το ένα να αναιρεί το άλλο;
Ναι, χρειαζόταν ένα τσιγάρο. Συνήθως κάπνιζε όταν είχε τις μαύρες του, αλλά τώρα κάπνιζε επειδή είχε ενθουσιαστεί που την είχε συναντήσει ξανά. Και κοίτα να δεις… η Άννα είχε μια κόρη! Τη Μαρία. Αστεία πράγματα… η Άννα με παιδί… Εντάξει, δεν επρόκειτο για ειρωνεία, απλά του φαινόταν δύσκολο να συνειδητοποιήσει το πώς είχαν αλλάξει τα πράγματα τόσο πολύ.
Ο Αλέξης τελικά είχε καταφέρει να τελειώσει τη σχολή του. Εγκατέλειψε σύντομα τα όνειρα για μεταπτυχιακές σπουδές, ίσως επειδή εκείνη την περίοδο είχε πεθάνει και ο πατέρας του, και τον είχε πιάσει εκείνη η γνωστή τάση να εγκαταλείπει. Να εγκαταλείπει γενικά και αόριστα, εγκαταλείποντας πρώτο απ’ όλους τον ίδιο του τον εαυτό. Όταν ο θάνατος, με όποια μορφή, χτυπάει την πόρτα ενός απαισιόδοξου, τότε πολλά άσχημα μπορούν να συμβούν. Κι ο Αλέξης είχε χάσει τον πατέρα του τότε, και τα χρήματα είχαν λιγοστέψει, κάτι που σήμαινε ότι η προσπάθεια θα έπρεπε να ενταθεί, κι αυτός δεν ένιωθε σαν να είχε τέτοιες δυνάμεις εκείνη την περίοδο. Εκτός αυτού… είχε χάσει την Άννα.
Τελικά άνοιξε με λίγη βοήθεια ένα μικρό βιβλιοπωλείο στην Αλεξανδρούπολη, το οποίο δεν έδειχνε να έχει και πολύ μέλλον… αλλά τελικά τα κατάφερε να αποκτήσει κάποιους πελάτες. Ήταν εξυπηρετικός και τους βοηθούσε να βρουν πράγματα που στην πόλη θεωρούνταν δυσεύρετα. Έτσι, το μαγαζί ξεκίνησε την μέτρια πορεία του, αρκετή, ωστόσο, για να ταΐσει έναν άνθρωπο, τον Αλέξη.
Ταυτόχρονα έγραφε. Έγραφε από παιδί, και είχε από τότε το όνειρο να γίνει συγγραφέας, και την απορία σχετικά με το αν γεννιέσαι ή γίνεσαι. Μέχρι τώρα είχαν δημοσιευτεί κάποια διηγήματά του σε κεντρικά περιοδικά, και με τον καιρό είχε αποκτήσει και κοινό. Είχε τραβήξει την προσοχή κάποιων, και τον είχαν πλησιάσει. Κι εκεί ξεκινούσαν τα διλήμματα. Κάποιος του είχε προσφέρει την επιτυχία. Πίστευε κι ο ίδιος ότι θα μπορούσε να βγάλει χρήματα από τον Αλέξη, και του είπε κάνε ό,τι θα σου πω, άσε με να σε αναλάβω, και θα φτάσεις πολύ ψηλά. Ο Αλέξης τον είχε κοιτάξει με δυσπιστία, και του είχε ζητήσει μια διορία έτσι ώστε να μπορέσει να αποφασίσει. Είχε πάρει την απόφασή του και είχε όντως οδηγηθεί στην επιτυχία. Εννιά μυθιστορήματα, όμως, αργότερα, μέσα του ένιωθε ακόμη σαν να είχε κάνει μια τρύπα στο νερό.
Το πρόβλημα ήταν το εξής. Τι αντιπροσώπευε για εκείνον το γράψιμό του; Ήταν κάτι που τον είχε οδηγήσει στην κορυφή ως τι ακριβώς; Ως συγγραφέα, ή ως έναν φτιαγμένο, ψεύτικο ήρωα; Κάποιοι είχαν δεθεί με το πρόσωπό του, και όχι με το έργο του, και σ’ εκείνο το επίπεδο ο Αλέξης θεωρούσε ότι δεν είχε τίποτα να δώσει. Δεν ήθελε τη δόξα. Είχε ανάγκη από μια κάποια αναγνώριση, σίγουρα, δεν χωρούσε αμφιβολία σ’ αυτό, αλλά δεν ήθελε να γίνει ο ήρωας κανενός. Δεν μπορούσε να αναλάβει μια τέτοια ευθύνη, δεν μπορούσε να το παίξει πρότυπο και μετά να τους απογοητεύσει. Ίσως στην τελική να ήταν ένας δειλός και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Ένας χέστης που φοβόταν να αναλάβει τις ευθύνες που ακολουθούσαν τα όνειρά του. Ίσως γι’ αυτό να το είχε βάλει στα πόδια, κι όχι επειδή πίστευε σε κάτι διαφορετικό από αυτό που του είχε προσφερθεί. Το γεγονός ότι είχε δεχτεί την πρόταση εκείνου του εκδότη επρόκειτο για έναν συμβιβασμό, ή για την προσωπική του ωρίμανση;
Πότε, άραγε, ωριμάζει κάποιος; Όταν πληγώνεται; Όταν συμβιβάζεται και μαθαίνει να ελίσσεται προκειμένου να καταφέρει τους στόχους του; Όταν εγκαταλείπει τα όνειρά του και δέχεται τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να κάνει τίποτα για να τα αλλάξει; Πότε ακριβώς; Όταν αποδέχεται, μήπως;
Γάμησέ το, δεν ήξερε αν είχε ωριμάσει ποτέ ή όχι. Αυτό που ήξερε ήταν ότι φοβόταν να αντιμετωπίσει όλες τις ευθύνες που ακολουθούσαν όσα του είχε υποσχεθεί εκείνος ο τύπος. Μεγαλοεκδότης, πλούσιος, με τη δυνατότητα να τον σπρώξει μέσα στα καλύτερα και ισχυρότερα κυκλώματα. Ο Αλέξης δεν ήθελε κυκλώματα, δεν ήθελε συμβιβασμούς, συνεργασίες και δεύτερες σκέψεις, ήθελε αλήθειες. Ήθελε να λέει αλήθειες, και όσο μπορούσε, να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται. Και να αισθάνεται κι ο ίδιος. Ναι, ο Αλέξης δεν είχε ωριμάσει ποτέ.
Φύσηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο του τη στιγμή που ένα λεωφορείο σταματούσε στο πλάι του δρόμου, μπροστά στο μοτέλ. Οι πόρτες άνοιξαν και τέσσερα άτομα κατέβηκαν από μέσα. Τέσσερις νέοι, που μάλλον έμοιαζαν με φοιτητές. Την προσοχή του Αλέξη τράβηξε ιδιαίτερα ο πρώτος. Είχε σγουρά μαλλιά, μακριά μέχρι τους ώμους του και φορούσε γυαλιά. Ο καθένας τους κρατούσε και μια τσάντα. Τους είδε να μπαίνουν στη ρεσεψιόν.
3Οι τέσσερις νέοι μπήκαν στη ρεσεψιόν. Ο Θοδωρής μίλησε με τον τύπο πίσω από τον πάγκο, του ζήτησε δύο δίκλινα, κι ενώ εκείνος γύρισε για να πιάσει τα κλειδιά από τα μικρά ράφια, ο Γιώργος, εκείνος με τα σγουρά μαλλιά, άρπαξε μια χούφτα από τις καραμέλες που βρίσκονταν μέσα στο μπολ πάνω στον πάγκο και τις έχωσε στην τσέπη του παντελονιού του. Ο Θοδωρής κρατήθηκε να μην γελάσει.
«Σαν στο σπίτι σας», τους είπε ενώ γύρισαν για να βγουν έξω. «Φίλε…!» είπε στον Γιώργο «…Πάρε όσες θες… έχω ολόκληρες σακούλες από δαύτες».
Όλοι μαζί γέλασαν.
«Ποια κοπέλα θα κοιμηθεί μαζί μου;» Ρώτησε ο ένας από τους τέσσερις. Τον έλεγαν Γιάννη.
«Να έρθω εγώ;» Ρώτησε ο Θοδωρής.
«Άντε, έλα», περπάτησαν προς το δωμάτιο
Ο Γιώργος έμεινε πίσω με τον Στράτο. Ο Στράτος του έδωσε το κλειδί.
«Κράτα το εσύ», του είπε.
Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαν στο δωμάτιο. Άφησαν τις τσάντες τους και περιεργάστηκαν τον χώρο. Ο Στράτος ξάπλωσε στο κρεβάτι και αναστέναξε. Είπε ότι χρειαζόταν περισσότερο ύπνο. Ο Γιώργος δεν του απάντησε. Μόνο άνοιξε τις κουρτίνες αδιαφορώντας για το αν θα τον ενοχλούσε το φως που θα έμπαινε μέσα. Έτσι κι αλλιώς, έξω είχε συννεφιά και έβρεχε, ήταν ήδη κάπως σκοτεινά.
«Κοίτα», είπε ο Γιώργος, κι ο Στράτος σηκώθηκε και ήρθε κοντά στο παράθυρο.
Ένα μικρό κορίτσι έτρεχε στον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων και έπαιζε με τη βροχή. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα. Ήταν η Μαρία. Σύντομα, μέσα στο πλαίσιο που έθετε το παράθυρο μπήκε η Άννα γελώντας.
«Ωραία γκόμενα», είπε ο Στράτος.
Ο Γιώργος παρέμενε ανέκφραστος. Ή μάλλον χαμογελούσε αμυδρά. Το βλέμμα του ήταν ακόμη στραμμένο προς το κορίτσι, όχι προς τη μητέρα. Τότε εμφανίστηκε και ένας τρίτος. Ένας ψηλός τύπος με γκρι παντελόνι και μαύρη μπλούζα. Η μικρή έτρεξε κοντά του.
«Από πού ξεφύτρωσε αυτός;» Ρώτησε ο Στράτος, κι ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του με αδιαφορία.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Μάλλον βγήκε από ένα άλλο δωμάτιο, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για οικογένεια».
Ο Στράτος απομακρύνθηκε απ’ το παράθυρο και πήγε στην τουαλέτα για λίγο. Όταν βγήκε, ρώτησε τον Γιώργο πότε θα ξεκινούσαν για το μοναστήρι.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Μήπως πρέπει πρώτα να περιμένουμε να σταματήσει η βροχή…»
«Ναι, μάλλον…»
«Όχι, άσε καλύτερα», είπε ο Γιώργος. «Λέω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να την κάνουμε από ‘δω. Έτσι κι αλλιώς, είναι πολύ πιθανό να μην περισσέψουν χρήματα αν μείνουμε εδώ παραπάνω απ’ όσο πρέπει».
Ο Στράτος δεν είπε τίποτα. Μόνο έκλεισε τα μάτια του και πήρε έναν υπνάκο.**Ο Αλέξης έπιασε την Μαρία και την σήκωσε στην αγκαλιά του. Η Άννα διατήρησε το χαμόγελό της, αν και ένιωσε κάπως άβολα μ’ αυτή του την κίνηση. Έμοιαζε να είναι πολύ φιλικός με την κόρη της. Πού θα οδηγούσε όλο αυτό; Εξάλλου, δεν ένιωθε ακόμη σίγουρη ότι είχε ξεφύγει από το Νίκο. Αλλά τι σκεφτόταν τώρα; Δεν υπήρχε περίπτωση να τους έβρισκε εκείνος. Ιδίως αν ακολουθούσε τον Αλέξη στο ξενοδοχείο, στο βουνό. Χαμογέλασε στη σκέψη. Ήταν ήδη έτοιμη να του πει ότι ναι, θα πήγαινε μαζί του.
«Είναι όμορφα εκεί πάνω;» Τον ρώτησε.
«Στον παράδεισο;» Την πείραξε εκείνος.
«Έλα…» έκανε εκείνη. «Στο ξενοδοχείο, στο βουνό».
«Έτσι μου έχουν πει. Είναι απλά ένα ξενοδοχείο. Διώροφο ή τριώροφο. Και έχει πολλά δωμάτια, αλλά αν έρθεις θα είμαστε οι δυο μας».
«Θα πρέπει να σε εμπιστεύεται πολύ αυτός ο φίλος σου για να σου δώσει τα κλειδιά της επιχείρησής του».
«Ναι», είπε και άφησε τη Μαρία να σταθεί στα πόδια της.
«Και δηλαδή… εσύ πηγαίνεις εκεί για να μείνεις μόνος σου; Γιατί;»
Ο Αλέξης έκανε πέρα τα μαλλιά του και κοίταξε πίσω από τον συρμάτινο φράχτη, προς τους πράσινους αγρούς. Στάλες βροχής έπεφταν παντού γύρω τους και πάνω τους.
«Γιατί έτσι», της είπε. «Να μην σε νοιάζει. Εγώ σου έκανα μια ερώτηση. Αν θέλεις έρχεσαι, αν όχι… εντάξει…»
«Μαμά, που θα πάμε;» Ρώτησε η Μαρία.
«Θα δούμε, Μαρία. Θα δούμε».**Το βράδυ άργησε να φτάσει εκείνη τη μέρα. Όταν, όμως, έφτασε, όσοι έμεναν στα δωμάτια κατέφυγαν στο μπαρ. Κάποιοι έφαγαν κιόλας… μια ομελέτα. Ο Αλέξης με την Άννα και τη Μαρία κάθισαν σε ένα τραπέζι εκεί πέρα και χάζευαν στα σκοτεινά. Αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, κι ο Αλέξης προσπαθούσε να μην κάνει ακόμη ένα τσιγάρο. Λίγο αργότερα μπήκαν μέσα εκείνοι οι τέσσερις. Ο Αλέξης δεν τους κατάλαβε αμέσως, παρά μόνο όταν είδε τον Γιώργο που ήταν τρίτος στη σειρά. Τον έκανε να γελάσει αυτό. Ο τύπος έμοιαζε διαρκώς τόσο σοβαρός που καταντούσε αστείο. Παρ’ όλα αυτά δεν ήξερε γιατί του είχε τραβήξει την προσοχή.
Κάποιος φώναξε στον μπάρμαν αν γινόταν να δυναμώσει τη μουσική, και λίγο αργότερα ο ίδιος τύπος σηκώθηκε παρέα με μια γυναίκα και άρχισε να χορεύει. Ακολούθησαν κάποιοι ακόμα, και τότε η Άννα έριξε μια ματιά στον Αλέξη.
«Ούτε να το σκέφτεσαι», της είπε. «Με τίποτα. Δεν χορεύω».
«Αμάν, ρε Αλέξη!» άρχισε εκείνη τα παράπονα. «Σε κάποια πράγματα δεν έχεις αλλάξει καθόλου!»
«Ναι, είδες;» Της είπε. «Παραμένω το ίδιο κάθαρμα», και γέλασε.
Μερικά μέτρα πιο πέρα, στον πάγκο, είχαν καθίσει ο Γιώργος, ο Θοδωρής, ο Στράτος, κι ο Γιάννης.
Ο Αλέξης και η Άννα βγήκαν απ’ το μπαρ κατά τις έντεκα το βράδυ. Έξω η βροχή είχε σταματήσει, αλλά πρέπει να υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό. Τα φώτα του πάρκινγκ ήταν αναμμένα, το ίδιο και οι μικρές λάμπες φθορίου κάτω απ’ το υπόστεγο, ανάμεσα στις πόρτες των δωματίων, και μερικές λάμπες έξω, στον δρόμο, αλλά εκεί όπου υπήρχαν οι αγροί δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα. Το σκοτάδι είχε πνίξει τα πάντα.
«Θα ήθελα να μείνω κι άλλο μαζί σου», του είπε η Άννα, «αλλά πρέπει να βάλω τη μικρή για ύπνο, και δεν θέλω να την αφήσω μόνη».
Της έγνεψε.
«Θα τα πούμε αύριο;» Την ρώτησε.
«Ναι… μήπως να… φεύγαμε αύριο;»
«Θα έρθεις μαζί μου;»
«Ναι, έτσι λέω…»
«Ωραία, εντάξει. Αύριο τότε. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα».
Η Άννα μπήκε στο δωμάτιο και έβαλε τη μικρή για ύπνο. Μετά κάθισε μπροστά στο παράθυρο και κοίταξε έξω από τις μισάνοιχτες κουρτίνες. Οι κουρτίνες στο δωμάτιο του Αλέξη ήταν τραβηγμένες, τίποτα δεν φαινόταν. Εκείνοι οι τέσσερις εμφανίστηκαν ξαφνικά μπροστά στο παράθυρο, κάτω απ’ το υπόστεγο, κι εκείνη έκανε στην άκρη για να μην τη δουν. Τους άκουσε να μιλάνε για κάποιο μοναστήρι στο βουνό, κι ύστερα να λένε διάφορα άσχετα πράγματα. Μετά απομακρύνθηκαν απ’ το παράθυρο και το μόνο που άκουγε ήταν ψίθυροι, πλέον.**Το ψιλόβροχο είχε σταματήσει μέχρι το πρωί. Η Άννα ήταν μέσα στο αυτοκίνητο με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και προσπαθούσε να βάλει μπρος. Ο Αλέξης την κοίταζε και χαμογελούσε.
«Αλέξη, σταμάτα να γελάς», του είπε εκείνη.
«Απορώ γιατί δεν παίρνει μπρος», της είπε εκείνος με το ύφος του αθώου.
«Δεν το βλέπεις πώς είναι;» Τον ρώτησε.
«Το βλέπω», της απάντησε. «Σαράβαλο», κι ύστερα έσκασε στα γέλια.
«Αλέξη, χέσε με!» Είπε εκείνη.
«Κάτι μου λέει ότι θα πρέπει να φύγουμε με το δικό μου».
Η Άννα αναστέναξε και έβρισε. Και μετά έβρισε ξανά, και ξανά, ενώ η μικρή στεκόταν δίπλα στον Αλέξη και γελούσε με τη μητέρα της.
«Και τι θα το κάνω αυτό;»
«Θα μιλήσεις στον τύπο στη ρεσεψιόν, και θα του πεις ότι θα το πάρεις από δω κάποια στιγμή… στο κοντινό μέλλον, ας πούμε».
«Δηλαδή μου λες να του πω ψέματα».
«Όχι, καθόλου. Θα έρθεις κάποια στιγμή να το πάρεις».
«Δεν ξέρω, τι να πω…»
Η πόρτα ενός δωματίου άνοιξε και κάποιος βγήκε έξω. Γύρισαν και τον κοίταξαν. Ήταν ένας από εκείνους τους τέσσερις. Πλησίασε και έδωσε το χέρι του στον Αλέξη.
«Καλημέρα», του είπε. «Με λένε Γιάννη».
Ο Αλέξης του έδωσε το δικό του.
«Χάρηκα», είπε.
«Μήπως θέλετε βοήθεια με το αυτοκίνητο;»
Η Άννα κοίταξε σκεφτική τον Αλέξη.
«Όχι», είπε στον Γιάννη, «όχι… ευχαριστώ».
«Απλά ρώτησα, επειδή σας είδα εδώ που ψάχνεστε… δουλεύω σε συνεργείο, ξέρετε…»
Ο Αλέξης παρατήρησε τους άλλους τρεις της παρέας που είχαν βγει έξω και κοίταζαν, συζητώντας παράλληλα μεταξύ τους. Πάλι εκείνος ο τύπος… εκείνος με τα σγουρά μαλλιά. Στεκόταν ακίνητος, κοίταζε δήθεν αλλού, και κάπνιζε.
Ωραίο στιλ, σκέφτηκε ο Αλέξης, ίσως με μια μικρή ειρωνεία.
«Να ‘στε καλά, παιδιά», τους είπε ο Γιάννης, κι ύστερα ακολούθησε τους φίλους του προς το μπαρ.
Ο Αλέξης στράφηκε προς την Άννα.
«Πλήρωσες για το δωμάτιο;» Την ρώτησε.
«Ναι, όλα εντάξει».
«Ωραία, πάρε ό,τι χρειάζεσαι. Θα φύγουμε με το δικό μου».**Ο Θοδωρής παρήγγειλε για όλους. Παράλληλα, σκέφτηκε να ρωτήσει τον τύπο στο μπαρ για το μοναστήρι, μήπως ήξερε κάτι, αλλά δεν το ανέφερε πριν το συζητήσει με τους άλλους. Κάθισε στο τραπέζι, και προσπάθησε απλά να χαλαρώσει μαζί τους, μέχρι που στράφηκε προς τον Γιώργο.
«Να ρωτήσουμε για το μοναστήρι;»
«Ποιον;»
«Αυτόν τον τύπο στο μπαρ, ίσως κάτι να ξέρει. Εδώ κοντά μένει προφανώς».
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Κοίταξε», του είπε ο Θοδωρής, «αυτά που σου είπε ο Παύλος, και αυτά που έχεις διαβάσει στις εφημερίδες δεν είναι αρκετά. Ας ρωτήσουμε, μπορεί έτσι να το βρούμε πιο εύκολα».
«Εντάξει», του είπε εκείνος. «Ρώτα».
Περίμεναν κάποια λεπτά μέχρι να φέρει τους καφέδες, και όταν ο τύπος –ο οποίος λεγόταν Τάσος- τους έφερε, ο Θοδωρής του έκανε την ερώτηση.
«Ναι», τους είπε, «υπάρχει ένα μοναστήρι εδώ κοντά, είναι πάνω στο βουνό, αλλά δεν μένει κανείς πια εκεί. Δεν ξέρω αν είχατε ακούσει πριν κάποιο καιρό στις ειδήσεις… κάποιος σκότωσε πέντε μοναχούς…»
«Το ακούσαμε», του είπε ο Γιώργος. «Τον πιάσανε τον δολοφόνο;»
«Δε νομίζω, δεν ακούστηκε τίποτα τέτοιο μέχρι τώρα. Αλλά υπάρχουν φήμες για έναν τύπο που είχε ανέβει στο βουνό για να μείνει με τους μοναχούς. Βέβαια, όταν συμβαίνουν τέτοια πράγματα… ξέρεις, τι γίνεται… κυκλοφορούν φήμες και φήμες… Όπως και να ‘χει, τι δουλειά έχετε εσείς εκεί πάνω;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο», είπε ο Θοδωρής. «Απλά… διακοπές».
«Φοιτητές είστε;»
«Κάτι τέτοιο», είπε ο Στράτος και γέλασε. «Έτσι λέμε, δηλαδή».
«Δεν ξέρω… πάντως αν θέλετε να μείνετε στο βουνό, υπάρχει εκεί ένα κτήμα».
«Θέλουμε;» Ρώτησε τους άλλους ο Θοδωρής.
«Τηλεφωνώ στον Μάκη, στον ιδιοκτήτη, έρχεται, σας παίρνει, και όλα εντάξει. Εκτός κι αν έχετε αυτοκίνητο»
«Δεν έχουμε».
«Ε, τότε μπορώ να του τηλεφωνήσω για να σας πάρει αυτός, με το αυτοκίνητο. Τι λέτε;»
«Ναι, αυτό θα ήταν εντάξει», είπε ο Γιώργος, και οι άλλοι τον κοίταξαν. Δεν είχαν προλάβει καν να το σκεφτούν, κι εκείνος έπαιρνε μια απόφαση μόνος του, έτσι απλά.
«Πόσο κοστίζει η διαμονή;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Δεν είναι ακριβά. Μπορείτε να τα συζητήσετε αυτά με τον Μάκη. Να του τηλεφωνήσω;»**«Λογικά», είπε ο Αλέξης, «θα πρέπει να υπάρχει ένας δρόμος που στρίβει αριστερά, ανάμεσα στους αγρούς».
Λίγο αργότερα είδε τον δρόμο και έστριψε. Μια μικρή ευθεία βρισκόταν μπροστά του, κι ύστερα οι αγροί τελείωναν και ο δρόμος γινόταν σιγά σιγά ανηφορικός. Ξεκινούσε η διαδρομή προς το βουνό.
Το αυτοκίνητο του Αλέξη ήταν ένα τζιπ, το οποίο είχε αγοράσει πριν από μερικά χρόνια. Η Άννα καθόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ η Μαρία πίσω. Η μικρή τραγουδούσε από τότε που είχαν φύγει από το μοτέλ, δεν είχε στιγμή ησυχίας.
«Να υποθέσω ότι δεν έχεις ξαναδεί αυτό το ξενοδοχείο, ε;»
«Όχι», της είπε. «Δεν το έχω δει».
«Ξέρεις… σε λίγο καιρό θα χρειαστώ χρήματα. Θα πρέπει να ξεκινήσω απ’ την αρχή. Απλά τώρα χρειάζομαι λίγο χρόνο μόνη μου…»
«Χώρισες;»
«Όχι», του είπε.
«Και με τη μικρή τι θα κάνεις;»
«Δεν ξέρω, θα δω. Μετά από κάποιο καιρό θα κάνω τα απαραίτητα ώστε να τη γράψω στο σχολείο. Δεν επιστρέφω ποτέ ξανά στην Αλεξανδρούπολη».
Ο Αλέξης δεν έκανε παραπάνω ερωτήσεις. Μίλησε μόνο γενικά και αόριστα σχετικά με το ότι μερικές φορές εκείνη η πόλη μπορούσε να γίνει αποπνικτική. Συγκεκριμένα, της είπε ότι το ένιωθε κι ο ίδιος κατά καιρούς.
«Είναι κάπως αστείο, όμως, ε;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Ποιο πράγμα;»
«Το ότι και οι δύο προσπαθούμε να κρυφτούμε, και πήραμε τα βουνά…»
«Εγώ δεν κρύβομαι από κανέναν», της είπε.
«Είπες ότι δραπετεύεις…»
«Δεν κρύβομαι από κανέναν», της είπε ξανά.
«Εντάξει, όπως νομίζεις»
«Εσύ, αντιθέτως, μου δίνεις την εντύπωση ότι κάτι φοβάσαι. Λες και διαρκώς κάτι σε τρομάζει. Γιατί;»
«Δεν είναι έτσι… ιδέα σου είναι», του είπε. «Μια χαρά είμαι».
«Όπως νομίζεις. Δεν θες να μου πεις, δεν θέλω να μάθω».
Λίγο αργότερα άρχισε η ανηφόρα, μαζί της κι οι στροφές. Τους πήρε κάποια λεπτά μέχρι να φτάσουν σε ένα άνοιγμα. Μια ταμπέλα τους πληροφόρησε ότι κάπου εκεί υπήρχε ένας τόπος διαμονής, ένα κτήμα. Στην άκρη της ταμπέλας υπήρχε η καρικατούρα ενός αλόγου, το είδαν επειδή εκεί ο Αλέξης έκοψε ταχύτητα.
«Μάλλον θα χρειαστεί να ανέβουμε λίγο ψηλότερα», είπε στην Άννα.**Ο Στράτος πλησίασε τον Γιώργο κρατώντας την τσάντα του. Μόλις είχαν πληρώσει για τη διαμονή τους την περασμένη νύχτα, και τώρα περίμεναν τον Μάκη, τον τύπο που είχε το κτήμα στο βουνό. Ο Τάσος τους είχε πει ότι σε λίγο θα ήταν εδώ.
«Πώς είσαι;» Τον ρώτησε.
«Καλύτερα», του είπε εκείνος.
«Πολύ σκεφτικό σε βλέπω…»
«Πάντα έτσι δεν με βλέπεις;»
«Ναι», του είπε ο Στράτος, «είναι αλήθεια αυτό που λες».
«Περίμενε εδώ λίγο», του είπε ο Γιώργος και κατευθύνθηκε προς το μπαρ.
Οι υπόλοιποι βγήκαν από το δωμάτιο της ρεσεψιόν και πλησίασαν τον Στράτο.
«Πού πήγε ο Γιώργος;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Δεν ξέρω, προς το μπαρ», του είπε εκείνος, κι ύστερα γύρισε και τους κοίταξε. «Υπάρχει κάτι που θέλω να συζητήσουμε».
«Τι;»
«Τι θα κάνουμε αν δεν βρούμε τον Παύλο στο μοναστήρι; Τι θα κάνει ο Γιώργος; Το σκεφτήκατε αυτό;»
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
«Τι να σου πω, ρε φίλε… όλα δείχνουν ότι αυτός ο Παύλος είναι δολοφόνος. Μάλλον αυτός σκότωσε τους μοναχούς… αν μιλάμε για το ίδιο μοναστήρι».
«Για το ίδιο μιλάμε, προφανώς», είπε ο Γιάννης. «Ακούσατε τίποτα για κανένα δεύτερο μοναστήρι πάνω σ’ αυτό το βουνό;»
«Όχι, τίποτα», είπε ο Στράτος.
«Το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα βρεθεί ποτέ ο Παύλος», είπε ο Θοδωρής. «Κακά τα ψέματα, ο μόνος λόγος που ήρθαμε ως εδώ, είναι για χάρη του Γιώργου, και για κανέναν Παύλο. Σταματήστε, έρχεται».
Ο Γιώργος τους πλησίασε, κι όταν τον ρώτησαν πού είχε πάει, τους είπε ότι ήθελε να κάνει μια ερώτηση στον Τάσο, στο μπαρ. Σύντομα ένα αυτοκίνητο έστριψε μέσα στον χώρο του μοτέλ κι ένας άντρας μεγάλης ηλικίας κατέβηκε από μέσα και τους πλησίασε.
«Είσαι ο Μάκης;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Ο ίδιος, φίλε. Με περιμένετε πολλή ώρα; Ελάτε, μπείτε μέσα».
Ο Γιώργος γέλασε με το γεγονός ότι ο Γιάννης δεν του μίλησε στον πληθυντικό. Του φάνηκε αστείο για κάποιο λόγο το ύφος του.
Ο Μάκης οδήγησε προς το βουνό, και παράλληλα συζητούσε μαζί τους. Από πού είστε, είστε φοιτητές, τι παρέα είναι αυτή χωρίς κορίτσια, και άλλα τέτοια.
«Ερχόμαστε από τον Άγιο Δημήτριο», του είπε ο Γιάννης, που έδειχνε να είναι ο πιο ομιλητικός ανάμεσά τους. «Τα παλικάρια είναι φοιτητές στο τμήμα ιστορίας… θα γίνουν επιστήμονες. Εγώ δουλεύω σε συνεργείο».
«Ωραία», είπε ο Μάκης. «Πόσων χρονών είστε;»
«Είμαστε όλοι γύρω στα είκοσι τέσσερα».
«Αυτά είναι… πώς και δεν υπάρχουν κορίτσια στην παρέα;»
Ο Θοδωρής γέλασε.
«Εγώ έχω μια κοπελίτσα στον Άγιο Δημήτριο», είπε.
«Κι εσείς;» Ο Μάκης ρώτησε τους άλλους.
«Εμείς περνάμε καλά και μόνοι μας», είπε ο Γιάννης.
Ακολούθησαν γέλια και σχόλια από το Μάκη, κι ύστερα άλλαξε θέμα:
«Ξέρετε… στο κτήμα μου έχω άλογα. Μπορείτε να καβαλικέψετε αν θέλετε. Θα σας μάθω ιππασία. Τι λέτε;»
«Θα δούμε», του είπε ο Γιώργος, έτσι απλά, για να πει κι εκείνος κάτι. Ο Μάκης δεν του απάντησε.
Πέρασαν την πινακίδα που πριν λίγο είχαν συναντήσει ο Αλέξης και η Άννα, και συνέχισαν για λίγο ακόμα, μετά έστριψαν δεξιά, και μετά αριστερά, κι ύστερα ακόμη ψηλότερα… ώσπου βρέθηκαν σε ένα άνοιγμα. Υπήρχαν δύο δρόμοι. Ο ένας ήταν χωματόδρομος, και οδηγούσε ψηλότερα στο βουνό. Ο άλλος οδηγούσε σε μια πεδιάδα και στο κτήμα του Μάκη. Ακολούθησαν τον δεύτερο.**Ο Αλέξης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε την μεγάλη πόρτα που ήταν φτιαγμένη από χοντρά κομμάτια ξύλου. Έβγαλε τα κλειδιά από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του και έψαξε να βρει το κατάλληλο. Το είχε περάσει στον ίδιο κρίκο με τα δικά του κλειδιά, ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν θα το έχανε. Άνοιξε το λουκέτο και έβαλε δύναμη για να ανοίξει τις διπλές πόρτες. Κοίταξε την έκταση που απλωνόταν μπροστά του. Ήξερε ότι ο φίλος του είχε χρήμα, αλλά όχι κι έτσι. Το κτίριο που ορθώθηκε μπροστά του ήταν τριώροφο. Μέσα στην περιφραγμένη με ξύλινους φράχτες έκταση, υπήρχαν επίσης δέντρα, κιόσκια και μονοπάτια στρωμένα με πέτρα, καθώς και κήποι. Ήταν ένα όμορφο μέρος για να μείνει κανείς, σκέφτηκε ο Αλέξης. Ίσως και για να γράψει.
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο παρατήρησε ότι στα πλάγια είχε γεμίσει λάσπες. Μάλλον όταν είχαν περάσει από εκείνο τον χωματόδρομο. Κάθισε στη θέση του οδηγού και οδήγησε αργά μέσα στο κτήμα.
«Εκείνο το υπόστεγο πρέπει να είναι για τα αυτοκίνητα», του είπε η Άννα.
«Ναι, μάλλον».
«Πρέπει να είναι πλούσιος ο φίλος σου».
«Ε, κοίταξε… υπάρχουν και συνέταιροι σ’ όλη αυτή την ιστορία, δεν το έφτιαξε όλο μόνος του».
«Και οι συνέταιροι συμφώνησαν να έρθεις και να μείνεις εσύ εδώ πριν καν ανοίξει το μέρος για τους επισκέπτες;»
«Οι συνέταιροι μάλλον δεν το έμαθαν ποτέ αυτό», της απάντησε.
Κατέβηκαν και φορτώθηκαν τα πράγματα. Η Άννα είδε ότι ο Αλέξης είχε το λάπτοπ του μαζί του.
«Σκοπεύεις να γράψεις;» Τον ρώτησε.
«Γιατί ρωτάς;»
«Βλέπω ότι έχεις υπολογιστή, και… ξέρω γω…»
«Ίσως», της είπε.
Περπάτησαν προς το κτίριο.
«Μαμά, πού είμαστε;» Ρώτησε η Μαρία.
«Σ’ ένα ξενοδοχείο», της είπε.
«Θα μείνουμε εδώ τελικά;»
«Έτσι φαίνεται», της είπε. «Κούμπωσε τη ζακέτα σου, μην κρυώσεις».
«Αφού τώρα θα μπούμε μέσα…»
Ανέβηκαν τα μικρά σκαλοπάτια και βρέθηκαν στη βεράντα. Υπήρχε εκεί ένας καναπές και μερικά τραπέζια και καρέκλες. Ο Αλέξης στάθηκε μπροστά στην είσοδο και άφησε κάτω την τσάντα του. Έπρεπε τώρα να χρησιμοποιήσει το κλειδί του κτιρίου. Το βρήκε και άνοιξε. Στάθηκαν μπροστά στον πάγκο της ρεσεψιόν και κοίταξαν μέσα. Η μικρή ενθουσιάστηκε μεμιάς και άρχισε να τριγυρίζει στον χώρο του σαλονιού σχολιάζοντας. Η Άννα χαμογέλασε, και για μια στιγμή θέλησε να αγκαλιάσει τον Αλέξη που της πρότεινε να τον ακολουθήσει, αλλά δεν το έκανε. Περιορίστηκε στο να πει ότι εκεί μέσα ήταν όμορφα.
Ο Αλέξης περπάτησε πίσω από τη ρεσεψιόν και στάθηκε μπροστά στα ράφια με τα κλειδιά. Τα έλεγξε. Υπήρχαν κλειδιά για τα δωμάτια τριών ορόφων.
«Πού θες να μείνεις;»
«Τι εννοείς;»
«Σε ποιον όροφο;»
Η Άννα το σκέφτηκε για μια στιγμή.
«Στον τρίτο», του είπε. «Ιδίως αν υπάρχει καλή θέα», και του χαμογέλασε.
Ο Αλέξης πήρε δύο κλειδιά και της έδωσε το ένα.
«Θα πάω να αφήσω πάνω την τσάντα και το λάπτοπ. Να συναντηθούμε σε λίγο εδώ; Για να μην χαθούμε κιόλας, γιατί είναι και μεγάλο αυτό το μέρος…»
«Ναι, εντάξει. Θα πάω κι εγώ πάνω και θα γυρίσω σε λίγο».
Ο Αλέξης άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Χάρηκε που έδειχνε ενθουσιασμένη η Άννα. Ήταν εκείνη η ίδια ικανοποίηση που έπαιρνε και τότε, όταν την έκανε να χαίρεται. Και τώρα εκείνη έμοιαζε χαρούμενη. Σαν να είχε ξεχάσει για λίγο ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε στο νου της, αυτό που κατά τη γνώμη του Αλέξη την τρόμαζε.
Θέλησε κι εκείνος να μείνει στον τρίτο όροφο. Μπήκε στο δωμάτιο και ένιωσε μεμιάς ανανεωμένος. Ήταν ένας πολύ όμορφος χώρος. Ακούμπησε κάτω την τσάντα του και άφησε το λάπτοπ πάνω στο ξύλινο γραφείο. Μετά άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω. Ναι, υπήρχε καλή θέα. Μπορούσες να δεις τον δρόμο και όλη την πεδιάδα μπροστά σου, καθώς και κάποια σημεία χαμηλότερα στο βουνό. Έκανε ψύχρα έξω, και το ψιλόβροχο συνεχιζόταν. Κοίταξε κάτω, στον κήπο, και αναρωτήθηκε πότε είχαν προλάβει να φυτρώσουν τα λουλούδια, και για ποιο λόγο δεν είχε αρχίσει ακόμη το ξενοδοχείο να λειτουργεί. Δεν έδωσε παραπάνω σημασία, όμως. Μπήκε ξανά μέσα, έκλεισε την μπαλκονόπορτα και κατέβηκε κάτω.
Πέρασε μπροστά απ’ τη ρεσεψιόν και τριγύρισε για λίγο μέσα στο σαλόνι, δίπλα απ’ τους καναπέδες, κοντά στο τζάκι, πάνω απ’ το ακριβό χαλί. Μπήκε και στο εστιατόριο, εκείνο που βρισκόταν στο βάθος. Ένα πιάνο υπήρχε μέσα. Το πλησίασε και χτύπησε μερικές άσχετες νότες.
«Ξέρεις να παίζεις;»
Ήταν η Μαρία. Στεκόταν στην είσοδο του εστιατορίου και τον κοίταζε. Μετά περπάτησε μέσα στο χώρο.
«Όχι», της είπε. «Θα ήθελα, όμως, να ξέρω».
«Εγώ όταν μεγαλώσω θα μάθω να παίζω βιολί», είπε εκείνη.
«Σου αρέσει;»
«Ναι», του είπε και στάθηκε μπροστά στα παράθυρα, κοιτώντας έξω. «Πότε θα σταματήσει η βροχή…;»
Ο Αλέξης την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της.
«Μου αρέσει η βροχή», της είπε.
«Εμένα δε μ’ αρέσει. Με στεναχωρεί».
Η Άννα έφτασε και ήρθε κοντά τους.
«Τι δεν σ’ αρέσει;» Ρώτησε την κόρη της.
«Η βροχή», είπε εκείνη.
«Ο κύριος Αλέξης την προτιμάει», είπε η Άννα.
«Το ξέρω, μου το είπε», και μετά: «Θα πάω να εξερευνήσω».
«Μην απομακρυνθείς».
Η μικρή βγήκε απ’ το δωμάτιο, και η Άννα πλησίασε περισσότερο τον Αλέξη.
«Και τώρα;» Τον ρώτησε. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Τι θες να κάνουμε;» Την ρώτησε.
«Πού πάει ο νους σου;»
«Στο σεξ», της είπε, κι εκείνη γέλασε. «Τι θες να κάνουμε, ρε Άννα;»
«Δεν ξέρω… απλά… ένιωσα κάπως περίεργα…»
«Είναι απλό», της είπε. «Τώρα ξεχνάμε. Απλά ξεχνάμε».**Ο Μάκης πάρκαρε το αυτοκίνητο. Φτάσαμε, τους είπε. Κατέβηκαν και οι τέσσερις και είδαν τα άλογα στον περιφραγμένο χώρο αριστερά του κτιρίου.
«Τα δωμάτια είναι από την πίσω πλευρά», τους είπε ο Μάκης. «Ελάτε μαζί μου, να σας γνωρίσω και τη γυναίκα μου».
Τον ακολούθησαν μέσα στο κτίριο. Μια γυναίκα μέσης ηλικίας ήρθε από ένα δωμάτιο που έμοιαζε να είναι η κουζίνα. Σκούπιζε τα χέρια της με μια πετσέτα και τους χαμογελούσε.
«Καλώς τους!» είπε.
Την χαιρέτησαν κι εκείνοι και συστήθηκαν.
«Εγώ είμαι η Ελένη. Από πού είστε παιδιά;»
«Από τον Άγιο Δημήτριο», της είπε ο Θοδωρής».
«Και τι κάνετε εδώ πάνω; Διακοπές;»
«Κάτι τέτοιο».
«Ωραία», είπε εκείνη.
«Ελάτε να σας δείξω τα δωμάτια. Θα μείνετε ο καθένας μόνος του;»
«Όχι, όχι», είπε ο Θοδωρής. «Δύο και δύο, μάλλον, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε τους άλλους κι εκείνοι συμφώνησαν.
Ακολούθησαν το Μάκη έξω από μια άλλη πόρτα του σαλονιού, και βρέθηκαν κάτω από ένα υπόστεγο, εκεί όπου βρίσκονταν τα δωμάτια. Τους άνοιξε και τους έδειξε τον χώρο. Ο Στράτος μπήκε ξανά στο ίδιο δωμάτιο με τον Γιώργο, ενώ ο Γιάννης με τον Θοδωρή.
«Το μεσημέρι θα σας ειδοποιήσω, εντάξει; Θα σας φιλέψουμε», τους είπε. «Το γεύμα κερασμένο από εμάς».
«Έγινε», του είπε ο Γιάννης. «Ευχαριστούμε», κι ύστερα έμεινε με τον Θοδωρή στο δωμάτιο. «Ωραία είναι εδώ, ε;» Τον ρώτησε. Πλησίασε στις κουρτίνες και τις τράβηξε. Το παράθυρο έβλεπε στην περιφραγμένη έκταση, σ’ εκείνην με τα άλογα. «Κοίτα», είπε ο Γιάννης και έδειξε ένα άλογο που στεκόταν ακριβώς μπροστά στο τζάμι. Έτρωγε κάτι που είχε βρει κάτω.
Ο Θοδωρής γέλασε. Πλησίασε και χτύπησε το τζάμι. Εκείνο δεν σήκωσε το κεφάλι του, αλλά τους έβλεπε. Μετά γύρισε και έφυγε. Υπήρχαν κι άλλα άλογα σ’ εκείνο τον χώρο, αλλά βρίσκονταν πιο μακριά και δεν τους έδωσαν σημασία.
Ο Γιάννης κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στη ντουλάπα και αναστέναξε.
«Τι θα γίνει αν δεν βρεθεί αυτός ο Παύλος;» Ρώτησε.
«Θα γυρίσουμε πίσω», του απάντησε ο Θοδωρής. «Ο Γιώργος κάποια στιγμή θα πρέπει να το ξεπεράσει. Δε μπορεί να τον ακολουθούμε όπου θέλει εκείνος να πάει απλά και μόνο επειδή του λείπει ο φίλος του, έχουμε κι εμείς τις ζωές μας».
«Κι εμένα θα τελειώσει η άδειά μου, φίλε, και ποιος το ακούει το αφεντικό… μερικές μέρες έχω ακόμα, άντε να δούμε…»
Ο Θοδωρής ένιωθε άσχημα που μιλούσαν μεταξύ τους σαν να ανέχονταν τον Γιώργο, αλλά αυτή ήταν η αλήθεια. Ο τύπος ήταν αλλοπρόσαλλος στην πραγματικότητα, κι αυτοί είχαν δεχτεί να κάνουν αυτό το ταξίδι απλά και μόνο επειδή τους είχε πείσει ο Στράτος να το κάνουν. Κανείς τους δεν είχε γνωρίσει ποτέ τον Παύλο, κανείς τους δεν τον ήξερε. Ήταν πολύ πιθανό να κυνηγούσαν φαντάσματα. Δεν το είχαν συζητήσει στα φανερά, αλλά ο Θοδωρής ήταν σίγουρος ότι κάτι δεν πήγαινε καλά… Μόνο εκείνο το θύμα, ο Στράτος, έδειχνε τυφλή πίστη στον Γιώργο. Τον ακολουθούσε ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν έλεγε, κάτι που ο Θοδωρής είχε ονομάσει στα κρυφά μονόδρομη σχέση εξάρτησης. Δεν ήξερε αν υπήρχε τέτοιος όρος στην πραγματικότητα, αλλά έτσι το αποκαλούσε εκείνος. Ο Γιώργος δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ, δεν έβγαζε κουβέντα, κι ο Στράτος ερμήνευε με τον δικό του τρόπο απλά και μόνο ένα βλέμμα του. Ήταν μια παράξενη, άρρωστη κατάσταση, κι ο Θοδωρής δεν σκόπευε να την ανεχτεί για πολύ. Για να πει κανείς την αλήθεια, τους είχε ακολουθήσει περισσότερο επειδή χρειαζόταν να κάνει διακοπές, και ένα ταξιδάκι, παρά για να βρει αυτόν τον ανώμαλο που μάλλον είχε σκοτώσει τους μοναχούς.
Στο διπλανό δωμάτιο, ο Στράτος είχε ξαπλώσει και έβλεπε τηλεόραση, ενώ ο Γιώργος ήταν στο μπάνιο και έριχνε νερό στο πρόσωπό του. Γέμισε τις χούφτες του ξανά και ξανά, μέχρι να νιώσει ότι είχε αρχίσει να δροσίζεται το δέρμα του, να φύγει η σύγχυση, η αιτία της οποίας ήταν άγνωστη. Αλλά δεν πείραζε αυτό. Είχε συνηθίσει, πια, να νιώθει έτσι… σχεδόν πάντα ένιωθε έτσι.
«Έχει άλογα έξω!» Άκουσε τον Στράτο να του φωνάζει.
Βγήκε από το μπάνιο και στάθηκε στο κέντρο του δωματίου, μπροστά στα κρεβάτια. Ο Στράτος του είχε γυρίσει την πλάτη, κοίταζε απ’ το παράθυρο. Αποφάσισε να κάνει υπομονή μέχρι να βρει τον Παύλο. Θα τον έβρισκε, κι ύστερα όλα θα έμπαιναν στη θέση τους.**Ο Αλέξης κάθισε στο γραφείο του δωματίου του, μπροστά στο λάπτοπ. Είχε καιρό να νιώσει έτσι. Μόνος, σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μακριά από τα άγχη της καθημερινότητας, παρέα μόνο με τα φαντάσματά του να τον συντροφεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργικής μοναξιάς του.
Έγραφε ένα μυθιστόρημα. Το είχε ξεκινήσει εδώ και μερικούς μήνες, και νόμιζε ότι η δουλειά κυλούσε μια χαρά. Αποφάσισε να γράψει λίγο, μέχρι να πέσει η νύχτα. Είχε αφήσει την Άννα κάτω, με την μικρή, και χαιρόταν το γεγονός ότι έμενε ξανά μαζί της… κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή. Η Άννα προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι για το οποίο δεν ήθελε να του μιλήσει, εκείνος, όμως, πέθαινε για να μάθει τι ήταν αυτό. Όχι από περιέργεια, αλλά επειδή ήθελε να βρει έναν τρόπο να τη βοηθήσει. Ε, εντάξει, ίσως να έφταιγε κι ο εγωισμός του λίγο. Θύμωνε μαζί της που τον άφηνε έξω από τη ζωή της με τέτοιο τρόπο. Δεν είχαν γνωριστεί και χτες. Βέβαια, είχαν μεσολαβήσει κάποια χρόνια… θα προσπαθούσε, όμως, να μάθει. Κι ίσως να της μιλούσε και για τον εαυτό του λίγο. Ίσως να της έλεγε κάποια πράγματα σχετικά με τον λόγο που είχε έρθει στο ξενοδοχείο, σχετικά με τον λόγο που είχε κρυφτεί. Γιατί αυτό έκανε. Μπορεί να το είχε αρνηθεί όταν τον είχε ρωτήσει εκείνη, αλλά η αλήθεια αυτή ήταν, και ενώ είχε πρόβλημα να το παραδεχτεί μπροστά της, απέναντι στον εαυτό του είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ήταν ένας δειλός.
Γιατί φοβάμαι τόσο πολύ την επιτυχία; Είχε ρωτήσει τον εαυτό του. Δεν είχε δώσει απάντηση. Περισσότερο ένιωθε θυμό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσαν τα πράγματα. Η κατάκτηση της κορυφής, και ένας ασταμάτητος αγώνας για να μείνεις εκεί ψηλά, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους που εποφθαλμιούσαν εκείνη τη θέση. Και μετά η τέχνη γίνεται ένα μέσο για να καταφέρεις αυτόν τον στόχο, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Γίνεσαι ένας της σειράς, που δεν έχει τίποτα να δώσει, που δεν αξίζει τίποτα. Ένας φοβισμένος που κυνηγάει το κοινό, το πλήθος. Μερικές φορές αναρωτιόταν… υπήρχε κανένας αξιόλογος, καινοτόμος, που να είχε την προτίμηση των πολλών; Το ζήτημα είναι να φτιάχνεις κάτι καινούριο, να λες κάτι που να έχει σημασία, κάτι που να αξίζει. Επομένως έχεις μπροστά σου την τέχνη, αλλά και τις ανάγκες του εμπορίου. Τι ακολουθείς; Πόσο θα αντέξεις να είσαι στο περιθώριο; Πόσο αντέχεις την κριτική και την απόρριψη, απλά και μόνο επειδή ακολουθείς τον δρόμο σου;
Ο Αλέξης είχε επιλέξει την επιτυχία. Δεν υπάρχει κάτι το αγνό στην τέχνη από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει ειλικρίνεια, αλλά η αναζήτηση του κοινού, μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων, δηλαδή, που θα φέρει χρήματα σ’ εσένα και σε άλλους. Μια απλή απόφαση ήταν, μια απάντηση στην ερώτηση θες να πουλήσεις την τέχνη σου;
Ο κάθε συγγραφέας θέλει να διαβάζονται τα κείμενά του. Κανείς δεν το κάνει αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό του, αυτό είναι αλήθεια. Απλά στην περίπτωση του Αλέξη υπήρχαν μερικοί ενδοιασμοί, οι οποίοι θα έπρεπε, ενδεχομένως, να ξεπεραστούν. Γιατί δεν υπάρχουν αγνές επιτυχίες σ’ αυτόν τον τομέα, ανεξάρτητα απ’ το τι θέλαμε να πιστεύουμε κάποιοι από εμάς. Ο Αλέξης είχε γευτεί την επιτυχία, αλλά την ίδια στιγμή και το πώς είναι να είσαι ψεύτης. Ομάδες νέων πιθανότατα τον είχαν ηρωοποιήσει τώρα πια, κι εκείνος δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Ίσως ανάμεσα σε όλα τα άλλα, να έπρεπε να βρει έναν τρόπο να λέει αλήθειες, και όχι αυτά που ήθελαν άλλοι να ακούν.
Ο Αλέξης έγραψε εκείνη τη μέρα.
Και του φάνηκε ότι τα πήγε αρκετά καλά.
4Σε λίγο θα ξημέρωνε, κι ο Γιώργος σηκώθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τον Στράτο. Βγήκε έξω και απομακρύνθηκε απ’ τα δωμάτια. Πλησίασε τον ξύλινο φράχτη και στηρίχτηκε πάνω του για λίγο. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, και ήταν ακόμη σκοτεινά, αλλά μπορούσε να πει ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Θα ήταν μια γκρίζα μέρα. Ακόμη μία.
Ανέβηκε στον φράχτη, κάθισε πάνω του και πέρασε τα πόδια του από την έξω πλευρά. Μπορούσε να δει μέχρι μακριά, και όσο περνούσε η ώρα και ξημέρωνε θα μπορούσε να βλέπει όλο και μακρύτερα. Μια πεδιάδα απλωνόταν μπροστά του, και γύρω της δέντρα. Ψηλά, αειθαλή δέντρα. Κι η πεδιάδα θα έπρεπε να είναι καταπράσινη, αλλά εκείνη την ώρα τα πάντα είχαν την απόχρωση του γκρίζου, της στάχτης. Τα χρώματα και το λιγοστό φως τον έκαναν να χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν λες και βρισκόταν σε έναν τόπο ξένο για εκείνον, καινούριο, διαφορετικό.
Κάτι τέτοιες στιγμές, στιγμές μοναξιάς, συνήθιζε να σκέφτεται. Το μυαλό του ταξίδευε, και συνήθως έφτιαχνε ιστορίες τις οποίες για κάποιο λόγο θεωρούσε πραγματικές. Όχι, δηλαδή, ιστορίες που δημιουργούσε απ’ το πουθενά, αλλά βασισμένες σε πράγματα που είχε ζήσει. Εκείνες οι ιστορίες ξεκινούσαν από υποθετικές σκέψεις που έκανε, και βασικό, χαρακτηριστικό γνώρισμά τους ήταν η ανησυχία.
Θυμήθηκε, λοιπόν, την Χρύσα, και για μια στιγμή ευχήθηκε να την είχε δίπλα του σε μια τέτοια ώρα. Εκείνη θα του έπιανε το χέρι, ακριβώς όπως συνήθιζε να κάνει, θα του μιλούσε (η Χρύσα μιλούσε αρκετά όταν ήταν χαρούμενη ή ενθουσιασμένη), κι εκείνος θα την άκουγε. Την συμπαθούσε την Χρύσα ο Γιώργος. Κι εκείνη τον αγαπούσε. Ίσως γι’ αυτό να του άρεσε τόσο πολύ να την πληγώνει. Και την πλήγωνε συχνά, προκαλώντας της σχεδόν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Μια μέρα ο Γιώργος έβγαινε απ’ το πανεπιστήμιο, όταν εκείνη ήρθε δίπλα του και έπιασε το χέρι του. Εκείνος προσπάθησε να το τραβήξει ευγενικά, αλλά εκείνη δεν το άφηνε. Και στην αρχή δεν τον κοίταζε, αλλά αργότερα άρχισε να καρφώνει πάνω του εκείνο το βλέμμα, εκείνα τα μεγάλα, καστανά μάτια, και να μην τον αφήνει σε ησυχία. Της έδειξε με κάθε τρόπο ότι ήθελε να τον αφήσει ήσυχο (παρέλειψε μόνο πολύ απλά να της το πει), αλλά εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Ήταν πρόθυμη να κυνηγήσει –και να προκαλέσει- την τύχη της. Η Χρύσα πίστευε στον Γιώργο, πίστευε και στον εαυτό της, και πίστευε ότι κάποια μέρα θα την αποδεχόταν και θα της μιλούσε επιτέλους.
Ο Γιώργος την αντίκριζε με ειρωνεία κάθε φορά. Δικαιολογούσε, παρ’ όλα αυτά την αισιοδοξία της, μιας και εκείνη ήταν μικρή ακόμα. Ήταν τρία χρόνια μικρότερή του, στο πρώτο έτος ακόμη του πανεπιστημίου. Θα μεγαλώσει, σκεφτόταν, και θα μάθει. Κι ίσως να είναι μια πικρή αλήθεια, ότι όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, χάνουν την αθωότητά τους. Η καρδιά τους πεθαίνει, είχε γράψει κάποιος. Προσαρμόζονται.
Την πλήγωνε, λοιπόν. Άνοιγε το στόμα του να της μιλήσει, κι έβγαινε η κόλαση από μέσα. Την κατέκρινε διαρκώς, τη σχολίαζε, κι εκείνη άλλες φορές προσπαθούσε να δικαιολογηθεί για αυτό που ήταν, ή που εκείνος την έκανε να νιώθει και να πιστεύει ότι ήταν, ενώ άλλες απλά έκλεινε τα μάτια της και υπέμενε την δολοφονική κριτική του, η οποία σάρωνε στο πέρασμά της κάθε χαρακτηριστικό του μικρού κοριτσιού. Ο τύπος το ευχαριστιόταν, και ενίοτε αναρωτιόταν αν τελικά νοιαζόταν για εκείνην. Μήπως την πλήγωνε επειδή εκείνη εξέφραζε όσα ένιωθε για εκείνον; Πράγματα που εκείνος δεν μπορούσε να αποδεχτεί επειδή μισούσε τον εαυτό του;
Άλλες, πάλι, φορές, ήταν εκείνος που καθόταν στο παγκάκι με κλειστά τα μάτια, ή απλά χαζεύοντας, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ισορροπήσει τον ενθουσιασμό της –όπου κι αν οφειλόταν αυτός, ίσως στο γεγονός ότι ήταν κοντά του- πάνω στην υπομονή του, με στόχο την αποδοχή του. Πού θα πάει; Αναρωτιόταν εκείνος, θα μάθει…
Περίμενε η μικρή να τα παρατήσει. Ε, τελικά προς στιγμήν εκείνος νόμισε ότι η Χρύσα τα είχε παράτησε, όταν τα έφτιαξε με έναν τύπο ο οποίος την έριξε στο κρεβάτι και χόρτασε γαμήσι, σπιλώνοντας έτσι την παιδική της αθωότητα, κάνοντάς την, πλέον, γυναίκα. Σχεδόν. Η Χρύσα, όμως, δεν ήθελε να γίνει γυναίκα. Ήθελε να είναι ένα ερωτευμένο παιδί. Γι’ αυτό και άρχισε να πλησιάζει ξανά τον Γιώργο και συνέχισε να κάνει όσα έκανε και πριν, πριν ο γκόμενος της της κάνει έρωτα, για να χρησιμοποιήσω και το λεξιλόγιό της.
Μια μέρα, την τελευταία μέρα που ο Γιώργος είδε την Χρύσα, περπατούσαν οι δυο τους μέσα στην πόλη, σε ένα πεζοδρόμιο δίπλα στον δρόμο, όταν ένα αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και ο τύπος κατέβηκε από μέσα. Άρπαξε την Χρύσα από το χέρι και την έχωσε μέσα στο αυτοκίνητο από την πόρτα του συνοδηγού. Μετά άρπαξε τον Γιώργο απ’ τον γιακά και κόλλησε τη μουράκλα του στη δική του με τα χείλια σουφρωμένα, τα φρύδια ενωμένα, και σάλια να στάζουν. Ο Γιώργος κόντεψε να σκάσει στα γέλια με τη φάση. Του θύμισε έναν πολύ άσχημο σκύλο που είχε δει κάποτε στον Άγιο Δημήτριο. Ο σκύλος, λοιπόν, τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο και γαύγισε: Μακριά απ’ τη γκόμενά μου. Κι ο Γιώργος, έτσι απλά, του είπε: Μάζεψέ την, την πουτανίτσα σου γιατί θα σ’ τη γαμήσω, κάτι που δεν θα της έκανε ποτέ, αφού είχε αρχίσει να θαυμάζει και να σέβεται την επιμονή και την πίστη της ότι μια μέρα εκείνος θα την αποδεχόταν. Μετά, το χέρι του σκύλου προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπο του Γιώργου, κι εκείνος σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο. Ο σκύλος μπήκε στο αυτοκίνητό του, μικρό, γυαλιστερό, μαύρο, καινούριο, με φαρδιά λάστιχα και τεράστια εξάτμιση ή κάτι τέτοιο, άνοιξε τέρμα τη μουσική, και εξαφανίστηκε με την γκόμενά του. Ο Γιώργος δεν είδε ποτέ ξανά την Χρύσα, και θύμωσε όταν κατάλαβε ότι η παρουσία της, η φλυαρία της, τα μεγάλα μάτια της και οι παιδικές της ελπίδες του είχαν λείψει. Γλυκιά γεύση μέσα στην πίκρα, δηλαδή.
«Καλημέρα».
Ο Γιώργος γύρισε πίσω και κοίταξε. Μια κοπέλα στεκόταν πίσω του και του χαμογελούσε. Φορούσε γυαλιά και είχε μαύρα μαλλιά, δεμένα πίσω.
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Τον ρώτησε.
«Ό,τι θέλω», της είπε. «Εσύ ποια είσαι;»
«Η Φανή», του είπε. «Έφτασα πριν λίγο, με το αυτοκίνητο. Είμαι η κόρη του ιδιοκτήτη».
«Του Μάκη;»
«Ναι», του απάντησε. «Σε είδα απ’ το παράθυρο», γύρισε και του έδειξε ένα παράθυρο στον δεύτερο όροφο του κεντρικού κτιρίου, «και μιας και δεν είχα ύπνο, είπα να κατέβω να σου μιλήσω. Πότε ήρθες εδώ;» Τον ρώτησε.
«Χθες. Εγώ με τρεις άλλους, οι οποίοι κοιμούνται», της είπε.
«Σ’ ενοχλώ, μήπως; Θες να μείνεις μόνος σου;»
«Όχι, κάτσε».
Η Φανή πλησίασε τον φράχτη και στηρίχτηκε πάνω του. Κοίταξε κι αυτή προς την πεδιάδα.
«Είναι όμορφα», του είπε.
«Ναι. Είσαι τυχερή που μένεις εδώ. Πρέπει να είναι πολύ ήσυχα».
«Είναι… Και μερικές φορές είναι υπερβολικά ήσυχα. Ιδίως από τότε που έφυγε η αδερφή μου για την Αθήνα. Σπουδάζει ιατρική… εγώ είμαι, βλέπεις, το μελανό σημείο της οικογένειας».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Είσαι ο αγκώνας που ρίχνει το μελανοδοχείο;» Την ρώτησε.
«Ναι», είπε εκείνη, «κάτι τέτοιο».
«Μαγκιά σου», της είπε. «Την καλύτερη πρωτιά έχεις. Εγώ πάντα αυτό ήθελα να είμαι».
«Αλλά να υποθέσω ότι δεν τα κατάφερνες και πολύ καλά;»
«Μια χαρά τα κατάφερνα. Και τα καταφέρνω», γέλασε. «Αν εσύ είσαι ο αγκώνας που ρίχνει το μελανοδοχείο, τότε εγώ είμαι η αγελάδα που χύνει το γάλα… ή κάτι χειρότερο απ’ αυτό».
Η Φανή γέλασε.
«Πώς σε λένε;»
«Γιώργο», της είπε.
«Από πού ήρθατε;»
«Απ’ τον Άγιο Δημήτριο. Δεν ήρθαμε ακριβώς για διακοπές. Εγώ, δηλαδή, δεν ήρθα γι’ αυτό. Ψάχνω έναν φίλο… έχω την υποψία ότι βρίσκεται κάπου εδώ γύρω…»
«Πώς τον λένε;» Τον ρώτησε.
«Παύλο».
«Και στο επίθετο;»
«Ο Παύλος δεν είχε επίθετο», της απάντησε. «Μερικές φορές αναρωτιόμουν αν είχε καν όνομα, ή αν το είχε σκαρφιστεί ο ίδιος…»
Η Φανή μόρφασε.
«Παράξενους φίλους έχεις», του είπε. «Τι ήταν αυτός ο Παύλος;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Φίλος μου», της απάντησε. Κι ύστερα άλλαξε θέμα: «Θα σε παντρευόμουνα προκειμένου να μπορέσω να μείνω εδώ».
«Δεν είμαι διαθέσιμη».
«Έχεις γκόμενο, δηλαδή;»
«Όχι, απλά…»
«Ε, τότε λες μαλακίες», της είπε.
«Παράξενος είσαι, ε; Έχεις τσιγάρο, μήπως; Καπνίζεις;»
«Έχω, και καπνίζω, αλλά τα έχω αφήσει μέσα, στο δωμάτιο. Δεν μπορώ να πάω τώρα, δεν θέλω να ξυπνήσω τον Στράτο».
«Καλά λες, ας μην τον ενοχλήσουμε τώρα…»
«Δεν το λέω γι’ αυτό», της είπε. «Χέστηκα για κείνον. Απλά αν τον ξυπνήσω θα πρέπει να τον ανεχτώ».
«Ωχ, ρε φίλε…» έκανε η Φανή. «Τι άνθρωπος είσαι εσύ…;»
**Ο Αλέξης άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τα ξύλινα δοκάρια στο ταβάνι. Παράξενο θέαμα, σκέφτηκε. Φαντάσου να έπεφταν όλα αυτά πάνω μου. Θα με έκαναν κομμάτια.
Δεν ήξερε πού ήταν η Άννα, δεν είχε βγει από το δωμάτιο χθες, από τότε που έγραφε. Μάλιστα, είχε κοιμηθεί με τα ρούχα του. Κρύωνε, δεν είχε σκεπαστεί καν. Τράβηξε πάνω του την κουβέρτα μαζί με το σεντόνι και γύρισε στο πλάι. Αναρωτήθηκε αν είχε βγει ο ήλιος, αλλά αποφάσισε ότι θα προτιμούσε τη συννεφιά. Πού να είναι η Άννα; Τι να κάνει; Αναρωτήθηκε, και τελικά αποφάσισε να πάει να την βρει.
Σηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες. Χαμογέλασε απέναντι σε έναν θλιμμένο ουρανό, έτοιμο να κλάψει ξανά. Υποτίθεται ότι ο ήλιος σε κάνει χαρούμενο. Πώς γινόταν, όμως, αυτό που άλλους τους έκανε χαρούμενους εκείνον να του χαλάει τη διάθεση, δεν το καταλάβαινε.
Πήγε στο μπάνιο και έριξε νερό στο πρόσωπό του, και μετά βγήκε στον διάδρομο κρατώντας το κλειδί του δωματίου στο δεξί του χέρι. Πήγε στο δωμάτιο της Άννας και χτύπησε την πόρτα, αλλά κανείς δεν του άνοιξε. Κατέβηκε στο ισόγειο. Οι χώροι του ξενοδοχείου γίνονταν λίγο τρομακτικοί μερικές φορές. Ίσως επειδή ήταν μεγάλοι και επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Περπάτησε στο ισόγειο μπροστά στη ρεσεψιόν, στο σαλόνι, και μετά μέσα στο εστιατόριο. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, αλλά του φάνηκε σαν να άκουσε φωνές από την κουζίνα του εστιατορίου. Πλησίασε τις διπλές πόρτες, τις έσπρωξε και μπήκε μέσα. Η μικρή καθόταν πάνω σε ένα μεταλλικό τραπέζι, και δίπλα η Άννα έψαχνε σε ντουλάπια, προφανώς για κάτι το φαγώσιμο.
«Τι κάνετε εδώ;» Ρώτησε ο Αλέξης.
«Ψάχνω κάτι να φάμε», του είπε. «Βλέπω ότι ο φίλος σου έχει αφήσει τα πάντα. Ό,τι δηλαδή, βρίσκει κανείς στα ξενοδοχεία, συνήθως».
«Ναι, μου είπε ότι μπορώ να βρω τα απαραίτητα εδώ».
«Επομένως… μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Ελεύθερα», της είπε.**Ο Γιώργος κοίταζε τους φίλους του πάνω στα άλογα και απορούσε. Του φαινόταν τόσο γελοία η εικόνα εκείνη τη στιγμή. Η Φανή στεκόταν δίπλα του χωρίς να μιλάει.
«Εσύ γιατί δεν ανεβαίνεις;» Τον ρώτησε.
«Γιατί δεν θέλω».
«Όταν ήσουν μικρός δεν ανέβαινες στα συγκρουόμενα;»
«Όχι».
«Γιατί;»
«Γιατί δεν ήθελα».
«Ωραία…» του είπε εκείνη. «Πρέπει να είσαι πολύ ξενέρωτος».
«Έτσι λες;»
«Ναι».
«Πουτανίτσα».
«Τι;»
«Τίποτα».
«Τι είπες; Δεν άκουσα. Μιλάς πολύ σιγά, το ξέρεις;»
«Ναι», της είπε.
«Γιατί;»
Ανασήκωσε τους ώμους του.
Η Φανή μόρφασε. Ή ήταν παράξενος, σκέφτηκε, ή ήθελε να τραβάει την προσοχή. Όποιο κι αν ίσχυε, δεν είχε σημασία. Τον έβρισκε γοητευτικό μέχρι εκείνο το σημείο.
«Με τι ασχολείσαι;» Τον ρώτησε.
«Παριστάνω τον φοιτητή», της είπε, «στον Άγιο Δημήτριο».
«Τι σπουδάζεις;»
«Πράγματα σχετικά με ανθρωπιστικές επιστήμες».
«Και πώς σου φαίνεται;»
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Εσύ με τι ασχολείσαι;»
«Εγώ μέχρι τώρα έμενα με την θεία μου στο Ναύπλιο. Πέρασα σε μια σχολή, αλλά δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να ασχοληθώ με την φωτογραφία. Αλλά κι αν ήμουν σε μια σχετική σχολή, πάλι δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα. Όταν το ενδιαφέρον αρχίσει να γίνεται δουλειά, τότε χάνει κάπως το νόημά του για μένα. Θέλω να νιώθω ελεύθερη. Γι’ αυτό και μάλλον θα κρατήσω το κτήμα».
«Την καλύτερη δουλειά θα κάνεις», της είπε. «Εξάλλου σου είπα… αν συμφωνείς, παντρευόμαστε».
Η Φανή γέλασε.
«Σταμάτα μ’ αυτό το αστείο…» του είπε.
Δεν μίλησαν για δυο λεπτά. Ο Στράτος γύρισε προς τον Γιώργο και χαιρέτησε από μακριά. Του φώναξε να πάρει κι εκείνος ένα άλογο, ήταν, λέει, και γαμώ, απλά είχαν αρχίσει να πονάνε τα πόδια του λίγο. Ο Γιώργος του έγνεψε από απόσταση και χαμογέλασε, κι όταν ο Στράτος γύρισε από την άλλη σοβάρεψε απότομα.
«Δεν τους συμπαθείς, ε;» Τον ρώτησε η Φανή.
«Δεν είναι έτσι», της είπε.
«Αλλά πώς είναι; Αφού σε βλέπω… βλέπω τη συμπεριφορά σου».
«Είπα δεν είναι έτσι», επέμεινε εκείνος. «Και δεν θα δικαιολογηθώ σ’ εσένα για τη συμπεριφορά μου».
«Εντάξει, μην θυμώνεις…»
Η Φανή τον είδε να χάνεται ξανά στις σκέψεις του, και αναρωτήθηκε σε ποιον κόσμο ζούσε ο Γιώργος. Σκέφτηκε ότι αν ήταν κάποια άλλη στη θέση της, ούτε που θα του έδινε σημασία. Όμως εκείνη κάτι έβρισκε στον Γιώργο. Στη συμπεριφορά του, στο περπάτημα, στην ομιλία του, στο ντύσιμό του. Υπήρχε κάτι το ελκυστικό, το ασυνήθιστο, το μυστήριο για εκείνην. Ίσως να μην είχε να κάνει με το ερωτικό κομμάτι της υπόθεσης, αλλά ήθελε να τον γνωρίσει. Από τότε που τον είχε δει από το παράθυρο του δωματίου της να κάθεται πάνω στον φράχτη, της είχε τραβήξει την προσοχή.
«Πού θα ήθελες να ζεις;» Τον ρώτησε. «Ρωτάω επειδή μου φαίνεται κάπως περίεργο που σ’ αρέσει εδώ πάνω».
«Κάπου που να νιώθω ελεύθερος, όπως είπες κι εσύ… Δεν μου αρέσει στον Άγιο Δημήτριο», της είπε. «Πνίγομαι. Και μην μου πεις ότι μ’ αυτά θα ζήσουμε, γιατί αυτές τις μαλακίες τις λένε μόνο οι αποτυχημένοι. Οι επιτυχημένοι ζούνε όπως θέλουν. Και κάποιοι από αυτούς δεν ζούνε καν… Ίσως να είναι κι ο θάνατος μια επιτυχία».
«Γιατί είσαι έτσι; Πώς θα ήθελες να είναι η ζωή σου;»
«Μεγάλο θέμα ανοίγεις», της είπε.
«Ναι, αλλά…»
«Μιλάς πολύ», της είπε.
«Συγνώμη, δεν το ήθελα».
«Δεν πειράζει. Θα ήθελα, λοιπόν, να προκαλώ τους πάντες για καυγά, και να κουβαλάω μαζί μου μαχαίρι, έτσι, για να ξέρω ότι στο τέλος θα βγω νικητής, σε έναν κόσμο όπου όποιος σε απορρίπτει γι’ αυτό που είσαι θα τιμωρείται με θάνατο, και σε μια κοινωνία που θα δείχνει σεβασμό στο μίσος, δουλεύοντας πάνω στις αιτίες που το προκαλούν, και όχι καταδικάζοντας τους φορείς του, εφόσον αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του, είναι θύματα. Πάντα σκεφτόμουν το απόλυτο κακό ως κάποιον που μισεί χωρίς να έχει υπάρξει ποτέ θύμα. Ένας άνθρωπος που δεν έχει πληγωθεί, που δεν έχει απογοητευτεί, φτιαγμένος για να μισεί».
«Δεν νομίζω ότι υπάρχει τέτοιος άνθρωπος».
«Ναι, μάλλον δεν υπάρχει. Αλλά σκέψου μια κοινωνία που θα σέβεται το μίσος των μελών της. Θα είναι μια κοινωνία αρκετά ώριμη ώστε να αναλάβει τις ευθύνες της και να τις αντιμετωπίσει, χωρίς να φυλακίζει ό,τι καταστροφικό έχει δημιουργήσει η ίδια. Μια κοινωνία που θεραπεύει τον εαυτό της και εξελίσσεται, που αμφισβητεί τον εαυτό της προκειμένου να εξελιχθεί».
«Αυτά που λες δεν συμβαδίζουν με όσα είπες πριν λίγο», του είπε η Φανή. «Εννοώ… εκείνα σχετικά με το να… προκαλείς για καυγά και τέτοια… δεν ξέρω αν το πρόσεξες…» του χαμογέλασε. «Είσαι πολύ ευαίσθητος ακόμα. Πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι… αλλιώς δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις».
«Κι αν δεν θέλω να επιβιώσω;»
«Τι εννοείς;»
Ο Γιώργος γέλασε.
«Τίποτα», της είπε. «Τι θα σήμαινε το να προσαρμοστώ;» Αναρωτήθηκε. «Ας υποθέσουμε ότι εγώ είμαι ευαίσθητος, ωραία; Τι θα σήμαινε η προσαρμογή;»
«Ότι πρέπει να γίνεις πιο δυνατός, και να δεχτείς τα πράγματα όπως είναι», του είπε.
«Έτσι έχεις έναν ευαίσθητο άνθρωπο ο οποίος προσπαθεί να προστατέψει τον εαυτό του από τις ευαισθησίες του. Εξελίσσεται αυτός ο άνθρωπος;»
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», του είπε. «Αλλά δεν γίνεται αλλιώς».
«Η ευαισθησία είναι κομμάτι του συνόλου όσων σε κάνουν άνθρωπο. Γιατί να θέλω να απαρνηθώ κάτι τέτοιο; Αυτό, πιστεύω, ότι κάνει κάποιον ευτυχισμένο. Το να διαμορφώνει την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του. Και μέσα σε όλα αυτά θεωρώ ότι η ευαισθησία είναι προτέρημα».
«Δε νομίζεις, όμως, ότι πρέπει να ξεπεράσεις κάποια πράγματα; Έχεις δύο επιλογές, Γιώργο. Είτε να ζήσεις, είτε να χαθείς. Διαλέγεις και παίρνεις».
Ο Γιώργος δεν απάντησε. Ήξερε τις δύο επιλογές, αλλά δεν ήθελε τώρα να το συζητήσει μαζί της. Δεν είχε και τόση σημασία εκείνη τη στιγμή, έτσι κι αλλιώς.
«Κάνεις καλή κουβέντα», της είπε.**«Πώς πήγε το γράψιμο χθες;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Καλά, νομίζω».
«Μυθιστόρημα; Διήγημα; Τι;»
«Μάλλον μυθιστόρημα. Αλλά ό,τι προκύψει, καλό είναι. Αρκεί, βέβαια, να ολοκληρωθεί…»
«Θα τα καταφέρεις», του είπε, «πιστεύω σ’ εσένα».
«Με συγκινείς», γέλασε εκείνος.
Είχαν καθίσει στη βεράντα και παρατηρούσαν τη βροχή. Η Μαρία είχε φορέσει το αδιάβροχό της και τριγυρνούσε μέσα στον κήπο. Η Άννα της είχε πει να είναι σε σημείο που να την βλέπει. Από τότε που είχε φύγει απ’ τον Νίκο φοβόταν να την χάσει απ’ τα μάτια της, αν και η λογική έλεγε ότι ο Νίκος δεν θα τους έβρισκε με κανέναν τρόπο πάνω στο βουνό. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να τον δει, πάντως… όσο κι αν το καθυστερούσε. Θα έπρεπε να κανονίσει τα σχετικά με το διαζύγιο… που μάλλον επρόκειτο για μια άλλη, δύσκολη διαδικασία, η οποία πραγματικά την τρόμαζε. Προς στιγμήν σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Αλέξη, και είχε αρχίσει να νιώθει και πάλι άνετα κοντά του… ένιωθε σίγουρη ότι θα την στήριζε αν του το ζητούσε, αλλά αυτό πιθανότατα θα σήμαινε πως έπρεπε να του πει ότι ο Νίκος την χτυπούσε. Ή ίσως θα μπορούσε να του ζητήσει βοήθεια χωρίς να του αναφέρει τους ακριβείς λόγους του διαζυγίου… θα του ζητούσε να σεβαστεί την επιθυμία της να μην του μιλήσει.
Αυτό ίσως να τον έκανε να θυμώσει, σκέφτηκε. Δηλαδή θα του ζητούσα να κάνει κάτι για μένα, και ταυτόχρονα θα του έκανα ξεκάθαρο ότι δεν τον εμπιστεύομαι.
«Γιατί γελάς;» Την ρώτησε εκείνος.
«Ε; Τίποτα…»
Γελούσε για το μάταιο των σκέψεών της.
«Καλά», της είπε. «Είσαι πολύ όμορφη», της είπε ξαφνικά. Δεν ήξερε γιατί, αλλά έτσι, απ’ το πουθενά ένιωσε σαν να ήθελε να της το πει.
Εκείνη γέλασε και τον ευχαρίστησε.
«Πώς σου ήρθε αυτό τώρα;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω… Ίσως να ήθελα να σου την πέσω λίγο».
Γέλασαν.
«Η βροχή είναι πολύ όμορφη», είπε η Άννα. «Θυμάμαι απ’ όσα έλεγες… ότι σε βοηθάει στο γράψιμο. Έχω δίκιο;»
«Έχεις πολύ δίκιο. Χαίρομαι που θυμάσαι κάτι από μένα…»
«Ναι, ρε κλαψιάρη», του είπε, «θυμάμαι πολλά πράγματα».
Ο Αλέξης δεν της είπε τίποτα, απλά χαμογέλασε.
«Ποτέ δεν πίστεψες σ’ εμάς, έτσι δεν είναι;» Τον ρώτησε. «Ποτέ δεν πίστεψες ότι θα διαρκούσε. Πάντα περίμενες πότε θα σου τη φέρω. Πότε θα σε παρατούσα, πότε θα κοιμόμουν με κάποιον άλλον… υποτιμούσες πολύ τον εαυτό σου, και η στάση που κρατούσες απέναντί μου υποτιμούσε πολύ εμένα. Θυμάσαι γιατί χωρίσαμε;»
«Γιατί με βαρέθηκες. Κι αν ενδιαφερόσουν έστω και λίγο, θα έμενες κοντά μου».
«Μαλάκα, εγωιστή», σχεδόν φώναξε εκείνη. «Όλη τη μέρα δούλευες. Είτε με το πανεπιστήμιο, είτε με το γράψιμο, ούτε που μου έδινες σημασία. Μόνο τον εαυτό σου και τη δουλειά σου σκεφτόσουν».
«Μόνο, ε; Νομίζεις ότι όλα τα έκανα μόνο για μένα, έτσι δεν είναι; Είχα σχέδια στο μυαλό μου για εμάς τους δύο. Γι’ αυτά προσπαθούσα, αυτά ήταν που κυνηγούσα την ώρα που εσύ ζητούσες χάδια και αγκαλίτσες…»
«Ούτε για μια στιγμή δεν με εμπιστεύτηκες».
«Έχει σημασία όλο αυτό τώρα;» Την ρώτησε εκείνος ήρεμα. «Εσύ με παράτησες».
«Και φταίω εγώ γι’ αυτό;»
«Θα ήταν προτιμότερο αν δεν με είχες παρατήσει», γέλασε, «αλλά υποθέτω ότι δεν μπορώ να σε κατηγορήσω τώρα…»
«Α! Είσαι πολύ ευγενικός!» του είπε.
«Κοίτα τι κάνεις τώρα… προσπαθώ να τελειώσω τον καυγά, κι εσύ με ειρωνεύεσαι».
Η Άννα γύρισε απ’ την άλλη χωρίς να του απαντήσει. Σταμάτησε κι εκείνος να μιλάει. Ύστερα, όμως, γέλασε.
«Τι γελάς;» Τον ρώτησε.
«Τίποτα», της είπε.**Ο Γιώργος περπάτησε δίπλα στη Φανή.
«Πρέπει να χάσεις κάνα κιλό», της είπε.
«Είσαι κακός».
«Αλήθεια λέω», επέμεινε εκείνος. «Είσαι χοντρούλα».
«Σε μερικούς αρέσουν οι χοντρούλες. Και δεν είμαι, απλά έβαλα λίγα κιλά στις γιορτές».
«Σε τάιζε καλά η θεία σου στην Πελοπόννησο, φαίνεται».
«Βλάκα», του είπε εκείνη.
«Με τους γονείς σου πώς τα πας;» Την ρώτησε.
«Εσύ;»
«Όχι και τόσο καλά. Εσύ;»
«Τα είπαμε, νομίζω… είμαι η αποτυχία τους…»
«Κοίτα εσύ να πάρεις το κτήμα, και ας σκέφτονται ό,τι θέλουν. Δεν γίνεται να έχεις την αποδοχή όλων…»
«Κοίτα που πάει να με παρηγορήσει κιόλας», μουρμούρισε εκείνη. Και μετά: «Ναι, συμφωνώ. Δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Εσύ θα μου χάριζες την αποδοχή σου;»
Ο Γιώργος έφερε τα χέρια του στο στήθος του.
«Τι λες τώρα;»
«Ωχ, πια! Βλέπω, ξέρεις να τον προσγειώνεις τον άλλον… ανώμαλα κιόλας. Τι ζόρι τραβάς, άνθρωπέ μου; Γιατί δεν μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;»
Εκείνος γέλασε.
«Νομίζω ότι πάντα είμαι χαλαρός».
«Ακριβώς. Νομίζεις. Αλλά δεν είσαι. Είσαι διαρκώς λες και… λες και έχεις πάντα κάτι μέσα στον κώλο σου… Ναι, ακριβώς… Κάτι μεγάλο».
Ο Γιώργος άνοιξε το στόμα του για να της απαντήσει, αλλά εκείνη τον διέκοψε.
«Σκάσε», του είπε. «Μη μιλάς! Τι άνθρωπος είσαι εσύ, ρε; Ούτε τους φίλους σου δεν συμπαθείς! Ναι, γέλα… Βλάκα. Κουραστικός είσαι, ε; Το ξέρεις; Λοιπόν, πάω πάνω, στο δωμάτιό μου. Άντε, τα λέμε».
Ο Γιώργος στάθηκε ακίνητος σ’ εκείνο το σημείο κοιτώντας την να απομακρύνεται. Μετά περπάτησε προς τα δωμάτια, εκεί που βρίσκονταν οι άλλοι.
«Πρέπει να φύγουμε από ‘δω», τους είπε.
«Γιατί;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής. «Δεν σ’ αρέσει που σου την πέφτει η κόρη του Μάκη;»
«Όχι, αυτό μ’ αρέσει», είπε ο Γιώργος. «Αυτό που δεν μ’ αρέσει είναι ότι θα τελειώσουν τα λεφτά».
«Θα ρωτήσω τον Μάκη πού είναι επιτέλους αυτό το μοναστήρι. Να τελειώνουμε… Ή αν θες ρώτα εσύ την κόρη του…» Είπε ο Στράτος και γέλασε.**Ο Αλέξης έσπρωξε τις διπλές πόρτες και μπήκε στην κουζίνα. Η Μαρία, που φορούσε ακόμη το αδιάβροχό της, είχε ανέβει πάνω στον πάγκο και προσπαθούσε να φτάσει ένα ντουλάπι. Την πλησίασε, την έπιασε και την κατέβασε.
«Θα χτυπήσεις», της είπε. «Δεν πρέπει να ανεβαίνεις πάνω στους πάγκους…»
Η Μαρία απομακρύνθηκε και τον κοίταξε.
«Πες μου», της είπε, «τι θέλεις; Θα σου το δώσω εγώ».
«Δεν θέλω τίποτα», του είπε.
«Τότε τι έκανες εδώ πάνω;»
Δεν του απάντησε. Και μετά, αφού σταμάτησε να τρίβει τα χέρια της μεταξύ τους, κατέβασε την κουκούλα απ’ το πράσινο αδιάβροχο και του είπε:
«Θα χτυπήσεις κι εσύ τη μαμά;»
Ο Αλέξης στράφηκε προς το μέρος της.
«Τι ‘ναι αυτά που λες, Μαρία; Δεν θα χτυπούσα ποτέ τη μητέρα σου».
«Σας άκουσα που μαλώνατε», του είπε.
«Ναι… οι άνθρωποι μερικές φορές μιλάνε έντονα ο ένας στον άλλον… αυτό δεν σημαίνει ότι θα την χτυπήσω…»
Η μικρή έκανε να φύγει, αλλά ο Αλέξης την έπιασε απαλά απ’ το χέρι.
«Πες μου», της είπε, «ποιος χτυπάει τη μαμά;»
«Κανένας», είπε εκείνη.
«Τότε γιατί με ρώτησες κάτι τέτοιο;»
«Άσε με», του είπε. Τράβηξε το χέρι της μακριά και έτρεξε, βγήκε απ’ την κουζίνα, αφήνοντας τον Αλέξη μόνο.
Στηρίχτηκε στον πάγκο, και ένιωσε τα νεύρα του σπασμένα. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι φοβόταν η Άννα... ήταν σχετικό με τον άντρα της, προφανώς. Η μικρή τους είχε ακούσει όταν μάλωναν στη βεράντα, και είχε φοβηθεί. Νόμιζε ότι θα συνέβαινε ό,τι συνέβαινε και στο σπίτι της.
Κατάφερε να ψιθυρίσει το όνομά της μερικές φορές, να συνηθίσει ξανά στον ήχο του, μιας και τώρα ακουγόταν τελείως διαφορετικά. Ήταν το όνομα της κακοποιημένης Άννας. Αυτής που είχε καταφέρει να φύγει για να σώσει τη ζωή της, της κυνηγημένης Άννας. Πώς θα την αντιμετώπιζε τώρα που το ήξερε; Μήπως έπρεπε να της μιλήσει; Όχι. Όχι αν δεν του το έλεγε εκείνη πρώτα. Προφανώς ντρεπόταν, και προφανώς δεν τον εμπιστευόταν, και τώρα πια αυτό δεν τον θύμωνε άλλο, αλλά προκαλούσε την συμπόνια του. Πάνω απ’ όλα, δεν ήθελε να την απογοητεύσει.
Περπάτησε προς το σαλόνι.
5«Φεύγετε;» Τους ρώτησε η Φανή όταν τους είδε να βγαίνουν από τα δωμάτια φορτωμένοι με τις τσάντες τους. Εκείνοι την χαιρέτησαν και πέρασαν από δίπλα της. Ο Γιώργος στάθηκε μπροστά της.
«Ναι», της είπε. «Φεύγουμε. Θα πάμε να βρούμε εκείνο το μοναστήρι».
«Τι τρέχει με το μοναστήρι; Τι ψάχνετε;»
«Σου είπα. Έναν φίλο».
«Κι εγώ σου είπα ότι κανείς δεν είναι πια εκεί πάνω».
Ο Γιώργος προσποιήθηκε ότι δεν την άκουσε και πέρασε από δίπλα της. Εκείνη τον ακολούθησε.
«Γιατί δεν ακούς κανέναν;» Επέμεινε.
«Παράτα με. Θα πάμε στο μοναστήρι ό,τι κι αν πεις. Και δεν σου πέφτει λόγος».
«Θα ήθελα να σας πάω με το αυτοκίνητο. Μπορώ, δηλαδή, να σας πάω μέχρι ένα σημείο… αλλά από εκεί και πέρα δεν πάει αυτοκίνητο…»
«Ευχαριστούμε, δεν χρειάζεται».
«Θα ήθελα να ξαναμιλήσω μαζί σου», του είπε. «Μήπως και καταφέρω να σου βάλω λίγο μυαλό…»
Ο Γιώργος σταμάτησε και την κοίταξε. Έτοιμος ήταν να της πει καμιά κουβέντα, αλλά δεν το έκανε. Της γύρισε ξανά την πλάτη και έφυγε, πλησίασε τους άλλους. Εκείνη έμεινε σ’ εκείνο το σημείο κάπως απογοητευμένη, με τα χέρια της στο στήθος.
«Πάμε», είπε ο Θοδωρής στον Γιώργο. «Ο Γιάννης πήγε να πληρώσει, θα μας φτάσει σε λίγο».**Ο Αλέξης βγήκε απ’ το δωμάτιο και περπάτησε προς αυτό της Άννας. Χθες το βράδυ δεν είχαν μιλήσει καθόλου, ούτε που την είχε δει. Ένιωθε άσχημα με τον εαυτό του που την είχε στιγματίσει έτσι.
Όταν έφτασε στο δωμάτιο, σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει την πόρτα, αλλά διαπίστωσε ότι εκείνη ήταν ανοιχτή. Την έσπρωξε απαλά και κοίταξε μέσα. Η Άννα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη. Φορούσε μόνο το τζιν της και το στηθόδεσμο, και κρατούσε μια μπλούζα στα χέρια της. Η εικόνα έκανε τον Αλέξη να θυμηθεί πως ένιωθε με το σώμα της από τότε… πόσο όμορφη την έβρισκε. Εκείνη δεν τον είχε δει ακόμα. Σύντομα θα τον έβλεπε. Και τότε παρατήρησε κάτι πάνω της. Πάνω στο δέρμα της. Σημάδια. Διάφορα σημάδια. Μικρές πληγές. Ξαφνικά την είδε να προσπαθεί να καλύψει το σώμα της με την μπλούζα. Τον είχε δει στον καθρέφτη. Αλλά σύντομα χαμήλωσε τα χέρια της, μαζί και την μπλούζα της, αφήνοντάς τον να δει τα σημάδια πάνω της, σαν να το παραδεχόταν πια.
Όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα της στον καθρέφτη, ο Αλέξης δεν ήταν πια εκεί.**«Γαμημένη ανηφόρα…»
«Ο Στράτος τα ‘φτυσε», είπε ο Θοδωρής και γέλασε.
Κόντευε μεσημέρι πια. Ανηφόρα στην ανηφόρα, και όλοι τους είχαν κουραστεί. Ψιχάλιζε κιόλας, ήταν και οι λάσπες στους χωματόδρομους… Μόλις είχαν αφήσει πίσω τους το ξενοδοχείο. Το καινούριο ξενοδοχείο, εκείνο στο οποίο βρίσκονταν μέσα ο Αλέξης και η Άννα. Δεν είχαν δώσει και πολλή σημασία, αλλά σίγουρα το είχαν κατά νου για τον γυρισμό. Οι πόρτες της εισόδου ήταν ανοιχτές, επομένως θα μπορούσαν να το επισκεφτούν.
«Μόνο ένας δρόμος υπάρχει, σωστά;» Ρώτησε ο Γιάννης. «Έτσι δεν είπε ο Μάκης;»
«Έτσι είπε», του απάντησε ο Γιώργος.
Συνέχισαν να περπατάνε στον χωματόδρομο, ο οποίος άλλες φορές γινόταν ανηφορικός, και άλλες ήταν απλά μια ευθεία. Ο Γιώργος ένιωθε ποιο ακριβώς ήταν το κλίμα, αλλά δεν έδινε σημασία. Τα πράγματα ήταν απλά. Ο Γιάννης κι ο Θοδωρής, και ιδιαίτερα ο Θοδωρής, ακολουθούσαν επειδή ένιωθαν υποχρεωμένοι να το κάνουν. Ο Στράτος για άλλους λόγους… Όσον αφορά τον ίδιο, όμως, ήταν αποφασισμένος, και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να συναντήσει έστω και για τελευταία φορά τον Παύλο. Και ήλπιζε. Ήλπιζε ότι θα βρισκόταν στο μοναστήρι...**Η Άννα μπήκε στην κουζίνα και στάθηκε ακίνητη απέναντι στον Αλέξη, ο οποίος έβαζε χυμό σε ένα ποτήρι.
«Καλημέρα», της είπε. «Θες λίγο χυμό;»
«Όχι, ευχαριστώ», είπε εκείνη και περπάτησε προς τον πάγκο. Στηρίχτηκε εκεί και χαμήλωσε το βλέμμα της, την στιγμή που ο Αλέξης έβαζε τον χυμό στο ψυγείο.
Και μετά πέρασαν περίπου δύο λεπτά, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλον, προσπαθώντας να μην συναντηθούν τα βλέμματά τους, ώσπου τελικά η Άννα του είπε:
«Δεν θα πεις τίποτα;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τι να πω; Δεν θα μπορούσα ποτέ να σε ρωτήσω. Αλλά τώρα που το αναφέρεις…»
«Τι;»
«Πόσο καιρό έχει που συμβαίνει αυτό;» Την ρώτησε.
«Δεν θυμάμαι, πια. Έχω μπερδέψει του μήνες, τις εποχές, τα χρόνια… Όλα είναι ένα κουβάρι μέσα στο μυαλό μου…»
«Έκανες καλά που έφυγες. Θα πρέπει να χρειάστηκε πολύ κουράγιο…»
«Χρειάστηκε», είπε η Άννα.
«Αν θες… θα σε βοηθήσω… με όποιον τρόπο μπορώ. Αν, δηλαδή, υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω, μην διστάσεις να μου το ζητήσεις».
Εκείνη του έγνεψε.
«Και κάτι ακόμα», της είπε. «Είχα ξεχάσει πόσο όμορφο είναι το σώμα σου», και της χαμογέλασε. Κατάφερε κι εκείνη να χαμογελάσει κάπως. «Θες να καθίσουμε λίγο στη βεράντα; Όπως χθες… να χαζέψουμε τη βροχή…»
«Δεν έχεις να γράψεις;»
«Δεν ξέρω αν έχω κάτι να πω σήμερα…»
«Τότε εντάξει», του είπε.
Βγήκαν έξω και κάθισαν στη βεράντα, ακριβώς όπως και την προηγούμενη μέρα. Η Μαρία ήρθε μαζί τους αυτή τη φορά και κάθισε ανάμεσά τους. Ο Αλέξης τους είπε να περιμένουν, είπε ότι θα πήγαινε να ρίξει μια ματιά στο αυτοκίνητο. Περπάτησε μέσα στο ψιλόβροχο, διασχίζοντας τον μικρό διάδρομο από πέτρες, ανάμεσα από τα λουλούδια του κήπου. Έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο, κάτω απ’ το υπόστεγο. Όλα ήταν εντάξει. Γύρισε ξανά πίσω και κάθισε δίπλα στη Μαρία. Για πολλή ώρα δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μόνο κοίταζαν τη βροχή, ώσπου η μικρή κοιμήθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της.**Η τελευταία ανηφόρα βρισκόταν μπροστά τους. Κόντευε απόγευμα πια, και η ψιχάλα είχε δυναμώσει, είχε αρχίσει να γίνεται βροχή. Μπορούσαν να δουν το μοναστήρι από εκεί που βρίσκονταν. Ο Θοδωρής σχολίασε τους τοίχους γύρω απ’ την αυλή. Αναρωτήθηκε αν ήταν μεγάλο ή μικρό… αν είχε πολλά κτίρια… δεν είχε ιδέα πώς ήταν. Σίγουρα, πάντως, είχε χώρους για να μένουν οι μοναχοί.
Στάθηκαν μπροστά στην είσοδο, δύο ξύλινες πόρτες που έμοιαζαν να είναι πολύ βαριές. Ο Γιάννης δοκίμασε να τις σπρώξει, αλλά καμιά δεν άνοιξε.
«Και τώρα;» Ρώτησε. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Θα μπω μέσα», είπε ο Γιώργος. «Θα με βοηθήσετε να περάσω τον τοίχο».
«Και μετά πώς θα βγεις;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Κάποιο τρόπο θα βρω. Όλο και κάτι θα υπάρχει εκεί μέσα για να πατήσω πάνω του…»
«Όπως νομίζεις».
«Θέλει να έρθει κανείς μαζί μου;» Τους ρώτησε, αλλά όλοι δίστασαν. Κανείς δεν ήθελε να μπει σ’ εκείνο το μέρος. «Βοηθήστε με», τους είπε.
Ο Γιάννης βοήθησε τον Γιώργο να κρεμαστεί από τον τοίχο και να περάσει απ’ την άλλη πλευρά. Ο Γιώργος πήδηξε κάτω και βρέθηκε μέσα στο μοναστήρι. Εκεί βρίσκονταν η εκκλησία, καθώς και ένα ετοιμόρροπο κτίριο. Υπήρχαν διάφορα δέντρα μέσα στην αυλή, αλλά στο κέντρο της, μέσα σε ένα παρτέρι, υπήρχε ένα ψηλό δέντρο, νεκρό, πια, το οποίο τραβούσε την προσοχή. Τα πάντα εκεί μέσα έδειχναν να είναι πεθαμένα. Πίσω από την πόρτα, υπήρχαν δύο μεγάλες πέτρες. Μάλλον αυτές την εμπόδιζαν να ανοίξει. Τις αγνόησε για την ώρα, και περπάτησε μέσα στην αυλή πλησιάζοντας το δέντρο και τα δύο κτίρια, την εκκλησία και εκείνο που στέγαζε τα κελιά των μοναχών.
Περπάτησε μέχρι και πίσω απ’ τα κτίρια, αλλά τίποτα δεν υπήρχε εκεί πέρα. Έπρεπε να ελέγξει μέσα στα κτίρια. Η πόρτα της εκκλησίας δεν άνοιγε. Για μια στιγμή του πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο Παύλος είχε κλειδωθεί εκεί μέσα. Ότι, δηλαδή, είχε κλειδώσει την πόρτα από μέσα και είχε κρυφτεί εκεί, αλλά κάτι τέτοιο μάλλον ήταν αδύνατο να συμβεί. Απόρησε, κιόλας, με τον εαυτό του που περίμενε να τον βρει μέσα στο μοναστήρι, και σύντομα απογοητεύτηκε, επειδή κατάλαβε ότι εκεί μέσα δεν υπήρχε ψυχή. Δεν ήταν σίγουρος αν τελικά ο Παύλος είχε έρθει στο μοναστήρι, αλλά κι αν είχε όντως έρθει, αυτό σήμαινε πως υπήρχαν πολλές πιθανότητες να έχει σκοτώσει εκείνος τους μοναχούς. Θα επέστρεφε μετά από τη δολοφονία; Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Και τι περίμενε στην πραγματικότητα από τον Παύλο;
Ήταν παράξενο το πώς για τον Γιώργο πέντε νεκροί άνθρωποι δεν ήταν αρκετοί για να χαλάσουν την ιδέα που είχε σχηματίσει στο μυαλό του για τον φίλο του. Επίσης, ήταν παράξενο το πώς κάποτε είχαν δημιουργήσει οι δυο τους μια αδερφική σχέση αποδοχής. Πίστευε –ακόμη κι αν αυτή η πίστη είχε πλέον κλονιστεί- ότι γνώριζε τον Παύλο, και ότι για να σκοτώσει τους μοναχούς θα είχε τους λόγους του.
Σίγουρος πως στα κελιά δεν θα υπήρχε τίποτα, έκανε τον κόπο να κοιτάξει από τα παράθυρα του ισογείου. Μόνο σκιές υπήρχαν εκεί μέσα. Αυτό τον έκανε να ψάξει τελικά στο κτίριο. Εξάλλου, τώρα πια ο Παύλος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια σκιά.**«Γιατί δεν την πηγαίνεις στο δωμάτιο;» Ρώτησε ο Αλέξης την Άννα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της.
«Ε, κοιμάται τώρα, δεν βλέπεις; Δεν θέλω να την ξυπνήσω…»
«Εντάξει, έχεις δίκιο. Δεν κοιμήθηκε χθες το βράδυ;»
«Νομίζω ότι ήταν κάπως ανήσυχη, δεν είχε ύπνο. Προσπάθησα να μείνω ξύπνια μήπως χρειαζόταν τίποτα, αλλά όπως καταλαβαίνεις δεν τα κατάφερα».
«Τι πιστεύεις ότι φταίει;»
«Μπορώ να σκεφτώ μερικά πράγματα… με πρώτο και καλύτερο τον πατέρα της. Και δεύτερη εμένα. Αυτό είναι που με τρομάζει. Μήπως της έχω κάνει κακό…»
Ο Αλέξης δεν είπε τίποτα. Τι θα μπορούσε να πει; Δεν ήταν δική του οικογένεια, δεν τους ήξερε. Ήταν πολύ πιθανό η Άννα με κάποιο τρόπο, άθελά της, να είχε κάνει κακό στην κόρη της. Οι γονείς τα κάνουν αυτά κάποιες φορές, και ο ίδιος δεν ήθελε να επέμβει στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ησυχία και πάλι.
«Είπες ότι γράφεις μια ιστορία τώρα…» Είπε η Άννα.
«Ναι… είναι αλήθεια. Το παλεύω…»
«Και πώς πάει;»
«Όπως σου είπα… Το παλεύω. Αυτό ίσως να του δίνει και αξία… το ότι αμφιβάλλεις για κάθε δουλειά που ξεκινάς. Αλλά όταν η αμφιβολία αγγίζει τα όρια της υπερβολής, μπορεί να σε σκοτώσει. Υπάρχουν φορές που νιώθεις ότι μισείς ό,τι έχεις γράψει, σαν όλα να είναι άχρηστα, σαν κανείς να μη νοιάζεται για ό,τι έχεις να πεις… λες και όλα είναι ανοησίες. Εγώ κατά καιρούς ντρέπομαι που έχω δημοσιεύσει θέματα που αφορούν τον εαυτό μου. Θέλει θάρρος, ξέρεις. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας είναι στη δική μου περίπτωση ένα μεγάλο παραμύθι, αλλά και πάλι… η προσωπικότητά σου υπάρχει εκεί μέσα».
«Πρέπει να είναι δύσκολο να είσαι μόνος σου σ’ όλο αυτό».
«Μερικές φορές είναι. Τις δύσκολες στιγμές, όπως και σε όλες τις δύσκολες στιγμές, είναι καλό να έχεις κοντά σου κάποιον που πιστεύει σ’ εσένα. Συγκεκριμένα, θα έλεγα ότι είναι απαραίτητο, αλλά δεν έχουμε όλοι αυτή την πολυτέλεια…» γέλασε.
Η Άννα σώπασε για λίγο. Χαμογέλασε κάπως μαζί του… με την καλή έννοια. Θέλησε να τον βοηθήσει… εν καιρώ. Να του δείξει ότι είχε την υποστήριξή της, αλλά δεν ήξερε για πόσο θα κρατούσε όλο αυτό. Για πόσο καιρό, δηλαδή, θα ήταν κοντά του. Αν και μέσα της είχε αρχίσει να θεωρεί κάποια πράγματα ως δεδομένα… λες και ό,τι είχε συμβεί απ’ την στιγμή που είχε αφήσει τον Νίκο ήταν σωστό. Ο φόβος υπήρχε, μαζί και η αμφιβολία, αλλά αυτά τα δύο μάλλον πάντα υπάρχουν κάπου βαθιά στις καρδιές και στη σκέψη των ανθρώπων. Και πρέπει να είσαι ανοιχτός για όλα. Η οδύνη είναι κομμάτι των ζωών όλων μας, και λίγο ή πολύ, νωρίτερα ή αργότερα, όλοι την έχουμε βιώσει. Και τώρα είχε αρχίσει να νιώθει ελεύθερη κοντά στον Αλέξη.
Ίσως τελικά αυτό που χρειάζονται οι άνθρωποι στις σχέσεις τους να είναι αποδοχή. Και αν δεν είναι αποκλειστικά αυτό, τότε είναι ένα βασικό κομμάτι μιας σχέσης. Κάποιο άλλο θα μπορούσε να είναι η υποστήριξη, η κατανόηση. Εντάξει, ίσως να είχε αρχίσει να υπερβάλλει λίγο με τον Αλέξη, δεν ήξερε αν της τα είχε προσφέρει όλα αυτά μέσα σε δύο μέρες, αλλά έκλινε προς το να τον πιστέψει, να τον εμπιστευτεί. Αναστέναξε ήρεμα.
«Τι έγινε;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τίποτα», του είπε και του χάρισε ένα χαμόγελο. «Απλά σκεφτόμουν κάποια πράγματα…»
«Θες να μου πεις τι ακριβώς σκεφτόσουν;»
«Δεν ξέρω… μάλλον όχι», του είπε και γέλασε.
«Εντάξει», της είπε. «Λέω να πάω να φτιάξω έναν καφέ. Θες κάτι;»
«Αν μπορείς να κάνεις και σ’ εμένα έναν… Πρέπει να μείνω εδώ με τη Μαρία. Δεν κάνει να ξυπνήσει τώρα…»
«Έρχομαι σε λίγο», της είπε.**Ο Γιάννης, ο Θοδωρής και ο Στράτος είχαν καθίσει κάτω απ’ το υπόστεγο της εισόδου για να μην βρέχονται. Ο Γιώργος είχε μπει στο μοναστήρι πριν από πέντε λεπτά… ή μήπως ήταν περισσότερο; Είχαν αναρωτηθεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Για εκείνους, πάντως, η ώρα περνούσε αργά. Είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι θα τους έβρισκε η νύχτα, και ότι θα έπρεπε να μείνουν εκεί, μέσα στο κρύο, χωρίς να βλέπουν τη μύτη τους. Ο Γιάννης και ο Θοδωρής είχαν βάλει στοίχημα, έτσι για να περάσει η ώρα, σχετικά με το αν ο Γιώργος θα έβρισκε εκεί μέσα τον Παύλο. Ο Θοδωρής ήταν κατά, ο Γιάννης υπέρ. Στην πραγματικότητα κι οι δυο τους πίστευαν ότι δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, αλλά είχαν αποφασίσει να κάνουν την πλάκα τους.
Ο Στράτος καθόταν σε μια άκρη και περίμενε υπομονετικά. Ήλπιζε ο Γιώργος να έβρισκε τον Παύλο, ήθελε και ο ίδιος να τον γνωρίσει κάποια στιγμή. Είχε ακούσει για εκείνον, και έμοιαζε να έχει ενδιαφέρον. Το δεξί του χέρι ήταν μέσα στην τσέπη του, κρατώντας το ασημένιο περίστροφο που είχε βρει στο μπαρ που δούλευε τις νύχτες. Ναι, ακριβώς, ο τύπος κουβαλούσε όπλο. Δεν ήξερε σε ποιον ανήκε, δεν είχε ιδέα, αλλά το είχε βρει τα ξημερώματα σε ένα συρτάρι, την ώρα που συμμάζευε. Ήταν ολομόναχος εκείνη την ώρα, και λίγο αργότερα θα έκλεινε το μαγαζί, και όταν βρήκε το όπλο, έκανε μια σειρά από απανωτά λάθη. Πρώτον: Το έπιασε αφήνοντάς πάνω τα αποτυπώματά του. Δεύτερον: Το κράτησε, το πήρε για δικό του, δίχως να ξέρει ποιος το είχε πριν, σε ποιον ανήκε, και πού είχε χρησιμοποιηθεί. Κι εδώ που τα λέμε, για έναν λόγο χρησιμοποιούνται τα όπλα. Για να σκοτώνουν. Τρίτον: Εντάξει, δεν υπήρχε τρίτο λάθος. Προς το παρόν, δηλαδή, γιατί είχε μπει μερικές φορές στον πειρασμό να το χρησιμοποιήσει.
Τώρα το είχε πάρει μαζί του, αλλά δεν ήξερε το λόγο. Η λογική του είχε πει ότι αν το άφηνε στο διαμέρισμα ίσως κάποιος με κάποιο τρόπο να το έβρισκε, και τότε θα είχε μπλεξίματα. Τώρα, όμως, το είχε μαζί του, και μπορούσε όποτε ήθελε να το ξεφορτωθεί. Φυσικά… δεν ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα ένα μαργαριτάρι που μπορεί να σε βγάλει νικητή σε κάθε είδους κωλοκατάσταση. Κι ο Στράτος βρισκόταν συχνά μπλεγμένος σε καταστάσεις τέτοιας φύσεως. Αν δεν μπορείς να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όντας αδύναμος από κάθε άποψη, άσε το όπλο να μιλήσει. Τότε νικάς σε κάθε περίπτωση. Κανείς δεν σε πλησιάζει ξανά, κανείς δεν σε καταπιέζει, κανείς δεν σου τη μπαίνει, αφού εσύ τώρα πια δαγκώνεις.
Ο Γιώργος βγήκε έξω λίγα λεπτά αργότερα, και μάλιστα από την είσοδο της αυλής, κάτι που ξάφνιασε τους υπόλοιπους. Τους χαμογέλασε, κι εκείνοι τον κοίταξαν απορημένοι, αλλά και τρομαγμένοι, μήπως ήταν ο Παύλος μαζί του.
«Τον βρήκες;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Δεν υπάρχει τίποτα εκεί μέσα», είπε εκείνος.
«Ε, τότε γιατί είσαι έτσι;» Του είπε ο Γιάννης.
«Δεν ξέρω… ίσως να είναι καλύτερα τώρα».
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Το μοναστήρι θα έφταιγε… η επαφή με τα θεία σε κάνει άλλο άνθρωπο.**Ο Αλέξης έδωσε το φλιτζάνι με τον καφέ στην Άννα. Εκείνη το έπιασε προσέχοντας να μην ξυπνήσει η Μαρία.
«Τον έφτιαξα όπως τότε…» της είπε.
«Εντάξει», είπε εκείνη, «δεν έχουν αλλάξει πολύ οι συνήθειές μου. Συνήθως αλλάζουν, δε νομίζεις; Όταν μεγαλώνει ο άνθρωπος, εννοώ…»
«Δεν ξέρω. Δεν είμαστε και τόσο μεγάλοι, πάντως», γέλασε ο Αλέξης.
«Ναι, αλλά δεν μας λες και παιδιά, έτσι δεν είναι;»
«Δεν με απασχολεί η ηλικία μου ακόμα», της είπε. «Τώρα έχω άλλα πράγματα κατά νου».
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Κάτι προσωπικό».
«Ρώτα με. Και δεν υπάρχει θέμα, αν δεν θέλω δεν σου απαντάω».
«Τώρα που ξέρεις για μένα… τώρα που ξέρεις γιατί έφυγα… Θες να μου πεις τους δικούς σου λόγους…; Τους λόγους για τους οποίους το ‘βαλες στα πόδια;»
Ο Αλέξης χαμήλωσε το βλέμμα του, συνοφρυώθηκε, ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του, έκανε μερικές αδιάφορες κινήσεις ακόμα, κι ύστερα άρχισε να το σκέφτεται. Τι ακριβώς να της έλεγε;
«Δεν ξέρω…» της είπε.
«Αυτή τη στιγμή σου ζητάω να μοιραστούμε κάτι, το καταλαβαίνεις αυτό;» Τον ρώτησε. «Κι εσύ με απορρίπτεις;»
Ο Αλέξης γέλασε. Γυναικεία λόγια ήταν αυτά τώρα; Κάποιου είδους εκβιασμός;
«Μου κάνανε μια πρόταση κάποτε», της είπε. «Κάποιος τύπος που είχε σχέση με εκδοτικές επιχειρήσεις εδώ και στο εξωτερικό. Ήθελαν να με αναλάβουν… να εκδώσουν αυτά που γράφω. Έπρεπε να τον ακούσεις τον τύπο που έστειλαν… όλο υποσχέσεις ήταν».
«Και γιατί είναι κακό αυτό; Αυτό δεν ήταν το όνειρό σου;»
«Μην το θέτεις έτσι. Τα όνειρα άλλες φορές χάνονται, και άλλες απλά αλλάζουν. Στη δική μου περίπτωση είχαν ήδη αλλάξει. Αυτό που λες θα το χαρακτήριζα ως παιδικό όνειρο. Αυτοί μου έδωσαν την ευκαιρία να το κάνω πραγματικότητα, με την προϋπόθεση να μένω ψηλά στις πωλήσεις. Γι’ αυτούς αυτό είναι που μετράει. Δεν τους νοιάζει το πόσο καλός είσαι, τους νοιάζει το πόσο πουλάς, το πόσα χρήματα θα τους φέρεις. Το ζήτημα είναι ότι εγώ κι αυτοί οι τύποι έχουμε ιδεολογικές διαφορές. Πράγματα που μπορεί να ακούγονται γελοία σε μερικούς, για μένα, όμως, έχουν σημασία».
«Τι ακριβώς εννοείς;»
«Ήξερα ότι αν αυτοί οι άνθρωποι αναλάμβαναν την προώθηση θα με έστελναν στην κορυφή. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από προώθηση, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως μεγάλη επιτυχία χωρίς προώθηση. Σύμφωνα με τη λογική, έτσι λειτουργούν τα πράγματα, και αν εγώ ακολουθούσα και ερχόταν η επιτυχία, τότε θα είχα καταφέρει πολλά, θα ήμουν άξιος συγγραφέας. Στην πραγματικότητα είμαι η νέα μόδα. Κοίτα τους όλους αυτούς… τα πάντα γίνονται για τα λεφτά. Ξεπεσμός υπάρχει παντού. Θα περάσουν στην αρχή όσα έχω να πω, κι ύστερα θα στερέψω και θ’ αρχίσω να γράφω από υποχρέωση, ακολουθώντας όποια συνταγή θα προτιμήσουν οι μάζες, απλά και μόνο επειδή αν δεν το κάνω, οι ίδιοι που θα με έχουν ανεβάσει, θα με ρίξουν, θα με θάψουν, και δεν θα υπάρχω πια ως συγγραφέας. Αν αυτό δεν είναι ξεπεσμός, τότε τι είναι; Δεν ήθελα ποτέ να γίνω μέρος μιας τέτοιας μηχανής. Κι αυτά που ήθελα ως παιδί, ήταν μόνο απόρροια των ινδαλμάτων που έφτιαχνα μέσα στο μυαλό μου και που προσπαθούσα να ακολουθήσω. Όλη αυτή η προσπάθεια είναι για εμάς ένας αγώνας για να φτάσουμε στην κορυφή και μετά να μείνουμε εκεί. Υπάρχει μια αποδοχή από ένα σύστημα το οποίο κάνει τι ακριβώς; Και με τον καιρό προέκυψε ένα άλλο θέμα, το οποίο ήταν το εξής: Πόση πίστη είχα στην τέχνη μου ώστε να συνεχίσω να την εξασκώ χωρίς να περιμένω τίποτα από κανέναν; Πώς θα μπορούσα να εγκαταλείψω αυτό που έγινα μετά από την υποτιθέμενη επιτυχία ώστε να μετατραπώ σε κάτι το αληθινό και να μην είμαι πια κάτι το πλαστικό;»
«Θα έγραφες, δηλαδή, κυνηγώντας μόνο κάτι που θα σε ικανοποιούσε σε ψυχικό επίπεδο;»
«Αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα. Υπάρχει ένα κίνητρο για τον κάθε συγγραφέα, κατά τη γνώμη μου. Ή ίσως πάνω από ένα. Το πρώτο είναι ότι… πώς να το πω… είναι σαν να μην έχεις επιλογή. Η τέχνη είναι κάτι που βγαίνει από μέσα σου. Το να της πας κόντρα είναι σαν να περιορίζεις τον εαυτό σου, σαν να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου... επομένως δεν έχεις επιλογή, έχεις την ανάγκη να ασκείς την τέχνη σου. Το άλλο κίνητρο είναι ότι το γράψιμο σημαίνει ότι έχεις κάτι να πεις. Θες να πεις πράγματα που δεν θα μπορούσες να εκφράσεις σε κανέναν, με κανέναν άλλο τρόπο. Και πολλές φορές είναι δύσκολο να δεχτείς την ιδέα ότι θες κάποιος να διαβάσει αυτό που έχεις γράψει, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα κομμάτι του εαυτού σου, το οποίο σε οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο σε κάνει αυτομάτως ευάλωτο. Αλλά έχεις την ανάγκη να σε ακούσουν. Γι’ αυτό και αμφιβάλλεις όταν γράφεις. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζεις την τέχνη σαν περίπατο στο πάρκο. Πολλές φορές είναι δύσκολο να το κάνεις, για πολλούς λόγους… Και αυτό ακριβώς είναι που κάποιες φορές δίνει αξία στο τελικό αποτέλεσμα. Πώς θα μπορούσα, λοιπόν, μέσα σε όλα αυτά να παραμείνω ένας ψεύτικος ήρωας που κάποιοι άνθρωποι θα θαυμάζουν και που στην πραγματικότητα κάποια στιγμή θα τους απογοητεύσω; Πώς να αναλάβω τέτοια ευθύνη απέναντι σε άλλους;»
«Καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά μέσα σε όλα αυτά ακούω και κάτι άλλο».
«Τι;»
«Ότι είσαι δειλός. Όταν πετυχαίνεις τον στόχο σου, όταν νικάς, ας το πούμε έτσι, ίσως να υπάρχει και κάποιο τίμημα. Πρέπει, δηλαδή, να αναλαμβάνεις και τις ευθύνες σου. Εσύ τι κάνεις; Εγκαταλείπεις αυτό που ήθελες από εννιά χρονών απλά και μόνο επειδή φοβάσαι ότι θα απογοητεύσεις κάποιους άλλους; Μάθε να σκέφτεσαι με βάση την αληθινή ζωή, Αλέξη. Ο καθένας θα αναλάβει τις ευθύνες του, κι εκείνοι, αυτοί που φοβάσαι ότι θα σε κατηγορήσουν στο τέλος ότι τους απογοήτευσες, το κοινό σου, δηλαδή, θα αναλάβουν κι εκείνοι τις δικές τους. Ότι δηλαδή δεν έπρεπε να κάνουν το λάθος να βασιστούν στη δουλειά σου».
«Χάνεις το νόημα», της είπε.
«Εσύ χάνεις το νόημα. Φοβάσαι. Για ποιον γράφεις; Για τους άλλους, ή για τον εαυτό σου; Απλά έχεις κολλήσει στην ιδέα ότι είσαι κομμάτι μιας μηχανής, όπως είπες. Αλλά θα ‘πρεπε να το ξέρεις… τα πάντα είναι κομμάτι της μηχανής που λέγεται εμπόριο. Ακόμη και η τέχνη που τόσο αγνά θες να ασκήσεις. Προσαρμόσου στον κόσμο, επιτέλους. Και τότε έτσι ήσουνα, απλά… μάλλον δεν συζητούσες αυτό το θέμα μαζί μου… Κάνω λάθος;»
«Ναι», της είπε. «Και δεν μιλάμε για εμάς τώρα. Μιλάμε για τον λόγο που, κατά τη γνώμη σου, το έβαλα στα πόδια…»
Η Άννα γέλασε.
«Κατά τη γνώμη μου, ε; Εντάξει, όπως θες πες το. Αλλά σκέψου. Πετάς το όνειρό σου μέσα από τα χέρια σου. Και μάλιστα αφού το έκανες πραγματικότητα».
«Μαλακίες. Πάντα πίστευα ότι οι γυναίκες είστε ψυχρές… σκληρές».
«Πρακτικές είμαστε», του είπε. «Και ρεαλίστριες. Και άσε τον μισογυνισμό σου στην άκρη τώρα…»
«Α, τώρα είμαι μισογύνης… ωραία, τι να σου πω. Μαλακίες… Επομένως κατά τη γνώμη σου να συνεχίσω έτσι…»
«Αν το μόνο πρόβλημα που έχεις είναι μια κρίση καλλιτεχνικής ταυτότητας, τότε ναι. Έτσι κι αλλιώς όλοι παλεύουν για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους και να καταφέρουν ακόμη περισσότερα. Βλέπεις κάτι το άδικο σ’ αυτό; Οι άνθρωποι, η κοινωνία, ο κόσμος… υπάρχει ανταγωνισμός».
Ο Αλέξης αναστέναξε.
«Δεν ξέρω…»
Η Άννα άλλαξε θέμα.
«Λέω να πάω τη Μαρία να κοιμηθεί στο δωμάτιο. Θα έρθω σε λίγο».
Ξύπνησε τη μικρή και της είπε ότι θα την πήγαινε στο κρεβάτι. Το κορίτσι αντιστάθηκε λίγο, αλλά τελικά ακολούθησε τη μητέρα του. Ο Αλέξης έμεινε μόνος στη βεράντα, κάτι που σήμαινε ότι υπήρχε ελεύθερο πεδίο για τις σκέψεις του, και εκείνες οι σκέψεις έκαναν στροφές γύρω απ’ την Άννα. Ή ήταν ιδέα του, ή την ήθελε πάλι, όπως τότε. Δεν ήθελε, ωστόσο, να θυμηθεί πώς ήταν τότε, ακριβώς επειδή ήταν πολύ δύσκολο για εκείνον… Ωχ, τι σκεφτόταν τώρα…; Δεν είχε σημασία έτσι κι αλλιώς. Ο τρόπος με τον οποίο η Άννα έβλεπε τα πράγματα κάποιες φορές τον έκανε να βγαίνει απ’ τα ρούχα του. Συγκεκριμένα, τον έκανε να θέλει απ’ το κακό του να ξηλώσει τ’ αρχίδια του και να τα πετάξει στα σκυλιά, αλλά παράλληλα τον έκανε και να την αγαπάει. Τόσο θετική στάση είχε απέναντί της, που τελικά του είχε γίνει πολύ εύκολο να αποδεχτεί τη διαφορετικότητά της. Δηλαδή… τις διαφορές που είχε εκείνη από τον εαυτό του. Τι εγωιστής που πρέπει να ήταν...
Αλλά και πάλι, δεν είχε καμία σημασία. Οι καταστάσεις τους είχαν φέρει και πάλι μαζί, κι εκείνος έπρεπε να σκεφτεί αν θα την πλησίαζε… αλλά δεν τον ένοιαζε στην πραγματικότητα. Παράτα με, απάντησε σ’ αυτές τις σκέψεις, και έμεινε να κοιτάζει τη βροχή και τη νύχτα που έπεφτε με αργούς ρυθμούς. Θα έκανε ό,τι ένιωθε, όποτε το ένιωθε, ακόμη κι αν αυτό είχε αρνητικά αποτελέσματα. Κι εξάλλου, όπως και τότε, παλιά, ίσως να χρειαζόταν να βοηθήσει κι εκείνη λίγο… Αδύναμοι άνθρωποι υπάρχουν… Τι να πει κανείς…;**«Σκοτεινιάζει, και δε μ’ αρέσει καθόλου», είπε ο Θοδωρής.
«Σε λίγο θα φτάσουμε σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, μπορούμε να μείνουμε εκεί», του απάντησε ο Στράτος.
«Όχι απλά μπορούμε, αλλά πρέπει να μείνουμε εκεί. Έτσι και μας πιάσει η νύχτα εδώ πάνω θα πεθάνουμε…»
«Υπερβολές».
Διαφώνησαν για λίγο ακόμα, κι ύστερα σώπασαν. Ο Στράτος παρατήρησε ότι ο Γιώργος είχε επιστρέψει στη συνηθισμένη του κατάσταση. Ήταν σοβαρός και μιλούσε μετά βίας. Απλά περπατούσε δίπλα τους, με τα χέρια κρεμασμένα. Σαν σκιάχτρο έμοιαζε, σκέφτηκε ο Στράτος, και για μια στιγμή τον φαντάστηκε φουσκωμένο με άχυρο. Ένα ζωντανό, σκυθρωπό, σοβαρό σκιάχτρο. Ο Γιώργος. Ίσως, τελικά, το ότι δεν είχε βρει τον Παύλο να τον είχε επηρεάσει αρνητικά, αλλά τι μπορούσε να κάνει; Τίποτα. Ίσως αν του μιλούσε… Περπάτησε δίπλα του και του είπε:
«Είσαι εντάξει;»
«Ναι», απάντησε ο Γιώργος.
«Δεν άλλαξε και τίποτα, ε; Απλά δεν τον βρήκες. Υπάρχει μια μικρή απογοήτευση, η οποία σε λίγο θα εξαφανιστεί, κι ύστερα όλα καλά. Τι λες;»
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του. Παράξενο είναι μερικές φορές όταν κάποιος προσπαθεί να σε παρηγορήσει. Το να σε κάνει κάποιος να νιώσεις καλύτερα δεν είναι απλά αποτέλεσμα των λέξεων που θα χρησιμοποιήσει. Είναι περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο σε οδηγεί σε ένα δικό σου, ελαφρυντικό συμπέρασμα. Ο Στράτος ήταν πάνω απ’ όλα ανίκανος να κάνει κάτι τέτοιο, και κοίτα τον τώρα… Ο Γιώργος ένιωσε μια μικρή απέχθεια για το πρόσωπό του. Πώς μπορεί να μην καταλαβαίνει; Αναρωτήθηκε. Αλλά πάνω απ’ όλα, δεν κατανοούσε γιατί ήταν και για τον ίδιο τόσο δύσκολο να εξηγήσει αυτό που ένιωθε. Γιατί δεν ήταν απογοήτευση αυτό που ένιωθε, όχι, ήταν κάτι άλλο. Ήταν μελαγχολία. Μια μελαγχολία η οποία είχε πλέον γίνει μόνιμη και δεν έλεγε να φύγει από πάνω του. Ήταν η καθημερινότητά του, ο ίδιος του ο εαυτός.
Ο Στράτος συνέχισε να περπατάει δίπλα στον Γιώργο. Κανείς απ’ τους δυο τους δεν μιλούσε, αλλά σίγουρα σκέφτονταν ο ένας τον άλλον. Ο Στράτος σκεφτόταν κάποιο τρόπο για να βοηθήσει τον φίλο του, ενώ ο Γιώργος έθετε ερωτήματα πάνω σε όλα τα αρνητικά που ένιωθε για τον Στράτο. Τον εκνεύριζε που εκείνος έδειχνε ενδιαφέρον, λες και ο Γιώργος ήταν μικρό παιδί και δεν μπορούσε να κάνει κάτι για τον εαυτό του. Ίσως να μην μπορούσε. Ίσως να μην ήθελε.**Οι τέσσερις τους έφτασαν στο ξενοδοχείο όταν η νύχτα είχε σχεδόν καλύψει τα πάντα. Πέρασαν τις διπλές πόρτες που ο Αλέξης είχε αφήσει ανοιχτές, και περπάτησαν προς τον κήπο, αγνοώντας το υπόστεγο και το αυτοκίνητο από κάτω του. Στον κήπο υπήρχαν μικρές λάμπες γύρω απ’ το πέτρινο μονοπάτι, κι έτσι βρήκαν εύκολα τον δρόμο. Ο Γιάννης περπατούσε μπροστά, και σταμάτησε ακριβώς στα σκαλοπάτια της βεράντας. Σε έναν ξύλινο καναπέ κάθονταν ένας άντρας και μια γυναίκα, και τους κοίταζαν. Έδειχναν ξαφνιασμένοι. Ο Γιάννης τους χαμογέλασε.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ
1
Η Φανή ξύπνησε για ακόμη μια φορά νωρίς το πρωί. Είχε κοιτάξει απ’ το παράθυρό της, αλλά δεν είχε δει τον Γιώργο να κάθεται στον φράχτη. Είχε χαμογελάσει με μια μικρή δόση απογοήτευσης. Ήξερε ότι δεν θα τον έβλεπε εκεί, αλλά ήθελε μόνο να νιώσει όπως και την πρώτη φορά.
Κάθισε για λίγο μπροστά στον υπολογιστή της, χαζεύοντας τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει τον τελευταίο καιρό. Εντάξει, μάλλον δεν ήταν και πολύ καλή φωτογράφος. Προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό της να νιώσει καλύτερα με το επιχείρημα ότι μάθαινε ακόμα.
Πήρε την φωτογραφική μηχανή και βγήκε απ’ το δωμάτιο περπατώντας σχεδόν αθόρυβα. Δεν ήθελε να ξυπνήσει τους γονείς της. Κατέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε στο ισόγειο. Ίσως να υπήρχε κάπου εκεί γύρω κάτι καλό να φωτογραφίσει. Έτσι απλά, για να περάσει την ώρα της. Με τα δεδομένα που ίσχυαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει επαγγελματίας φωτογράφος, αλλά δεν την ένοιαζε και τόσο. Απλά ήθελε να φτιάχνει όμορφες εικόνες, έτσι, για να τις βλέπει. Ε, εδώ που τα λέμε, δεν έλειπαν και τα όνειρα για μια μικρή έκθεση κάπου, κάποια στιγμή. Αλλά πρώτα έπρεπε να μάθει, και ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις την τέχνη σου είναι να παρατηρείς και να την ασκείς όσο περισσότερο μπορείς.
Είχε σκεφτεί κάποια στιγμή να έβγαζε μια φωτογραφία τον Γιώργο και τους φίλους του, αλλά τόσο μονόχνοτος που ήταν εκείνος, σίγουρα θα είχε αρνηθεί. Δεν είχε σημασία. Ο Γιώργος ήταν μια γνωριμία που είχε έρθει και είχε φύγει. Αν και η Φανή θα ήθελε να είχε μείνει για λίγο ακόμα. Τελικά γέλασε με τη σκέψη ότι όταν θα γυρνούσαν από το μοναστήρι, θα επέστρεφαν στο κτήμα, εφόσον το ξενοδοχείο πιο ψηλά στο βουνό δεν λειτουργούσε ακόμη. Επομένως, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει μέχρι να τους ξαναδεί.
Έβγαλε άλλη μια φωτογραφία, αλλά ούτε κι αυτή της άρεσε. Η διάθεσή της είχε αρχίσει να χαλάει. Βρέθηκε απλά να περπατάει μέσα στο κτήμα, με την κάμερα κρεμασμένη στο λαιμό της και τα χέρια στις τσέπες της. Κούμπωσε το μπουφάν της επειδή είχε αρχίσει να κρυώνει, και φόρεσε την κουκούλα της όταν άρχισε και πάλι το ψιλόβροχο. Κάτι της έλειπε, προφανώς. Έτσι ένιωθε εκείνη, δηλαδή. Ίσως μια καλή παρέα, η παρουσία κάποιου ανθρώπου, ή κάτι τέτοιο. Ο καθένας έχει τη δική του εικόνα για το πώς θα ήθελε να είναι η σχέση του με κάποιον άλλον, κι η Φανή είχε τη δική της. Θα περνούσε μαζί του τις μέρες της στο κτήμα, κοιτώντας τη βροχή, μαθαίνοντας ακόμη περισσότερα για τη φωτογραφία, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να είναι δημιουργική, συζητώντας μαζί του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Την πλήγωνε λίγο που οι γονείς της δεν ήταν μέρος της εικόνας, αλλά τι να κάνεις… Όπως είχε πει κι ο Γιώργος, δεν γίνεται να έχεις την αποδοχή όλων.
Συνέχισε να περπατάει δίπλα στον φράχτη, ώσπου έφτασε στο σημείο που είχε γνωρίσει τον Γιώργο. Σκέφτηκε ότι ο Γιώργος είχε ένα κάποιο δίκιο να βλέπει τα πράγματα όπως τα έβλεπε. Ένιωθε μόνος. Οι άνθρωποι έχουν σε συναισθηματικό επίπεδο ανάγκη ο ένας τον άλλον, και υπάρχουν κι εκείνοι που ψάχνουν –τουλάχιστον μέχρι τον οριστικό συμβιβασμό- τον ιδανικό άνθρωπο, τον άντρα ή τη γυναίκα που όμως ζήτημα είναι το αν υπάρχει. Ψάχνουν να βρουν κάτι να αγαπήσουν, κάτι που θα τους αποδεχτεί χωρίς να έχει τίποτα να κερδίσει. Η Φανή καταλάβαινε. Ο Γιώργος έβλεπε τι θα ακολουθούσε. Έπρεπε να γίνει αυτό που μισούσε προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει, και δεν ήθελε να συμβιβαστεί έτσι απλά. Δεν ήθελε να γίνει σαν αυτούς που μέσω της απογοήτευσής τους καταδίκαζαν τα όνειρά τους. Κι ύστερα άρχιζαν οι φιλοσοφίες για τη ζωή, σχετικά με το πώς έχουν τα πράγματα, το τι πρέπει να κάνουμε, και το ότι αυτό που θες στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία. Αν αυτό δεν λέγεται αποτυχία, τότε πώς λέγεται; Πίστευε ότι αυτά είναι απλά θεωρίες που κάνουν έναν άνθρωπο που νιώθει αποτυχημένος να νιώσει καλύτερα. Η Φανή καταλάβαινε ότι αν ο Γιώργος σκεφτόταν έτσι, τότε για εκείνον σήμαινε ότι αυτόματα τοποθετούσε τον εαυτό του κάπου ανάμεσα στις μετριότητες, και ένιωθε ότι μπορούσε σε ένα βαθμό να τον καταλάβει, να τον ψυχολογήσει. Ο Γιώργος ήθελε να ζήσει, και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ την απογοήτευση που έστρεφε εναντίον του εαυτού του, είχε αγάπη μέσα του. Και αν κατάφερνε να τον κάνει να την εκφράσει, τότε θα τον είχε, πλέον, θεραπεύσει, θα τον έκανε να ελπίζει και να πιστεύει. Να ζει.
2
Ο Αλέξης κατέβηκε στην κουζίνα για να φτιάξει έναν καφέ. Κι ενώ τον έφτιαχνε, ο Γιάννης μπήκε μέσα.
«Καλημέρα», είπε στον Αλέξη.
«Καλημέρα», του είπε κι εκείνος. «Κοιμούνται οι φίλοι σου;»
«Μάλλον. Δεν είδα κανέναν τους ακόμα. Από χθες το βράδυ εννοώ. Ήθελα να σε ευχαριστήσω που μας άφησες να μείνουμε εδώ για λίγο. Μάλλον σήμερα θα φύγουμε μόλις σταματήσει η βροχή».
«Όπως νομίζετε», του είπε. «Πάντως… μια και γνωριστήκαμε, ίσως να θέλατε να μείνετε λίγο ακόμα. Εγώ κι η Άννα είμαστε μόνοι μας εδώ πέρα, δεν έχουμε παρέα».
«Δεν ξέρω… μήπως να το συζητήσω και με τους άλλους… Σίγουρα δεν θα ενοχλήσουμε;»
«Ναι», του έγνεψε.
«Εντάξει, μην ανησυχείς… θα το συζητήσω και με τους άλλους, και θα δούμε…»
Ο Αλέξης του έγνεψε, και μετά άλλαξε θέμα.
«Τελικά δεν βρήκατε τον φίλο σας, ε;»
«Ποιον;»
«Αυτόν που αναφέρατε χθες. Πώς τον έλεγαν; Παύλο;»
«Α, ναι… Όχι δεν τον βρήκαμε. Δεν ήταν ακριβώς φίλος μας. Φίλος του Γιώργου ήταν, όχι δικός μας. Αλλά πες μου κάτι… εσύ και η Άννα… γιατί ήρθατε εδώ;»
«Ίσως να θέλαμε να ξεσκάσουμε λίγο», του είπε ο Αλέξης.
«Είστε ζευγάρι;»
«Πολλά ρωτάς», του είπε.
«Συγνώμη. Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος».
«Θες καφέ;»
«Ναι, θα ήθελα λίγο…»**Ο Αλέξης βγήκε στη βεράντα και κάθισε στον ξύλινο καναπέ. Ο Γιάννης τον είχε ρωτήσει πριν λίγο αν ήθελε να του κάνει παρέα, κι ο Αλέξης είχε δεχτεί. Έτσι, κάθισαν μαζί.
«Είναι αλήθεια ότι είσαι συγγραφέας;» Τον ρώτησε ο Γιάννης.
«Νομίζω πως ναι».
«Μας έχει μιλήσει ο Γιώργος για σένα. Λέει ότι είσαι καλός…»
«Κάνω ό,τι μπορώ…»
«Πώς είναι όταν γράφεις; Πώς νιώθεις; Έχει κάτι το ιδιαίτερο;»
«Δεν είμαι σίγουρος… ή μάλλον ναι, θα έλεγα ότι έχει. Το ζήτημα με την τέχνη, ξέρεις… είναι ότι έρχεσαι σε επαφή με ανθρώπους. Ή μάλλον εκείνοι έρχονται σε επαφή μαζί σου, όταν νιώθουν αυτό που εκφράζεις».
Είναι, βασικά, σαν να ανοίγεις την καρδιά σου σε κάποιον. Στην ουσία ζητάς δύο πράγματα. Το ένα είναι η συγχώρεση. Το άλλο η αποδοχή. Αν κάποιος κερδίσει κάτι από τη δουλειά σου, τότε ίσως να θελήσει να σου δώσει κάτι από αυτά τα δύο. Αλλά αυτό είναι πάντα υποκειμενικό θέμα. Ό,τι κι αν σου δώσει αυτός που δέχεται την τέχνη, ο δέκτης, δεν σου το δίνει σκόπιμα. Η ουσία είναι αυτό που νιώθεις εσύ μέσω της μετάδοσης της τέχνης. Είναι κάτι που στην πραγματικότητα αφορά μόνο εσένα. Από την άλλη, η ίδια η τέχνη, όταν εκλαμβάνεται από τον δέκτη, αφορά μόνο εκείνον, πάντα σε σχέση με τον εαυτό του, όχι με τον καλλιτέχνη.
Ο άνθρωπος, όμως, αλλάζει. Επομένως ποιο θα ήταν ένα άριστο έργο τέχνης; Αυτό είναι σχετικό. Ο Αλέξης θεωρούσε καλό ένα έργο τέχνης όταν είχε να δώσει κάτι στον δέκτη, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Σκέψεις; Συναισθήματα, ίσως; Ακόμη, θεωρούσε ένα έργο τέχνης πολύ καλό, ίσως και άριστο, όταν το νόημά του μεταβάλλεται ανάλογα με το πώς μεταβάλλεται ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα και η σκέψη του δέκτη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όσο ο άνθρωπος αλλάζει, το ίδιο έργο τέχνης θα έχει να του δώσει κάτι άλλο σύμφωνα με την αλλαγή του. Το έργο τέχνης θα μεταβάλλεται παράλληλα με τον δέκτη, κι έτσι αποκτά κάθε φορά καινούρια αξία, ξανά από την αρχή.
Το εξήγησε στον Γιάννη, ο οποίος τον κοίταξε απορημένος, κι ύστερα του είπε ότι αν κατάφερνε μια μέρα να γράψει ένα τέτοιο κείμενο, τότε θα αναγνώριζε τον εαυτό του ως καλλιτέχνη. Μέχρι τότε, όμως, μπορούσε να αμφιβάλλει όσο ήθελε.
«Τι ώρα ξυπνάνε οι φίλοι σου;»
«Δεν ξέρω. Ο Γιώργος ξυπνάει νωρίς, πάντως.
Πέρασαν λίγη ώρα χωρίς να μιλήσουν.**Η Άννα άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα παρέα με τη Μαρία. Η μικρή είχε κοιμηθεί νωρίς την προηγούμενη νύχτα και είχε ξυπνήσει νωρίς, και τώρα είχε κάνει τη μάνα της να φτύσει αίμα. Τραγουδούσε, χοροπηδούσε, γελούσε, και έκανε διάφορα άλλα. Τώρα ζητούσε από την Άννα να της δώσει να πιει καφέ, κάτι που δεν επρόκειτο να συμβεί.
Κατέβηκαν στην κουζίνα. Η Άννα έβαλε χυμό για τη μικρή και καφέ για τον εαυτό της. Είχε δει τον Αλέξη και τον Γιάννη που κάθονταν στη βεράντα, αλλά δεν τους είχε μιλήσει. Ήθελε πρώτα να νιώσει ότι είχε ξυπνήσει, ότι δεν κοιμόταν όρθια ακόμα.
«Έλα», είπε στη Μαρία, «πάμε έξω».
Βγήκαν στη βεράντα και κάθισαν για λίγο με τον Αλέξη και τον Γιάννη. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, αλλά τώρα δεν ήταν δυνατή, δεν ήταν όπως το προηγούμενο βράδυ. Οι σταγόνες έμοιαζαν να πέφτουν αργά και ήρεμα, σχεδόν αθόρυβα.
«Δεν ήξερα ότι έχετε και παιδιά μαζί σας», είπε ο Γιάννης.
«Η κόρη μου είναι», είπε η Άννα. «Τη λένε Μαρία».
Ο Γιάννης χαιρέτησε τη Μαρία και συστήθηκε. Εκείνη είπε το όνομά της και χαμογέλασε. Ύστερα πλησίασε τη μητέρα της.
«Θα μείνετε πολύ εδώ;» Ρώτησε η Άννα.
«Αν ενοχλούμε… θα φύγουμε αμέσως μόλις μπορέσουμε…»
«Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Εμένα δεν με ενοχλείτε…»
«Κάναμε μια συζήτηση πριν με τον Αλέξη, και είπε ότι αν θέλουμε μπορούμε να μείνουμε. Εγώ, προσωπικά, έχω κάποιες μέρες ακόμη άδεια, και εδώ πάνω είναι ωραία. Είναι ήρεμα… Δεν το συζήτησα ακόμη με τους άλλους…»
«Εμείς δεν έχουμε κάτι να κάνουμε εδώ πέρα», είπε η Άννα. «Απλά… ας πούμε ότι πρόκειται για διακοπές…»
«Διαλέξατε όμορφο μέρος για διακοπές. Κι έχετε ένα ολόκληρο ξενοδοχείο δικό σας…» Ο Γιάννης ήξερε ότι κάτι δεν ήταν και πολύ σωστό σε όλα αυτά. Σύμφωνα με όσα τους είχαν πει χθες, ένας φίλος τους είχε δώσει το κλειδί για να μείνουν στο ξενοδοχείο του. Κι αυτοί είχαν ανέβει εδώ πάνω οι δυο τους… Γιατί; Ποιος θέλει να μείνει μόνος του σε ένα άδειο ξενοδοχείο, πάνω σε ένα άδειο βουνό; Προφανώς κανείς. Ούτε καν αυτοί οι δύο, ο Αλέξης και η Άννα, εφόσον είχαν έρθει σε επαφή με τέσσερις άγνωστους, και τώρα θα έμεναν μαζί τους στον ίδιο χώρο. Είχε αρχίσει να γίνεται καχύποπτος μαζί τους.
«Τα είπαμε αυτά…» είπε ο Αλέξης. «Ένας από τους ιδιοκτήτες είναι φίλος μου…»
Η συζήτηση συνεχίστηκε, ενώ η Μαρία περπατούσε πάνω κάτω στη βεράντα. Βγήκε για λίγο στη βροχή, αλλά η Άννα δεν της είπε τίποτα, όσο κι αν το ήθελε.
Κι ύστερα η μικρή επέστρεψε, και είπε στην Άννα ότι θα πήγαινε στο σαλόνι να δει τηλεόραση. Μπήκε μέσα, αλλά δεν πήγε στο σαλόνι. Πλησίασε τη σκάλα, αλλά δεν ανέβηκε πάνω, κατέβηκε κάτω, προς το υπόγειο. Αν ήταν υπόγειο αυτό που βρισκόταν εκεί. Η Μαρία είχε μάθει ότι τα υπόγεια είναι σκοτεινά και τρομακτικά, και ενίοτε μέσα στην υγρασία και τη μούχλα. Δεν είχαν φαρδιές σκάλες όπως εκείνη που μόλις είχε κατέβει, ούτε μοκέτες στο πάτωμα, στον διάδρομο. Είχαν, όμως, λιγοστό φως, όπως ο διάδρομος που είχε τώρα μπροστά της.
Περπάτησε στην ευθεία ανάμεσα στις ξύλινες πόρτες. Δοκίμασε να ανοίξει κάποιες από αυτές, αλλά καμιά δεν άνοιξε, ήταν όλες κλειδωμένες. Της άρεσε η ιδέα της εξερεύνησης. Τι θα μπορούσε να κρύβεται σ’ εκείνα τα σκοτεινά δωμάτια; Την τρόμαζε λίγο, και αυτό ήταν που είχε διεγείρει την περιέργειά της. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου, όπου υπήρχε ένα μικρό παράθυρο ψηλά, κοντά στο ταβάνι. Δεν το έφτανε. Δοκίμασε την πόρτα στα δεξιά της, κι εκείνη άνοιξε.
Ήταν μια αποθήκη. Είχε μεταλλικά ράφια με διάφορες κούτες πάνω. Είχε εργαλεία, καλώδια, σφουγγαρίστρες, σκούπες… ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς. Το παράξενο ήταν ότι μέσα στο δωμάτιο υπήρχε, επίσης, καπνός. Τσιγάρο. Κάποιος κάπνιζε. Η Μαρία ανάμεσα από τα πράγματα στο μεσαίο ράφι, διέκρινε έναν άνθρωπο. Κάποιος στεκόταν από την άλλη μεριά.
Πλησίασε αθόρυβα και κοίταξε ανάμεσα από τις κούτες. Ήταν ένας άντρας. Είχε μακριά, σγουρά μαλλιά, μαύρα, και φορούσε γυαλιά. Έδειχνε σκεπτικός. Κάπνιζε ένα τσιγάρο, και έμοιαζε να είναι θλιμμένος. Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε ανάμεσα από τα κιβώτια.
«Γεια σου», της είπε. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; Έλα, πλησίασε. Έλα να σε δω…»
Η Μαρία έκανε τον γύρο των ραφιών περπατώντας αργά, σφίγγοντας με τα μικρά χέρια της το παντελόνι της. Στάθηκε στην άκρη και τον κοίταξε με ύφος σοβαρό, ίσως ντροπαλό. Ίσως τρομαγμένο.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησε εκείνος.
«Μαρία», του είπε.
«Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Εξερευνούσα το υπόγειο».
«Ναι… νομίζω ότι κι εγώ κάτι τέτοιο έκανα. Δεν φοβάσαι ποτέ; Τα ξενοδοχεία μπορούν να είναι τρομακτικά μέσα στην ησυχία τους. Είναι σαν να χάνεσαι μέσα τους, να μην ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει…»
«Εσάς πώς σας λένε;»
«Γιώργο», της είπε.
«Και τί κάνετε εδώ; Ήρθατε μαζί με κάποιους που ήρθαν χθες; Μου είπε η μαμά μου ότι κάποιοι ήρθαν χθες…»
«Ναι, μ’ εκείνους ήρθα. Η Άννα είναι η μαμά σου;»
Η Μαρία έγνεψε καταφατικά.
«Παράξενο μου φαίνεται. Δεν θα περίμενα να έχει κόρη… Θες να φύγουμε από ‘δω;»
Η μικρή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν μιλάς πολύ», της είπε. «Μ’ αρέσει αυτό».
Σηκώθηκε και της είπε να έρθει μαζί του.
«Έλα, ας επιστρέψουμε στον κόσμο. Εδώ κάτω δεν είναι μέρος για ένα παιδί».
Βγήκαν στον διάδρομο και περπάτησαν μαζί προς τη σκάλα.**Το απόγευμα ο Γιώργος μπήκε στην κουζίνα και είδε τον Θοδωρή να κάθεται στο μεταλλικό τραπέζι. Είχε μπροστά του λίγο ψωμί και ένα πιάτο. Τον ρώτησε τι έκανε κι εκείνος του είπε ότι είχε βρει κάτι να φάει… μια κονσέρβα.
«Ναι», είπε ο Γιώργος, «κι εγώ κάτι να φάω έψαχνα». Άνοιξε μερικά ντουλάπια και βρήκε κι εκείνος τις κονσέρβες.
«Μόνο μην πάρεις κονσέρβα σολομού», του είπε ο Θοδωρής. «Βρωμάει σαν άπλυτη πούτσα».
Ο Γιώργος γέλασε κι ύστερα τον ρώτησε:
«Είσαι σίγουρος ότι έφαγες σολομό κι όχι άπλυτη πούτσα;»
«Άντε γαμήσου».
Κάθισε απέναντι απ’ τον Θοδωρή και άνοιξε μια κονσέρβα και έκανε όλα τα σχετικά και άρχισε να τρώει.
«Είδες κανέναν άλλον;» Ρώτησε ο Θοδωρής.
«Όχι», του είπε ο Γιώργος. «Πρέπει να κοιμούνται».
«Παράξενοι άνθρωποι αυτοί οι δύο, ε; Ο Αλέξης και η Άννα…»
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω. Το κέφι τους κάνουν. Το σίγουρο είναι ότι μένουν σε διαφορετικά δωμάτια, άρα μάλλον δεν είναι μαζί».
«Ωραία γκόμενα αυτή η Άννα, ε;» Το ύφος του Θοδωρή ήταν το ύφος του ένοχου.
Ο Γιώργος ανασήκωσε για άλλη μια φορά τους ώμους του. Ε, ήταν περιττό να μιλήσει. Κατά βάθος συμφωνούσε.
«Εμένα μ’ αρέσει η μικρή», είπε τελικά.
«Τι εννοείς;»
«Ήρθε και με βρήκε κάτω, στο υπόγειο. Πλάκα είχε. Νομίζω ότι την τρόμαξα λίγο».
«Δεν γίνεται να συζητάμε για το πόσο ωραία γκόμενα είναι η Άννα, κι εσύ να μου λες ότι σ’ αρέσει η μικρή».
«Είσαι τούβλο», του είπε ο Γιώργος. Και μετά: «Δίκιο έχεις. Σαν πούτσα βρωμάει ο σολομός».**Ήταν βράδυ, και το τέλος της πρώτης μέρας στο ξενοδοχείο. Τα πράγματα κυλούσαν ήρεμα, κι όλα έδειχναν εντάξει, μέχρι που ένας καυγάς ξεκίνησε στο σαλόνι. Πήγαν όλοι να δουν τι συνέβαινε, και είδαν τον Στράτο να μαλώνει με τον Θοδωρή. Βρίσκονταν αρκετά κοντά ο ένας στον άλλον και όλα έδειχναν ότι σε λίγο θα πιάνονταν στα χέρια, αλλά ο Γιάννης και ο Αλέξης χώθηκαν ανάμεσα για να τους χωρίσουν. Δεν δόθηκε έκταση στο θέμα.
Η Άννα περπάτησε προς τα παράθυρα και κοίταξε έξω. Ο Γιώργος καθόταν στα σκαλοπάτια της βεράντας με τη Μαρία και συζητούσαν. Της φάνηκε παράξενο, και έγινε και λίγο καχύποπτη για να πω την αλήθεια, γι’ αυτό και βγήκε να καθίσει μαζί τους.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;» Ρώτησε.
«Συζητάμε», είπε η μικρή.
Η Άννα κοίταξε τον Γιώργο.
«Την άκουσες», της είπε εκείνος, «συζητάμε».
«Και τι λέτε;» Επέμεινε η Άννα.
«Ο Γιώργος ξέρει πράγματα για τα αστέρια», είπε η μικρή.
«Ξέρει τους αστερισμούς;»
«Όχι, όχι», είπε εκείνος. «Ξέρει απλά πέντε πράγματα… έτσι απλά…»
«Γιατί δε μας λέει;» Η Άννα κάθισε δίπλα στη Μαρία και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Τι να σας πει;» Ρώτησε ο Γιώργος. «Δεν ξέρει αρκετά…»
«Εμένα», είπε η Μαρία, «μου είπε ότι αυτά τα αστέρια που φαίνονται σ’ εκείνο το σημείο ανάμεσα στα σύννεφα υπήρχαν πριν από πολύ καιρό, και ότι αυτό που βλέπουμε εμείς τώρα ανήκει ήδη στο παρελθόν».
Η Άννα κι ο Γιώργος γέλασαν. Μετά ο Γιώργος είπε:
«Και αυτό είναι ό,τι ο Γιώργος ξέρει για τα αστέρια».
«Πόσων χρονών είσαι, Γιώργο;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Είκοσι τεσσάρων», της είπε. «Μικρός είμαι ακόμα, ε;»
«Όχι και τόσο. Πώς τα πας με το πανεπιστήμιο;»
Ο Γιώργος άναψε ένα τσιγάρο.
«Όχι και τόσο καλά. Βαριέμαι να κάνω ό,τι χρειάζεται για να περνάω τα μαθήματα. Μ’ αρέσει, όμως, το διάβασμα. Μ’ αρέσει να διαβάζω βιβλία».
«Διαβάζεις ό,τι πέσει στα χέρια σου, δηλαδή».
«Περίπου. Διαβάζω ακόμη και κείμενα με τα οποία ίσως να διαφωνώ κάθετα. Μ’ αρέσει να γνωρίζω απόψεις. Μ’ αρέσει η φιλοσοφία».
Η Μαρία ρώτησε τη μητέρα της τι είναι η φιλοσοφία, κι εκείνη κοίταξε τον Γιώργο, αλλά αυτός της έγνεψε με έναν τρόπο που έλεγε ότι δεν είχε απάντηση. Της είπε, μόνο, ότι κατά τη γνώμη του ήταν τα πάντα.
«Δηλαδή;» Ρώτησε η Μαρία.
«Είναι κάτι», είπε ο Γιώργος, «που σχετίζεται με κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής. Βοηθάει το μυαλό σου να ανοίξει, να μάθει, να σκεφτεί, και να κρίνει».
Η Άννα του χαμογέλασε.
«Είσαι καλός με τα παιδιά, ε;» Τον ρώτησε.
«Δεν… ξέρω… Μ’ αρέσει όταν ρωτάνε πράγματα. Μ’ αρέσει να τους δίνω απαντήσεις».
Σώπασαν, και μετά ο Γιώργος ρώτησε την Άννα σχετικά με τον Αλέξη.
«Τι θες να μάθεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Είστε μαζί;»
«Γιώργο…» είπε εκείνη «…είναι λίγο προσωπική η ερώτησή σου…»
«Δεν είσαι υποχρεωμένη να μου πεις».
«Ξέρω τον Αλέξη εδώ και πολλά χρόνια. Ήμασταν μαζί παλιότερα».
«Είναι δική του η Μαρία;»
«Όχι», είπε η Άννα. «Γιατί τόσες ερωτήσεις γι’ αυτόν;»
«Σας είδα στο μοτέλ, και αμέσως τον αναγνώρισα. Έχω διαβάσει τα βιβλία του, και κάποια από τα διηγήματά του. Ξέρεις… αυτή η αναφορά στα απλά, στα καθημερινά πράγματα, στα οποία κανείς δεν δίνει σημασία, που είναι, όμως, τόσο σημαντικά για το καθετί. Ο Αλέξης είναι ένας καλός συγγραφέας κατά τη γνώμη μου».
«Είχαμε χρόνια να βρεθούμε με τον Αλέξη», είπε η Άννα. «Βρεθήκαμε τυχαία σ’ εκείνο το μοτέλ, και καταλήξαμε εδώ. Δεν ξέρω πολλά για τη ζωή του όλα αυτά τα χρόνια».
Ο Γιώργος έγνεψε, και η Άννα ένιωσε παράξενα. Στην πραγματικότητα ο Γιώργος δεν γνώριζε καν τον Αλέξη, απλά ήθελε να επιβεβαιώσει όσα πίστευε για εκείνον.
«Γιατί, όμως, δείχνεις τόσο ενδιαφέρον;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Ίσως τα κείμενά του να με έκαναν να τον συμπαθήσω».
Του χαμογέλασε.
«Θες να τον γνωρίσεις, ε;» Τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω…»
«Θες να του πω τίποτα;»
Ο Γιώργος έγνεψε αρνητικά.
«Μάλλον όχι, άσε… τίποτα».
«Σίγουρα;»
«Ναι, Άννα», της είπε.
«Εντάξει, όπως θέλεις».
«Πολύ ήσυχη είναι η μικρή», είπε ο Γιώργος, και η Μαρία χαμογέλασε.
3
Τα άστρα που φαίνονταν το προηγούμενο βράδυ στον ουρανό τώρα είχαν χαθεί. Η Φανή είχε κοιμηθεί μόνο τρεις ώρες το βράδυ. Δεν ήξερε γιατί, αλλά το μυαλό της ήταν στον Γιώργο και στους φίλους του.
Κάποιος άλλος ίσως να μην έδειχνε ενδιαφέρον σ’ εκείνους τους τέσσερις από τη στιγμή που θα έφευγαν απ’ το κτήμα. Από τη στιγμή, δηλαδή, που θα τον είχαν πληρώσει για τη διαμονή τους σ’ αυτό. Η Φανή, όμως, το έβλεπε διαφορετικά. Την ένοιαζε.
Σε λίγο κατέβηκε από νωρίς στο ισόγειο και κάθισε στο σαλόνι. Στην αρχή δεν πρόσεξε το φως στην κουζίνα, αλλά όταν το είδε πλησίασε για να δει ποιος ήταν ξύπνιος. Ήταν η μητέρα της.
«Καλημέρα, μαμά», της είπε.
«Γεια σου, κορίτσι μου. Έλα, κάτσε».
Η Φανή κάθισε σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, πλάι στη μητέρα της.
«Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;» Την ρώτησε.
«Δεν είχα ύπνο, και είπα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι για να μην ξυπνήσω τον πατέρα σου».
«Είχαμε τίποτα νέα από εκείνους τους τέσσερις;»
«Τι νέα;» Ρώτησε η μητέρα της. «Έφυγαν, πήγαν στο μοναστήρι».
«Ναι, ρε μάνα, αλλά το μοναστήρι είναι κλειστό. Λογικά θα επιστρέψουν. Αλλιώς τί θα κάνουν μέσα στη βροχή;»
«Δεν ξέρω… Παράξενα πράγματα. Δεν είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε και πολύ από τότε που ήρθες, όμως… Πώς ήταν στην Πελοπόννησο;»
«Ήταν ήσυχα. Και όμορφα», της είπε η Φανή. «Η θεία με βοήθησε πάρα πολύ».
«Έκανες καινούριους φίλους εκεί;»
«Δεν ξέρω… δεν θα το έλεγα. Εντάξει, γνώρισα κάποιους ανθρώπους, αλλά τίποτα το ιδιαίτερο δεν προέκυψε. Δεν ήμουν και πολύ πρόθυμη έτσι κι αλλιώς να κάνω φίλους. Με απασχολούσαν άλλα πράγματα. Δούλευα, πάντως, και σκοπεύω να χρησιμοποιήσω τα λεφτά για να αγοράσω κάποια πράγματα…»
«Τι πράγματα;»
«Ό,τι χρειάζεται κανείς για να τραβήξει καλές φωτογραφίες. Θέλω να μάθω κάποια πράγματα, να μπορώ να φτιάξω ωραίες εικόνες…»
Η Ελένη, η μητέρα της, μόρφασε.
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι θα έκανες αν δεν είχαμε το κτήμα. Και τώρα που άνοιξε το ξενοδοχείο εδώ πιο πάνω, δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει κι αυτό…»
Η Φανή δεν αφιέρωσε χρόνο στο να εκνευριστεί. Ίσως η μητέρα της να είχε ένα μικρό δίκιο, αλλά η κατάσταση είχε κάπως έτσι: Η Φανή μιλούσε για κάτι που την έκανε ευτυχισμένη, ενώ η Ελένη της έκανε επίθεση, προφανώς θεωρώντας ασήμαντο και ανόητο αυτό που επιθυμούσε η κόρη της.
«Όλα θα πάνε καλά», είπε η Φανή. Δεν ήθελε να μπει σε μια τέτοια συζήτηση τώρα. Κάποιος της είχε πει μια φορά ότι όφειλε να πάει και να σπουδάσει απλά και μόνο για να κάνει τον πατέρα της περήφανο. Εκείνη του είχε πει ότι δεν χρωστούσε τίποτα τέτοιο σε κανέναν. Όφειλε, του είχε πει του τύπου, να κάνει τον εαυτό της ευτυχισμένο. Και της άρεσε η ιδέα ότι θα κρατούσε το κτήμα. Ένιωθε ότι της έδινε ελευθερία ένας τέτοιος χώρος πάνω στο βουνό. Ο πατέρας της, βέβαια, διαφωνούσε. Ξέρεις τι δουλειά θέλει; Την είχε ρωτήσει. Θα δουλέψω όσο χρειάζεται, είχε πει εκείνη. Κι εκείνος μετά συνέχισε να είναι αρνητικός απέναντί της, αμφισβητώντας την. Λες και αν έκανε κάτι άλλο δεν θα χρειαζόταν δουλειά, δεν θα χρειαζόταν ικανότητες για να τα βγάλει πέρα. Γάμησέ το, είχε σκεφτεί η Φανή. Πολύ φοβάμαι ότι αυτά που θέλουν από μένα έχουν να κάνουν περισσότερο με τους εαυτούς τους, παρά με εμένα την ίδια. Κι αυτό δεν είναι δουλειά μου να το λύσω, ας βγάλουν άκρη μόνοι τους.
Οι σχέσεις τους είχαν αρχίσει να γίνονται κομμάτια. Η έλλειψη εμπιστοσύνης είχε κάνει τη Φανή καχύποπτη μαζί τους, τίποτα δεν ίσχυε, πια, όπως το ήξερε. Είχε φτάσει σε σημείο να σκέφτεται ότι ο πατέρας της θα της στερούσε το κτήμα απλά και μόνο για να της κάνει κακό, βάσει εκείνων των δικών του λόγων που σας προανέφερα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι εύθραυστες, καταστρέφονται εύκολα όταν κάποιος δεν εμπιστεύεται τον άλλον. Πόσο μάλλον όταν οι γονείς δεν εμπιστεύονται το παιδί τους. Γι’ αυτό και η Φανή είχε πάει στην Πελοπόννησο, στην άλλη άκρη της χώρας, να μείνει στη θεία της και να δουλέψει εκεί βγάζοντας κάποια χρήματα για τον εαυτό της, μέχρι να σκεφτεί τι θα έκανε.
Ε, δεν είχε βγάλει και τρομερά συμπεράσματα εκεί πέρα. Η θεία της είχε σταθεί κοντά της, βέβαια, την είχε υποστηρίξει, και της είχε πει ότι αν ήθελε να αναλάβει το κτήμα και τα άλογα, τότε αυτό να έκανε, και αν φυσικά της έβγαινε σε κακό, τότε θα έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες και να αναλάβεις τις ευθύνες της. Η Φανή της είχε χαμογελάσει, την είχε αγκαλιάσει, και μετά την είχε φιλήσει στο μάγουλο.
Μετά από κάποιο καιρό αποφάσισε να επιστρέψει για λίγο κοντά στους γονείς της, έχοντας αυτή τη φορά κάποια δικά της χρήματα στην άκρη, γνωρίζοντας για ποιο σκοπό ήθελε να τα χρησιμοποιήσει. Για τη φωτογραφία, φυσικά. Είχε, βέβαια, επιστρέψει με μια αμυδρή, κρυφή ελπίδα ότι οι γονείς της θα την είχαν επιθυμήσει, αλλά ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, εκείνοι δεν το έδειξαν, κι αν το έδειξαν, η Φανή δεν το κατάλαβε.
«Ναι», συμφώνησε η Ελένη. «Κι εγώ ελπίζω όλα να πάνε καλά…»
«Σκέφτομαι να πάω με το ξημέρωμα στο ξενοδοχείο, να δω μήπως έχουν μείνει κάπου εκεί, αν και δεν λειτουργεί ακόμα…»
Η μητέρα της σηκώθηκε από το τραπέζι για να πιει ένα ποτήρι νερό.
«Γιατί σε νοιάζει τόσο πολύ;»
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω», της είπε. «Έτσι, απλά. Δεν θέλω να έχουν πάθει κάτι…»
«Κανείς δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο», είπε η Ελένη, κι ύστερα συνέχισε με ένα μικρό λογύδριο σχετικά με το πόσο παράξενο ήταν το ενδιαφέρον της κόρης της για εκείνους τους τέσσερις νέους, και συνέχισε να λέει κι άλλα τέτοια, μέχρι που η Φανή την διέκοψε και της είπε:
«Θα ήθελα να έχω φίλους».
Η Ελένη σταμάτησε να μιλάει και την κοίταξε.
«Θα ήθελα να έχω ανθρώπους κοντά μου, να νοιάζομαι για εκείνους. Γιατί να είναι τόσο παράξενο το ότι θέλω και οι τέσσερις τους να είναι καλά; Γιατί να είναι τόσο παράξενο ότι θέλω να τους γνωρίσω;»
Η Ελένη δεν απάντησε.
«Και γιατί να μην απαντάς σ’ αυτά τα δύο απλά ερωτήματα; Μπορείς να μου πεις;» Συνέχισε η Φανή. «Είστε όλοι τόσο πεζοί άνθρωποι… Είστε απογοητευτικοί», είπε στη μητέρα της, κι εκείνη έμεινε απορημένη, και με μια δόση θυμού για την υποτίμηση που μόλις της είχε δείξει η κόρη της. «Εγώ θα πάω να τους βρω. Εσύ κι ο μπαμπάς μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε. Λες και με νοιάζει. Έχουν πάψει να με ενδιαφέρουν εδώ και χρόνια αυτά που λέτε».
Σηκώθηκε από το τραπέζι, βγήκε απ’ την κουζίνα, και ανέβηκε την σκάλα για τον πάνω όροφο. Κάθισε για λίγο στο δωμάτιό της, και για μια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να ξαπλώσει, αλλά δεν το έκανε. Χάζεψε στο λάπτοπ της κάποιες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς δεν της άρεσε (κατέληξε ότι τίποτα δεν της άρεσε), και μετά φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε έξω, ακριβώς όταν είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μπήκε στο αυτοκίνητο, έκανε όπισθεν, βγήκε στον δρόμο και οδήγησε προς το σημείο που θα έστριβε για να ανέβει στο ξενοδοχείο.**«Αλέξη;»
«Ναι, Άννα».
«Το ξενοδοχείο δεν έχει όνομα;»
«Δεν ξέρω».
Η Άννα έγνεψε. Κάθονταν οι δυο τους στο σαλόνι, τη στιγμή που οι υπόλοιποι ήταν στα δωμάτιά τους. Κάποιος χτύπησε την πόρτα και τράβηξε την προσοχή της. Κοίταξαν προς τα παράθυρα και είδαν μια νεαρή κοπέλα να κοιτάζει μέσα.
«Γιατί δεν κλείνεις τις πόρτες της εισόδου;» Ρώτησε η Άννα τον Αλέξη.
Εκείνος σηκώθηκε και περπάτησε για να ανοίξει.
«Ποιος ξέρει…» της απάντησε. «Ίσως να θέλω να έρχονται άνθρωποι…»
Ο Αλέξης άνοιξε την πόρτα και κοίταξε την κοπέλα που στεκόταν στη βεράντα.
«Γεια σου», της είπε. «Το ξενοδοχείο δεν λειτουργεί…»
«Ναι», του είπε εκείνη, «το ξέρω. Είστε ο ιδιοκτήτης;»
«Όχι. Έλα, πέρασε μέσα».
Περπάτησαν μαζί στο σαλόνι. Η Άννα σηκώθηκε από τον καναπέ και έδωσε το χέρι της στη Φανή. Συστήθηκαν και κάθισαν στο σαλόνι.
«Ξέρετε… με συγχωρείτε που ενοχλώ, αλλά ψάχνω κάποιους γνωστούς μου. Ήθελαν να ανέβουν στο μοναστήρι, πιο πάνω στο βουνό. Μήπως τους είδατε;»
«Νομίζω ότι ξέρω για ποιους μιλάς», είπε ο Αλέξης. «Αναφέρεσαι σε τέσσερα άτομα, έτσι δεν είναι;»
Την ρώτησε και τα ονόματά τους, κι εκείνη του τα είπε.
«Εδώ είναι οι φίλοι σου, αλλά τώρα είναι πάνω, στα δωμάτια. Μου ζήτησαν να μείνουν εδώ μέχρι να περάσει η βροχή. Εσύ από πού έρχεσαι;»
«Ο πατέρας μου έχει το κτήμα με τα άλογα…»
«Α, ναι. Είδαμε μια πινακίδα όταν ανεβαίναμε».
«Πάντως… δεν είναι ακριβώς φίλοι μου, θα ‘πρεπε να ξέρετε… Απλά γνωστοί μου, και ήθελα να σιγουρευτώ ότι είναι καλά, μιας και ο καιρός δεν λέει να ηρεμήσει».
«Περίμενε, αν θες. Σε λίγο θα κατέβουν, μάλλον. Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς…»
Πέρασαν λίγη ώρα μαζί απλά συζητώντας οι τρεις τους. Ο Αλέξης και η Άννα ήταν προσεκτικοί με τις πληροφορίες που έδιναν, ενώ η Φανή έμοιαζε να ανοίγεται περισσότερο.
Η Άννα την ρώτησε αν ήθελε καφέ, και η Φανή είπε ότι ναι, θα ήθελε αν δεν ήταν πρόβλημα. Σε λίγο κάποιος κατέβηκε στο ισόγειο. Στάθηκε απέναντί τους στο σαλόνι και κοίταξε τους τρεις τους, και ιδιαίτερα τη Φανή.
«Γεια σου», της είπε.
«Γεια σου, Γιώργο», είπε εκείνη.
Η Άννα σηκώθηκε και ανέβηκε πάνω. Είπε ότι πήγαινε να δει αν είχε ξυπνήσει η Μαρία. Ο Γιώργος είπε ότι θα έφτιαχνε καφέ, αλλά ο Αλέξης του είπε ότι υπήρχε ήδη καφές και ότι μπορούσε να βάλει αν ήθελε. Η Φανή δεν είπε τίποτα για λίγο. Ντράπηκε με τον τρόπο που είχε αντιδράσει ο Γιώργος, ούτε σημασία δεν της είχε δώσει. Μετά τον είδε να περνάει ξανά από το σαλόνι και να βγαίνει έξω.
«Με συγχωρείτε», είπε στον Αλέξη, «θέλω να του μιλήσω».
Βγήκε έξω και είδε τον Γιώργο να κάθεται στα σκαλοπάτια της βεράντας. Τον πλησίασε.
«Τόσος καναπές, στη σκάλα βρήκες να κάτσεις;»
«Τι θες;» Την ρώτησε εκείνος.
«Τι εννοείς; Τίποτα δεν θέλω. Απλά ήρθα να δω αν είστε καλά».
Κάθισε δίπλα του.
«Καλά είμαστε», της απάντησε.
«Βρήκες αυτόν που έψαχνες; Τον φίλο σου;»
Ο Γιώργος την κοίταξε και της χαμογέλασε. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του πουκαμίσου του και άναψε ένα. Δεν της πρότεινε τσιγάρο, αλλά ακούμπησε το πακέτο ανάμεσά τους σε περίπτωση που εκείνη ήθελε να πάρει. Η Φανή δεν το κατάλαβε αυτό, μιας και δεν του είπε τίποτα σχετικό.
«Όχι», της είπε. «Κι ούτε πρόκειται να τον βρω. Ο Παύλος είναι παρελθόν. Δεν έχω καμιά σχέση μαζί του, και αρχίζω να πιστεύω ότι ποτέ δεν είχα σχέση μαζί του. Ίσως απλά να τον φαντάστηκα, να μην υπήρχε ποτέ, ποιος ξέρει;»
«Έλα…» του είπε εκείνη «…υπερβολές. Απλά δεν ήταν στο μοναστήρι, ίσως να τον βρεις κάποια άλλη στιγμή. Ή ίσως να σε βρει εκείνος».
Ο Γιώργος την κοίταξε ξανά και της χαμογέλασε.
«Τι θες από μένα;» Την ρώτησε. «Ξέρεις ότι αν κάποιος υπήρχε μέσα στο μοναστήρι κάτι δεν θα πήγαινε καλά μαζί του. Εννοώ ότι ξέρεις ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα για να ψάχνω φαντάσματα, κι όμως μου μιλάς λες και τα βρίσκεις όλα αυτά τελείως φυσιολογικά. Αναρωτιέμαι, τι μπορεί να θέλεις. Τι θα μπορούσα να σου δώσω;»
Η Φανή μόρφασε. Αγκάλιασε τα γόνατά της και σκέφτηκε κάτι να πει.
«Είσαι πάντα τόσο ειλικρινής;» Τον ρώτησε.
«Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνω; Να προσποιούμαι και να μείνω με τις δεύτερες σκέψεις μου για σένα; Το βρίσκω πολύ πιο εντάξει για τον εαυτό μου να λέω αυτό που αισθάνομαι. Κι αν υπάρχουν συνέπειες, κανένα πρόβλημα».
«Και προφανώς θες απάντηση».
Ο Γιώργος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Χέστηκα», της είπε. «Αν δεν θες μην απαντάς».
«Δεν θέλω», είπε εκείνη. «Θέλω απλά να κάνουμε λίγη παρέα, τι λες;»
Άλλη μια κρύα ματιά από την πλευρά του Γιώργου, κι ύστερα:
«Χώρο έχει», της είπε, «κάτσε».
Δεν μίλησαν για κάμποσα λεπτά. Ο Γιώργος ήταν ήρεμος. Έδινε περισσότερη προσοχή στο τσιγάρο του, παρά στη Φανή. Εκείνη, απ’ την άλλη, ψοφούσε να μιλήσει, γι’ αυτό και τελικά είπε:
«Δηλαδή τι πιστεύεις ότι θα έπρεπε να κάνω; Να σε φοβάμαι;»
«Να με θεωρείς περίεργο. Να με αντιπαθείς, να μένεις μακριά μου, να με απορρίπτεις και να αλλάζεις κατεύθυνση όποτε με βλέπεις», της είπε. «Και άλλα τέτοια».
Η Φανή γέλασε, και για μια στιγμή ένιωσε σαν να ήθελε να τον βρίσει φιλικά, αλλά σύντομα κατάλαβε ότι εκείνος δεν αστειευόταν.
«Ε, εντάξει. Εγώ δεν αντέδρασα έτσι».
«Θα πρέπει να είσαι πολύ μόνη», της είπε.
«Κι εσύ; Δεν είσαι;»
«Πρόβλημά μου. Εγώ δεν φορτώνομαι στους άλλους».
«Δεν ξέρω τι να σου πω…» είπε εκείνη. «Είσαι απαράδεκτος. Απορώ γιατί μιλάω μαζί σου». Σηκώθηκε και στάθηκε όρθια δίπλα του. «Διαρκώς με προσβάλλεις και με απορρίπτεις».
«Ναι», συμφώνησε εκείνος, «κι εσύ προφανώς γουστάρεις».
«Άντε γαμήσου», σχεδόν του φώναξε.
Κι ύστερα έκανε να φύγει προς το αυτοκίνητο, αλλά θυμήθηκε ότι είχε αφήσει το μπουφάν της μέσα, στο σαλόνι του ξενοδοχείου, και επέστρεψε. Ο Γιώργος κάπως χαμογέλασε, αλλά η Φανή δεν τον είδε. Κάπνισε το τσιγάρο του κι ύστερα τύλιξε τη γόπα σε ένα χαρτομάντιλο. Περίμενε μέχρι η Φανή να βγει από το ξενοδοχείο, φορώντας το μπουφάν της αυτή τη φορά, να τον βρίσει ξανά, κι ύστερα να μπει στο αυτοκίνητό της και να φύγει, αλλά τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Γι’ αυτό και παραξενεύτηκε, και επέστρεψε μέσα στο ξενοδοχείο για να δει τι γινόταν.
Είδε τη Φανή στο σαλόνι, να συζητάει με την Άννα και να παίζει με τη Μαρία την ίδια στιγμή, και στάθηκε εκεί, λίγο μακριά τους, παρατηρώντας την. Πλησίασε και τις κοίταξε. Έριξε και ένα αόριστο χαμόγελο, μήπως και έπιανε τόπο…
«Κάθισε», του είπε η Άννα.**Ο Στράτος άνοιξε τα μάτια του. Κρύος ιδρώτας κυλούσε σε ολόκληρο το σώμα του. Έσφιξε την κουβέρτα στα χέρια του, λες και ήταν εχθρός του, λες και θα έπνιγε τον χειρότερο εφιάλτη του. Ύστερα την τίναξε από πάνω του και σηκώθηκε. Κοίταξε το όπλο πάνω στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. Φοβόταν να το αγγίξει, λες κι εκείνο ήταν ζωντανό, λες και είχε δική του θέληση. Ποιος ξέρει, ίσως και να είχε. Γέλασε στη σκέψη. Φαντάστηκε το περίστροφο να του μιλάει, να του λέει πράγματα.
Έβγαλε το εσώρουχό του και χώθηκε κάτω από το νερό της ντουζιέρας. Το δικό του δωμάτιο είχε ντουζιέρα, ενώ, απ’ ό,τι είχε μάθει, του Γιώργου ολόκληρη μπανιέρα. Ποιος ξέρει για ποιο λόγο θα έκανε κανείς τέτοια διάκριση.
Ένιωσε το κρύο νερό να πέφτει πάνω στο δέρμα του, και για μια στιγμή ένιωσε πόνο στο σώμα του, αλλά ο πόνος σύντομα πέρασε. Αμέσως μόλις συνήθισε στη θερμοκρασία του νερού, δηλαδή. Βγήκε από τη ντουζιέρα και κοίταξε τον εαυτό τον στον καθρέφτη. Τι κοκαλιάρικο σώμα, σκέφτηκε. Πώς είχε αδυνατίσει έτσι; Βγήκε απ’ το μπάνιο.
Φόρεσε τα ρούχα του και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, βγήκε και στο μπαλκόνι για λίγο, αδιαφορώντας για το κρύο. Από την προηγούμενη μέρα σκεφτόταν τον καυγά που είχε κάνει με τον Θοδωρή. Κωλόπαιδο, σκέφτηκε. Γιατί δεν επέστρεφε στο μπαμπάκα του; Τι δουλειά είχε να τους ακολουθεί πάνω στα βουνά; Τι παραπάνω χρειαζόταν από τη ζωή του; Ήταν ομορφόπαιδο, είχε την οικογένειά του, τη γκόμενά του και ό,τι άλλο ήθελε. Τι δουλειά είχε μαζί τους;
Ο Στράτος μερικές φορές απορούσε με τον εαυτό του. Υπήρχαν άνθρωποι για τους οποίους ένιωθε μια υπέρμετρη απέχθεια, και ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θοδωρής. Τον αντιπαθούσε, και αν είχε τη δυνατότητα θα του έκανε μεγάλο κακό, αλλά υπήρχαν δεδομένα μέσα στο κεφάλι του που τον εμπόδιζαν να κάνει κάτι τέτοιο. Ούτε καν θυμόταν τον λόγο που είχαν μαλώσει τώρα πια, αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Ο Θοδωρής του είχε πάει κόντρα, του είχε αντιμιλήσει, τον είχε κάνει να το βουλώσει, να μείνει χωρίς λόγια, και αυτό ήταν αρκετό.
Μπήκε ξανά στο δωμάτιο και έπιασε το πιστόλι από το κομοδίνο. Το έβαλε στην τσέπη του και βγήκε έξω.**Ο Γιάννης στηρίχτηκε στον φράχτη, έξω, πίσω απ’ το ξενοδοχείο. Κανείς δεν τον είχε δει, είχε ξυπνήσει πρώτος απ’ όλους, και όλως τυχαίως, ένα από τα πράγματα που είχε παρατηρήσει καθώς κατέβαινε στο ισόγειο ήταν ότι ο Αλέξης και η Άννα έμεναν σε διαφορετικά δωμάτια. Πράγματι, δεν έμοιαζαν να είναι ζευγάρι, αλλά όταν ήταν μαζί, σίγουρα κάποιος τους παρεξηγούσε πολύ εύκολα.
Είχε ανάψει τσιγάρο. Τα πρωινά του άρεσε να καπνίζει. Στον Άγιο Δημήτριο έφτιαχνε και έναν καφέ πριν πάει στη δουλειά, και καθόταν στο μπαλκόνι και κάπνιζε, ανεξάρτητα από το κρύο που έκανε. Του άρεσε να σκέφτεται τις γυναίκες που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. Ο Γιάννης ήταν άσσος στις γυναίκες. Κανείς δεν ήξερε πώς και γιατί, αλλά κατάφερνε αρκετές από όσες του άρεζαν. Και ακόμη περισσότερες από όσες δεν του άρεζαν.
Την πρώτη του φορά είχε πάει με πουτάνα. Ε, εντάξει. Πώς αλλιώς να μάθει κανείς; Για τον Γιάννη δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Κυνηγούσε αυτό που έψαχνε, κι όταν αυτό ήταν μια πουτάνα, τότε πουτάνα θα έπαιρνε. Το ίδιο έκανε με όλες τις γυναίκες. Κι όταν κάποια δεν του άρεσε, αλλά τριβόταν πάνω του… ε, τη γαμούσε κι εκείνην. Παράδειγμα ήταν η Ερατώ. Ποια ήταν η Ερατώ; Μια ψόφια, είχε πει ο Γιώργος, γκόμενα του Γιάννη, που από τότε που ανακάλυψε ότι αυτό που έχει ανάμεσα στα πόδια της λέγεται μουνί, άρχισε να γαμιέται χωρίς περιθώρια συγχώρεσης. Η Ερατώ ήταν συμφοιτήτρια των φίλων του Γιάννη, και πατούσε στη σχολή μόνο κάθε φορά που έψαχνε να βρει γαμιά. Ε, κι εκείνη τη μέρα έτυχε να βρίσκεται κι ο Γιάννης στη σχολή. Συνεπώς, η Ερατώ βρήκε γαμιά.
Αλλά καλύτερη ήταν η Χαρίκλεια. Η Χαρίκλεια ήταν μια γυναικάρα… δυο κρεβάτια γυναίκα έλεγαν ότι ήταν. Ψηλή, μελαχρινή, με δύο ζουμερά βυζιά. Έλεγαν, επίσης, ότι η Χαρίκλεια δεν τον έπαιρνε ποτέ. Από μπροστά, δηλαδή, γιατί από πίσω είχε γίνει σαν το πηγάδι της γιαγιάς της στο χωριό. Ο Γιάννης την είχε γνωρίσει σε μια χαρτοπαικτική λέσχη πριν δύο χρόνια περίπου. Έτυχε να βρίσκεται στο ίδιο τραπέζι, ακριβώς δίπλα της, και όταν ήρθε η σειρά της Χαρίκλειας να ρίξει τα χαρτιά της, έριξε ταυτόχρονα πάνω στο τραπέζι και δυο βυζιά. Τα δικά της. Και όλοι αναψοκοκκίνισαν και ούτε που ήξεραν τι έριχναν, πλέον, ούτε τι έπαιζαν. Τότε ήταν που η Χαρίκλεια έβαλε διακριτικά το αριστερό της χέρι ανάμεσα στα πόδια του Γιάννη και ζήτησε να τη συγχωρέσουν, διότι θα πήγαινε στην τουαλέτα... Λίγο αργότερα ο Γιάννης σηκώθηκε και την ακολούθησε, χωρίς να δώσει σημασία στο ότι οι υπόλοιποι είχαν καταλάβει τι συνέβαινε.
Ο Γιάννης είχε μπει στην τουαλέτα, και η Χαρίκλεια σχεδόν του ρίχτηκε. Του ζήτησε, όμως, να της το δώσει στον κώλο, κάτι που ο Γιάννης δεν είχε ξανακάνει, γι’ αυτό και δίστασε, τελικά. Η Χαρίκλεια –ήταν εμφανές ότι είχε απογοητευτεί, πια- του έδωσε ένα φιλάκι στο μάγουλο κι ύστερα τον διαολόστειλε.
Γκόμενες. Πολλές γκόμενες. Πάρα πολλές γκόμενες. Όλες πιθανά θύματα του Γιάννη. Έσκασε στα γέλια με τις ανοησίες που σκεφτόταν. Και μετά θυμήθηκε τον καυγά του Στράτου και του Θοδωρή. Ήταν αλήθεια ότι τον τελευταίο καιρό ο Στράτος αρπαζόταν εύκολα, αλλά δεν ήταν για να του δίνεις και πολλή σημασία έτσι κι αλλιώς. Γύρισε πίσω του και είδε τον Θοδωρή να πλησιάζει.
«Τι κάνεις εδώ; Ψιχαλίζει», τον ρώτησε ο Θοδωρής.
«Ναι, το βλέπω», είπε ο Γιάννης. «Κατέβηκα να κάνω κανένα τσιγάρο. Εσύ τώρα ξύπνησες;»
«Τώρα κατέβηκα, ναι. Έχει έρθει η Φανή».
«Η κόρη του Μάκη;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Ναι».
«Τι κάνει εδώ;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Θοδωρής. «Υποψιάζομαι, όμως, ότι έχει έρθει για τον Γιώργο», γέλασε.
Κάθισαν για λίγη ώρα ακόμη μαζί, κι ύστερα πήγαν κι αυτοί μέσα.
4
Η Φανή φόρεσε το μπουφάν της και βγήκε έξω. Στάθηκε στον μικρό διάδρομο στον κήπο και άναψε τσιγάρο. Κοίταξε ψηλά, αλλά δεν διέκρινε άστρα, ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Τα φώτα στους φράχτες ήταν αναμμένα, το ίδιο και στην εξώπορτα, και η Φανή είδε κάποιον να πλησιάζει. Ανησύχησε για μια στιγμή. Είχε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του και κάπνιζε. Μπορούσε να δει τον καπνό.
«Ποιος είναι;» Ρώτησε.
Η σκιά πλησίασε, και η Φανή διέκρινε τον Γιώργο.
«Α, εσύ είσαι;» Είπε. «Πού ήσουνα; Γιατί εξαφανίστηκες; Έχει περίπου…» κοίταξε το ρολόι της «…έξι ώρες που λείπεις. Ανησυχήσαμε».
Εκείνος της χάρισε ένα χαμόγελο. Εκείνη του χάρισε ένα δικό της.
«Καλά είμαι», της είπε, «να μην ανησυχείτε». Στάθηκε δίπλα της. «Τι κάνεις εδώ έξω;»
«Βγήκα να κάνω ένα τσιγάρο. Μου είπαν ότι μέσα απαγορεύεται».
«Ναι, ο Αλέξης το απαγορεύει. Μας το είπε ήδη από χθες, μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ».
«Έβγαλα μερικές φωτογραφίες», του είπε. «Μόνο εσένα δεν έχω βγάλει».
«Καλύτερα. Δεν μ’ αρέσουν οι φωτογραφίες, Στις καινούριες δεν βγαίνω καλά, ενώ οι παλιές με θλίβουν».
Η Φανή γέλασε.
«Ό,τι και να λες, εγώ πιστεύω ότι έχεις καλή καρδιά».
«Έννοια σου…» της είπε «… και οι καλές καρδιές μισούν εξίσου καλά».
«Για μένα το λες αυτό;» Τον ρώτησε.
Εκείνος έγνεψε αρνητικά.
«Όχι».
«Η καρδιά που μισεί είναι η καρδιά που κάποτε αγάπησε και ήλπιζε», είπε εκείνη.
«Μπορεί».
«Έλα, δεν μπορεί όλα στη ζωή σου να ήταν αρνητικά. Όλο και κάτι το θετικό θα υπήρχε».
«Ναι, υπήρχαν θετικά και αρνητικά. Τα αρνητικά ήταν αυτά που μου έμαθαν να σκέφτομαι. Τα θετικά είναι αυτά που κάποιες φορές με κάνουν χαρούμενο».
Η Φανή δεν του απάντησε. Μόνο άλλαξε θέμα.
«Δεν ήταν ωραία που ήρθες να καθίσεις μ’ εμένα και την Άννα;»
«Είσαι πολλές ώρες εδώ», της είπε. «Οι γονείς σου θα έχουν ανησυχήσει».
«Ήξεραν πού θα πήγαινα», του απάντησε.
«Ήξεραν ότι θα έμενες για τόσες ώρες;»
«Δεν είμαι παιδί. Μεγάλο κορίτσι είμαι», είπε εκείνη.
«Όπως νομίζεις».
«Δεν έχει άστρα απόψε».
«Είναι επειδή έχει σύννεφα», της απάντησε.
«Θέλω να βγει ο ήλιος ξανά. Έστω και για λίγο».
«Εμένα μ’ αρέσει η συννεφιά».
«Αυτό έλεγε και ο Αλέξης πριν λίγο», του είπε, και τον είδε να χαμογελάει. «Έλεγε ότι του αρέσουν τα σύννεφα όταν είναι γκρίζα. Πες μου κάτι…»
«Τι;»
«Πώς ήσουν όταν ήσουν παιδί;»
«Ήσυχος», της είπε. «Ήμουν ήσυχος. Το συζητούσαμε συχνά αυτό το θέμα με τον Παύλο. Του είχα πει ότι όταν σκέφτομαι τα παλιά, τα παιδικά μου χρόνια, στεναχωριέμαι. Χωρίς να ξέρω γιατί. Ιδίως όταν βλέπω παλιές φωτογραφίες. Νιώθω ανακούφιση που όλα εκείνα έχουν περάσει, και την ίδια στιγμή με πιάνει μια παράξενη θλίψη…»
«Κι εκείνος; Τι σου είπε;»
Ο Γιώργος γέλασε. «Ότι ίσως να είχε έρθει η ώρα να θρηνήσω για τον παιδικό κόσμο που είχα αναγκαστεί να καταστρέψω».
«Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του;»
«Όπως τ’ ακούς, έτσι ακριβώς τα είπε».
Η Φανή ανασήκωσε τους ώμους της.
«Θρήνησες, λοιπόν;» Τον ρώτησε.
Εκείνος της χαμογέλασε ξανά, κι ύστερα φύσηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο.
«Γιατί δεν μου λες;»
«Γιατί δεν ξέρω. Τον τελευταίο καιρό…» πήρε μια ανάσα «…νομίζω ότι θρηνώ διαρκώς…»
Ένιωσε για μια στιγμή σαν να ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά σκέφτηκε ότι δεν θα την άφηνε να το κάνει. Δεν ήξερε αν ήταν θλίψη αυτό που ένιωθε για εκείνον. Θλίψη, ή μήπως λύπηση…; Μπα, όχι. Μάλλον στοργή. Ναι, περισσότερο ήταν στοργή, παρά οτιδήποτε άλλο.
«Κι αν κάποιος ήθελε να είναι κοντά σου; Θα το δεχόσουν αυτό;» Τον ρώτησε, αλλά σύντομα το μετάνιωσε, καθώς κατάλαβε απ’ το βλέμμα του ότι εκείνος αντιλαμβανόταν πολλά περισσότερα.
«Σταμάτα να ρωτάς μαλακίες», της είπε. «Πότε θα γυρίσεις στο σπίτι σου;»
Η Φανή προσπάθησε να μην εκνευριστεί.
«Όποτε θέλω», είπε ήρεμα. «Εσύ πότε θα σταματήσεις να τιμωρείς τον εαυτό σου;»
Την παραξένεψε που εκείνος δεν θύμωσε μ’ αυτή την ερώτηση, αλλά αντιθέτως, της χαμογέλασε.
«Όταν γυρίσεις σπίτι σου», της είπε. «Και όταν φύγεις από κοντά μου».
Δεν μίλησαν για λίγα δευτερόλεπτα.
«Να σε βγάλω μια φωτογραφία;» Τον ρώτησε μετά από λίγο η Φανή.
«Όχι», της είπε.
«Πάντως αυτός ο φίλος σου… φαίνεται να έχει ενδιαφέρον. Αν τον βρεις, μπορείς να μου τον γνωρίσεις;»
«Δεν πρόκειται να τον βρω. Ο Παύλος έφυγε, και αν είναι ζωντανός, δεν πρόκειται ποτέ να γυρίσει. Ούτε στον Άγιο Δημήτριο, ούτε σ’ εμένα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ήμασταν φίλοι».
«Δεν τον ένοιαζε, λες, το ότι ήσασταν φίλοι;»
«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω ήταν ότι δεν φοβόταν να χάσει. Ήταν πάντα έτοιμος να χάσει τα πάντα. Ό,τι του είχε απομείνει, δηλαδή, γιατί αλλιώς…»
«Τί;»
«Αν το δεις από μια μεριά είχε ήδη χάσει τα πάντα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να χάσει κάτι παραπάνω. Εκτός, ίσως, απ’ τον εαυτό του. Σίγουρα, πάντως, είχε χάσει την πίστη του».
«Την πίστη σε τι;»
«Σε οτιδήποτε. Ο Παύλος δεν πίστευε σε τίποτα πια, παρά μόνο στο κακό, ιδίως όταν αυτό συνέβαινε εις βάρος του. Και μια τέτοια πίστη μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα από το είδος της πίστης που σου δίνει νόημα. Ο Παύλος έφυγε ξεκινώντας μια αναζήτηση για κάτι στο οποίο θα πίστευε. Πάνω απ’ όλα ήλπιζε να πιστέψει ξανά στους ανθρώπους. Ο Παύλος ήταν σπουδαίος κατά τη γνώμη μου. Ό,τι και να σου πω για εκείνον είναι λίγο».
«Λες να βρήκε αυτό που έψαχνε;» Τον ρώτησε.
Ο Γιώργος προσπάθησε να σκεφτεί καλά την απάντησή του. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους του.
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι απέρριψε τον Θεό», της είπε. «Ίσως ακόμη να ψάχνει. Ή ίσως να τα παράτησε, ποιος ξέρει; Ίσως να κρύφτηκε κάπου περιμένοντας να πεθάνει».
«Δεν σας καταλαβαίνω εσάς», του είπε η Φανή. «Πώς πουλάτε έτσι τις ζωές σας; Δεν λυπάστε καθόλου τον εαυτό σας;»
Ο Γιώργος έγνεψε.
«Τι να σου πω… Ο καθένας έχεις τις αξίες του. Εγώ κι ο Παύλος αναζητήσαμε μαζί ένα είδος ελευθερίας το οποίο προέρχεται από την απομάκρυνση από κάθε αξία. Προσπαθήσαμε να μην πιστεύουμε σε τίποτα».
«Και δούλεψε αυτό;»
«Για εμάς όχι. Το μόνο που έφερε ήταν πόνος. Κάθε μέρα ήταν ίδια, τίποτα δεν άλλαζε. Δεν είχαμε ελπίδες, απλά ζούσαμε. Ήταν όντως ένα είδος ελευθερίας. Μετράς τις μέρες μέχρι το τέλος σου. Ορίσαμε μαζί το τέλος μας, κι ύστερα συμφωνήσαμε ότι μέχρι τότε θα είμαστε ελεύθεροι. Κάποιος από τους δυο μας, όμως, λύγισε».
«Ποιος;»
«Δεν έχει σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο άλλος το σεβάστηκε αυτό. Το αποδέχτηκε, δεν το απέρριψε. Με τον Παύλο ήμασταν σαν αδέρφια. Ακόμη και απέναντι στο γεγονός ότι είναι δολοφόνος, θα του προσφέρω την αποδοχή μου».
«Επομένως είχατε μια αξία. Τη σχέση που σας ένωνε».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δεν το συνειδητοποιούσαμε, Φανή. Ο καθένας έδινε στον άλλον αυτό που εκείνος είχε ανάγκη. Αυτό είχαμε κι οι δυο μας ανάγκη να προσφέρουμε».
«Ακούγεται πολύ σημαντικό όλο αυτό», του είπε.
«Για εμένα ήταν σημαντικό».
«Τι είχε συμβεί στον Παύλο;» Τον ρώτησε.
«Δεν έχει σημασία. Μπορεί και να μην ξέρω καν. Μπορεί να μου είπε ψέματα όταν τον ρώτησα».
«Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό», του είπε.
«Δεν ξέρω τίποτα, πια. Ίσως όλο να ήταν ένα ψέμα».
«Τι έγινε τώρα;» Τον ρώτησε. «Τι σ’ έπιασε;»
Δεν της απάντησε, προτίμησε να αφήσει τις ερωτήσεις της να περάσουν έτσι.
«Υπάρχει κάποια που να σε περιμένει στον Άγιο Δημήτριο;» Τον ρώτησε.
«Όχι», της είπε. «Θα ήταν καλά αν υπήρχε, όμως».
«Γιατί το λες αυτό; Αφού ό,τι κι αν σου δώσουν εσύ δεν το δέχεσαι, το απορρίπτεις».
Ο Γιώργος την κοίταξε. Του φάνηκε κάπως παράξενο στην αρχή, αλλά σύντομα κατάλαβε τι εννοούσε.
«Μερικές φορές θέλω πολύ να το δεχτώ», της είπε. «Γύρνα στο σπίτι σου τώρα, πριν αρχίσει να βρέχει πάλι».
Την άφησε να τον κοιτάζει με τα μάτια της ορθάνοιχτα, να λάμπουν, και περπάτησε προς το ξενοδοχείο. Πέταξε τη γόπα στα σκουπίδια στη βεράντα και μπήκε μέσα.**Περνάω φάση, σκέφτηκε ο Αλέξης. Κοίταζε την οθόνη του υπολογιστή του και το μισοτελειωμένο κείμενό του, αλλά δεν έβγαινε λέξη, παρά το γεγονός ότι έξω έβρεχε. Συνήθως όταν έβρεχε είχε όρεξη να γράψει, ή να σκεφτεί. Περνούσε ώρες περπατώντας πάνω κάτω, παρέα με τις σκέψεις του. Τελευταία είχε αρχίσει ξανά να σκέφτεται την Άννα. Του άρεσε, του άρεσε πολύ. Διότι, κυρίες και κύριοι, μια γυναίκα που είναι πραγματικά όμορφη όταν είναι νέα, μεγαλώνει εξίσου όμορφα. Ε, καλά… η Άννα δεν ήταν και τόσο μεγάλη, ήταν ακόμη νέα, αλλά όπως και να το κάνουμε, κι οι δυο τους είχαν μεγαλώσει, κάτι που ίσως να μην ήταν και τόσο κακό. Ίσως τώρα να την ήξερε καλύτερα, ίσως να την καταλάβαινε καλύτερα, και ίσως να ίσχυε το ίδιο και για εκείνην. Ίσως, βέβαια, να ήταν απλά ένας ονειροπόλος που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Ίσως, δηλαδή, εκείνη να μην τον έβλεπε έτσι, πια. Αλλά βαθιά μέσα του δεν θα μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο. Όπως και να ‘χε το πράγμα, κανείς δεν μπορούσε να του στερήσει τη δυνατότητα να ονειρεύεται, ούτε και την άλλη δυνατότητα, να δημιουργεί. Κανείς εκτός από τον ίδιο του τον εαυτό. Το γεγονός ότι μια γυναίκα είναι μέρος του ονείρου δεν έχει να κάνει με τη γυναίκα, αλλά με τον ονειροπόλο. Αυτή τη στιγμή, είπε μέσα του στην Άννα, είσαι όλη δική μου.
Ο ήχος της βροχής δημιουργεί μια αίσθηση ηρεμίας κάποιες φορές. Ο Αλέξης μπορούσε να το νιώσει αυτό, καθισμένος στο γραφείο του δωματίου του. Ύστερα σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο, και τώρα ήταν κάπως καλύτερα, τώρα μπορούσε να χαμογελάσει.
Περνούσε μια φάση, λοιπόν. Είχε περάσει πολλές τέτοιες σχετικά με το γράψιμο. Όπως μια φάση που συνειδητοποιείς ότι το μόνο που σου μένει, το μόνο που μετράει και έχει στην πραγματικότητα σημασία, είναι η τέχνη σου. Κι ύστερα έρχεται μια φάση που συνειδητοποιείς ότι δεν σου απομένει ούτε καν αυτή. Η τελευταία αυτή φάση έρχεται όταν αντιλαμβάνεσαι ότι κανείς δεν πιστεύει σ’ εσένα. Μένεις μόνος με τις σκέψεις σου, τις οποίες τώρα πια δεν εμπιστεύεσαι, και δεν υπάρχει κανείς να σε ενθαρρύνει, να πει μια κουβέντα, να σε κάνει να νιώσεις ότι αυτό που κάνεις έχει μια αξία, μια σημασία, ίσως ακόμη και ότι έχει κερδίσει το σεβασμό του. Υπάρχουν τέτοιες δύσκολες ώρες όσον αφορά στην τέχνη. Όλοι, νομίζω, τις περνάμε.
Κι όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά, ξαφνικά ένιωσε θυμό μέσα του. Εκείνη η αίσθηση ότι ήταν ανίκανος να γράψει, ότι ίσως τώρα πια να μην μπορούσε να γράψει ποτέ ξανά, ότι ίσως να είχε χάσει την ικανότητα να αντιμετωπίζει τις λέξεις με τον δικό του τρόπο… Είναι απλό: Θες να το κάνεις, θες να γράψεις, αλλά δεν μπορείς.
Ποιος νοιάζεται; Υπάρχουν πολλά είδη θυμού. Ο θυμός που ανέφερα πιο πάνω, ήταν κάτι που στην πραγματικότητα ο Αλέξης σεβόταν. Υπήρχε, όμως, ένα άλλο είδος θυμού που κατά στιγμές –ή κατά καιρούς- τον βασάνιζε. Συνήθιζε να το αποκαλεί «αποπροσανατολισμένο θυμό», και κάθε φορά που τον έπιανε έχανε τον έλεγχο. Ήταν κάτι που έπρεπε να σταματάει αμέσως κάθε φορά που εμφανιζόταν, αλλιώς ο Αλέξης έκανε λάθη. Σπαταλούσε σκέψη και χρόνο σε πράγματα που αφορούσαν το παρελθόν, αφού συνήθως από εκεί πήγαζε εκείνο το είδος θυμού.
Και στην τελική γιατί να σκοτίζεσαι εσύ για τους άλλους; Ζήσε όπως θέλεις, είναι απλό: Αφαιρείς ό,τι δεν θέλεις και κρατάς ό,τι σου χρειάζεται. Δεν είναι ανάγκη να εγκλωβίζεις τον εαυτό σου. Είναι μια πολύ απλή διέξοδος αυτή, η οποία ενισχύεται από την άποψη ότι η ζωή είναι μικρή. Δηλαδή πώς να το κάνουμε… Εντάξει, δεν ξέρω αν η ζωή είναι μικρή, αλλά σίγουρα ο καιρός περνάει γρήγορα, καταλαβαίνετε τι εννοώ; Γι’ αυτό και ο Αλέξης έπιανε κάθε τόσο τον εαυτό του να σκέφτεται την άποψη της Άννας, να αναλάβει τις ευθύνες του και να επιμείνει στον δρόμο της επιτυχίας. Ίσως έτσι να ζούσε μια όμορφη –μικρή, πάντα- ζωή.
Θυμόταν την προχθεσινή τους συζήτηση. Η αλήθεια ήταν ότι είχε καταλήξει να θεωρεί γελοία την άποψή της. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα, και η σχετική αποδοχή του. Ο Αλέξης, όμως, πίστευε κάτι διαφορετικό. Από τη στιγμή που θα κρίνεις τον άνθρωπο με γνώμονα το ότι η κοινωνία είναι σωστή, κατακρίνοντας έτσι τη διαφορετικότητά του και χαρακτηρίζοντάς την ως αδυναμία, έχεις συμβιβαστεί. Ο φόβος είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους να ακολουθούν το ρεύμα. Η ανάγκη για επιβίωση. Γιατί, φυσικά, η ζωή είναι μικρή, ας τη ζήσουμε, λοιπόν, ας ξεχάσουμε κάθε ελπίδα, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε και ας εγκλωβίσουμε τους εαυτούς μας μέσα στα «πρέπει». Η θέληση δεν μετράει. Ας χουφτώσουμε κώλους, ας πιούμε αλκοόλ, ας γαμήσουμε, κι ας γαμηθούμε παρέα. Ας ζήσουμε τα νιάτα μας.
«Πιστεύεις στη μοίρα;» Τον είχε ρωτήσει εκείνη η νεαρή, νεανική Άννα. «Ότι δηλαδή είναι όλα γραφτό να συμβούν;»
«Όχι», της είχε απαντήσει.
«Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που μας έφερε κοντά; Πώς πιστεύεις ότι έγινε και συναντηθήκαμε;»
Την είχε κοιτάξει χαμογελώντας μόνο με τα μάτια του.
«Λοιπόν;» Τον είχε ρωτήσει. «Θα μου πεις;»
«Πιστεύω ότι στάθηκα τυχερός», της είχε πει.
Το να μπορείς να εκφράσεις αυτό που νιώθεις είναι σπουδαία δυνατότητα. Και κάποιες φορές ικανότητα. Είναι αυτό που στην πραγματικότητα έχει χαθεί, αυτό που κανείς δεν δίνει στον άλλον. Κάποιοι είναι ανίκανοι να προσφέρουν σε μια σχέση, και τότε θέλει πολύ δουλειά, μήπως και αλλάξει κάτι. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν, παρά μόνο μέσα στη φυλακή τους. Είναι ένα είδος ψυχικής ή πνευματικής αναπηρίας, το οποίο, όμως, περνάει απαρατήρητο, γι’ αυτό και όταν κάποιος είναι δοτικός, αυτό τους ξενίζει, τους κάνει στην πραγματικότητα να νιώσουν περίεργα, γι’ αυτό και απομακρύνονται απ’ αυτόν. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν απόρροια μιας σκληρής πραγματικότητας την οποία έχουν αποδεχτεί, ακριβώς επειδή φοβούνται να χάσουν στη ζωή, ενώ δεν βλέπουν ότι έτσι χάνουν την ίδια τη ζωή.
Είναι, πάντως, ένα καλό κόλπο να μην φοβάσαι να χάσεις, να είσαι πάντα έτοιμος να χάσεις τα πάντα, να σβήσεις, να εξαφανιστείς, να πεθάνεις. Δείχνει δύναμη, και σου προσφέρει μια σειρά από δυνατότητες. Ελευθερία λέγεται αλλιώς. Όταν η σκέψη σου έχει ξεπεράσει τα όρια του μυαλού σου, όταν έχεις νοήσει πράγματα που έχουν ξεπεράσει το όρια αυτού που ενίοτε θεωρείται ως «αντικειμενική πραγματικότητα», τότε δεν φοβάσαι να χάσεις. Τότε το μυαλό σου έχει ανοίξει. Έχεις αντιληφθεί πράγματα που άλλοι δεν θα σκεφτούν και δεν θα νιώσουν ποτέ. Πολύ απλά, ξέρεις ότι τίποτα δεν είναι σίγουρο, ότι τίποτα από όσα αντιλαμβάνεσαι δεν είναι απαραίτητα αληθινό. Όταν έχεις ξεπεράσει εκείνα τα όρια, τότε δεν υπάρχει επιστροφή. Ό,τι είδες είναι κομμάτι του εαυτού σου, της πραγματικότητάς σου. Τα δεδομένα αλλάζουν, ο «αληθινός» κόσμος διαστρεβλώνεται. Τίποτα δεν ισχύει όπως το ήξερες. Κι αν καταφέρεις να επιστρέψεις από εκείνο το σκοτεινό μέρος, τότε δεν φοβάσαι να χάσεις.
Έτσι είχε αρχίσει να ζει τη ζωή του ο Αλέξης από ένα σημείο και μετά. Απλά είχε ένα δεδομένο. Το γράψιμο. Δηλαδή, ναι, πάντα θα ήθελε να μπορεί να έχει την Άννα ως κάτι το δεδομένο, με την καλή έννοια βέβαια, ως κάτι δικό του, κάτι που δεν θα αποχωριζόταν ποτέ, αλλά είχαν ήδη χωρίσει μια φορά. Με το γράψιμο ήταν αλλιώς. Ήταν ένα κομμάτι της φύσης του που ακόμη και να το ήθελε δεν θα μπορούσε να το αποχωριστεί. Ένας τέτοιος χωρισμός θα έμενε μέσα του και θα τον γέμιζε τύψεις για το υπόλοιπο της ζωής του. Και είχε μετατρέψει την αλήθεια του σε λέξεις, προτάσεις, παραγράφους και κείμενα. Και μέχρι εκείνο το σημείο είχε αποδειχτεί ότι ήταν ένας καλός τρόπος έκφρασης. Ο καθένας εκφράζει αλλιώς την απογοήτευσή του. Άλλος κάνει κακό στον εαυτό του, άλλος κάνει κακό στους άλλους. Υπάρχουν, βέβαια, κι εκείνοι που είναι πολύ ανόητοι για να βιώσουν την ίδια την απογοήτευση. Ο κόσμος είναι σκληρός, και η ψυχή έχει ανάγκη να μιλήσει. Μια ψυχή που δεν έχει τίποτα να πει μόνο ανόητη μπορεί να είναι. Αν και εδώ πρέπει να αναφέρω το μικρό μου ελάττωμα, το οποίο είναι το εξής: Κάποιος άλλος μάλλον θα ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχει τέτοια ψυχή. Ότι, δηλαδή, κάθε ψυχή έχει κάτι να πει. Τι μπορείς να κάνεις, όμως… είναι και μια τέτοια προκατάληψη μέρος της απογοήτευσης.
Ο Αλέξης βγήκε έξω και περπάτησε προς το δωμάτιο της Άννας. Χτύπησε την πόρτα, κι εκείνη του άνοιξε και τον κοίταξε. Τον ρώτησε τι συνέβαινε, αλλά εκείνος έμεινε να την κοιτάει δίχως να βγάζει άχνα, κι ύστερα απλά την αγκάλιασε. Εκείνη γέλασε και τον αγκάλιασε κι εκείνη, αλλά ο Αλέξης νόμισε ότι το έκανε απλά από αντίδραση. Κάποιες φορές, της είπε, θέλω απλά να σε νιώσω πάνω μου. Είσαι εντάξει μ’ αυτό; Κι εκείνη του είπε, Δεν ξέρω… έχει περάσει καιρός. Θα σου το πω απλά, έκανε να της εξηγήσει, αυτή τη στιγμή δε με νοιάζει καθόλου το τι θες εσύ. Αυτή τη στιγμή μετράει μόνο το τι θέλω εγώ, κι αυτή τη στιγμή θέλω εσένα πάνω μου. Αυτά του τα λόγια για μια στιγμή της θύμισαν τον άντρα της, γι’ αυτό και τραβήχτηκε μακριά του. Δεν είναι έτσι, του είπε. Συγνώμη, της είπε εκείνος. Απλά μερικές φορές… σε θέλω ακόμα. Του έγνεψε σαν να καταλάβαινε, κι εκείνος σκέφτηκε ότι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν με σκέφτηκες ποτέ; Την ρώτησε. Καθόλου; Όλα αυτά τα χρόνια…; Μπορείς να με αφήσεις λίγο μόνη μου; Γιατί; Τι έκανα; Τίποτα, απλά… κάτι έχω στο μυαλό μου. Και η μικρή κοιμάται τώρα, δεν θέλω να ξυπνήσει και να μας δει έτσι. Κι αν σ’ αγαπούσα όπως τότε; Αλέξη… Εντάξει, της είπε. Φεύγω. Θα είμαι κάτω. Και συγνώμη, ελπίζω να μην αλλάξουν τα πράγματα μετά απ’ αυτό. Μετά έφυγε.**Ο Γιώργος έπιασε από την τσέπη του μια καραμέλα από εκείνες που είχε κλέψει απ’ το μοτέλ και την έδωσε στη Μαρία.
«Πού τις βρίσκεις;» Τον ρώτησε εκείνη.
«Στην τσέπη μου», της είπε.
«Και πώς ξέρεις τόσα πράγματα;»
«Τι εννοείς;»
«Αυτά που λες», του είπε, «πώς τα ξέρεις;»
«Δεν ξέρω και πολλά, μη νομίζεις. Υπάρχουν τόσα πράγματα να μάθει κανείς, που ποτέ δεν τελειώνουν. Θα το δεις και μόνη σου».
«Όταν μεγαλώσω;»
«Μπα, δε νομίζω. Νομίζω ότι τα παιδιά το αντιλαμβάνονται καλύτερα, γι’ αυτό και κάποιες φορές ρωτάνε τόσα πολλά πράγματα. Οι ενήλικοι, και ιδιαίτερα αυτοί που έχουν μια μόρφωση, πολλές φορές κλείνουν τα μάτια τους. Είναι λες και η μόρφωση που έχουν δεχτεί δεν τους αφήνει να δουν, είναι να σαν να περιορίζει τη σκέψη τους. Δεν αναρωτιούνται, δεν θέτουν ερωτήματα. Στην πραγματικότητα πρέπει διαρκώς να εξελίσσεσαι. Να έχεις κατά νου ότι καθώς μεγαλώνουμε συνηθίζουμε στις λέξεις. Στο άκουσμά τους, στη σημασία τους… κι έτσι χάνουμε το νόημα».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή περνάς στάδια αυτού που ονομάζεται ανωριμότητα, μέχρι να σουλουπωθείς και να ωριμάσεις, όπως το λένε. Μέχρι, δηλαδή, ο τρόπος σκέψης σου να ενταχθεί στον κόσμο τον ενηλίκων».
«Και είναι ωραία τότε;» Τον ρώτησε το κορίτσι.
«Αυτό», της είπε, «είναι καλύτερα να το διαπιστώσεις μόνη σου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για κάτι εύκολο. Αλλά ξέρεις τι λένε…»
«Τι;»
«Η δύναμη της συνήθειας είναι μεγάλη…»
«Έχεις γονείς;» Τον ρώτησε η Μαρία.
Ο Γιώργος γέλασε.
«Αυτό είναι σχετικό», της είπε. «Μερικές φορές τους έχεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν τους έχεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Αυτό συμβαίνει όταν οι γονείς σου δεν σε αγαπάνε. Ή όταν δεν σου δείχνουν ότι σε αγαπάνε».
«Εμένα η μαμά μου με αγαπάει».
«Το ξέρω, Μαρία», της είπε. «Το έχω καταλάβει αυτό. Και πιστεύω ότι όταν μεγαλώσεις θα το εκτιμήσεις. Θες άλλη μια καραμέλα;»
«Ναι», του είπε.
Της έδωσε. Κοίταξε προς την είσοδο του κτήματος και είδε ένα αυτοκίνητο. Η Φανή είχε επιστρέψει, κι όταν κατέβηκε και τους πλησίασε, εκείνος της είπε:
«Πάλι εσύ;»
Η Φανή γέλασε.
«Ναι», του είπε. «Και δεν θα απαλλαγείς από μένα τόσο εύκολα». Χάρηκε που ο Γιώργος το αντιμετώπισε αυτό με ένα μικρό χαμόγελο. Μετά στράφηκε προς τη Μαρία. «Τι σου λέει αυτός ο κακός άνθρωπος;» Την ρώτησε.
«Τίποτα», είπε εκείνη. «Είπε ότι οι γονείς του δεν τον αγαπάνε».
Η Φανή αγκάλιασε το κορίτσι και είπε στον Γιώργο:
«Στο παιδί βρήκες να πεις τον πόνο σου;»
«Άλλαξε θέμα», της είπε εκείνος.
Ο Γιώργος παρατηρούσε τη Φανή όσο εκείνη μιλούσε στη Μαρία. Του φαίνονταν μέχρι και γελοία αυτά που της έλεγε. Δεν είναι τόσο μικρή, σκεφτόταν.
«Θα έρχεσαι συχνά εδώ;» Ρώτησε την Φανή ο Γιώργος.
«Γιατί; Με βαριέσαι;»
«Όχι. Απλά ρωτάω…»
«Έτσι κι αλλιώς, πόσο σκοπεύετε να μείνετε εδώ;»
«Όσο χρειαστεί», της είπε. «Μέχρι να μπορέσουμε να φύγουμε».
«Αυτά να τα πεις αλλού. Όποτε θέλετε σας κατεβάζω εγώ μέχρι την κοντινότερη πόλη και φεύγετε από εκεί. Γιατί μένετε ακόμη εδώ;»
Ο Γιώργος δεν είχε έτοιμη απάντηση για μια τέτοια ερώτηση. Το σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα.
«Δεν ξέρω», της είπε.
«Τι δεν ξέρεις;»
«Εννοώ… δεν ξέρω τι θέλουν να κάνουν οι άλλοι. Εγώ, πάντως, θέλω να μείνω εδώ, κι αφού μου επιτρέπουν να μείνω, τότε θα μείνω».
«Πάντα ενεργείς ξεχωριστά από τους άλλους; Υποτίθεται ότι εσύ και οι φίλοι σου ήρθατε εδώ μαζί».
«Θα ερχόμουν ακόμη και μόνος μου, δεν τους χρειαζόμουν. Εκείνοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν. Τώρα αν θέλουν μπορούν να φύγουν. Τον ξέρουν το δρόμο».
«Ο Αλέξης τι λέει για όλα αυτά;» Ρώτησε η Φανή. Τον είδε να ανασηκώνει τους ώμους του. «Δε σε νοιάζει; Εκείνος είναι που σ’ αφήνει να μένεις εδώ».
«Ίσως και να με νοιάζει».
5
Το επόμενο βράδυ η Άννα ακολούθησε τον Αλέξη στο δωμάτιό του. Εκείνος την είχε συναντήσει στον διάδρομο, κι εκείνη είχε περπατήσει μαζί του. Ο Αλέξης ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου του, κι εκείνη πέρασε μέσα πρώτη και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου.
«Ακόμη πετάς τα ρούχα σου πάνω στο κρεβάτι», του είπε, «όπως τότε», και στηρίχτηκε στο γραφείο.
«Ναι», είπε εκείνος. «Και φαίνεται ότι ακόμα σ’ ενοχλεί αυτό».
Την είδε να στηρίζεται στο αριστερό της χέρι, κοιτώντας προς το μέρος του. Για μια στιγμή έμειναν έτσι. Κανείς δεν έλεγε τίποτα, κανείς δεν έκανε τίποτα, μέχρι που η Άννα έβγαλε τη ζακέτα της και μετά τη μπλούζα της. Σηκώθηκε όρθια και τις άφησε να κρέμονται από την καρέκλα.
«Τι με κοιτάς;» Τον ρώτησε.
«Η Μαρία;»
«Την έβαλα για ύπνο. Τέλειωνε», του είπε.
Ξάπλωσαν μαζί.
Όταν τελείωσαν, εκείνη έγειρε πάνω του και έκλεισε τα μάτια της. Σχεδόν τον αγκάλιασε, κι αυτός έμεινε για λίγο έτσι, χαζεύοντας το ταβάνι του δωματίου, με το δεξί του χέρι πάνω απ’ το κεφάλι του και με το άλλο πάνω απ’ τους ώμους της, όταν ξαφνικά επέστρεψε εκείνη η ίδια σκέψη. Δεν ήταν δική του. Ποτέ δεν θα ήταν δική του. Ποτέ δεν ήταν δική του. Ακόμη και τότε… εντόπιζε ένα είδος παραλογισμού σ’ αυτή του τη σκέψη, αλλά έτσι ένιωθε. Πιο πολύ μάλλον ξεκινούσε από το φόβο ότι θα την έχανε. Και δεν ήθελε να τη χάσει ξανά. Δηλαδή… να χάσει την όποια σχέση είχαν ποτέ οι δυο τους. Κι όμως, είχαν σχέση. Απλά εκείνος ένιωθε ανίκανος να την εμπιστευτεί. Αναγνώριζε, επομένως, ότι το φταίξιμο ήταν όλο δικό του. Ένιωσε, ωστόσο, απέχθεια εκείνη τη στιγμή.
Την έσπρωξε αργά από πάνω του και σηκώθηκε. Δεν έκανε καν τον κόπο να την σκεπάσει τώρα που νόμιζε ότι εκείνη είχε αποκοιμηθεί. Η Άννα, όμως, άνοιξε τα μάτια της ξανά και τον κοίταξε.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε.
«Πες μου κάτι», της είπε.
«Τι;»
«Γιατί δεν έχουμε ούτε μία φωτογραφία από τότε;»
«Δεν ξέρω. Θα ήθελες να έχουμε;»
«Δεν ξέρω… ίσως».
«Τότε έπρεπε να έχεις βγάλει μερικές», είπε και του γύρισε την πλάτη της.
Ο Αλέξης έφερε τα χέρια του στη μέση του και έπνιξε μια σειρά από απρεπείς λέξεις…
«Πάνε στην κόρη σου», της είπε. «Δεν θα ήταν καλό αν ξυπνούσε και έβλεπε ότι έλειπες. Και δεν θα ήταν καλό αν μάθαινε ότι ο καλός κύριος Αλέξης πηδάει τη μαμά».
Η Άννα τον κοίταξε για άλλη μια φορά.
«Φύγε», της είπε. Έπιασε από την καρέκλα τα ρούχα της και τα πέταξε πάνω στο κρεβάτι. «Θα πάω κάτω», της είπε. «Όταν γυρίσω να μην είσαι ‘δω».
Ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο.**Κατέβηκε κάτω και κάθισε σε έναν από τους καναπέδες. Ύστερα έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις χούφτες του, και τελικά στηρίχτηκε πίσω ξεφυσώντας. Να, λοιπόν, ορίστε! Ο συγγραφέας με την επιτυχία στο τσεπάκι, έτοιμος να χάσει για άλλη μια φορά τον υποτιθέμενο έρωτα της ζωής του. Τι ασημαντότητα! Ένας θεός ξέρει πόσοι είχαν νιώσει την Άννα ως έρωτα της ζωής τους μέχρι τώρα. Ε, εντάξει… δηλαδή… ας πούμε ανά τα χρόνια.
Η αλήθεια ήταν ότι ήλπιζε να την είχε πληγώσει με όσα της είχε πει λίγα λεπτά πιο πριν. Πόσο αξιολύπητο ήταν αυτό, ε; Την έδιωξε απλά και μόνο για να της κάνει κακό, ενώ το μόνο που κατάφερε ήταν να της δείξει πόσο σημαντική ήταν για εκείνον. Η Άννα σίγουρα θα το είχε καταλάβει αυτό. Ή μάλλον έτσι περίμενε εκείνος ότι θα είχε γίνει. Παρ’ όλα αυτά, είχε φανεί αδιάφορη απέναντι στα λόγια του. Ίσως να είχε γίνει λίγο περισσότερο σκληρή όλα αυτά τα χρόνια. Ίσως να μην ήταν εκείνο το κοριτσάκι πια. Αλλά ίσως όταν έχεις έναν να σε δέρνει, ίσως κατά κάποιο τρόπο να σκληραγωγείσαι… Ίσως και όχι. Αλλά το γεγονός ότι η Άννα είχε καταφέρει να τον εγκαταλείψει κάτι σήμαινε για τον Αλέξη.
Δεν ήταν αυτό το θέμα, όμως. Το θέμα ήταν ότι εκείνη τον είχε πλησιάσει, προφανώς επειδή κάτι ζητούσε από εκείνον. Αλλά τί ανόητη σκέψη… της είχε δώσει αυτό που είχε ζητήσει. Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο εκεί. Δεν του το είχε ζητήσει, το είχε απαιτήσει. Είτε αυτό, είτε ένιωθε σίγουρη ότι εκείνος θα δεχόταν να κοιμηθεί μαζί της.
«Γυναικείες πουτανιές», μουρμούρισε ολομόναχος στο καθιστικό.
Πάντως όλα αυτά κάτι του θύμιζαν. Τον εαυτό του. Ήταν αυτός που ήταν και τότε, όταν ήταν νέος ακόμα. Μόνος, θυμωμένος, φοβισμένος, ευάλωτος. Ένας λαπάς με περικεφαλαία. Ποτέ δεν κατάλαβε τι του είχε βρει τότε η Άννα. Θα μπορούσε, πάντα, να τον είχε λυπηθεί. Κάπου μέσα σε όλα εκείνα, όμως, εκείνος ο άνθρωπος, ο νεαρός Αλέξης, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι υπήρχαν άνθρωποι που ήθελαν να βρίσκονται κοντά του, ή ακόμη και άλλοι που είχαν προσπαθήσει να τον πλησιάσουν. Μόνο που εκείνος ήταν τόσο αξιολύπητος που θύμωνε μαζί τους μετά από κάθε προσπάθεια που έκαναν εκείνοι, και τους απέφευγε. Αργότερα σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να τον λυπάται κανείς που αντί να επικοινωνεί μαζί τους περιοριζόταν στη χαρά που έδινε στον εγωισμό του η προσπάθειά τους να τον πλησιάσουν. Μετά απ’ όλα αυτά, όσο πιο ευγενικά μπορούσε, νιώθοντας ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο πέρα απ’ αυτό, τους απέρριπτε.
Ξαφνικά έσκασε στα γέλια.
«Είμαι για τον πούτσο», είπε.
«Καλή τύχη, τότε».
Ο Αλέξης είδε τον Γιώργο να στέκεται όρθιος πιο πέρα. Μόλις είχε μπει μέσα, η Φανή μόλις είχε φύγει.
«Στέκεσαι πολλή ώρα εκεί;»
«Όχι. Μόλις τώρα ήρθα. Πες μου, όμως, γιατί είσαι για τον πούτσο;»
Ο Αλέξης σχεδόν τον αγνόησε στην αρχή, αλλά μετά του μίλησε. Κάποιος θα πίστευε ότι δεν ήταν και πολύ κατανοητά όσα του είπε, αλλά ο Γιώργος νόμιζε ότι είχε καταλάβει μέσα σε όλες εκείνες τις ασυναρτησίες που έμοιαζαν με κακογραμμένο ποίημα φτιαγμένο με αποκόμματα από εφημερίδες, ότι οι δυο τους είχαν κοινά σημεία.
Είναι παράξενο μερικές φορές, πώς ο ένας ανοίγεται στον άλλον, ενώ στην πραγματικότητα οι δυο τους καταλαβαίνουν δύο διαφορετικά πράγματα. Πώς θα μπορούσε, όμως, ο άλλος να ακούσει τον έναν, αν ο άλλος δεν είχε τον εαυτό του; Το συμπέρασμα συνήθως είναι μια συμβουλή που δεν έχει καμιά αξία για τον έναν. Κάτι τέτοιο του είπε και ο Γιώργος για την Άννα. Να της μιλάς, του είπε, θα καταλάβει.
Η συζήτηση μετά προχώρησε στον Παύλο, κάτι που έκανε τον Γιώργο να γελάσει. Απ’ ό,τι φαίνεται, είπε στον Αλέξη, αυτός ο άνθρωπος, τελικά, βρίσκεται παντού. Ο Γιώργος του είπε μερικά πράγματα. Του είπε ότι και οι δυο τους είχαν διαβάσει τα βιβλία του, κάτι που φάνηκε να διασκεδάζει τον Αλέξη. Ναι, είχε πλάκα να ακούς ότι υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσουν αυτά που γράφεις. Πληροφορήθηκε, ωστόσο, ότι ο Παύλος διαφωνούσε πολλές φορές με τον Αλέξη.
«Σε έβρισκε πολύ ηθικό κάποιες φορές. Κάποιες άλλες ήταν σαν οι χαρακτήρες σου να ξεπερνούσαν εκείνα τα όρια», είπε ο Γιώργος.
Ο Αλέξης ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω από τέτοια», είπε.
Έξω άρχισε και πάλι να βρέχει.**Ο Στράτος σκόνταψε σε μια πέτρα κάπου στον κήπο του ξενοδοχείου. Έπεσε κάτω, αλλά έβαλε τα χέρια του και στηρίχτηκε εκεί. Τα ρούχα του λερώθηκαν παρ’ όλα αυτά, δεν κατάφερε να το αποφύγει αυτό. Σηκώθηκε και κοίταξε κάτω. Ήταν αρκετά σκοτεινά, αλλά κατάφερε να διακρίνει το όπλο που είχε πέσει. Το έπιασε, το σκούπισε στη ζακέτα του και το έβαλε στην τσέπη.
Πόσες ώρες έλειπε; Αναρωτήθηκε. Όχι ότι θα το είχε προσέξει κανείς. Σκούπισε προσεκτικά τα παπούτσια του στο χαλί λερώνοντάς το με λάσπη και αδιαφορώντας γι’ αυτό και μπήκε μέσα. Είδε τον Γιώργο και τον Αλέξη να κάθονται στο σαλόνι. Τους πλησίασε και προσποιήθηκε ένα χαμόγελο.
«Τι κάνετε εδώ;»
«Πού ήσουν εσύ;» Τον ρώτησε ο Γιώργος.
«Πήγα μια βόλτα», τους είπε, κάτι που μόνο κατά λίγο ήταν αλήθεια. Ήξερε, ωστόσο, ότι ο Γιώργος είχε ήδη διακρίνει το ψέμα του. Ήξερε, επίσης, ότι δεν θα το πρόδιδε. «Εσείς;»
«Συζητάμε», είπε ο Αλέξης. «Τα λέμε, λίγο… κάθισε αν θέλεις».
«Μπα, όχι, καλύτερα να πάω πάνω, είμαι κουρασμένος».
«Όπως θέλεις. Καληνύχτα».
Ο Στράτος άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα, και μόλις τους γύρισε την πλάτη του το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του. Με κάθε τέτοια προσποίηση, και ήταν πολλές τέτοιες, ένιωθε ότι πρόδιδε τον εαυτό του. Αργότερα αυτό τον εξόργιζε, τον έκανε έξω φρενών, και άρχιζε κατόπιν εορτής να περπατάει πάνω κάτω και να σκέφτεται τι θα έπρεπε να έχει κάνει, τι θα έπρεπε να έχει πει… και άλλα τέτοια. Το απέδιδε στη μοναξιά του όλο αυτό, ότι αν είχε κάποιον να μιλήσει, τότε δεν θα αφιέρωνε ούτε το ένα τέταρτο του χρόνου σε τέτοιου είδους μοναχικά, προσωπικά ξεσπάσματα, όπως του άρεσε να τα χαρακτηρίζει. Από την άλλη, είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ήταν βαθύτατα άρρωστος και ότι μέχρι πρόσφατα ούτε που το καταλάβαινε. Ωστόσο, ανέβηκε όντως στο δωμάτιό του, και σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να κάνει μια καλή συζήτηση με τον Θοδωρή την επόμενη μέρα. Ίσως η συζήτηση να ήταν ανούσια, ίσως θα έπρεπε απλά να τον τρομάξει λίγο με το όπλο… να του τραβήξει την προσοχή, λίγο... Πραγματικά, μερικές φορές καταλάβαινε ότι αυτό ήταν όλο το θέμα. Ο τρόπος ζωής του Θοδωρή του φαινόταν τόσο… τόσο τι; Ποια ήταν η κατάλληλη λέξη; Μερικές φορές απλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί έγινε τόσο ανεξάρτητος, πώς και γιατί ήταν ικανός να μην δίνει σημασία σε κανέναν, ενώ την ίδια στιγμή έμοιαζε να είναι ένας φλώρος και μισός! Χα-χα… ο Στράτος, λοιπόν, ήταν νταής. Ναι, αυτό ήταν… ένας κλασικός νταής, τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Ένα κομπλεξικό κάθαρμα που θα έκανε τη ζωή του Θοδωρή πατίνι, απλά και μόνο για τη δική του, την προσωπική του ικανοποίηση. Κι ακόμα κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν όταν νιώθουν έτσι, εκείνος το ήξερε και το αναγνώριζε αυτό για τον εαυτό του: Ένιωθε φθόνο. Και μιλάω για εκείνο το είδος φθόνου που κάνει τους ανθρώπους να είναι άξιοι να καίγονται στα καζάνια της κόλασης μετά από τα αποτελέσματα των πράξεών τους. Δεν είναι μικρό ένα τέτοιο συναίσθημα, ξέρετε... είναι κάτι που σε κουμαντάρει ολόκληρο, σε ελέγχει κάποιες φορές… και κάθε μία από αυτές τις φορές σε καταστρέφει.
Μια απλή συζήτηση με τον Θοδωρή, λοιπόν. Μια απλή συζήτηση και τίποτα παραπάνω.**Το επόμενο πρωί ο Αλέξης βρέθηκε στην κουζίνα με τον Γιώργο. Ο Γιώργος είχε ετοιμάσει κάτι για φαγητό, ενώ ο Αλέξης έπινε καφέ. Η Άννα μπήκε μέσα και χαιρέτησε.
«Καλημέρα», είπε, και ο Αλέξης παρατήρησε εκείνον τον τόσο γνωστό πια τρόπο κίνησής της. «Πώς ήταν η νύχτα σας;»
«Καλή, θα έλεγα», είπε ο Γιώργος.
«Κι η δικιά σου, Αλέξη;» Συνέχισε η Άννα, αλλά δεν πήρε απάντηση. «Δεν μου μιλάς;»
«Σου μιλάω. Απλά… η νύχτα δεν ήταν και πολύ καλή…»
«Ίσως να ήσουν πολύ μόνος μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο…» Του είπε εκείνη.
«Δε μας χέζεις, λέω ‘γω…»
Η Άννα γέλασε και του είπε ότι τον πείραζε. Μετά κάθισε κι εκείνη στο τραπέζι.**Ο Στράτος σηκώθηκε από την καρέκλα του γραφείου στο δωμάτιό του και πήρε το όπλο από το γραφείο. Βγήκε στον διάδρομο και κάθισε στη σκάλα, περιμένοντας, μέχρι που πέρασε ο Θοδωρής από εκεί.
«Έλα», του είπε ο Στράτος. «Πάμε μια βόλτα».
«Εμείς οι δύο; Δεν έχουμε πουθενά να πάμε».
Ο Στράτος προσπάθησε λίγο ακόμα για να τον πείσει, και τελικά τα κατάφερε σε τέτοιο βαθμό ώστε να κατέβουν μαζί τη σκάλα. Προσποιήθηκε ότι του ζητούσε συγνώμη, κάτι που έκανε τον Θοδωρή να χαμογελάσει, κι ύστερα του έδωσε το χέρι. Εκείνος το δέχτηκε, αλλά όταν έφτασαν κάτω και βγήκαν στη βεράντα, ο Στράτος τράβηξε το όπλο του και τον σημάδεψε.
«Τι κάνεις, ρε φίλε;» Τον ρώτησε ο Θοδωρής. Πρώτα γέλασε, αλλά μετά τον κοίταξε τρομαγμένος.
«Νομίζεις ότι δεν θα το κάνω; Έτσι νομίζεις;»
«Τι θες από μένα, επιτέλους;»
Μέσα, στο σαλόνι, ο Γιώργος και ο Αλέξης τους είδαν. Περπάτησαν μαζί προς την βεράντα. Είδαν τον Στράτο να κρατάει το όπλο, τον Θοδωρή πεσμένο στις πέτρες του κήπου… Ο Στράτος στράφηκε προς το μέρος τους, και με αργούς ρυθμούς κατέβασε το όπλο.
«Πού το βρήκες αυτό;» Τον ρώτησε ο Αλέξης.
«Να μη σε νοιάζει», του απάντησε εκείνος.
«Δώσε μου το όπλο, Στράτο». Ο Γιώργος τον πλησίασε. «Ξέρω ότι με εμπιστεύεσαι. Ξέρεις ότι είμαστε φίλοι. Έλα, δώσε μου το όπλο».
Ο Αλέξης μέχρι τώρα δεν είχε δει τίποτα τέτοιο, αλλά κάπως ήταν σίγουρος ότι ο Γιώργος ήξερε τι έκανε. Ακόμη περισσότερο, το κατάλαβε όταν ο Στράτος με εμφανή δουλοπρέπεια ακούμπησε το περίστροφο στα χέρια του Γιώργου. Τόσο απλά. Ήταν λες και ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, σαν να περίμενε να συμβεί, σαν να το ήθελε. Αν ήθελε απλά να τον σκοτώσει, σκέφτηκε ο Αλέξης, θα το είχε ήδη κάνει.
Ο Γιώργος κράτησε το όπλο κι ύστερα έπιασε τον Στράτο απαλά από το μπράτσο.
«Έλα», του είπε. «Πάμε να τα πούμε», και περπάτησαν μαζί μέσα στη βροχή.
Ο Αλέξης βοήθησε τον Θοδωρή να σηκωθεί και έμεινε για λίγο μαζί του. Και ήξερε: Στα μάτια του Στράτου, ο Γιώργος ήταν σημαντικός. Ίσως και κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Τους είδε να περπατάνε μαζί στη βροχή, και κατάλαβε ότι κάτι παράξενο συνέβαινε σ’ εκείνη την παρέα που είχε αρχηγό τον Γιώργο. Έμοιαζε να καθοδηγεί, και σίγουρα αυτός που ακολουθούσε πιο πιστά ήταν ο Στράτος.
«Πήγαινε μέσα», είπε στον Θοδωρή. «Θα έρθω σε λίγο».**Ο Γιώργος με τον Στράτο επέστρεψαν μετά από αρκετή ώρα, μούσκεμα και οι δυο τους. Ο Στράτος πήγε προς την κουζίνα, ενώ ο Γιώργος ανέβηκε στο δωμάτιό του. Σε λίγο κάποιος του χτύπησε την πόρτα, και όταν εκείνος άνοιξε, είδε τον Αλέξη.
«Τι έγινε;» Τον ρώτησε.
«Το όπλο. Θέλω να μου το δώσεις».
«Γιατί;».
«Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι. Ούτε εσένα ούτε τους φίλους σου».
«Κι αν δεν σου το δώσω;»
«Τότε θα το πάρεις μαζί σου και θα φύγετε από εδώ αυτή τη στιγμή».
Ο Γιώργος τον κοίταξε σκεφτικός, χαμογελώντας, και τελικά δέχτηκε να του το δώσει. Πήγε μέσα στο δωμάτιο, το έπιασε από το γραφείο και του το έδωσε.
«Ωραία», είπε ο Αλέξης. «Είναι η Φανή κάτω».
Μετά έφυγε.**Το επόμενο πρωί, ο Αλέξης πήρε το όπλο και κατέβηκε στο ισόγειο, και από εκεί κάτω, στο υπόγειο. Πήρε μια τσάπα και ένα φτυάρι και βγήκε έξω. Έκανε το γύρο του ξενοδοχείου και περπάτησε μέχρι τον φράχτη της πίσω αυλής. Πέρασε από πάνω και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα και τους θάμνους.
Έψαξε για κάποια ώρα να βρει ένα καλό σημείο προκειμένου να θάψει το όπλο, και το βρήκε κάπου κοντά σε μερικούς θάμνους. Πρώτα χρησιμοποίησε την τσάπα, και λίγο αργότερα το φτυάρι. Το πρόβλημά του ήταν ότι το χώμα ήταν ακόμη νωπό, και η βροχή είχε σταματήσει από την προηγούμενη μέρα. Δεν είχε βγει ο ήλιος, βέβαια, αλλά σίγουρα δεν έβρεχε.
Κατάφερε, τελικά, ν’ ανοίξει μια τρύπα στο χώμα και ν’ αφήσει μέσα το περίστροφο. Ύστερα έκλεισε την τρύπα και την χτύπησε μαλακά από πάνω, προσπαθώντας να την κάνει να μην φαίνεται καν. Ένιωσε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν ήταν μόνος, γι’ αυτό και έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν είδε κανέναν, αν και για μια στιγμή θυμήθηκε εκείνο τον φίλο του Γιώργου, τον Παύλο. Γέλασε στη σκέψη χωρίς να δώσει σημασία.
Γύρισε στο ξενοδοχείο, σκούπισε τα πόδια του πριν μπει μέσα και όταν μπήκε, κατέβασε τα εργαλεία πίσω στο υπόγειο, όπου τα σκούπισε προσεκτικά με μπόλικο χαρτί κουζίνας που βρήκε σε ρολά εκεί κάτω. Πήρε τα χαρτιά μαζί του και τα πέταξε στα σκουπίδια του δωματίου του, κι όλα ήταν εντάξει.
6
Πέρασαν κάποιες μέρες ακόμα. Πέρασαν αργά, και όλα έμοιαζαν ήρεμα στο ξενοδοχείο. Η Φανή ερχόταν για επίσκεψη κάθε τόσο, περνούσε τις ώρες της κυρίως με τον Γιώργο στη βεράντα όταν εκείνος δεν ήταν κάπου εξαφανισμένος. Ο Αλέξης και η Άννα βρίσκονταν σε μια ενδιάμεση κατάσταση… κανείς τους δεν ήξερε πώς θα κατέληγε, ενώ ο Θοδωρής κι ο Γιάννης βαριόνταν τις ζωές τους. Κανείς δεν ασχολιόταν πια με τον Παύλο, και σίγουρα όχι ο Γιώργος, για τον οποίο θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχε αρχίσει να βελτιώνεται… ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Η συμπεριφορά του, μάλλον, είχε αρχίσει να αλλάζει. Ναι, μάλλον αυτό ήταν. Η συμπεριφορά του και η στάση του. Όχι ότι έμοιαζε τώρα πια περισσότερο αισιόδοξος, αλλά να… πώς να το πει κανείς…
Μάλλον είχε να κάνει με τη Φανή. Έτσι πίστευαν οι περισσότεροι εκεί μέσα, δηλαδή. Ότι η Φανή με τον καιρό θα τον έβαζε σε τάξη. Κανείς τους δεν ήξερε τι συζητούσαν οι δυο τους με τις ώρες, αλλά το ότι οι φίλοι του Γιώργου τον έβλεπαν να γελάει, κάτι σήμαινε για εκείνους.
Ήταν λες και όλοι τους ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο εκείνες τις μέρες. Σαν να μπορούσαν απλά να είναι αυτοί πού όντως ήταν. Μια γεύση ελευθερίας τους κατέκλυσε, όλη δική τους να τη νιώσουν. Μερικές φορές η Άννα είχε δει τον Αλέξη και τον Γιώργο να συζητάνε μαζί μέχρι αργά στο σαλόνι. Δεν είχε ακούσει τι έλεγαν, αλλά ήταν σίγουρη ότι ο Γιώργος κάπως θαύμαζε τον Αλέξη. Ήλπιζε ότι ο τελευταίος δεν θα τον απογοήτευε, αν και τον εμπιστευόταν πάνω σ’ αυτό. Σε γενικές γραμμές ναι, του είχε εμπιστοσύνη, και ίσως να μην ήθελε να τελειώσουν εκείνες οι μέρες. Ίσως στην πραγματικότητα κανείς τους να μην ήθελε να τελειώσουν εκείνες οι μέρες, ίσως ακόμη κι ο Γιώργος… ακόμη κι αν ο Παύλος δε φαινόταν πουθενά, πια…
Ο Αλέξης είχε ξεχάσει εκείνο το όπλο, όπως όλοι τους. Έτσι κι αλλιώς, ο Στράτος είχε ζητήσει συγνώμη από τον Θοδωρή για εκείνο το σκηνικό, αν και ο Θοδωρής δεν είχε πιστέψει ότι το εννοούσε. Πίστευε ότι κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τέτοιου είδους θέματα τόσο γρήγορα και απλά όσο προσποιούνταν ο Στράτος ότι το είχε κάνει. Πίστευε, με λίγα λόγια, ότι ο Στράτος του είχε πει ψέματα, και ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ξανασυμβεί κάτι ανάλογο. Αλλά όταν έμαθε ότι ο Αλέξης είχε πάρει το όπλο είχε νιώσει κάπως καλύτερα, κάπως περισσότερο ασφαλής. Αυτό που δεν ήξερε ούτε ο Θοδωρής, ούτε ο Αλέξης, ούτε και κανένας άλλος, ήταν ότι κάποιος όντως είχε δει τον Αλέξη εκείνο το πρωί, και στη συνέχεια είχε ξεθάψει το όπλο.
Το τέλος, λοιπόν, ξεκίνησε όταν κάποιος κατέβηκε από τους πάνω ορόφους, και είπε στον Αλέξη ότι ο Γιώργος είχε ζητήσει να τον δει. Μόνο εκείνον. Αποκλειστικά εκείνον. Ο Αλέξης απόρησε, αλλά τελικά παράτησε ό,τι έκανε και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα.
7
Ο Γιώργος ένιωσε ότι ποτέ δεν είχε βρεθεί ξανά μέσα σε τόση ησυχία. Ήταν σκοτεινά μέσα στο δωμάτιο, αλλά υπήρχε αρκετό φως ώστε να μπορεί να διακρίνει τον χώρο… ώστε να βλέπει, και σκέφτηκε ότι είναι παράξενο το πώς μερικές φορές μέσα στο ημίφως βλέπεις απλά καλύτερα. Ή ίσως απλά διαφορετικά, ποιος ξέρει… Εκείνος, πάντως, ένιωθε σίγουρος ότι έβλεπε περισσότερα πράγματα με τα φώτα σβηστά. Για μια στιγμή νόμισε ότι είδε μια σκιά να περπατάει μέσα στο δωμάτιο, και είχε κάνει μια απλή υπόθεση. Ίσως να σκέφτεται, είπε με το νου του. Ναι, μοιάζει να είναι σκεφτική. Σύντομα κατάλαβε ότι ήταν η δική του σκιά αυτή που έβλεπε. Ήταν λες και στεκόταν κάπου παράμερα και παρατηρούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Κι εκείνη η ησυχία… Ησυχία των νεκρών την ονόμασε μέσα σε μερικά λεπτά από τη στιγμή που την ένιωσε. Η ομορφιά, όμως, δεν έπαυε να υφίσταται παράλληλα με όλα αυτά. Ένιωθε όμορφα μέσα στη θλίψη του. Μια θλίψη που για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό δεν μπορούσε να προσδιορίσει, και αν μη τι άλλο, αυτό το τελευταίο ήταν ανησυχητικό. Όλα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν καλύτερα. Τι είχε αλλάξει, λοιπόν;
Σκέφτηκε ότι ήταν άρρωστος. Ναι, αυτό ήταν… κάποια νόσος του μυαλού. Κάποιο ανίατο, χρόνιο νόσημα, αυτό πρέπει να ήταν. Και η υπόθεση σύντομα έγινε δεδομένο. Σίγουρα αυτό ήταν. Ήταν τρελός, λοιπόν, ένας άνθρωπος που δεν ασκούσε κανένα είδος ελέγχου πάνω στις σκέψεις του. Μάλλον εκείνες ήταν που ασκούσαν τον δικό τους έλεγχο πάνω του. Τρέλα λέγεται αλλιώς. Ή μήπως τώρα ήταν λίγο υπερβολικός;
Η Φανή… εκείνη τον έκανε να γαληνεύει, άσχετα από το γεγονός ότι βίωνε μερικές στιγμές απόλυτης ηρεμίας. Σκέφτηκε την τελευταία φορά που είχε μιλήσει μαζί της, την τελευταία τους συζήτηση, και πώς όλα οδηγούσαν στο τέλος από εκεί και μετά. Την είχε πλησιάσει εξ αρχής… εκείνο το ίδιο απόγευμα… είχε καθίσει πολύ πιο κοντά της από όλες τις άλλες φορές, κι εκείνη του είχε χαμογελάσει. Σχεδόν την ένιωθε πάνω του, τον είχε ξενίσει το γεγονός ότι ήθελε να της πει ότι την αγαπάει, ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά κατά τη γνώμη του κάτι τέτοιο θα έβαζε ένα άσχημο τέλος στη σχέση τους. Έτσι κι αλλιώς, ήξερε ότι θα της έλεγε ψέματα. Ποτέ δεν αγάπησε κανέναν ο Γιώργος, έτσι πίστευε για τον εαυτό του. Ίσως μόνο λίγο τον Παύλο, αλλά κι εκείνος τον είχε προδώσει, σωστά; Έτσι είχε φύγει μια μέρα από τον Άγιο Δημήτριο, και έτσι είχε αρχίσει να παίρνει τη λάθος κατεύθυνση ο Γιώργος. Αλλά όχι, αυτό μάλλον είχε αρχίσει πριν από πολλά χρόνια…
Τόσα λάθη, λοιπόν. Ναι, αυτό ήταν που τον βασάνιζε κατά κάποιο τρόπο. Τα λάθη. Και επέμενε να βρίζει τον εαυτό του για όλο το κακό που είχε προκαλέσει…
«Δεν σου κρύβω ότι περιμένω κάθε μέρα πότε θα έρθεις…»
…με όλες εκείνες τις λάθος ενέργειες…
«Είναι σημαντικό αυτό για σένα;»
…όπως το να αφήσει τον εαυτό του να είναι τόσο ευάλωτος.
«Ναι, Φανή», της είπε. «Νομίζω πώς είναι. Ξέρεις… μερικές φορές νιώθω ότι είμαι ένας πραγματικά κακός άνθρωπος. Δεν ξέρω γιατί… απλά κάποιες φορές μιλάω πολύ άσχημα χωρίς καν να το καταλαβαίνω, είναι λες και χάνω τον έλεγχο, και μετά το συνειδητοποιώ και νιώθω τύψεις. Και περνάνε μέρες μέχρι να νιώσω καλύτερα. Απλά κάθομαι εκεί και βασανίζομαι, ακριβώς επειδή πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μου αξίζει…»
Εκείνος συνέχισε να μιλάει, κι εκείνη κοίταζε την εκφραστικότητα των ματιών του, χαμένη κάπου εκεί μέσα, με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήταν η τελευταία φορά που την είχε δει… Τώρα όλα θα τελείωναν, ενώ εκείνη θα περίμενε την επόμενη συνάντησή τους. Έφερε τα χέρια του γύρω του, λες και υπήρχε κάτι ν’ αγκαλιάσει, και χάθηκε μέσα στην ομορφιά της θλίψης, όταν άκουσε τη φωνή του Αλέξη πίσω από την πόρτα.
«Γιώργο;»**Ο Γιώργος περπάτησε προς την πόρτα και κάθισε στο πάτωμα του στενού διαδρόμου.
«Παρακαλώ;»
«Ο Αλέξης είμαι».
«Ναι, σε κατάλαβα».
«Μου είπαν ότι με ζήτησες».
«Ναι, αλήθεια είναι».
«Λοιπόν; Τι με ήθελες;»
Ο Γιώργος γέλασε.
«Ξέρεις κάτι;» Είπε στον Αλέξη. «Κάτσε λίγο. Να μην στέκεσαι όρθιος…»
Ο Αλέξης τον άκουσε και κάθισε κάτω, πάνω στη μοκέτα.
«Σ’ ακούω», του είπε. «Είσαι καλά;»
«Δε θα το ‘λεγα… Ξέρεις… είναι μια από εκείνες τις φορές που τα πράγματα στραβώνουν λίγο… Έχεις σκεφτεί ποτέ την αυτοκτονία;»
«Ναι», του είπε. «Η αλήθεια είναι ότι την έχω σκεφτεί. Αλλά η σκέψη από την πράξη απέχει κάπως. Πού θες να καταλήξεις, όμως; Σκέφτεσαι να κάνεις κακό στον εαυτό σου;»
«Ναι», είπε ο Γιώργος. «Το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να κάνει κανείς στον εαυτό του. Σκέφτομαι να πεθάνω».
«Ξέρεις… μη με παρεξηγείς, αλλά κάπως… δεν σε πιστεύω».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δεν με πιστεύεις; Κι αν σου έλεγα ότι βρήκα το όπλο; Μιλάω για εκείνο που πήγες και έθαψες μέσα στο δάσος… απορώ πώς δεν με είδες όταν έβγαινες έξω. Στεκόμουν ακριβώς στη μέση του σαλονιού. Μέχρι που σκέφτηκα να σε χαιρετήσω, αλλά δεν το έκανα. Προτίμησα να δω τι είχες κατά νου να κάνεις… κι έτσι σ’ ακολούθησα».
«Και βρήκες το όπλο…»
«Ακριβώς».
«Και γιατί θα ήθελες να κάνεις κακό στον εαυτό σου; Ειλικρινά… δεν σε καταλαβαίνω…»
«Ξέρεις… νομίζω ότι έχει να κάνει με τις ενοχές που νιώθω. Και με το ότι κάποιες φορές νιώθω ότι είμαι τόσο αδύναμος… σαν να μην έχω διεξόδους, σαν να μην έχω μέλλον. Δεν ξέρω τι να κάνω για όλα αυτά, πώς να ξεφύγω… Και αυτό που με σκοτώνει είναι ότι έχω τις ευθύνες μου... Εγώ φταίω… και δεν φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι αυτό για μένα… μαζί με όλα τα άλλα…»
«Τα άλλα;»
«Τα λάθη… τις αδικίες απέναντι σε άλλους…»
«Αδίκησες κάποιους…»
«Ναι».
«Φαντάζομαι ότι θα είχες τους λόγους σου για να το κάνεις…»
«Είμαι κακός άνθρωπος, Αλέξη. Δεν μου αξίζει…»
«Δεν καταλαβαίνω τι λες, Γιώργο».
«Ξέρεις τι έλεγαν για μένα; Έλεγαν ότι αυτός ο Γιώργος είναι ένας μεγάλος μαλάκας, και ότι είναι ένας φλώρος και μισός. Και ανωμαλάρα μεγάλη… Μόνο να άκουγες τι λέει όταν είναι μόνος του μέσα στο διαμέρισμά του… Χα-χα-χα… θα πέθαινες στο γέλιο».
«Ποιος τα έλεγε αυτά, Γιώργο;»
«Διάφοροι. Έφταναν και στ’ αυτιά μου, πάντως. Αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν μαζί μου εδώ πάνω, αυτοί που γνώρισες εσύ κι η Άννα… δεν είναι παρά εκείνοι που δεν πίστεψαν σ’ εκείνα τα λόγια. Αλλά το χειρότερο απ’ όλα, Αλέξη, είναι ότι δεν έχω καμιά δικαιολογία απέναντι σε όλες εκείνες τις κατηγορίες… Δεν μπορώ να κάνω τίποτα πέρα από το να παραδεχτώ ότι όντως είμαι όλα αυτά τα πράγματα που περιέγραφαν εκείνοι οι άνθρωποι».
«Αν εσύ θεωρείς ότι όντως είχαν δίκιο όσοι μιλούσαν έτσι για σένα, τότε τι να πω… όντως έχεις μερίδιο ευθύνης για όσα περνάς. Δεν συμφωνείς;»
Ο Αλέξης δεν πήρε απάντηση για λίγο…
«Γιώργο, μ’ ακούς;»
«Ναι, σ’ ακούω. Όλα αυτά δεν είναι παρά ένας φαύλος κύκλος, σκέψεις οι οποίες ποτέ δεν τελειώνουν, εμμονές…»
«Ίσως θα έπρεπε να βγεις από εκεί για να συζητήσουμε σαν άνθρωποι».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Δε νομίζω». Και μετά άλλαξε θέμα. «Σε θαυμάζω κάπως, ξέρεις… Πιστεύω ότι είσαι εντάξει τύπος… κι αν δεν είσαι, σίγουρα μ’ αρέσουν αυτά που γράφεις».
«Τι λες τώρα; Δεν είμαι παρά ένας της σειράς».
«Κάνεις λάθος. Για να γίνεις ένας της σειράς πρέπει να είσαι έξυπνος. Πρέπει να ξέρεις να χειρίζεσαι αυτό που έχεις, κι εσύ έχεις το γράψιμο. Και το χειρίζεσαι καλά, δε νομίζεις;»
«Ίσως μερικές φορές να είμαι καλός με τις λέξεις…»
«Ε, λοιπόν, τι σε σταματάει από το να προχωρήσεις; Έχεις έναν πεντακάθαρο δρόμο στημένο μπροστά σου. Τι φοβάσαι;»
«Θα έλεγα ότι το βασικό μου πρόβλημα είναι ότι δεν πιστεύω σε όσα μου ζητάνε να κάνω».
«Τι θέλεις, δηλαδή;» Τον ρώτησε ο Γιώργος και την ίδια στιγμή γέλασε. «Πότε θα μεγαλώσεις, φίλε; Δεν κατάλαβες ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η τέχνη στη δουλειά σου; Ούτε η λογοτεχνία υπάρχει. Αυτό που μετράει για ανθρώπους σαν εσένα τώρα πια είναι η επιβίωση. Διαφωνείς;»
«Αλλά τι περίμενες; Να ανακαλύψω κάποια σπουδαία αλήθεια στα λόγια σου; Φυσικά και διαφωνώ».
«Και πώς έφτασες ως εδώ; Γιατί αν έφτασες όπως λες, τότε δεν θα αντιμετώπιζες ηθικά διλήμματα, έτσι δεν είναι;»
«Πού θες να καταλήξεις με όλα αυτά;»
«Σου λέω να τους δώσεις αυτό που θέλουν. Αυτό που τους αξίζει. Και σου το λέω αυτό, επειδή αυτό για το οποίο πραγματικά είσαι ικανός, σίγουρα δεν τους αξίζει, με καταλαβαίνεις;»
«Θα πρέπει να μισείς τους ανθρώπους πάρα πολύ», του είπε ο Αλέξης.
«Ίσως… δεν ξέρω… Το βρίσκεις κατακριτέο αυτό;»
«Παράτα με… με… όλες αυτές τις μαλακίες. Εγώ κάνω αυτό που κάνω και…»
«Και θα πέσεις στο τέλος πάνω σ’ έναν τοίχο, θα χάσεις την Άννα και μαζί ό,τι άλλο έχεις επιθυμήσει τόσο πολύ σ’ όλη σου τη ζωή. Γιατί ξέρω ότι τη θες αυτή τη γυναίκα».
«Μου είπες να έρθω για να μιλήσουμε για εμένα; Βγες έξω αν θες να μιλήσουμε, αλλιώς δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο».
«Δεν πρόκειται να βγω. Και να πεις στη Φανή ότι ο Γιώργος ζητάει συγνώμη που την εγκατέλειψε τόσο βιαστικά».
«Εντάξει, δες… εφόσον έχεις το όπλο και εφόσον έχεις κλειδωθεί εκεί μέσα, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορώ να σε σταματήσω από το να τινάξεις τα μυαλά σου στον αέρα. Επομένως αν θες να το κάνεις, μπορείς να το κάνεις χωρίς κανένα εμπόδιο».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Καλή προσπάθεια», είπε στον Αλέξη. «Αλλά δεν με πείθεις…»
«Παίζεις μαζί μου, ρε κωλόπαιδο; Επειδή σου έχει στρίψει εσένα, δηλαδή…»
«Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Έχεις τη ζωή σου στα χέρια σου, κι έχεις να επιλέξεις δύο δρόμους. Ή θα καταλήξεις στην αφάνεια παριστάνοντας τον αληθινό καλλιτέχνη, ή θα ζήσεις τη ζωή που ήθελες… με μερικές απώλειες, βέβαια. Όπως αυτήν την παιδιάστικη ιδεολογία που ακολουθείς. Στόχος είναι η επιβίωση, να το θυμάσαι αυτό. Ιδίως για ανθρώπους σαν κι εσένα…»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ξέρεις τώρα… ξέρεις πώς είναι να υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να σε γκρεμίσουν… το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Αν μη τι άλλο, είναι κομμάτι της δουλειάς σου. Απλά, κατά τη γνώμη μου, εσύ είσαι πολύ χέστης για να σταθείς και να τους αντιμετωπίσεις».
«Δεν ξέρεις τι λες», του είπε ο Αλέξης. «Αν ηρεμήσεις λίγο, ίσως τότε να μιλήσουμε λογικά…»
«Εντάξει, όπως θες… μην το παραδέχεσαι».
Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο. Ο Αλέξης είχε αρχίσει να αγχώνεται και να εκνευρίζεται. Ένιωθε ότι ήθελε να του βάλει τις φωνές, να γκρεμίσει την πόρτα, κάτι που ήταν πραγματικά αδύνατο να συμβεί, να τον αρπάξει απ’ τον γιακά και να τον πετάξει έξω κοπανώντας παράλληλα το κεφάλι του στα ντουβάρια μέχρι να συνέλθει.
«Γιατί κάλεσες εμένα εδώ; Γιατί όχι κάποιον απ’ τους φίλους σου;»
«Δεν ξέρω», είπε ο Γιώργος. «Για κάποιο λόγο είσαι σημαντικός για μένα. Νομίζω ότι μοιάζουμε λίγο εγώ κι εσύ… θέλω να πω, δεν μπορεί ό,τι γράφεις μέσα στα κείμενά σου να είναι ψέμα, έτσι; Πιστεύω ότι τα περισσότερα δεν είναι…»
«Δεν βγάζω άκρη μαζί σου».
«Σου ζητάω να καταλάβεις, ότι εγώ επιλέγω να είμαι ανάμεσα σε εκείνους που χάνονται. Και νιώθω κάπως… περήφανος γι’ αυτό», γέλασε ο Γιώργος.
Ο τύπος δεν είναι στα καλά του, σκέφτηκε ο Αλέξης. Πρόκειται να μου φορτώσει την αυτοκτονία του, ενώ την ίδια στιγμή το διασκεδάζει.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, Γιώργο. Με συγχωρείς, αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σε σώσω».
«Δεν πειράζει… απλά ήθελα να συζητήσω λίγο ακόμη μαζί σου, αυτό είναι όλο. Τώρα νομίζω ότι θα πάω λίγο στο μπάνιο…»
«Εντάξει», του είπε ο Αλέξης. «Εδώ θα είμαι, θα περιμένω να τα πούμε».
Ο Γιώργος γέλασε.
«Όπως νομίζεις», του είπε.**Ο θόρυβος του όπλου ακούστηκε σε όλο το κτίριο. Μάλλον. Αν, δηλαδή, σκεφτεί κανείς ότι τον άκουσαν μέχρι το ισόγειο… ναι, μάλλον ακούστηκε.
Σύντομα η Άννα εμφανίστηκε στον διάδρομο κρατώντας τη μικρή στα χέρια της και κοίταξε με ανησυχία τον Αλέξη. Τον είδε όρθιο μπροστά στην πόρτα του δωματίου του Γιώργου. Με το ένα χέρι στηριζόταν πάνω της και με το άλλο κρατούσε το πόμολο. Της φάνηκε ότι είχε δάκρυα στο πρόσωπό του.
«Τι έγινε; Είσαι καλά;» Τον ρώτησε.
«Πάρε τη μικρή από ‘δω», της είπε, αλλά μόλις είδε την Άννα να φεύγει άλλαξε γνώμη: «Ή μάλλον όχι. Κατέβα κάτω και πες σε όποιον βρεις εκεί να φέρει το κλειδί του…» κοίταξε την ετικέτα στην πόρτα του δωματίου του Γιώργου «…βήτα δώδεκα».
«Πες μου… τι έγινε;»
«Κάνε ό,τι σου λέω».
Η Άννα γύρισε και περπάτησε μακριά, προς τη σκάλα. Πέρασαν μερικά λεπτά, και σε λίγο όλοι βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο. Ο Γιάννης έδωσε το κλειδί στον Αλέξη κι εκείνος το έβαλε στην πόρτα.
«Το καλό που του θέλω», είπε, «να μην έχει αφήσει το κλειδί από πίσω».
Ο Γιώργος δεν είχε αφήσει κλειδί πίσω απ’ την πόρτα, και όταν η πόρτα άνοιξε, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Αλέξης ήταν να ψάξει για έναν διακόπτη. Άναψε το φως του διαδρόμου και είδε μια μπλούζα πεταμένη στο πάτωμα, πάνω στη μοκέτα. Την έκανε πέρα με το πόδι του. Η πόρτα του μπάνιου ήταν ανοιχτή, αλλά το φως σβηστό. Το άναψε, και είδε τον Γιώργο μέσα. Ήταν μισός μέσα στη μπανιέρα και μισός έξω. Αίμα και κάτι άλλο, πιο πηχτό, βρίσκονταν πάνω στον τοίχο. Κυλούσαν προς τα κάτω.
Μπήκαν όλοι μέσα, και ο Αλέξης με τον Γιάννη και τον Θοδωρή στάθηκαν στη μέση του μπάνιου. Η Άννα άκουσε τον Αλέξη και πήγε με τη μικρή κάτω, στο ισόγειο. Κανείς δεν έβγαζε λέξη για αρκετή ώρα, ενώ σύντομα βρέθηκαν να κάθονται στο εσωτερικό του δωματίου, στο κρεβάτι. Μόνο ο Στράτος, που τώρα έκλαιγε γεμάτος τύψεις, καθόταν στην καρέκλα του γραφείου.
«Ακούω προτάσεις», είπε τελικά ο Αλέξης. «Τι κάνουμε τώρα;»
«Αυτός ο μαλάκας είχε το όπλο μαζί του», γρύλισε ο Θοδωρής και έδειξε τον Στράτο.
Ο Στράτος έμοιαζε να έχει σπάσει σε κομμάτια. Μόνο κάτι λυγμοί έβγαιναν από το στόμα του. Σύντομα ηρέμησαν ξανά τα πράγματα.
«Να φωνάξουμε την αστυνομία», είπε ο Γιάννης. «Δεν ξέρω… τι κάνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις;»
«Πού το βρήκες αυτό το όπλο;» Ρώτησε ο Αλέξης τον Στράτο.
Εκείνος σήκωσε τα χέρια του και τα κούνησε στον αέρα σε μια προσπάθεια να πει κάτι.
«Κάπου σ’ ένα μαγαζί που δούλευα», είπε. «Σ’ ένα μπαρ…»
«Αν φωνάξουμε την αστυνομία, ο Στράτος θα μπλέξει άσχημα», είπε ο Αλέξης.
«Και τι προτείνεις; Να τον αφήσουμε εκεί μέσα;»
Καμιά απάντηση.
«Ας αποφασίσει ο Στράτος», είπε ο Αλέξης. «Δικό του ήταν το όπλο».
Όλοι κοίταξαν τον Στράτο.
«Λέγε», του είπε ο Αλέξης. «Δική σου απόφαση είναι. Σκέψου το… ο Γιώργος έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε, το είχε αποφασίσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Και σίγουρα όχι εγώ. Αξίζει τον κόπο να μπλέξεις για κάποιον που τόσο λίγο νοιαζόταν για τους άλλους που τους φόρτωσε το θάνατό του;»
Πέρασαν πέντε με επτά λεπτά περιμένοντας την απόφαση του Στράτου, ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε ότι ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα και κάτι τέτοιες αηδίες, κι ύστερα έβαζε ξανά απ’ την αρχή τα κλάματα. Τελικά ο Αλέξης πρότεινε ένα είδος ψηφοφορίας.
«Όποιος υποστηρίζει να καλέσουμε την αστυνομία, να σηκώσει το χέρι του», είπε.
Κανείς δεν ήθελε να φορτωθεί τον θάνατο του Γιώργου. Όλοι σήκωσαν τα χέρια τους εκτός απ’ τον Στράτο.
«Πολύ καλά», είπε ο Αλέξης και σηκώθηκε. «Πάω κάτω, στο τηλέφωνο».
Περπάτησε προς την πόρτα, αλλά πριν βγει έξω άκουσε τον Στράτο να λέει σε παρακαλώ, μην το κάνεις μέσα από τα κλάματά του, και όταν στράφηκε προς το μέρος του τον είδε πεσμένο στα γόνατα. Ο Γιάννης προσπαθούσε να τον κάνει να σταθεί στα πόδια του.
Ο Αλέξης στηρίχτηκε στον τοίχο και πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ένιωσε κάπως καλύτερα.**Ο Θοδωρής στην αρχή αρνήθηκε να βοηθήσει, αλλά τελικά έπιασε κι εκείνος μια πετσέτα και έβαλε ένα χεράκι για να σκουπίσουν το αίμα. Όπου κι αν βρισκόταν αυτό. Μετά έπιασαν το πτώμα του Γιώργου και το τύλιξαν σε ένα σεντόνι, και μετά σε ένα δεύτερο. Ο Αλέξης κι ο Γιάννης το σήκωσαν και το κατέβασαν κάτω, αφού πρώτα βεβαιώθηκαν ότι η Μαρία δεν θα τους έβλεπε.
Είχε βραδιάσει, πια. Έβαλαν τις πετσέτες για πλύσιμο ελπίζοντας ότι το αίμα θα έβγαινε και μαζεύτηκαν όλοι στο ισόγειο. Η Άννα ήταν κι εκείνη εκεί, αλλά η Μαρία ήταν πάνω, στο δωμάτιο και κοιμόταν. Ο Αλέξης και ο Γιάννης θα κουβαλούσαν το πτώμα, ενώ ο Θοδωρής θα έφερνε από το υπόγειο τα εργαλεία για να σκάψουν στο δάσος. Ο Γιάννης πήρε στον ώμο του και την τσάντα του Γιώργου. Ο Στράτος στεκόταν κάπου πιο δίπλα και ένιωθε ότι αυτό που πήγαιναν να κάνουν ήταν ό,τι χειρότερο, το πιο άνανδρο πράγμα, αλλά δεν έβγαζε λέξη, καθώς ένιωθε υπεύθυνος.
Οι δυο τους σήκωσαν το πτώμα και βγήκαν έξω. Η Άννα περπατούσε μπροστά τους με δύο φακούς που είχαν βρει στο υπόγειο. Έκαναν το γύρο του ξενοδοχείου και περπάτησαν στο πίσω μέρος του.
«Μέσα στο δάσος», είπε ο Αλέξης. «Πρέπει να περάσουμε τον φράχτη».
Καθώς περπατούσαν προς το τέρμα του οικοπέδου, ο Γιάννης επισήμανε ότι είχε ξαστεριά. Δεν υπήρχαν σύννεφα, κάτι που για κάποιο λόγο τους έκανε όλους να νιώσουν καλύτερα.
«Ίσως αύριο να έχει ήλιο», είπε η Άννα.
Πέρασαν με προσοχή τον φράχτη.
«Έπρεπε να το καταλάβουμε ότι ο Γιώργος πήγαινε προς το τέλος του», είπε ο Γιάννης. «Τώρα που έγινε αναρωτιέμαι πώς δεν καταφέραμε να το δούμε».
«Δεν ξέρω πώς θα μπορούσες να το καταλάβεις», είπε ο Αλέξης.
Περπατούσαν ανάμεσα σε δέντρα, σε μια ανηφορική πλαγιά. Το χώμα ήταν ακόμη υγρό. Σύντομα ένιωσαν τη θερμοκρασία να πέφτει. Πίσω στο ξενοδοχείο, ο Θοδωρής βγήκε έξω κρατώντας μια τσάπα και δύο φτυάρια όσο καλύτερα μπορούσε, προσπαθώντας να μην τα ρίξει. Καθώς περπατούσε στο μονοπάτι στον κήπο, είδε μια σκιά να στέκεται κάποια μέτρα μακριά του, απέναντί του. Προσποιήθηκε ότι την αγνόησε και συνέχισε να περπατάει, αλλά σύντομα άρχισε να τρέχει. Ποιος θα μπορούσε να στέκεται σ’ εκείνο το σημείο μέσα στη νύχτα; Ήταν παράξενο που η σκιά φορούσε ένα μακρύ παλτό. Ή μάλλον ένα αδιάβροχο με μια ψηλή κουκούλα.
Όταν έφτασε πίσω από το ξενοδοχείο είδε έναν φωτεινό κύκλο στο έδαφος. Ήταν η Άννα που ερχόταν να τον βρει. Περπάτησαν μαζί μέχρι το σημείο που βρίσκονταν ο Γιάννης και ο Αλέξης, ενώ ο Θοδωρής προσπαθούσε να μιλήσει.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε η Άννα.
«Κάποιος είναι μπροστά στο ξενοδοχείο», της είπε.
«Ποιος; Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω…»
Έφτασαν βιαστικά στο σημείο που θα έθαβαν -ή μάλλον θα έκρυβαν- τον Γιώργο. Ο Θοδωρής τους είπε ότι είχε δει κάποιον. Τους είπε ότι φορούσε ένα μακρύ αδιάβροχο.
«Θα σου φάνηκε», είπε ο Γιάννης. «Δώσε την τσάπα. Κάποιος να μου ρίξει φως». Ο Γιάννης άρχισε να σκάβει.
«Ήταν εκεί, σας λέω, τον είδα!»
«Αλέξη», είπε η Άννα, «έχεις τα κλειδιά της πίσω πόρτας;»
«Τι τα θες;»
«Η μικρή είναι στο δωμάτιό της, και αν όντως υπάρχει κάποιος εκεί…»
«Τον είδες κι εσύ;»
«Όχι, αλλά αν υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να μπει μέσα; Η μπροστινή πόρτα δεν είναι κλειδωμένη…»
Ο Αλέξης την αγνόησε, και τότε εκείνη άλλαξε ύφος:
«Δώσε μου τα κλειδιά, ρε μαλάκα», του είπε.
Τα έπιασε από τη ζώνη του και της τα πέταξε.
«Το μικρό κλειδί είναι για την πίσω πόρτα».
Η Άννα έδωσε στον Αλέξη τον έναν από τους δύο φακούς και ξεκίνησε.
«Θα έρθω μαζί σου». Ο Θοδωρής την ακολούθησε.**Πέρασαν για ακόμη μια φορά πάνω απ’ τον φράχτη και περπάτησαν γρήγορα προς την πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Η Άννα έψαξε να βρει το μικρό κλειδί στον κρίκο που της είχε δώσει ο Αλέξης. Όταν το βρήκε ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα. Πέρασαν μέσα και προχώρησαν προς το καθιστικό. Τα φώτα εκεί ήταν αναμμένα και ο Στράτος καθόταν σκυθρωπός σε μια πολυθρόνα. Σχεδόν είχε αποκοιμηθεί. Ή μάλλον θα ευχόταν να είχε αποκοιμηθεί για να μην σκέφτεται όσα σκεφτόταν.
«Σβήσε το φως», είπε ο Θοδωρής στην Άννα. Εκείνη τον κοίταξε με απορία. «Τους διακόπτες», της έδειξε.
Η Άννα κατέβασε τους διακόπτες και αμέσως μια σκιά φάνηκε στη βεράντα. Την κοίταξαν για λίγο, ενώ ο Θοδωρής πήρε τα κλειδιά από τα χέρια της Άννας και πλησίασε την εξώπορτα περπατώντας σχεδόν στα τυφλά.
Η σκιά περπάτησε πρώτα προς τα αριστερά, και σύντομα προς τα δεξιά, προς την είσοδο, αλλά ο Θοδωρής είχε ήδη φτάσει στην πόρτα. Πριν κλειδώσει, η σκιά άνοιξε. Ο Θοδωρής έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και κατάφερε να την κλειδώσει αφήνοντας τη σκιά απ’ έξω. Τον είδε, ωστόσο. Όχι τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά ένιωσε σίγουρος ότι κατάλαβε για ποιον επρόκειτο. Απομακρύνθηκε από την πόρτα με μικρά βήματα.
«Τι έγινε;» Ψιθύρισε ο Στράτος.
«Μη μιλάς», του είπε ο Θοδωρής. «Κάνε ησυχία».
Οι τρεις τους περίμεναν. Η σκιά έκανε το ίδιο, αν και μετά βίας μπορούσε να τους δει μέσα στο σκοτάδι του καθιστικού. Ύστερα γύρισε και περπάτησε προς τον κήπο. Κατέβηκε με προσοχή τα τρία σκαλοπάτια της βεράντας. Οι μικρές λάμπες ανάμεσα στα φυτά, μέσα στα παρτέρια, αποκάλυψαν ένα πράσινο αδιάβροχο με κουκούλα. Σύντομα, όμως, εκείνος κατέβασε την κουκούλα. Ανάκατα, μακριά, μαύρα μαλλιά φάνηκαν, αλλά κανένα πρόσωπο. Ύστερα απομακρύνθηκε, μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι.
«Δεν μπορεί να πάει μακριά», είπε ο Θοδωρής. «Με τόσο σκοτάδι… μάλλον θα μείνει εδώ γύρω μέχρι να ξημερώσει».
«Ποιος είναι αυτός;» Ρώτησε η Άννα.
«Υποψιάζομαι ότι τον λένε Παύλο», είπε ο Θοδωρής, ενώ πίσω του ο Στράτος ξύπνησε από το λήθαργό του.**«Ρίξε λίγο φως, ρε φίλε, τι θα γίνει τώρα;» Είπε ο Γιάννης στον Αλέξη.
«Πάρε εσύ τον φακό», του είπε εκείνος. «Άσε εμένα να σκάψω το υπόλοιπο».
Άλλαξαν θέσεις. Ο Αλέξης έπιασε την τσάπα, ενώ ο Γιάννης τον φακό.
«Κάνει κρύο», είπε ο Γιάννης.
Ναι, είχε δίκιο. Το ένιωσε μόνο λίγη ώρα αφού σταμάτησε να σκάβει. Πιο πριν είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Για μια στιγμή ένιωσε περίεργα που κανείς στην πραγματικότητα δεν είχε κλάψει για τον Γιώργο. Ο μόνος που ένιωθε ανήμπορος ήταν ο Στράτος, κι εκείνος επειδή ένιωθε υπεύθυνος. Μάλλον δεν είχε βγει ακόμη από μέσα τους, αυτό πρέπει να έφταιγε.
Πέταξαν μέσα το πτώμα. Ή μάλλον το ακούμπησαν απαλά. Τα δύο σεντόνια με τα οποία το είχαν τυλίξει είχαν λεκιαστεί με αίμα και προσπάθησαν να μην το ακουμπήσουν από εκείνα τα σημεία για να μην λερώσουν τα χέρια τους. Αφού πέταξαν μέσα στον λάκκο την τσάντα του Γιώργου και το όπλο, ο Γιάννης ακούμπησε τον φακό σε ένα βολικό σημείο και οι δυο τους έπιασαν από ένα φτυάρι για να γεμίσουν την τρύπα. Έτσι τέλειωνε η ιστορία του Γιώργου, σκέφτηκε ο Γιάννης και ένιωσε πολύ παράξενα. Σε ένα σημείο πέταξε κάτω το φτυάρι.
«Δεν μπορώ», είπε κλαίγοντας με λυγμούς. «Δεν μπορώ να το κάνω».
Ο Αλέξης τον κοίταξε με ανάμεικτα συναισθήματα. Ποτέ δεν συμπάθησε κάτι τέτοιους ανθρώπους που είναι αδύναμοι. Έχεις να κάνεις μια δουλειά γαμώ το κέρατό σου. Ε, λοιπόν στρώσε τον κώλο σου και κάνε την χωρίς να κλαίγεσαι. Από την άλλη, όμως, τον καταλάβαινε, και μάλιστα απορούσε με τον εαυτό του που δεν είχε φτάσει κι ο ίδιος σε εκείνο το σημείο. Ήταν, μάλλον, η ιδέα που είχε τώρα πια για τον Γιώργο. Το κάθαρμα… να πεθάνει έτσι στα δικά του χέρια.
Ο Γιάννης συνέχισε.
«Καταλαβαίνεις ότι χαντακώνουμε έναν άνθρωπο εδώ πέρα; Πώς μπορείς και είσαι τόσο ψυχρός;» Είπε στον Αλέξη, ο οποίος για μια στιγμή διέκοψε τις κινήσεις του και στηρίχτηκε στο φτυάρι.
«Εγώ θα τελειώσω μ’ αυτή τη δουλειά ό,τι και να λες. Με κατάλαβες;» Είπε. «Κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Είχε ένα όπλο στα χέρια του και τη θέληση να πεθάνει, ενώ ήταν πίσω από μια πόρτα που δεν μπορούσα να ανοίξω. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»
Ο Γιάννης βλαστήμησε για εκείνο το όπλο και κατηγόρησε τον Στράτο για μια στιγμή, αλλά μετά άλλαξε τροπάρι και το γύρισε σε γενικότητες, μέχρι που τελικά ηρέμησε και το πήρε ξανά απόφαση. Άρχισε ξανά να ρίχνει χώμα μαζί με τον Αλέξη.
8
Ξημέρωσε με ήλιο. Ο Αλέξης και ο Γιάννης δεν είδαν την Άννα, τον Στράτο και τον Θοδωρή μέχρι το ξημέρωμα. Τίποτα δεν είχε μείνει από τον Γιώργο, ενώ για μια στιγμή ο Αλέξης σκέφτηκε ότι είχαν κάνει μια τρύπα στο νερό. Ρώτησε τον Γιάννη ποιος άλλος ήξερε ότι θα έρχονταν εδώ πάνω, κι εκείνος του είπε πως είχαν συμφωνήσει με επιλογή του Γιώργου να μην το πουν σε κανέναν. Επομένως, απ’ όσο ήξερε, κανείς δεν το είχε μάθει.
«Τότε ίσως και να τη γλιτώσουμε», μουρμούρισε ο Αλέξης.
«Τι;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Τίποτα», είπε εκείνος. «Έλα».
Περπάτησαν ανάμεσα στα δέντρα μέχρι που βρέθηκαν στον ξύλινο φράχτη, τη στιγμή που στο ξενοδοχείο ο Θοδωρής ξεκλείδωνε την μπροστινή πόρτα και έβγαινε έξω ήσυχα και προσεκτικά. Ο Στράτος είχε αποκοιμηθεί σ’ εκείνη την πολυθρόνα που καθόταν το προηγούμενο βράδυ.
Ο Θοδωρής προσπαθούσε να έχει το νου του σε κάθε κατεύθυνση σε περίπτωση που από καμιά άκρη του την έπεφτε ο Παύλος, και άφησε την Άννα να περπατάει κάποια μέτρα πίσω του έτσι ώστε να καλύπτουν ο ένας τον άλλον. Τίποτα, της είπε στο τέλος, Ούτε ίχνος. Οι σκιές εμφανίζονται μόνο τη νύχτα.
Η Μαρία κατέβηκε τη σκάλα ψάχνοντας τη μητέρα της και έκανε μερικές ερωτήσεις που φανέρωναν ότι στην ουσία δεν είχε καταλάβει τίποτα για κάτι που δεν θα μάθαινε ποτέ στη ζωή της, πιθανότατα. Ο Θοδωρής κατέβηκε στα πλυντήρια και κοίταξε τις πετσέτες. Η Άννα του είχε πει ότι θα τις φρόντιζε εκείνη. Το αίμα, ευτυχώς, είχε φύγει από πάνω τους. Μετά ανέβηκε πάνω να ετοιμάσει τα πράγματά του.
Ο Γιάννης και ο Αλέξης μπήκαν από την μπροστινή είσοδο, η πίσω ήταν κλειδωμένη. Άφησαν τα εργαλεία έξω. Ο Αλέξης στηρίχτηκε δίπλα στην πόρτα, ενώ ο Γιάννης πήγε και κάθισε στη σκάλα σκεφτικός. Η Άννα κοίταξε τον Αλέξη. Δεν ήξερε αν μπορούσε να ρωτήσει.
«Όλα καλά;» Την ρώτησε εκείνος.
Του έγνεψε ότι ναι, όλα ήταν εντάξει.
«Εσείς;» Ρώτησε εκείνη.
«Καλά», της είπε. «Όπως το πάρει κανείς, δηλαδή… Ποιος ήταν αυτός που…»
«Ο Θοδωρής λέει ότι ήταν ο Παύλος, ο φίλος του Γιώργου».
«Και τώρα βρήκε να εμφανιστεί;» Ρώτησε ο Γιάννης. «Αν είχε εμφανιστεί πιο πριν ίσως να τα είχαμε αποφύγει όλα αυτά».
«Γιατί δεν του μιλήσατε;» Ρώτησε ο Αλέξης την Άννα.
Πράγματι, σκέφτηκε εκείνη, γιατί δεν του είχαν μιλήσει; Θα μπορούσαν απλά να…
«Μάλλον έμοιαζε πολύ απειλητικός», του είπε. «Δεν ξέρω… Νομίζω ότι μας τρόμαξε… να προσπαθεί να μπει έτσι εδώ μέσα… Τι να του λέγαμε;»
Ο Αλέξης κούνησε αδιάφορα το χέρι του στον αέρα. Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία πια.
«Στράτο», είπε. Ο Στράτος πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του. «Βγες έξω, πάρε τα εργαλεία και πήγαινε να τα πλύνεις. Και κοίτα να τα πλύνεις καλά, να φύγουν από πάνω τα χώματα και οι λάσπες. Εντάξει;»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε όρθιος. Περπάτησε προς την εξώπορτα.
Ο Θοδωρής κατέβηκε τη σκάλα κρατώντας την τσάντα του. Ο Στράτος γύρισε και τον κοίταξε, κι ύστερα στάθηκε για μια στιγμή.
«Είμαστε όλοι σίγουροι ότι κανείς δεν ήξερε ότι θα ερχόσασταν εδώ;» Ρώτησε ο Αλέξης. Είπαν ότι ήταν σίγουροι.
«Στη γκόμενά σου τι είπες;» Ρώτησε ο Γιάννης τον Θοδωρή.
«Ότι θα πήγαινα στους γονείς μου», του είπε εκείνος.
«Φαντάζομαι θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει», είπε ο Αλέξης. «Κι αυτό το λέω ακριβώς επειδή δεν εμπιστεύομαι κανέναν σας», τους ανακοίνωσε. «Πού πας εσύ;»
«Σπίτι μου», του απάντησε ο Θοδωρής. «Τώρα όντως πάω στους γονείς μου. Δεν περνάω ούτε λεπτό παραπάνω εδώ μ’ εσάς. Αυτό που έγινε εδώ αν μη τι άλλο είναι έγκλημα. Εξαφανίσαμε έναν άνθρωπο. Ούτε κι εγώ ξέρω πώς θα περάσουν οι μέρες… Κι αυτός ο τύπος χθες το βράδυ… δεν θέλω να έχω καμιά σχέση μαζί του. Αυτόν τον Παύλο, εννοώ. Έχετε τον λόγο μου ότι δεν θα μιλήσω σε κανέναν».
«Τι θα πούμε στη Φανή;» Ρώτησε ο Γιάννης.
«Ότι ο Γιώργος έφυγε μόνος του. Ότι μαλώσατε μεταξύ σας και έφυγε», είπε ο Αλέξης. «Συμφωνείτε μ’ αυτό;»
Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή, αλλά σύντομα κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Θοδωρής έσκυψε και έπιασε ξανά την τσάντα του.
«Άφησέ την», του είπε ο Αλέξης. «Θα σε κατεβάσω εγώ με το αυτοκίνητο μέχρι την κοντινότερη πόλη. Από εκεί μπορείς να πάρεις λεωφορείο. Λεφτά έχεις;»
Του έγνεψε καταφατικά.
«Πάω να πλύνω τα εργαλεία», είπε ο Στράτος.
«Κι εγώ να δω τις πετσέτες», είπε η Άννα. «Πού είναι η Μαρία;» Αναρωτήθηκε και περπάτησε προς την κουζίνα για να τη βρει.
«Εσύ;» Ρώτησε ο Αλέξης τον Γιάννη.
«Θα μείνω λίγο ακόμα εδώ, μάλλον», είπε. «Μετά θα πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Θα φύγω με τον Στράτο».
Ο Αλέξης του έγνεψε, κι ύστερα στράφηκε προς τον Θοδωρή.
«Πάμε;» Τον ρώτησε.**Η Άννα σιδέρωνε τις πετσέτες και συζητούσε με την κόρη της όταν επέστρεψε ο Αλέξης. Δεν τις είχε βρει στο δωμάτιό τους.
«Μαμά, δεν θα δούμε ξανά τον μπαμπά;»
«Η αλήθεια είναι πως μπορεί και να τον δούμε, Μαρία, αλλά σίγουρα δεν θα μείνουμε ξανά μαζί του». Ήταν λίγο άσχημη η κατάσταση. Η Άννα ένιωθε λες και έδινε τελεσίγραφο στην κόρη της σχετικά με τον πατέρα της, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή προς το παρόν. Θα έπαιρνε διαζύγιο από εκείνο το κάθαρμα πάση θυσία. Έτσι κι αλλιώς, ο Αλέξης είχε πει ότι θα στεκόταν πλάι της σ’ αυτή την ιστορία. Δεν ήξερε τι συνέπειες θα είχε όλο αυτό για την μικρή, αλλά πίστευε πως ήταν πολύ καλύτερα για εκείνη να βρίσκεται μακριά από τον Νίκο. Δεν ήταν και ό,τι καλύτερο να βλέπει τον πατέρα της να δέρνει τη μάνα της. Ίσως, μάλιστα, να ήταν προτιμότερο να μην βλέπει καν τον πατέρα της. Ή, έστω, να τον βλέπει κατά καιρούς…
Ο Αλέξης χτύπησε την πόρτα. Η Μαρία σηκώθηκε από το κρεβάτι και του άνοιξε.
«Τι κάνετε εσείς εδώ;» Ρώτησε.
«Σιδερώνω… μερικές πετσέτες», είπε η Άννα. «Να υποθέσω ότι θα φύγουμε από εδώ;»
Της έγνεψε καταφατικά.
«Ναι», της είπε. «Εγώ θα πάω στον Άγιο Δημήτριο. Θέλετε να σας πάω κάπου;»
Η Άννα τον κοίταξε και σούφρωσε τα χείλια της, ακριβώς όπως τον κοίταζε κάθε φορά που ήταν θυμωμένη μαζί του.
«Είσαι ακόμη θυμωμένος;» Τον ρώτησε.
«Δεν ήμουν ποτέ θυμωμένος. Απλά λίγο μπερδεμένος», της είπε.
«Αν δεν διαφωνεί η Μαρία», είπε η Άννα, «θα θέλαμε να έρθουμε μαζί σου».
Κοιτάχτηκαν ξανά, αλλά μόνο για λίγο. Σύντομα εκείνη στράφηκε ξανά προς την σιδερώστρα και τις λευκές πετσέτες.
«Τι λες, Μαρία; Θα ήθελες να πάμε με τον Αλέξη και να μείνουμε μαζί;» Ρώτησε η Άννα.
«Κι ο μπαμπάς;»
«Θα βλέπεις τον μπαμπά, απλά όχι και τόσο συχνά. Τι λες;»
Η μικρή δυσκολευόταν να απαντήσει, κι ο Αλέξης σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να υποχωρήσει.
«Θα τα πούμε μετά», τους είπε.
Περπάτησε προς το δωμάτιό του. Έβγαλε το πουκάμισό του και μπήκε στο μπάνιο μόνο με τη φανέλα του. Ευτυχώς υπήρχε ζεστό νερό. Έριξε μπόλικο στο πρόσωπό του και στα χέρια του και μετά έβαλε το κεφάλι του κάτω απ’ τη βρύση. Μετά κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και γέλασε. Ο Θοδωρής είχε φύγει. Σε λίγο θα έφευγαν ο Γιάννης και ο Στράτος. Και μετά αυτός και η Άννα. Και ο Γιώργος είχε φύγει. Γαμώτο… αυτός κι αν είχε φύγει… Και μετά έμενε μόνο η Φανή. Τι θα έλεγε στη Φανή;
«Τίποτα», είπε. «Δεν θα της πω τίποτα. Θα φύγουμε πριν έρθει να δει τον Γιώργο».
Μια ερώτηση σχηματίστηκε στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή.
Πες μου κάτι, μικρέ, του είπαν οι σκέψεις του. Δεν ήθελες καθόλου να καλέσεις την αστυνομία, έτσι; Έτσι δεν είναι; Τι ακριβώς ήταν αυτό που φοβήθηκες; Πάω στοίχημα ότι ήταν η δημοσιότητα, έχω δίκιο; Ήταν και τα όσα σου είπε… έθαψες μαζί του το μεγάλο σου δίλημμα, σωστά; Νόμιζες ότι με το να τον κρύψεις εκεί μέσα θα άφηνες πίσω σου και τα τελευταία του λόγια. Κοίτα να δεις τι μικρός διαβολάκος που είσαι, ε; Ένας έξυπνος επαγγελματίας ακόμη και στις πιο δύσκολες περιπτώσεις… έφτιαξες ένα ηρωικό ψέμα γύρω από το πρόσωπό σου και τώρα κάνεις τα πάντα για να το προστατέψεις. Έτσι έκανες και στην αρχή, μόνο που τώρα το κάνεις αυθόρμητα. Τώρα έχει γίνει κομμάτι της φύσης σου. Έθαψες τον αυτόχειρα στο δάσος χωρίς κανένα σεβασμό, και τώρα κάτι σου λέει ότι ίσως θα έπρεπε να έχεις κάνει διαφορετικά. Εσύ και η καριέρα σου, μικρέ. Ακριβώς. Μικρέ.
«Παράτα με», είπε. «Έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε. Είτε τώρα, είτε αργότερα, κάποια στιγμή θα το έκανε. Γιατί να την πληρώσω εγώ, λοιπόν;»
Ναι, αλλά τώρα θα το πληρώσεις με άλλο τρόπο… Ή μήπως δεν πιστεύεις ότι θα πεθαίνεις μέσα σου κάθε μέρα; Ήδη άρχισε να συμβαίνει. Ήδη με ακούς… Αλλά τι λέω… ίσως στην πραγματικότητα να πέθανες πολύ καιρό πριν.
Βγήκε απ’ το δωμάτιο και κατέβηκε τη σκάλα. Οι τύψεις μπορούσαν με τον καιρό να τον κάνουν κομμάτια αν δεν ήταν προσεκτικός. Προς το παρόν κατέβηκε και βρήκε τον Στράτο και τον Γιάννη. Είχαν ετοιμάσει και οι δύο τα πράγματά τους.
«Θέλετε να σας πάω πουθενά;»
«Όχι», είπε ο Γιάννης. «Θα κατέβουμε με τα πόδια. Θα πάρουμε λεωφορείο από το μοτέλ».
«Αν δούμε τη Φανή…» είπε ο Στράτος «…θα πούμε ότι ο Γιώργος έφυγε πριν από εμάς. Εντάξει; Κάπως θα τα καλύψουμε…»
Ήταν παράξενο το πώς δώσανε τα χέρια. Τους χαιρέτησε στην πόρτα, λες και τους ξεπροβόδιζε απ’ το σπίτι του. Του είπανε να χαιρετήσει την Άννα και τη Μαρία, κι ύστερα γύρισαν πλάτη και απομακρύνθηκαν.
Ο Αλέξης έκλεισε την εξώπορτα και δεν τους είδε ποτέ ξανά.**Έκλεισε τις δύο πόρτες της αυλής και περπάτησε ξανά προς το αυτοκίνητο παρατηρώντας από έξω την Άννα και τη Μαρία που τον περίμεναν μέσα. Έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Όταν, αργότερα, η Φανή ήρθε στο ξενοδοχείο, βρήκε τις πόρτες κλειστές και κλειδωμένες, και ούτε ψυχή εκεί γύρω.
**«Στρίψε από εδώ για την Εγνατία», του είπε η Άννα.
«Τον ξέρω τον δρόμο».
«Εντάξει, με συγχωρείς».
Ταξίδεψαν για κάποιες ώρες που ο Αλέξης που κρατούσε το τιμόνι θα χαρακτήριζε ως αρκετές. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί στο πίσω κάθισμα. Η Άννα δεν μιλούσε και πολύ. Μάλλον δεν είχε τι να πει. Ήταν κάπως περίεργο… ξαφνικά δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Γιώργο. Είχε ξαφνικά γίνει τόσο ξεκάθαρο μέσα της το ότι εκείνος ήταν νεκρός, που την ίδια στιγμή έμοιαζε απλά αδύνατο να το δεχτεί. Ο Αλέξης ήταν εξίσου αμίλητος, δεν έβγαζε λέξη. Μόνο ακολουθούσε τις πινακίδες, αν και είχε κάνει ξανά τη διαδρομή… πολλές φορές.
Σε κάποια στιγμή, λίγο πριν μπουν στον Άγιο Δημήτριο, σταμάτησαν σε ένα φανάρι, σε έναν κόμβο. Ο δρόμος ήταν άδειος και όλοι μέσα στο αυτοκίνητο έμειναν να κοιτάνε τη γκρίζα άσφαλτο και το μπόλικο πράσινο που υπήρχε γύρω τους και μακριά τους. Ακόμη και η μικρή που πριν λίγο είχε ανοίξει τα μάτια της έμοιαζε να έχει χαζέψει τώρα. Η Άννα μίλησε:
«Θες να ακούσεις κάτι αστείο;» Ρώτησε τον Αλέξη.
«Τι;»
«Ξεχάσαμε το αυτοκίνητό μου στο μοτέλ».
Ο Αλέξης προσπάθησε να θυμηθεί, λες και του μιλούσε για κάτι που είχε γίνει χρόνια πριν. Τελικά γέλασε.
«Δεν έχει σημασία έτσι κι αλλιώς», της είπε. «Έχουμε το δικό μου αυτοκίνητο».
«Άναψε πράσινο».
«Ναι…»
Ξεκίνησε και έστριψε δεξιά. Και μετά ευθεία.
Μέχρι τον Άγιο Δημήτριο.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΆΓΙΟ ΔΗΜΗΤΡΙΟ
1
Ο Αλέξης στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη στην πόρτα της ντουλάπας και κοίταξε τον εαυτό του.
«Έλα», είπε στην Άννα. Εκείνη πρώτα τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά μετά πλησίασε και κοίταξε κι εκείνη. Ο Αλέξης με ένα βήμα στάθηκε πίσω της. Έβαλε τα χέρια του γύρω από τη μέση της, κι έτσι την αγκάλιασε, και ακούμπησε το κεφάλι του στον δεξιό της ώμο. Εκείνη κράτησε τα χέρια του. «Βλέπεις αυτό το κοριτσάκι;» Την ρώτησε.
«Ναι», του είπε εκείνη. «Τι;»
Ο Αλέξης χαμογέλασε στα δύο πρόσωπα στον καθρέφτη.
«Σ’ αγαπάω», της είπε, κι εκείνη γέλασε με μια μικρή δόση αμηχανίας, που ωστόσο εκείνος κατάφερε να διακρίνει. «Δεν θέλω να σε τρομάξω, αλλά την ίδια στιγμή δεν διστάζω να σου το πω. Με καταλαβαίνεις, Άννα;»
Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα, ενώ εκείνο το χαμόγελο, λίγο μικρότερο τώρα, επέμενε στο πρόσωπό της. Δεν του είχε απαντήσει τίποτα τότε. Την προηγούμενη νύχτα είχαν κοιμηθεί για πρώτη φορά μαζί. Απλά είχαν βρεθεί ξαπλωμένοι μαζί, αγκαλιασμένοι σχεδόν. Και την προηγούμενη μέρα είχαν καθίσει στον καναπέ στο διαμέρισμά του. Εκείνη είχε γείρει πάνω του, στον ώμο του, αφού πρώτα τον είχε πλησιάσει. Ο Αλέξης δεν είχε δείξει καμιά αντίδραση για μερικά δευτερόλεπτα, αλλά σύντομα είχε κρατήσει το δεξί της χέρι μέσα στο δικό του αριστερό. Όλα έπαιρναν το δρόμο τους τόσο απλά, εκείνη επέμενε, και ο δρόμος για τον Αλέξη ξαφνικά έγινε πολύ σύντομος, ενώ δεν μπορούσε να μην θαυμάσει μπροστά σε όσα συνέβαιναν μπροστά του.
Είναι σαν να πρέπει να γίνει, είχε σκεφτεί, και ποτέ δεν ένιωσε αφελής για εκείνη τη σκέψη του. Ακόμη κι αν αργότερα τελειώσει, όλο αυτό θα έχει ήδη υπάρξει τόσο σημαντικό και για τους δυο μας.
Η Άννα επέμενε. Έτσι απλά. Σαν να ήξερε, λες και κάτι άλλο την οδηγούσε στο να βρίσκεται κοντά του. Στα μάτια του έμοιαζε σίγουρη. Εγώ είμαι, φίλε. Αργά ή γρήγορα πάλι εγώ θα είμαι. Τέλειωνε, πάντως, μην μας πάρουν τα γεράματα, καταλαβαίνεις, τώρα…
Πώς είχε τολμήσει να της πει ότι την αγαπάει εκείνο το πρωί; Μόλις είχε ξυπνήσει εκείνη. Τέτοιες λέξεις χρειάζονται θάρρος για να τις υπομείνει κανείς. Και αυτός που τις ξεστομίζει, αλλά και αυτός που τις δέχεται.Είχαν περάσει μήνες από τον θάνατο του Γιώργου. Ο Αλέξης δεν ήξερε πόσοι, όχι πολλοί, πάντως. Ήταν χειμώνας τώρα. Συγκεκριμένα, επρόκειτο για το βάθος ενός βαρύ χειμώνα. Έξω χιόνιζε. Ο Αλέξης στεκόταν στο παράθυρο και χάζευε το κρύο. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό που δεν έβλεπες μπροστά σου. Ήταν πολύ νωρίς και οι λάμπες στους δρόμους ήταν αναμμένες ακόμα, δεν είχε αρχίσει να ξημερώνει καν. Η Άννα και η Μαρία ήταν στα κρεβάτια τους.
Σ’ ένα διαμέρισμα ζούσαν οι τρεις τους. Κανένα ίχνος του Νίκου, κανείς δεν είχε ακούσει μέχρι τότε για εκείνον, όπως κανείς δεν είχε ακούσει ξανά για τον Γιώργο. Φαίνεται πως το έγκλημα είχε πετύχει όπως θα έπρεπε… Έτσι κι αλλιώς ο Γιώργος δεν τους είχε αφήσει επιλογή.
Στην πραγματικότητα όλα έμοιαζαν ήσυχα, αλλά τίποτα δεν είχε μπει σε τάξη. Ο Αλέξης είχε αρχίσει να μετράει τις κουβέντες του, άγχη ξεφύτρωναν μέσα του, λες και έβγαιναν από το πουθενά, αλλά δεν ήταν έτσι. Κάπου είχαν κι εκείνα τις ρίζες τους. Οι τύψεις τον κατέτρωγαν, τον έκαναν κομμάτια. Έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό… χα, χα, καλό αστείο. Γάμησέ τα κι άφησέ τα, δηλαδή, απ’ όπου κι αν το έπιανες το θέμα θα λέρωνες τα χέρια σου, και μερικές φορές έμοιαζε με αδιέξοδο όλο αυτό που βίωνε, σαν να όδευε προς την καταστροφή του. Μια μεγαλοπρεπής καταστροφή για μια μεγαλοπρεπή επιτυχία. Μπα, ας μη γελιόμαστε. Μάλλον επρόκειτο περισσότερο για μια ήσυχη, υπόγεια, αθόρυβη καταστροφή, για μια ψεύτικη, πλαστική επιτυχία. Μερικές φορές οι σκέψεις του θανάτου έρχονται κρυφά, ακριβώς όπως εύχεσαι να πεθάνεις ήσυχα κι αθόρυβα, να μην το ξέρει κανείς, να μην το ξέρεις ούτε κι εσύ όταν θα γίνει, να μην το καταλάβεις καν. Για παράκληση πρόκειται, για ευχή.
Είχε αφήσει ένα μυθιστόρημα πάνω στο τραπέζι. Χίλιες διακόσιες σελίδες και πάνω. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή ο Αλέξης, πώς είχε καταφέρει ο τύπος να γράψει ένα τέτοιο βιβλίο. Όχι μόνο για το μέγεθός του, αλλά και για το περιεχόμενό του. Το αποτέλεσμα δουλειάς πολλών ετών, μάλλον. Είναι αλήθεια ότι το γράψιμο άξιζε τον κόπο, ακόμη κι αν λες ψέματα. Κάποιες φορές έχουν κι αυτά τη χάρη τους.
Το γράψιμο, πίστευε ο Αλέξης, έρχεται τις άσχημες στιγμές, και σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις. Γι’ αυτό κι εκείνος μέσα στο χρονικό διάστημα των τελευταίων μηνών είχε ολοκληρώσει το βιβλίο που έγραφε. Το καινούριο βιβλίο του. Με πόση ανειλικρίνεια μπορείς να γράψεις όταν η ανάγκη σου να μιλήσεις είναι τόσο ειλικρινής; Τόσο αληθινή… Ίσως να αναζητούσε μια ευκαιρία να επανορθώσει χάνοντας τα πάντα. Ναι, ίσως η καταστροφή του να ήταν μεγαλοπρεπής, τελικά.
Ποιος θα φρόντιζε τα γυναικόπαιδα μετά απ’ αυτό; Τι θα έκανε με τη Μαρία και την Άννα; Τι θα τους έλεγε; Με συγχωρείτε, αλλά λόγω τύψεων αποφάσισα να τιμωρήσω τον εαυτό μου και να μας στείλω όλους στο διάολο χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Αλλά πίστεψέ με, μωρό μου… κατά βάθος σ’ αγαπάω. Απ’ την άλλη, ίσως να ήταν δύο διαφορετικά πράγματα. Η σχέση του με την Άννα και η ανάγκη του να αυτοκαταστραφεί, εννοώ. Βέβαια, ήταν πιθανό το βιβλίο να κατέληγε ακόμη μια μεγάλη επιτυχία. Ίσως αυτή τη φορά να κέρδιζε λέγοντας αλήθειες. Ένστικτο. Επιβίωση. Αυτοσυντήρηση. Ελπίδα, ακριβώς επειδή κατά βάθος δεν θες να πεθάνεις.
Οι λάμπες στους δρόμους έσβησαν, καθώς είχε αρχίσει να ξημερώνει. Το χιόνι έπεφτε λιγότερο, αλλά η ζημιά είχε γίνει, οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Η Άννα στάθηκε δίπλα του στο παράθυρο. Χαμογελούσε πάλι. Τι στο διάολο, σκέφτηκε ο Αλέξης, κάποιος έπρεπε να χαμογελάει εκεί μέσα… έτσι απλά, για τη μικρή.
«Μου αρέσει αυτό το μέρος», του είπε, κι ύστερα κουνώντας τα χέρια της πολύ εκφραστικά πρόσθεσε: «Αυτό το μέρος είναι σαν να είναι ιερό, σαν να είναι μαγικό», κι αυτό τον έκανε να χαμογελάσει προς στιγμήν. «Θέλω να ζήσω εδώ», του είπε.
Της γύρισε την πλάτη και περπάτησε προς την κουζίνα. Τι μεγάλα λόγια ήταν αυτά τέτοια ώρα το πρωί; Πώς της είχε έρθει; Για μια στιγμή ο Αλέξης σκέφτηκε ότι εκείνη προσποιούνταν, ότι έλεγε ψέματα, αλλά σύντομα εγκατέλειψε τη σκέψη. Της έφτιαξε καφέ. Ε, εντάξει, έφτιαξε και για τον εαυτό του εδώ που τα λέμε, αλλά περισσότερο για εκείνην. Προσπαθούσε να ευχαριστεί τις γυναίκες της ζωής του, προσπαθούσε πολύ.
Της έδωσε το φλιτζάνι με τον καφέ. Εκείνη τον ευχαρίστησε.
«Πώς είσαι;» Τον ρώτησε.
«Πώς φαίνομαι;»
«Δεν ξέρω. Τελευταία δεν μπορώ να νιώσω τις διαθέσεις σου. Με ξενίζεις».
«Δεν ξέρω τι να πω», της είπε.
«Αν θελήσεις ποτέ να μου μιλήσεις, εγώ θα είμαι εδώ».
Της έγνεψε, κι ύστερα ήπιε λίγο απ’ τον καφέ του.**Αργότερα ο Αλέξης βγήκε έξω. Η Άννα του είπε να προσέχει μην γλιστρήσει και σπάσει κάνα πόδι, κι εκείνος γέλασε, αλλά αγανάκτησε και λίγο μαζί της. Το χιόνι είχε σταματήσει τώρα, μόνο μερικές νιφάδες έπεφταν, κι ο αέρας που υπήρχε πριν είχε κοπάσει. Περπάτησε μέσα στο χιόνι για κάποια ώρα, σ’ εκείνο το μεγάλο δρόμο που υπήρχαν τόσα καταστήματα, τακτοποιημένα με τέτοιο τρόπο που να διατηρούν το μεγαλείο της παράδοσής τους, από την εμφάνισή τους μέχρι τα εμπορεύματά τους, το κάθε ένα ξεχώριζε για δικούς του λόγους.
Η Μαρία είχε χαρεί που είχαν κλείσει τα σχολεία. Θα έμεναν κλειστά μέχρι κάτι να αλλάξει στον καιρό. Ο Αλέξης είχε συμφωνήσει με τη χαρά της, αλλά της είχε πει ότι έπρεπε να πάει κάπου έξω για λίγο. Πότε έρχονται τα Χριστούγεννα; Είχε ρωτήσει η μικρή. Σε λίγο καιρό από τώρα, Μαρία, της είχε πει. Σε λίγο καιρό από τώρα, απλά κάνε λίγη υπομονή.
Η Άννα έψαχνε να βρει δουλειά ως καθηγήτρια, ενώ παράλληλα έκανε μια δική της έρευνα πάνω σε θέματα ανθρωπολογίας και ιστορίας, συσχετίζοντας αυτά τα δύο με τη σχέση του δυτικού πολιτισμού με την ψυχολογία των ατόμων μέσα σ’ αυτόν. Της είχε έρθει αυτή η ιδέα εδώ και κάποια χρόνια, αλλά δεν έλεγε να ξεκινήσει. Από τότε, όμως, που είχαν έρθει στον Άγιο Δημήτριο κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Τώρα ένιωθε περισσότερο δημιουργική, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν. Ο Αλέξης της ευχήθηκε τα καλύτερα και της είπε ότι αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να βοηθήσει θα το έκανε. Είχαν το ίδιο πτυχίο, έτσι κι αλλιώς. Άσχετα αν εκείνη είχε κι ένα μεταπτυχιακό στο ιστορικό της.
Δεν ήξερε γιατί τα σκεφτόταν όλα αυτά. Πριν λίγο, ενώ έβγαινε από τη μεγάλη αυλή της πολυκατοικίας που είχαν νοικιάσει το διαμέρισμά τους, είχε δει απέναντι εκείνο το παλιό κτίριο. Ήταν ένα ερείπιο που κάποτε είχε υπάρξει ψυχιατρική κλινική. Τώρα έλειπαν ολόκληροι τοίχοι και πατώματα από την αρχική του διαρρύθμιση, είχαν καταρρεύσει μυστηριωδώς. Κανένας σεισμός δεν είχε γίνει ποτέ στον Άγιο Δημήτριο, κανείς δεν ήξερε πώς μπορούσαν να έχουν πέσει. Δεν ήταν δα και τόσο παλιό.
Μια φορά ο Αλέξης είχε δει απ’ το παράθυρο τη Μαρία που είχε πλησιάσει σ’ εκείνο το κτίριο. Είχε περάσει ανάμεσα από τα στραβά κάγκελα της αυλής και είχε κοιτάξει μέσα. Την έβλεπε από απέναντι, από το διαμέρισμά τους που βρισκόταν αρκετά μέτρα μακριά, αλλά δεν της είπε ποτέ τίποτα, δεν της έκανε καμιά παρατήρηση. Ούτε εκείνη το ανέφερε σε κανέναν. Ποιος ξέρει τι είχε δει εκεί μέσα… Μάλλον τίποτα, είχε πει ο Αλέξης στον εαυτό του.
Στάθηκε έξω από το μπαρ που πήγαινε μερικές φορές με την Άννα, αλλά έμοιαζε κλειστό. Είδε μια ανθρώπινη μορφή μέσα. Άσπρα μαλλιά, άσπρο πουκάμισο, μεγάλη κοιλιά και μαύρο παντελόνι. Θα μπορούσε να είναι ο μπάρμαν που είχε γνωρίσει στις αρχές, αλλά εκείνος είχε πεθάνει πριν δύο βδομάδες. Δεν θα τον ξάφνιαζε αν το φάντασμά του βρισκόταν ακόμη εκεί μέσα. Ένα τουριστικό φυλλάδιο, εξάλλου, έλεγε ότι κανείς ποτέ δεν πεθαίνει στον Άγιο Δημήτριο. «Απλά πηγαίνουν κάπου αλλού. Κάπου κοντά, παρ’ όλα αυτά». Ανοησίες. Η ζωή τελειώνει. Τα υπόλοιπα ήταν απλά για τον τουρισμό, για το παραμύθι.
Ένα μεγάλο όχημα πέρασε από τον δρόμο, τινάζοντας το χιόνι στα πλάγια. Ο οδηγός χαιρέτησε τον Αλέξη, κι εκείνος έκανε το ίδιο. Μετά συνέχισε, περπάτησε λίγο ακόμα, ώσπου ένιωσε να κουράζεται. Το παντελόνι του είχε βραχεί από το χιόνι, τα πόδια του είχαν κρυώσει. Ίσως ήταν καιρός να γυρίσει σπίτι. Πήρε τον δρόμο του γυρισμού.
2
Υπάρχει κάτι που θέλω να ξέρεις. Είναι αλήθεια ότι πρώτα σε αντιλήφθηκα με την αίσθηση της όρασης… εννοώ μέσα μου. Έτσι σ’ ερωτεύτηκα, με τα μάτια μου. Έτσι σ’ ένιωσα πρώτη φορά μέσα μου. Κι ύστερα μέσα από τα κείμενά μου σε αγάπησα, σ’ έκανα κομμάτι μου, κομμάτι του εαυτού μου.
Δεν θέλω να λέω τέτοια πράγματα συνήθως, με ξέρεις εμένα… δεν εκφράζομαι και τόσο εύκολα. Θυμάσαι τότε…; Τότε που με είχες αναγκάσει να σου μιλήσω; Ήμασταν στην κουζίνα, στο διαμέρισμά μου, κι εσύ πήγες να πλύνεις τα πιάτα. Σου είπα να τα αφήσεις, σου είπα ότι θα το έκανα εγώ, κι ότι αν ήθελες τόσο πολύ να βάλεις ένα χεράκι, τότε κάτσε στην άκρη και κάνε μου παρέα.
Ξέρω ότι θυμάσαι. Ίσως και να θυμάσαι περισσότερο από μένα, ποιος ξέρει…
«Υπάρχει κάτι που θες να μου πεις;» Με ρώτησες.
Πρέπει να σου πω ότι, τουλάχιστον στην αρχή, η ερώτηση μου φάνηκε ανόητη.
«Όχι», σου είπα. «Ό,τι έχω να πω το λέω».
Μετά δεν μίλησες για κάμποση ώρα, κι όταν σε κοίταξα, μου έριξες ένα βλέμμα όλο νόημα και θυμό, κι ύστερα από λίγο είπες:
«Υπάρχει κάτι που θέλω εγώ να μου πεις».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Αν δεν πεις τίποτα τώρα, θα με χάσεις για πάντα».
Έτσι μου είπες, κι εγώ στηρίχτηκα στον πάγκο με σαπουνάδες να στάζουν στο χαλί. Έπλυνα τα χέρια μου, τα σκούπισα, τράβηξα μια καρέκλα και κάθισα κοντά σου.
Επέμενες. Επέμενες επί μήνες, ενώ εγώ απλά αρνιόμουν τα πάντα. Δεν ήθελα να δεχτώ τη στάση σου. Με έκανες και ένιωθα άβολα, θύμωνα μαζί σου. Αλλά εσύ δεν το έβαζες κάτω. Πάντα ήσουν εκεί και περίμενες, σαν να ήξερες κάτι παραπάνω από μένα, σαν να με καταλάβαινες.
Σου μίλησα, λοιπόν, και ήξερα, ότι εκείνη τη μέρα μ’ εκείνα τα λόγια δεν αντιμετώπισα εσένα, αλλά τον ίδιο μου τον εαυτό. Εσύ απλά ήσουν εκεί και άκουσες, και με βοήθησες να κερδίσω τη μάχη. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα μου χάρισες από τότε μέχρι σήμερα. Πρέπει να καταλάβεις, όμως, ότι
3
Στάθηκε μέσα στο γραφείο του στα σκοτεινά. Όχι να της το πει, ούτε να το γράψει δεν μπορούσε. Ένιωθε σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν αυτό. Ένιωθε απλά να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της, ενώ εκείνη έδειχνε τον τελευταίο καιρό τόσο ενθουσιασμένη... Δεν ήθελε να της στερήσει εκείνη τη χαρά. Για ακόμη μια φορά, σκέφτηκε ότι η Άννα προσποιούνταν. Πραγματικά, σκεφτόταν, πώς μπορούσε να έχει ξεχάσει έτσι εκείνο το παιδί; Τον Γιώργο…
Κάποιος χτύπησε την πόρτα και ο Αλέξης τον κάλεσε μέσα. Ποιος άλλος θα ήταν; Η Άννα. Τον βρήκε να κάθεται στον δερμάτινο καναπέ του γραφείου. Τον πλησίασε και τον ρώτησε αν ήθελε να του φτιάξει κάτι να πιει. Τον ρώτησε πώς πήγαινε το γράψιμο. Μετά εκείνος έβαλε τα κλάματα.
«Πρέπει να είχε γονείς», της είπε. «…σωστά; Είχε γονείς, έτσι δεν είναι; Τι θα κάνουν τώρα αυτοί οι άνθρωποι, μπορείς να μου πεις; Σκέφτεσαι τι κάναμε; Για να μην την πληρώσει ο Στράτος με το παράνομο όπλο του… και για να μην την πληρώσει η δική μου η καριέρα…»
Σ’ αυτό το σημείο η Άννα κάθισε δίπλα του.
«Είμαι… τίποτα», της είπε. «Είμαι ένα ψέμα. Ακόμη ένας ψεύτικος ήρωας, σαν εκείνους που μίσησα κάποτε… που πριν αγάπησα κάπως έτσι… λόγω αδυναμίας. Τόση προσπάθεια για τι πράγμα; Για να ξεφύγω από εκείνους που με ήθελαν στον πάτο. Και τώρα; Ένα παιδί θαμμένο κάπου μέσα στο δάσος. Ένα έγκλημα, με καταλαβαίνεις; Κάποιος θα λυγίσει, δεν γίνεται. Θα ψάξουν να τον βρουν, έτσι δεν είναι; Θα ρωτήσουν, θα ανακρίνουν ανθρώπους… συμφοιτητές του… τους φίλους του… τον Στράτο…»
«Πέρασε ήδη αρκετός καιρός από τότε», του είπε η Άννα. «Αν ήταν να γίνει κάτι, θα είχε γίνει ήδη. Κοίτα να ηρεμήσεις…»
«Παράτα με», της είπε. «Σε βλέπω πώς είσαι τόσο ευτυχισμένη… εσύ, εγώ, κι ένα μικρό παιδί. Ποια νομίζεις ότι είσαι; Έχεις συνειδητοποιήσει τι κάναμε; Γιατί φοβάμαι ότι εγώ κι εσύ δεν επικοινωνούμε, πλέον…»
Ορίστε, το είπε. Αλλά εκείνη για ακόμη μια φορά δεν έδειχνε και τόσο συγκλονισμένη. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρή; Η ίδια ερώτηση επανερχόταν στο μυαλό του. Πώς μπορούσε να είναι τόσο σκληρή;
«Ειλικρινά», της είπε, «δεν σε καταλαβαίνω».
«Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα», του είπε. «Ό,τι έγινε, έγινε. Εντάξει; Μπορείς να το ξεχάσεις, επιτέλους; Ο Γιώργος ήθελε να πεθάνει».
«Ο Γιώργος ήθελε να σωθεί», είπε εκείνος. «Περίμενε από εμένα να τον σώσω. Αυτή είναι αλήθεια, κι ας μην θέλω να την δεχτώ. Κι εγώ δεν τα κατάφερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά πήγα και τον έκρυψα κάπου για να μην τον βρει κανείς. Τον πρόδωσα».
«Κανείς δεν σε υποχρέωνε να μην το κάνεις», είπε εκείνη.
Ο Αλέξης την κοίταξε και ένιωσε αηδία.
«Άνθρωποι σαν κι εσένα τον έστειλαν εκεί που τον έστειλαν», της είπε.
«Είσαι πολύ άδικος αν νομίζεις ότι μπορείς να κατηγορείς εμένα», του είπε εκείνη. «Αν ο Γιώργος δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, τότε καλά έκανε και αυτοκτόνησε. Επιλογή του ήταν, δεν είναι κανενός δουλειά να αναλάβει την ευθύνη. Κι αν θες να επιβιώσεις, καλά θα κάνεις να καταλάβεις ότι η ζωή συνεχίζεται. Και κάτι ακόμα. Υπάρχουν απώλειες. Στην πορεία υπάρχουν απώλειες, με κατάλαβες; Δεν ήταν δουλειά σου να του δώσεις αυτό που ζητούσε, γιατί δεν το καταλαβαίνεις αυτό; Σταμάτα να τον σκέφτεσαι, επιτέλους. Ήταν επιλογή του».
«Ήθελε βοήθεια, και τη ζήτησε από μένα. Μου είπε ότι με θαύμαζε… κατά κάποιο τρόπο. Για τις αλήθειες που έλεγα… δεν είχε την παραμικρή ιδέα για μένα, αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Όλα όσα έγραψα μέχρι τώρα στη ζωή μου είναι όλα όσα νιώθω, όσα εκμεταλλεύομαι και στη συνέχεια μέσα μου χλευάζω ως ένας αληθινός ψεύτης. Αυτό αγαπάνε αυτοί οι άνθρωποι, με καταλαβαίνεις; Δεν είμαι παρά ένα ψέμα…»
«Πάλι τα ίδια;» Τον ρώτησε. «Τα έχουμε συζητήσει ξανά αυτά, θυμάσαι; Στη βεράντα, στο βουνό… Όταν νικάς, πολλές φορές υπάρχει και κάποιο τίμημα», του είπε.
«Καταλαβαίνω να υπάρχει ένα τίμημα όταν νικάς…» είπε εκείνος «…αλλά κι όταν χάνεις;» Την ρώτησε. «Κι όταν χάνεις;» Κι ύστερα έκλαψε ξανά.**Η μικρή πολλές φορές παίζει μόνη της. Κάποιες φορές παίζει με την Άννα, ενώ άλλες παίζει μαζί μου, αλλά συνήθως παίζει μόνη της. Ο πατέρας της δεν μοιάζει να της λείπει… κι αν όντως της λείπει, τότε κανείς δεν το καταλαβαίνει. Νιώθω ένοχος ακόμη και για το μέλλον της μικρής. Φαίνεται ότι στο μέλλον θα με μισήσει. Δεν είμαι ο πατέρας της. Είμαι κάποιος που ίσως να μην την αγαπάει καν. Ίσως να είμαι ένας ξένος, τελικά.
Όταν την κοιτάζω θυμάμαι τον εαυτό μου και νιώθω αηδία για το παιδί. Θυμάμαι πόσα πέρασα εγώ και πόσα θα περάσει εκείνη. Κατά βάθος την αγαπάω, αλλά μερικές φορές νιώθω σαν να θέλω της κάνω κακό. Θυμάμαι, ωστόσο, και τον πατέρα μου, και σίγουρα προσπαθώ να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Εκείνες τις στιγμές νιώθω πολύ άβολα και αμέσως λέω στη μικρή ότι είναι καλό κορίτσι, ή ότι την αγαπάω και ότι μπορεί να στηρίζεται πάνω μου για ό,τι θέλει. Όταν τα λέω αυτά η μικρή απομακρύνεται από κοντά μου. Νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ξέρω ότι με τον καιρό θα χάσω την εμπιστοσύνη της. Νιώθω αβοήθητος. Νιώθω ανάξιος.
**Το χιόνι επέμενε. Τους είχε κάνει να κλειστούν μέσα. Μόνο ο Αλέξης έβγαινε για τίποτα ψώνια… αν έβρισκε κάτι ανοιχτό, δηλαδή. Συνήθως έβρισκε κανένα μικρό μαγαζί κάπου. Η Άννα είχε έρθει κάποιες φορές μαζί του, αλλά τελικά εκείνος της είπε ότι θα ήταν καλύτερα να μένει με τη μικρή. Στην πραγματικότητα ήθελε να την ξεφορτωθεί. Του άρεσε η μοναξιά στους δρόμους, ο τρόπος που το χιόνι έφτιαχνε ησυχία απορροφώντας τους θορύβους. Εκείνες τις ώρες δεν την ήθελε κοντά του, ενώ οι ώρες που πραγματικά την ήθελε κοντά του είχαν αρχίσει να μειώνονται δραματικά. Πού ήταν τώρα η σιγουριά της; Γιατί δεν επέμενε τώρα όπως τότε; Γιατί δεν τον αναζητούσε πια;
Ίσως όλα να τελείωναν. Ίσως να είχε έρθει η ώρα να χωρίσουν οριστικά. Απέναντι σ’ αυτές τις σκέψεις δεν κρατούσε αμυντική στάση. Απλά προσπαθούσε να μην παίρνει θέση. Ύποπτο αυτό, είχε σκεφτεί.
Επέστρεψε στο σπίτι με δύο σακούλες με ψώνια που ακούμπησε στο τραπέζι της κουζίνας. Η μικρή και η Άννα ήρθαν να δουν τι είχε αγοράσει. Όταν είδε τι έβγαζαν από την σακούλα ξαφνιάστηκε. Ό,τι είχε αγοράσει ήταν για εκείνες.
Απομακρύνθηκε από κοντά τους και κλείστηκε στο γραφείο του με τις ώρες.
4
Ανοησίες, σκέφτηκε.
Ήταν μεσάνυχτα, πια. Η Άννα είχε έρθει στο γραφείο να τον δει, αλλά εκείνος την είχε διώξει. Είχε συμπληρώσει μερικές παραγράφους ακόμα σ’ εκείνη την ανόητη απολογία που είχε ξεκινήσει να γράφει, και δεν ήξερε πια πού θα κατέληγε εκείνο το κείμενο. Θα κατέληγε κάπου, άραγε; Μήπως επρόκειτο για ένα κείμενο χωρίς τέλος, μια διαρκή απολογία με τελικό στόχο… τον θάνατό του ίσως;
Πώς είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο; Πώς μπορεί κάποιος να σκέφτεται τον θάνατό του; Ακόμη περισσότερες ερωτήσεις προέκυψαν. Μήπως δεν ήταν μια απλή σκέψη, αλλά μια επιθυμία; Τί έφταιγε για την κατάστασή του; Ο θάνατος του Γιώργου, ή το ότι είχε ξεγελάσει πρώτα τον εαυτό του με το κυνήγι της επιτυχίας και μετά τους αναγνώστες του με τα ψέματά του; Ιδίως τους νεαρούς αναγνώστες… θεέ μου, πόσες ελπίδες είχαν εναποθέσει εκείνα τα παιδιά σε ένα πρότυπο που δεν ήταν παρά μια φάρσα…!
Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο λόγος που έβλεπε την Άννα με αρνητικό τρόπο ήταν ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Κάποια στιγμή, λίγο πιο πάνω, είχε γράψει την κατάλληλη λέξη. Ανάξιος. Αυτό ήταν. Τι είχε κάνει για να αξίζει τέτοια –υποτιθέμενη- ευτυχία… να είναι μαζί της, να γράφει (έστω και ψέματα), και με ένα παιδί… έστω μόνο δικό της… όχι δικό τους. Η Μαρία. Ο Αλέξης από τότε που είχε αρχίσει να ενηλικιώνεται είχε αρχίσει να πιστεύει ότι αν έκανε παιδί θα ήθελε να είναι κορίτσι. Ε, λοιπόν δεν είχε κάνει παιδί, αλλά να… ένα μικρό κοριτσάκι ανάμεσά τους. Τα παιδιά τα ξέρουν όλα, λένε. Κι αν όχι όλα, τότε σίγουρα ξέρουν πολλά…
Άκουσε το τηλέφωνο από το σαλόνι, και επειδή ήξερε ότι η Άννα και η μικρή είχαν πάει για ύπνο, έτρεξε να το σηκώσει πριν τους ξυπνήσει με την σκατένια –δήθεν χαρούμενη- μελωδία του. Διέσχισε βιαστικά τον διάδρομο και από εκεί βγήκε στο σαλόνι. Μέσα στα σκοτεινά, είδε το φως του ασύρματου ακουστικού. Κόντεψε να σκοντάψει στο κοντό τραπέζι, αλλά τελικά σχεδόν πήδηξε από πάνω του. Γαμημένο, είπε μέσα απ’ τα δόντια του. Τελικά έπιασε το ακουστικό.
«Ναι».
Ησυχία.
«Ναι; Ποιος είναι;»
«Είσαι ο Αλέξης;»
«Ποιος είναι;»
«Είναι τόσο εύκολο να σε βρει κανείς, ξέρεις…»
«Ποιος είσαι; Αν δεν πεις θα κλείσω».
«Με λένε Παύλο», είπε η φωνή. «Κι αν δεν κάνω λάθος… ο φίλος μου πέθανε στα χέρια σου. Και έχω την αμυδρή υποψία ότι ήταν τα δικά σου χέρια που βάφτηκαν με αίμα. Και επειδή δεν κατάφερες να τον σώσεις, αλλά και επειδή τον έθαψες μέσα στο δάσος. Έχω δίκιο;»
Ο Αλέξης έμεινε άφωνος. Ένιωσε τα νεύρα του να γίνονται κομμάτια μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, νόμισε ότι θα κατέρρεε σε μια στιγμή. Κάθισε στον καναπέ σε μια προσπάθεια να μην πέσει, κρατήθηκε από το χοντρό μπράτσο του επίπλου.
«Τι θέλεις;» Τον ρώτησε.
«Ο Γιώργος μιλούσε πολύ για σένα, ξέρεις. Μου είπε διάφορα».
«Ο Γιώργος έψαχνε να σε βρει…» του είπε ο Αλέξης, «…αλλά εσύ…»
«Και ποιος σου είπε ότι δεν με βρήκε;»
Τα πράγματα είχαν ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο του Αλέξη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να θυμώσει. Τόσα ερωτηματικά… Αυτή η κατάσταση δεν του άφηνε καμιά διέξοδο. Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για ένα από εκείνα τα προβλήματα που δεν μπορείς παρά –με την πλάτη στον τοίχο- να τα κοιτάξεις κατάματα και να τα αντιμετωπίσεις. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ένιωσε σαν να ήθελε να απολογηθεί, αλλά σύντομα ένιωσε αηδία για τον εαυτό του. Κάποιος θέλει να σου κάνει κακό, κι εσύ τι κάνεις; Μετάνοιες. Γάμησέ μας, μωρέ.
«Λέγε τι θες», του είπε.
Η φωνή γέλασε.
«Τρομοκρατήθηκες, έτσι απλά;»
«Νομίζεις ότι μπορείς να παίρνεις τηλέφωνα και να απειλείς τους ανθρώπους;»
«Νομίζεις ότι μπορείς να κρύβεις αυτόχειρες στο δάσος; Τι θα κάνεις; Θα πας στην αστυνομία;»
Ξανά γέλιο. Αναθεματισμένο, ειρωνικό γέλιο.
«Σε παρακαλώ… πληρώνω ήδη αρκετά», να και η απολογία, «πες μου… τι θέλεις;»
«Θέλω να συναντηθούμε. Το χρωστάω στον Γιώργο, με καταλαβαίνεις;»
«Αυτό είναι όλο; Θες να μιλήσεις μαζί μου; Ή μήπως έχεις τίποτα χειρότερο στο μυαλό σου…; Θα μου την έχεις στημένη, έτσι δεν είναι;»
«Κατάλαβα… έχεις ήδη χεστεί πάνω σου… έτσι δεν είναι;»
Δεν είχε λόγο να το κρύψει.
«Μπορεί και να έχω χεστεί, ναι…»
«Εγώ, όμως, δεν φοβάμαι, Αλέξη. Και θέλω να σε δω. Οπωσδήποτε. Και, ναι, οι φόβοι σου δεν είναι αβάσιμοι. Μπορώ να γίνω ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος αν το θέλω. Αλλά για να νιώσεις πιο ήσυχος… προς το παρόν δεν το θέλω. Θέλω μόνο να σε δω».
«Ως που θα τραβήξει αυτή η ιστορία;»
«Μη σ’ απασχολεί. Θα προσπαθήσουμε να τελειώσουμε αυτό το ζήτημα μέσα σε λίγη ώρα μόνο… άφησέ το πάνω μου αυτό».
«Πότε και πού;» Τον ρώτησε.
«Βλέπεις εκείνο το κτίριο απέναντι απ’ το σπίτι σου;»
«Ποιο κτίριο;» Ο Αλέξης περπάτησε στα σκοτεινά και κοίταξε έξω, στον πλατύ δρόμο, πέρα από την αυλή της πολυκατοικίας, μέτρα μακριά. Οι λάμπες ήταν αναμμένες, υπήρχε μπόλικο χιόνι… και τίποτα άλλο, εκτός από την είσοδο του παλιού ψυχιατρείου.
«Το βλέπεις;» Επέμεινε η φωνή. «Ναι, εκείνο το ερείπιο εννοώ…»
«Γιατί όχι σε ένα μέρος με περισσότερο κόσμο;»
«Δεν μου αρέσει ο κόσμος, κύριε. Προτιμάω την ησυχία. Δεν νιώθω άνετα ανάμεσα στους ανθρώπους, ξέρεις… είναι κομμάτι της φιλοσοφίας μου».
«Τι φιλοσοφία έχει ένας άνθρωπος σαν κι εσένα;»
«Τι άνθρωπος είμαι, αλήθεια;» Ο τύπος έμοιαζε να αναρωτιέται. Μπα, μάλλον ήταν η ίδια ειρωνεία που υπήρχε συνήθως στη φωνή του. Έμοιαζε να είναι ανεξέλεγκτη κατά στιγμές…
«Πότε θες να συναντηθούμε;» Τον ρώτησε ο Αλέξης.
«Όποτε νιώσεις έτοιμος», του είπε ο Παύλος. «Τώρα ξέρεις πού να με βρεις».
«Στ’ αλήθεια συχνάζεις εκεί μέσα; Τόσο καιρό…;»
«Δεν μπορείς να ξέρεις τους ανθρώπους… το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι όταν ένας άγνωστος με κοιτάζει, σίγουρα δεν βλέπει αυτό που αναγνωρίζεις εσύ αυτή τη στιγμή». Σ’ αυτό το σημείο γέλασε ξανά. «Τι νομίζεις; Ότι φυτρώνουν δόντια στο στόμα μου; Ότι τα βράδια μπαίνω σε σπίτια και ρουφάω αίμα; Ίσως. Αλλά όχι ακόμα. Όχι απόψε. Όχι μέχρι να συναντηθούμε».
«Τι να περιμένω;» Ρώτησε ο Αλέξης. «Εσύ με ξέρεις… ξέρεις κάποια πράγματα για μένα… εγώ δεν ξέρω τίποτα. Ξέρεις ότι δεν είμαι επικίνδυνος. Λοιπόν…; Τι να περιμένω από σένα;»
Ο Παύλος μίλησε σαν να μην άκουσε την ερώτηση.
«Κάνε μου μια χάρη… όταν έρθεις, μην φέρεις μαζί σου εκείνον τον συγγραφέα που ο Γιώργος μου είπε ότι τόσο πολύ απεχθάνεσαι. Φέρε μόνο τον Αλέξη… τον αληθινό… αυτόν που είμαι σίγουρος ότι υποφέρει».
Αυτά τα λόγια ξεκαθάρισαν κάπως την κατάσταση, έκαναν τον Αλέξη να νιώσει λίγο καλύτερα… ίσως να ένιωσε μια σιγουριά. Η καχυποψία του, ωστόσο, δεν έλεγε να κοπάσει.
«Θα κάνω ό,τι μπορώ…» είπε ο Αλέξης. «Γεια σου».
Ο Παύλος κατέβασε πρώτος το ακουστικό. Ο Αλέξης έμεινε να ακούει τον ήχο από την άλλη γραμμή, λες και η παρουσία του συνομιλητή του υπήρχε εκεί μέσα. Τελικά έκλεισε.
Δεν πήγε για ύπνο… ούτε κατά διάνοια, μετά από μια τέτοια συζήτηση; Έμεινε στο σαλόνι. Συγκεκριμένα, έσυρε την πολυθρόνα κοντά στην μπαλκονόπορτα και τράβηξε λίγο την κουρτίνα αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα για να μπορεί να βλέπει έξω, τον δρόμο, την είσοδο της παλιάς κλινικής. Πρώτα δεν υπήρχε ψυχή, αλλά αργότερα, γύρω στις έξι και μισή το πρωί, κάμποση ώρα πριν ξημερώσει, μια σκιά με ένα μακρύ –μάλλον- αδιάβροχο και κουκούλα περπάτησε στο πεζοδρόμιο και στάθηκε μπροστά στην καγκελόπορτα της κλινικής. Στάθηκε για λίγο ακίνητη, μόνο για λίγο, και ο Αλέξης έσκυψε κάπως, μην γυρίσει η σκιά και με κάποιο μαγικό τρόπο τον δει, αφού εκείνη ήξερε ότι την έβλεπαν. Τελικά γύρισε στο πλάι και πέρασε ανάμεσα από τα λυγισμένα κάγκελα της εισόδου και χάθηκε στο σκοτάδι.
Ο Αλέξης κάθισε πίσω στην πολυθρόνα και προσπάθησε να κοιμηθεί, ενώ σκεφτόταν ότι ίσως να είχε μπλέξει άσχημα τώρα. Μακάρι να πίστευε σε κάτι… έτσι απλά… για να μπορούσε να προσευχηθεί…
5
Δεν ήξερε πόσες μέρες είχαν περάσει από το τηλεφώνημα. Υπολόγιζε ότι πρέπει να ήταν κάμποσες, αλλά σίγουρα όχι πολλές. Το πρόβλημα ήταν ότι τον τελευταίο καιρό όλες οι μέρες έμοιαζαν μεταξύ τους. Έμοιαζαν να έχουν την ίδια αίσθηση. Ιδίως όταν τις περνάς κάτω από την κουβέρτα σου ή το πολύ μέσα στο γραφείο σου, ακολουθώντας παράλληλα μια δίαιτα που αποτελείται από μπισκότα και καφέ… Ναι, για τον Αλέξη μιλάω.
Τα πρωινά η Άννα τον άφηνε στο κρεβάτι να κοιμηθεί, κι εκείνος έμενε εκεί μέχρι το μεσημέρι. Μέχρι, δηλαδή, εκείνη να τον φωνάξει για φαγητό. Μετά το μεσημεριανό κλεινόταν για λίγο στο γραφείο του, και μετά κοιμόταν ξανά, αλλά αυτή τη φορά εκεί μέσα. Μια φορά η Άννα μπήκε διακριτικά και τον είδε να κοιμάται πάνω σ’ εκείνον τον δερμάτινο καναπέ. Το ένα πόδι του κρεμόταν απ’ το πλάι… έμοιαζε περισσότερο λες και κάποιος τον είχε ξαπλώσει εκεί με μια γερή μπουνιά στη μούρη, παρά σαν να είχε ξαπλώσει μόνος του.
Ένα βράδυ που ξάπλωσαν μαζί προσπάθησε να του μιλήσει.
«Καταρρέεις», του είπε, «το έχεις καταλάβει; Έχεις καταλάβει ότι όλη τη μέρα κοιμάσαι χωρίς να κάνεις τίποτα; Σαν κούτσουρο είσαι, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Δε με νοιάζει», της είπε. «Αλλά κι αυτό που κάνεις εσύ τώρα δεν βοηθάει και πολύ…»
«Γιατί δεν μου λες τίποτα; Γιατί έχεις απομακρυνθεί τόσο πολύ; Ξέρω ότι κάτι άλλαξε», του είπε. «Άκουσα ένα βράδυ που κάποιος πήρε τηλέφωνο… ποιος ήταν; Τι σου είπε;»
Ο Αλέξης την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Τι άκουσες;» Την ρώτησε.
«Τίποτα το ιδιαίτερο… απλά ότι μιλούσες για κάποια ώρα… ποιος ήταν;»
«Κανείς. Άσε με να ξεκουραστώ λίγο… νιώθω τόσο κουρασμένος…»
«Εντάξει… αλλά μου υπόσχεσαι ότι θα μου μιλήσεις μετά;»
«Εντάξει».**Φυσικά και δεν της μίλησε. Κλείστηκε ξανά στο γραφείο του και σκεφτόταν πώς να βγει από εκείνη την κατάσταση. Ούτε που ήξερε πόσες φορές σκέφτηκε να ντυθεί και να πάει τρέχοντας σ’ εκείνο το μέρος, να μπει μέσα, να πιάσει τον τύπο και να τον σκοτώσει πριν το μάθει ο οποιοσδήποτε… αλλά δεν θα το έκανε. Δεν έφταιγε εκείνος, έτσι κι αλλιώς.
Τι φοβόταν; Αυτό ήταν που έπρεπε να λύσει… τον δεσμό του με τον φόβο του. Η τιμωρία, σκέφτηκε κάποια στιγμή. Αυτό ήταν που φοβόταν… αυτό που του άξιζε. Ναι, σκέφτηκε, αλλά γιατί να ισχύει αυτό μόνο για μένα… δεν ήμουν μόνο εγώ που έκρυψα το πτώμα του…
Σκέψεις δίχως τέλος… σκέψεις που συνέχιζαν, που ξεφύτρωναν από το πουθενά με κάθε ευκαιρία και έκαναν επίθεση στο μυαλό του και στην ψυχή του, κάνοντας την καρδιά του να σταματάει κατά στιγμές.
Άνοιξε τον υπολογιστή του και έριξε μια ματιά στο βιβλίο του, εκείνο που είχε ολοκληρώσει τους τελευταίους μήνες, εκείνο που ήλπιζε ότι ήταν κάτι το αληθινό…
Δεν αρκεί, σκέφτηκε. Δεν είναι αρκετό για να απαλύνει τις τύψεις…
Έπρεπε να βιώσει κάτι χειρότερο… έπρεπε να τιμωρηθεί. Αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να ανεχτεί τον εαυτό του. Έπρεπε να βιώσει εκείνη τη συνάντηση, να αντιμετωπίσει τους φόβους του και να πάει να βρει τον Παύλο. Και τι φοβόταν, έτσι κι αλλιώς; Ένα μικρό παιδί…
Αλλά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι δεν ήταν ο Παύλος που τον τρόμαζε, δεν ήταν η συνάντηση ως γεγονός… ήταν ο εαυτός του. Πώς θα στεκόταν απέναντι σ’ εκείνον; Πώς θα λογοδοτούσε;
«Και γιατί να λογοδοτήσω σ’ αυτόν;» Αναρωτήθηκε. Και ξανά: «Όχι σ’ αυτόν… στον εαυτό μου… μακάρι να μπορούσα να μιλήσω στον ίδιο τον Γιώργο…»
Τίποτα δεν θα τον έφερνε πίσω, πια, κι αυτό ήταν γνωστό. Αδιέξοδο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει από τις σκέψεις. Ξάπλωσε ξανά στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει.**Πρώτη φορά αντιμετωπίζω το γράψιμο με τέτοιο τρόπο. Πραγματικά… δεν έχω τίποτα να γράψω, πια, εκτός από μια απλή καταγραφή σκέψεων. Συνήθως τα λόγια μου ξεκινάνε με τη σκέψη. Μετά ανεξαρτητοποιούνται από αυτήν και ακολουθούν την καρδιά. Τώρα πια δεν έχει μείνει τίποτα μέσα μου… εκτός από απέχθεια για τον εαυτό μου. Ο Παύλος είχε δίκιο όταν μίλησε για «εκείνον τον συγγραφέα που τόσο απεχθάνομαι». Είμαι ένα ψέμα, το ξέρω τώρα πια. Το ξέρω σε τέτοιο βαθμό που με κουράζει και μόνο η σκέψη της υπόστασής μου.
Κάποιες φορές νιώθω σαν να θέλω να την αγκαλιάσω, να της πω ότι την αγαπάω… να ζητήσω συγχώρεση, αλλά δεν μπορώ. Δεν θέλω να την αφήσω να με δει τόσο αδύναμο, αν και είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελα εγώ να ξέρει. Ντρέπομαι γι’ αυτό… θυμώνω μαζί της. Την αγαπάω.
Δεν ξέρω που θα καταλήξουν αυτές οι λέξεις, πια, αλλά αρχίζω να πιστεύω ότι είναι χρήσιμες. Το γράψιμο πάντα ήταν χρήσιμο για μένα. Απλά κοιτάς το χαρτί και αυτοσχεδιάζεις με τις λέξεις, χωρίς να πιστεύεις ότι κάποιος κάποτε θα διαβάσει το κείμενό σου. Αυτά είναι ανοησίες, πια. Είναι παράξενο, το πώς μετά από εφτά μυθιστορήματα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η προσωπική μου ανώτερη μορφή γραφής θα ήταν αυτή που δεν θα αφορούσε κανέναν άλλον πέρα από εμένα. Ποιος νοιάζεται για όλα αυτά; Κανείς… είναι σκουπίδια. Για μένα όμως είναι ό,τι χρειάζομαι για να μπορώ να συνεχίζω. Ξέρω ότι συμπαθώ αυτά τα λόγια… ναι, τώρα που το σκέφτομαι… τα συμπαθώ. Είναι ό,τι πιο αληθινό έχω γράψει ποτέ… εδώ και δύο δεκαετίες, ίσως.
Αλλά υπάρχει και μια μικρή, πικρή αλήθεια εδώ. Η σκέψη ότι δεν πρόκειται να τα διαβάσει κανείς με αποθαρρύνει. Ίσως όντως να είναι σκουπίδια.
Ποιος νοιάζεται, αλήθεια;
Πόσο καιρό θα με περιμένει; Κι αν αποφασίσει να με βρει εκείνος, τελικά; Τι θα γίνει αν έρθει εκείνος σ’ εμένα; Αν κάνει κακό στην Άννα ή στη Μαρία; Τότε θα τον σκότωνα, θα έπρεπε να το ξέρει αυτό.
Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Πρέπει να τον δω, να του μιλήσω. Κι αν θέλει εκδίκηση, ίσως να έχει δίκιο. Ίσως να του την προσφέρω απλόχερα… όλη δική του. Εγώ, όλος δικός του, να αφαιρέσει τη ζωή μου σαν αντάλλαγμα για τον θάνατο του φίλου του… δεν θα μου άξιζε, μήπως;
Θα μου άξιζε, άραγε;
Αύριο… αύριο το πρωί.
Πρώτα, όμως, να πω δυο λόγια μαζί της… να ξέρει. Να ξέρει ότι την αγαπάω ακόμα. Κι ύστερα… αν όλα τελειώσουν καλά… να συνεχίσω αυτές τις λέξεις. Για όσο χρειαστεί… μέχρι να αποκτήσω ξανά την ελευθερία μου... να νιώσω ελεύθερος. Θα αφιέρωνα τη ζωή μου σ’ αυτό αν χρειαζόταν. Τουλάχιστον αυτό, το χρωστάει ο κάθε φταίχτης στον εαυτό του.
6
Γύρισε στο πλάι και κοίταξε την Άννα. Κοιμόταν. Στηρίχτηκε στον αγκώνα του και ανασηκώθηκε, έτοιμος να την φιλήσει, αλλά την ίδια στιγμή εκείνη του γύρισε την πλάτη μέσα στο όνειρό της. Καλύτερα να μην την ξυπνούσε, καλύτερα να μην της έλεγε τίποτα. Ένιωσε ότι την πρόδιδε κατά κάποιο τρόπο, να μην μοιραστεί μαζί της την ανησυχία του και αυτό που σκόπευε να κάνει… να δει τον Παύλο. Αλλά τουλάχιστον για μια φορά ανάμεσά τους, προτίμησε την προδοσία, κάτι που ήταν πολύ σχετικό, μιας και δεν ήξερε τη δική της γνώμη σχετικά με το πόσες φορές την είχε προδώσει. Αν σκεφτεί κανείς τους λόγους που τον είχε παρατήσει τότε, όταν ήταν ακόμη φοιτητές, μάλλον θα μπορούσε να διαπιστώσει και μία άλλη, μία πρώτη προδοσία. Αλλά εδώ υπάρχει μια δεύτερη σχετικότητα, μιας και εκείνη η πρώτη προδοσία ήταν μια μπάλα που πετούσαν μεταξύ τους εκείνος σ’ εκείνην, κι εκείνη σ’ εκείνον.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν σημασία τώρα. Είχε αναλάβει μια υποχρέωση, και θα την έφερνε σε πέρας. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και φρόντισε να την σκεπάσει καλά χωρίς εκείνη ν’ ανοίξει τα μάτια της. Τα κατάφερε. Ντύθηκε ήσυχα, αργά, ενώ μέσα του αγωνιούσε. Άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας ελπίζοντας να μην τρίξει, και πήρε από μέσα το χοντρό μπουφάν του, εκείνο που έφτανε μέχρι τα γόνατα. Πήρε και ένα ζευγάρι γάντια… δεν ήταν μεγάλη η απόσταση μέχρι την κλινική, αλλά ο καιρός δεν κορόιδευε.
Βγήκε στον διάδρομο. Φόρεσε παπούτσια, φόρεσε και το μπουφάν. Μετά τα γάντια. Βγήκε έξω, μπήκε στο ασανσέρ και άρχισε να κατεβαίνει. Ούτε που ήξερε τι ώρα ήταν. Μεσάνυχτα; Ξημερώματα; Όταν βγήκε έξω είδε ότι είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μικρές νιφάδες έπεφταν από ψηλά… το χιόνι δεν είχε πυκνώσει ακόμα.
Διέσχισε την αυλή… έκανε μικρά βήματα για να μην γλιστρήσει, ενώ για μια στιγμή ευχήθηκε να μην ήταν μόνος. Του πήρε εφτά με οχτώ λεπτά για να φτάσει στην πλατιά πόρτα και να την σύρει στο πλάι για να βγει στον δρόμο. Να ο δρόμος. Έτσι… μικρά βήματα… ίσως και να μην πέσεις σήμερα.
Πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα της εισόδου της κλινικής και περπάτησε στην αυλή. Υπήρχαν ίχνη στο χιόνι, στην αυλή. Περπατούσε αργά, προσεκτικά, έχοντας το νου του στα παράθυρα… μήπως δει κανέναν. Ένα σιντριβάνι υπήρχε στη μέση, γεμάτο χιόνι τώρα. Πέρασε από γύρω του και στάθηκε στα μικρά σκαλοπάτια μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Εκεί πιάστηκε από την άκρη για ν’ ανέβει. Το ένα φύλλο της διπλής πόρτας ήταν ανοιχτό. Το τζάμι του ήταν σπασμένο στο πάνω μέρος.
Μπήκε μέσα και περπάτησε σε ένα μακρύ διάδρομο για μερικά δευτερόλεπτα. Εκεί, στο βάθος, εκείνος ο πάγκος πρέπει να ήταν κάτι σαν ρεσεψιόν… ποιος ξέρει. Κομμάτια από τους τοίχους βρίσκονταν στον δρόμο του… ολόκληρα κομμάτια τσιμέντου και ένας θεός ξέρει τι άλλο υλικό υπήρχε εκεί μέσα… αναγκαζόταν να περπατήσει γύρω τους. Προσπαθούσε να βλέπει μέσα στα δωμάτια από τις τρύπες στους τοίχους. Σε μερικά σημεία στα πατώματα των δωματίων υπήρχε χιόνι, μάλλον από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πού πήγαινε… προφανώς ήταν παγίδα όλο αυτό. Οι τύψεις του τον είχαν οδηγήσει ακριβώς εκεί που δεν έπρεπε… ο Παύλος είχε εκμεταλλευτεί τις τύψεις του… το κάθαρμα. Ήταν πανέξυπνος, λοιπόν, ήξερε τι έκανε απ’ την αρχή.
Στάθηκε ακίνητος και γύρισε απότομα να κοιτάξει πίσω του. Δεν υπήρχε τίποτα, κανείς. Έκανες κάτι που δεν έπρεπε, είπε στον εαυτό του. Αν χρειάζεται να πληρώσεις για να νιώσεις καλύτερα, κάνε υπομονή και σύντομα όλα θα τελειώσουν.
Το ασανσέρ ήταν ολοκληρωτικά καταστραμμένο. Το ένα ήταν κλειστό και δεν δούλευε. Οι πόρτες του άλλου ήταν ανοιχτές και μέσα μπορούσες να δεις ένα κάθισμα για ανάπηρους, καθώς και μερικά άλλα αντικείμενα που τώρα πια ούτε μπορούσες να καταλάβεις τι ήταν. Ένα απ’ αυτά έμοιαζε με μικρός πάγκος… είχε μικρούς τροχούς στο κάτω μέρος του. Στράφηκε προς την σκάλα.
Στη σκάλα ήταν σκοτεινά. Φως έμπαινε μόνο από ένα μικρό παράθυρο στον τοίχο. Ο Αλέξης είδε χιόνι και πάγο στην έξω πλευρά του. Αδυνατούσε να καταλάβει τους λόγους που αυτό το κτίριο είχε έρθει σ’ αυτή την κατάσταση, αλλά τώρα δεν τον ενδιέφερε και τόσο. Φοβόταν… φοβόταν πολύ. Στον δεύτερο όροφο είδε ένα πτώμα στο πάτωμα. Κι αν δεν ήταν πτώμα, ήταν κάποιος που σίγουρα έμοιαζε νεκρός. Έμοιαζε να είναι άστεγος, έμοιαζε να είναι ναρκομανής. Πέρασε από δίπλα του ελπίζοντας να μην τον ξυπνήσει, αν υπήρχε τέτοια περίπτωση.
Στον δεύτερο όροφο όλες οι πόρτες ήταν κλειστές και κλειδωμένες. Η αλήθεια είναι ότι δεν δοκίμασε να τις ανοίξει, ελπίζοντας ότι δεν θα έβρισκε τίποτα εκεί μέσα και τελικά θα έφευγε, ότι ο Παύλος θα παρέμενε μια τηλεφωνική φάρσα, ένα ψέμα. Αλλά δεν έγινε έτσι. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε φως. Εκείνο το φως έβγαινε από την πόρτα ενός δωματίου. Ήταν το φως της μέρας, τώρα ξεχώριζε, τραβούσε την προσοχή σου.
Στάθηκε και το κοίταξε με τα χέρια του να κρέμονται στα πλάγια του σώματός του. Γύρισε να φύγει, αλλά στάθηκε ξανά και το κοίταξε πάλι. Τελικά ξεκίνησε όσο πιο ήσυχα μπορούσε για να πλησιάσει, έτσι ώστε όποιος βρισκόταν εκεί μέσα να μην τον άκουγε.**Δίπλα στον τοίχο και μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένα κρεβάτι. Ένα νεαρό κορίτσι καθόταν πάνω του. Είχε τα πόδια της μαζεμένα στο θώρακά της και τα χέρια της γύρω απ’ τα γόνατα. Φορούσε ένα μακρύ, μάλλινο σακάκι και ένα μαύρο σκουφί, ένα γκρι παντελόνι και μαύρα, παλιά παπούτσια. Κοίταξε τον Αλέξη, και μετά στράφηκε προς την άλλη μεριά του δωματίου.
Ο Αλέξης στάθηκε στην πόρτα για να δει καλύτερα μέσα στον χώρο. Ο τοίχος απέναντι απ’ την πόρτα έλειπε ολόκληρος, μαζί με ένα μέρος του πατώματος. Ο Αλέξης μπορούσε να δει έξω, όχι πολύ μακριά, ωστόσο. Το χιόνι είχε πυκνώσει και η ορατότητα είχε μειωθεί σημαντικά. Στην άκρη του δωματίου, εκεί που κάποτε υπήρχε ο τοίχος, κομμάτια του οποίου βρίσκονταν τώρα στην αυλή, στεκόταν ένας άντρας. Φορούσε ένα πράσινο αδιάβροχο.
Στράφηκε προς τον Αλέξη και τον κοίταξε, κι εκείνος σκέφτηκε πώς αυτό που είχε μπροστά του έπρεπε να είναι κάποιο δαιμονικό. Κάποιος δαίμονας, ίσως, που είχε έρθει να απονείμει δικαιοσύνη. Ο τύπος ήταν κάτασπρος, ενώ το στόμα του ήταν μια μικρή γραμμή στο πρόσωπό του, και την ίδια στιγμή να μάτια του έμοιαζαν να έχουν ρουφηχτεί βαθιά μέσα στις κόγχες τους.
Ο Αλέξης πλησίασε αγνοώντας το κορίτσι, γυρνώντας την πλάτη του προς το κρεβάτι. Υπήρχε ένα γραφείο κοντά στον Παύλο, καθώς και δύο πολυθρόνες. Αυτό το δωμάτιο ήταν το γραφείο κάποιου. Κάποτε. Κάποιου γιατρού, ίσως.
Είδε τον Παύλο να κατεβάζει την κουκούλα. Μετά τον είδε να κάθεται σε μια από τις πολυθρόνες, κι έκανε το ίδιο. Πλησίασε διστακτικά και κάθισε απέναντί του.
«Μην ενοχλείσαι από τη Μαρία», του είπε ο Παύλος και κοίταξε το κορίτσι στο κρεβάτι. «Δεν μιλάει, έτσι κι αλλιώς».
«Δεν ενοχλούμαι», του είπε ο Αλέξης. «Σε παρακαλώ, πες μου… τι θες από μένα; Αν πρόκειται να με εκβιάσεις…»
Ο Παύλος έμεινε και τον κοίταξε για κάποια ώρα, ενώ εκείνος προσπαθούσε να απολογηθεί με τον τρόπο του… σχεδόν ζητώντας συγχώρεση. Κι όταν ο Αλέξης τέλειωσε, του είπε:
«Πραγματικά νομίζεις ότι όλα έχουν να κάνουν μ’ εσένα; Ο μόνος λόγος που σε κάλεσα εδώ είναι επειδή νιώθω ότι το χρωστάω στον Γιώργο».
«Τι εννοείς; Τι χρωστάς;»
«Ο Γιώργος σου μίλησε πριν πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
«Ναι», του είπε ο Αλέξης. «Προσπάθησε, δηλαδή… τα περισσότερα απ’ όσα είπε δεν τα κατάλαβα. Δεν ήταν και στα καλύτερά του…»
«Τι σου είπε;»
«Διάφορα πράγματα… Νομίζω ότι ζητούσε βοήθεια. Απλά εγώ… δεν ήξερα πώς να τον βοηθήσω…»
«Ο Γιώργος δεν ήταν άρρωστος αν αυτό σκέφτεσαι», είπε ο Παύλος. «Απλά… ξέρεις… τα πράγματα μερικές φορές δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Μου μίλησε εκείνες τις μέρες…»
«Πώς; Πού ήσουν;»
«Με βρήκε μέσα στο μοναστήρι. Μου είπε πόσο δυστυχισμένος ένιωθε, μου είπε τι σκόπευε να κάνει. Δεν ήξερε πώς θα το έκανε, αλλά σίγουρα σκόπευε να πεθάνει».
«Προσπάθησες να τον εμποδίσεις; Τι του είπες;»
«Δεν προσπάθησα καθόλου να τον εμποδίσω».
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι άκουσα την επιθυμία του και την δέχτηκα, αυτό εννοώ. Αν τον άκουγες εκείνη τη στιγμή, ίσως να καταλάβαινες τη στάση μου».
«Τον άφησες έτσι απλά… να πεθάνει;»
«Δεν τον άφησα… δεν θα μπορούσα να τον σταματήσω έτσι κι αλλιώς. Και μόνο στη σκέψη ότι όλα θα τελείωναν… δεν φαντάζεσαι πόση ελπίδα βρήκε σ’ εκείνο το τέλος. Η προσμονή τον έκανε ανυπόμονο, χαμογελούσε στη σκέψη… χαμογελούσε με ελπίδα».
Ο Αλέξης έσκυψε μπροστά και στηρίχτηκε στα γόνατά του. Νόμιζε ότι θα λιποθυμούσε.
«Σκέφτηκα τότε ότι αν σε είχε βρει, ίσως όλα να άλλαζαν για εκείνον. Αλλά εσύ… εσύ τον σκότωσες», του είπε ο Αλέξης. «Αν εσύ είχες πει κάτι… τα λόγια σου σίγουρα θα μετρούσαν για εκείνον. Εσύ τον σκότωσες…»
«Και τα δικά σου λόγια μετρούσαν, μήπως κατάφερες να τον σταματήσεις; Τι νομίζεις ότι έπρεπε να κάνω; Το μόνο που ήθελε ήταν…»
«Ήθελε να σωθεί. Ακόμη δεν το κατάλαβες; Κι εσύ πήγες και του έδωσες την ευχή σου. Τον σκότωσες».
«Πλάκα έχεις», του είπε ο Παύλος. «Και γιατί δεν τον σταμάτησες εσύ; Κανείς δεν θα τον σταματούσε. Κι αν θες την γνώμη μου, πάνω απ’ όλα είχε αγάπη μέσα του. Αυτό ήταν που τον έκανε κομμάτια. Είναι αλήθεια ότι τον πρόδωσα όταν έφυγα. Τον άφησα μόνο του. Αλλά ήταν αδύναμος, δεν ήταν έτοιμος να ζήσει ελεύθερος. Λύγισε… φοβόταν. Πίστευε σ’ εσένα, πίστευε σ’ εμένα… όχι, όμως, στον εαυτό του. Ποτέ στον εαυτό του. Άφησε τον θυμό του να τον ορίσει, έκανε λάθη, απομονώθηκε, και ταξίδευε με μαθηματική ακρίβεια προς την καταστροφή του».
«Και ξανά… εσύ συνέβαλες σ’ αυτό».
«Κι εγώ, κι εσύ… όλοι μας, ο καθένας με τον τρόπο του. Τι ήθελες να κάνω; Έβλεπα ότι δεν θα άντεχε… Ο άνθρωπος ήταν κομμάτια, απλά είχε κρύψει την κατάστασή του… εύκολα κρύβεις κάτι τέτοιο ανάμεσα σε τυφλούς…»
«Τι θες από μένα; Πες μου… τι μπορώ να κάνω τώρα για τον φίλο σου; Πες μου, κι εγώ θα το κάνω».
Ο Παύλος ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τον έκρυψες, έτσι δεν είναι; Σας είδα που τον κουβαλούσατε μέσα σ’ εκείνα τα σεντόνια… γιατί;»
«Για να σώσουμε τα τομάρια μας… γι’ αυτό το κάναμε. Φοβήθηκα ότι θα έμπλεκα άσχημα. Το ίδιο κι ο Στράτος… το όπλο του έπεσε στα χέρια του Γιώργου…»
«Εκείνος ο ήχος… είχα καταλάβει ότι ήταν όπλο. Αναρωτιόμουν πώς είχε βρεθεί ένα όπλο στα χέρια του».
«Τώρα πες μου. Τι μπορώ να κάνω;»
«Δεν ξέρω. Κάνε ό,τι χρειάζεσαι για να το ξεπεράσεις. Δεν θέλω τίποτα από σένα».
Σιωπή ακολούθησε, σε συνδυασμό με αμηχανία. Ο Αλέξης σκέφτηκε για μια στιγμή πως η στάση του Παύλου απέναντι στην αυτοκτονία του Γιώργου ήταν το αποτέλεσμα ενός τρόπου σκέψης… ενός καταστροφικού τρόπου σκέψης, καθώς και μιας καταστροφικής φιλίας. Τον κοίταξε προσεκτικά ενώ εκείνος είχε το βλέμμα του στραμμένο στο πλάι. Τι άνθρωπος ήταν, αλήθεια;
Ο Παύλος δεν ήθελε τίποτα από τον Αλέξη. Επομένως ίσως εκείνος να μπορούσε τώρα να φύγει. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα.
«Θα φύγω τώρα», του είπε.
«Τι απέγινε η Φανή;»
«Δεν ξέρω. Υποθέτω πώς έμεινε και πάλι μόνη της…»
«Δε νιώθεις σαν να έχασες κάτι; Με τον θάνατο του Γιώργου… και όταν έφυγες από εκεί πάνω;»
«…έχω ακόμη την Άννα… ίσως να μπορώ να συνεχίσω».
Ησυχία ξανά. Μετά γύρισε και περπάτησε προς την έξοδο.
«Να προσέχεις», του είπε ο Παύλος.
Ο Αλέξης στάθηκε και τον κοίταξε. Του έγνεψε, και μετά βγήκε από το δωμάτιο νιώθοντας ευγνωμοσύνη που με τον άνθρωπο που καθόταν σ’ εκείνη την πολυθρόνα είχαν κάτι κοινό απέναντι στην ενοχή.**Βγήκε έξω. Το χιόνι είχε πυκνώσει τώρα. Όταν έφτασε στον δρόμο τον διέσχισε με μικρά βήματα για να μην γλιστρήσει, ακριβώς όπως είχε κάνει και όταν είχε έρθει. Μπήκε στην αυλή της πολυκατοικίας… έφτασε στην είσοδο. Σύντομα μπήκε στο σπίτι του, και όταν είδε την Άννα κατάφερε, πια, να της χαμογελάσει.
7
Ο Αλέξης κάθισε μπροστά στον υπολογιστή, στο γραφείο του. Ένιωθε ακόμη μια κάποια αγωνία, μήπως στραβώσουν ξανά τα πράγματα, αλλά την ίδια στιγμή ένιωθε περισσότερο ελεύθερος. Αναρωτήθηκε αν η απόκτηση της ελευθερίας, αυτής που εδώ και μήνες αναζητούσε, θα σήμαινε το τέλος της ικανότητάς του να γράφει. Από την άλλη, ίσως να σήμαινε απλά αλλαγή, και όχι τέλος. Πρώτα οι σκέψεις. Μετά η καρδιά.
Νιώθω ότι εγώ κι εκείνος μοιραστήκαμε κάτι. Αρχίζω να πιστεύω ότι οι δυο μας είχαμε την ίδια ανάγκη… την απελευθέρωση από έναν κοινό πόνο. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένιωθε εξίσου ένοχος μ’ εμένα για τον θάνατο του Γιώργου. Κι έτσι απλά, με έναν άγνωστο, μοιράστηκα έναν τέτοιο πόνο που με κατέτρωγε εδώ και τόσο καιρό… και τώρα νιώθω ότι έκανα –τουλάχιστον για λίγο- έναν καινούριο φίλο. Ίσως, πάλι, να είμαι υπερβολικός, ποιος ξέρει;
Η ιδέα του να συναντηθούμε μας βοήθησε και τους δύο, και αυτό μάλλον σημαίνει πως ό,τι κι αν υπάρχει μέσα του, αυτό το ίδιο πράγμα που τον έκανε να σπρώξει τον Γιώργο προς την αυτοκτονία του, ίσως να μπορεί να σβήσει. Αλλά δεν είναι ευθύνη μου αυτό. Δεν είναι κανενός, παρά μόνο δική του, επομένως καλύτερα να αφήσω τα πράγματα ως έχουν, να μην αναμειχθώ. Και το σκέφτομαι αυτό ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα θα ήθελα να τον βοηθήσω. Όπως και να ‘χει, ο δικός μου ρόλος τελειώνει εδώ, ακριβώς όπως τέλειωσε και ο δικός του όσον αφορά σ’ εμένα.
Κάποιες φορές εύχομαι να μπορούσα να τον ευχαριστήσω, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα περάσει κι αυτό με τον καιρό, ώσπου όλα να ξεχαστούν. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί, ειπώθηκε.
Προς το παρόν θα κάνω στην άκρη αυτές τις σημειώσεις… μόνο για σήμερα. Ίσως και για αύριο. Ή μάλλον για όσο χρειάζεται. Γιατί όσον αφορά στο γράψιμο, αυτή η ιστορία είναι μόνο δική μου, και θα περάσει σε κάποιον άνθρωπο μόνο από το δικό μου χέρι.
Θέλω να νιώσω ξανά όπως κάποτε… σαν ερασιτέχνης, ελπίζοντας ότι το μεγαλείο της γραφής που γνώρισα κάποτε, θα επιστρέψει κάποια στιγμή.Τέλος προς το παρόν.
**Το βράδυ δεν είχε ύπνο. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, μέχρι που τελικά σηκώθηκε και έμεινε καθιστός. Η Άννα είχε ξαπλώσει πριν λίγη ώρα, αλλά τώρα είχε ανοίξει τα μάτια της ξανά. Είχε σηκωθεί και είχε καθίσει δίπλα του.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησε. «Σκέφτεσαι τον Παύλο;»
«Όλα τα σκέφτομαι… απλά τώρα δεν με πνίγουν με τον ίδιο τρόπο, όπως πριν».
«Καλό μου ακούγεται αυτό…»
«Κι εσένα σκέφτομαι… και την κόρη σου. Πρέπει να καταλάβεις κάτι».
Η Άννα τον κοίταξε με απορία. Διέκρινε ένταση στη φωνή του, και ίσως ένα ίχνος θυμού. Ή μήπως ήταν οργή;
«Πες μου», του είπε.
«Είμαι δεμένος μαζί σου. Είσαι κομμάτι της ζωής μου… πάντα θα είσαι. Κι αν δεν μπορείς να το δεχτείς και να το σεβαστείς αυτό, τότε πάρε την κόρη σου και εξαφανιστείτε αύριο το πρωί».
Μετά σηκώθηκε όρθιος και περπάτησε για λίγα δευτερόλεπτα πάνω κάτω στο υπνοδωμάτιο.
«Δεν είναι έτσι», του είπε εκείνη. «Οι σχέσεις δοκιμάζονται, το ξέρεις αυτό».
«Κι εμείς αποτύχαμε ήδη μια φορά».
«Ας μην γυρίσουμε σ’ αυτό το θέμα. Το σημαντικό είναι ότι τώρα είμαστε μαζί… και δεν ξέρω για σένα, που όπως φαίνεται παραιτείσαι με το παραμικρό, αλλά εγώ είμαι περισσότερο από πρόθυμη να προσπαθήσω».
Κοιτάχτηκαν για λίγο. Μετά εκείνος έστρεψε αλλού το βλέμμα του, χωρίς λόγια. Πέρασε μια στιγμή αμηχανίας, κι ύστερα πλησίασε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Η Άννα έβαλε το χέρι της στον ώμο του, ενώ εκείνος σήκωσε το δικό του και το ακούμπησε απαλά. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μια στιγμή.
Ο Αλέξης και η Άννα δεν χώρισαν ούτε εκείνη τη νύχτα.
Άνθρωποι στο Σκοτάδι
Μυθιστόρημα
Του Κωνσταντίνου Δ. Μαρτίνη
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ήταν ακόμη μια περίοδος από αυτές που έκανα ανόητα πράγματα. Ξέρω ότι αυτό δεν σας βοηθάει να καταλάβετε τι εννοώ, αλλά θα το εξηγήσω σύντομα.
Κάτι τέτοιες περιόδους το μόνο που έκανα ήταν να προκαλώ κακό στον εαυτό μου. Με διάφορους τρόπους. Όχι στο σώμα μου, μην με παρεξηγείτε. Αν και ούτε το σώμα μου αγαπούσα ακριβώς. Ούτε και το είχα αγαπήσει ποτέ. Ακόμη περισσότερο, ο σκοπός όλων εκείνων των πράξεων σε καμία περίπτωση δεν ήταν να βλάψω τον εαυτό μου. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Ο σκοπός ήταν απλά να μην τον αφήσω να βελτιωθεί, να μην του επιτρέψω να αναπνεύσει όπως στην πραγματικότητα του άξιζε, να κόψω τα φτερά του και όλα τα σχετικά. Νομίζω ότι έχετε αρχίσει τώρα να καταλαβαίνετε περί τίνος επρόκειτο.
Λίγο καιρό πριν είχε μπει στη ζωή μου ένας νέος άνθρωπος. Όλοι οι παλιοί είχαν πεταχτεί έξω, από το παράθυρο κατευθείαν στον κάδο των απορριμμάτων, κάτω στον δρόμο. Ο νέος αυτός άνθρωπος ήταν η Χριστίνα.
Η Χριστίνα ήταν μια αρκετά όμορφη κοπέλα, όμορφη με τον δικό της τρόπο, αλλά και με τον δικό μου, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Μου ξεκαθάρισε από την αρχή ότι δεν αναζητούσε κάτι το ερωτικό, αλλά αυτό ήταν κάτι που στην πραγματικότητα ποτέ δεν χώρεσε μέσα στο κούφιο μου κεφάλι. Γι’ αυτό και κάθε φορά που ένιωθα σαν να ήθελα να της την πέσω, απλά το έκανα. Ήμουν αρκετά νέος ακόμα, δεν είχα μάθει να βάζω φρένο στις ανάγκες μου… αν ένας άντρας μαθαίνει ποτέ κάτι τέτοιο όσον αφορά τις γυναίκες. Και όπως καταλαβαίνετε, εκείνη φρόντιζε να μου δείξει ξανά από την αρχή ότι δεν μπλέκει τους φίλους με τα ερωτικά της.
«Ε, λοιπόν», της είπα, «εγώ τα μπλέκω… γι’ αυτό να έχεις το νου σου».
«Τον έχω το νου μου», μου είχε πει εκείνη, «μην ανησυχείς».
Αλλά τι ανοησία της είχα πει… ήξερα ότι είχε το νου της… τουλάχιστον σ’ αυτό το θέμα. Το κατάλαβα μετά από αμέτρητες χυλόπιτες που μου έριξε μέσα σε ένα κάποιο χρονικό διάστημα. Κι όμως, δεν με παράτησε ποτέ, πάντα ήταν εκεί, δίπλα μου, ρίχνοντας χυλόπιτες και παράλληλα δείχνοντάς μου την αγάπη της για μένα. Και είχε ξεκινήσει μια καινούρια περίοδος για τη ζωή μου, το ήξερα. Είχα αρχίσει να νιώθω αγάπη… εκείνην που τόσο μου είχε λείψει. Εκείνην που τόσο δεν είχα νιώσει. Ίσως έτσι να γίνεται πιο ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο κάθε χυλόπιτά της ήταν για μένα απλά ευπρόσδεκτη.
Είχα ήδη κόψει το πανεπιστήμιο τότε. Ναι, τελικά αυτό είχα κάνει. Υποτίθεται ότι ήμουν φοιτητής, αλλά είχα τελειώσει οριστικά μ’ αυτές τις μαλακίες. Έτσι πίστευα τότε, και έτσι ένιωθα. Είχα περάσει καλές στιγμές με τα βιβλία του πανεπιστημίου, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να γίνω κομμάτι του. Ιδιαίτερα τις «περιόδους κρίσεις» όπως αυτήν στην οποία αναφέρομαι, το μόνο που έκανα ήταν να εγκαταλείπω τον εαυτό μου, και είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν ίχνη κατάθλιψης όλα αυτά… ποτέ δεν πέρασα κάτι τέτοιο. Αλλά από ένα σημείο και μετά άρχισα να σκέφτομαι μήπως ήταν κάτι χειρότερο. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν παρατούσα τον εαυτό μου επειδή ένιωθα ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Το έκανα απλά και μόνο επειδή ήθελα να το κάνω, κι αν μη τι άλλο, αυτό μοιάζει πιο επικίνδυνο από μια κατάσταση στην οποία χρειάζεσαι βοήθεια η οποία πραγματικά μπορεί να σου φέρει αποτελέσματα σε περίπτωση που σου την προσφέρει κάποιος. Το δικό μου πρόβλημα ήταν ότι ήθελα να με βλάψω… με καταλαβαίνετε; Ήταν επιλογή μου. Πώς σταματάς κάποιον που έχει τη θέληση να βλάψει τον εαυτό του, ενώ την ίδια στιγμή υποφέρει κάνοντάς το; Ακόμη περισσότερο, πώς σταματάει ο ίδιος τον εαυτό του;
Τώρα που το σκέφτομαι ίσως όντως να μην είχα επιλογή. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήμουν ακριβώς αυτοκαταστροφικός, ή κάτι τέτοιο… καμιά σοβαρή, περίεργη για τους κοινούς ανθρώπους και όχι τους ειδικούς περίπτωση… Δεν χαράκωνα τον εαυτό μου ή τίποτα τέτοιο υπερβολικό… Το μόνο που έκανα ήταν να σπρώχνω την κατάντια της ζωής μου στα άκρα, προκαλώντας όλο και περισσότερο, εντείνοντας τη μοναξιά μου, την θλίψη και τον θυμό μου, καταστρέφοντας όλο και περισσότερο το μέλλον μου με τις επιλογές μου… παίζοντας κορώνα γράμματα την ψυχική μου ισορροπία.
Με μισούσα, αυτό ήταν το πρόβλημα. Και ήξερα τι έφταιγε, το είχα εντοπίσει με τον καιρό. Όπως σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, έφταιγε η σχέση μου με τον πατέρα μου, και είχα ήδη αρχίσει να σκέφτομαι ότι αν ήθελα να τα βγάλω πέρα και να σταθώ στα πόδια μου, θα έπρεπε να βγάλω από μέσα μου κάθε ίχνος εκείνου του καθάρματος που τόσο εγκληματικά με είχε διαποτίσει με την θέλησή του να με καταστρέψει. Αυτήν του τη θέληση, την οποία ποτέ δεν θα του συγχωρούσα, αλλά και τον φθόνο του, όλες τις προσπάθειές του να μου αποδείξει ότι δεν ήμουν παρά ένας άχρηστος που έπρεπε να ζήσει σύμφωνα με τις επιταγές των αναγκών… ο πόλεμος που έκανε στα όνειρά μου, η προσπάθειά του να με βλάψει με τα λόγια, κάθε απόρριψή του απέναντι στις δικές μου προσπάθειες να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας… Θα ήθελα τώρα να πιστέψω ότι μπορεί να γίνει κατανοητό τουλάχιστον με συμπάθεια το ότι είχα σκεφτεί ότι τον ήθελα νεκρό, τότε που δεν ήμουν παρά δεκατεσσάρων ετών. Ο τρόπος που μιλούσε, ο τρόπος που με μείωνε, ακόμη και μπροστά σε φίλους και καλεσμένους καμιά φορά…
Ο θυμός για όλα αυτά με συντρόφευε για χρόνια. Ολόκληρα χρόνια, θυμός που με τύφλωνε κάθε μέρα, κάθε νύχτα μάλλον, όταν η μοναξιά γινόταν πιο έντονη και καταλάβαινα ότι στον κόσμο δεν είχα παρά μια ευκαιρία να πιεστώ και να τελειώσω το πανεπιστήμιο, και τον ίδιο μου τον εαυτό. Έναν εαυτό στον οποίο ένιωθα ότι δεν μπορούσα να βασίσω τίποτα, αφού εκείνο το κάθαρμα, αλλά και διάφορα κατά συρροή καθάρματα όπως κατέληξα να τα ονομάζω, είχαν στραγγίξει από μέσα μου ακόμη και την τελευταία σταγόνα εμπιστοσύνης που είχα σ’ αυτό το ταλαιπωρημένο άτομο… στον εαυτό στον οποίο αναφέρομαι.
Είμαι συγγραφέας. Ναι, σωστά. Άσε να πάει στο διάολο. Είμαι συγγραφέας, και το ξέρω. Το ξέρω επειδή γράφω. Δεν ξέρω αν γράφω καλά, αλλά γράφω. Γράφω διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, ίσως και κάποια ποιήματα καμιά φορά, ποιος ξέρει... Και με τον καιρό βρήκα το θάρρος να αποκαλέσω τον εαυτό μου συγγραφέα, αν και ακόμη δεν ξέρω πώς λειτουργεί το να είσαι ένας τέτοιος. Δεν ξέρω πώς να χειρίζομαι την έμπνευση. Πώς να την φέρνω, πώς να την καβαλάω, πώς να εμφανίζω θαύματα από μέσα της, ακριβώς όπως ο μάγος βγάζει τον λαγό από το καπέλο του. Δεν ξέρω καν αν μπορώ να φτιάξω θαύματα, αλλά να πάρει και να σηκώσει, γράφω. Κι αυτό με κάνει συγγραφέα, σωστά;
Δεν θέλω να μιλήσω σχετικά με το πώς το γράψιμο είναι πηγή ζωής για έναν συγγραφέα. Έχουν μιλήσει γι’ αυτό άνθρωποι που υπήρξαν πραγματικά σπουδαίοι στον χώρο της συγγραφής… δεν τοποθετώ τον εαυτό μου δίπλα τους, όπως καταλαβαίνετε, δεν θα τολμούσα, αν και θα ήθελα πολύ να έχω το θάρρος να το κάνω. Όχι επειδή τους θαυμάζω. Η αλήθεια είναι ότι δεν θαυμάζω κανέναν πλέον, κανέναν και τίποτα, και δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με απογοήτευση αυτό. Απλά έχω νιώσει πολλά πράγματα… Έχω αυτό το πλεονέκτημα, να νιώθω πολύ. Μπορεί να σε βλάψει, αλλά μπορεί και να σε οδηγήσει στο να βγάλεις λαγούς από το καπέλο σου, όπως σας είπα και πριν.
Το να νιώθεις, λοιπόν, πολύ, όσο απλό και αν ακούγεται αυτό, σου προσφέρει εμπειρίες. Σου προσφέρει ζωή. Και για εμένα η τέχνη από πάντα είχε να κάνει με αυτό. Με την εμπειρία, με το συναίσθημα, με την ζωή. Και κάπου σ’ αυτό το σημείο πέτυχε διάνα η Χριστίνα. Η Χριστίνα ήταν για εμένα ένας από τους καλλιτέχνες που με επηρέασαν περισσότερο στη ζωή μου. Ήρθε κοντά μου από μόνη της, και με τον καιρό με έκανε να νιώσω. Υπήρξε ειλικρινής, στάθηκε δίπλα μου και δεν έκανε τίποτα παραπάνω από το να με αγαπήσει με τον δικό της τρόπο, και να με αποδεχτεί χωρίς να με κατακρίνει ή να με απορρίψει έτσι ή αλλιώς. Κι όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει σε έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, ή τουλάχιστον σε έναν άνθρωπο σαν αυτόν που ήμουν τότε, πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Της είπα σχετικά νωρίς ότι την αγαπούσα. Της είπα ότι έδιωχνε από κοντά μου τα αρνητικά συναισθήματα και τις αρνητικές σκέψεις όπως το σκόρδο διώχνει τους βρικόλακες στα έργα, στα μυθιστορήματα, ή στις διάφορες παραδόσεις που υπάρχουν ανά τον κόσμο. Μου είπε ότι κι εκείνη με αγαπούσε, επισημαίνοντας ξανά ότι δεν μπλέκει τους φίλους της με τα ερωτικά της. Της είπα να πάει στο διάολο, επειδή δίνει την αγάπη της σε όλους, χωρίς να την θεωρεί τίποτα σημαντικό. Μου είπε ότι την δίνει μόνο σε όσους θεωρεί σημαντικούς.
Και πάει λέγοντας.
Εκείνη την περίοδο, λοιπόν, είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ πόσο μάταιη ήταν η ζωή μου. Είχα καταστρέψει τα πάντα. Οι φίλοι που είχα κάνει στην αρχή της φοιτητικής μου ζωής με είχαν ξεχάσει, όχι λιγότερο απ’ όσο ήθελα και εγώ αλλά και εκείνοι να με ξεχάσουν… ήμουν κάπως σίγουρος γι’ αυτό, και σίγουρα δεν μπορούσα με τίποτα να πλησιάσω γυναίκα. Οι μέχρι τότε εμπειρίες μου είχαν παίξει τον δικό τους ρόλο σ’ αυτό, σε συνδυασμό με την ευαισθησία που διέκρινε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά μου. Τι σκατά συγγραφέας ήμουν αν δεν ήμουν ευαίσθητος, ε;
Αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα με την ευαισθησία, δεν είχε, δηλαδή, να κάνει με την τέχνη. Όχι, σε καμιά περίπτωση, άσχετα αν είχα πολλά χαρακτηριστικά -όπως μου είπε κάποιος κάποτε- κάποια από τα οποία εμφανίζονταν στους μεγαλύτερους των συγγραφέων. (Καταλαβαίνετε πόσο μου είχε αρέσει αυτό όταν το άκουσα, έτσι δεν είναι;) Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω με τι είχε να κάνει, αλλά υποθέτω ότι η ευαισθησία στην οποία αναφέρομαι είχε να κάνει όπως και κάθε τι στον άνθρωπο με τον τρόπο που μεγάλωσα. Θέλω να πω ότι από μικρός ήμουν αυτός που ήμουν… ευαίσθητος. Δεν μου άρεζε ο ανταγωνισμός, μου άρεζε να περνάω τον καιρό μου μόνος μου και όλα τα σχετικά, και όταν πλέον μεγάλωσα, παρατήρησα ότι είχα σχεδόν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον εαυτό που θυμόμουν. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τώρα είχαν προσαρμοστεί στη ζωή του ενήλικα… είχαν ντυθεί στα καλά τους και είχαν εμφανιστεί στην ενήλικη εκδοχή τους, αλλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνεται ότι λειτουργούσαν με παρόμοιο τρόπο. Άλλα ήταν τρομακτικά, ενώ άλλα όμορφα, όπως συμβαίνει στις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Το θέμα ήταν ότι με τον καιρό άρχισα να βλέπω την λύση σε όλα μου τα προβλήματα. Όχι την μόνιμη λύση, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, δεν υπάρχει κάτι που να λειτουργεί ως «μόνιμη πηγή ευτυχίας» για τις ζωές των ανθρώπων, δεν υπάρχει ποτέ τέλος για τα προβλήματα και δεν υπάρχει ποτέ απόλυτη ευτυχία. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή ο άνθρωπος αλλάζει διαρκώς και εξελίσσεται προς την κατεύθυνση που μπορεί ή που του επιβάλλεται. Και το λέω αυτό επειδή όλοι έχουμε το όνειρο να εξελιχθούμε προς την κατεύθυνση που θέλουμε, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που όλοι καταφέρνουμε. Για πολλούς λόγους. Είτε επειδή απλά δεν είμαστε αρκετά ικανοί, είτε επειδή δεν μας δίνεται η δυνατότητα για να το κάνουμε.
Αλλά ας επιστρέψω. Ποια ήταν αυτή η λύση που είχα, επιτέλους, βρει; Για μένα ήταν απλό. Όλα τα προβλήματά μου είχαν δύο πηγές: Πρώτη από αυτές ήταν η σχέση μου με τον εαυτό μου. Δεύτερη ήταν η σχέση μου με τους άλλους. Με όλους τους άλλους, τους όποιους άλλους. Και η προβληματική σχέση μου με τον εαυτό μου ξεκινούσε από τη σχέση μου με τους γονείς μου, και συγκεκριμένα με τον πατέρα μου.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά λιγότερο ή περισσότερο, όλοι οι άνθρωποι που έχουν προβληματικές σχέσεις με τους συγγενείς τους είτε διακόπτουν εντελώς τις σχέσεις αυτές, είτε απλά διατηρούν πρώτα τις αποστάσεις και μετά τα προσχήματα. Επομένως, στη δική μου περίπτωση, εφόσον δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, θα έπρεπε να ακολουθήσω μία από τις παραπάνω λύσεις. Αυτό, αν και δεν αποτελούσε την καλύτερη λύση, με άφηνε με δύο ουσιαστικά προβλήματα. Την σχέση μου με τον εαυτό μου, και την σχέση μου με τους άλλους. Και τα προβλήματα στις σχέσεις μου με τους άλλους, πήγαζαν από αυτά στη σχέση μου με τον εαυτό μου.
Η βασική λύση ήταν η εξής: Πολύ απλά, να αγαπήσω αυτό ήμουν. Να αγαπήσω και να σεβαστώ τον εαυτό μου, να τον αποδεχτώ, να τον εμπιστευτώ, και να χτίσω την αυτοπεποίθηση που μου στερήθηκε. Αν ένας άνθρωπος καταφέρει κάτι τέτοιο, τότε κανείς και τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει. Ίσως να βλέπετε πώς όλα αυτά είναι δομημένα πάνω σε μια κάποια φιλοσοφία… κι ας είναι αυτή ρηχή. Έτσι κι αλλιώς, το να τα βγάλει κανείς πέρα στη ζωή του δεν είναι παρά το αποτέλεσμα μιας φιλοσοφίας, έτσι δεν είναι;
Ξέρω από δυσκολίες, πιστέψτε με… ξέρω τι σας λέω. Ξέρω πώς είναι οι πραγματικά δύσκολες στιγμές. Στιγμές που απλά αρχίζεις και προσεύχεσαι, ενώ δεν έχεις καν ξεκαθαρίσει μέσα σου αν πιστεύεις σε κάποια θρησκεία ή σε κάποιον –όποιον- θεό. Άποψή μου είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τα πάντα… ή σχεδόν τα πάντα, για να μην λέω μεγάλα λόγια. Όλα ξεκινούν από τις σχέσεις με τον εαυτό και τις σχέσεις με τους άλλους, και αυτό που χρειαζόμαστε όλοι, δεν είναι κάτι παραπάνω από μια κάποια αποδοχή και λίγη αγάπη για να μπορούμε να συνεχίζουμε. Και ίσως να κάνω όλα αυτά να ακούγονται απλά, αλλά ξέρω ότι δεν είναι. Δεν είναι εύκολο να χτίσει κανείς μια σχέση εμπιστοσύνης με έναν άνθρωπο, μέσα στην οποία τα πάντα θα είναι αποδεκτά… Θεωρίες, το ξέρω, και ίσως να μην μοιάζουν όλα αυτά με τον παγερό κόσμο που απ’ ό,τι ακούω και διαβάζω η επιστήμη ετοιμάζει για όλους μας, αλλά ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Τα όρια της ψυχής, και του μυαλού, του νου, δεν τα γνωρίζει κανείς μας, και απ’ ό,τι φαίνεται, η θεραπεία της ψυχής δεν μπορεί να είναι κάτι το πρακτικό. Σ’ αυτό, τουλάχιστον, το σημείο, η επιστήμη πέφτει έξω.Είχα τουλάχιστον έναν φίλο τότε. Τον έλεγαν Δημήτρη. Ο τύπος φορούσε γυαλιά και είχε μακριά καστανά μαλλιά. Του είχα πει να μείνει λίγο αξύριστος, έτσι να δούμε αν θα του πήγαινε, αν θα άρεσε στα κοριτσάκια, αλλά εκείνος επέμενε ότι το γένι του δεν είχε πυκνώσει ακόμα και ότι θα φαινόταν αστείος. «Σαν ανέκδοτο θα είμαι», έλεγε και γελούσε.
Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε έξω για καμιά μπύρα κάθε τόσο. Όχι για καφέ, όμως. Ποτέ για καφέ. Με είχε ρωτήσει κάποιες φορές, αλλά είχα αρνηθεί. Για εμένα ο καφές ήταν μια ιερή στιγμή της μέρας. Κάτι σαν μια δική μου, προσωπική τελετουργία ας πούμε. Από τη στιγμή που θα έβαζα το νερό να βράσει (σχεδόν, δηλαδή, να βράσει) ακούγοντας μουσική, μέχρι την στιγμή που θα στεκόμουν όρθιος μπροστά στο παράθυρο κοιτάζοντας έξω τη βροχή και τα σύννεφα, κρατώντας το φλιτζάνι στα χέρια μου, ήταν κάτι το ιδιαίτερο για μένα. Δεν θα ξόδευα τον δεύτερο ή τον πρώτο καφέ της μέρας σε μια καφετέρια της κακιάς ώρας πίνοντας έναν καφέ εξίσου κακό, με καταλαβαίνετε; Εξάλλου… είναι αλήθεια ότι ο Δημήτρης μπορούσε να είναι αρκετά καλή παρέα. Ο καφές μου, όμως, μπορούσε να είναι καλύτερη.
Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι τριγυρνούσαμε μαζί στην πόλη και απλά μιλούσαμε, ή δεν μιλούσαμε. Σκοτώναμε τον χρόνο μας, και ήταν από εκείνες τις παρέες που λίγο πολύ όλοι οι άνθρωποι έχουν… εκείνες για τις οποίες στην ουσία δεν νοιάζεσαι, δεν χάνεις τίποτα αν την χάσεις, ας πούμε. Είναι απλά ένας τρόπος να σκοτώσεις τον χρόνο σου, είναι μια παρέα που πολύ λίγα έχει να σου δώσει.
Μάλλον το πρόβλημα ήταν δικό μου, ναι, αν σκεφτεί κανείς αυτό που αναζητούσα. Πέρα από την αγάπη μιας γυναίκας, δηλαδή, ήθελα να έχω κοντά μου ανθρώπους οι οποίοι να έχουν ενδιαφέρον, να μπορώ να μοιράζομαι μαζί τους τις στιγμές μου, ακόμη και τις καλύτερες από αυτές. Κι αν κάποιος ήταν τυχερός, ίσως να μοιραζόταν έναν καφέ μαζί μου… όχι όποιον καφέ… εννοώ εκείνες τις στιγμές της τελετουργίας μου.
Ο Δημήτρης άρχισε να τα χάνει λίγο καιρό αργότερα. Μου τηλεφώνησε μια μέρα και μου είπε να περάσω απ’ το σπίτι του. Του είπα ότι θα ήμουν εκεί σε λίγο. Ντύθηκα, έβαλα το δερμάτινο μπουφάν μου και βγήκα έξω. Υπήρχε πυκνή συννεφιά, εκείνη που μοιάζει με προσωπική απειλή εις βάρος σου όταν βρίσκεσαι έξω απ’ το σπίτι, και ήδη είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Ήταν μια όμορφη μέρα.
Καθίσαμε μαζί στο καθιστικό του διαμερίσματός του. Τον είδα βυθισμένο στον καναπέ του, ενώ εγώ κάθισα σε μια καρέκλα απέναντί του.
«Τι έχεις;» Τον ρώτησα.
«Δεν είμαι καλά», μου είπε.
«Δηλαδή;»
«Νομίζω ότι στάζει η βρύση του μπάνιου… εννοώ… στη ντουζιέρα… ξέρεις…»
«Τότε πρέπει να καλέσεις κάποιον να την φτιάξει».
«Δεν είμαι σίγουρος, όμως», μου είπε, «δεν την έχω δει να στάζει».
«Τότε;»
«Απλά το υποψιάζομαι», είπε. «Νομίζω ότι το κάνει μόνο όταν δεν είμαι εγώ μπροστά».
Τον κοίταξα καλά, και σκέφτηκα ότι το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να μην πω τίποτα. Σκέφτηκα να τον συμβουλέψω να πάει να δει κάποιον ειδικό… ειδικό ψυχικής υγείας, εννοώ, αλλά δεν το έκανα. Έμεινα λίγη ώρα ακόμη μαζί του απλά και μόνο για να μην καταλάβει ότι ήθελα να φύγω, και μετά την έκανα ευγενικά. Αργότερα τον θυμήθηκα και αναρωτήθηκα τι είχε απογίνει, καθώς εκείνη ήταν η τελευταία μας συνάντηση, και σκέφτηκα ότι αν είχα επέμβει θα μπορούσα να έχω σώσει μια ζωή… ποιος ξέρει. Τον φανταζόμουν να ανοίγει απότομα την πόρτα του μπάνιου μήπως και πιάσει εκείνη την άτιμη βρύση να στάζει και να τον κοροϊδεύει, και ράγιζε η καρδιά μου.
Αργότερα μόνο άρχισα να συχνάζω με την Χριστίνα. Είχε καστανά μαλλιά, τα οποία μου άρεσε να αγγίζω, κάτι που με άφηνε να κάνω χωρίς να θυμώνει και χωρίς να με παρεξηγεί. Ε, νομίζω ότι ήξερε τι ήθελα κατά καιρούς. Όπως σας είπα, της το είχα ζητήσει ήδη.
Βγαίναμε έξω δύο ή τρεις φορές τη βδομάδα, συνήθως πίναμε κάτι μαζί. Μας άρεσε να παίρνουμε κάτι σε χάρτινα ποτήρια και να βγαίνουμε στην πόλη. Εγώ έπαιρνα εκείνο το περίεργο πράγμα που είναι σαν τσάι, γνωστό ως «κρόκος Κοζάνης», κι εκείνη έναν καπουτσίνο. (Είχα δοκιμάσει μια φορά από τον καφέ της, κι εκείνη από το δικό μου ποτήρι. Ο καφές της μου είχε αρέσει, αλλά εκείνη βρήκε αηδία αυτό που έπινα εγώ.) Πηγαίναμε μαζί είτε στο θέατρο, είτε στο σινεμά, και είχε πλάκα η όλη ιστορία, όχι μόνο επειδή περνούσαμε καλά, αλλά επειδή εκείνη παρατούσε τον γκόμενο της για να βγει μαζί μου. Του έλεγε ότι θα έβγαινε με φίλες της, κι ύστερα μιλούσε μαζί τους για να κανονίσουν τι ψέματα θα του έλεγαν. Κι όλο αυτό για να βγει μαζί μου.
Μου είχε κάνει εντύπωση το πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να έχει χτίσει τέτοιες φιλίες, και τόσες πολλές, μάλιστα. Της είπα μια μέρα ότι την θεωρούσα πραγματικά επιτυχημένη.
«Έχεις φτάσει στο τέταρτο έτος και σε λίγο θα τελειώσεις, είσαι με κάποιον, άσχετα αν του λες όλη την ώρα ψέματα, έχεις φίλους… έχεις ζωή…» Σ’ αυτό το σημείο γέλασα κάπως.
«Δεν είναι πάντα τόσο όμορφα τα πράγματα, ξέρεις», μου είπε εκείνη.
«Ναι», είπα εγώ, «φαντάζομαι ότι δεν είναι πάντα έτσι…»
Εκείνη έγνεψε και γέλασε.
«Χαζέ», μου είπε. «Μπορείς κι εσύ να τα κάνεις όλα αυτά αν θες. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, ξέρεις. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν».
«Έτσι λες;»
«Ναι. Αρκεί να το θες. Το πρόβλημά σου είναι ότι δεν ξέρεις τι θες, αυτό πιστεύω εγώ».
Τόση ώρα στεκόμασταν στη μέση της πλατείας, όρθιοι μέσα στη βροχή, κι εκείνη αφού το είπε αυτό γύρισε και περπάτησε μακριά. Την ακολούθησα, νιώθοντας ότι θέλω να την αγκαλιάσω και να την ευχαριστήσω, ίσως ακόμη και να πιάσω το χέρι της, αλλά αποφάσισα να μην το ρισκάρω.
Επομένως… απλά περπατήσαμε μαζί. Και ήταν ακόμη μια από εκείνες τις στιγμές που ένιωσα τυχερός που έμενα σε μια πόλη στην οποία έβρεχε τόσο συχνά. Η βροχή με μαγεύει, αυτό είναι όλο. Και το ότι μπορούσα να μοιραστώ αυτή τη μαγεία μαζί της, ότι εκείνη δεχόταν να την μοιραστεί μαζί μου, ήταν τότε κάτι που για πρώτη φορά ένιωθα. Το αναζητούσα από πάντα, λες και το είχα μέσα μου από τη φύση μου, ίσως να είναι κάτι που όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους από τη φύση τους, αλλά εκείνη τη στιγμή μπορούσα να το νιώσω. Είναι παράξενο το πώς ξοδεύουμε τις ζωές μας στα απλά και πρακτικά πράγματα της καθημερινότητας, σχεδόν αγνοώντας την πραγματική ουσία της ζωής... πράγματα όπως οι αισθήσεις μας, ας πούμε. Είναι λεπτό θέμα οι αισθήσεις… λίγοι το ψάχνουν αρκετά ώστε να ανακαλύψουν την αξία τους. Είναι αυτό που σε κάνει έμπειρο, είναι αυτό που σου αφήνει κάτι να θυμάσαι... με τον ίδιο τρόπο που θυμάσαι αυτό που έζησες, ή ακόμη και μια ταινία, ή ένα καλό μυθιστόρημα που σε σημάδεψε.
Αργότερα την άφησα κάτω από το διαμέρισμά της. Μου είπε ότι θα ήθελε λίγη παρέα πάνω, αλλά θα ήταν ο φίλος της εκεί και θα την περίμενε.
«Παρέα;» Την ρώτησα εγώ.
«Ναι… θα ήθελα να με βοηθήσεις να καθαρίσουμε την κουζίνα», μου είπε, «είναι χάλια».
«Αχά», είπα εγώ. «Ίσως κάποια άλλη φορά τότε».
Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα του παλιότερους φίλους μου. Θυμήθηκα την Χρύσα. Η Χρύσα είχε ρωτήσει εμένα και τον Βαγγέλη αν θα μπορούσαμε να της αγοράσουμε ένα τεστ εγκυμοσύνης επειδή ντρεπόταν να πάει. Ο Βαγγέλης, σκεπτόμενος μόνο το τομάρι του, είχε αρνηθεί. Εγώ, σκεπτόμενος ότι θα με χαροποιούσε να κάνω μια τέτοια καλή πράξη για έναν άνθρωπο που θεωρούσα φίλο μου, δέχτηκα. Δεν πήρε πολύ καιρό μέχρι να γίνω το κορόιδο της παρέας, πήρε όμως πολύ καιρό για να καταλάβω ότι για την κατάντια μου έφταιγα κυρίως εγώ, και οι ανόητες επιλογές μου όσον αφορά τους ανθρώπους με τους οποίους σύχναζα.
«Ναι», μου είπε η Χριστίνα, «κάποια άλλη φορά».
Και καθώς θυμήθηκα τους ανόητους που τόσο με είχαν παιδέψει παλιότερα, της είπα:
«Μπορούμε να καθαρίσουμε μαζί αν θες… θα ήθελα να σε βοηθήσω… ίσως και το δικό μου διαμέρισμα να χρειάζεται λίγο… ξέρεις…»
Εκείνη γέλασε.
«Πρέπει να πάω πάνω», μου είπε. «Τα λέμε».Η παρέα της Χριστίνας ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Μέχρι να την γνωρίσω πίστευα ότι είχα αγαπήσει τέσσερις ή πέντε γυναίκες. Αφού την γνώρισα και μετά, αντιλήφθηκα ότι δεν είχα αγαπήσει όλες τις προηγούμενες.
Με την Χριστίνα ήταν κάτι άλλο. Υπήρχε σεβασμός μεταξύ μας. Ή τουλάχιστον από μέρους μου. Υπήρχε σεβασμός, καταλαβαίνετε τι εννοώ; Και κατανόηση. Και ό,τι δημιουργήθηκε το ξεκίνησε εκείνη με το να είναι απλά ο εαυτός της. Αν είχαμε βασιστεί σ’ εμένα θα το είχαμε χάσει το παιχνίδι πριν καν αρχίσει. Θα ήμουν διαρκώς προσβλητικός, με κάθε προσπάθειά της να με πλησιάσει και δεν θα την εμπιστευόμουν ποτέ. Δηλαδή… να… Ήμουν προσβλητικός στην αρχή έτσι κι αλλιώς, αλλά εκείνη αμύνθηκε σ’ αυτό, είτε με την αποδοχή της, είτε με εκείνη την απειλή που τελείωσε κάθε δική μου προσβλητική επίθεση εναντίον της. Μου είπε ότι αν δεν μπορώ να την σεβαστώ και να σταματήσω να την υποβιβάζω, τότε τέρμα. Και όπως καταλαβαίνετε, ο μικρός αλητάκος μέσα μου συμμορφώθηκε κάπου σ’ εκείνο το σημείο.
Όχι ότι δεν είχα σκεφτεί το σεξ μαζί της. Σας είπα ήδη ότι της το είχα ζητήσει κιόλας, αλλά αυτό ήταν σε τελείως διαφορετικά πλαίσια από όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα: Σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν το είχα ζητήσει καν. Κι αν αυτό δεν σας λέει κάτι, τότε –και με όλο τον σεβασμό που σας έχω- είστε ανόητοι.
Αφότου γύρισα στο σπίτι εκείνη τη μέρα, και αφού την άφησα στο διαμέρισμά της, το πρώτο που έκανα ήταν να κοιμηθώ. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έβαλα στον υπολογιστή κέλτικη μουσική… την έβρισκα με τέτοια κομμάτια… και απλά κοιμήθηκα. Δεν ξέρω για πόσο, όμως ένιωθα πολύ κουρασμένος. Αλλά δεν θα σας έλεγα έτσι, χωρίς λόγο ότι κοιμήθηκα.
Έχω παρατηρήσει κάτι όσον αφορά τον ύπνο, κι αυτό έχει να κάνει τουλάχιστον με τον εαυτό μου. Κοιμάσαι σε μία κατάσταση. Ξυπνάς σε μία άλλη. Κι όταν ξύπνησα δεν ένιωθα και τόσο καλά. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι εκείνος ο ύπνος, και ό,τι είχε συμβεί μέσα στο κεφάλι μου κατά τη διάρκειά του, είχαν ξεκλειδώσει ένα σεντούκι μέσα στο οποίο είχα κρύψει όλα μου τα προβλήματα, και ανάμεσά τους το βασικότερο. Τι θα έκανα με τη ζωή μου;
Είχα κολλήσει. Τα είχα κάνει σκατά από κάθε άποψη, το μόνο θετικό που συνέβαινε ήταν μια καλή φίλη, και τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Όχι ότι ήταν λίγο, αλλά προφανώς δεν ήταν αρκετό. Τι θα έκανα με το μέλλον μου; Πού πήγαινε η ζωή μου;
Η απάντηση ήταν απλή. Δεν πήγαινε πουθενά. Προχωρούσε αργά και σταθερά προς έναν γκρεμό ο πάτος του οποίου σήμαινε κάτι που δεν ήθελα ούτε να το σκέφτομαι.
«Να βρεις τι είναι αυτό που θες να κάνεις», μου είπε η Χριστίνα όταν μιλήσαμε μια φορά από το τηλέφωνο. «Αν βρεις τι θες, θα μπορέσεις να το κάνεις… είσαι πολύ ικανός άνθρωπος, μην υποτιμάς τον εαυτό σου».
«Έχω ακούσει αυτές τις μαλακίες ξανά και ξανά με μία μόνο εξαίρεση», της είπα. «Όλοι οι άλλοι μου έλεγαν ότι ήμουν πολύ ικανός, και μετά προσπαθούσαν να μου πουν τι ακριβώς να κάνω. Το να βρω αυτό που θέλω είναι απλά κάτι που δεν μου είχε πει κανένας άλλος», της είπα.
«Έχω βαρεθεί να μου δείχνεις όλη την ώρα ότι με εκτιμάς», μου είπε εκείνη.
«Σε εκτιμάω», της είπα. «Σε εκτιμάω, σε εκτιμάω, σε εκτιμάω».
«Θέλω να με αντιπαθήσεις και λίγο».
«Σε αντιπαθώ κάθε φορά που μου ρίχνεις χυλόπιτα, μικρή σκυλίτσα», της είπα.
«Σου έχω πει ότι δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερα αυτό μεταξύ μας. Απλά εσύ δεν λες να το καταλάβεις».
«Εγώ και οι ρομαντικές μαλακίες μου, ε;»
«Όχι, δεν είπα αυτό. Μου αρέσουν τα ρομαντικά εμένα».
Έπρεπε να βρω τι ήταν αυτό που ήθελα. Πώς βρίσκει κανείς κάτι τέτοιο;
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μάθω μερικά πράγματα. Ήξερα ότι ήθελα να είμαι συγγραφέας, αλλά αυτό ήταν κάτι που ήμουν ήδη. Δεν είχα ούτε αναγνώριση, ούτε επιτυχία, αλλά για έναν άνθρωπο που έχει αρχίσει να εμπιστεύεται τον εαυτό του, αυτά τα δύο ίσως να είναι υπερεκτιμημένα. Ίσως τελικά να μην ήταν αυτό το όνειρό μου… ίσως αυτό να ήταν το ποιος ήμουν, αλλά όχι αυτό που ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Έγραφα από εννιά χρονών, και μετά από δεκατρία χρόνια είχα πολλά να μάθω. Από την άλλη, όμως, είχα ήδη μάθει πολλά. Εξάλλου, ακόμη κι αυτοί που γεύτηκαν την επιτυχία, δεν ξέρω κατά πόσο κάθε φορά που κάθονταν να γράψουν την είχαν στο μυαλό τους. Ίσως να υπήρχε κάπου ανάμεσα στις σκέψεις τους, αλλά κάπως δεν πιστεύω ότι ήταν ο νούμερο ένα στόχος τους. Και θέλω να πιστεύω ότι δεν κάνω λάθος σ’ αυτό.
Το επόμενο πρωί βγήκα έξω. Μου άρεσε να τριγυρνάω στην πόλη τις ώρες που οι άλλοι κοιμούνταν. Τις πρωινές ώρες, λίγο πριν αρχίσουν όλοι να πηγαίνουν στις δουλειές τους. Έφτανα στην καφετέρια λίγο πριν προλάβει να ανοίξει, ο πρώτος πελάτης, και έπαιρνα εκείνο τον καπουτσίνο που είχα δοκιμάσει από το ποτήρι της Χριστίνας. Είχε δημιουργηθεί ανταγωνισμός ανάμεσα στον δικό μου και σε εκείνον τον καφέ… είχα αρχίσει να πιστεύω ότι εκείνος ήταν καλύτερος.
Είχα πάρει την κάμερά μου μαζί… την φωτογραφική μηχανή, εννοώ. Μου άρεσε να εξερευνάω την πόλη και να βγάζω φωτογραφίες, ιδιαίτερα τις μέρες που έβρεχε. Δεν είχα καμιά κάμερα της προκοπής, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Και όταν πια είχα αρχίσει να ενδιαφέρομαι για τις φωτογραφίες που έβγαζα, κατάλαβα για ποιο λόγο το αυτοκίνητο είναι τόσο ενοχλητικό όσο λένε ότι είναι. Είναι απλό: Ξαφνικά στρίβεις σε έναν δρόμο, εντελώς τυχαία, και σκέφτεσαι ότι ο δρόμος είναι ωραίος, και θες να βγάλεις μερικές φωτογραφίες. Και βγάζεις την κάμερά σου και την κρατάς στα χέρια σου, και τώρα κοιτάς το κάδρο. Βρίσκεις την κατάλληλη θέση, και μετά παρατηρείς το εξής λάθος: Ο δρόμος είναι γεμάτος αυτοκίνητα, παρκαρισμένα και από τις δύο μεριές. Και σίγουρα δεν θες μια τέτοια φωτογραφία στην συλλογή σου. (Όχι ότι αυτές που είχα βγάλει χωρίς να υπάρχουν αυτοκίνητα ήταν πολύ καλύτερες, αλλά νομίζω ότι αυτό που θέλω να πω γίνεται κατανοητό).
Συνάντησα, λοιπόν, στον δρόμο μου μια βιβλιοθήκη, και αποφάσισα να μπω μέσα και να ρίξω μια ματιά. Περπάτησα για λίγα λεπτά ανάμεσα στα ράφια και χαιρέτησα μια γυναίκα που προφανώς εργαζόταν εκεί. Το ενδιαφέρον μου τράβηξε ένα βιβλίο το οποίο δεν μπορούσα να καταλάβω αν επρόκειτο να μου πει αλήθεια ή ψέματα. Στο εξώφυλλο αναφερόταν σε μύθους και παραμύθια, και στον πρόλογο ο εκδότης είχε γράψει ότι επρόκειτο για μια σημαντική συλλογή λαογραφικού υλικού, πράγμα για το οποίο αμφέβαλλα όλο και περισσότερο καθώς γυρνούσα τις σελίδες. Έμοιαζε περισσότερο με κακογραμμένα διηγήματα το περιεχόμενο του βιβλίου… μιλούσε για νεράιδες και ξωτικά, και άλλα τέτοια που ποτέ δεν είχαν καταφέρει να με συναρπάσουν.
Στην σελίδα 30 υπήρχε ένας χάρτης. Τον κοίταξα προσεκτικά. Εντόπισα την πόλη στην οποία ζούσα, επομένως ίσως να υπήρχε και μια δόση αλήθειας μέσα σε όλες εκείνες τις σαχλαμάρες που είχα διαβάσει. Ακολούθησα τον βόρειο δρόμο με το δάχτυλό μου, μέχρι το ψηλότερο σημείο του χάρτη, και συνάντησα ένα χωριό, ακριβώς στο τέρμα της εικόνας. Λεγόταν «Παρεκκλήσι».
Τότε ήταν που άρχισαν να μου μπαίνουν ιδέες. Ιδέες που για λίγο καιρό ακόμα απλά αγνόησα… ελπίζω να με καταλαβαίνετε… Δεν μπορούσα να παρατήσω τα πάντα και να φύγω, απλά και μόνο επειδή ένα χωριό που λεγόταν Παρεκκλήσι μου είχε δώσει την εντύπωση ότι ήταν απομονωμένο. Πάντα μου άρεζαν οι περιοχές χωρίς πολύ κόσμο. Δεν ξέρω τον λόγο, απλά λειτουργούσαν για μένα όπως λειτουργούσε και η βροχή… Με μάγευαν.
Πέρασα λίγη ώρα ακόμη κοιτώντας το βιβλίο και ύστερα το έβαλα στη θέση του και έφυγα. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι τι ανόητος που ήμουν. Είχα κάνει στον εαυτό μου την ερώτηση τι θες να κάνεις στη ζωή σου, και το πρώτο πράγμα που είχα σκεφτεί ήταν το να φύγω και να πάω να μείνω σε ένα μέρος που στο μυαλό μου έδειχνε απομονωμένο. Είχα αρχίσει ήδη να το φαντάζομαι κοντά σε ένα βουνό, ανάμεσα σε δάση, πράγμα που μάλλον δεν ίσχυε, αλλά ακόμη κι αν ήταν έτσι, τι δουλειά είχα εγώ εκεί;
Δεν ήξερα αν έπρεπε να απογοητευτώ, ή να γελάσω με τον εαυτό μου. Τόσο ανόητος ήμουν. Δεν ήθελα τίποτα, αυτή ήταν η αλήθεια. Ήμουν ένας άχρηστος που πιθανότατα θα κατέληγε άστεγος σε μερικά χρόνια από εκείνη τη στιγμή, και που θα έπαιρνε την κατηφόρα μόλις η Χριστίνα παντρευόταν τον ηλίθιο φίλο της. Θα με παρατούσε κάποια στιγμή, το ήξερα. Ήταν το μόνο σίγουρο, και είχα φροντίσει να προειδοποιήσω τον εαυτό μου για κάτι τέτοιο. Κι εγώ καθόμουν και φανταζόμουν δάση, βουνά και ελευθερία.
Ελευθερία;
Αυτή η λέξη μου χαμογέλασε πλατιά. Η μικρή πουτανίτσα είχε όμορφο χαμόγελο. Δεν ήθελα σπουδές, δεν ήθελα πτυχία, δεν ήθελα τίποτα απ’ όλα αυτά. Ήθελα μόνο να νιώθω ελεύθερος. Μπορεί να μοιάζει αυτό ως νεανικό όνειρο, αλλά ανεξάρτητα από την τωρινή σας ηλικία, αν σας ζητούσα αυτή τη στιγμή να με κοιτάξετε στα μάτια και να μου πείτε αν σκεφτήκατε έστω και μία φορά την ιδέα της ελευθερίας, της προσωπικής σας ελευθερίας, τότε τι θα μου λέγατε; Μπορεί να μην την σκεφτήκατε με αυτές τις λέξεις, ούτε καν με την ίδια τη λέξη «ελευθερία», αλλά με μια κάποια μορφή, είμαι σίγουρος ότι κάποια στιγμή την ευχηθήκατε. Κάποιοι από εσάς, ίσως και να την κατακτήσατε με τον τρόπο σας, και ίσως τώρα να είστε ευτυχισμένοι. Γιατί να μην είχα εγώ το δικαίωμα να κυνηγήσω την δικιά μου ελευθερία;
Τότε άρχισαν να ξεπροβάλλουν μερικά προβλήματα. Μήπως για έναν ακοινώνητο –όπως με είχαν χαρακτηρίσει- σαν εμένα, δεν θα ήταν καλύτερα αν ζούσε σε μια πραγματικά μεγάλη πόλη, στην οποία θα μπορούσε να είναι αόρατος; Αυτό που θέλω να πω, είναι ότι σε μια μικρή κοινωνία, ίσως αυτός ο οποίος δεν έχει καμία σχέση μαζί της, πόσο μάλλον αν της αντιτίθεται, να χαίρει… χειρότερης μεταχείρισης. Ίσως να το μετάνιωνα. Ε, και; Αν συνέβαινε αυτό, απλά θα έφευγα.
Κάθισα σε ένα παγκάκι στον πεζόδρομο μπροστά από τη βιβλιοθήκη, και μόνο ευχήθηκα να μπορούσα να πιω ακόμη έναν καφέ. Είχα πιει ήδη έναν. Έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει, και αποφάσισα ότι έπρεπε να μάθω ακόμη περισσότερα για εκείνο το χωριό… ή μήπως όχι;
Άρχισα να περπατάω προς το σπίτι. Ένιωθα ήδη ενθουσιασμένος με την ιδέα… σαν μικρό παιδί, απλά λίγο περισσότερο συγκρατημένος, αφού είχα αρκετό μυαλό μέσα στο κεφάλι μου ώστε να σκεφτώ και τα αρνητικά. Η αλήθεια ήταν ότι δεν μπορούσα να φύγω, απλά και μόνο επειδή δεν είχα αρκετά χρήματα. Κι αν απλά έφευγα; Αν δεν σκεφτόμουν τίποτα, και απλά έφευγα;
Μαλάκα, είπα στον εαυτό μου. Δεν κοιτάς να τελειώσεις την σχολή σου λέω ‘γω... Αλλά μέσα μου είχα ήδη πάρει την απόφασή μου. Δεν με ένοιαζαν οι συνέπειες. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω. Ήταν μια εντελώς διαφορετική ζωή αυτό που αναζητούσα, και ίσως να μην ήμουν ακόμη αρκετά πρόθυμος να κάνω ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να την κατακτήσω, αλλά για ένα πράγμα ήμουν σίγουρος. Θα έφευγα. Θα έβρισκα τον δρόμο που έπρεπε να πάρω, και μετά θα έφευγα.Μια από εκείνες τις μέρες πήγα στον σταθμό. Είχα ήδη κοιτάξει μερικούς χάρτες που βρήκα στο διαδίκτυο, και ήξερα ότι μπορούσα να πάρω τρένο. Το βιβλίο έλεγε ότι το χωριό είχε σταθμό, και ότι έτσι μεταφέρονταν εκεί προϊόντα και άλλα. Ρώτησα πότε μπορούσα να πάρω τρένο, κι εκείνος είπε ότι υπήρχε κάθε μέρα τρένο που πήγαινε βόρεια. Ξεκινούσε γύρω στις 12.15.
Το επόμενο βήμα ήταν να τηλεφωνήσω στην Χριστίνα. Ήταν λες και είχα βρεθεί ήδη σ’ εκείνο το μέρος. Όχι στο πραγματικό μέρος, αλλά σ’ εκείνο που υπήρχε κάπου στο μυαλό μου, στην φαντασία μου. Σκόπευα να της ζητήσω να με ακολουθήσει, αν και ήξερα ότι δεν θα το έκανε. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο ήμουν σίγουρος, όπως ήμουν σίγουρος και για το ότι θα παντρευόταν εκείνον τον λεχρίτη στο τέλος, τον φίλο της. Ήδη συζούσαν.
Της ζήτησα να βρεθούμε, κι εκείνη μου είπε να βρεθούμε το απόγευμα, όπως συνήθως. Βρεθήκαμε γύρω στις τέσσερις, μπροστά στο παλιό δημοτικό σχολείο που βρισκόμασταν πάντα. Ξεκίνησα να της μιλάω λέγοντας ότι έκανε ασυνήθιστη ζέστη για φθινόπωρο. Εκείνη συμφώνησε μαζί μου, αλλά μου έδειξε στο βάθος το δρόμου, στην έξοδο της πόλης, εκεί που η άσφαλτος άγγιζε το σύνορο του ουρανού στα μάτια μας. Υπήρχαν σύννεφα. Ένιωσα λες και ερχόταν μια από εκείνες της καλοκαιρινές καταιγίδες, εκείνες που δεν διαρκούσαν πολύ, αλλά ήταν αρκετά έντονες. Πάντα μου άρεζαν.
«Τι ήθελες να μου πεις;» Με ρώτησε. «Ακουγόσουν κάπως στο τηλέφωνο…»
«Κάπως;» Την ρώτησα εγώ. «Κάπως πώς;»
«Κάπως ενθουσιασμένος», μου είπε.
«Ναι… έχω αυτό το πράγμα κατά νου εδώ και μερικές μέρες… δεν μπορώ να το βγάλω απ’ το μυαλό μου».
«Τι είναι; Έγινε κάτι;»
«Όχι. Απλά… νομίζω ότι θα φύγω από εδώ».
«Και πού θα πας;»
Τώρα είχε φέρει τα χέρια της στο στήθος της, κι εγώ δεν μπορούσα να ξέρω τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Δεν θα περίμενα από εκείνην να αρχίσει να με ειρωνεύεται, κι αν το έκανε τώρα θα έχανα την καλή μου γνώμη για εκείνην…
Αλλά δεν το έκανε. Σύντομα διαπίστωσα ότι περισσότερο έδειχνε ανήσυχη, παρά πρόθυμη να με ειρωνευτεί.
«Υπάρχει ένα μέρος… λέγεται Παρεκκλήσι… είναι βόρεια από εδώ».
«Περισσότερο βόρεια; Πού βρίσκεται; Στα σύνορα;»
«Δεν είμαι σίγουρος… δηλαδή ίσως… κοντά εκεί… δεν ξέρω».
Ο χάρης που είχα δει στο βιβλίο δεν έδειχνε τα σύνορα της χώρας, σε καμία περίπτωση.
«Και τι θα κάνεις εκεί;»
«Δεν ξέρω… θα δουλέψω για αρχή. Θα βρω μια δουλειά και ένα μέρος να μείνω… και θα αφοσιωθώ στο γράψιμο. Θα προσπαθήσω να ζήσω εκεί αν μου αρέσει. Αλλιώς θα περιμένω μέχρι να βγάλω κάποια χρήματα και μετά θα φύγω για αλλού».
«Με κοροϊδεύεις;» Με ρώτησε. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα... Κι αν δεν βρεις δουλειά; Αν ξεμείνεις εκεί από χρήματα; Τι θα κάνεις; Το σκέφτεσαι αυτό;»
«Δεν έχω απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις», της είπα. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να δοκιμάσω την τύχη μου. Θέλω να φύγω από εδώ».
«Αν το κάνεις και αλλάξεις γνώμη; Μετά θα μπορείς να γυρίσεις; Είναι πολύ μεγάλη απόφαση αυτή… δεν ξέρω… σκέψου το καλά…»
«Μάλλον όχι. Μάλλον δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να συνεχίσω τις σπουδές μου. Αλλά κι εδώ που είμαι, πάλι δεν τις συνεχίζω», γέλασα εγώ. «Το έχω ανάγκη, με καταλαβαίνεις;»
«Οι γονείς σου; Τους το είπες;»
«Όχι. Και ούτε πρόκειται».
Σ’ αυτό το σημείο εκείνη κοίταξε στο πλάι. Έμοιαζε ήδη έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν ήξερα αν ήταν το ότι θα έφευγα, ή το ότι πίστευε ότι θα κατέστρεφα τη ζωή μου.
«Απλά θα φύγω», είπα. «Δεν με νοιάζει τι θα κάνουν. Ας μείνουν εδώ να κάνουν ό,τι θέλουν. Αν πρόκειται να καταστρέψω τη ζωή μου, ας είναι. Αλλά αν μείνω εδώ θα είναι σαν να την έχω καταστρέψει ήδη».
«Δεν ξέρω τι να σου πω… φοβάμαι μήπως παιδιαρίζεις, μήπως δεν είσαι σίγουρος γι’ αυτό».
«Κι εγώ το ίδιο φοβάμαι», της είπα. «Αλλά πάντα θα φοβάμαι να πάρω μια τέτοια απόφαση, όποια στιγμή της ζωής μου κι αν το κάνω…»
Είχα καταλάβει από τη στάση της ότι δεν υπήρχε περίπτωση να με ακολουθήσει. Για την ακρίβεια, είχα αρχίσει να απορώ που είχα φτάσει σε σημείο να σκεφτώ κάτι τέτοιο. Μήπως όντως έκανα σαν μικρό παιδί, τελικά; Γάμησέ το. Θα έφευγα έτσι κι αλλιώς.
Επιτρέψτε μου να κάνω μια παρένθεση και να σας πως ότι η σωστή φράση για να χρησιμοποιήσω δεν θα ήταν γάμησέ το, αλλά γάμησέ τους. Αυτή ήταν η αλήθεια, και την ήξερα ήδη από τότε. Αν ήθελα να κάνω όσα μου έλεγαν ότι έπρεπε να κάνω, θα τα έκανα. Θα ήθελε δουλειά, αλλά θα τα έκανα. Θα τέλειωνα τη σχολή μου και θα πήγαινα να γίνω καθηγητής, ή κάτι τέτοιο. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήθελα. Κι αν ήθελα, δεν είχα τρόπο να πλησιάσω πια το γαμημένο το πανεπιστήμιο, το οποίο είχα επιεικώς μισήσει… το απεχθανόμουν, δεν ήθελα να πατήσω ποτέ ξανά εκεί πέρα. Δεν γούσταρα ούτε τους καθηγητές του και τις κλίκες τους και τη διπλωματία τους, και αυτοί ήταν οι κοινωνικοποιημένοι, ούτε και τα φοιτητάκια του. Και θα μου έλεγε κανείς ότι αν ήμουν λίγο έξυπνος θα πρόσεχα τι γράφω εδώ πέρα, αλλά εγώ θα του έλεγα ότι δεν είμαι, οπότε άντε και γαμήσου εσύ που θα μου το έλεγες αυτό.
Ήταν το πείσμα μου αυτό που θα με έκανε να φύγω. Γάμησέ τους όλους, λοιπόν, ας κατέστρεφα τη ζωή μου. Γάμησέ με κι εμένα, δεν με ένοιαζε.
«Το έχεις αποφασίσει, δηλαδή», μου είπε, «έχεις πάρει την απόφασή σου».
«Ναι», της είπα εγώ. «Και σκόπευα να σου ζητήσω να έρθεις μόλις ορκιστείς, αλλά κατάλαβα ήδη ότι δεν πρόκειται να δεχτείς κάτι τέτοιο…»
«Και να το θέλω», μου είπε, «δεν μπορώ. Έχω τον Γιάννη, εδώ πέρα».
«Μιλάς γι’ αυτόν σαν να είναι μικρό παιδί. Μεγάλος είναι, μεγαλύτερος από εσένα κατά αρκετά χρόνια… είμαι σίγουρος ότι τον έχει παρατήσει γυναίκα και πριν… Θα το ξεπεράσει…» της είπα.
Εκείνη γέλασε. Με πλησίασε και με αγκάλιασε.
«Δεν θέλω να φύγεις», μου είπε.
«Θέλω εγώ», της είπα. «Και θα το κάνω… μια από αυτές τις μέρες θα φύγω, και δεν γυρνάω εδώ με τίποτα».
Όταν είπα εκείνα τα τελευταία λόγια είχα αρχίσει ήδη να νιώθω την αμφιβολία μέσα μου. Είχα νιώσει την αμφιβολία ήδη από τη στιγμή που είχα κοιτάξει τα μάτια της, αν και ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι μου τα είχε πει αυτά κατά ένα μέρος επειδή δεν ήθελε να φύγω. Όχι ότι με είχε ανάγκη… κι αν όντως με είχε, τότε αυτό ήταν κάτι που δεν καταλάβαινα εκείνο τον καιρό. Κι αν το καταλάβαινα, προτιμούσα να προσποιούμαι το αντίθετο.
«Μπορείς να έρχεσαι τουλάχιστον για λίγες μέρες… για να βλεπόμαστε».
«Θα μιλάμε στο τηλέφωνο», μου είπε.
«Δεν σκοπεύω να χρησιμοποιώ το κινητό», της είπα εγώ.
«Γιατί;»
«Γιατί έχει μέσα ονόματα ανθρώπων που ήξερα», της είπα. «Ανθρώπων που δεν θέλω να ξέρω πια».
«Είσαι πολύ βλάκας», μου είπε. «Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Νομίζεις ότι μπορείς να αγνοείς του πάντες έτσι και να τους ξεγράφεις; Οι άλλοι δεν είναι άνθρωποι;» Με ρώτησε.
«Εγώ», της είπα, «δεν είμαι άνθρωπος;»
Και με κοίταξε ξανά με το ίδιο παράπονο.
«Τι με κοιτάς έτσι;»
«Μισείς τους πάντες, έτσι δεν είναι;» Με ρώτησε. «Μισείς τους πάντες, και μισείς τον εαυτό σου, και θα τον καταστρέψεις. Θα πας εκεί και θα δεις ότι δεν υπάρχει τίποτα, και μετά θα γυρίσεις αν προλάβεις, και να δω τι θα πεις στους γονείς σου».
«Είμαι ενήλικος, και δεν τους πέφτει λόγος για τις επιλογές μου, πλέον».
Το είχα πει αυτό κάποτε στον πατέρα μου. Δηλαδή όχι ακριβώς έτσι. Είχα πει ότι είμαι ενήλικος και ότι μπορώ και έχω το δικαίωμα να κάνω τις δικές μου επιλογές. Εκείνος μου είχε πει ότι αφού μπήκα στο πανεπιστήμιο δεν είχα άλλη επιλογή πέρα από το να σπουδάσω και ότι αυτό θα έκανα. Και όχι, δεν είχα δικαίωμα επιλογής, επειδή εκείνος έβαζε τα λεφτά. Και ότι δούλευε τόσα χρόνια σα μαλάκας… Σ’ αυτό το σημείο είχε σταματήσει, είχε κοιτάξει έξω από το παράθυρο και είχε φέρει τα χέρια του στη μέση του. Οι γονείς ξεσπάνε τα ψυχολογικά τους προβλήματα πάνω στα παιδιά τους. Ποιος ο λόγος να με αναγκάσουν να σπουδάσω αν δεν το ήθελα αυτό; Ποιος; Ποιος τους ζήτησε να πληρώσουν; Είχα περάσει σε μια σχολή απλά και μόνο επειδή αυτό έλεγε το σύστημα ότι έπρεπε να κάνω. Το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσω το σχολείο και να μην έχω καμιά σχέση με κανέναν… ούτε συμμαθητή ούτε κανέναν. Απλά κανέναν. Απλά δεν άντεχα άλλο, αυτό ήταν όλο. Ήθελα να μείνω μόνος μου, και δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω απ’ αυτό. Γιατί το γεγονός ότι εκείνος «δούλευε τόσα χρόνια σα μαλάκας» έπρεπε να αναγκάσει εμένα να σπουδάσω; Γιατί στα δικά μου μάτια, αυτά τα δύο δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Και το πρόβλημα δεν ήταν οι σπουδές. Θα μπορούσα να βρω ενδιαφέρον στη σχολή μου, και το είχα παλέψει, το είχα κυνηγήσει… αλλά η σχολή ήταν ένα άλλο, μεγάλο κεφάλαιο για μένα. Γάμησέ τους, λοιπόν. Γάμησέ τους.
«Και μην μου επιτίθεσαι επειδή δεν θες να φύγω», είπα και χαμογέλασα.
«Ε, τι να σου πω τώρα;» Είπε εκείνη. «Τι να σου πω;»
Με αγκάλιασε ξανά, κι αυτή τη φορά είδα δάκρυα στα μάτια της. Εντάξει, δεν έκλαιγε και με λυγμούς, αλλά να… ήταν όντως δάκρυα αυτά που έβλεπα.
«Πότε θα φύγεις;»
«Δεν ξέρω. Μια από αυτές τις μέρες. Να ετοιμάσω κάποια πράγματα, να δω τι χρειάζομαι…» αναστέναξα σ’ αυτό το σημείο. «Μου τη σπάει μόνο που θα πρέπει να αφήσω πίσω τα βιβλία μου. Δεν ξέρω ποια να πάρω. Λέω να πάρω μερικά που δεν έχω διαβάσει. Θα τα βάλω μέσα στην τσάντα, και αυτό είναι όλο. Μόνο τη συλλογή μου φοβάμαι…» είπα. «Εννοώ… τη συλλογή από βιβλία λογοτεχνίας που έχω φτιάξει εδώ και τόσα χρόνια. Φοβάμαι μήπως τα πάρουν οι δικοί μου και τα κάνουν προσάναμμα για το τζάκι. Σου έχω πει ότι έχουν τζάκι στο πατρικό μου;» Γέλασα.
«Είσαι βλάκας… κανείς δεν σκέφτεται έτσι…»
«Τι σου έχω πει;» Της είπα. «Τι σου είπα λίγο καιρό αφού γνωριστήκαμε;»
«Ότι μερικές φορές η σκέψη ξεπερνάει τα όρια που της είχε θέσει μέχρι τότε ο άνθρωπος, και ότι τότε οι θεσμοί μέσα στους οποίους ζεις αρχίζουν και καταστρέφονται. Πολλές φορές άλλοι συμβάλλουν στο να γίνει αυτό, και τότε αρχίζεις να μην σέβεσαι κανέναν και τίποτα, και δεν γίνεσαι παρά ένας αντικοινωνικός αλήτης για όλους τους άλλους, ίσως και για τον εαυτό σου, και έτσι καταστρέφεις με τον καιρό τη ζωή σου».
«Ακριβώς», της είπα. «Διαβασμένη σε βρίσκω».
«Επίσης είπες ότι κατά τη γνώμη σου, καμιά επιτυχία δεν χτίστηκε πάνω σε μίσος, αλλά πάνω στην αγάπη που έρχεται αφού κάποιος αποδεχτεί τον θυμό του και ό,τι τον προκάλεσε σε τέτοιο βαθμό ώστε εκείνος να καταλαγιάσει».
«Αυτό δεν το θυμάμαι, αλλά ακούγεται σαν κάτι που θα έλεγα εγώ», είπα και γέλασα.
«Το είχες πει για όλους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που είχαν φτάσει στο σημείο που ήθελαν να φτάσουν… Είχες πει ότι για χρόνια είχες ακολουθήσει τον λάθος δρόμο, και ότι έπρεπε να γράφεις με αγάπη… όχι με μίσος. Και ότι…»
«…ότι ένιωθα άσχημα για πράγματα που είχα γράψει, και ότι ντρεπόμουν για εκείνα».
«Ναι», είπε. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι τώρα παίρνεις τον σωστό δρόμο;»
«Τίποτα», της είπα. «Το μόνο που έχω είναι η παρούσα κατάσταση, και το πώς νιώθω τώρα».
«Είναι αρκετό αυτό;»
«Όχι. Πότε έχει κανείς κάτι το αρκετό ώστε να αποφασίσει να αλλάξει τη ζωή του; Μια τέτοια απόφαση πάντα συνοδεύεται από αβεβαιότητα. Συμφωνείς;» Της χαμογέλασα ξανά. «Σ’ αγαπάω», της είπα. «Και εκτός κι αν κάτι το παράδοξο συμβεί… θα σε περιμένω εκεί, ή όπου αλλού αποφασίσω να μείνω τελικά».
Εκείνη τη μέρα μείναμε μαζί πολλές ώρες. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου. Μόνο σκεφτόμασταν… ο καθένας τα δικά του υποθέτω, αλλά σίγουρα σχετικά με τις ανακοινώσεις που της είχα κάνει. Όταν αργότερα, το βράδυ, επιστρέψαμε προς το κέντρο της πόλης και προς το διαμέρισμά της όπου θα την άφηνα για τελευταία φορά, εκείνη κράτησε το χέρι μου.Όταν έφτασα στο σταθμό, το τρένο είχε φτάσει ήδη. Ένιωσα λες και με περίμενε. Πλήρωσα για ένα εισιτήριο, και όταν ο εισπράκτορας άκουσε τον προορισμό μου χαμογέλασε.
«Έχετε πάει ποτέ στο Παρεκκλήσι;» Τον ρώτησα.
«Και βέβαια», μου είπε. «Είναι από τις καλύτερες διακοπές που έχω κάνει».
Τον χαιρέτησα, και καθώς έφευγα, μου ευχήθηκε να περάσω καλά εκεί πάνω.
Ανέβηκα στο τρένο και περπάτησα μέσα στο βαγόνι. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι μέσα, κάτι που μάλλον ήταν σπάνιο φαινόμενο. Κάθισα στην άλλη άκρη του βαγονιού, κοντά στην πόρτα. Είχα ήδη παρατηρήσει την όμορη κοπέλα κάπου στη μέση, αλλά δεν κάθισα απέναντί της, προτίμησα να καθίσω πιο μακριά.
Ακούμπησα την τσάντα μου στη θέση πάνω από το κάθισμα και κάθισα ακουμπώντας τον υπολογιστή δίπλα μου. Σύντομα το τρένο ξεκίνησε. Πάντα καθόμουν από τη μεριά του παραθύρου, μου άρεζε πολύ να κοιτάζω έξω. Το να κοιτάζω μέσα μου επέτρεπε να παρατηρώ τους ανθρώπους, αλλά το έξω ήταν διαφορετικό.
Λίγη ώρα αργότερα κάποιος που ήρθε από ένα άλλο βαγόνι ζήτησε να κάτσει δίπλα μου. Το έπαιξα ευγενικός και τον άφησα, αλλά σύντομα αντιλήφθηκα ότι ο τύπος είχε φάει σκόρδο. Κρατούσε, επίσης, μια σακούλα που περιείχε μικρούς φακέλους με καφέ, κι έτσι η μυρωδιά που έπιανα ήταν ένας συνδυασμός σκόρδου και καφέ, δύο σε ένα. Ένιωθα λες και θα ξερνούσα. Κι επειδή πλέον δεν με ενδιέφερε να το παίξω ευγενικός, τον ρώτησα πού θα κατέβαινε.
«Στο Παρεκκλήσι», μου είπε, κι εγώ τον κοίταξα έντρομος.
«Στο Παρεκκλήσι;» Τον ρώτησα.
«Ναι», είπε και χαμογέλασε.
Του είπα να σηκωθεί για να περάσω και έφυγα από εκείνη τη θέση. Πήρα την τσάντα μου από πάνω και τον υπολογιστή, και επέστρεψα στην μέση του βαγονιού. Στάθηκα όρθιος και κοίταξα την κοπέλα που καθόταν εκεί. Μόνη της, με τέσσερις καρέκλες γύρω της.
«Κάθεται κανείς;» Την ρώτησα.
«Για όλους είναι», μου είπε.
Κάθισα απέναντί της και διαγώνιά της… δεν ήθελα να είμαι ακριβώς απέναντι, δεν θα μπορούσα να μην την κοιτάζω. Φορούσε γυαλιά ηλίου, και δεν θα μπορούσα να διακρίνω πού έστρεφε το βλέμμα της. Ποτέ δεν μου άρεσε να με καταλαβαίνουν οι γυναίκες…
Προσπάθησα να κοιμηθώ λίγο. Έγειρα στο πλάι και έκλεισα τα μάτια μου. Μπορούσα να ακούσω τη μουσική που άκουγε εκείνη. Είχε ακουστικά στα αυτιά της, και άκουγε από το κινητό της. Όταν έβλεπα ανθρώπους να το κάνουν αυτό μου την έδινε για κάποιο λόγο, κι ας ήταν καλύτερα από κάτι ηλίθιους που βάζουν δυνατά μουσική μέσα στο τρένο. Σκέφτηκα να της μιλήσω, αλλά δεν το έκανα.Άνοιξα τα μάτια μου σε μια στιγμή που το τρένο είχε σταματήσει.
«Πού είμαστε;» Την ρώτησα.
«Στην Αλεξανδρούπολη», μου είπε. «Εσύ πού πας;»
«Όπου θέλω», της είπα.
Μόρφασε και γύρισε απ’ την άλλη. Είχε βγάλει τα ακουστικά της τώρα. Δεν ήξερα τότε για ποιο λόγο της είχα μιλήσει έτσι. Γενικά, στις γυναίκες που μου άρεσαν είτε μιλούσα έτσι, είτε δεν τους μιλούσα καθόλου. Όποιο τρόπο κι αν ακολουθούσα, υπέφερα και αντιπαθούσα τον εαυτό μου ακόμη περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή της έριχνα μερικές ματιές στα κρυφά, γνωρίζοντας ότι εκείνη θα το καταλάβαινε αυτό. Έμοιαζε ψώνιο. Αλλά στα δικά μου μάτια, όλες οι γυναίκες που μου άρεσαν έμοιαζαν έτσι. Είχε σκούρα καστανά μαλλιά και καστανά μάτια, εκείνο το είδος που μου άρεσε και που μου αρέσει ακόμα, και καθώς την κοίταζα, την αντιπαθούσα όλο και περισσότερο, ακριβώς επειδή μου άρεσε.
«Εσύ πού πας;» Την ρώτησα εγώ.
«Στο Παρεκκλήσι», μου είπε.
«Τι δουλειά έχεις εκεί;»
«Πάω να δω τους δικούς μου, και ίσως να μείνω αρκετά ώστε να βρω δουλειά», είπε.
«Σπουδάζεις;» Την ρώτησα.
«Έχω τελειώσει. Πριν μερικούς μήνες πήρα το πτυχίο μου».
«Συγχαρητήρια», είπα εγώ.
«Ευχαριστώ. Εσύ; Σπουδάζεις;»
«Όχι», της είπα.
«Με τι ασχολείσαι;»
«Με τίποτα», είπα.
«Και τι κάνεις δηλαδή;»
«Τίποτα», είπα ξανά.
Μου χαμογέλασε.
«Λες πάντα τόσο λίγα για τον εαυτό σου;»
«Δεν λέω ποτέ τίποτα σε κανέναν», της είπα.
«Α, εντάξει».
Κρατούσε ένα βιβλίο στα χέρια της. Διάβαζε Κάφκα. Κάνε μου τη χάρη, μικρό κορίτσι, σκέφτηκα τη στιγμή που το πρόσεξα και γέλασα.
«Τι γελάς;» Με ρώτησε.
«Τίποτα, μην δίνεις σημασία. Τι διαβάζεις;»
«Εννοείς τι προσπαθώ να διαβάσω. Κάφκα», μου είπε, «αλλά δεν τα καταφέρνω ποτέ στο τρένο, κουνάει πάρα πολύ».
«Εμένα με ζαλίζει», της είπα.
Και μετά δεν είπαμε τίποτα. Το τρένο ξεκίνησε πάλι, κι έτσι μείναμε απλά να καθόμαστε εγώ στη θέση μου κι εκείνη στη δική της χωρίς να ανταλλάσουμε κουβέντα. Τελικά επέστρεψε στο βιβλίο της και στην προσπάθειά της να διαβάσει.
Το τρένο συνέχισε την πορεία του για αρκετή ώρα ακόμη. Βρήκα όλο τον χρόνο να χαθώ μέσα στις σκέψεις μου. Για μια στιγμή γύρισα και την κοίταξα, και ένιωσα σαν ηλίθιος. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί της εκείνες τις σκέψεις. Τι με έπιασε δεν ήξερα, απλά έπρεπε να μιλήσω με κάποιον, και αν αυτός ο κάποιος ήταν μια όμορφη γυναίκα, τότε ακόμη καλύτερα. Μόνο που τελικά αποφάσισα να μην κάνω την ίδια βλακεία που έκανα πάντα, κι έτσι κράτησα το στόμα μου κλειστό.Μου άρεσε. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο, δεν χωρούσε αμφιβολία πια. Αλλά όπως και κάθε άλλη φορά, δεν θα έκανα τίποτα. Ήμουν πράγματι τόσο άχρηστος για τον εαυτό μου ή ήταν ιδέα μου μόνο;
Είχε καστανά μαλλιά τα οποία κοίταζα ορεξάτος, ενώ παράλληλα προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα ήταν αν την άγγιζα. Αν την χάιδευα, αν την αγκάλιαζα και έκρυβα το πρόσωπό μου στον λαιμό της… αν φιλούσα το πρόσωπό της…
Η φαντασία μου με είχε βάλει σε μπελάδες και παλιότερα, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι πραγματικά είχα αρχίσει να βυθίζομαι για τα καλά μέσα στο πρόβλημα, το οποίο πρόβλημα ήταν ότι επρόκειτο να την ερωτευτώ. Το ήξερα, το είχα νιώσει και πριν, ήξερα πώς ήταν στην αρχή. Πρώτα ένιωθα μια κάποια έλξη την οποία δεν ήταν εύκολο να περιγράψω με λέξεις… ήταν εκείνη η έλξη που είχα νιώσει και πριν για γυναίκες οι οποίες δεν ήταν τόσο όμορφες, αλλά είχαν κάτι δικό τους, κάποιο χαρακτηριστικό το οποίο έμοιαζε να έχει σημασία για εμένα σαν άτομο. Αυτό το κάποιο χαρακτηριστικό δεν μπορούσα να το διακρίνω εκείνη τη στιγμή στην Ιωάννα, όμως υπήρχε, το ήξερα. Πάνω απ’ όλα το ένιωθα.
Πρώτα σκέφτηκα την ομορφιά της. Αυτό πρέπει να είναι, σκέφτηκα. Το ότι είναι όμορφη. Δεν είναι έντονα ερωτική, αλλά είναι όμορφη. Είναι γλυκιά και μοιάζει ευγενική… και κομψή. Στη συνέχεια σκέφτηκα μήπως έφταιγε το ότι διάβαζε Κάφκα, αλλά απέρριψα και αυτό. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που με έκανε να νιώσω έλξη για εκείνην, προς το παρόν δεν ήταν παρά ένα ερωτηματικό για εμένα. Η πηγή του θαυμασμού που ένιωθα μόλις είχε αρχίσει να αναβλύζει.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησα.
Έκανε στην άκρη το βιβλίο της και με κοίταξε χαμογελώντας. Τα μάτια της μου έδειξαν ότι είχε ξαφνιαστεί από την ερώτησή μου. Μου πέρασε από το μυαλό ότι μάλλον ήθελε να την ρωτήσω, ή τουλάχιστον να της πω κάτι, οτιδήποτε.
«Ιωάννα», μου είπε και μου πρότεινε το χέρι της. Εγώ το κράτησα στο δικό μου για λίγο. Είναι αλήθεια ότι δεν μου αρέσει να πιάνω τα χέρια των ανθρώπων. Σε γενικές γραμμές δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι. Για εμένα μια χειραψία μπορεί να είναι ό,τι είναι το να πλένω ένα πιάτο που έχει πάνω του τα αποφάγια κάποιου άλλου. Δεν ξέρω αν αυτό δεν είναι κάτι για εσάς, για εμένα όμως δεν είναι και ό,τι καλύτερο. Ακόμη και στην περίπτωση της Ιωάννας ήταν λίγο δύσκολο, αν και περισσότερο σκέφτηκα τη δική μου παλάμη και πώς θα ένιωθε εκείνη που θα την ακουμπούσε. Εννοώ ότι θα ήθελα αν αυτό ήταν δυνατό να νιώσει κατά κάποιο τρόπο ευχάριστα.
«Αχά», είπα εγώ, περιμένοντας να με ρωτήσει το όνομά μου. Δεν το ρώτησε τότε, και για μια στιγμή σκέφτηκα ότι προφανώς δεν την ένοιαζε, αλλά ακόμα χαμογελούσε, και εκείνο το χαμόγελο έκρυβε πίσω του έναν κάποιο ενθουσιασμό. «Κι εγώ πηγαίνω στο Παρεκκλήσι», της είπα. «Θέλω να δω τι ακριβώς είναι αυτό το χωριό».
«Είναι πολύ όμορφο μέρος», μου είπε. «Εξαρτάται τι ψάχνεις και τι περιμένεις. Αν θες βουνά και δάση από έλατα, τότε οδεύεις προς το κατάλληλο μέρος».
«Νομίζω ότι τα θέλω όλα αυτά. Και θα ήθελα και μια δουλειά… κι ένα μέρος να μείνω». Δεν είπε τίποτα σε όλα αυτά, αλλά μάλλον ένιωσε ότι ζητούσα κάποιου είδους συμβουλή σε σχέση με τον τόπο καταγωγής της. Μου είχε πει ότι πήγαινε να δει τους δικούς της εκεί, γι’ αυτό και υπέθεσα ότι καταγόταν από το Παρεκκλήσι. «Είναι ήσυχα εκεί;»
«Είναι, νομίζω. Έχει τουρισμό κάποιες εποχές του χρόνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ήσυχα. Γιατί πηγαίνεις εκεί;»
Χαμογέλασα και στράφηκα προς το παράθυρο και έξω από αυτό. Ήταν ακόμη μία από εκείνες τις ερωτήσεις για τις οποίες δεν είχα απάντηση. Ή μάλλον είχα, αλλά δεν ήθελα να την προσφέρω σ’ εκείνην. Ίσως να μην ήθελα να την προσφέρω ούτε καν στον εαυτό μου. Μ’ εκείνη την ερώτησή της ένα άγχος άρχισε να δημιουργείται μέσα μου, καθώς συνειδητοποίησα ότι είχα φύγει, πλέον. Είχα φύγει για τα καλά, είχα εγκαταλείψει τις σπουδές μου και τους δικούς μου και την ζωή που είχα –ή που δεν είχα, για να είμαι ακριβής- σ’ εκείνη την πόλη και είχα φύγει. Ηρέμησα στην σκέψη ότι ήταν νωρίς ακόμη και μπορούσα να επιστρέψω αν το ήθελα.
«Μην το ψάχνεις», της είπα, «δεν έχει σημασία».
«Αν θες θα μπορούσα να σου δείξω λίγο τα κατατόπια μέχρι να συνηθίσεις στο χωριό… Ίσως και να σου γνωρίσω μερικούς ανθρώπους, έτσι, για να κάνεις μια καλή αρχή».
«Ευχαριστώ, αλλά… ας περιοριστούμε στο να μου δείξεις τα κατατόπια».
«Σε ένα τόσο μικρό μέρος πρέπει να έχεις γνωστούς», μου είπε, «δεν κάνει καλό να μην συμμετέχεις στα δρώμενα».
Το είχα σκεφτεί ήδη αυτό.
«Θα δω τι θα κάνω», της είπα. «Πότε φτάνουμε, ξέρεις;»
«Σε τρία τέταρτα περίπου θα είμαστε εκεί», μου απάντησε.
Το τρένο κάποια στιγμή σταμάτησε. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα την Ιωάννα. Μετά κοίταξα γύρω μου και έξω απ’ το παράθυρο. Είχαμε φτάσει στο σταθμό του χωριού. Μια πινακίδα έγραφε το όνομα. Παρεκκλήσι. Η Ιωάννα μου χαμογέλασε.
«Εδώ είμαστε», μου είπε και σηκώθηκε για να πιάσει την τσάντα και την βαλίτσα της.
Παρατήρησα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν κατέβει σε προηγούμενες στάσεις. Ο τύπος που βρωμούσε σκόρδο ήταν ακόμη στο τρένο, πράγματι θα κατέβαινε στο Παρεκκλήσι.
Όταν κατεβήκαμε από το τρένο, το πρώτο πράγμα που ένιωσα ήταν κρύος αέρας. Γύρω από τον σταθμό υπήρχαν ψηλά δέντρα, και κάποια από τα πεσμένα φύλλα τους αιωρήθηκαν ανάμεσά μας λόγω του ανέμου. Στάλες βροχής έφτασαν στο πρόσωπό μου. Στα γυαλιά μου, και στα χείλια μου επίσης. Περπάτησα κοντά της, αφού εκείνη μου έδωσε κατά κάποιο τρόπο την άδεια να το κάνω περιμένοντάς με να κατέβω από το τρένο. Της ζήτησα να βγάλει τα γυαλιά της.
«Γιατί;» Με ρώτησε.
Τα φρύδια της τώρα είχαν υψωθεί. Τα χείλια της είχαν μετατραπεί σε μια μικρή γραμμή στο πρόσωπό της. Όλα αυτά έμοιαζαν για εμένα με χαρακτηριστικά της κομψότητάς της. Κάποτε θα δεχόμουν ένα τέτοιο ύφος ως ένδειξη υπεροψίας, και ίσως να είχε και κάτι τέτοιο μέσα του. Αλλά εκείνη τη στιγμή έδωσα μια τελείως διαφορετική ερμηνεία. Ήταν μια μορφή άμυνας εκείνη η έκφραση στο πρόσωπό της. Για κάποιο λόγο της άρεσε να φοράει γυαλιά ηλίου ακόμη κι όταν έβρεχε, και η ερώτησή μου είχε συγκρουστεί με την παράξενη για εμένα συνήθειά της. Και τώρα εκείνη μου έδινε ένα τέτοιο βλέμμα. Γιατί, με είχε ρωτήσει, και τώρα έπρεπε να της απαντήσω.
«Για να σε βλέπω», της είπα. «Δεν μπορώ να σε δω έτσι. Θέλω να βλέπω με ποιον μιλάω».
Περπάτησε μερικά βήματα πιο μπροστά από εμένα χωρίς να βγάλει προς το παρόν τα γυαλιά της. Τόλμησα να υποθέσω ότι είχε χαμογελάσει με την απάντησή μου, αφού δεν ήθελα να σκεφτώ κάτι χειρότερο από αυτό. Τελικά έκανε όπως της ζήτησα και έβγαλε τα γυαλιά. Τα έβαλε στη θήκη τους και μέσα στην τσάντα της.
Περάσαμε από το πλάι του σταθμού και καταλήξαμε σε έναν πλατύ δρόμο.
«Εδώ είναι ο κεντρικός δρόμος», μου είπε. «Μπορείς να βρεις διάφορα καταστήματα».
Της ζήτησα να μου δείξει για αρχή κάποιο ξενοδοχείο, ένα μέρος στο οποίο θα μπορούσα να μείνω για μία ή δύο νύχτες… ή τουλάχιστον για όσο θα χρειαζόταν και όσο θα είχα χρήματα.
«Συγνώμη αν είμαι πρόβλημα», της είπα. «Καλύτερα πήγαινε να δεις τους δικούς σου, θα δω τι θα κάνω. Θα ρωτήσω κάποιον για ένα ξενοδοχείο».
«Μπορώ να σου δείξω εγώ αν θες», μου είπε. «Δεν είναι πρόβλημα για μένα. Έλα, έχει ένα εδώ κοντά».
Συνεχίσαμε να περπατάμε μαζί κατά μήκος του κεντρικού δρόμου, κι ύστερα περάσαμε απέναντι και στρίψαμε αριστερά. Το χωριό ήταν αρκετά μεγάλο… δεν ήταν ό,τι εγώ θεωρούσα χωριό μέχρι τότε… δεν έμοιαζε με τα χωριά του τόπου καταγωγής μου, ήταν πολύ περισσότερο όμορφο και ήταν εμφανές ότι κάποιοι φρόντιζαν γι’ αυτό. Ήταν μια τουριστική περιοχή, και έρρεε χρήμα, βέβαια. Περνούσαν πολλοί τουρίστες από εδώ, άλλωστε. Στις πλαγιές του βουνού μπορούσα να δω μεγάλες κατοικίες ανάμεσα στα δέντρα.
Σταθήκαμε μπροστά σε ένα όμορφο κτίριο με γρασίδι και τριανταφυλλιές στην αυλή.
«Εδώ είναι», μου είπε.
Την ευχαρίστησα, κι εκείνη χαμογέλασε. Μετά την χαιρέτησα και περπάτησα προς το ξενοδοχείο ενώ εκείνη κατευθυνόταν ήδη προς την οικογένειά της.Ήταν απόγευμα. Είχα σκεφτεί να δοκιμάσω ένα γεύμα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, αλλά λυπήθηκα τα χρήματά μου. Ανέβηκα, λοιπόν, στο δωμάτιό μου. Δεν σκόπευα να μείνω για πολύ στο ξενοδοχείο, γι’ αυτό και δεν τακτοποίησα τα πράγματά μου στην ντουλάπα. Μόνο ακούμπησα την τσάντα μου δίπλα στο κρεβάτι και το λάπτοπ στο γραφείο.
Το δωμάτιο ήταν όμορφο. Ήταν κάπως σκοτεινό, αλλά με έναν ζεστό, φιλικό τρόπο. Οι λευκές κουρτίνες ήταν κάπως βαριές, το ύφασμά τους χοντρό, και λίγο φως περνούσε μέσα. Εξάλλου και έξω ήταν σκοτεινά. Τράβηξα λίγο την άκρη της κουρτίνας και κοίταξα τα σύννεφα. Μπορούσα να δω διάφορα χαμηλά σπίτια, καθώς και τον κεντρικό δρόμο του χωριού. Σε ένα από τα μικρά καταστήματα υπήρχε φως, ενώ καπνός έβγαινε από την καμινάδα του μικρού κτιρίου.
Ξάπλωσα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Το συνήθιζα αυτό τα απογεύματα… να κοιμάμαι, δηλαδή. Με βοηθούσε να καθαρίσω το μυαλό μου, να πετάξω τις άχρηστες σκέψεις και να ξυπνήσω σαν ένας άλλος άνθρωπος. Τα απογεύματα συνήθως έβλεπα όνειρα. Όχι μόνο τα έβλεπα, αλλά τα θυμόμουν κιόλας. Είχα δει τα πιο παράξενα πράγματα στον ύπνο μου. Καθώς έκλεισα τα μάτια μου εκείνη την στιγμή, δεν ήξερα ότι επρόκειτο να δω κάτι που θα σφράγιζε τη διαμονή μου στο Παρεκκλήσι. Μερικές φορές μπορούσα να ακούσω τον άνεμο απ’ έξω. Είχε αγριέψει τώρα, και είχε εντείνει την ανησυχία του ύπνου μου.
Είδα τον εαυτό μου στην οροφή ενός κτιρίου. Στεκόμουν εκεί πάνω ολόγυμνος, ενώ μια καταιγίδα είχε μόλις ξεσπάσει. Ο ουρανός είχε μπλε και μοβ χρώματα πάνω του, ενώ τα σύννεφά του έμοιαζαν αλλού μαύρα κι αλλού γκρίζα. Έκανε κρύο, κι εγώ σήκωσα τα χέρια στο ύψος των ώμων μου, αφήνοντας έτσι ολόκληρο το σώμα μου να παγώσει. Η ζωή μου πέφτει, σκέφτηκα. Ή τουλάχιστον αυτό είναι που θυμάμαι. Δεν ήξερα τι σήμαινε, ούτε και τώρα είμαι σίγουρος. Κι αφού άκουσα μέσα στο κεφάλι μου αυτές τις λέξεις άνοιξα τα μάτια μου.
Η διάθεσή μου ήταν πολύ άσχημη εκείνη την στιγμή, νόμιζα ότι θα τρελαθώ. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει, κι εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να δω λίγο φως. Σηκώθηκα και τράβηξα την κουρτίνα. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ήταν η μόνη αλλαγή που είχα παρατηρήσει σε σχέση με πριν.
Κάθισα στο γραφείο. Ήταν μια από τις λίγες φορές που ήθελα να ξυπνήσω την επόμενη μέρα και να δω το φως του ήλιου στο παράθυρο. Ένα κομμάτι του εαυτού μου, αυτό που ήταν ικανό να δημιουργήσει, μπορούσε κάποιες φορές να γίνει πολύ επικίνδυνο. Αυτό ήταν το θέμα. Είχα κάνει μια επιλογή. Με την επιλογή αυτή είχα αποφασίσει να διαγράψω την παλιά μου ζωή και να αρχίσω μια καινούρια, κάτι που είχε ρίσκο μέσα του. Τεράστιο ρίσκο, καταπώς φάνηκε εκείνο το απόγευμα.
Φοβόμουν. Αυτή την ερμηνεία έδωσα σ’ εκείνο το όνειρο. Φοβόμουν την καινούρια μου ζωή και την διεκδίκηση της ανεξαρτησίας μου, φοβόμουν την αλλαγή. Πόσες φορές μέσα στο τρένο είχα αναρωτηθεί αν ήταν ένα τεράστιο λάθος αυτό που είχα κάνει;
Έπρεπε να βγω από εκείνο το δωμάτιο. Ποτέ δεν ένιωθα άνετα μέσα σε ένα ξενοδοχείο. Τουλάχιστον όχι την πρώτη μέρα, όχι μέχρι να αρχίσω να συνηθίζω στον χώρο.
Έψαξα πολύ βαθιά μέσα μου για να βρω τι έφταιγε για τις κρίσεις άγχους που εμφανίζονταν σχεδόν κάθε μέρα της ζωής μου. Έψαξα τόσο βαθιά που άρχισα να φτιάχνω ολόκληρες θεωρίες. Μία από αυτές έλεγε ότι το μυαλό μου είχε «μάθει» να έρχεται σε μία κατάσταση η οποία μου προκαλούσε το πρόβλημα του άγχους. Συνέβαινε κάθε απόγευμα, σχεδόν κάθε μέρα, κάνοντας την ζωή μου τόσο δύσκολη, που μερικές φορές ευχόμουν να μην την ζούσα άλλο πια. Κι έτσι είχα αρχίσει να παίρνω μια γεύση του τι σημαίνει να ζεις ένα κάποιο μαρτύριο κάθε μέρα… να περιμένεις πότε θα έρθει αυτό το μαρτύριο, και όσο εσύ το περιμένεις, άλλο τόσο εκείνο να έρχεται. Έδωσα μια αγγλική ονομασία στο πρόβλημά μου. Το αποκάλεσα «state of mind». Ήταν μια κατάσταση από την οποία έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεφύγω, αν και αναρωτιόμουν αν αυτό θα έβαζε εμπόδια στην δημιουργικότητά μου.
Δεν ήταν το ίδιο, όμως. Δεν ήταν μια δυσκολία η οποία με ωθούσε στο γράψιμο. Αντιθέτως, θα έλεγα ότι ήταν κάτι που με οδηγούσε στο να μπλοκάρω εντελώς, έτσι ώστε να μην μπορώ να γράψω τίποτα. Έπρεπε απλά να σταματήσει.
Εκείνο το απόγευμα βγήκα έξω και περπάτησα στο χωριό. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, και σύντομα άρχισα να τρομάζω. Το μυαλό μου ταξίδεψε σε διάφορες ιστορίες τρόμου που διάβαζα όταν ήμουν μικρός, και σε ακόμη περισσότερες που είχα δει στην τηλεόραση. Αναρωτήθηκα πού να βρισκόταν η Ιωάννα εκείνη την στιγμή. Παρέα με συγγενείς, μάλλον. Συγγενείς που είχε πολύ καιρό να δει. Αργότερα που θα πηδιόμασταν, θα σκεφτόμουν για άλλη μια φορά πόσο πιο αθώες ήταν οι ψυχές των γυναικών που γνώρισα στην ζωή μου. Πόσο πιο αθώες από τη δική μου, εννοώ. Και το λέω αυτό επειδή εγώ πάντα ήμουν μόνος, την στιγμή που εκείνες ήταν χαρούμενες, παρέα με τους ανθρώπους τους, κι εγώ δεν ήμουν παρά κάτι που έπρεπε να αφήσουν πίσω τους, να ξεχάσουν, κάτι που ενδεχομένως τις είχε πληγώσει.
Η Ιωάννα ήταν μια καλή περίπτωση. Έτσι είχα μάθει να διαχωρίζω τις γυναίκες, σε κατηγορίες. Στις καλές περιπτώσεις, και σε αυτές που ήταν πουτανίτσες. Η μόνη που ξέφευγε από αυτές τις δύο κατηγορίες ήταν η Χριστίνα. Εκείνη ήταν απλά η Χριστίνα, ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, δεν είχε καμιά σχέση με οποιοδήποτε άλλο άνθρωπο. Είχε υπάρξει για εμένα κάτι το ιδιαίτερο, και ήθελα να συνεχίσει να είναι αυτό το ιδιαίτερο στοιχείο στη ζωή μου, -κι αν όχι στη ζωή μου τότε τουλάχιστον στις αναμνήσεις μου- το οποίο θα αποτελούσε μια γερή βάση για να μπορώ να συνεχίζω παρά τις δυσκολίες.
Η μοναξιά ήταν πηγή ζωής για εμένα, αυτό το είχα καταλάβει σχετικά νωρίς. Αλλά όταν η ρουφιάνα είχε τις μαύρες της, με κατέτρωγε σπέρνοντας τον πανικό μέσα μου. Το νέο όπλο εναντίον της ήταν η Ιωάννα. Την είχα παρατηρήσει από την πρώτη στιγμή, και εκείνη η ανόητη, παιδική φωνή μέσα μου είχε πει αυτή θα γίνει γκόμενά μου. Η μόνη διαφορά με όλες τις άλλες φορές που μου είχε μιλήσει αυτή η φωνή, ήταν ότι τώρα είχε δίκιο.
Όλες τις επόμενες μέρες την παρατηρούσα καθώς περπατούσαμε μαζί στο χωριό. Μου θύμιζε κάποιες παλιές συμμαθήτριες από το λύκειο, τις οποίες ήθελα επιεικώς να γαμήσω. Είχε σφιχτό κώλο και αρκετά καλό στήθος, ήταν όμορφη, και είχε καστανά μαλλιά όπως σας είπα, τα χείλια της έμοιαζαν πολύ απαλά και ήθελα από την πρώτη στιγμή να τα φιλήσω, ενώ οι γραμμές του σώματός της ήταν απλά κάτι το μαγικό. Φυσικά, εκείνες τις παλιές συμμαθήτριες ποτέ δεν τις γάμησα. Άλλη μια διαφορά που είχε η σχέση μου με την Ιωάννα με το παρελθόν μου.
Θυμάμαι όταν είχαμε καθίσει σ’ εκείνο το μπαρ, στο χωριό, και υπήρχαν κι άλλοι εκεί γύρω, αλλά απλά δεν τους δίναμε σημασία. Ο μπάρμαν ήταν παλιός συμμαθητής της Ιωάννας και της την έπεφτε όποτε δεν εξυπηρετούσε πελάτες, κι εγώ απλά κρατούσα το στόμα μου κλειστό και απολάμβανα τον τρόπο με τον οποίο μπλόκαρε κάθε του κίνηση, ενώ παράλληλα έστρεφε την προσοχή της προς εμένα. Δεν αγχώθηκα καθόλου, δεν φοβόμουν ότι θα την έχανα, εκείνη τη βραδιά, εξάλλου, δεν με ένοιαζε και τόσο πολύ.
Με ρώτησε πώς μου φάνηκε το χωριό. Της είπα ότι ήταν εντάξει, ότι ήταν πραγματικά όμορφο, και ότι θα δοκίμαζα να μείνω παραπάνω.
«Πώς θα σου φαινόταν αν σου έλεγα ότι θα ήθελα να δοκιμάσω να φτιάξω τη ζωή μου εδώ;» Την ρώτησα.
«Αυτό για μένα θα σήμαινε ότι θα μπορούσαμε να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί», είπε.
«Ναι, νομίζω ότι θα μπορούσαμε», της είπα εγώ. Και το εννοούσα.
«Κοιτάς όλο το μπουφάν σου», μου είπε. «Είπαμε, είναι ακριβό, αλλά όχι κι έτσι».
Το μπουφάν ήταν από καφέ δέρμα, και το είχα αγοράσει από το Παρεκκλήσι, παρέα με την Ιωάννα. Ήταν όντως ακριβό, είχα βρει τότε ήδη δουλειά στο μοναδικό βιβλιοπωλείο του χωριού, και έπαιρνα μερικές εκατοντάδες ευρώ. Νοίκιαζα και ένα μικρό δωμάτιο μέσα στο οποίο πολλές φορές μέναμε μαζί εγώ κι εκείνη, η Ιωάννα. Τότε ακόμα δεν είχαμε κάνει σεξ, αν και είχαμε κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι αρκετές νύχτες. Ένας θεός ξέρει πώς είχα κρατηθεί και δεν της είχα βάλει χέρι…
Φύγαμε από το μπαρ πιο αργά, το βράδυ. Έξω ο αέρας είχε κοπάσει, αλλά μερικές στάλες βροχής έπεφταν ακόμα κάθε τόσο. Εκείνη με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε κοντά της. Περπατήσαμε προς μια παιδική χαρά που βρισκόταν πιο δίπλα από το μπαρ, ακριβώς πάνω στον κεντρικό δρόμο. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και για λίγο δεν είπαμε τίποτα. Εγώ στηρίχτηκα στη ράχη του καθίσματος και την κοίταξα.
Με ρώτησε τι σκεφτόμουν. Την ρώτησα αν θα ήθελε να κάνουμε έρωτα. Χαμογέλασε μόλις της το είπα, και κοίταξε κάτω, μετά με κοίταξε στα μάτια. Υπέθεσα ότι το έκανε αυτό επειδή ήθελε να καταλάβει αν το εννοούσα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, τώρα ήμουν σίγουρος ότι το ήξερε. Το εννοούσα.
Έγειρε προς το μέρος μου κι εγώ την αγκάλιασα και της είπα ότι την ήθελα και την φίλησα, και σχεδόν θα το κάναμε εκεί, μέσα στο κρύο, αλλά εκείνη χρησιμοποίησε λίγη λογική παραπάνω από εμένα και μου είπε να πάμε στο δωμάτιο που νοίκιαζα. Την άκουσα, και πήγαμε, κι εκεί βρεθήκαμε στο κρεβάτι και βουλώσαμε και οι δύο το στόμα της όποιας λογικής μας είχε απομείνει. Ήταν λες και ήμουν φτιαγμένος, δεν σκεφτόμουν κάτι, μόνο ένιωθα το ζεστό σώμα της πάνω στο δικό μου, και δεν είμαι σίγουρος πλέον αν υπάρχει σημείο εκείνου του σώματος που μέχρι τέλους να μην πέρασα από πάνω του με κάποιο τρόπο. Και θα έλεγα ότι το ίδιο ισχύει και για εκείνην.
Νομίζω ότι και οι δύο σκεφτήκαμε ότι το κάναμε χωρίς κάποια προφύλαξη, αλλά δεν μας ένοιαζε και τόσο. Ή τουλάχιστον δεν μας ένοιαζε αρκετά. Σίγουρα, πάντως, όχι όσο θα έπρεπε. Και λέω ότι το σκεφτήκαμε και οι δύο επειδή πραγματικά την επόμενη μέρα μου πέρασε από το μυαλό ότι εκείνες τις στιγμές σκεφτόμασταν περισσότερο σαν ένα, παρά σαν δύο ξεχωριστοί άνθρωποι.
Στο τέλος με κράτησε στην αγκαλιά της, ξαπλωμένο ακριβώς πάνω στο στήθος της, όπου με πήρε ο ύπνος, ενώ την ένιωθα να αναπνέει ήρεμα.Την επόμενη διαπίστωσα ότι είχα δίκαιο. Πράγματι, και οι δύο είχαμε σκεφτεί το γεγονός ότι είχαμε κάνει έρωτα χωρίς να πάρουμε τις ανάλογες προφυλάξεις. Μου το είπε αμέσως μόλις ξύπνησε.
Άνοιξε τα μάτια της λίγη ώρα μετά από εμένα. Της ζήτησα συγνώμη αν την ξύπνησα, κι εκείνη με αγκάλιασε. Αναρωτήθηκα τι είχε αγαπήσει στο σώμα μου. Δεν ήταν και τόσο άσχημο, αλλά είχα παχύνει τον τελευταίο καιρό. Μετά σκέφτηκα ότι ίσως να μην ήταν το σώμα μου αυτό που είχε αγαπήσει.
Μου είπε ότι το κάναμε χωρίς προφυλακτικό.
«Το ξέρω», της είπα. «Το σκέφτηκα κι εγώ χθες».
«Γιατί δεν είπες τίποτα;» Με ρώτησε.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να διακόψω αυτό που επρόκειτο να γίνει για να πεταχτώ μέχρι τον Ανέστη και να αγοράσω προφυλακτικά».
Ο Ανέστης ήταν ο ένας εκ των δύο φαρμακοποιών του χωριού.
Όταν της το είπα αυτό, γέλασε.
«Κι αν έχουμε κανένα ατύχημα τώρα…;» Μου είπε.
«Δεν θα έχουμε. Εκτός κι αν υπήρχε περίπτωση να κολλήσουμε τίποτα ο ένας τον άλλον…»
«Σταμάτα ρε!» Μου είπε και χτύπησε το χέρι της στο στήθος μου. «Τίποτα δεν θα γίνει, θα το δεις!»
Όντως, το είδα αργότερα. Τίποτα δεν έγινε, τίποτα δεν είχε πάει στραβά, και ήταν απλά μια νύχτα με μια πανέμορφη γυναίκα αυτή που είχα περάσει τότε. Και δεν ήταν η μόνη νύχτα που περάσαμε μαζί. Ήρθαν κι άλλες αργότερα, κατά τις οποίες είχαμε χρησιμοποιήσει προφύλαξη, αλλά η αλήθεια είναι ότι καμία δεν μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη την πρώτη φορά που είχαμε οι δυο μας. Όταν αργότερα της το είπα αυτό, έδειξε να αγχώνεται, αν και συμφώνησε, για να πω την αλήθεια.
Ύστερα την είδα να σηκώνεται όρθια και να περπατάει μέσα στο δωμάτιο. Δεν είχα παρατηρήσει έτσι το σώμα της πριν. Ήταν ολόγυμνη, και ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει σε όλη μου την ζωή. Το μόνο αρνητικό ήταν ότι εκείνη την στιγμή ήρθε στην σκέψη μου η Χριστίνα, και κατά έναν τρόπο αυτό με γέμισε θλίψη.
«Τι έχεις;» Με ρώτησε.
«Τίποτα», της είπα.
«Κάτι σκέφτεσαι…»
Ξάπλωσε ξανά, κι ενώ εγώ είχα γυρίσει στο πλάι, εκείνη έβαλε το χέρι της γύρω μου και έπιασε το πέος μου. Γέλασε λίγο.
«Έχει αρχίσει να σηκώνεται πάλι…» Μου είπε.
«Έτσι όπως τριγυρνάς εδώ μέσα τι θες να κάνει;» Την ρώτησα.
Σε λίγο μου πρόσφερε το στόμα της.Το θέμα με την Ιωάννα ήταν κυρίως το σεξ, τώρα που το σκέφτομαι. Η επιθυμία και των δυο μας για αυτό ήταν πολύ δυνατή, και το ξέραμε. Υπήρχε και μια αίσθηση αγνής αγάπης και σεβασμού, αυτό είναι σίγουρο, αλλά το νούμερο ένα θέμα μας ήταν ο τρόπος που πηδιόμασταν. Κι εκείνη δεν έμενε απλώς εκεί, αλλά ήθελε να δοκιμάζουμε διαρκώς καινούρια πράγματα. Πράγματα τα οποία πολλές φορές αρνήθηκα να κάνω για εκείνην.
Μια μέρα μου είπε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί μου, και ότι με αγαπούσε. Την αγκάλιασα ξανά, χάιδεψα τα μαλλιά της και θυμήθηκα ξανά την Χριστίνα. Ένιωσα ότι ήθελα να απομακρυνθώ από την Ιωάννα, αλλά δεν το έκανα. Λειτούργησα αντίθετα, κρατώντας την στα χέρια μου ακόμη πιο σφιχτά, σαν από αντίδραση. Έπρεπε να καταλάβω ότι η Χριστίνα ήταν κάτι που είχε τελειώσει. Είχε αποφασίσει να μείνει με τον «κατά πολύ μεγαλύτερο» φίλο της, και προφανώς ήταν εντάξει με αυτή της την απόφαση. Το ότι εγώ στην αρχή πίστευα ότι έτσι θα έθαβε τη ζωή της δεν ήταν παρά μια δική μου ιδέα, η οποία πήγαζε από την επιθυμία μου να είμαι μαζί της. Ενδεχομένως… να ζήσω κάποτε μαζί της. Φαίνεται πως δεν είχαμε δώσει την ίδια σημασία ο ένας στον άλλον, αφού εκείνη ζύγιζε στη δική μου ζυγαριά πολύ περισσότερο απ’ όσο ζύγιζα εγώ στην δική της. Ή τουλάχιστον αυτό καταλάβαινα τότε.
Και τώρα είχα ένα ερωτικό όνειρο μπροστά στα μάτια μου, να γίνεται πραγματικότητα. Την Ιωάννα, μια από τις πιο όμορφες γυναίκες που είχα δει ποτέ μου. Την Ιωάννα που ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Ήμουν κι εγώ μαζί της, όπως σας είπα, από εκείνη τη στιγμή που είχαμε μιλήσει οι δυο μας στο τρένο για το Παρεκκλήσι. Το φάντασμα της Χριστίνας ήταν κάτι που αργά ή γρήγορα θα έφευγε, κι εγώ έπρεπε να σκεφτώ το καλό μου, αλλά και το καλό της Ιωάννας και της σχέσης μας. Εκείνο το φάντασμα έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Εκείνα τα δέντρα πάντα με έκαναν να μελαγχολώ. Εννοώ εκείνο το όμορφο είδος μελαγχολίας που με ωθεί στο γράψιμο, εκείνο το αίσθημα δημιουργικής μελαγχολίας που πολλές φορές έχει δώσει νόημα στις μέρες μου, αλλά και στην ζωή μου ολόκληρη. Το γράψιμο είναι ζωή! Το γράψιμο έρχεται τις δύσκολες στιγμές, και σου δίνει ζωή, σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις.
Οδήγησα στην άσφαλτο ανάμεσα από τα ψηλά έλατα. Ο δρόμος είχε στροφές, αλλά ήταν καλοφτιαγμένος, χωρίς λακκούβες και τρύπες για να πέσει μέσα το αυτοκίνητο. Έσκυψα μπροστά και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν ασημένιος και γκρίζος. Στάλες βροχής εμφανίστηκαν στο παρμπρίζ. Κι εγώ σε λίγο θα έφτανα στο Παρεκκλήσι.
Είχα ένα σπίτι εκεί από τότε που ήμουν παιδί. Μεγάλωσα στο Παρεκκλήσι και έχω καλή ιδέα για τον τόπο καταγωγής μου, γι’ αυτό και μου αρέσει να επιστρέφω μερικές φορές τον χρόνο. Συνήθως επέστρεφα τον Χειμώνα ή το Φθινόπωρο, όταν ο καιρός ήταν όπως εκείνη τη μέρα, λυπημένος δηλαδή. Κυνηγούσα το γράψιμο… το γράψιμο και τις καταιγίδες, τη θλίψη, τον πόνο, την στοργή και την αγάπη… Όταν έπαψα να τα βρίσκω αυτά στις γυναίκες, επέστρεψα στο Παρεκκλήσι ως συγγραφέας, πλέον. Ένας συγγραφέας που είχε κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, αφού είχε παίξει τη ζωή του κορώνα γράμματα και είχε αποκοπεί οριστικά από τους δικούς του. Τι σημασία έχει αυτό, όμως; Όλα αυτά συνέβησαν χρόνια πριν. Τώρα πια βρισκόμουν σε ένα τελείως διαφορετικό στάδιο, σε ένα στάδιο από το οποίο η ευτυχία έφευγε μόνο για να επιστρέψει ξανά. Η βασική διαφορά με το παρελθόν ήταν ότι τώρα ήμουν σίγουρος πως η ευτυχία θα επέστρεφε κάθε φορά που θα με εγκατέλειπε.
Οι δικοί μου ήταν όλοι νεκροί μέχρι τότε. Το είχα μάθει από παλιούς οικογενειακούς φίλους, οι οποίοι είχαν κάνει τον κόπο να μου στείλουν μια ειδοποίηση για να επιστρέψω στο Παρεκκλήσι για την κηδεία της μητέρας μου, του τελευταίου συγγενή που μου είχε απομείνει. Όσο ζούσαν δεν τα πηγαίναμε καθόλου καλά. Όπως είπα, προκειμένου να κυνηγήσω την ζωή που πίστευα ότι μου άξιζε, είχα αναγκαστεί να τους αφήσω πίσω μου. Αλλά το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η οριστική ρήξη μαζί τους μέσα μου, στην ψυχολογία μου, το να πάρω μια απόφαση αναλαμβάνοντας τις ευθύνες μου και να την τηρήσω, πρόθυμος να πληρώσω το τίμημα, πιστεύοντας σε κάτι, στην υπόσχεση που ο εαυτός μου και οι ικανότητές μου μού έδιναν για το μέλλον… Πρώτα έπρεπε να σκεφτώ αν η υπόσχεση της πραγματοποίησης των ονείρων μου άξιζε αρκετά ώστε αν δεν τα καταφέρω (ή ακόμη και αν τα καταφέρω) να πληρώσω το ανάλογο τίμημα, όποιο κι αν ήταν αυτό. Αφού το σκέφτηκα, έπρεπε να αποφασίσω. Θα κυνηγούσα τα όνειρά μου, τους στόχους μου, θα έκανα ό,τι μου έλεγαν εκείνοι να κάνω, προκειμένου να ζήσω μια μίζερη και δυστυχισμένη ζωή μέσα στην ασφάλεια, ή θα εξακολουθούσα να μην κάνω τίποτα από τα δύο, να μένω μετέωρος και αδρανής; Ε λοιπόν φαίνεται ότι για μια φορά στη ζωή μου πήρα την σωστή απόφαση.
Το σπίτι είναι ένα χάλι. Δεν ξέρω γιατί έκανα αυτή την σκέψη μόλις μπήκα στην αυλή. Νομίζω ότι ήταν μια σκέψη που είχα κάνει και παλιότερα, ίσως την πρώτη φορά που είχα έρθει μετά από χρόνια. Είχα φροντίσει να το επισκευάσω, και για να πω την αλήθεια, δεν έδειξα κανένα συναισθηματισμό σε σχέση με το πατρικό μου. Ολόκληρα κομμάτια του κατεδαφίστηκαν, και προστέθηκαν άλλα, καινούρια, συν κάποια καινούρια δωμάτια, πέρα από αυτό που θα τολμούσα τώρα να αποκαλέσω αναπαλαίωση. Γιατί περί αυτού επρόκειτο, περί αναπαλαίωσης.
Έκλεισα την καγκελόπορτα και ύστερα οδήγησα το αυτοκίνητο κάτω από το υπόστεγο στο βάθος, στην πίσω αυλή, δίπλα από το σπίτι. Πήρα την τσάντα μου και την τσάντα του λάπτοπ και περπάτησα προς την είσοδο του κτιρίου. Πόρτα ασφαλείας. Ναι, βέβαια, δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν ήθελα να κάνω αλλιώς, και είχα τα λεφτά για να κάνω έτσι. Οπότε ναι, πόρτα ασφαλείας. Εξάλλου, αν σκεφτεί κανείς ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου έλειπα, τότε ίσως να καταλάβει τον λόγο που φρόντιζα όλα να είναι κλειστά και προστατευμένα. Πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου, στράφηκα προς τον κήπο. Όλα είχαν μαραθεί. Έπρεπε να πληρώσω κάποιον από το χωριό για να κάνει μερικές διορθώσεις εκεί πέρα…
Έκλεισα την πόρτα.
Δεν ξέρω τι με έπιασε εκείνη τη μέρα. Μάλλον φταίει το ότι ένιωθα πολύ μόνος. Ναι, είμαι σίγουρος ότι ήταν η μοναξιά που με οδήγησε στο να ψάξω τις παλιές φωτογραφίες της οικογένειάς μου. Θυμόμουν ότι κάποτε τις είχα «τακτοποιήσει» κάπου, αλλά δεν θυμόμουν πού ακριβώς. Στο υπνοδωμάτιό μου, ψηλά, δίπλα στη ντουλάπα, υπήρχε το πατάρι. Μια τετράγωνη πόρτα δήλωνε ότι εκεί βρισκόταν το πατάρι. Ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τις έχω βάλει πουθενά αλλού, το ήξερα αυτό, και όταν έψαξα στα υπόλοιπα υπνοδωμάτια ένιωσα ακόμη πιο σίγουρος.
Από το υπόγειο έπιασα την παλιά, μεταλλική σκάλα και τη μετέφερα στο υπνοδωμάτιό μου. Ανέβηκα και άνοιξα την τετράγωνη πόρτα. Υπήρχαν διάφορες σακούλες και κουτιά εκεί μέσα, από τα οποία αναγνώρισα μόνο το καφετί κουτί στα δεξιά του χώρου, μια παλιά συσκευασία παπουτσιών. Εκεί βρίσκονταν, ναι, ήμουν σίγουρος.
Ακούμπησα το κουτί στο κρεβάτι και το άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα ξύλινο κουτί, μια μπιζουτιέρα ή κάτι τέτοιο. Το κράτησα στα χέρια μου και το άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα κολιέ, το οποίο αναγνώρισα αμέσως. Ήταν της μητέρας μου. Την θυμάμαι να το φοράει όταν ήμουν πολύ μικρός. Ένιωσα περίεργα που ακουμπούσα κάτι που ανήκε σε έναν νεκρό άνθρωπο… Όχι ότι δεν μου είχε συμβεί ξανά, αλλά πάντα με γέμιζε μ’ εκείνη την αίσθηση νοσταλγίας, θλίψης και απογοήτευσης. Και μοναξιάς επίσης. Το έβαλα ξανά μέσα στο κουτί και το έκανα πέρα. Στον πάτο είδα δύο φωτογραφίες. Αυτό είναι όλο; Σκέφτηκα. Πού είναι οι υπόλοιπες; Θεέ μου… Τις έχασα για τα καλά, έτσι δεν είναι;
Έτσι ήταν. Και ακόμα δεν τις έχω βρει. Αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό… Για ποιο λόγο θα έδειχνα τέτοια αδιαφορία για ένα οικογενειακό κειμήλιο, αν μπορώ να ονομάσω έτσι εκείνες τις φωτογραφίες; Ήταν πράγματι απλή αδιαφορία, ή μήπως επέλεξα υποσυνείδητα να τις εξαφανίσω, να τις αφήσω να χαθούν; Ω, Θεέ μου… Ένιωθα τύψεις. Έπιασα τον εαυτό μου να κάθεται ολομόναχος στο κρεβάτι εκείνου του δωματίου του πατρικού μου σπιτιού, μέσα στο σκοτεινό, συννεφιασμένο πρωινό, και να νιώθει τύψεις. Τι απέγιναν οι δικοί μου; Ο πατέρας μου, η μητέρα μου… Η μαμά…; Πώς τους το έκανα αυτό; Πώς τους εγκατέλειψα έτσι τότε…;
Κατάφερα να κάνω αυτή την ερώτηση στον εαυτό μου μόνο αφού έγινα πατέρας και μετά. Α, ναι, δεν σας το είπα αυτό. Είμαι ο πατέρας ενός γιου. Ενός νεκρού γιου, βέβαια, αλλά αυτό δεν παύει να με κάνει πατέρα. Περίεργο μου φαίνεται τώρα που το σκέφτομαι, το ότι καθώς έγραφα τις παραπάνω σειρές, ένιωσα για λίγο σαν το μόνο που υπήρχε στη ζωή μου να ήταν χαρά και ευτυχία. Ε, λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές το νιώθω αυτό με το γράψιμο. Είναι σαν να με παραπλανεί, σαν να με κοροϊδεύει. Με κάνει και νιώθω ευχάριστα, με κάνει ευτυχισμένο, με κάνει να ξεχνάω, να απομακρύνομαι από την αλήθεια... Πόσο καλό μπορεί να είναι αυτό; Και μετά συνειδητοποιώ ξανά ότι ναι, ο γιος μου πέθανε, και αυτή η αντίθεση της ευτυχίας και του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου με καταρρακώνει, με περιορίζει, με κάνει να νιώθω ασήμαντος και μικροσκοπικός και αδύναμος μόνο μέσα σε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου…
Το ότι εξασφάλισα οικονομικά την ζωή μου, δεν σημαίνει ότι λύθηκαν τα προβλήματά μου, έτσι δεν είναι; Διάβασα κάπου ότι η ευτυχία έρχεται όταν δεν την περιμένεις, όταν δεν την αναζητάς. Τότε σε επισκέπτεται, τότε τη νιώθεις, και την στιγμή που θα την συνειδητοποιήσεις, εκείνη σε εγκαταλείπει… Είναι κάτι σαν μια εγωίστρια νεράιδα, έτσι την φαντάζομαι αυτή την στιγμή, η οποία θέλει να κρύβει ότι κάνει το καλό, λόγω του υπέρμετρου εγωισμού της. Κι αν την κυνηγήσεις, εκείνη κρύβεται κάπου παριστάνοντας τη μουτρωμένη, σαν πληγωμένο παιδί.
Η ευτυχία ήταν εδώ πριν λίγο εξαιτίας της συγγραφής, αλλά εγώ ακόμη έχω ένα νεκρό γιο, και ακόμη είμαι αυτός που παράτησε την οικογένειά του για τα πιστεύω του… Η κατάσταση είναι έτσι, για ποιο πράγμα μπορώ ή πρέπει να μετανιώσω; Μπορώ να κάνω μόνο αυτό που είμαι για να κάνω…
Μπορώ να γράψω.
Εντάξει, τους έλεγα ψέματα τότε. Και λοιπόν; Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Μήπως μου είχαν αφήσει και καμιά άλλη επιλογή; Με πίεζαν με κάθε τρόπο για να κάνω αυτό που ήθελαν εκείνοι να κάνω. Σκέφτονταν μόνο τους εαυτούς τους, τίποτα παραπάνω από αυτό, κι έτσι δεν μου άφησαν καμία άλλη επιλογή πέρα από να τους χρησιμοποιήσω για τους δικούς μου σκοπούς, να καταφέρω τα δικά μου όνειρα. Εκείνοι νόμιζαν ότι θα σπούδαζα, ενώ εγώ το μόνο που έκανα ήταν να φροντίζω την προσωπική μου ανάπτυξη. Διάβαζα μόνο όσα με ενδιέφεραν, μάθαινα ό,τι είχα ανάγκη και ό,τι επιθυμούσα να μάθω, δεν έκανα ποτέ τίποτα από όσα έπρεπε να κάνω, από όσα ήθελαν οι άλλοι να κάνω, αφού αυτό με οδηγούσε στην θλίψη και την απόγνωση. Από την στιγμή που είχα πάρει μια απόφαση, να γίνω ο άνθρωπος που ήθελα μέσα μου από πάντα να γίνω, δεν έδωσα καμιά σημασία στις επιταγές της κοινωνίας. Ποτέ δεν σεβάστηκα την κοινωνία έτσι κι αλλιώς, γιατί πάντα ήμουν κάπου απομακρυσμένος από τους άλλους. Ήμουν συνήθως ικανός να βρίσκω την ηρεμία μου στη μοναξιά μου, και όχι επειδή φοβόμουν τους άλλους ή επειδή δεν μπορούσα να κάνω μαζί τους, αλλά επειδή στην παρέα των περισσότερων ανθρώπων δεν έβρισκα κάτι που να με ικανοποιεί. Αντιθέτως, με τον εαυτό μου, τις περισσότερες φορές, ένιωθα όλη την ειρήνη που είχα μέσα μου… Υπέφερα, βέβαια, κάποτε από μοναξιά, αλλά ακόμη και αυτό, δείχνει ότι κάτι δεν ήταν σωστό μέσα μου, και πώς θα μπορούσε να είναι, άραγε; Το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα είχε εμφυτεύσει στο νου και την ψυχή μου το άγχος και τον φόβο, και μου είχε αφαιρέσει κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης. Μόνο πολύ αργότερα είχα καταφέρει να αποφασίσω ότι όλα αυτά θα τελείωναν αν εγώ το ήθελα πραγματικά, και αν έσπρωχνα την ζωή μου στον δρόμο που της άρμοζε, που της άξιζε. Η αποτυχία ήταν πάντα σαν σκέψη κάπου στο μυαλό μου, αλλά επέλεξα να μην εστιάσω εκεί. Επέλεξα να εστιάσω στην αγάπη μου για την τέχνη μου, το γράψιμο, και σε ό,τι θα αποκόμιζα κατά την διάρκεια της προσπάθειάς μου.
Τώρα σκέφτομαι ότι όλα αυτά λειτούργησαν ως ένα βαθμό, ότι η προσπάθεια ανταμείφθηκε, και ότι εγώ τα κατάφερα. Νομίζω, όμως, ότι η λέξη προσπάθεια δεν είναι η κατάλληλη. Δεν αποσκοπούσα σε κάτι, για να πω την αλήθεια. Η βασική μου ιδέα ήταν ότι «θέλω να φτάσω σε σημείο ώστε να ζω από το γράψιμο», αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να το κάνω με αγάπη, με πραγματική αγάπη, και μόνο όταν κατάφερα να αποκοπώ οριστικά από την ανάγκη για επιτυχία και αναγνώριση κατάφερα να αναπτυχθώ σαν συγγραφέας, να έρθω πιο κοντά σ’ αυτό που ήθελα, να «γίνω αυτός που ήμουν» από πάντα. Αν το έπαιξα κορώνα γράμματα με το μέλλον μου; Ναι, το έπαιξα, αλλά δεν εστίασα εκεί, όπως σας είπα. Δεν έβρισκα κανένα λόγο να καταπιέσω τον εαυτό μου για να επιτύχω κατά το ήμισυ σε μια ζωή που δεν θα είχε τίποτα να μου προσφέρει. Και λέω κατά το ήμισυ επειδή όταν κάποιος δεν αγαπάει αυτό που κάνει, τότε δεν το κάνει όσο καλύτερα θα μπορούσε να το κάνει, δεν το κάνει με αγάπη. Αν μη τι άλλο, από τότε που ήμουν νέος πίστευα ότι αυτό είναι από τα πολύ σοβαρά προβλήματα που έχει η εκπαίδευση αυτής της χώρας. Το ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί της δεν αγαπάνε πραγματικά την εκπαίδευση και την επαφή με τους μαθητές τους.
Επομένως ο καλύτερος τρόπος προσπάθειας, ήταν για εμένα να προσπαθήσω υποσυνείδητα. Ή ακόμη καλύτερα, να ζω ξεχωριστά κάθε στιγμή της συγγραφής, αλλά και ολόκληρης της ζωής μου, χωρίς να εστιάζω στον στόχο. Κάθε στιγμή ήταν ξεχωριστή, και το γεγονός ότι ζούσα ξεχωριστά την κάθε στιγμή μου πρόσφερε πολλά περισσότερα από όποια αναγνώριση και όποια χρηματική αμοιβή ήρθε αργότερα. Για να πω την αλήθεια σκέφτηκα να αρνηθώ τα δύο τελευταία όταν τελικά εκείνος ο υποτιθέμενος στόχος επιτεύχθηκε. Δεν ήθελα να διαφθείρω τον τρόπο σκέψης μου, δεν ήθελα να σπιλώσω το γράψιμό μου για το μέλλον… Είμαι φτιαγμένος για να είμαι ειλικρινής, για να λέω την αλήθεια μου με τις ιστορίες που γράφω, και αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο για εμένα, οτιδήποτε άλλο θα με έκανε δυστυχισμένο, και από την στιγμή που άφησα πίσω μου τα εμπόδια που με βασάνιζαν, η ψυχή μου αφέθηκε ελεύθερη να ανθίσει στον κήπο της δημιουργίας…
Έτσι, είχα αρχίσει να βιώνω την ελευθερία μου πολύ πριν την επιτυχία. Η υλική επιτυχία ήρθε βασισμένη στους όρους της κοινωνίας και του πολιτισμού. Η πνευματική ελευθερία ήρθε από την άφεση των φόβων μου, και από το ότι άκουσα όσα είχε να μου πει η καρδιά μου. Πρώτα απελευθερώθηκα μέσα μου, και μετά βάσει των νόμων και των κανόνων που έθετε η περιορισμένη κοινωνία των ανθρώπων. Αν μη τι άλλο, ελευθερία ήταν για εμένα αυτή η υπέρβαση, η απομάκρυνση από την κοινωνία και τους ορισμούς και περιορισμούς της… η αυτοπραγμάτωση. Όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν.
Αγάπησα γυναίκες στην πορεία, αλλά κατέληξα με μία συγκεκριμένη. Γεωργία την έλεγαν, και ήταν ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που μου είχαν συμβεί ποτέ. Ξεκινήσαμε την σχέση μας κρατώντας αποστάσεις ο ένας από τον άλλον, αλλά με τον καιρό, καθώς γνωριζόμασταν, πλησιάζαμε όλο και περισσότερο. Καταλήξαμε να εμπιστευόμαστε ο ένας στον άλλον πράγματα που δεν ήξερε κανείς για τους εαυτούς μας. Αυτό που μας ένωνε ήταν μια φιλία η οποία περιείχε αγάπη και έρωτα, αν αυτά τα δύο είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Ήταν παράξενο για εμένα το πώς δεν ήθελε να αποκοπεί από την παλιά της ζωή, από τις δυστυχίες της, για να είναι μαζί μου. Ξέραμε και οι δύο ότι την έκανα ευτυχισμένη, όπως ότι κι εκείνη έκανε εμένα ευτυχισμένο, αλλά υπήρχαν ανάμεσά μας τα εμπόδια που τοποθετούσε εκείνη και η ανόητη, μίζερη ζωή της.
Με την Γεωργία έκανα ένα παιδί, το οποίο παρέμεινε κοντά μας μέχρι την ηλικία των δεκατεσσάρων ετών. Αργότερα πέθανε, όταν στην κατασκήνωση που θα περνούσε το καλοκαίρι του, η αδύναμη καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει για πάντα. Έτσι χάσαμε τον γιο μας, αλλά και τις ζωές μας. Η Γεωργία κόντευε να τρελαθεί, και καταλάβαινα ότι δεν με ήθελε δίπλα της άλλο πια. Υπέθεσα ότι με κατηγορούσε, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Ίσως απλά να ήθελε να ξεχάσει ότι κάποτε είχε οικογένεια. Ίσως να ήθελε να ξεχάσει τον γιο μας, ή ίσως να πίστευε ότι δεν της άξιζε καμία οικογένεια, καμία ευτυχία, πλέον. Ποιος ξέρει; Δεν μου είπε ποτέ, και η τελευταία φορά που την είδα ήταν στην κηδεία, πριν από τρία χρόνια. Έκτοτε προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της, αλλά δεν την βρήκα πουθενά, και η μητέρα της δεν θα μου έλεγε πού βρισκόταν. Ήξερα ότι ήταν στους γονείς της, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό, αλλά σεβάστηκα το γεγονός ότι δεν ήθελε να είναι κοντά μου, πια… όσο κι αν την αγαπούσα. Τι άλλο να έκανα; Να την ανάγκαζα να υποφέρει; Δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Τώρα έχω χρόνια ολόκληρα να δω τη γυναίκα μου, και ποτέ δεν έλαβα κανένα κομμάτι χαρτί που να γράφει ότι εκείνη μου ζητάει διαζύγιο. Τόσο πολύ με είχε σιχαθεί, που ούτε καν γι’ αυτό δεν ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί μου… Είτε αυτό, είτε με αγαπούσε υπερβολικά πολύ για να το κάνει.
Κι αν έπαθε κάτι; Σκέφτηκα κάποτε. Αν δεν ήταν καλά; Αν χρειαζόταν τη βοήθειά μου; Αν την ήθελε πραγματικά, τότε θα την ζητούσε, και όπως σας είπα, τίποτα τέτοιο δεν έγινε. Έγραψα πιο πάνω ότι έβρισκα την ηρεμία μου στη μοναξιά μου, αλλά τώρα υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να σας πω. Το τι βρίσκει κανείς στη μοναξιά του εξαρτάται από το ποιος είναι μέσα του. Από το τι έχει μέσα του, από το τι άνθρωπος είναι, καθώς και κατά πόσο εκτιμάει τον εαυτό του, ή κατά πόσο φοβάται. Έχω αλλάξει, πια. Αυτό είναι που προσπαθώ να πω. Έχω αλλάξει, και η μοναξιά μερικές φορές μετατρέπεται σε θάνατο, σε εχθρό. Δεν έχω το ίδιο φως μέσα μου, αυτό που περιέγραψα πριν, δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν όταν ήμουν νέος, και θα ήθελα πολύ να αλλάξει αυτό… Θα ήθελα να βρω ξανά το φως μου, το φως που κρύβω μέσα μου και εγώ, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος. Νομίζω ότι πρέπει να επαναπροσδιορίσω τις απόψεις μου, λοιπόν…
Είναι εύκολο να το λέει κανείς. Είναι εξίσου δύσκολο να το κάνει. Πώς να αφήσω πίσω μου την Γεωργία; Πώς να αφήσω πίσω μου τον γιο μου, τον Αντώνη;
Τώρα σκέφτομαι ότι υπήρχαν γυναίκες μετά την Γεωργία. Ναι, υπήρχαν. Μικροί έρωτες, όχι αρκετά σημαντικοί, τους οποίους εγώ τελείωνα μέσα σε μία νύχτα, απλά και μόνο επειδή ένιωθα προδότης, σκεπτόμενος διαρκώς τη στιγμή που θα επέστρεφα στην αγκαλιά της γυναίκας μου… Κάθε τέλος ενός τέτοιου έρωτα σαν αυτούς που ανέφερα πιο πάνω συνοδευόταν από μια βαθιά μελαγχολία, πρώτα για τον ίδιο τον έρωτα που χάθηκε έτσι ασήμαντα, και ύστερα για τον αληθινά μεγάλο έρωτα… αυτόν που έτρεφα για τη γυναίκα μου, αυτόν που τρέφω ακόμα… αυτή την αγάπη…
Δεν ήξερα τι έψαχνα στο Παρεκκλήσι όταν επέστρεψα εκείνη τη μέρα. Τι με είχε κάνει να επιστρέψω; Δηλαδή… πάντα τέτοιο καιρό επέστρεφα, το Φθινόπωρο, αλλά ποτέ πριν δεν είχα ψάξει να βρω τις φωτογραφίες των δικών μου, ποτέ πριν δεν είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι για ολόκληρη τη ζωή μου και τις επιλογές μου… Αρχίζω να πιστεύω ότι είχα περάσει τρία τυφλά χρόνια μετά τη διάλυση της οικογένειάς μου, και ίσως τώρα να είχε έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουν όλα. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να κοιτάζω τις αλλαγές μπροστά μου με αισιοδοξία, με τίποτα παραπάνω από αυτό… Αλλά όχι. Η μεγάλη και σημαντική αλλαγή πάντα προκαλεί φόβο στον κοινό θνητό, κι εγώ ήμουν οπωσδήποτε ένας κοινός θνητός, ποτέ δεν πίστεψα το αντίθετο, πάντα είχα σεβασμό μέσα μου απέναντι στο μεγαλείο του κόσμου και της ζωής… της φύσης, αν θέλετε. Ναι, ήμουν και είμαι ένας θνητός, αλλά ως κομμάτι της φύσης, ως κομμάτι του κόσμου, οι δυνατότητές μου ήταν και είναι μεγάλες. Αν μη τι άλλο, ο άνθρωπος αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ως κομμάτι της φύσης, πώς θα μπορούσα να κυλήσω στην απαισιοδοξία σκυλεύοντας αυτή την ιδέα; Πώς θα μπορούσα να υποτιμήσω την φύση και τα δημιουργήματά της, τον κόσμο ολόκληρο; Η φύση μας οδήγησε στο να γίνουμε αυτά τα δυνατά όντα που είμαστε σήμερα με το να μην μας αφήσει άλλη επιλογή, πέρα από αυτή της επιβίωσης ή της εξαφάνισης, και εμείς πολύ απλά επιβιώσαμε… Για κάποιο λόγο αυτή η ιδέα έμοιαζε στο μυαλό μου σαν πηγή –ή εστία- ενέργειας και αισιοδοξίας. Μπορούσα να αλλάξω τον εαυτό μου ξανά, ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Μπορούσα να αλλάξω, και να βάλω το μυαλό μου σε τάξη με τέτοιο τρόπο, ώστε να είμαι ευτυχισμένος, να ζω μοναδικές, μικρές στιγμές ευτυχίας... Αν υπάρχει κάτι πραγματικά δυνατό στον άνθρωπο, αυτό είναι η δύναμη της σκέψης του. Η σκέψη, εκείνη η σκέψη που χτίζει την πραγματική θέληση, είναι ικανή να κάνει αυτό που στα μάτια όλων μοιάζει με θαύμα. Το ξέρω τώρα με απόλυτη σιγουριά, αφού το έχω καταφέρει ήδη μία φορά στην ζωή μου μέσω της συγγραφής. Απλά το ξέρω.
Δώστε μου τώρα λίγο χρόνο να χαμογελάσω και να νιώσω την όμορφη στιγμή της ικανοποίησης μετά από τις παραπάνω λέξεις…Άνοιξα τα μάτια μου μόνο για να νιώσω καλύτερα. Είχα δει κάποιο όνειρο, μήπως; Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι τι συνέβη μέσα μου κατά τη διάρκεια του ύπνου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ένιωθα μια έντονη ανησυχία, η οποία μάλλον υποχώρησε σταδιακά από την στιγμή που ξύπνησα και μετά. Ήταν σαν το τσίμπημα ενός εντόμου. Πρώτα είναι ξαφνικό και έντονο, και μετά μένει μόνο ένας λιγότερο έντονος, αλλά διαρκής πόνος, κάτι σαν το τσίμπημα μιας μέλισσας.
Διαπίστωσα ότι ο «πόνος» έφυγε τελείως μόλις βρέθηκα καθιστός στο κρεβάτι, με τα πόδια μου στα πλακάκια του πατώματος. Έτριψα τα μάτια μου. Η διάθεσή μου δεν ήταν και τόσο καλή, έτσι θυμάμαι. Σηκώθηκα και περπάτησα προς την κουζίνα. Είχα βάλει στο ψυγείο δύο κρύα σάντουιτς που είχα φτιάξει για το ταξίδι, και τώρα σκόπευα να φάω τουλάχιστον το ένα. Τελικά έπιασα και τα δύο, ενώ σκεφτόμουν ότι έπρεπε να πάω για ψώνια τη στιγμή που τα καταστήματα θα άνοιγαν.
Κάθισα στο σαλόνι για να δω λίγη τηλεόραση, αν και δεν βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον. Στο τοπικό κανάλι πέτυχα μια ταινία στην οποία έπαιζε ένας γνωστός ηθοποιός, αλλά προτίμησα να μην την δω. Η αλήθεια είναι ότι συνήθως προτιμούσα τα βιβλία, ενώ το μόνο που έκανα μπροστά στην τηλεόραση ήταν να αλλάζω διαρκώς κανάλια, ξανά και ξανά, λες και θα υπήρχε εκεί κάτι καινούριο να δω κάθε φορά. Ήταν μια μηχανική κίνηση που ικανοποιούσε τον εκνευρισμό μου και την περιέργειά μου και την ανυπομονησία μου, νομίζω, αν και δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για όλα αυτά. Γενικότερα, εδώ και χρόνια δεν είχα βρει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα στην τηλεόραση, εκτός από ορισμένες εκπομπές που ίσως συναντούσα τυχαία. Ούτε καν οι ταινίες με μάγευαν τώρα πια, είχαν χάσει κι αυτές το χρώμα τους.
Για να δω μια ταινία θα πρέπει να έχει κάτι που να ταιριάζει σ’ εμένα εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Συνήθως, για να πω την αλήθεια, μου αρέσει οι ταινίες να έχουν αργούς ρυθμούς, να είναι κάπως μουντές, με καλή μουσική, με μπόλικο συναίσθημα, αλλά και κάπως δραματικές. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους στις ταινίες, όπως τους χαρακτήρες μιας ιστορίας, αλλά και τους ίδιους τους δημιουργούς του έργου…
Είχα πάντοτε θέμα με τους δημιουργούς. Είτε αυτός θα ήταν ένας μουσικός, είτε ένας συγγραφέας, είτε ένας σκηνοθέτης. Πάντοτε όταν έβλεπα ότι κάποιος είχε κάνει μια καλή δουλειά, ήθελα να μαθαίνω για αυτόν. Για την ζωή του και για το έργο του. Τελικά συνειδητοποίησα ότι κάθε φορά που μάθαινα για άλλους καλλιτέχνες απογοητευόμουν, γιατί κανείς δεν ήταν αυτό που περίμενα. Τι ακριβώς σήμαινε αυτό; Ότι κανείς δεν ήταν αυτό που ήθελα να γίνω, και από την στιγμή που το αντιλήφθηκα αυτό, αποδέχτηκα τον εαυτό μου. Αυτό ήταν ένα άλλο κομμάτι του να γίνω αυτός που ήμουν. Το να αποδεχτώ τον εαυτό μου και να τον εμπιστευτώ, να εμπιστευτώ τα όνειρά μου, τις ιδέες μου, τις σκέψεις μου… Όταν ξέρεις ότι πρέπει να αφήσεις πίσω την οικογένειά σου, μια οικογένεια η οποία δεν σε υποστήριξε αρκετά ώστε να χτίσεις αυτοπεποίθηση, αλλά με την οποία είσαι δεμένος λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στον εαυτό σου, τότε νιώθεις φόβο. Κι εγώ αυτό ένιωθα. Φόβο και αγωνία για το μέλλον μου, για τον εαυτό μου, για τους στόχους μου. Αλλά έτσι κι αλλιώς, η ζωή θέλει ρίσκο για να την ζήσει κανείς. Τι είναι αυτό που κάνει εμάς τους ανθρώπους τόσο πολύπλοκους; Τι είναι αυτό που μας κάνει να καταστρέφουμε τους εαυτούς μας, να μην υπακούμε σε ένστικτα, όπως τα άλλα ζώα; Τι είναι αυτό που μας κάνει να έχουμε επιλογή σε σχέση με τις ζωές μας… αν θα τις κάνουμε να ανθήσουν, ή να τελειώσουν μάταια;
Θέλω να πιστεύω ότι στη δική μου περίπτωση είναι θέμα επιλογής, ότι μπορώ να βρω ξανά τον εαυτό μου. Το γράψιμο πάντα βοηθάει, ωστόσο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι τώρα πια δεν βρίσκω το κουράγιο να γράψω. Δεν έχω τι να πω. Και αναρωτιέμαι κάποιες φορές, πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει μέσα του πόνο, να μην έχει τι να πει; Δεν είναι αυτό, όχι. Είναι ότι κάτι με αφοπλίζει. Ο δημιουργικός νους έχει μείνει στάσιμος, και οτιδήποτε δεν αναπτύσσεται και δεν αλλάζει, οδηγείται στην σήψη και στον θάνατο. Αυτό θα σήμαινε ότι κάτι πρέπει να κάνω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, κάτι για να αρχίσω πάλι να λειτουργώ. Δεν θέλω να ρισκάρω το δημιουργικό κομμάτι του εαυτού μου. Αλλά και πάλι… Τι ρίσκο θα ήταν αυτό; Γίνεται κάποιος δημιουργικός άνθρωπος, ένας καλλιτέχνης, να χάσει τις ικανότητές του;
Πιστεύω ότι γίνεται. Ναι, ίσως να γίνεται, αν αυτός ο καλλιτέχνης γίνει πλάσμα της συνήθειας και αρνηθεί την επιρροή οποιουδήποτε ερεθίσματος, αν κλείσει το μυαλό του και την καρδιά του μέσα σε ένα κλουβί και φοβηθεί να βγει από εκεί, αν περιορίσει τον εαυτό του… Σε αυτή την περίπτωση, ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε νους, θα καταστρεφόταν. Πώς γίνεται μερικοί να ζουν έτσι; Αλλά ναι, μάλλον δεν γίνεται. Τους βλέπω τώρα, όπως και όταν ήμουν νέος, να υποφέρουν, να μην αντέχουν, να μην ξέρουν τι να κάνουν με τις ζωές τους, χαμένοι μέσα στην ανία, κι έτσι τα χρόνια περνάνε, και η συνήθεια και όλη η άρνηση ριζώνει στο μυαλό τους, στην σκέψη τους, κι έτσι, με τον καιρό νεκρώνονται πριν το σώμα τους πεθάνει. Τα πλάσματα της συνήθειας, τα θύματά της… Άνθρωποι σαν τους οποίους κάποτε κόντεψα να γίνω, αλλά ευτυχώς πάντα αρνήθηκα να ακολουθήσω.
Πρέπει να βρω ξανά τον εαυτό μου, αυτό είναι όλο, και όλα θα διορθωθούν. Αυτό που χρειάζομαι είναι να βρω μέσα μια μικρή κινητήριο δύναμη, η οποία θα με ωθήσει στη δημιουργία. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι γι’ αυτό επέστρεψα στο Παρεκκλήσι, επειδή πίστευα ότι εδώ θα έβρισκα ό,τι είχα ανάγκη προκειμένου να ξεκινήσω και πάλι. Μήπως αυτό ήταν ένστικτο; Μήπως υποσυνείδητα προσπαθώ να σώσω τον εαυτό μου και εκείνο το κομμάτι του που επί τόσα χρόνια με κράτησε ζωντανό; Το κομμάτι της δημιουργίας…
Το Παρεκκλήσι, λοιπόν, μοιάζει να είναι μια διέξοδος, ακριβώς επειδή εγώ μέσα μου το έχω χαρακτηρίσει, το έχω ονοματίσει, και το έχω νιώσει μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι μια διέξοδος, λοιπόν.
Στάθηκα στο παράθυρο και παρατήρησα πώς το σκοτάδι της νύχτας αντικαταστάθηκε από το φως της μέρας, κι αυτό έκανε τους δαίμονες μέσα μου να καταλαγιάσουν για λίγο.Ήταν ακόμη μία βροχερή μέρα. Έτσι συνέβαινε από πάντα στο Παρεκκλήσι, οι εποχές του χρόνου ήταν πάντοτε τοποθετημένες στη θέση τους, και με αυτό εννοώ ότι ήταν λες και ό,τι ίσχυε σε άλλα μέρη δεν ίσχυε για αυτό το χωριό. Θυμάμαι ότι από ένα σημείο και μετά η ζέστη και το κρύο έρχονταν τις λάθος εποχές, και καθώς περνάει ο καιρός, το κλίμα όλο και περισσότερο τρελαίνεται. Τον τελευταίο Απρίλιο έκανε κρύο, ενώ τα τελευταία Χριστούγεννα ο καιρός ήταν σχετικά ζεστός, και σίγουρα πιο ζεστός απ’ ό,τι τον Απρίλιο, το Πάσχα και αργότερα, την Πρωτομαγιά. Υποθέτω πως η αλλαγή του κλίματος –αν αυτό ευθύνεται για τα παραπάνω- δεν είχε και τόσο καλές σχέσεις με το Παρεκκλήσι, λοιπόν. Ήταν τώρα Φθινόπωρο, και καμιά αμυγδαλιά δεν είχε μπερδευτεί για να ανθίσει, με καταλαβαίνετε; Έβρεχε, και αν δεν είχε κρύο, είχε τουλάχιστον ψύχρα.
Βγήκα έξω και περπάτησα προς το χωριό. Το σπίτι μου βρισκόταν λίγο πιο έξω από αυτό, πράγμα που δεν ήταν και τόσο κακό για εμένα. Δεν ξέρω αν σας πέρασε από το μυαλό, αλλά μου αρέσει η απομόνωση, και σε καμιά περίπτωση δεν θέλω περίεργους γείτονες να σχολιάζουν το οτιδήποτε. Και το λέω αυτό επειδή έχω σχετικές εμπειρίες, αλλά και διάφορες περίεργες συνήθειες τις οποίες κάποιος θα μπορούσε να μην καταλάβει. Όχι ότι είμαι ο μόνος με τις συγκεκριμένες συνήθειες, αλλά νομίζω ότι αποτελούν ένα ιδιαίτερο κομμάτι της προσωπικότητάς μου, κατά κάποιο τρόπο, του ποιος είμαι, και δεν θα πιεζόμουν να τις αλλάξω για κανέναν, και για κανένα λόγο. Η γνώση, βλέπετε… Η γνώση που έχει κανείς ανάγκη, που ξέρει πώς να την χρησιμοποιήσει, τον κάνει αυτομάτως να σκέφτεται με τον κατάλληλο για αυτόν τρόπο. Κι αυτό για εμένα, και νομίζω για ανθρώπους σαν κι εμένα, σημαίνει αρμονία, κυρίως εσωτερική, αφού δεν μπορώ πάντα να ελέγξω την αρμονία του περιβάλλοντος στο οποίο θα βρεθώ.
Τι έχω να πω, όμως, γι’ αυτή την αρμονία; Σημαίνει ότι τα πάντα μέσα μου βρίσκονται σε ισορροπία, σημαίνει υγεία και αποδοχή του ποιος είμαι στην πραγματικότητα. Επίσης, αφού αποδεχτώ ποιος είμαι, και αφού μάθω να δέχομαι την κάθε αλλαγή στον εαυτό μου μετά από τον διαρκή αγώνα να αναπτύσσομαι διαρκώς, μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου σε σχέση με τον πολιτισμό μέσα στον οποίο ζω. Μπορώ να κατανοήσω τη σχέση μου με τους άλλους, αλλά και με ολόκληρη την κοινωνία, όμως αυτό για να συμβεί, πρέπει να γνωρίσω σε βάθος τον εαυτό μου, και αυτό με τη σειρά του, συμβαίνει μόνο αν παρατηρώ την λειτουργία του νου μου κάθε στιγμή, μαθαίνοντας από αυτήν, αλλά και αποκτώντας γνώση για τον άνθρωπο ως ύπαρξη και ως μέρος της φύσης. Η γνώση της λειτουργίας του νου, πάνω απ’ όλα με καθιστά δυνατό, ικανό να αντιμετωπίσω τα πάντα, αλλά και να ζω σε μια τέτοια κατάσταση αρμονίας, μέσα στην οποία η δημιουργικότητά μου μπορεί να ανθίσει. Ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει το νου του, να διαμορφώσει τη σκέψη του με τέτοιο τρόπο ώστε να αναπτύσσεται διαρκώς, καταφέρνοντας ό,τι θέλει να καταφέρει, ωθώντας τις ικανότητές του στα άκρα τους, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο στο οποίο είναι ικανός να φτάσει.
Νομίζω ότι θα μπορούσα να μιλήσω λίγο ακόμα για τη διαδικασία της ανάπτυξης, αλλά τα λόγια αυτά θα αφορούσαν μόνο τον εαυτό μου, κανέναν άλλον, οπότε νομίζω ότι δεν ωφελεί να αφιερώσω περισσότερο χρόνο σ’ αυτό.Κάποτε διαπίστωσα ότι έπρεπε να ακούσω τις ανάγκες μου. Αυτό, ευτυχώς, συνέβη από τότε που ήμουν αρκετά νέος, αν και χρειάστηκε να περάσω τρομερές δυσκολίες για να φτάσω σε σημείο να το αναλογιστώ. Οι ανάγκες που έχει ένας άνθρωπος πολλές φορές υπαγορεύουν ως ένα βαθμό τη συμπεριφορά του, αυτό το πιστεύω, και νομίζω ότι μπορώ να το ισχυριστώ με σιγουριά και βεβαιότητα. Δεν είναι τίποτα το καινούριο, άλλωστε, απλά σκεφτείτε πώς κάποιες φορές κάνουμε λάθη, ή προξενούμε κακό στους εαυτούς μας λόγω των αναγκών που έχουμε και που δεν κατανοούμε, δεν παρατηρούμε καν, ή που δεν χαρακτηρίζουμε ποτέ ως ανάγκες.
Για εμένα, το να ακούω κάθε στιγμή και να παρατηρώ και να αναλύω τις ανάγκες μου ήταν άλλη μία βασική πηγή γνώσης για τον εαυτό μου. Με αυτόν τον τρόπο ήξερα ανά πάσα στιγμή τι χρειαζόμουν, αλλά και τι σήμαινε για εμένα αυτό που χρειαζόμουν, τι ήταν αυτό που προκαλούσε την ανάγκη, και κατά πόσο η ικανοποίηση αυτής της ανάγκης θα μου έκανε καλό ή κακό… Δεν είναι πάντα τόσο απλά τα πράγματα, όμως. Πολλές φορές δεν μπορούσα να κατανοήσω τι ήταν αυτό που μου δημιουργούσε ένα κάποιο πρόβλημα, ποια ακριβώς ήταν η ανάγκη, ή τι ήταν αυτό που με έκανε να έχω αυτή την ανάγκη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εμπειρία μπορεί να διδάξει, νομίζω. Αν μη τι άλλο, η εμπειρία κάνει τον έξυπνο άνθρωπο να σκεφτεί, και ακόμη περισσότερο, να αποφασίσει να θα επιτρέψει σε αυτή την εμπειρία να τον επηρεάσει σε βάθος, να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης του ή όχι, να δεχτεί μια αλλαγή που θα τον βοηθήσει, ή μια άλλη που θα τον βλάψει.
Η ανάγκη υπήρξε ένας σημαντικός δάσκαλος για εμένα, και εκείνη την περίοδο της ζωής μου έπρεπε να εντοπίσω τις ανάγκες μου, να δω τι ήταν αυτό που μου έλειπε, και να προσπαθήσω με κάθε τρόπο να θεραπεύσω την ψυχή μου.
Βγήκα έξω και περπάτησα προς το χωριό αργότερα. Ήθελα να ψωνίσω κάτι, όχι πολλά πράγματα, μερικά λαχανικά και φρούτα, και κάτι από κρέας για να μαγειρέψω. Υπέθεσα ότι θα μπορούσα να μεταφέρω τα παραπάνω πράγματα με τα πόδια μέχρι το σπίτι.
Είχα περάσει μέσα από το χωριό με το αυτοκίνητο μόλις την προηγούμενη μέρα, και είχε προσέξει ότι είχαν γίνει μερικές αλλαγές, τουλάχιστον γύρω από τον κεντρικό του δρόμο. Οι πλάκες των πεζοδρομίων είχαν αλλάξει, ενώ τώρα υπήρχαν και δρόμοι ειδικά για τα ποδήλατα. Από πάντα υπήρχαν τουρίστες οι οποίοι νοίκιαζαν ένα ποδήλατο και μπορούσαν να τριγυρίσουν στην περιοχή, μέσα και έξω από το χωριό, ίσως ακόμη και στους δρόμους του δάσους, προκειμένου να γνωρίσουν τον τόπο. Τώρα πρόσεξα ότι υπήρχε ζωή στο χωριό, άνθρωποι οι οποίοι συζητούσαν, ενώ άλλοι κάθονταν απλά στα παγκάκια… Φαίνεται πως ο βροχερός καιρός δεν τους είχε εμποδίσει να βγούνε έξω. Φαίνεται πως δεν είχε εμποδίσει ούτε εμένα. Τι άλλο θα έκανα, εξάλλου, αν έμενα μέσα; Ευτυχώς που είχα λόγο να βγω, αλλιώς μάλλον θα σάπιζα ολομόναχος μέσα στο σπίτι. Αλλά και έξω, αν δεν έχει κάποιος κάτι να κάνει… το περιβάλλον δεν έχει και τόση σημασία πάντα.
Συνήθως περνάω τα πρωινά μου γράφοντας δύο με τέσσερις ώρες, κι έτσι η μέρα κυλάει ευχάριστα. Το γράψιμο είναι η δουλειά μου και η ζωή μου, δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό, όταν όμως υπάρχουν εμπόδια, όταν έχεις μπλοκάρει, τότε μπορεί να καταλήξεις να ξοδεύεις τη ζωή σου είτε τη μέρα είτε τη νύχτα κάνοντας τίποτα, μέσα στην ανία και τη βαρεμάρα, χωρίς να ξέρεις το νόημα της ζωής σου, και αυτό για εμένα μπορεί να έρχεται κατά περιόδους και να διαρκεί ολόκληρους μήνες. Το μόνο που κάνω εκείνους τους μήνες είναι να χαζεύω ανοησίες στην τηλεόραση, να ακούω μουσική, να πίνω καφέδες, να κοιμάμαι και να αγχώνομαι. Υπάρχουν χρήματα για να ζήσω, αλλά το γεγονός ότι μπλοκάρω με καθιστά εντελώς άχρηστο για τον εαυτό μου, σαν να μην μπορώ να προσφέρω τίποτα στην ζωή μου.
Υπάρχει κάτι που δεν έχω κάνει ξεκάθαρο ακόμη. Εκείνη την περίοδο δεν μπορούσα με τίποτα να γράψω, ήταν μια από εκείνες τις φάσεις σαν και αυτήν που αναφέρω πιο πάνω. Το δημιουργικό κομμάτι του νου μου είχε κολλήσει κάπου, σαν να είχε σκοντάψει και να μην μπορούσε τώρα να σηκωθεί. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό σε εμάς τους καλλιτέχνες. Έχω γράψει πολύ στη ζωή μου, έχω εκδώσει πάνω από εβδομήντα διηγήματα και έχουν κυκλοφορήσει εννιά μυθιστορήματά μου μέχρι την ηλικία των τριάντα εφτά ετών μου, αλλά ακόμη αδυνατώ να καταλάβω τον τρόπο λειτουργίας του νου μου, και γενικότερα του νου ενός καλλιτέχνη. Πότε με επισκέπτεται η μούσα μου; Πότε με εγκαταλείπει, και για ποιους λόγους συμβαίνει αυτό; Αυτά είναι ερωτήματα που παραμένουν για εμένα αναπάντητα. Στην αρχή, ωστόσο, προσπάθησα να το δικαιολογήσω βάσει των δυσκολιών που αντιμετωπίζω στη ζωή μου… Ξέρετε… τον θάνατο του γιου μου και την διάλυση του γάμου μου. Όταν ήμουν νέος πίστευα ότι προκειμένου να δημιουργήσω, προκειμένου να είμαι δημιουργικός, θα έπρεπε να πονέσω στην ζωή μου. Αργότερα, ωστόσο, διαπίστωσα ότι αυτό ήταν κάτι που έπνιγε την δημιουργικότητα και δεν βοηθούσε καθόλου την συγγραφή. Έχω ακούσει αυτό που λένε, και αυτό που είπε κάποτε ένας φίλος συγγραφέας, ότι «το γράψιμο έρχεται τις δύσκολες στιγμές και σε βοηθάει να τις ξεπεράσεις», και σε έναν βαθμό θα συμφωνήσω μαζί του, αλλά υπάρχει και εκείνο το είδος των δύσκολων στιγμών, το οποίο λειτουργεί κατασταλτικά απέναντι στη διαδικασία της συγγραφής, αλλά και οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας του ανθρώπου. Ίσως να μιλάω για δυσκολίες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται τη στιγμή που εμφανίζονται, όπως μια ενδεχόμενη κρίση άγχους… Έχω περάσει πολλές τέτοιες στη ζωή μου, και υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία βίωνα καθημερινά αυτές τις κρίσεις. Το μυαλό μου τις δημιουργούσε καθημερινά, κάθε απόγευμα, μόνο το απόγευμα και σχεδόν πάντοτε την ίδια ώρα. Ήταν λες και είχε μπει σε ένα πρόγραμμα και αδυνατούσε να βγει από αυτό.
Είχα περάσει δύσκολες ώρες μέχρι να καταφέρω να απαλλαγώ από αυτό το άγχος. Προσπαθώ κάθε φορά να το διώχνω, μέχρι που άρχισα τελικά να κρατάω ημερολόγιο για να γράφω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, αλλά παράλληλα προσπαθούσα αυτό να μην γίνει ρουτίνα, κομμάτι της καθημερινότητάς μου, αλλιώς θα γινόταν κομμάτι του προγράμματος στο οποίο είχε μπει το μυαλό μου, και το άγχος θα κατάπινε και εκείνη την προσπάθειά μου. Είχα, ωστόσο, χρόνια να το νιώσω αυτό, και ακόμα δεν το ένιωθα… Πάντα όμως η σκέψη του υπήρχε κάπου στο μυαλό μου. Η σκέψη και ο φόβος ότι θα μπορούσε να επιστρέψει…
Διάφοροι άνθρωποι με χαιρέτησαν στον δρόμο. Με ήξεραν από παλιά. Κάποιοι από αυτοί ήταν στην ηλικία μου, άνθρωποι που γνώριζα από μικρό παιδί, ενώ άλλοι ήταν μεγαλύτεροι, άνθρωποι που κάποτε γνώριζαν τους γονείς μου. Οι περισσότεροι στο χωριό με συμπαθούσαν, αλλά υπήρχαν και εκείνοι που με είχαν κατηγορήσει που εγκατέλειψα τους γονείς μου και που αργότερα αναπαλαίωσα το σπίτι τους. Βασικά… σχεδόν το γκρέμισα ολόκληρο και έχτισα ένα καινούριο, οπότε… Αλλά ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί θα με αντιπαθούσαν γι’ αυτό. Ίσως να έφταιγαν και τα όσα έγραφα στα βιβλία μου, ποιος ξέρει;
Συζήτησα για λίγη ώρα με μερικούς από εκείνους τους ανθρώπους, ενώ στα χέρια μου κρατούσα δύο χάρτινες σακούλες με ψώνια… Ναι, επιτέλους εκείνες οι πλαστικές σακούλες είχαν αντικατασταθεί από άλλες, χάρτινες, και καθώς μιλούσα με μια παλιά συμμαθήτριά μου, η οποία είχε αδυνατίσει πολύ και είχε μετατραπεί σε μια όμορφη γυναίκα, εκείνη προσφέρθηκε να κρατήσει μία από τις δύο σακούλες και να με ακολουθήσει στο σπίτι.
«Έχεις πάνω από τέσσερα χρόνια να γράψεις κάτι, ή κάνω λάθος;» Με ρώτησε. «Ή μήπως γράφεις αλλά δεν τα δημοσιεύεις;»
Της χαμογέλασα. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι μια τόσο αθώα ερώτηση θα ήταν ικανή να φανερώσει μια απάντηση η οποία θα έβγαινε από την προσωπική μου κόλαση; Τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται αστείο. Θα της έλεγα: Ξέρεις, Έλλη (αυτό ήταν το όνομά της)… Πριν από τρία χρόνια έχασα τον γιο μου, τον Αντώνη, ενώ αργότερα με παράτησε η γυναίκα μου, και από τότε έγραψα μόνο μερικές ανοησίες, οι οποίες δεν έχουν καμιά αξία ή σημασία για εμένα, και οι περισσότερες από αυτές δεν υπάρχουν πια ούτε καν ως αρχεία στον υπολογιστή μου. Ε, λοιπόν, δεν της τα είπα όλα αυτά. Περιορίστηκα μόνο στα εξής:
«Συνέβησαν διάφορα πράγματα τα τελευταία χρόνια, και δεν είχα και πολύ το μυαλό μου στη θέση του…»
Ήξερα ότι ήταν λάθος απάντηση, καθώς θα πυροδοτούσε ακόμη περισσότερες ερωτήσεις. Και να τι έγινε μετά:
«Αλήθεια; Τι συνέβη, είναι όλα εντάξει; Ο Αντώνης και η Γεωργία; Μόνος σου ήρθες πάλι;»
«Ας μην το συζητήσουμε», της είπα, κι εκείνη έδειχνε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν ήταν εντάξει. Ήταν αλήθεια, επομένως, ότι δεν είχε γίνει γνωστό στον τόπο καταγωγής μου η διάλυση της οικογένειάς μου… Και πώς θα μπορούσε να γίνει, άλλωστε; Ευτυχώς, τα κανάλια δεν ασχολούνταν ποτέ με τους συγγραφείς, ακόμη και με τους πιο γνωστούς από αυτούς, συγγραφείς σαν εμένα, που πουλάνε μεγάλο αριθμό αντιτύπων.
Τώρα η Έλλη άλλαξε θέμα.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις με το Φεστιβάλ; Θα διαβάσεις κανένα απόσπασμα; Κανένα διήγημα μήπως;»
«Δεν ξέρω ακόμα, Έλλη. Αν καταφέρω να γράψω κάτι αξιόλογο μέχρι τότε και αν αποφασίσω να μείνω εδώ, τότε ναι».
«Πολλοί στο χωριό θα απογοητεύονταν αν δεν έπαιρνες μέρος, ξέρεις…»
Γέλασα μ’ αυτό.
«Με κάνεις και κοκκινίζω», της είπα με ειρωνεία, κι έτσι γέλασε κι εκείνη.
Περάσαμε στην αυλή του σπιτιού.
«Δεν έχω έρθει ποτέ στο σπίτι σου», μου είπε. «Αν ενοχλώ…»
«Όχι, καθόλου. Έλα, πέρασε».
Η Έλλη ήταν μια συμπαθητική γυναίκα τώρα. Είχε σπουδάσει στην Αθήνα, και είχε επιστρέψει για να δουλέψει στο Παρεκκλήσι ως μια από τις δασκάλες στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Με ακολούθησε στην κουζίνα, και καθώς άφηνε την χάρτινη σακούλα στο τραπέζι, εγώ πρόσεξα το στήθος της και τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της. Δεν θα σας έλεγα ότι έχω «ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες», αλλά πώς να το κάνουμε… μου αρέσουν…
«Θα ήθελες να βγούμε καμιά φορά;» Την ρώτησα. Εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη. Μετά έκρυψε το χαμόγελό της με το δεξί της χέρι, και γέλασε κομψά.
«Τι εννοείς;» Ρώτησε. «Οι δυο μας;»
«Δεν ξέρω… απλά να βγούμε… ξέρεις, έτσι απλά… Για να κάνουμε λίγη παρέα ο ένας στον άλλον…»
«Ναι, βέβαια», είπε και τα χέρια της ήρθαν στο ύψος του στήθους της δεμένα μεταξύ τους… Στάση άμυνας, σκέφτηκα.
«Σ’ ευχαριστώ…» Της είπα. Δεν ζήτησα το τηλέφωνό της, αλλά λίγο πριν φύγει, εκείνη σταμάτησε στην πόρτα και μου το θύμισε. Ανοησίες, είπα στον εαυτό μου. Επίτηδες δεν το είχα ζητήσει. Έπιασα αμέσως ένα κομμάτι χαρτί και το έγραψα.
«Είναι το σταθερό», μου είπε.
«Ναι, εντάξει, όποιο σε βολεύει…»
Αργότερα θα μάθαινα ότι δεν είχε κινητό. Ένα άλλο παράξενο με όποιον ερχόταν να μείνει μόνιμα στο Παρεκκλήσι. Ξέκοβε από το κινητό του τηλέφωνο… Ο τόπος ενέπνεε τη μοναχικότητα, μάλλον, ποιος ξέρει… Το σκέφτηκα αυτό εκείνη την στιγμή, και πραγματικά πίστεψα ότι όταν κάποιος έρχεται να μείνει στο Παρεκκλήσι, ψάχνει κάτι. Κάτι συγκεκριμένο, κάτι δικό του, και αυτός ο τόπος του προσφέρει την έμπνευση για να το βρει, για να το ανακαλύψει. Κι όταν συμβεί αυτό, κανείς δεν χρειάζεται πλέον το παρελθόν του.
Ακόμη και για το παραπάνω, βέβαια, έχω τις αμφιβολίες μου. Για να πω την αλήθεια… Ποιος δεν χρειάζεται το παρελθόν του; Ποιος μπορεί να το θεωρήσει εντελώς άχρηστο και να αδειάσει το μυαλό του από αυτό, να μην το αφήσει να τον επηρεάζει άλλο πια; Κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν τρομερή δύναμη, νομίζω. Ποιος έχει το κουράγιο να αλλάξει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό του, ώστε το παρελθόν του να μην τον επηρεάζει άλλο πια;
Οδήγησα προς το χωριό δύο εικοσιτετράωρα αργότερα, όταν είχε βραδιάσει πλέον. Πάρκαρα το αυτοκίνητο κάπου στον κεντρικό δρόμο του χωριού, και κάθισα σε ένα παγκάκι, έχοντας απέναντί μου το σημείο στο οποίο θα συναντούσα την Έλλη. Υπήρχαν άνθρωποι έξω τώρα, δεν ήταν πολύ αργά ακόμη, τους έβλεπα συγκεντρωμένους σε παρέες. Άλλοι ήταν μικρότεροι, και άλλοι μεγαλύτεροι σε ηλικία, και για μια στιγμή νόμισα ότι οι περισσότεροι που έβλεπα μπροστά μου ήταν τουρίστες που έμπαιναν και έβγαιναν από τα μικρά καταστήματα του χωριού. Από πάντα επισκέπτονταν τουρίστες το Παρεκκλήσι, από τότε που ήμουν είκοσι ετών το θυμάμαι αυτό…
Είδα την Έλλη να φτάνει μπροστά στο μπαρ, δίπλα από την παιδική χαρά. Πέρασα τον δρόμο χαμογελώντας. Σήκωσα το χέρι μου και τη χαιρέτησα από μακριά… Εκείνη μου χαμογέλασε, ενώ την ίδια στιγμή έφερε τα δυο της χέρια μπροστά της, πλέκοντας τα δάχτυλά της αναμεταξύ τους…
Τώρα, ειλικρινά, δε νομίζω ότι χρειάζεται να σας πω πόσο πολύ βαρεθήκαμε κι οι δυο μας μέσα σ’ εκείνο το μπαρ… Είδα γνωστούς, το ίδιο και η Έλλη, η οποία περισσότερο συνάντησε γονείς των μαθητών της. Εμένα ήρθαν να μου μιλήσουν κάποιοι κάτοικοι του χωριού οι οποίοι είχαν γίνει αναγνώστες των βιβλίων μου από τότε που με άκουσαν να διαβάζω αποσπάσματα και διηγήματά μου στο Φεστιβάλ του χωριού… Α, ναι… Δεν σας έχω μιλήσει ακόμα γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;
Το Φεστιβάλ συμβαίνει μια φορά τον χρόνο, και είναι όλοι καλεσμένοι, ενώ η είσοδος είναι δωρεάν. Αυτό το τελευταίο, βέβαια, είναι σχετικό. Οι ίδιοι οι κάτοικοι πληρώνουν ούτως ή άλλως για τη διοργάνωση, πληρώνοντας τον Δήμο. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα, είμαστε προσκεκλημένοι διάφοροι καλλιτέχνες από όλη την χώρα, αν και τα δύο προηγούμενα χρόνια παρευρέθηκαν ένας συγγραφέας και ένας ζωγράφος του εξωτερικού, ο ένας από το Βέλγιο, ενώ ο άλλος από το Παρίσι. Συγκεντρώνονται διάφοροι άνθρωποι, από το χωριό αλλά και από άλλες περιοχές, για να ακούσουν αποσπάσματα νέων βιβλίων, ή να δουν κάποια έκθεση ζωγραφικής.
Είναι αλήθεια ότι δεν είχα τίποτα έτοιμο για το φετινό Φεστιβάλ, το οποίο θα ήταν σε μερικούς μήνες από τώρα. Η ημερομηνία άλλαζε σχεδόν κάθε χρόνο, δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη μέρα που συνέβαινε το Φεστιβάλ, αλλά συνήθως γινόταν κοντά στα Χριστούγεννα. Εκείνη την εποχή ήταν Οκτώβριος, πράγμα που σήμαινε ότι αν διεξαγόταν ξανά τον Δεκέμβριο, τότε δεν μου απέμενε πολύς καιρός. Τι θα είχαν να πουν κάποιοι αναγνώστες αν δεν παρουσίαζα τίποτα;
Κοίταξα την Έλλη, και πώς εκείνη είχε σταυρώσει ξανά τα χέρια της στο στήθος της, ενώ ένας τύπος της μιλούσε. Σκέφτηκα να την βγάλω από τη δύσκολη θέση, γι’ αυτό και πλησίασα κοντά τους. Σχεδόν αγνόησα τον τύπο, και ρώτησα εκείνην αν ήθελε να φύγουμε. Μου είπε πως ναι, θα το ήθελε, κι έτσι της έφερα το παλτό της και βγήκαμε έξω.
«Κοίταξε», της είπα, «δεν πέρασα καθόλου καλά».
Εκείνη γέλασε.
«Δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τελευταίο καιρό δεν μου αρέσει να πηγαίνω σε μπαρ», είπε. «Ούτε εγώ πέρασα καλά… Θα μπορούσαμε την άλλη φορά να κάνουμε κάτι άλλο, αν θέλεις…»
Χαμογέλασα. Την άλλη φορά; Αναρωτήθηκα.
«Μπορούμε», της είπα, «να πάμε πάνω, στο βουνό, για λίγο…»
Έμοιαζε να το σκέφτεται.
«Μου έχουν πει ότι εκεί έχει ένα πιάνο μπαρ», είπε. «Ίσως να είναι καλή ιδέα».
Περπατήσαμε προς το αυτοκίνητο.Τώρα είχε αρχίσει να χαράζει. Εκείνη κοιμόταν στο κρεβάτι, στο διπλό κρεβάτι των γονιών μου, στο οποίο είχαμε ξαπλώσει μαζί πριν ώρες, όταν επιστρέψαμε. Εγώ σηκώθηκα όρθιος και έπιασα το παντελόνι μου από το κομοδίνο. Το είχα διπλώσει και το είχα αφήσει εκεί, και δεν συνήθιζα να κοιμάμαι γυμνός, αλλά τώρα το είχαν επιβάλλει οι περιστάσεις κατά κάποιο τρόπο.
Περπάτησα δίπλα απ’ το κρεβάτι και κοίταξα έξω, στην πίσω αυλή, ανάμεσα από τα στόρια. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, αλλά μπορούσα να καταλάβω έτσι κι αλλιώς ότι σε λίγο θα ξημέρωνε. Είδα την πισίνα που είχα εγκαταστήσει, καθώς και τον φράχτη πιο πέρα, κοντά στο μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό. Το βουνό φαινόταν στο βάθος, ενώ σύννεφα περνούσαν από πάνω του και ανάμεσα από τα έλατά του σε χαμηλό ύψος. Όλα αυτά ήταν εμποτισμένα με την γενικότερη απόχρωση του γκρίζου και του μπλε ενός συννεφιασμένου πρωινού.
Η Έλλη άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι, κι εγώ την κοίταξα για μια στιγμή και αναρωτήθηκα αν ήταν ξύπνια στην πραγματικότητα και με κοίταζε εκείνη τη στιγμή με τα μισόκλειστά της μάτια. Έφυγα από το δωμάτιο και περπάτησα προς το μπάνιο. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Ήμουν αξύριστος, είναι αλήθεια. Τα γένια μου είχαν μακρύνει αρκετά, θα χρειαζόμουν ένα ψαλίδι για να τα κόψω, και μετά μια ξυριστική μηχανή για να τα κοντύνω. Το θέμα είναι ότι δεν ήθελα ακόμα να το κάνω αυτό. Όσο για το κούρεμά μου, φρόντιζα να είναι πάντοτε κοντό. Είχα αφήσει κάποιες φορές τα μαλλιά μου να μακρύνουν στο παρελθόν, αλλά πάντοτε μου φαινόταν ότι λούζονταν δύσκολα, κι έτσι εδώ και δέκα πέντε χρόνια περίπου προτιμούσα να τα διατηρώ κοντά. Και το σώμα μου; Χμ… το σώμα μου. Τα τελευταία χρόνια έκανα μερικές κάμψεις κάθε μέρα, και μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα είχα αρχίσει να βλέπω αποτελέσματα πάνω μου. Πάνω απ’ όλα το στήθος μου είχε «φουσκώσει» τελικά, και ήταν καλή η αίσθηση όταν η Έλλη έγειρε πάνω του κι εγώ την αγκάλιασα. Είναι σημαντικό να φροντίζεις το σώμα σου νομίζω, όπως το να φροντίζεις το μυαλό σου. Κάποιο καιρό μετά τον θάνατο του Αντώνη αποφάσισα ότι έπρεπε να αρχίσω ξανά να φροντίζω και τα δύο.
Αλλά ας μην προσπαθήσω να σας ξεγελάσω με όλες αυτές τις υποτιθέμενες ενδείξεις υγείας, αφού πιο πολύ πρόκειται για μια ρουτίνα, και όχι για κάτι που κάνω από ευχαρίστηση, κάτι που με βοηθάει. Δηλαδή… άλλες φορές η γυμναστική βοηθάει στην ψυχολογία μου, ενώ άλλες όχι. Όσον αφορά στο νου, τότε ναι… Εκεί δεν έχω επιλογή πέρα από να τον εξασκώ, αφού έτσι κι αλλιώς διαβάζω τα πάντα. Ό,τι μου έρθει, από μυθιστορήματα, μέχρι ιστορία, ή βιβλία φυσικής που να μου είναι, βέβαια, κατανοητά. Μέχρι και φιλοσοφία.
Στον διάδρομο είδα την Έλλη που περπατούσε προς την σκάλα. Είχα αφήσει την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή, και την είδα όταν πέρασε. Βγήκα έξω και την φώναξα με το όνομά της. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Μου χαμογέλασε.
«Φεύγεις;» Την ρώτησα.
«Τι λες, μωρέ;» Μου είπε. «Δεν είμαι καν ντυμένη».
Της χαμογέλασα κι εγώ.
«Νόμιζα ότι ήσουν κάτω, δεν είδα το φως του μπάνιου».
Κατεβήκαμε μαζί την σκάλα, κανείς δεν μίλησε πολύ. Της είπα ότι ήθελα να βγω λίγο έξω, στην αυλή. Την ρώτησα αν θα ήθελε να έρθει, και αφού δέχτηκε, της έδωσα την ρόμπα που κάποτε φορούσε η γυναίκα μου.
«Καφέ;» Είπε εκείνη.
Μας πήρε λίγη ώρα. Τελικά βγήκαμε έξω κρατώντας από ένα φλιτζάνι καφέ, ο δικός μου σκέτος, ο δικός της μέτριος. Ο αέρας είχε κοπάσει τις δύο τελευταίες μέρες, μόνο είχε μείνει η ψύχρα τώρα. Είχε και λίγη ομίχλη, η οποία έφευγε και ερχόταν, ανάλογα με τις διαθέσεις της.
Είπα στην Έλλη να πάμε πίσω, και περπατήσαμε από το πλάι του σπιτιού. Το αυτοκίνητο βρισκόταν κάτω από το υπόστεγο. Η πισίνα ήταν άχρηστη αυτή την εποχή του χρόνου. Μου είπε ότι το σπίτι ήταν πολύ όμορφο απ’ έξω. Από μέσα; Την ρώτησα εγώ. Ναι, είπε, και μέσα καλό είναι, και γέλασε. Μετά τον φράχτη είδαμε το μονοπάτι προς το δάσος, στο βουνό. Πρώτα κατέβαινε χαμηλά, και μετά γινόταν ανηφορικό, μέχρι που χανόταν ανάμεσα στα δέντρα. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, σαν να σκεφτόμασταν να το ακολουθήσουμε. Τελικά δεν μίλησε κανείς από τους δυο μας, κι έτσι η ιδέα απλά αναιρέθηκε.
Επιστρέψαμε στο σπίτι.Είχα πιάσει την εφημερίδα από το γραμματοκιβώτιο πριν μπούμε ξανά μέσα. Ήταν η τοπική εφημερίδα, «Τα Νέα του Παρεκκλησίου», ή κάτι τέτοιο. Αυτή η εφημερίδα μου φαίνεται ότι κυκλοφορούσε από πάντα στο χωριό, και ίσως και σε άλλες, μικρότερες γύρω περιοχές. Τώρα την κρατούσα στα χέρια μου και την ξεφύλλιζα πίνοντας τον καφέ που εκείνη είχε φτιάξει, ενώ η ίδια στεκόταν δίπλα στο παράθυρο και χάζευε έξω.
«Ποιος είναι ο Αλέξανδρος Καραγεωργίου;» Την ρώτησα.
«Ποιος;» Είπε εκείνη.
«Αυτό που έγραψε αυτό το άρθρο για την εκπαίδευση».
«Α! Δεν έχεις μάθει γι’ αυτόν; Ήρθε στο χωριό πριν από λίγο καιρό, παράτησε τις σπουδές του και ήρθε εδώ, και δουλεύει τώρα στο βιβλιοπωλείο της Άννας».
«Όχι, δεν έχω μάθει τίποτα. Είμαι εδώ μόνο δυο τρεις μέρες, εξάλλου».
«Γιατί; Σου αρέσουν αυτά που γράφει;»
«Τα βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα. Τι ξέρεις γι’ αυτόν;»
«Είναι νέος, λίγο πιο μεγάλος από είκοσι ετών, ήρθε από μια πόλη της βόρειας Ελλάδας, βρήκε δουλειά εκεί που σου είπα, νοικιάζει ένα δωμάτιο το οποίο πληρώνει με το μισθό του, και είναι σαν κι εσένα».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή συγγραφέας», μου είπε.
Την κοίταξα καλά, και σύντομα χαμογέλασα. Συγγραφέας; Αναρωτήθηκα.
«Του πρότειναν ήδη να παρουσιάσει κάτι στο Φεστιβάλ… Αν, δηλαδή, έχει κάτι έτοιμο».
«Αχά», είπα εγώ.
Η Έλλη μου θύμιζε μια γαλλίδα ηθοποιό. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά της, αλλά ήμουν σίγουρος, αφού την είχα δει σε μια ελληνική ταινία, η οποία ήταν περίεργη, αλλά καλή. Εκείνη η ηθοποιός ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα κατά τη γνώμη μου. Είχε σγουρά μαλλιά, πλούσια, αλλά όχι πολύ μακριά, και ήταν καστανόξανθα, σε αντίθεση με της Έλλης που ήταν κυρίως κόκκινα. Η Έλλη είχε επίσης γαλαζοπράσινα μάτια, ενώ το δέρμα της έμοιαζε κάπως χλωμό. Όλα αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι που κάνουν τους ανθρώπους όμορφους, και η Έλλη είχε διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Την αγκάλιασα για μια στιγμή πριν φύγουμε για το σπίτι της, και σύντομα μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνθήκαμε προς το χωριό. Μου έδειξε πού ακριβώς βρισκόταν το σπίτι, μου είπε να την ακολουθήσω πάνω ενώ εκείνη θα ντυνόταν για την δουλειά, αλλά της είπα ότι θα την περίμενα στο αυτοκίνητο. Δεν ήθελα όλη την φασαρία των γειτόνων της, ούτε φήμες, ούτε τίποτα τέτοιο. Εξάλλου, προτιμούσα να μείνω λίγο μόνος μου παρέα με τη μοναξιά μου.
Την είδα να μπαίνει μέσα στο πέτρινο κτίριο. Είχε πει ότι το δωμάτιό της βρισκόταν στον δεύτερο όροφο. Μετά έμεινα να παρατηρώ τον δρόμο. Ένα μικρό φορτηγό πέρασε από δίπλα και σταμάτησε σε μια ταβέρνα. Θα ξεφόρτωνε, φαίνεται. Άνοιξα για λίγο το παράθυρο για να νιώσω την πρωινή ψύχρα.
«Πάμε», μου είπε.
Το φορτηγό είχε φύγει από τη μέση του δρόμου τώρα. Οδηγήσαμε προς το σχολείο, όπου την άφησα να κατέβει. Υπήρχαν ήδη παιδιά στην αυλή, και όταν πέρασε εκείνη την είσοδο, έτρεξαν κοντά της για να την χαιρετήσουν. Πριν κατέβει από το αυτοκίνητο, ωστόσο, έσκυψε μπροστά για να με φιλήσει στο μάγουλο, αλλά άθελά μου, δεν της το επέτρεψα. Ή μάλλον η κατάλληλη λέξη είναι «ενστικτωδώς». Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε, αλλά τραβήχτηκα πίσω απότομα, ενώ εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη. Μετά χαμογέλασε για να βγει από την δύσκολη θέση, και μου είπε, «θα τα πούμε». Ναι, σκέφτηκα εγώ… Τέλος πάντων, το χωριό είναι μικρό, οπότε ίσως να την συναντήσω ξανά.
Δικαιολογίες, βέβαια. Ήξερα ότι μπορούσα να την βρω στο σχολείο αν το ήθελα, αλλά προφανώς σκόπευα να το αποφύγω. Η Έλλη, η παλιά συμμαθήτρια που ίσως να μετατρεπόταν σε ακόμη έναν σύντομο έρωτα. Σκέφτηκα την γυναίκα μου καθώς απομακρυνόμουν. Και αμέσως μετά, συνειδητοποίησα ξανά ότι όσο κι αν μου άρεσε να κλείνομαι στον εαυτό μου, τελικά δεν θα ήταν καλό για εμένα. Γιατί να μην επιμείνω με την Έλλη; Ήταν τόσο δύσκολο τώρα πια να ξεχωρίσω τι ακριβώς ήταν αυτό που ήθελα… Μήπως να παραδεχόμουν ότι με την Γεωργία είχαμε τελειώσει οριστικά; Μήπως να δοκίμαζα να πάρω διαζύγιο, επιτέλους;
«Και για να σου πω την αλήθεια», είπα στον εαυτό μου, «δεν γίνεται να αφήσεις τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου να σε στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής σου. Εξάλλου… ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους…»
Αυτός ο κόσμος είναι για τους ζωντανούς.
Πάρκαρα μπροστά στο βιβλιοπωλείο κάποια ώρα αργότερα. Περίμενα στο αυτοκίνητο, όταν είδα ένα νεαρό άντρα να σταματάει μπροστά στην είσοδο του καταστήματος. Έβγαλε κλειδιά από την τσέπη του, έσκυψε, ξεκλείδωσε την πόρτα και άνοιξε το μαγαζί. Σύντομα είδα να ανάβουν τα φώτα μέσα. Υπέθεσα ότι αυτός ήταν ο νεαρός αρθρογράφος.
Περίμενα λίγο ακόμα, και κατέβηκα από το αυτοκίνητο για να πλησιάσω το βιβλιοπωλείο. Έριξα πρώτα μια διακριτική ματιά στην βιτρίνα, απλά και μόνο για να μην μπω μέσα απότομα. Αν το έκανα αυτό θα καταλάβαινε ότι κάτι συγκεκριμένο ήθελα, και δεν μου φάνηκε σαν καλή ιδέα αυτό.
Όταν μπήκα μέσα, εκείνος με κοίταξε πίσω από τον πάγκο και μου είπε «καλημέρα».
«Γεια σου», του είπα εγώ.
«Τι θα θέλατε;»
Πλησίασα.
«Είσαι ο Αλέξανδρος;» Τον ρώτησα, και αμέσως τον είδα να συνοφρυώνεται. Ξαφνιάστηκε, θα έλεγα. Αγχώθηκε.
«Ποιος ρωτάει;» Μου είπε. «Τι θες;»
Τώρα τον κοίταξα εγώ έκπληκτος. Συμπεριφερόταν σαν ένοχος, έτσι μου είχε φανεί. Του πρότεινα μια χειραψία.
«Λέγομαι Πέτρος», του είπα. «Είμαι συγγραφέας».
«Συγγραφέας;» Επανέλαβε εκείνος. «Πώς ξέρεις το όνομά μου;»
«Διάβασα ένα άρθρο σου στην τοπική εφημερίδα. Το βρήκα πολύ αξιόλογο».
«Αχά», έκανε εκείνος. «Πώς είναι το επίθετό σας;»
Παρατήρησα πώς ο τόνος μετατράπηκε από τον ενικό στον πληθυντικό αριθμό.
«Αποστόλου», του είπα. «Πέτρος Αποστόλου».
«Έχω ακούσει για εσάς. Διαβάζω πολύ, κυρίως λογοτεχνία, και έχω ακούσει για εσάς, αλλά δεν έχω ασχοληθεί πολύ με Έλληνες συγγραφείς».
Έγνεψα.
«Τι είδους κείμενα γράφεις;»
«Δεν ξέρω, απλά… κείμενα. Ξεκίνησα γράφοντας ιστορίες φαντασίας, όχι και τόσο ρεαλιστικές δηλαδή, και συνέχισα με άλλα πράγματα… κυρίως δράματα».
«Εκτός από την εφημερίδα, έχεις εκδώσει κάτι άλλο;»
«Όχι», μου είπε, «τίποτα. Πείτε μου, όμως. Τι ψάχνετε;»
Ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Απλά διάβασα το άρθρο σου, και ήθελα να σε γνωρίσω. Τι θα έλεγες αν τα λέγαμε έξω κάποια στιγμή;»
«Δεν καταλαβαίνω…»
«Απλά λέω ότι θεωρώ πολύ πιθανό να μου αρέσουν τα κείμενά σου. Εννοώ να μου αρέσουν ιδιαίτερα. Θα ήθελα συζητήσουμε καμιά φορά. Τι λες;»
«Εε… Ναι, εντάξει. Σήμερα το απόγευμα το βιβλιοπωλείο είναι κλειστό, οπότε θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου, αν το θέλετε».
Του χαμογέλασα. Μετά μου έδωσε ένα χαρτί για να γράψω τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου. Του είπα ότι δεν είχα κινητό τηλέφωνο, αλλά ότι θα του έδινα το σταθερό μου, και ότι μπορεί να μου τηλεφωνήσει το απόγευμα. Μετά τον χαιρέτησα και έφυγα.Ίσως να μην καταλαβαίνετε για ποιο λόγο έγιναν όλα τα παραπάνω. Δηλαδή… όχι όλα, αλλά τα σχετικά με την γνωριμία μου με τον Αλέξανδρο. Είναι αλήθεια ότι δεν ήθελα να μπω από πριν στον κόπο να σας εξηγήσω, αλλά ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη στιγμή για να το κάνω.
Μπορεί, ξέρετε, το γράψιμο να «είναι ζωή», αλλά σίγουρα έχει και τα μελανά του σημεία. Ίσως όχι πάντα κατά τη διαδικασία της συγγραφής, και σίγουρα όχι κατά την διάρκεια μιας δημιουργικής περιόδου, αλλά όπως κάθε τέχνη, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τον άνθρωπο που την ασκεί. Ας μην μιλήσουμε, όμως, γι’ αυτόν τον τομέα, αλλά για κάτι που αφορά την τέχνη του να γράφεις από κάθε πλευρά. Ποιο είναι αυτό το ελάττωμα; Και ανάθεμά με αν δεν το έχουν νιώσει όλοι οι συγγραφείς που υπήρξαν και θα υπάρξουν ποτέ σ’ αυτόν τον κόσμο.
Είναι η μοναξιά.
Είναι, ξέρετε, δύσκολο να πρέπει κανείς να μείνει μόνος του με τις λέξεις του κάποιες φορές. Αλλά δεν είναι μόνο οι λέξεις. Είναι η φύση της τέχνης, αλλά και η φύση του ανθρώπου που την ασκεί. Όταν, ωστόσο, υπάρχει ένα δικό σου αναγνωστικό κοινό, αυτή η μοναξιά περιορίζεται, όταν όμως νιώθεις ανίκανος να γράψεις, τότε τίποτα δεν μπορεί να σε σώσει.
Όταν διάβασα το άρθρο του Αλέξανδρου, μια ιδέα ξεπήδησε στο μυαλό μου. Η ιδέα αυτή, δεν ήταν τίποτα καινούριο για εμένα. Ήταν απλά η ιδέα μιας φιλίας. Πώς θα ήταν, σκέφτηκα, αν γνώριζα αυτόν τον άνθρωπο; Πώς θα ήταν αν του μιλούσα, αν μπορούσα να του προσφέρω κάτι, σαν περισσότερο έμπειρος στην συγγραφή; Πάνω απ’ όλα, τι θα μπορούσε να μου προσφέρει εκείνος;
Οι ανάγκες. Οι ανάγκες για τις οποίες μίλησα πρωτύτερα, με καταλαβαίνετε; Ένιωθα την ανάγκη να γνωρίσω έναν καινούριο άνθρωπο, την ανάγκη να μην είμαι μόνος μου, αφού όλη μου την ζωή η συντροφιά μου περιοριζόταν στις γυναίκες που γνώριζα. Τώρα που η Γεωργία είχε φύγει, υπήρχαν πολλά κενά να συμπληρωθούν, και αυτό που προσπάθησα να συμπληρώσω γνωρίζοντας τον Αλέξανδρο, ήταν αυτό μιας φιλίας όσο πιο αληθινής γινόταν.
Μου τηλεφώνησε αργότερα το απόγευμα.
Ο Αλέξανδρος ήταν ένας συνεσταλμένος άνθρωπος, το κατάλαβα από την αρχή αυτό. Είχα νιώσει την απογοήτευσή του από το άρθρο του. Ήταν μια προσωπική άποψη εκείνο το άρθρο, παρέα με μερικές ιδέες σχετικά με τον τρόπο που λειτουργούσε το εκπαιδευτικό σύστημα των πανεπιστημίων. Ήταν ένα προσωπικό παράπονο, και την ίδια στιγμή μια προσπάθεια να «λύσει» τον γόρδιο δεσμό που βρισκόταν μπροστά του. Και μιλάμε για έναν τρελό κόμπο, όχι αστεία. Ο κόμπος εκείνος αποτελούνταν από το «πού στο διάολο θα βρω δουλειά αν τελειώσω τις σπουδές μου;», από το «πού στο διάολο θα βρω δουλειά αν δεν τελειώσω τις σπουδές μου;», από το «θέλω να τελειώσω τις σπουδές μου, τελικά;» και γενικότερα από το «τι θέλω να κάνω, και γιατί δεν μπορώ να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου;» Αυτό που μπορώ με σιγουριά να σας πω είναι ότι τον καταλάβαινα απόλυτα.
Ήξερα τι ήταν αυτό που περνούσε, ήξερα πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή του, ιδιαίτερα αφού οι διάφορες επιρροές κατά την διάρκεια της ζωής μας, μας μεταβάλλουν με τέτοιο τρόπο που τελικά δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από την ζωή, ποιοι είναι οι στόχοι μας, ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Τώρα, και όπως μου είχε πει η Έλλη, ο Αλέξανδρους είχε παρατήσει τις σπουδές του, είχε έρθει στο Παρεκκλήσι (δεν ξέρω πώς είχε κάνει την τελευταία επιλογή, αλλά ήλπιζα ότι ο συγκεκριμένος τόπος θα τον βοηθούσε), δούλευε σε ένα βιβλιοπωλείο, ένα περιβάλλον που μάλλον του ταίριαζε, και πολύ απλά, πρόσθετε κάτι στο μηνιαίο του εισόδημα γράφοντας στην τοπική εφημερίδα. Ένα χαρτζιλίκι μόνο, τίποτα παραπάνω από αυτό, αλλά το να αμείβεσαι για να γράφεις, είναι πολύ σημαντικό όταν θέλεις να γίνεις συγγραφέας. Είναι μια μικρή αναγνώριση, και τότε, ήδη κάποιοι του είχαν ζητήσει να παρουσιάσει κάτι στο Φεστιβάλ. Βρισκόταν σε καλό δρόμο, κατά την γνώμη μου. Σύντομα, ωστόσο, θα καταλάβαινα ότι δεν είχε πρόθεση να βγει ξανά στον έξω κόσμο, και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελα να προσπαθήσω να τον κατευθύνω. Όποια αλλαγή ερχόταν σε εκείνον, θα την έκανε ο ίδιος στον εαυτό του, και αν η σχέση μας έπαιζε κάποιο ρόλο σ’ αυτό, τότε θα χαιρόμουν ιδιαίτερα.
Στην αρχή δεν πρόσεξα ότι το ίδιο ίσχυε και για τον εαυτό μου. Βλέπετε, πολλές φορές παραβλέπουμε να σκεφτούμε πίσω από τις δικές μας σκέψεις, πίσω από τους εαυτούς μας, ή μάλλον μέσα σ’ αυτούς. Η κάθε σκέψη έχει τη δική της σημασία, και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη δική μας γνώση και αντίληψη, για να κατανοήσουμε το ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα, τι μας αρέσει, και τι δεν μας αρέσει στους εαυτούς μας. Και αφού το κατανοήσουμε αυτό, τότε μπορούμε να αλλάξουμε. Τα ήξερα όλα αυτά τότε, αλλά ακόμη παρέλειπα να ξεσκονίσω την παρατηρητικότητά μου, και να δω τον εαυτό μου και την ψυχή μου με καθαρή ματιά. Αντιθέτως, είδα στον Αλέξανδρο κάτι που μου έλειπε πάρα πολύ, κάτι που είχε να κάνει με τον Αντώνη, κάτι που πολύ δύσκολα θα μπορούσα να προσδιορίσω μέσα μου.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Και κάπως έτσι συνάντησα τον Πέτρο. Έτσι απλά, μπήκε μια μέρα στο βιβλιοπωλείο που δούλευα και αρχίσαμε να συζητάμε. Έπρεπε να ακυρώσω ένα ραντεβού με την Ιωάννα για να καταφέρω να τον συναντήσω εκείνο το ίδιο απόγευμα, αλλά ήμουν εντάξει μ’ αυτό. Δεν θα ήταν και άσχημα αν δεν την έβλεπα και καμιά μέρα, έτσι δεν είναι;
Την Χριστίνα είχα αρχίσει να την ξεχνάω ήδη. Δεν είχα και άλλη επιλογή. Εκείνη, δηλαδή, δεν μου είχε αφήσει επιλογή. Όποια κι αν ήταν η σχέση μας, από την αρχή μέχρι το τέρμα της, επειδή πραγματικά τότε έμοιαζε να είναι το τέρμα, εκείνη είχε πάρει όλες τις αποφάσεις, ενώ εγώ μόνο έδειχνα τον σχετικό σεβασμό σε ό,τι ήθελε εκείνη. Ένιωθα από την αρχή κάπως βλάκας που το έκανα αυτό, αλλά δεν ήθελα καθόλου να την χάσω. Κι εξάλλου, είμαι σίγουρος ότι ήταν και για εκείνην δύσκολο. Αν δεν την ένοιαζε καθόλου, τότε δεν θα είχαμε φτάσει μέχρι εκείνο το σημείο μαζί. Ίσως η απόφαση να σταματήσουμε να έχουμε ακόμη κι εκείνη την φιλική σχέση να ήταν καλύτερα. Ίσως, αν σκεφτεί κανείς ότι τώρα είχα την Ιωάννα, και ότι μπορούσα να κοιμάμαι μαζί της και να περνάω τη μέρα μου μαζί της χωρίς να πρέπει να λέμε ψέματα σε κανέναν γκόμενο της.
Όλο εκείνο τον καιρό, όμως, δεν περιορίστηκα στο βιβλιοπωλείο. Είχα καταφέρει να «κερδίσω» με το γράψιμό μου μια στήλη στην τοπική εφημερίδα, και έβγαζα μερικά ψιλά μ’ αυτόν τον τρόπο. Επίσης, είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε με την Ιωάννα για να βελτιώσουμε την βιβλιοθήκη του Παρεκκλησίου. Ήταν ήδη αρκετά γεμάτη, αλλά είχαμε μερικές ιδέες για να την οργανώσουμε ακόμη καλύτερα. Ήδη είχαν αρχίσει να έρχονται μικρά παιδιά, και ήταν πολύ θετικό που μας έδωσαν την δυνατότητα να επέμβουμε χωρίς να είμαστε αρμόδιοι για κάτι. Εμφανιστήκαμε στο δημαρχείο περισσότερο σαν πολίτες που ενδιαφέρονται για τον τόπο, παρά σαν οτιδήποτε άλλο, κι έτσι καταφέραμε να κερδίσουμε την εύνοια των σχετικών αρχών. Οφείλω να ομολογήσω ότι ο δήμαρχος είχε τα μάτια του ανοιχτά, ήξερε τι συνέβαινε στο χωριό του, και έδειχνε ενδιαφέρον γι’ αυτό.
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είχα ήδη μάθει πολλά πράγματα σχετικά με τον εαυτό μου, σχετικά με την Ιωάννα, αλλά και σχετικά με την ζωή μου. Υπήρχαν φορές που οι γονείς μου μού έλειπαν, αλλά δεν τολμούσα ακόμη να επικοινωνήσω μαζί τους. Αναρωτιόμουν τι να είχαν σκεφτεί, άραγε. Μου πέρασε από το μυαλό η πιθανότητα να είχαν καλέσει την αστυνομία μόλις είδαν ότι έλειπα για αρκετό καιρό. Σκεφτόμουν κάθε τόσο αν τελικά θα έβρισκα το μπελά μου, αλλά στην πραγματικότητα ένιωθα ότι δεν έπρεπε να λογοδοτήσω σε κανέναν για τις επιλογές μου. Ο καθένας μπορούσε να πει ό,τι ήθελε να πει.
Παράλληλα, στην βιβλιοθήκη είχα βρει ορισμένα βιβλία ιστορίας τα οποία ξεκίνησα να διαβάζω, και διαπίστωσα ότι όταν διάβαζα τέτοιου είδους βιβλία, απομακρυσμένος, όμως, από την σχολή μου, χωρίς το διάβασμά μου να προορίζεται για κάποιες εξετάσεις, τότε πραγματικά μου άρεσε. Αντιθέτως, οτιδήποτε ήταν σχετικό με την σχολή μου, το μυαλό μου το απωθούσε και δεν το δεχόταν με τίποτα. Κάθε τόσο σκεφτόμουν αν θα μπορούσα ποτέ να επιστρέψω για να τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά μετά απογοητευόμουν ξανά από την αρχή, καθώς κάτι τέτοιο έμοιαζε ανέφικτο. Μου ήταν εντελώς αδύνατο να κάνω ό,τι χρειαζόταν, ιδίως αφού έβρισκα ότι δεν με ωφελούσε με κανέναν τρόπο. Στην βιβλιοθήκη, αντιθέτως, του Παρεκκλησίου, καθόμουν με τις ώρες πάνω από δύο διαφορετικά βιβλία, έτσι ώστε να μπορώ να συγκρίνω και να κατανοώ καλύτερα όλα όσα διάβαζα. Αυτό γινόταν τα απογεύματα, ενώ αργότερα, τα βράδια, συναντούσα την Ιωάννα.
Η Ιωάννα είχε αρχίσει να δουλεύει στο δημοτικό σχολείο τώρα που είχε πάρει το πτυχίο της. Στις αρχές μου έλεγε ότι τα παιδιά είναι δύσκολη υπόθεση, αλλά τελικά είχε αρχίσει να της αρέσει, όσο κι αν την κούραζε.
Και κάπως έτσι τέλειωσε αυτή η ιστορία με την Χριστίνα. Δεν μπορώ και δεν θέλω ακριβώς να περιγράψω πόσο θυμωμένος ένιωθα μαζί της για όλες τις επιλογές που είχε κάνει. Από την αρχή όλες οι επιλογές ήταν δικές της, όπως σας είπα, ενώ εγώ απλά ακολουθούσα, και από τη στιγμή που αποφάσισε ότι θα τελείωνε όλο αυτό, γιατί για εμένα αυτό σήμαινε η τελευταία φορά που την συνάντησα, εγώ για ακόμη μια φορά είχα ακολουθήσει. Σαν μαλάκας πήγαινα όπου είχε εκείνη ανάγκη να πάω, σύμφωνα με τον εαυτό της. Και στο τέλος δεν φοβήθηκα τόσο τη μοναξιά, αφού από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο Παρεκκλήσι δεν ένιωθα και τόσο μόνος, αλλά σίγουρα φοβήθηκα το ότι θα την έχανα. Και όντως την έχασα, απλά και μόνο επειδή εκείνη έκανε τις επιλογές της, επιλογές που ήξερε από την αρχή ότι δεν θα εγκατέλειπε. Επομένως… Τι ακριβώς ήμουν εγώ; Πώς ακριβώς ταίριαζα εγώ μέσα σε όλα αυτά;
Προφανώς δεν ταίριαζα καθόλου, και αυτό ήταν το πρόβλημα. Και για να σας πω την αλήθεια, λίγο πολύ το ήξερα ότι έτσι θα κατέληγε, απλά συνέχιζα να διατηρώ τις «φιλικές» μας σχέσεις, και αυτό είναι κομμάτι της δικής μου ευθύνης. Θα έπρεπε να το έχω τελειώσει από την αρχή, απ’ ό,τι φαίνεται.
Τώρα κοίταζα τον Πέτρο, που καθόταν απέναντί μου σε μια καρέκλα, στην ίδια καφετέρια που είχαμε συναντηθεί την πρώτη φορά. Ξεφύλλιζε ένα βιβλίο ιστορίας που του είχα φέρει από τη βιβλιοθήκη. Είχα μάθει μόλις πριν από δύο μέρες για τον θάνατο του γιου του, του Αντώνη, αλλά και για τον χωρισμό του με την Γεωργία, και δεν ήξερα πώς θα έπρεπε να τον αντιμετωπίζω πια. Στην αρχή είχα δει έναν άνθρωπο που έμοιαζε δυνατός, σίγουρος για τον εαυτό του, και εντάξει, η σιγουριά έμοιαζε να κρατάει ακόμη καλά, αλλά η δική μου εικόνα για εκείνον είχε αρχίσει να μεταβάλλεται. Τώρα έβλεπα έναν άνθρωπο ο οποίος πάλευε για να μην καταρρεύσει, ο οποίος αναζητούσε μια φιλία, και στην προκειμένη περίπτωση την αναζητούσε από εμένα, ενώ παράλληλα αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας επαγγελματίας συγγραφέας, ο οποίος αδυνατούσε να γράψει. Ένιωθα ότι μπορούσα να τον καταλάβω, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος, και γι’ αυτό δεν ήξερα πώς να συμπεριφερθώ. Μήπως τον λυπόμουν; Λες και η δική μου κατάσταση ήταν εξαιρετική… Ε, εντάξει, είχε βελτιωθεί σε σχέση με παλιότερα, αλλά το γεγονός ότι είχα παρατήσει τις σπουδές μου αποτελούσε πληγή για εμένα. Το γεγονός ότι είχα αφήσει πίσω τους γονείς μου, ακόμη και την Χριστίνα, για την οποία ένιωθα κάτι ανάμεσα σε θυμό και θλίψη… Όλα αυτά με κατέτρωγαν. Όμως τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Το να φύγω έμοιαζε σαν μια σωστή επιλογή τότε, και μέχρι τώρα δεν έχω φτάσει σε σημείο να θέλω να γυρίσω πίσω.
Όσον αφορά τις σπουδές μου, ήθελα την γνώση, ναι, και κάποια στιγμή σκόπευα να μεταφέρω τα βιβλία μου στο Παρεκκλήσι, αλλά αν θυμάμαι καλά, σας περιέγραψα ήδη την κατάσταση με την σχολή. Το να είσαι διαφορετικός και απροσάρμοστος, μπορεί να σου δίνει χαρακτήρα, αλλά σου δημιουργεί προβλήματα, έτσι δεν είναι;
Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να επικοινωνήσω με τους δικούς μου, θα έπρεπε να τους ανακοινώσω τα σχέδιά μου και τις αποφάσεις μου, κι αν ήθελαν να τις δεχτούν έχει καλώς, αν όχι, τότε αυτό θα ήταν δικό τους πρόβλημα. Και το να τους μιλήσω, τελικά, είναι πράγματι πολύ καλύτερο από απλά να τους εγκαταλείψω, όπως είχα κάνει μέχρι τότε.
«Διαβάζεις ιστορία;» Ρώτησα τον Πέτρο. «Γενικότερα, εννοώ. Σου αρέσει;»
«Το αν θα μου αρέσει εξαρτάται από το θέμα που διαπραγματεύεται, και από τον συγγραφέα. Έχει σημασία ο τρόπος που είναι γραμμένο το βιβλίο, δε νομίζεις; Δεν μου αρέσει να δέχομαι τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, ιδίως αν συμπεριλαμβάνουν αριθμούς… πληθυσμούς, ή και δημογραφικά στοιχεία. Μου αρέσουν πολύ οι αναλύσεις, οι θεωρίες».
Χαμογέλασα όταν μου το είπε αυτό. Συμφωνούσα απόλυτα μαζί του, και δεν θυμάμαι αυτή την στιγμή αν έγραψα ακριβώς το ίδιο πράγμα πιο πάνω, αλλά είναι μια απόδειξη του πώς εμείς οι δύο μπορούσαμε να τα βρούμε αν το θέλαμε.
«Διαβάζω διάφορα πράγματα», μου είπε τελικά. «Δεν είναι καλό, πάντως, να παρατήσεις τις σπουδές σου. Ξανασκέψου το».
Τον κοίταξα για μια στιγμή και χαμογέλασα.
«Δεν νιώθω σαν να θέλω να κάνω κάτι άλλο προς το παρόν», του είπα.
«Όπως νομίζεις. Δικό σου θέμα είναι, όχι δικό μου. Απλά λέω την άποψή μου. Κι εγώ κάπως έτσι σκεφτόμουν στην ηλικία σου… παράτησα τους δικούς μου εντελώς, εκμεταλλεύτηκα ό,τι είχαν να μου προσφέρουν για να πετύχω τους δικούς μου στόχους».
«Ναι, αλλά τα κατάφερες».
«Ναι, αυτό είναι το θετικό κομμάτι. Το αρνητικό είναι ότι τους έχασα πολύ πριν πεθάνουν».
Σ’ αυτό το σημείο συνοφρυώθηκα.
«Τι εννοείς;» Τον ρώτησα. «Δεν ήξερες ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε; Δεν ήσουν πρόθυμος να πληρώσεις αυτό κόστος; Αν δεν ήσουν, τότε γιατί το έκανες;»
Ακούμπησε το βιβλίο στο τραπέζι και με κοίταξε.
«Τώρα όμως, σήμερα, που η επιτυχία είναι εξασφαλισμένη, έχω ανάγκη από άλλα πράγματα. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;»
Ήταν μόνος, αυτό εννοούσε. Ήταν ολομόναχος.
«Εγώ αυτό που ξέρω», του είπα, «είναι ότι όταν κάποιος προσπαθεί πάρα πολύ με τους ανθρώπους, τελικά δεν τα καταφέρνει, τους διώχνει από κοντά του».
Γέλασε, αλλά δεν είπε τίποτα.
Αργότερα φύγαμε από την καφετέρια.
Είναι αλήθεια ότι μερικές φορές η Χριστίνα τριγυρνούσε ακόμη στο μυαλό μου. Είχα νιώσει θυμωμένος μαζί της, ναι, αλλά πολλές φορές προσπαθούσα απλά να καταλάβω τα λάθη μου. Δεν μου άρεσε να την κατηγορώ για τις επιλογές που έκανε. Εξάλλου, από παλιά μου έμοιαζε περισσότερο σαν να μην είχε άλλη επιλογή. Ή μάλλον σαν να απέκλειε κάθε άλλη επιλογή. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους κάποιος θα φοβόταν να λύσει τα προβλήματά του, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ κανέναν για τη Χριστίνα. Τι την έδενε με εκείνον τον άνθρωπο;
Κάθε φορά που το σκεφτόμουν, έλεγα στον εαυτό μου ότι «δεν έχει σημασία», και προφανώς του έλεγα ψέματα. Γιατί είχε σημασία, αυτή ήταν αλήθεια. Μπορεί να είχα την Ιωάννα, μπορεί εξαιτίας της να είχα αρχίσει να κάνω κάμψεις και squats κάθε μέρα προκειμένου να βελτιώσω το σώμα μου (σκόπευα επίσης να αρχίσω να τρέχω στο δάσος), αλλά η Χριστίνα ήταν η Χριστίνα, έτσι δεν είναι. Κι εκεί που η Ιωάννα ήταν η γκόμενά μου, η Χριστίνα ήταν απλά… η Χριστίνα! Με καταλαβαίνετε;
Αφιέρωνα κάθε μέρα λίγο χρόνο στο γράψιμο, έστω και για να γράψω μία σελίδα, έστω και για να γράψω έναν διάλογο ανάμεσα σε δύο από τους χαρακτήρες μου. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη σε άλλα πράγματα εκείνη την περίοδο, και δεν μπορούσα να βρω λίγες στιγμές απόλυτης ησυχίας για να αφιερωθώ στο γράψιμο. Ξέρω ότι αυτό σημαίνει ότι αμελούσα ένα από τα πιο σημαντικά για εμένα πράγματα, αλλά απλά δεν μπορούσα να το κάνω. Ήταν λες και το μυαλό μου είχε στερέψει. Απλά ήταν μια περίοδος η οποία δεν ήταν και τόσο παραγωγική. Το ερώτημά μου ήταν: Τι είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα παραγωγικό;
Δεν ξέρω αν κανείς έχει βρει την λύση σε αυτό, αλλά σίγουρα έχει να κάνει με τις επιρροές που δέχεται κανείς από την ζωή του, από άλλες τέχνες, από άλλα βιβλία… Τι είναι αυτό που αφαιρεί την παραγωγικότητα; Κάποια δυσκολία; Αν και δεν ξέρω αν αυτό ισχύει, αφού πολλές φορές μια δυσκολία κινητοποιεί το γράψιμο. Επομένως;
Την επόμενη μέρα πήγα για τρέξιμο. Βγήκα από το χωριό και έστριψα σε έναν χωματόδρομο στο δάσος. Κάπου εκεί άρχισα να τρέχω, και για να πω την αλήθεια δεν άντεξα και πολύ, μόνο λίγα λεπτά, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Συνέχισα να προσπαθώ για περίπου μισή ώρα, και τελικά στάθηκα ανάμεσα στα δέντρα, ενώ πάνω, στον ουρανό, μόλις που είχε αρχίσει να βγαίνει ο ήλιος. Ξεκίνησα για να επιστρέψω.
Έκανα ένα μπάνιο στο σπίτι. Είναι περίεργο το πώς έβρισκα σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο την ζεστασιά που είχα ανάγκη. Μπορεί να ήταν τόσο μικρό, αλλά ακριβώς αυτό ήταν που με είχε κάνει να δεθώ μαζί του. Το γεγονός ότι μέσα σε ένα δωμάτιο βρίσκονταν το κρεβάτι, το γραφείο, μια μικρή κουζίνα και η τηλεόραση. Μπορούσα όταν ήθελα να ανοίγω τα παράθυρα, μιας και υπήρχε μπροστά στο γραφείο μια σειρά από πλατιά παράθυρα, κι έτσι να μπαίνει μέσα κρύο το πρωί… Περίμενα, ωστόσο, να δω το Παρεκκλήσι όταν ο καιρός θα άνοιγε. Πώς θα έμοιαζε; Από εκείνα τα παράθυρα μπορούσα να δω κάτω, στον κεντρικό δρόμο, και ήθελα μια μέρα να δω τα δέντρα, τα χαμηλά σπίτια, αλλά και τον ουρανό, χωρίς να βρίσκονται όλα σε αποχρώσεις του γκρι.
Κοίταξα το ημερολόγιο πάνω στο γραφείο. Πλησίαζε το Φεστιβάλ. Θα έκανε μόνο δύο βδομάδες για να αρχίσει. Δεν θα διάβαζα κανένα κείμενό μου, με τίποτα, δεν ένιωθα έτοιμος. Μπορεί εκείνο το χωριό να με είχε αγκαλιάσει και να με είχε δεχτεί, αλλά δεν ήμουν έτοιμος να του δείξω τέτοια εμπιστοσύνη ώστε να διαβάσω δημοσίως ένα λογοτεχνικό κείμενό μου. Τα μικρά άρθρα στην εφημερίδα ήταν μια άλλη ιστορία. Με πλήρωναν για εκείνα, μου έδιναν κάτι ψίχουλα που ήταν άνευ σημασίας, έτσι κι αλλιώς. Μερικές φορές είχα σκεφτεί μήπως το έκαναν επειδή με λυπόνταν, αλλά δεν έδωσα σημασία σ’ αυτή την σκέψη, καθώς ήταν ανόητη. Το μόνο που έδειχνε ήταν η εικόνα που είχα εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου, και τίποτα παραπάνω από αυτό. Αν με πλήρωναν, το έκαναν επειδή πίστευαν ότι το άξιζα, και δεν ωφελούσε να το ψάξω παραπάνω το θέμα.
Στον δρόμο, από το παράθυρο, είδα την Ιωάννα. Πού πήγαινε τέτοια ώρα το πρωί; Μερικές φορές ακόμα την κοίταζα και απορούσα τι δουλειά είχε μαζί μου αυτή. Έτσι υποτιμούσα πάντα τον εαυτό μου, αλλά κατά βάθος, υπήρχε κάτι άλλο μέσα μου… Υπήρχε μια βαθιά πίστη ότι θα κατάφερνα τα πάντα. Ίσως αυτό να ήταν μια εσωτερική αντίδραση του ψυχισμού μου σε όλη την αδυναμία που ένιωθα, αλλά όπως και να έχει το πράγμα, υπήρχαν φορές που πίστευα σε εμένα τόσο βαθιά, ώστε ήμουν σίγουρος ότι τίποτα δεν θα με σταματούσε απ’ το να καταφέρω όλα όσα ήθελα. Από την άλλη, μερικές φορές σκεφτόμουν, «τότε γιατί είμαι τόσο ευάλωτος»;
Κι εκεί άρχιζαν μερικές ανόητες ιδέες και σκέψεις. Σκέψεις όπως: Μήπως όλα είναι θέμα επιλογής, τελικά; Μήπως εγώ επιλέγω να είμαι έτσι; Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να αλλάξει αν το θέλει. Το θέμα είναι να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες να μπορεί να είναι ο εαυτός του, και μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να χτίσει πάνω σε νέες βάσεις έναν καινούριο εαυτό, διατηρώντας όσα από τα παλιά χαρακτηριστικά του θεωρεί ότι του ταιριάζουν. Αν ήθελα να διορθώσω κάτι στον εαυτό μου, θα μπορούσα να το κάνω, έτσι δεν είναι;
Η πιθανότητα να μείνω για πάντα έτσι, σκεφτόμουν τότε, με τρομάζει.
Ήθελα οπωσδήποτε να αλλάξω. Γι’ αυτό δεν είχα φύγει, εξάλλου; Για να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορούσα να αναπτυχθώ σαν άνθρωπος. Έτσι δεν είναι; Απλά θέλω να ζω με τους ρυθμούς μου… Θέλω να μου αρέσει η ζωή μου, και αν αρχίσω να ζω από τώρα όπως θέλω, αν αγγίξω από τώρα τους στόχους μου, αν νιώσω ότι έχω πλησιάσει, ότι είμαι ήδη εκεί, αν με λίγα λόγια πιστέψω πραγματικά στον εαυτό μου, τότε όλα είναι δυνατά. Και νομίζω ότι το βασικό σκεπτικό μου τότε, ήταν ακριβώς αυτό.
Υπήρχαν ώρες της μέρας, όπως σας είπα, κατά τις οποίες διάβαζα. Διάβαζα κυρίως ιστορία, αλλά και λαογραφικά βιβλία που έβρισκα στην βιβλιοθήκη. Όλα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο των σπουδών μου, αλλά μπορούσα να καταπιαστώ μαζί τους μόνο όταν διέγραφα μέσα μου την σχολή. Παράξενη σύνδεση να κάνει κανείς μέσα του, έτσι δεν είναι; Το να συνδέσω την άποψή μου για το πανεπιστήμιο, με το ενδιαφέρον μου για τις σπουδές, μπορεί να μοιάζει κάπως ανώριμο, αλλά για εμένα είχε σημασία το τι πίστευα για τους καθηγητές μου. Από πάντα είχε σημασία αυτό για εμένα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλαζα την προδιάθεσή μου απέναντι στα αντικείμενα που μελετούσα, όπως η ιστορία, ξεγράφοντας από μέσα μου την σχολή. Αυτό, βέβαια, σήμαινε ότι δεν θα έπαιρνα ποτέ κάποιο πτυχίο, και ότι δεν θα έβρισκα δουλειά. Αλλά για μια στιγμή. Το κύρος που προσδίδει το πτυχίο, είναι κάτι που προσδιορίζεται κοινωνικά, έτσι δεν είναι; Εγώ ποτέ δεν ένιωθα σαν να είχα καλές σχέσεις με την κοινωνία. Εννοώ ότι ποτέ δεν ήμουν πραγματικά κοινωνικοποιημένος, και αυτό από ένα σημείο και μετά έγινε κάτι σαν ιδεολογία για εμένα, καθώς ήμουν εντελώς αρνητικός απέναντι στην κοινωνικοποίησή μου. Δεν με ένοιαζε να γίνω μέλος της κοινωνίας με έναν τέτοιο τρόπο. Τι παράξενες ιδέες, Θεέ μου! Μπορεί μερικές φορές να υπέφερα εξαιτίας τους, αλλά κατά κανόνα αυτή ήταν η ζωή μου, και ως συγγραφέας, δεν θα μπορούσα να είμαι ένα ενεργό μέλος της κοινωνίας, καθώς αυτό θα με άλλαζε πάρα πολύ, προς κατευθύνσεις που καθόλου δεν επιθυμούσα. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι ποτέ δεν μου άρεζε να εντάσσομαι κάπου, αλλά πάντα είχα την τάση να κυνηγάω την διαφοροποίηση. Ήλπιζα ότι αυτό, αυτή η προσπάθεια για διάκριση, δεν θα με κατέστρεφε ποτέ…
Η τέχνη μου ήταν ένας βασικός παράγοντας για εμένα, βάσει του οποίου έπαιρνα αποφάσεις. Κάπου εκεί έγκειται η όλη διαφορετικότητα του καλλιτέχνη, νομίζω. Στην ευαισθησία ίσως, αλλά και στον γενικότερο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων. Θυμάμαι το βιβλίο του Γιώργου Λεονάρδου, «Η δομή του μυθιστορήματος», στο οποίο παρουσίαζε μια έρευνα στο τέλος. Η έρευνα έδειχνε ότι πολλοί από τους ανθρώπους που ήταν συγγραφείς ήταν αλκοολικοί, ενώ άλλοι υπέφεραν από άλλες μορφές ψυχικών διαταραχών. Και όλα αυτά τα χαρακτηριστικά των συγγραφέων, ή των καλλιτεχνών, εγώ επέλεγα μέσα μου να τα ονομάσω «διαφορετικότητα».
Κάποτε ντρεπόμουν για την κλίση μου στην συγγραφή, και νομίζω ότι γι’ αυτό φταίει η οικογένειά μου, αλλά και το σχολείο, το οποίο δεν βοήθησε ποτέ κανέναν να γίνει μια αυτόνομη προσωπικότητα, αναπτύσσοντας τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αργότερα, σκέφτηκα ότι αυτή η διαφορετικότητα δεν ήταν μειονέκτημα ή πρόβλημα, αλλά προτέρημα, το οποίο έπρεπε να μάθω να χρησιμοποιώ υπέρ μου, πριν οι άλλοι το χρησιμοποιήσουν εναντίον μου. Δεν είναι καλό να είσαι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, έτσι δεν είναι; Ή μάλλον είναι καλό στο βαθμό που το γάλα δεν παλεύει να σε πνίξει…
Είχα κατά νου ένα άρθρο για την διαφορετικότητα του καλλιτέχνη τότε. Ίσως θα έπρεπε να το έχω γράψει, αλλά δεν το έκανα. Επέτρεψα στον εαυτό μου να παρασυρθεί από το τι θα έλεγε ο κόσμος του χωριού για όσα θα έγραφα… Τώρα πια νομίζω ότι το να μην το γράψω ήταν λάθος.Η αλήθεια ήταν ότι μέσα μου δεν ένιωθα σαν να είχε τελειώσει ακόμη για εμένα η Χριστίνα. Κάπως ήλπιζα ότι όλα θα άλλαζαν, και ότι εκείνη θα επέστρεφε κοντά μου. Κοντά μου; Πότε ήταν κοντά μου, όμως; Ποτέ δεν ήταν αρκετά κοντά.
Το επόμενο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου μόνο για δύο ώρες, και το επόμενο πρωί σερνόμουν. Ο λόγος ήταν ότι δεν είχα ησυχία μέσα μου. Η ψυχή μου ήταν ανήσυχη, μάλλον. Ένιωθα μια βαθιά θλίψη, αφενός για τους γονείς μου, αφετέρου για την Χριστίνα, αλλά και για τον εαυτό μου και τις αποφάσεις μου, τις συνθήκες, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, αλλά και όλα τα χαρακτηριστικά μου που με είχαν οδηγήσει στην παραίτηση από την προηγούμενή μου ζωή. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν ήταν ένα μεγάλο λάθος το να εγκαταλείψω τα πάντα, και νομίζω ότι για αυτό φταίει το ότι δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Το ότι δεν έκανα ό,τι έκαναν όλοι οι άλλοι ήταν αυτό που με έκανε να ανησυχώ για το μέλλον μου, η απομάκρυνση από την ασφάλεια και την σιγουριά ενός πτυχίου, μιας σχέσης με γυναίκα, πολλών άλλων φιλικών σχέσεων… Ποιος ήμουν εγώ που έκανα τέτοιες επιλογές; Ήμουν κάποιος λίγο διαφορετικός, ή απλά κάποιος αδύναμος και φοβισμένος ανθρωπάκος;
Θα μπορούσα πολύ εύκολα να δεχτώ τις απόψεις των άλλων για εμένα. Και ήξερα τις απόψεις τους από τον τρόπο που μου συμπεριφέρονταν οι υποτιθέμενοι κοινωνικοποιημένοι. Τους είχα δει, και δεν ήθελα να δω κάτι παραπάνω, γι’ αυτό και τελικά έφευγα μακριά, ιδίως αφού με απέρριπταν έτσι. Τους απέρριπτα κι εγώ, αλλά νομίζω ότι η ρίζα αυτής της απόρριψης είχε μπει μέσα μου επειδή πριν από όλους αυτούς την είχα βιώσει εγώ ο ίδιος. Θα σας συμβούλευα να μην προσπαθείτε να αλλάξετε την γνώμη των άλλων για εσάς, εκτός κι αν αυτός ο άλλος είναι πράγματι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο. Κανείς δεν θα αλλάξει την άποψή για του εμένα, ας πούμε, εκτός κι αν είναι πρόθυμος να το κάνει. Αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να κάνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, είναι πολύ εύκολο για όλους αυτούς να παραξενεύονται μαζί μου, με τη διαφορετικότητά μου, να μην με κατανοούν, και έτσι να μου επιτίθενται με την πρώτη ευκαιρία, να με απορρίπτουν, να με περιγελούν, ή πολύ απλά –και αυτή θα ήταν η καλύτερη δυνατή περίπτωση- να με αγνοούν.
Θυμάμαι μια κοπέλα που μου άρεσε στο πανεπιστήμιο. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν θα την πλησίαζα ποτέ. Έβλεπα την συμπεριφορά της, και ήταν πάντοτε όμορφη σαν θαύμα, ελκυστική, γλυκιά και όλα τα σχετικά, αλλά πλέον βαθιά είχε ριζώσει μέσα μου η προκατάληψη για όλους τους άλλους ανθρώπους εκτός από εκείνους που εμπράκτως και διαρκώς πάλευαν για να μου δείξουν τη συμπάθειά τους προς εμένα. Αντιθέτως, αντί για αγάπη, το πρώτο, επιφανειακό συναίσθημα που ένιωθα για εκείνην, ήταν μίσος. Τόσο ερωτευμένος ήμουν μαζί της. Από ένα σημείο και μετά είχα θεσπίσει ένα νόμο που αφορούσε τον εαυτό μου. Αργότερα έβαλα κι άλλους, αλλά εκείνος ήταν ο πρώτος που στην περίπτωση της εν λόγω συμφοιτήτριας απέτυχα να ακολουθήσω. Ο νόμος αυτός έλεγε ότι δεν θα άφηνα ποτέ ξανά να δημιουργηθεί μέσα μου τίποτα τέτοιο που να σχετίζεται με μια γυναίκα. Δεν με ένοιαζε τι θα έκανα, αλλά δεν θα το άφηνα να συμβεί ξανά. Ε, λοιπόν, εκείνη η κοπελίτσα κάπως πέρασε τις άμυνες μου, και νομίζω ότι ένιωσε την αντιπάθεια που έτρεφα για εκείνη, αλλά ένιωσε μόνο εκείνο το επιφανειακό κομμάτι του ψυχισμού μου, εκείνο που έδειχνα, όπως ήταν απόλυτα λογικό να συμβεί. Πώς θα μπορούσε να ξέρει αυτό που για εμένα ήταν αυτονόητο;
Δεν την πλησίασα ποτέ, και μετά παράτησα εντελώς την σχολή, ενώ εκείνη συνέχιζε τις σπουδές της. Ή έτσι υποθέτω εγώ, τέλος πάντων. Και μετά έφυγα, και δεν έγινε τίποτα, αλλά μερικές φορές ακόμη την θυμάμαι. Η Χριστίνα ήταν περίεργη πάνω σ’ εκείνο το θέμα. Άλλες φορές μου έλεγε να την προσεγγίσω, ενώ άλλες θύμωνε όταν το συζητούσαμε οι δυο μας.
Και όπως είπα πριν, θα μπορούσα να πιστέψω όλους αυτούς που προσπάθησαν να μου αποδείξουν ότι δεν αξίζω, αλλά μετά ήρθε ένας δεύτερος νόμος, ο οποίος έλεγε το εξής: Δεν σας πιστεύω. Ναι, ακριβώς. Δεν τους πίστευα. Δεν πίστευα κανέναν τους πια, κανέναν απολύτως, όποιος κι αν ήταν αυτός, και όποιο ρόλο κι αν είχε παίξει πρωτύτερα στην ζωή μου, εγώ δεν τον πίστευα. Ο λόγος των άλλων μετρούσε μόνο αν συμφωνούσε με τον δικό μου λόγο, κι αυτή ήταν η τακτική που θα ακολουθούσα από τότε μέχρι και σήμερα που γράφω αυτές τις σελίδες. Οποιοσδήποτε άλλος εκτός από εμένα, ήταν πλέον αναλώσιμος, και με ό,τι είχε κάνει η Χριστίνα, ακόμη κι εκείνη, ήταν επίσης αναλώσιμη.
Με πονούσε και μερικές φορές ακόμη με πονάει αυτός ο τρόπος σκέψης, αλλά είναι περισσότερο σαν να μην έχω άλλη επιλογή. Είμαι αυτός που είμαι, και όπως κάθε άλλος, πρέπει να επιβιώσω. Εγώ, και πολλοί άλλοι του σιναφιού, διαφέρουμε, λόγω κάποιων χαρακτηριστικών των οποίων χαίρουν οι καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και οι συγγραφείς ειδικότερα. Αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να γίνει προτέρημα, αλλά και μειονέκτημα. Μας έμαθαν ότι είναι μειονέκτημα, αλλά αν την καλλιεργήσει κανείς μέσω της τέχνης, αν κάνει τέχνη την ίδια την καλλιέργεια και την φροντίδα της διαφορετικότητάς του, τότε ίσως και να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό για εκείνον.
Κι έτσι, μ’ αυτά τα μυαλά και τις ελπίδες που μου απέμειναν, και μιλάμε για σκέψεις τις οποίες ίσως μια κοινή, ταπεινή ορθολογιστική άποψη δεν θα δεχόταν ποτέ, πορεύτηκα και πορεύομαι ακόμα, ελπίζοντας, παλεύοντας να μην χάσω την πίστη μου στον εαυτό μου, παλεύοντας να μην καταρρεύσω.
Ανήσυχος καθώς ήμουν, κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα λόγω της έλλειψης ύπνου, τα μαλλιά μου ανακατεμένα. Σκέφτηκα την Ιωάννα, αλλά ήθελα να είμαι μόνος μου εκείνη την ώρα, έτσι ώστε να θρηνήσω για τον εαυτό μου. Η εμπειρία μου μού έλεγε ότι αν δεν θρηνούσα όταν έπρεπε, τότε θα υπέφερα με άλλους τρόπους στο μέλλον. Και εκείνη την στιγμή είχα ανάγκη να θρηνήσω με κάθε τρόπο.
Κάθισα στο πάτωμα μπροστά στον καθρέφτη, χαζεύοντας ακόμη εκείνο το νεαρό αγόρι που ήμουν κάποτε, και έβαλα τα κλάματα.Άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα μου. Είχα ήδη βρέξει το πρόσωπό μου, και τώρα μπορούσα να ανοίξω. Συνήθως, όταν εμφανιζόταν στο χώρο μου κάποιος επισκέπτης που δεν περίμενα, ένιωθα ενθουσιασμένος με έναν θετικό τρόπο. Τώρα σκέφτηκα ότι ίσως να ήταν η Ιωάννα, αλλά όταν άνοιξα την πόρτα είδα τον Πέτρο. Ήταν εξίσου καλή επίσκεψη, νομίζω. Του είπα να περάσει.
«Είσαι καλά;» Με ρώτησε.
«Ναι, γιατί ρωτάς;»
«Το πρόσωπό σου… Δεν μοιάζει και πολύ εντάξει».
«Καλά είμαι. Απλά πέρασα μερικές δύσκολες στιγμές. Δεν σημαίνει τίποτα. Όλα θα στρώσουν, όλα θα γίνουν. Εσύ; Τι κάνεις;»
«Τίποτα», είπε. «Αδυνατώ να γράψω το οτιδήποτε, και σε λίγες μέρες είναι το Φεστιβάλ… Δεν έχω τίποτα να παρουσιάσω».
«Κάθισε», του είπα.
Καθώς μου μίλησε για το πόσο άδειο ήταν το μυαλό του εκείνη την στιγμή, τουλάχιστον σε σχέση με το γράψιμο, μου ήρθε μια τρελή ιδέα, αλλά προτίμησα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για λίγο.
«Ωραία είναι εδώ», μου είπε. «Στην αρχή σκέφτηκα να μην έρθω, φοβήθηκα μήπως ήταν η Ιωάννα εδώ, δεν ήθελα να ενοχλήσω».
«Καλά έκανες και ήρθες. Χρειάζομαι κι εγώ λίγη παρέα. Σε λίγο όμως πρέπει να φύγω για το μαγαζί».
Και τότε, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, ίσως επειδή ήθελα τόσο να ακούσω την απάντησή του, του το πρότεινα:
«Τι θα έλεγες αν γράφαμε από κοινού κάτι για το Φεστιβάλ; Εσύ λες ότι έχεις στερέψει αυτή την περίοδο. Εγώ λέω ότι θα μπορούσα να ρίξω μερικές ιδέες στο τραπέζι. Το δουλεύουμε μαζί, το γράφουμε, και το παρουσιάζεις εσύ και για τους δυο μας. Ή δεν ξέρω… Το παρουσιάζουμε μαζί. Τι λες;»
Με κοίταξε και χαμογέλασε για λίγο.
«Δεν ξέρω… Είναι πολύ καλή ιδέα, ναι, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Θα μου δώσεις λίγο χρόνο να το σκεφτώ; Μόνο μια μέρα. Έτσι κι αλλιώς, και ένα διήγημα μόνο αρκεί για να παρουσιάσουμε κάτι, έτσι δεν είναι;»
«Δεν ξέρω. Εσύ είσαι πιο πολύ καιρό εδώ απ’ ό,τι εγώ. Εσύ πρέπει να ξέρεις. Τι λες;»
«Αρκεί», μου είπε. «Θα μπορούσαμε να γράψουμε ακόμη και ένα μικρό διήγημα, κανένα πρόβλημα. Αν υποθέσουμε ότι εγώ θα μπορέσω να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου για το γράψιμο…»
«Θα μπορέσεις αν βάλεις λίγη θέληση σ’ αυτό. Αν δεν κάνεις την αρχή, τίποτα δεν μπορεί να ακολουθήσει, έτσι δεν είναι; Κάνε απλά το πρώτο βήμα, και όλα τα άλλα ίσως και να γίνουν».
Ο Πέτρος γέλασε με τα παραπάνω λόγια. Αυτό που είχε αρχίσει ήδη να μου αρέσει σε εκείνον ήταν το ότι με αντιμετώπιζε σαν πραγματικά να με σεβόταν, παρά την διαφορά της ηλικία μας. Ήταν σχεδόν δέκα έξι χρόνια μεγαλύτερός μου, κι όμως, μου μιλούσε με ξεκάθαρο σεβασμό, πράγμα στο οποίο δεν ήμουν και τόσο συνηθισμένος, χωρίς ωστόσο να ζητάει να του προσφέρω στην συζήτηση κάτι παραπάνω απ’ ό,τι πρόσφερε εκείνος. Ένιωθα ότι είχα κερδίσει αυτό τον σεβασμό, είτε με το γράψιμό μου πριν με γνωρίσει, είτε μετά την γνωριμία μας.
Αργότερα πήγα στο βιβλιοπωλείο, και το άνοιξα. Έψαξα πολύ ανάμεσα στα ράφια για να βρω έστω και ένα βιβλίο του Πέτρου, και βρήκα ένα ράφι με τέσσερα μυθιστορήματά του. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσε το βιβλιοπωλείο του Παρεκκλησίου να μην έχει βιβλία του, ο τύπος ήταν κατά κάποιο τρόπο η μασκότ του χωριού τώρα πια.
Έπιασα ένα από εκείνα και κάθισα πίσω από τον πάγκο για λίγο. Ύστερα φρόντισα να καθαρίσω λίγο το μαγαζί, αλλά και το πεζοδρόμιο, έξω. Παράγγειλα έναν ζεστό καφέ από το κατάστημα απέναντι, και μετά κάθισα ξανά μέσα και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο του. Ο τύπος ήταν καλός. Τόσο καλός που είχα αρχίσει να ανησυχώ με την πρόταση που είχα κάνει για συνεργασία. Είχα την ιδέα της συνεργασίας αφενός για να βοηθηθεί εκείνος, αλλά και επειδή η συνεργασία είναι συνεργασία. Στην περίπτωσή μας την φανταζόμουν περισσότερο σαν μια μορφή φιλίας, ωστόσο, και αυτό έλπιζα να αποκομίσω από εκείνον. Μήπως εκείνος αναζητούσε τίποτα άλλο όταν με προσέγγισε;
Και γιατί το μυθιστόρημά του με τρόμαξε κάπως; Επειδή σκέφτηκα ότι αν ο τύπος ξεκινούσε να γράφει, τότε τίποτα δεν θα μπορούσε να τον σταματήσει, και δεν ήθελα να μπει μπροστά εκείνος ο παλιός ανταγωνισμός την εμπειρία του οποίου είχα από άλλες φιλίες στο παρελθόν. Εκείνος, βέβαια, συμπεριλάμβανε φθόνο, ούτε συζήτηση πλέον γι’ αυτό, αλλά είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο ανταγωνισμός είναι πάντα ανταγωνισμός, και μπορεί να καταστρέψει την συνεργασία.
Όλα τα παραπάνω σήμαιναν για εμένα ότι θα έπρεπε να τον εμπιστευτώ, όπως κι εκείνος εμένα. Δεν έμοιαζε για κάποιος που θα μου την έφερνε. Έμοιαζε περισσότερο με έναν άνθρωπο που έχει χαθεί εντελώς, που έχει χάσει τον δρόμο του και δεν ξέρει προς τα πού να κατευθυνθεί. Ήταν λες και είχε πιαστεί από μια νέα φιλία, ρυθμίζοντας ωστόσο μέσα του τον τρόπο που θεωρούσε αυτή την φιλία. Ήταν γύρω στα τριάντα οχτώ τότε, για ποιο λόγο ένας άνθρωπος δέκα εφτά χρόνια μεγαλύτερός μου, θα ήθελε να συνεργαστεί μαζί μου;
Μέσα μου το συνδύασα αμέσως με το Παρεκκλήσι. Ήταν λες και όποιος ερχόταν εδώ είχε στόχο να αλλάξει τη ζωή του. Εγώ, ο Πέτρος, η Έλλη, που γνώρισα αργότερα μέσω του Πέτρου… Η μόνη εξαίρεση ήταν ίσως η Ιωάννα, η οποία είχε έρθει απλά και μόνο επειδή ήθελε να έρθει, ή ίσως επειδή αυτός ήταν ο τόπος καταγωγής της. Το ίδιο ίσχυε και για την Άννα, την ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου. Ήταν λες και το Παρεκκλήσι ήταν ένας τόπος έξω από τον κόσμο, όπου διάφορα άλλα πράγματα συνέβαιναν, λες και λειτουργούσε τελείως αλλιώς στον ψυχισμό των ανθρώπων, και αναρωτιέμαι αν αυτό μπορούσαν να το νιώσουν ακόμη και οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού, αυτοί που είχαν περάσει ολόκληρη την ζωή τους εδώ.
Θα έλεγα ότι μπορούσε κανείς να βρει τον δρόμο του στο Παρεκκλήσι. Ίσως να μην ήταν εύκολο, τουλάχιστον στην αρχή σίγουρα δεν είναι, αλλά τελικά ίσως να μπορεί να ασκήσει τη μαγεία του στον κάθε άνθρωπο που είναι πρόθυμος να επηρεαστεί από αυτήν.
Ο Πέτρος, λοιπόν, αφήνοντας τον εαυτό του ελεύθερο, είχε ξεφύγει από όλα τα «πρέπει» της κοινωνίας, και αποφάσισε κατά τη γνώμη μου ότι ήθελε να κάνει κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό για τον εαυτό του, αφήνοντάς τον ελεύθερο να νιώσει την αλλαγή στη ζωή του. Ίσως να ήταν λίγο υπεροπτικό το να νομίζω ότι ήμουν μέρος εκείνης της αλλαγής, αλλά προς το παρόν έτσι φαινόταν, κι εμένα μου άρεσε αυτό.Είχα διαβάσει ήδη το μισό βιβλίο του μέχρι το μεσημέρι. Ο μόνος πελάτης που είχε έρθει ήταν ένας Γερμανός τουρίστας παρέα με την κοπέλα του. Ήθελαν έναν χάρτη της περιοχής, μαζί με όλα τα αξιοθέατα. Το δάσος, τα παλιά σπίτια στον οικισμό λίγο βορειότερα… Εκείνα τα κτίσματα υπήρχαν ήδη από το 1900, και ποιος ξέρει πότε ακριβώς είχαν χτιστεί, από την εποχή που ο βουλγαρικός εθνικισμός συγκρούστηκε με τον ελληνικό, και με την προσπάθεια των ελληνικών κυβερνήσεων να προσαρτήσουν την Θράκη στο κράτος της Ελλάδας. Είχα αναρωτηθεί για την ιστορία του Παρεκκλησίου, και πώς ακριβώς διατήρησε την ελληνικότητά του σε δημογραφικό επίπεδο. Υποψιάζομαι ότι είχε να κάνει με τις γενικότερες μετακινήσεις πληθυσμών στην περιοχή.
Είχα, λοιπόν, διαβάσει ήδη το μισό βιβλίο του μέχρι το μεσημέρι, και ήμουν ενθουσιασμένος. Ήταν δυνατός συγγραφέας, ήξερε τι έκανε, και τώρα φοβόμουν ακόμη περισσότερο την όποια συνεργασία μαζί του. Αλλά όσο σκεφτόμουν πώς τον είχα δει μόλις πριν, νωρίς το πρωί, μου ερχόταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορεί να είχε φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο απόγνωσης κάποιος που είχε γράψει ένα μυθιστόρημα σαν και αυτό που κρατούσα στα χέρια μου. Ίσως όντως να μπορούσα να τον βοηθήσω, ίσως όντως να ήμασταν ήδη φίλοι. Ίσως να είχαμε έναν κοινό σκοπό, και μέσα μου, το διήγημα που επρόκειτο να γράψουμε, είχε ήδη μετατραπεί σε νουβέλα.
Είχαμε πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να τα βγάλουμε πέρα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα τα καταφέρναμε, αρκεί να το θέλαμε. Του τηλεφώνησα αμέσως εκείνη την στιγμή που ακούμπησα κάτω το βιβλίο του, για να του πω ότι έπρεπε να πιάσουμε δουλειά όσο το δυνατόν πιο σύντομα.Ήθελε να συναντηθούμε το απόγευμα στο σπίτι του. Προς το παρόν βρισκόμουν στο δικό μου, και μπροστά μου στεκόταν η Ιωάννα ημίγυμνη. Φορούσε, δηλαδή, μόνο ένα τζιν παντελόνι, και πάνω τον στηθόδεσμό της, και αυτό ήταν όλο. Ξάπλωσε κοντά μου στο κρεβάτι και με αγκάλιασε. Άρχισε να μου μιλάει για τους γονείς της, την στιγμή που εγώ ξάπλωνα στο σώμα της.
Σε λίγο κάναμε έρωτα, κι εκείνη έμοιαζε να το θέλει πολύ, όπως κι εγώ. Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι μου, δεν μπορούσα να κρατηθώ μακριά της. Πολλές φορές καταλάβαινα ότι δεν ήταν το ίδιο και για εκείνην, αλλά τις περισσότερες φορές με άφηνε να μπαίνω μέσα της. Μετά από αυτό, συνήθως με έπαιρνε ο ύπνος, ενώ εκείνη ερχόταν κοντά μου και με αγκάλιαζε. Δεν ήξερα τι έκανε αφότου εγώ έκλεινα τα μάτια μου. Κοιμόταν αμέσως; Κι αν δεν κοιμόταν, τότε τι έκανε;
Θυμάμαι μια φορά όταν άνοιξα τα μάτια μου και την είδα να στέκεται μπροστά στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω. Μου ήρθε να της πω να ρίξει κάτι πάνω της, έτσι ώστε να μην την δει κανένας που τριγυρνούσε πάντα ημίγυμνη μέσα στο διαμέρισμά μου. Εκείνη η σειρά από παράθυρα έβλεπε απευθείας στον κεντρικό δρόμο του χωριού, και θα ήταν σχετικά εύκολο να την πάρει κανένα μάτι. Δεν είπα τίποτα, όμως. Προτίμησα να την κατασκοπεύσω για λίγο.
Αυτό που έμαθα για την Ιωάννα εκείνη τη μέρα είναι ότι σκέφτεται πολλά περισσότερα απ’ όσα λέει. Όχι ότι το κάνουν λίγοι αυτό, αλλά μου έκανε εντύπωση έτσι όπως την είδα να περπατάει πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο. Έμοιαζε σκεφτική, σαν κάτι να την απασχολούσε, και την ίδια στιγμή μάλλον έμοιαζε λίγο θυμωμένη. Ή μήπως θλιμμένη;
Ένιωσα ότι ήθελα να της μιλήσω, να την πλησιάσω και να της ζητήσω να μοιραστεί μαζί μου ό,τι κι αν ήταν αυτό που την απασχολούσε, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν θα το ήθελε. Έτσι κι αλλιώς, εκείνη νόμιζε ότι κοιμόμουν, σωστά; Θα μπορούσα ίσως να προσποιηθώ ότι είχα ξυπνήσει, όμως ακόμη και αυτή την ιδέα την απέρριψα.
Την είδα να πλησιάζει την βρύση, να παίρνει ένα ποτήρι από το ντουλάπι και να βάζει λίγο νερό. Οι κινήσεις της έμοιαζαν τόσο φυσικές, καθόλου δεν προσπαθούσε να το παίξει ελκυστική ή κάτι τέτοιο, κι όμως αυτό ακριβώς ήταν που είχε αρχίσει εκείνη την στιγμή να με ελκύει. Το γεγονός ότι έμοιαζε τόσο ανθρώπινη πάνω απ’ όλα. Τόσο προσιτή σαν ιδέα, χωρίς να μοιάζει καθόλου με τον τρόπο που σκεφτόμουν τις γυναίκες που μου άρεσαν μέχρι να τη γνωρίσω, και μέχρι να τα βρούμε οι δυο μας. Με λίγα λόγια ήθελα να την πηδήξω πάλι.
Όταν στράφηκε προς το μέρος μου έκλεισα τα μάτια μου. Άκουσα τα βήματα των γυμνών ποδιών της να πλησιάζουν στο κρεβάτι. Μετά την ένιωσα να κάθεται κοντά μου. Χάιδεψε τα μαλλιά μου για λίγο, κι ύστερα με φίλησε στα χείλη. Εγώ άνοιξα τα μάτια μου, κι εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Δεν κοιμάσαι;» Με ρώτησε.
«Δεν ξέρω», της είπα. «Εσύ τι κάνεις;»
«Τίποτα. Σκέφτομαι κάποια πράγματα».
«Τι πράγματα;»
«Διάφορα… Πράγματα που με απασχολούν».
«Έχουν να κάνουν με την δουλειά; Με την οικογένειά σου; Με εμένα;»
Μου χαμογέλασε. Κάπου εκεί νομίζω ότι αναγνώρισα εκείνη την τάση που έχουν κάποιες φορές οι γυναίκες –ή κάποιες γυναίκες, τουλάχιστον- να είναι υπεύθυνες και για τους άλλους, να σηκώνουν ένα βάρος μόνες του, κι έτσι να φροντίζουν τους δικούς τους ανθρώπους. Κάπως νόμισα ότι αυτό το χαρακτηριστικό το είχα παρατηρήσει και σε άλλες περιπτώσεις, αν και δεν μπορώ τώρα να σκεφτώ κάποια. Εννοώ ότι η Ιωάννα δεν υπήρχε περίπτωση να μου πει τι ήταν αυτό που την απασχολούσε, και τότε το κατάλαβα. Δε νομίζω ότι μου είπε ποτέ, κι αν το έκανε, τότε δεν το θυμάμαι, πράγμα που νομίζω ότι αυτομάτως με μετατρέπει σε κάθαρμα, αλλά δε βαριέσαι…
«Τι κάνεις;» Με ρώτησε και γέλασε.
«Σε θέλω», της είπα.
Με την Ιωάννα κάναμε έρωτα διαρκώς. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήταν αυτό που μας κρατούσε μεταφορικά και κυριολεκτικά ενωμένους, αλλά σίγουρα ήταν σημαντικό για εμάς. Μαζί της γνώρισα ένα άλλο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, ένα στο οποίο όλοι έχουν δικαίωμα. Εκείνη μου το έδειξε, εκείνη με δίδαξε, εκείνη με έκανε να μάθω. Πάνω απ’ όλα ήμουν μαθητής της, και ύστερα εραστής και φίλος της. Ήξερα, βέβαια, από παλιά πώς είναι να ερωτεύεσαι, αλλά τότε ήταν αλλιώς. Τότε η υποκειμενικότητά μου διέφερε με τέτοιο τρόπο, που εγώ δεν μπορούσα καν να νιώσω κάτι τόσο σημαντικό όσο η Ιωάννα. Ειλικρινά, μερικές φορές πιστεύω ότι τότε δεν ήμουν καν ερωτευμένος με όλες εκείνες τις έφηβες συμμαθήτριες. Ήταν μια άλλη ανάγκη που εξυπηρετούσε η ιδέα τους μέσα μου. Ή μπορεί κανείς να το δει και αλλιώς. Ήμουν ερωτευμένος με τα δικά μου μέτρα και σταθμά, ακριβώς όπως συμβαίνει με τον κάθε άνθρωπο. Απλά εκείνα τα μέτρα και σταθμά δεν μου επέτρεπαν να μοιραστώ αυτό που ένιωθα, αλλά μόνο έμεναν μέσα μου και με κατέτρωγαν και με βασάνιζαν. Και κάπως έτσι εξηγώ όλα όσα ένιωθα μέχρι πριν την Χριστίνα και την Ιωάννα. Ήταν η ανάγκη να τιμωρήσω τον εαυτό μου μέσα από το να μην έχω αυτό που νιώθω ότι έχω ανάγκη. Ήταν η αυτοτιμωρία μου, και είναι παράξενο σ’ αυτό το σημείο το πώς λειτουργούμε χωρίς να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας καθόλου. Είναι λες και είμαστε τυφλοί, λες και η αυτογνωσία είναι ό,τι είναι για έναν άνθρωπο μια ξένη γλώσσα. Μόνο αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερα τον εαυτό μου, όταν έμαθα να παρατηρώ τις σκέψεις μου. Ο εαυτός μας, ξέρετε, είναι ο καλύτερος δάσκαλος. Κάθε σκέψη που κάνουμε έχει τη σημασία της, και μπορεί να μας διδάξει περισσότερα από όσα κάθε άλλος άνθρωπος που γνωρίσαμε ή πρόκειται να γνωρίσουμε ποτέ. Μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας στις σκέψεις μας, αλλά και στις σχέσεις μας με τους άλλους, έτσι διάβασα κάπου, και το πιστεύω πραγματικά. Τι μπορώ να καταλάβω από την σχέση μου με τον καθένα; Τι μπορώ να μάθω; Τι μπορώ να αποκομίσω; Τι μπορώ να χρησιμοποιήσω από όλα αυτά;
Η Χριστίνα με έφερε ένα βήμα πιο κοντά στο να γίνω αυτός που ήθελα, ενώ η Ιωάννα έπαιξε τον δικό της ρόλο, οδηγώντας με ακόμη πιο πέρα. Η Χριστίνα είχε τελειώσει, και κάποτε θα τελείωνε και η Ιωάννα, αυτό ήταν δεδομένο, με τον καιρό φρόντισα να το λάβω υπόψη μου. Δεν μπορούσα να περιμένω ότι θα έμενα για πάντα μαζί της. Μόνο ευχόμουν να τελειώσει όμορφα, θετικά, να είναι μια απόφαση που θα παίρναμε από κοινού, χωρίς να διαλύσουμε εντελώς ό,τι είχε δημιουργηθεί ανάμεσά μας.
Είναι, όμως, ποτέ δυνατό να διαλυθεί εντελώς κάτι τέτοιο; Με είχε ήδη σημαδέψει, και ήθελα να πιστεύω ότι της είχα αφήσει κι εγώ κάτι να θυμάται από εμένα, κάτι να αγαπάει, κάτι να κερδίζει κάθε φορά που με σκέφτεται.
«Πρέπει να φύγω για τη δουλειά», μου είπε ενώ είχε ήδη αρχίσει να ντύνεται. «Θα τα πούμε αργότερα, εντάξει;»
Κι ύστερα έφυγε.Με τον Πέτρο πιάσαμε σχεδόν αμέσως δουλειά. Εντάξει, δεν αρχίσαμε να γράφουμε από την πρώτη μέρα, αλλά σύντομα αρχίσαμε τις συζητήσεις σχετικά με την ιδέα που είχα. Ο τίτλος του κειμένου θα ήταν «Μαριάννα», και θα αφορούσε έναν άνθρωπο ο οποίος επιστρέφει στο παρελθόν του, και μέσω αυτού θυμάται μια κοπέλα με την οποία ήταν ερωτευμένος, κι έτσι αρχίζει να την αναζητά.
Ο Πέτρος μου είπε ότι του άρεσε η ιδέα μου, και αφού μου είπε ότι ποτέ δεν έχει συνεργαστεί με κάποιον για την συγγραφή μιας ιστορίας, αποφασίσαμε μαζί ότι κάποιος θα αναλάμβανε κάποιους από τους χαρακτήρες της ιστορίας, και κάποιος τους υπόλοιπους, κι έτσι θα προχωρούσαμε σταδιακά μαζί το κείμενο. Μου ζήτησε να κάνω την αρχή, να γράψω τις πρώτες σελίδες, ως εκεί που ένιωθα ότι θα μπορούσα να γράψω. Το σχέδιό μας έλεγε ότι αφού το δικό μου κομμάτι της δουλειάς τελείωνε, εκείνος, ο οποίος αν μη τι άλλο υπέφερε από το μπλοκάρισμά του, θα αναλάμβανε να γράψει την συνέχεια, το δικό του κομμάτι βάσει των όσων είχα γράψει εγώ. Μάλιστα θα χρησιμοποιούσε τις δικές μου σελίδες σαν οδηγό για την εξέλιξη της ιστορίας, σε σχέση με τον εαυτό του και τον τρόπο που θα την φανταζόταν αυτός.
Από την αρχή σκεφτήκαμε ότι θα πρέπει ο καθένας να δώσει τον εαυτό του, ότι κανενός η άποψη δεν θα περάσει εξ ολοκλήρου στο τελικό κείμενο, και ότι αν αποφασίζαμε κάτι τέτοιο στην συνέχεια, θα μπορούσαμε να το κάνουμε ο καθένας μόνος του γράφοντας την εντελώς υποκειμενική μας εκδοχή του τέλους της ιστορίας. Προς το παρόν, αυτό που θέλαμε ήταν να θέσουμε τα θεμέλια της συνεργασίας μας με τέτοιο τρόπο, που να μην υπάρχει περίπτωση καμιάς παρέκκλισης από τον οποιονδήποτε, και σίγουρα κανενός ανταγωνισμού ανάμεσά μας. Έπρεπε οι αμοιβαίες υποχωρήσεις να είναι δεδομένες και για τους δυο μας.
Στόχος ήταν να μιλήσουμε για τον έρωτα του πρωταγωνιστή, του Δημήτρη, με μια γυναίκα από το παρελθόν, την ανάγκη του να επιστρέψει σ’ αυτό, και το πώς τελικά καταλήγει η αναζήτησή του, αφού αυτός δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από τους δαίμονές του. (Αυτό το τελευταίο το αποφασίσαμε λίγο προτού ολοκληρώσουμε την ιστορία, κοντά στο τέλος. Μέχρι τότε κανείς από τους δυο μας δεν είχε αποφασίσει πώς θα τελείωνε. Μόνο εγώ είχα την ιδέα να συναντάει επιτέλους ο Δημήτρης τη Μαριάννα, και μέσω αυτής της συνάντησης να λύνεται το πρόβλημα του ψυχισμού του, κι έτσι να επιστρέφει στην οικογένειά του. Ε, λοιπόν, αποδείχτηκε ότι το τέλος μας ήταν πολύ διαφορετικό, και μάλιστα υπαγορεύτηκε από μια απόφαση της στιγμής. Οφείλω να ομολογήσω ότι η ιδέα ήταν του Πέτρου).
Και κάπως έτσι πιάσαμε δουλειά. Πήρα τις συζητήσεις μας στο σπίτι μου, παρέα με μερικές σημειώσεις που είχαμε κρατήσει, και κάθισα στο laptop μου όταν ένιωσα ότι μπορούσα (την επόμενη μέρα, δηλαδή). Άρχισα, λοιπόν, να γράφω την ιστορία που εδώ και μήνες είχα στο μυαλό μου, και μου πήρε τρεις μέρες για να συμπληρώσω τις πρώτες είκοσι σελίδες, πράγμα που σήμαινε ότι πηγαίναμε ήδη για μια μικρή νουβέλα. Όταν ένιωσα ότι έπρεπε να σταματήσω, τηλεφώνησα ξανά στον Πέτρο, και του είπα ότι ερχόταν η σειρά του. Εκείνος γέλασε, και μου είπε να του πάω το αρχείο για να το διαβάσει.Όταν ο Αλέξανδρος έφερε το αρχείο, είχα μόλις επιστρέψει στο σπίτι. Είχαμε πάει με την Έλλη μέχρι το διπλανό χωριό, επειδή είχε κάποιες δικές της δουλειές να τακτοποιήσει. Το ότι ακόμη βλεπόμασταν ήταν καλό για εμένα, και ήταν ίσως η πρώτη φορά που ήθελα να μείνω με μια γυναίκα που δεν ήταν η σύζυγός μου για περισσότερο χρόνο από μία και μόνο νύχτα.
Άνοιξα την πόρτα και του είπα να περάσει. Μου είπε ότι το σπίτι μου ήταν κάπως μακριά, και ότι θα έφευγε νωρίς για να μην τον βρει η νύχτα στον δρόμο. Προσφέρθηκα να τον πάω με το αυτοκίνητο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Είπε ότι θα έβλεπε την Ιωάννα πριν γυρίσει στο σπίτι.
Συζητήσαμε κάποια πράγματα. Μου είπε ότι είχε γράψει μέχρι ενός σημείου, μέχρι που η Δήμητρα, η γυναίκα του Στέφανου, μάθαινε από τον ίδιο ότι εκείνος υπέφερε κατά κάποιο τρόπο. Η Δήμητρα μάθαινε στη συνέχεια για την Μαριάννα, κι από εκεί και πέρα… ερχόταν η σειρά μου να συνεχίσω.
Δεν το είπα στον Αλέξανδρο, αλλά πραγματικά ένιωθα κάπως αγχωμένος. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να αρχίσω ξανά το γράψιμο. Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμόμουν καν πόσο καιρό είχα να γράψω κάτι δικό μου… Του είπα μόνο ότι θα μου ήταν λίγο δύσκολο, και ότι ίσως και να υπήρχε μία περίπτωση να μην προλάβουμε το Φεστιβάλ. Μου είπε ότι δεν τον ένοιαζε και τόσο το Φεστιβάλ, ότι δεν είχε και τόση σημασία… Είπε ότι ήθελε να γράψει κάτι, και αφού επρόκειτο να γίνει μέσω μιας συνεργασίας, ήταν πρόθυμος να γράψουμε κάτι μαζί.
Τον αποχαιρέτησα λίγη ώρα αργότερα, πριν πέσει ο ήλιος και το σκοτάδι.
Πέρασα το αρχείο στον υπολογιστή μου, και άρχισα να το διαβάζω. Ήταν εντάξει, πρέπει να πω, ήταν αρκετά εντάξει… Με κράτησε εκεί, μπροστά στην οθόνη μου, όσο χρειαζόταν προκειμένου να διαβάσω όλες τις σελίδες, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από αυτό. Νομίζω αυτό το κάτι άλλο ήταν η ιδέα της συνεργασίας, αλλά και ότι η γραφή του Αλέξανδρου ήταν αρκετά καλή ώστε να μου δώσει μία –έστω και μικρή- ώθηση.
Έπιασα δουλειά σχετικά γρήγορα. Το βράδυ της ίδιας μέρας.Το επόμενο πρωί ξύπνησα και ένιωσα τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν λες και κάτι είχε συμβεί μέσα μου. Ήξερα τι είχε συμβεί, το είχα νιώσει και στο παρελθόν, και το είχα νιώσει και το προηγούμενο βράδυ. Το γράψιμο είχε συμβεί, και αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό.
Το προηγούμενο βράδυ είχα νιώσει σαν να μπορούσα να πετάξω, ή κάτι τέτοιο. Είχα νιώσει ευτυχισμένος. Ξέρετε, εκείνη την ευτυχία για την οποία αν θυμάμαι καλά μίλησα πιο πάνω, εκείνη την ευτυχία που κρατάει μέχρι να την παρατηρήσεις. Αλλά ακόμη κι εκείνο το λίγο αξίζει τον κόπο.
Το χθεσινό γράψιμο ήταν μια από εκείνες τις φορές που κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή μου, και ξέρω ότι βρίσκομαι κάπου αλλού, κάπου που ελπίζω ότι θα ταξιδέψει και ο αναγνώστης μου. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν είμαι ικανός να χαθώ κυριολεκτικά σ’ εκείνο τον κόσμο που δημιουργώ, να εξαφανιστώ από την πραγματικότητα που ξέρω, οι αισθήσεις μου να μη νιώθουν ό,τι υπάρχει γύρω μου, αλλά μόνο ό,τι υπάρχει μέσα μου. Τέτοιες είναι οι καλές στιγμές συγγραφής κατά την γνώμη μου. Και τότε είναι που πραγματικά αγαπάς αυτό που κάνεις.
Όλα τα παραπάνω βέβαια, και όπως έμαθα αργότερα, δεν έχουν και τόση σχέση με την δουλειά του επαγγελματία συγγραφέα. Νομίζω ότι αυτό που ξέρει να κάνει ένας επαγγελματίας συγγραφέας είναι να μετριάζει το πώς νιώθει για την δουλειά του. Να μετριάζει την τέχνη σε σχέση με τον επαγγελματισμό, να αποστασιοποιείται από αυτήν όταν πρέπει, προκειμένου να μπορεί να την ασκεί ανεπηρέαστα.
Κάπου στην πορεία, εγώ τα είχα χάσει όλα αυτά και δεν ήξερα πού πήγαινα. Όταν είχα ξεκινήσει, είχα αποφασίσει ότι θα είμαι επαγγελματίας μόνο όταν θα έπρεπε να έρθω σε επαφή με εκδοτικούς οίκους, αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, όπως αποδείχτηκε. Έπρεπε να είμαι επαγγελματίας ακόμα και κατά την άσκηση της τέχνης, την καθημερινή άσκησή της.
Εκείνο το πρωί, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γράψω. Συνέχισα την ιστορία κανονικά, όπως έρεε από μέσα μου, προσπαθώντας να ανακαλύψω τη συνέχεια καθώς έγραφα, όπως έκανα πάντα. Το να κάνω πλάνο ποτέ δεν δούλεψε για μένα, ποτέ δεν λειτούργησε με τον τρόπο που λειτουργούσε για άλλους, απ’ ό,τι είχα ακούσει και μου είχαν πει. Ήταν σημαντική για εμένα η άμεση επαφή με το κείμενο και με τον εαυτό μου, να εκφράζομαι απευθείας όπως νιώθω εκείνη την στιγμή, αλλιώς κατά κάποιο τρόπο έχανα τη μαγεία που είχε να μου προσφέρει η συγγραφή. Ήταν σαν να μην είχε νόημα αν δεν λειτουργούσε έτσι.
Το γράψιμο πήγε καλά, κι εγώ ένιωσα ευγνωμοσύνη για μια στιγμή. Θα έπρεπε να ευχαριστήσω τον Αλέξανδρο που με είχε βάλει ξανά στο παιχνίδι, ακόμη και με μια ιστορία η οποία δεν ήταν δική μου. Απλά μέσα σε όσα είχε γράψει εκείνος, σελίδες και συναισθήματα τα οποία επεξεργάστηκα μέσα μου, κατάφερα να τοποθετήσω τον εαυτό μου, αναλαμβάνοντας κυρίως τον ρόλο του Στέφανου, αλλά και του Λευτέρη, του φίλου του από τα παλιά. Η αλήθεια είναι ότι ασχολήθηκα περισσότερο με την αναβίωση των αναμνήσεων του Στέφανου, αλλά και τον εσωτερικό θάνατο του Λευτέρη, όπως εκείνος φαινόταν μέσα από την σχέση του με τον Στέφανο. Ο Λευτέρης κρατούσε ένα όπλο, και απειλούσε τον Στέφανο ότι θα αυτοκτονήσει αν τον άφηνε μόνο. Και δεν ξέρω πώς ακριβώς μου είχε έρθει αυτή η ιδέα, αλλά μερικές φορές είναι καλύτερα να μην εξερευνούμε όλες τις ιδέες που μας έρχονται κατά νου, και απλά να τις βγάζουμε από μέσα μας.Οι μέρες μου έγιναν λίγο καλύτερες από τότε. Εντάξει, δεν διορθώθηκαν τα πάντα, αλλά το γράψιμο είναι κάτι που τις περισσότερες φορές βελτιώνει την ζωή μου. Είναι αυτό που πρέπει να κάνω. Αυτό που είμαι για να κάνω, και όταν δεν το κάνω, απλά δε νιώθω καλά. Το γράψιμο είναι για εμένα σαν μια πηγή ζωής, την οποία όμως πρέπει να ξέρω να χειρίζομαι. Και με αυτό εννοώ πάνω απ’ όλα να την χρησιμοποιώ, να την ασκώ, και να κερδίζω όσα έχει να μου προσφέρει, άσχετα απ’ το αν θα ήθελα να ασχοληθώ με κάτι άλλο εκείνη την στιγμή. Αν εσύ αφήσεις μία μέρα την τέχνη σου, εκείνη σε αφήνει δύο. Στο περίπου, δηλαδή.
Το σπίτι ήταν άδειο, όπως τις περισσότερες μέρες από τότε που είχα έρθει. Οι μόνοι άνθρωποι που με είχαν επισκεφτεί ήταν ο Αλέξανδρος και η Έλλη. Συνήθως μου άρεσε η μοναξιά, αλλά πολλές φορές γινόταν δύσκολη, ανυπόφορη, και υπήρχαν μάλιστα φορές που προτιμούσα μια συντροφιά, παρά το γράψιμο. Και νιώθω ότι αυτό είναι δειλία για εμένα, αλλά είναι μια αλήθεια.
Εκείνες τις μέρες άρχισαν να καταφτάνουν άνθρωποι στο χωριό για το Φεστιβάλ. Στο δημαρχείο άρχισαν να προετοιμάζουν τον χώρο διεξαγωγής του, ενώ τα ξενοδοχεία είχαν αρχίσει να γεμίζουν από ανθρώπους. Ακόμη και τα ξενοδοχεία των γύρω χωριών γέμιζαν κάθε χρόνο. Θα έπαιζαν μουσική, από παραδοσιακά μέχρι ροκ και τζαζ, θα έρχονταν δηλαδή και νεότερα συγκροτήματα, θα δίνονταν δύο παραστάσεις στο μικρό θέατρο του χωριού, και εμείς οι συγγραφείς θα διαβάζαμε τα κείμενά μας στο δημαρχείο… Κάθε χρόνο, η όλη διοργάνωση, κι ας μην ήταν καμιά υπερπαραγωγή, με έκανε να σκέφτομαι ότι μπροστά σε όλο το θέαμα της μουσικής και του θεάτρου, εμείς οι συγγραφείς δεν ήμασταν τίποτα. Δεν είχαμε τίποτα το εντυπωσιακό να επιδείξουμε, παρά μόνο να ανέβουμε σ’ εκείνο το ανόητο βήμα και να διαβάσουμε ένα απόσπασμα του έργου μας… Ίσως γι’ αυτό να φταίει ο ανταγωνισμός μου. Έμαθα με τα χρόνια ότι δεν διέφερα και πολύ απ’ όσους μου δημιούργησαν προβλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής μου, στον τομέα της ανταγωνιστικότητας. Εκείνοι έβλεπαν κάτι που πίστευαν ότι άξιζε να το λάβουν υπόψη τους, και να προσπαθήσουν να το ξεπεράσουν, να το υπερνικήσουν. Εγώ πάντα υποχωρούσα, αλλά αυτό δεν με έκανε απαραίτητα λιγότερο ανταγωνιστικό. Με έκανε αδύναμο, αλλά σίγουρα δεν με έκανε να διαφέρω από εκείνους. Αν και οφείλω να ομολογήσω ότι απαξιούσα για τον ανταγωνισμό όσων προσπαθούσαν να με προκαλέσουν. Για να μπω στον κόπο να κοντραριστώ με κάποιον, θα έπρεπε εκείνος να έχει κάτι το ιδιαίτερο για εμένα. Και λίγοι το είχαν αυτό.
Και τώρα ερχόμαστε στο θέμα της προκατάληψής μου. Είμαι προκατειλημμένος με τους ανθρώπους. Και γιατί να μην είμαι; Δεν μου είχαν συμπεριφερθεί και πολύ καλά. Και για να πω την αλήθεια, μάλλον είμαι προκατειλημμένος και με τον εαυτό μου, και από εκεί πηγάζουν όλα. Το γεγονός ότι δεν μου άρεσαν οι πολλές κοινωνικές επαφές, ακόμη και αν χρειάστηκε να αναπτύξω την κοινωνικότητά μου λόγω της δουλειάς μου, ήταν από πάντα δεδομένο για εμένα. Κι έτσι, λοιπόν, η προκατάληψή μου μαζί τους με έκανε να είμαι πολύ επιλεκτικός, να διστάζω, να απομακρύνομαι, πόσο μάλλον να μην πλησιάζω καν.
Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά, καθώς αποτελούν πλέον παρελθόν.
Εκείνη τη μέρα αφιέρωσα άλλα τρία τέταρτα στο γράψιμο. Γράφω γρήγορα, και σκέφτομαι γρήγορα. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Είχα γράψει δύο χιλιάδες λέξεις μέσα σε μία μέρα, και δεν ένιωθα άσχημα μαζί τους, αν σκεφτεί κανείς ότι τα τελευταία δύο –ή μήπως ήταν τρία;- χρόνια δεν είχα γράψει τίποτα το ιδιαίτερο.
Αργότερα πήρα το αρχείο και το πήγα στον Αλέξανδρο, στο βιβλιοπωλείο. Του το έδωσα και του μίλησα λίγο για όσα είχα γράψει. Μου είπε ότι θα το διάβαζε και θα το συζητούσαμε το απόγευμα.Βρεθήκαμε κάπου έξω οι δυο μας και μιλήσαμε για το κείμενο. Ήμασταν ικανοποιημένοι από την εξέλιξή του, αλλά θα έπρεπε στην δεύτερη γραφή του κειμένου, την οποία θα αναλάμβανε μόνο ένας από τους δυο μας, να φροντίσουμε να είναι περισσότερο ομοιόμορφο σε θέματα συνοχής, αλλά και όσον αφορά τους χαρακτήρες. Τα στοιχεία του καθενός μας μπορούσαν να ξεχωρίσουν εύκολα, ακόμη και στον Στέφανο, που ήταν ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Το χωριό είχε πλημμυρίσει με κόσμο. Στεκόμασταν μπροστά από ένα ανθοπωλείο, εγώ, ο Αλέξανδρος, η Ιωάννα και η Έλλη, οι οποίες είχαν περπατήσει μαζί από το σχολείο, και απλά χαζεύαμε. Διάφοροι τουρίστες χάζευαν τις βιτρίνες των μικρών καταστημάτων, και μερικοί από αυτούς αγόραζαν διάφορα πράγματα.
«Ποιος από τους δυο σας θα κάνει την παρουσίαση;» Ρώτησε η Έλλη.
«Ο Πέτρος», είπε ο Αλέξανδρος. «Εκείνος είναι μαθημένος να διαβάζει μπροστά σε άλλους… Να διαβάζει φωναχτά, δηλαδή».
Σκεφτήκαμε να περπατήσουμε λίγο. Πρόσεξα πώς η Ιωάννα κράτησε το χέρι του Αλέξανδρου, και αυτό κάπως με έκανε να χαμογελάσω. Δεν ξέρω αν ένιωσα μια μικρή δόση ζήλειας, καθώς εκείνη την στιγμή θυμήθηκα τον εαυτό μου και την Γεωργία όπως ήμασταν κάποτε. Αποφάσισα να σταματήσω εκείνες τις σκέψεις, και στράφηκα προς την Έλλη.
«Πώς ήταν η μέρα σου;» Την ρώτησα.
Εκείνη με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
«Καλή», μου είπε. «Τα παιδιά δεν με ταλαιπώρησαν πολύ σήμερα. Η δική σου;»
Της έγνεψα.
«Το γράψιμο με βοηθάει», της είπα, και την ίδια στιγμή αναρωτήθηκα αν θα με ρωτούσε ποτέ για την οικογένειά μου. Αλλά τι λέω…; Της είχα πει ότι δεν ήθελα να το συζητήσω. Απ’ όσο θυμάμαι είχε ρωτήσει ήδη μια φορά.
«Τι ήταν αυτό που σε έκανε να μη μπορείς να γράψεις;»
Αυτή ήταν η επόμενη ερώτησή της, και για εμένα ήταν σαν ένας άλλος τρόπος να με ρωτήσει για την οικογένειά μου. Εκείνη, προφανώς, δεν το ήξερε αυτό.
«Πέθανε ο γιος μου», της είπα, «και μετά με παράτησε η γυναίκα μου». Και μετά είδα εκείνο το βλέμμα στο όμορφο πρόσωπό της, το βλέμμα που έμοιαζε να ζητάει συγνώμη.
«Λυπάμαι», μου είπε. «Δεν ήξερα ότι ο Αντώνης…»
«Ο Αντώνης πέθανε. Δεν έχει σημασία το πώς και το γιατί. Σημασία έχει ότι δεν είναι πια εδώ, ότι έχει πεθάνει. Αλλά ακόμη κι αυτό μερικές φορές χάνει τη σημασία του για εμένα».
Ο Αλέξανδρος και η Ιωάννα περπατούσαν αρκετά μέτρα πιο μπροστά μας τώρα. Πηγαίναμε προς την πλατεία, μπροστά στο δημαρχείο, εκεί που το Φεστιβάλ θα λάμβανε χώρα. Σύννεφα συγκεντρώθηκαν στον ουρανό σε λίγο, και άρχισε να ψιχαλίζει. Έπιασα κι εγώ το χέρι της Έλλης εκείνη την στιγμή, όπως η Ιωάννα είχε πιάσει το χέρι του Αλέξανδρου. Γύρισα να την κοιτάξω, και της χαμογέλασα, και χαμογέλασε κι εκείνη, και με άφησε να κρατήσω το χέρι της, κι αυτό με έκανε να νιώσω πολύ θετικά εκείνη την στιγμή.
Το βράδυ ήρθε από το σπίτι και κοιμηθήκαμε ξανά μαζί. Ένιωσα την ανάγκη να της πω ότι την αγαπούσα, αλλά δεν το έκανα. Φοβήθηκα μήπως στην πραγματικότητα την μπέρδευα με την γυναίκα μου, μήπως ήταν κάτι άλλο αυτό που μου συνέβαινε, και όχι αυτό που ήθελα να της πω. Κάτι τέτοιο το είχα περάσει και στο παρελθόν, εξάλλου. Δεν ήθελα να της βάλω ιδέες που μετά δεν θα ήξερα πώς να δικαιολογήσω το γεγονός ότι τις ξεστόμισα.
Ξυπνήσαμε κοντά ο ένας στον άλλο, κι εγώ το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να την αγκαλιάσω. Πλησίασα το πρόσωπό μου στα μαλλιά της και τα μύρισα, τη φίλησα στο μάγουλο που βρισκόταν κοντά στα χείλη μου, καθώς είχε πλάτη γυρισμένη προς εμένα. Ήταν καλό που μπορούσα να τη νιώσω κοντά για ένα τέτοιο χρονικό διάστημα. Ένα χρονικό διάστημα μερικών ημερών, δηλαδή.
Η δουλειά προχωρούσε καλά, εγώ και ο Αλέξανδρους γράφαμε μαζί, με λίγα λόγια, η Έλλη έμοιαζε ικανοποιημένη κοντά μου, η ανησυχία μου για τους γονείς μου, αυτή που με είχε καταλάβει λίγες μέρες πριν, έμοιαζε να φεύγει… Δεδομένης της ζωής μου, τι άλλο θα μπορούσα να ζητήσω; Δεν ένιωθα ακριβώς ευτυχισμένος, αλλά ήμουν πολύ καλύτερα από παλιά, έτσι δεν είναι; Ναι, έτσι είναι. Ήμουν πολύ καλύτερα.
Σκέφτηκα ξανά το Παρεκκλήσι και τις παράξενες, θεραπευτικές για την ψυχή ιδιότητές του. Συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή ότι δεν είχε να κάνει με τον τόπο, αλλά με τους ανθρώπους. Ή μάλλον με τους ανθρώπους σε σχέση με τον τόπο. Δεν ξέρω αν το έγραψα πιο πάνω, ή αν το έγραψε ο Αλέξανδρος, αλλά νομίζω ότι όποιος καταφτάνει στο Παρεκκλήσι με σκοπό να μείνει, κάνει μερικούς συμβιβασμούς με τον εαυτό του. Ή μάλλον παίρνει μερικές αποφάσεις σε σχέση με το νέο τρόπο ζωής του. Το περιβάλλον, αλλά και ο αληθινός άνθρωπος που όλοι κρύβουμε μέσα μας, έρχεται στην επιφάνεια με επιθυμία και σκοπό να γαληνέψει, και ξέρει ότι ο τρόπος για να το κάνει αυτό, είναι να αφεθεί ελεύθερος. Αυτή η μορφή μιας κάποιας ελευθερίας είναι που ενεργοποιείται σ’ αυτό τον τόπο, στο Παρεκκλήσι. Ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με την πηγή της ελευθερίας που από τη φύση του είναι ικανός να νιώσει, που ένας όποιος πολιτισμός δεν έχει αγγίξει ακόμα, ίσως, μια πολιτικοποίηση, μια ιδεολογία, μια θρησκεία, δεν έχει αγγίξει ακόμα. Αλλά πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να είναι δυνατό; Μήπως το Παρεκκλήσι δεν έπαιξε τον δικό του ρόλο στην ιστορία της Θράκης σαν περιοχή; Στην ιστορία της Ελλάδας σαν χώρα; Στην πλούσια ιστορία των Βαλκανίων σαν χερσόνησο ανάμεσα στην ανατολή και την δύση;
Ίσως, όμως, αυτός να ήταν ο συμβιβασμός που κάνει ο άνθρωπος όταν καταφτάνει. Ίσως να αναγνωρίζει μέσα του τη γαλήνη με κάποιο μαγικό τρόπο. Αλλά ας αφήσουμε για λίγο τις ιδέες, έτσι δεν είναι; Ο «τόπος γαλήνης» στον οποίο αναφέρομαι δεν θα μπορούσε να είναι παρά παραμύθια, έτσι δεν είναι; Αυτό δεν θα πίστευε ο οποιοσδήποτε τα άκουγε –ή στην προκειμένη περίπτωση τα διάβαζε- αυτά; Μια πιο δεκτή άποψη, θα ήταν ο υποτιθέμενος «τόπος γαλήνης» έχει να κάνει με τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Δεν είμαστε προορισμένοι να ζήσουμε σε κάποιο τόπο από την γέννησή μας, αλλά εμείς τοποθετούμε κάπου τον εαυτό μας, βάσει των ιδεών μας για μια κάποια πατρίδα, και αυτή είναι η αλήθεια. Τα πάντα σχεδόν λειτουργούν μέσω των ιδεών που έχουμε για αυτά. Αν ένας άνθρωπος δεν είχε καμιά ιδέα για τίποτα, τότε αυτό θα σήμαινε ότι ο κόσμος του έχει κλονιστεί, ότι δεν ξέρει πώς να σκεφτεί πλέον, ότι η ψυχή του έχει χάσει τον ορισμό της. Θα βλέπαμε τον άνθρωπο αυτό ανήσυχο, φοβισμένο, χωρίς σταθερές, χωρίς αξίες, χωρίς τίποτα, απογοητευμένο, θυμωμένο, απομακρυσμένο από την όποια κοινωνία, τα πάντα θα του φαίνονταν ξένα, πλέον. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν υπάρχει. Όπου κι αν αναπτυχθεί μια προσωπικότητα ή μια ψυχή, θα αποκτήσει τις αξίες και τα δεδομένα του τόπου στον οποίο μεγάλωσε, και αυτό ίσως να είναι ένα μικρό μόνο κομμάτι της διαμόρφωσης μιας ανθρώπινης προσωπικότητας. Έτσι, λοιπόν, όπως τα πάντα για τον άνθρωπο, ακόμη και η πιο σημαντική αξία, είναι μια ιδέα, το ίδιο συμβαίνει και για όποιον έρχεται στον τόπο του Παρεκκλησίου. Ο άνθρωπος αυτός που βρίσκει εδώ την αληθινή γαλήνη, την βρίσκει επειδή οι δικές του αξίες περί γαλήνης ταιριάζουν με αυτόν τον τόπο, επειδή έτσι έχει προετοιμάσει τον εαυτό του και τον εσωτερικό του κόσμο, επειδή μέσα του, αυτός ο τόπος έχει νοητά μετατραπεί σε μια πατρίδα του πνεύματος και της ψυχής του, μακριά από κάθε τι καταπιεστικό. Το Παρεκκλήσι έχει μεταφραστεί μέσα του μέσω της ιδέας της ελευθερίας, μιας ανθρώπινης ανάγκης, η οποία από τον πολιτισμό στον οποίο εγώ προσωπικά μεγάλωσα, έμοιαζε και μοιάζει να έχει εκλείψει. Και δεν μεγάλωσα σε κανέναν πολιτισμό μακριά από όλους εσάς, παρά μέσα στον ίδιο, σ’ αυτόν που όλοι εμείς μεγαλώσαμε και αναπτυχθήκαμε με τρόπο τέτοιο που πολλές φορές να μη μας αρμόζει.
Είναι παράξενο το πώς στον τόπο καταγωγής μου, βρήκα κάτι που είχα ανάγκη. Μεγάλωσα στο Παρεκκλήσι, αλλά δεν πήρα από μικρός τα όσα είχε να προσφέρει. Δεν θέλω να μιλήσω για την οικογένειά μου αυτή την στιγμή, δεν θα ωφελούσε καθόλου να κάνω κάτι τέτοιο, δεν με νοιάζει εξάλλου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι η επιστροφή εδώ σημάδεψε την αρχή μιας νέας περιόδου της ζωής μου. Νέοι άνθρωποι έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μου, ήρθαν κοντά μου, και μαζί πορευόμαστε ακόμα, νομίζω. Ή τουλάχιστον έτσι το βλέπω εγώ.
Θα ήθελα να πω δυο λόγια, όμως, για την ιδέα της ελευθερίας. Είναι παράξενο το πώς κάποιες φορές, αν όχι όλες τις φορές, εμείς οι άνθρωποι έχουμε διαφορετική ιδέα για την ίδια λέξη. Άλλωστε, μια λέξη από μόνη της μπορεί να έχει πολλά νοήματα ανάλογα με τη χρήση της, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν η ελευθερία για εμένα σήμαινε και σημαίνει πολλά. Είναι εκείνη η αίσθηση ότι δεν με δεσμεύει τίποτα, ότι βρίσκομαι μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων, κοντά στον εαυτό μου και σε άλλους που αγαπάω, και που για εμένα έχουν ιδιαίτερη σημασία σαν άνθρωποι. Μιλάω για ανθρώπους που τόσο η παρουσία τους, όσο και η απουσία τους με επηρεάζει κατά τρόπο μοναδικό. Ελευθερία είναι η αίσθηση του να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό θα έλεγα αν με ρωτούσε κάποιος. Θα μπορούσα να πω κι άλλα. Ελευθερία είναι το έρχεσαι κοντά στην φύση. Δεν θα έλεγα στην «ανθρώπινη φύση», αφού ο άνθρωπος είναι μέρος της φύσης από μόνος του. Τα δημιουργήματά του, ωστόσο, πολλές φορές παρεκκλίνουν από τις δικές του φυσικές ιδιότητες. Τι άλλο θα μπορούσε να με φέρει πιο κοντά στην ελευθερία, πέρα από την επαφή με την φύση και τον αγνό κόσμο; Είμαι συγγραφέας. Επιτυχημένος συγγραφέας, με χρήματα και αναγνώστες, και μιλάω για ένα αρκετά μεγάλο κοινό που διαβάζει κάθε βιβλίο μου, κοινό που για αρκετά χρόνια συνέχιζε να αυξάνεται αριθμητικά. Δεν δέχτηκα διακρίσεις, δεν ήρθε αποδοχή από άλλους που ασκούν την ίδια τέχνη, πόσο μάλλον ήρθε το αντίθετο, απόρριψη από μέρους τους, η οποία ακολούθησε την επιτυχία, βέβαια. Και τι νομίζετε ότι σημαίνουν όλα αυτά για εμένα; Απολύτως τίποτα. Το γράψιμο είναι ένας τρόπος να έρχομαι κοντά στην φύση μου, κοντά στο ποιος πραγματικά είμαι, κοντά στον εαυτό μου. Κοντά στην ελευθερία. Όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο εντός την κοινωνίας επιτυχίες, οι οποίες μου έδωσαν την δυνατότητα για κάτι ανώτερο. Όλη μου η προσπάθεια, η κλίση μου στην συγγραφή, δεν ήταν παρά ο δικός μου τρόπος να αναπτύσσομαι προς την κατεύθυνση της απελευθέρωσής μου, προς μια ζωή η οποία θα μου έδινε την δυνατότητα να «γίνω αυτός που είμαι», όπως έγραψε ο Νίτσε. Αυτός νομίζω ότι είναι και ένας σκοπός της αληθινής ύπαρξης, κάτι για το οποίο όλοι προσπαθήσαμε κάποτε, αλλά δεν θυμόμαστε ότι στην πορεία το χάσαμε, λόγω της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε, του πολιτισμού της απόκτησης υλικής ευχαρίστησης, και όχι της πνευματικής, εσωτερικής καλλιέργειας και ανακάλυψης του εαυτού. Αν μη τι άλλο, σκοπός της εκπαίδευσης όλων μας θα έπρεπε να είναι να κατανοήσουμε τον εαυτό μας, να μάθουμε ποιοι είμαστε, ποιος είναι ο σκοπός μας, τι αποζητούμε τελικά, και όχι η γνώση και η εξέταση της μνήμης με στόχο την επαγγελματική κατάρτιση. Θα έπρεπε να έχουμε σκέψη στο μυαλό μας, όχι απλά γνώση που δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε. Γιατί αν η γνώση αποθηκεύεται στη μνήμη και στο μυαλό, δεν έχει καμιά αξία. Αλλά αν ξέρουμε πώς να τη συσχετίσουμε με τον εαυτό μας και να κερδίσουμε από αυτήν, να την εφαρμόσουμε στην ζωή μας και στην σκέψη μας, τότε πραγματικά γίνεται κτήμα μας, τότε πραγματικά το πνεύμα μας κερδίζει από τη γνώση, η οποία γίνεται κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής μας, και μας οδηγεί ένα βήμα πιο κοντά στην πνευματική ισορροπία, σ’ αυτή την ισορροπία που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ανάγκη.
Με ρώτησαν σε μια συνέντευξη αν υπάρχει κάποιο μυστικό για την επιτυχία. Με ρώτησαν αν έχει να κάνει με τη σκληρή δουλειά. Τους είπα ότι και βέβαια έχει να κάνει με την σκληρή δουλειά η επιτυχία. Αλλά για εμένα αυτό μέτρησε μόνο όταν είδα την σκληρή δουλειά, δηλαδή την συγγραφή, με τέτοιο τρόπο που να μην είναι δουλειά, αλλά απόλυτη ευχαρίστηση και ικανοποίηση, ολοκλήρωση πνευματική, και εσώτερη ψυχική γαλήνη και ηρεμία. Η επιτυχία μου ήρθε μόνο αφού απαλλάχθηκα από κάθε είδους στόχο, σκοπό, προσπάθεια για να κατακτήσω την κορυφή, πράγματα από τα οποία απομακρύνθηκα μόνο όταν βίωσα την πραγματική απόρριψη και απογοήτευση του έργου μου. Η πραγματική επιτυχία είχε έρθει πολύ πριν καταφέρω να κατακτήσω τις πωλήσεις. Ήρθε μόνο όταν έκανα αυτό που αγαπούσα με όλη μου την καρδιά, δίνοντας σ’ αυτό όλο μου το είναι, πιστεύοντας πραγματικά στον εαυτό μου και στην τέχνη μου, πράγματα που τώρα πια μέσα μου δεν διαχωρίζω, αφού είναι ένα και το αυτό.
Κι ας έχω χάσει τον εαυτό μου, κι ας απομακρύνθηκα από το γράψιμο για λίγο. Οι στιγμές που με ανακαλύπτω ξανά από την αρχή έρχονται συχνά, όπως αυτή, τώρα, αυτή την στιγμή που γράφω αυτές τις λέξεις. Μέχρι οι στιγμές να εγκατασταθούν ξανά μέσα μου, να βρουν τον δρόμο τους προς την καρδιά μου, και να με οδηγήσουν στην ελευθερία.
Η Έλλη με κοίταξε. Με αγκάλιασε, και μου είπε ότι ίσως και να ήταν ερωτευμένη μαζί μου. Της είπα ότι είχα φτιάξει καφέ πριν λίγο, και ότι μπορούσαμε να σηκωθούμε τώρα, ότι βρισκόταν ο καφές στην καφετιέρα, ζεστός και έτοιμος για τους δυο μας.
Μόλις είχε ξημερώσει.
Κοιμήθηκα καλά εκείνη τη νύχτα. Η Ιωάννα ήρθε το βράδυ στο σπίτι, και ξαπλώσαμε μαζί. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά, και ήθελα κάπως να πιστεύω ότι οι σκέψεις της ήταν δικές μου, ότι σκεφτόταν εμένα, αλλά αυτό ήταν μόνο η επιθυμία μου. Τι περίμενα έτσι κι αλλιώς από την Ιωάννα; Τι άλλο θα μπορούσε να μου προσφέρει, πέρα από όλη αυτή την αγάπη που μου έδειχνε;
Το πρωί ξυπνήσαμε, κι εγώ έφτιαξα κάτι για πρωινό. Η Ιωάννα κάθισε στο τραπέζι, και έμοιαζε απλά χαρούμενη. Ήθελα από καιρό να της πω ότι όταν ξυπνάει μοιάζει διαφορετική, αλλά δεν το έκανα, φοβήθηκα μήπως το δεχόταν με τον λάθος τρόπο. Ήταν όμορφη, αλλά έμοιαζε σαν να είχε πιει το προηγούμενο βράδυ, κι αυτό το έβρισκα κάπως χαριτωμένο.
Δεν ήταν σαν την Χριστίνα. Δεν ήταν καθόλου σαν εκείνην, ούτε γι’ αστείο. Εκείνη έμοιαζε πολύ λιγότερο ζωντανή. Αν, δηλαδή, φανταζόμουν και τις δυο τους σαν μικρά παιδιά, σίγουρα το πιο δραστήριο από τα δύο θα ήταν η Ιωάννα. Το πιο ζωντανό, το πιο χαρούμενο, ίσως.
Κάποτε, τώρα που έγραψα τη λέξη «χαρούμενο», μου φαινόταν περίεργη η αισιοδοξία των άλλων. Από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή πέρα απ’ το να είναι κανείς αισιόδοξος. Ακόμη πιο μετά, κατάλαβα ότι υπήρχε επιλογή, και ότι όλα ήταν θέμα επιλογής, τελικά. Αρκεί να έχεις την γνώση ώστε να δεις τις επιλογές σου, και την εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, ώστε να επιλέξεις.
«Σ’ αγαπάω», είπα στην Ιωάννα, και έσκυψα μπροστά για να την φιλήσω.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Όπως ανέφερα, το χωριό είχε αρχίσει να γεμίζει κόσμο. Το Φεστιβάλ είχε στην ουσία ξεκινήσει, και είχαν έρθει αυτή την φορά καλλιτέχνες από σχεδόν όλες τις χώρες των Βαλκανίων. Χορευτές, ζωγράφοι, συγγραφείς, μουσικοί, ποιητές, ηθοποιοί με τους θιάσους τους, και άλλων ειδών καλλιτέχνες. Πράγματι, δεν αποτελούσαμε παρά ένα μικρό μέρος των όσων είχαν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν. Παλιότερα δεν ήταν έτσι. Συνέβαινε μόνο σε τοπικό επίπεδο, κι έτσι είχα την ευκαιρία να ξεχωρίσω ως συγγραφέας. Ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά ακόμη και μετά από όλες τις ιδέες που αράδιασα πιο πάνω, μου αρέσει να με αναγνωρίζουν, είναι σημαντικό. Ε, τουλάχιστον έχω την δυνατότητα τώρα πια να κουμαντάρω την περηφάνια και τον εγωισμό μου.
Εγώ και ο Αλέξανδρος είχαμε γράψει μία νουβέλα. Το συζητήσαμε οι δυο μας, και αποφασίσαμε ότι δεν μας ενδιέφερε και τόσο το Φεστιβάλ. Του είπα θα ήταν πολύ καλό για εκείνον να συνεργαστεί με κάποιον γνωστό, όπως εγώ, και του είπα ότι θα ήταν προτιμότερο αν διαβάζαμε μόνο μερικά αποσπάσματα της ιστορίας, και αν φροντίζαμε να κυκλοφορήσει σαν ένα μικρό βιβλίο. Το δέχτηκε μετά χαράς, και με ευχαρίστησε, βέβαια.
Μια νύχτα καθίσαμε στο μπαρ, σ’ εκείνο το γνωστό πλέον μπαρ από το οποίο περνούσε κάθε νέος κάτοικος του χωριού, και βρεθήκαμε κοντά σε έναν τύπο, ο οποίος ήταν φοιτητής στην Γαλλία. Έκανε ένα μεταπτυχιακό εκεί, πράγμα για το οποίο δεν μας μίλησε, κι έτσι δεν γνωρίζαμε ποιο ακριβώς ήταν το αντικείμενό του. Θυμάμαι, όμως, ότι ο τύπος ήταν πολύ χαλαρός σε ό,τι κι αν έκανε ή έλεγε. Εγώ, η Ιωάννα, η Έλλη και ο Αλέξανδρος καθίσαμε μαζί του σε ένα μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι. Ο καθένας είχε μπροστά του ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα, η οποία έμοιαζε έτοιμη να χυθεί.
«…διότι αν η θρησκεία είναι το όπιο των λαών, τότε η ιδεολογία είναι το όπιο των μαζών», είπε ο Ανδρέας.
Έτσι τον έλεγαν, και όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κρατήθηκα για να μην βάλω τα γέλια. Πού το είχε ακούσει αυτό; Μόνος του το είχε σκεφτεί; Η ιδεολογία είναι το όπιο των μαζών; Ήξερα ότι η ιδεολογία λειτουργούσε σαν ένα φακός που διαστρέβλωνε πολλά, αλλά ποιος δεν χρησιμοποιεί έναν τέτοιο φακό; Το μόνο που κάνει η ιδεολογία είναι να ανταποκρίνεται στον διαστρεβλωτικό φακό που ήδη χρησιμοποιεί ο καθένας από εμάς. Του το είπα αυτό, κι εκείνος είπε το εξής:
«Δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε κανένα φακό να μας επηρεάζει. Έχεις δίκαιο, και αυτό θα είναι κάτι που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς. Αλλά πρέπει κάθε στιγμή να στεκόμαστε κριτικοί απέναντι στους εαυτούς μας και στη σκέψη μας. Πρέπει να αναπτυσσόμαστε και να εξελισσόμαστε διαρκώς, μαθαίνοντας καινούρια πράγματα, και αναπτύσσοντας τις αισθήσεις μας».
«Τι εννοείς όταν λες ‘αναπτύσσοντας τις αισθήσεις μας’;» Τον ρώτησα.
«Έλα τώρα! Είσαι συγγραφέας! Και μάλιστα καλός συγγραφέας, έχω διαβάσει δύο βιβλία σου. Γιατί θα ρωτούσες κάτι τέτοιο; Ο τρόπος σου ανταποκρίνεται ήδη και στα δύο πράγματα που ανέφερα. Λες στο βιογραφικό των βιβλίων σου ότι δεν έχεις σπουδάσει τίποτα, πόσο μάλλον ότι παράτησες τις σπουδές σου, σαν να καυχιέσαι γι’ αυτό, κι όμως φαίνεται ότι έχεις γνώσεις σε όσα γράφεις. Άρα, αναπτύσσεσαι, μαθαίνεις, διαβάζεις στην προκειμένη περίπτωση, και εξελίσσεσαι διαρκώς.
»Τα γραπτά σου είναι πλούσια σε συναίσθημα και σε στιγμές ανθρωπιάς, τόσο μίσους, όσο και αγάπης ή φόβου, νοσταλγίας, θλίψης και χαράς. Η ενασχόλησή σου με τις τέχνες σε έχει οδηγήσει στο να αναπτύξεις τον εσωτερικό, συναισθηματικό σου κόσμο. Αυτά τα δύο κατά την γνώμη μου αποτελούν αυτό που ονομάζεται καλλιέργεια. Επομένως, εφόσον όντως κάνεις αυτά τα δύο πράγματα, γιατί με ρωτάς κάτι τέτοιο; Με δοκιμάζεις; Τι θες; Να δεις αν μπορώ να υποστηρίξω τις απόψεις μου; Ε, λοιπόν, φιλαράκι μη μου τη μπαίνεις, γιατί μπορώ».
Ω Θεέ, μου! Είχα σκεφτεί. Κάποτε θα είχα θυμώσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι πραγματικά απόλαυσα τον τρόπο με τον οποίο μου την μπήκε ο Ανδρέας. Νομίζω ότι ήξερε τι έλεγε, και έβρισκα ότι ήμουν απολύτως σύμφωνος, αφού αυτή ήταν η τακτική που ακολουθούσα κι εγώ ο ίδιος. Μπορεί να είχα παρατήσει το πανεπιστήμιο, αλλά είχα ασχοληθεί από μόνος με τις επιστήμες που υποτίθεται ότι θα σπούδαζα. Με ενδιέφεραν σε θεωρητικό επίπεδο, ήθελα την γνώση και την κατανόηση του κόσμου και της κοινωνίας, ήθελα να μπορώ να τοποθετήσω τον εαυτό μου σ’ αυτόν τον κόσμο. Και μέσα από όλα αυτά, είχε γεννηθεί ένα κείμενο που λεγόταν «Γνώση και Κοινωνικοποίηση». Τα γραπτά μου δεν περιορίζονταν μόνο σε λογοτεχνία, αλλά είχα αγγίξει μια πληθώρα άλλων τομέων, όχι ντύνοντας τις σκέψεις μου με το μανδύα της επιστήμης, αλλά χρησιμοποιώντας ένα κοινό δημιουργικό μυαλό, αυτό ενός συγγραφέα, για να δημιουργήσω κάτι που πήγαζε από την γνώση, και όχι από το συναίσθημα και την εμπειρία. Βέβαια, η γνώση και η εμπειρία σε πολλούς τομείς συγκλίνουν, αλλά και πάλι. Δεν είμαι, ούτε και πρόκειται να γίνω επιστήμονας.
Τα κείμενα αυτά είχαν θετική εξέλιξη στη μέχρι σήμερα πορεία μου. Διάφοροι είχαν ασχοληθεί μαζί τους, και κάποιοι τα είχαν αγαπήσει, μάλιστα, τα είχαν εντάξει στη σκέψη τους ως κομμάτι της φιλοσοφίας τους, κι αυτό, αν μη τι άλλο, ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Πραγματικά νομίζω ότι η εξάπλωση και η ανάπτυξη της γνώσης δεν χρειάζεται σχολεία και πανεπιστήμια, αλλά την θρέψη εκείνης της δημιουργικότητας των ανθρώπων, η οποία οδηγεί στην θέληση για μάθηση και για προσωπική ανάπτυξη, στην αυτοπραγμάτωση. Η επιστήμη συμβαίνει απλά και μόνο επειδή υπάρχουν άνθρωποι που είναι δημιουργικοί, και όχι επειδή υπάρχουν πανεπιστήμια και άλλων ειδών ιδρύματα. Ίσως, μάλιστα, τα πανεπιστήμια να λειτουργούν πολλές φορές ανασταλτικά για την εξέλιξη της επιστήμης, ιδίως με τις σχέσεις συμφέροντος που δημιουργούνται εκεί μέσα.
Πιστεύω ότι η ανθρώπινη επαφή, αυτή με την έννοια της δημιουργικής συνεργασίας, παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη μετάδοση της γνώσης. Η αντιπαράθεση διάφορων απόψεων αποτελεί από μόνη της μια δημιουργική διαδικασία. Τέτοιες περιπτώσεις, όμως, έχουν αντικατασταθεί από τις κομματικές και άλλου είδους σχέσεις συμφέροντος μεταξύ καθηγητών και φοιτητών, και έτσι οδηγείται η διαδικασία απόκτησης της γνώσης σε μια κατάσταση πραγματικής εξαθλίωσης, η οποία δεν έχει κανένα νόημα, πέρα από μια κάποιου είδους «συμφωνία», μια σχέση ανταλλαγής τέτοιας, που εξυπηρετεί σκοπούς άλλους, και σίγουρα όχι την επιστήμη. Συνεπώς, έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο μαθαίνει στους νέους πώς να είναι ανταγωνιστικοί, ένα σύστημα το οποίο καθορίζεται από πολιτικές ιδεολογίες, καθώς οι καθηγητές των πανεπιστημίων είναι σε πολλές περιπτώσεις εξαρτημένοι από τις ανάλογες πολιτικές ομάδες, τις φοιτητικές παρατάξεις του εκάστοτε κόμματος. Έχουμε έτσι ένα συνονθύλευμα λειτουργιών τέτοιων, στις οποίες ο καθένας προσαρμόζεται με βάση την εκπλήρωση των δικών του στόχων, χωρίς ποτέ αυτό να αλλάζει, παρά μόνο να εντείνεται και να χειροτερεύει, να διογκώνεται. Και όλα αυτά ήταν από τους βασικούς λόγους για τους οποίους προσωπικά παράτησα τις σπουδές μου. Δεν ήθελα να γίνω μέρος ενός τέτοιου τρόπου λειτουργίας, ενός συστήματος που πίστευα ότι θα καταπατούσε στην πραγματικότητα την αληθινή μου αξία και την προσωπικότητά μου σε τέτοιο βαθμό, που τελικά θα διαστρέβλωνε την δική μου οπτική με τρόπο τέτοιο, ώστε να με κάνει αυτό ακριβώς που δεν ήθελα ποτέ να γίνω. Το να τα παρατήσω, ακριβώς όπως έκανε και ο Αλέξανδρος, ήταν για εμένα η καλύτερη δυνατή επιλογή. Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν θα μου στερούσε το δικαίωμα στην γνώση. Δεν θα είχα το ανόητο και ανούσιο πτυχίο τους, αλλά η αξία αυτού είναι κάτι που προσδιορίζεται κοινωνικά, όπως έγραψε και ο Αλέξανδρος πιο πάνω, και δεν είναι παρά μια προκατάληψη. Σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω αποτυχημένος. Απλά δεν χαίρω ιδιαίτερης αποδοχής σε σχέση με τις επιλογές μου, πράγμα το οποίο, όταν εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, μετράει πολύ λίγο, έως καθόλου. Έχει να κάνει με τις αξίες σου, και τις αξίες των άλλων. Κι επιπλέον, όταν αποφασίζεις να ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο, ο οποίος διαφέρει από τον δρόμο των άλλων, οφείλεις να περιμένεις αρνητικές αντιδράσεις. Νομίζω ότι ο Mark Twain είχε πει κάτι τέτοιο, κι αν κάνω λάθος, σας παρακαλώ να με διορθώσετε.
Ο Ανδρέας έμοιαζε να είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος. Στην αρχή τον πέρασα για αναρχικό, και ίσως να ήταν, κατά κάποιο δικό του τρόπο. Είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, και ήξερε πότε να απαντήσει και πώς, πράγμα που έδειχνε κατάλληλη κοινωνικοποίηση. Ήταν ευχάριστη παρέα σε γενικές γραμμές.
Μας είπε ότι ερχόταν πρώτη φορά στο Φεστιβάλ του Παρεκκλησίου, και ότι θα περίμενε για να ακούσει αποσπάσματα από τη νουβέλα μας, και αργότερα να την αγοράσει. Εγώ και ο Αλέξανδρος, και οι δύο ξέραμε ότι κυρίως μιλούσε η ευγένειά του, και πολύ λιγότερο η επιρροή της τέχνης μας. Περιέργως, νομίζω ότι πάντα έτσι συμβαίνει με τα καλλιτεχνικά έργα. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που μαγεύονται πραγματικά και θέλουν να το δείξουν, ιδίως όταν λένε «ναι, θα το αγόραζα αν…».
Αργότερα άφησα τους υπόλοιπους και οδήγησα με τον Ανδρέα μέχρι το ξενοδοχείο του, στην βόρεια άκρη του χωριού, σχεδόν έξω από αυτό. Με ευχαρίστησε, και μου είπε ότι ήμασταν όλοι μας μια καλή παρέα. Τον χαιρέτησα, και του είπα ότι θα τα λέγαμε ξανά, ίσως την επομένη κιόλας. Γύρισα πίσω για να βρω την Έλλη, την Ιωάννα, και τον Αλέξανδρο.Είχαν συγκεντρωθεί πολλοί άνθρωποι στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημαρχείου. Υπήρχαν πολλές θέσεις οι οποίες δεν είχαν γεμίσει ακόμα, αλλά ο κόσμος ήταν ήδη αρκετός ώστε να μου φέρει άγχος. Ο Πέτρος ήταν κι εκείνος αγχωμένος, αλλά κάπως λιγότερο από εμένα. Είχε διαβάσει ξανά κείμενά του μπροστά σε άλλους, μπροστά σε ακροατές, μάλλον, και ήταν περισσότερο έμπειρος. Την τελευταία στιγμή του ζήτησα να βγει μόνος του, αν και ήξερα ότι δεν θα το δεχόταν. Τελικά βγήκαμε μαζί.
Στάθηκε πρώτος μπροστά στα μικρόφωνα, ήξερε ότι θα έχανα τα λόγια μου, και ανέλαβε εκείνος να κάνει την αρχή. Πρώτα τους χαμογέλασε, ενώ εγώ στεκόμουν δίπλα του και μερικά βήματα πίσω. Μετά τους χαιρέτησε, και σύντομα ξεκίνησε να λέει λίγα λόγια για το Παρεκκλήσι, για το παρελθόν του εδώ, καθώς και για το παρόν του. Συνέχισε με το πώς γνώρισε εμένα, και τότε σκέφτηκα ότι ίσως και να έλεγε ψέματα. Εννοώ ότι ποτέ δεν πείστηκα ότι τυχαία μπήκε στο βιβλιοπωλείο εκείνη τη μέρα, ότι τυχαία με βρήκε ενώ πρώτα είχε διαβάσει το άρθρο μου στην εφημερίδα. Ήμουν σίγουρος, και γινόμουν όλο και πιο σίγουρος ότι είχε έρθει σκοπίμως να μου μιλήσει. Ωστόσο, έλεγε ψέματα μπροστά σε έναν τόσο μεγάλο αριθμό από ανθρώπους. Προσπαθούσε να μην δείξει ότι είχε αδυναμίες. Γιατί πραγματικά πιστεύω ότι οι αδυναμίες και οι ανάγκες του είχαν οδηγήσει τελικά στη συγγραφή εκείνης της νουβέλας που είχαμε γράψει μαζί. Εκείνες τον είχαν οδηγήσει στην γνωριμία μας.
Σε λίγο μίλησε για εμένα, περισσότερο σαν να με σύστησε, και μου έκανε νόημα (μάλλον ελπίζοντας να μην το προσέξει κανείς) να περάσω μπροστά. Άνοιξα το στόμα μου και είπα μερικές ανοησίες. Απόφυγα να κοιτάξω τον οποιονδήποτε στα μάτια. Είχα άγχος, αυτή ήταν η αλήθεια, και θα ήθελα πάρα πολύ να μπορώ να στραφώ προς τους ακροατές και να τους μιλήσω γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση.
Τα λόγια μου περιορίστηκαν στη νουβέλα. Είπα πολύ λίγα για τον εαυτό μου, και πολύ λίγα για το τι σήμαινε για εμένα το Παρεκκλήσι. Το τελευταίο ήταν ένα θέμα που, όπως είπα, είχε θίξει ο Πέτρος, και ευτυχώς, παρά το άγχος μου, είχα την απαραίτητη προνοητικότητα να μην το θίξω παραπάνω. Τους είπα πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Μαριάννας», τους είπα ότι οδηγηθήκαμε σε μια κατάληξη που ήταν κάπως αναπάντεχη, μια κατάληξη που προερχόταν από τον Πέτρο, και για την οποία είχαμε συμφωνήσει από κοινού. Αργότερα ο Πέτρος θα μου έλεγε ότι μίλησα για το τέλος της ιστορίας σαν να ένιωθα ένοχος, κι εγώ θα του έλεγα πάνω στα νεύρα μου να με παρατήσει ήσυχο, αφού ούτε καν ήμουν σίγουρος για το σύνολο των λόγων μου. Ήταν αλήθεια, ότι ο ανόητος λόγος μου έμοιαζε σαν να μιλούσε κάποιος άλλος μέσα από εμένα, κάποιος άλλος Αλέξανδρος, που εμφανιζόταν μόνο μερικές φορές, σε περιπτώσεις αμηχανίας του πρώτου Αλέξανδρου.
Τελικά διαβάσαμε μερικά αποσπάσματα. Ένιωθα τόσο άσχημα εκείνη τη στιγμή, που πραγματικά νόμισα ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν, είχα στ’ αλήθεια την αίσθηση ότι όλα είχαν γίνει λάθος, ότι εγώ είχα κάνει τα πάντα λάθος. Ήμουν έτοιμος να γίνω επιθετικός κατά κάποιον τρόπο, κυρίως προς τον Πέτρο. Δεν ήταν παρά ένας μηχανισμός άμυνας, και το ήξερα, και το πρόσεξα, και το παρατήρησα, και αμέσως μόλις ο Πέτρος διάβασε το τελευταίο απόσπασμα και ανακοίνωσε ότι είχε επικοινωνήσει ήδη με έναν εκδότη, περπάτησα μακριά και βγήκα από το δωμάτιο.
Κάποιοι είχαν τραβήξει και φωτογραφίες, είχα δει τα φλας τους, και αυτό με είχε εκνευρίσει ακόμη περισσότερο. Δεν μου άρεσαν ποτέ αυτές οι μαλακίες. Από τις γιορτές του δημοτικού, μέχρι εκείνη τη μέρα στο Παρεκκλήσι, αντιπαθούσα όλες τις γιορτές και τις εκδηλώσεις στις οποίες έπρεπε να συμμετέχω ενεργά, αντί απλά να παρακολουθώ. Πάντοτε μου θύμιζαν τις εθνικές γιορτές όπως διεξάγονταν στα σχολεία. Αργές, βαρετές, χωρίς τέλος, έμπαιναν μέσα στο μυαλό σου και σου σάπιζαν την σκέψη, έφταναν μέχρι την ψυχή σου και σε έκαναν να θες να φύγεις διακοπές στον πιο μακρινό τόπο του κόσμου, με τις πιο καθαρές θάλασσες και τα πιο μαγευτικά νερά. Τις αντιπαθούσα από πάντα.
Κι έτσι, η παρουσίαση της νουβέλας μας πραγματοποιήθηκε.
Ακολούθησαν κι άλλες παρουσιάσεις, αλλά δεν με ενδιέφεραν, είχα φύγει ήδη. Αργότερα έμαθα ότι η Ιωάννα και ο Πέτρος με έψαχναν, αλλά δεν με ενδιέφερε ούτε αυτό. Το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Δεν ξέρω τι με ενοχλούσε περισσότερο. Το ότι ένιωθα ότι τα είχα κάνει σκατά, ή το ότι δεν είχα καταφέρει να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις μιας παρουσίασης λόγω της απειρίας μου; Είχα νιώσει σα μαλάκας, πώς το λένε;
Βγήκα έξω και κάθισα για λίγο σε ένα πεζούλι στην αυλή. Παράλληλα έβριζα. Ναι, ακριβώς, έβριζα οτιδήποτε μπορούσα να φανταστώ, οτιδήποτε έβλεπα μπροστά μου, και οτιδήποτε ένιωθα ότι με εμπόδιζε. Ήμουν απογοητευμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό, λοιπόν. Αλλά ας μην επεκταθώ άλλο σ’ αυτό.
Αργότερα είδα την Ιωάννα να βγαίνει από το δημαρχείο. Με ρώτησε αν ήμουν καλά, της είπα ναι, ήμουν.
«Ναι, καλά», είπε εκείνη. «Τι έχεις; Μια χαρά τα είπες. Κι εσύ, και ο Πέτρος. Το χειροκρότημα το άκουσες στο τέλος;»
«Μη μου μιλάς τώρα», της είπα, «έχω τα νεύρα μου».
Οι σχέσεις των ανθρώπων, θα το ξέρετε ήδη, δεν είναι τέλειες. Για μια στιγμή είχα σκεφτεί ότι η καλύτερη και «σωστότερη» αντίδραση που θα ήθελα να έχει η Ιωάννα θα ήταν να προσπαθήσει να με παρηγορήσει, αλλά δεν ήταν αυτό που είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη να ξεσπάσω. Και πραγματικά, δεν ήταν αυτό που έκανε. Θύμωσε, και μου μίλησε απότομα, και της μίλησα κι εγώ απότομα, και στο τέλος εμφανίστηκε εκείνος ο κακός Αλέξανδρος, εκείνος που δεν ξέρει τι να πει και πώς να συμπεριφερθεί, και αυτό οδήγησε στο να πληγωθεί η Ιωάννα, και να σηκωθεί και να φύγει, και να με παρατήσει μόνο μου στην αυλή του δημαρχείου. Την είδα να φεύγει, και εκείνη την στιγμή δεν με ένοιαζε ούτε καν αυτό. Ακόμη περισσότερο, ένιωσα την επιθυμία να την βρίσω τη στιγμή που απομακρυνόταν.
Λίγα λόγια για τον καυγά. Σε μια σχέση μπορεί να είναι θεραπευτικός, ίσως. Έτσι νομίζω. Νομίζω ότι μέσα από μια έντονη διαφωνία δύο άνθρωποι μπορούν να επαναδιαπραγματευθούν την σχέση τους, κι αυτό να οδηγήσει –πιθανώς- σε ισχυρότερους δεσμούς. Επομένως, ίσως μια τέτοια φασαρία σαν εκείνη που συνέβη ανάμεσα σ’ εμένα και στην Ιωάννα να ήταν ένδειξη υγείας στην σχέση μας. Ίσως, και θέλω να το πιστεύω αυτό.
Και τώρα, λίγα λόγια για τον κακό Αλέξανδρο. Ο κακός Αλέξανδρος είναι απόλυτος. Λειτουργεί με γενικεύσεις και απόλυτες απόψεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους με διάφορους αρνητικούς τρόπους και ονόματα. Ο κακός Αλέξανδρος παρακινείται από το μίσος, τις πληγές τους, τον θυμό του και την πίκρα που έχει μέσα του, από την έλλειψη αυτοεκτίμησης και τις ανασφάλειές του, και όλα αυτά είναι ένας εκρηκτικός μηχανισμός εις βάρος των ανθρώπων που προσπαθούν να είναι κοντά του, αλλά και εις βάρος του ίδιου του τού εαυτού, του πρώτου Αλέξανδρου. Επομένως, ίσως ο καυγάς μου με την Ιωάννα να μην ήταν τόσο ένδειξη υγείας.
Όπως και να ‘χει, κάναμε μερικές μέρες να τα βρούμε, αφού εγώ, βέβαια, το προσπάθησα πολλές φορές. Τελικά μου είπε ότι την πλήγωσα, ότι είπα κάτι που ούτε κι εγώ θυμόμουν ότι είχα πει, και πράγματι, όταν το άκουσα ντράπηκα τόσο, που δεν είχα άλλα λόγια, παρά μόνο μια λέξη να ξεστομίσω με όσο το δυνατόν περισσότερο ταπεινό τρόπο γινόταν: Συγνώμη. Και αυτό ήταν όλο.
Μετά προσπάθησα να της εξηγήσω για εμένα, κι εκείνη θέλησε να ακούσει, αλλά δεν πείστηκα ότι της είχε περάσει ο θυμός. Κι έτσι, αποφάσισα να της δώσω χρόνο.
Παράλληλα, ήρθε να με βρει ο Πέτρος στο βιβλιοπωλείο. Του ζήτησα κι εκείνου συγνώμη που είχα φύγει έτσι. Σκέφτηκα ότι ήμουν ένας πραγματικά μικρός άνθρωπος που είχα τέτοιες αντιδράσεις, αλλά αυτό δεν το είπα. Είχα μάθει να λέω λίγα για τον εαυτό μου, και ακόμη λιγότερα αρνητικά. Ίσως αυτό να σήμαινε ότι είχα αρχίσει να με σέβομαι κιόλας. Ότι δεν δεχόμουν να παρουσιάζω έτσι απλόχερα την αυτοκριτική μου στους άλλους, αφήνοντάς τους να σχηματίσουν μια αρνητική γνώμη για μένα. Και ναι, η εμπειρία μου μού έλεγε ότι όταν κάποιος μειώνει διαρκώς τον εαυτό του, είτε διώχνει τους άλλους από κοντά του, είτε τους επιτρέπει να τον κακομεταχειρίζονται ή λεκτικά, ή με άλλους τρόπους. Εντάξει, είχα συμπεριφερθεί παράξενα, και ήταν αλήθεια αυτό, και είχα πληγώσει μια κοπέλα που είχε μεγάλη σημασία για εμένα, αλλά δεν θα τα έβαφα και μαύρα, έτσι δεν είναι; Η ζωή συνεχίζεται ό,τι κι αν γίνει, και τώρα μια υπόθεση: Η αυτοπεποίθησή μου είχε αλλάξει από τότε που εγκατέλειψα την υποτιθέμενη φοιτητική ζωή. Ή μάλλον αυτό δεν είναι υπόθεση, είναι περισσότερο μια διαπίστωση. Δεν θυμάμαι αν το ανέφερα πιο πάνω, αλλά περνούσα κάποιες ώρες τη μέρα διαβάζοντας βιβλία που αφορούσαν τη σχολή μου, βιβλία που έβρισκα στη βιβλιοθήκη του Παρεκκλησίου, και αυτό με γέμιζε. Εκείνο το διάβασμα ήταν πραγματικά δημιουργικό.
Ωστόσο, κάθε φορά που καθόμουν στο αναγνωστήριο, σκεφτόμουν την παλιά μου ζωή, και πώς δεν είχα καταφέρει να ανταποκριθώ σ’ εκείνην. Στην πραγματικότητα, ούτε εκείνη είχε ανταποκριθεί σ’ εμένα, οπότε ίσως ό,τι υπήρχε ανάμεσά μας να ήταν αμοιβαίο. Αυτή δεν είναι η φράση που χρησιμοποιούν σε τέτοιες περιπτώσεις; Είναι αμοιβαίο…
Και μαζί με την παλιά μου ζωή, σκεφτόμουν τους γονείς μου. Με ταλαιπωρούσε η σκέψη ότι τους είχα εγκαταλείψει, ότι θα ανησυχούσαν και όλα αυτά, αλλά πραγματικά ήθελα τον χρόνο μου όταν είχα φύγει. Τότε αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί τους. Ένιωθα πραγματικά σαν να είχα την ανάγκη να ζητήσω συγνώμη; Εκείνοι θα ζητούσαν ποτέ συγνώμη; Βέβαια… εκείνοι καταλάβαιναν ότι είχαν κάνει λάθη;
Και βέβαια το καταλάβαιναν. Τους το είχα πει, εξάλλου. Εκείνοι, για να πω την αλήθεια, δεν θα ζητούσαν –ούτε και ζήτησαν ποτέ- συγνώμη. Ποτέ. Η άποψή μου για εκείνους ήταν κάτι που άλλαξε πολλές φορές μέχρι σήμερα, και ενίοτε ακόμα αλλάζει. Αλλά πάντα υπενθυμίζω στον εαυτό μου ό,τι έχω ανάγκη να υπενθυμίσω κάθε φορά. Όταν με βοηθάει ο θυμός απέναντί τους, το εκμεταλλεύομαι. Όταν με βοηθάει η αγάπη, τότε την εκμεταλλεύομαι. Και κάπως έτσι, με τους ανάλογους, εσωτερικούς, ψυχικούς ελιγμούς, καταφέρνω να πορευτώ. Ίσως αυτό να είναι μια μικρή ένδειξη του ότι κατανοώ τον εαυτό μου όλο και περισσότερο. Και ακόμη καλύτερα: Διαπιστώνω, παρατηρώ, και μαθαίνω από αυτόν πράγματα που μου αρέσουν. Πράγματα που μου αρέσουν όλο και περισσότερο.
«Το Φεστιβάλ σας είναι μια μεγάλη μαλακία!»
Έτσι είπα στον Πέτρο εκείνη τη μέρα που ήρθε στο βιβλιοπωλείο. Και όχι μόνο το είπα, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή το εννοούσα κιόλας. Δεν μου είχε φύγει ακόμα ο θυμός, άραγε, ή μήπως ήταν ένα κράμα πείσματος και εγωισμού αυτό που ένιωθα; Κάτι σαν ένας συνδυασμός που με ωθούσε να συνεχίσω να είμαι εκνευρισμένος και θυμωμένος με τον εαυτό μου;
Ο Πέτρος στηρίχτηκε με το ένα χέρι του στον πάγκο, και έφερε το άλλο στη μέση του. Μετά έσκασε στα γέλια.
«Δεν έχεις βγει ποτέ ξανά μπροστά σε κόσμο, έτσι δεν είναι;» Με ρώτησε.
«Έχω βγει», του είπα. «Στην πρώτη δημοτικού είπα ένα ποίημα μπροστά σε γονείς και παιδιά».
Ο Πέτρος έσκασε στα γέλια.
«Τι γελάς, ρε-»
Βασικά, αυτό που ήθελα να πω ήταν τι γελάς ρε μαλάκα, αλλά κάπως η ηλικιακή διαφορά μας με εμπόδισε. Θα ένιωθα τύψεις αργότερα αν δεν κατάφερνα να σεβαστώ έναν μεγαλύτερό μου. Αν και υποτίθεται ότι πιστεύω πως ο σεβασμός κερδίζεται. Αλλά και πάλι… ο Πέτρος είχε κερδίσει τον σεβασμό μου, χωρίς αμφιβολία. Θεέ μου, τι ανοησίες. Δεν ήθελα να χάσω την φιλία μας για μερικές στιγμές εκνευρισμού, δεν ήθελα να κάνω ό,τι είχα κάνει την προηγούμενη νύχτα με την Ιωάννα.
«Έχω εμφανιστεί άλλη μία φορά μπροστά σε κόσμο», του είπα. «Μετά την τρίτη λυκείου. Μας έδιναν επαίνους, κι έπρεπε να βγω μπροστά σε ένα μικρόφωνο και να πω ‘είμαι ο Αλέξανδρος τάδε, και πέρασα στη σχολή τάδε’, και κάτι τέτοιες μαλακίες. Υπήρχαν και κάμερες εκεί, μου είπαν ότι μίλησα μια χαρά, αλλά ήμουν πολύ σοβαρός».
«Σοβαρός;» Ρώτησε ο Πέτρος ενώ ακόμα χαμογελούσε.
«Ναι, γιατί;»
«Μάλλον ήσουν αγχωμένος, δεν είχες χαλαρώσει καθόλου. Καλά, ρε. Πώς θα γινόσουν καθηγητής μετά το πανεπιστήμιο αν δεν μπορούσες να εμφανιστείς μπροστά στα παιδιά; Πώς θα μιλούσες μέσα στην τάξη; Πώς θα έδινε διαλέξεις αργότερα;»
Τον κοίταξα, και αυτή τη φορά, δεν ήξερα ποιος από τους δυο μας ήταν ο μαλάκας.
«Με βλέπεις να γίνομαι καθηγητής, ρε;» Τον ρώτησα.
«Έτσι που το πας… μάλλον όχι, για να πω την αλήθεια».
«Ε, τότε άσε με. Πάνε γράψε τίποτα, μην σπαταλάς τη μέρα σου άσκοπα».
Είχε κι εκείνος παρατήσει τις σπουδές του. Το ίδιο είχα κάνει κι εγώ. Και η εμπειρία μου μού έλεγε ότι άνθρωποι σαν εμένα, άνθρωποι που νιώθουν αποτυχημένοι, βρίσκουν κατά κάποιο τρόπο καταφύγιο σε άλλους που θεωρούν ισότιμούς τους.
Αλλά μόλις είπα την λέξη κλειδί. Αποτυχία. Ένιωθα αποτυχημένος ως τι ακριβώς; Ήταν για μένα μια απελευθέρωση το να παρατήσω τις σπουδές μου, το ήξερα, και το ένιωθα, το είχα νιώσει μέσα μου, το ένιωθα κάθε μέρα, που να πάρει ο διάολος! Επομένως τι ήθελα τώρα;
Σίγουρα ήθελα να είμαι «μεγαλύτερος» από τέτοιες μικρότητες, όπως η αναζήτηση ενός άλλου ανθρώπου σαν κι εμένα, προκειμένου να μη νιώθω μειονεκτικά. Κι εξάλλου, ο Πέτρος δεν ήταν σαν κι εμένα. Ο Πέτρος ήταν συγγραφέας, και μπορεί να είχε παρατήσει τις σπουδές του, αλλά δεν είχε εγκαταλείψει την μάθηση. Είχε εκπαιδεύσει ο ίδιος τον εαυτό του, ήταν αυτοδίδακτος σε ό,τι ήξερε, και για κάποιο λόγο αυτό με έκανε να τον σέβομαι.
Μήπως δεν ήθελα κάτι τέτοιο και για τον εαυτό μου;
Από τότε που άρχισα να διαβάζω στην βιβλιοθήκη του χωριού, παρατήρησα ότι αυτό που με απωθούσε δεν ήταν οι επιστήμες. Αυτές, αντιθέτως, ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον, πολύ χρήσιμο για τον εσωτερικό μου κόσμο, αλλά και για την συγγραφή, που ήταν τόσο σημαντική για εμένα. Αυτό που τόσο με ενοχλούσε, ήταν ο εξαναγκασμός του εκπαιδευτικού συστήματος, βάσει του οποίου έπρεπε να ενταχθώ σε μια δήθεν «εκπαιδευτική κοινότητα», αυτή των φοιτητών και καθηγητών, η οποία όμως ένιωθα ότι δεν μου ήταν καθόλου χρήσιμη. Ακόμη περισσότερο, ένιωθα ότι με έφθειρε.
Το απόγευμα προσπάθησα να ξεκινήσω μια καινούρια ιστορία. Ήταν ένα διήγημα, αν και λίγο μεγάλο για διήγημα, αλλά την ίδια στιγμή αρκετά μικρό ώστε να μην είναι νουβέλα. Επομένως αυτό μάλλον το κάνει διήγημα, έτσι δεν είναι;
Η συνεργασία με τον Πέτρο ήταν μια καινούρια εμπειρία, αλλά δεν υπάρχει τίποτα άλλο σαν την ικανοποίηση που σου προσφέρει το μοναχικό γράψιμο. Υπάρχουν φορές που νιώθεις τελείως ανανεωμένος μετά από κάποια ώρα συγγραφής. Έχεις κάνει κάτι πολύ αξιόλογο, κάτι που για εσένα έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έχεις ασκήσει την τέχνη σου, και έχεις κάνει ένα βήμα προς τους στόχους σου, και αυτό σε γεμίζει με ενέργεια, παρά την πνευματική κούραση που νιώθεις. Είναι σαν να έχεις κάνει αυτό που είσαι προσδιορισμένος να κάνεις, αυτό είναι όλο, και τίποτα δεν σε γεμίζει περισσότερο από την ανάγκη να ικανοποιήσεις την δίψα του να γίνεις αυτό που πραγματικά είσαι.
Το πώς καθορίζεται το ποιος είσαι, είναι κάτι που δεν γνωρίζω, και πραγματικά πιστεύω ότι κανείς δεν γνωρίζει. Ίσως να έχει να κάνει με το περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσεσαι. Ναι, σίγουρα έχει να κάνει με αυτό. Κάποιοι χρησιμοποιούν λέξεις όπως αυτή που χρησιμοποίησα πριν. Μιλάω για την λέξη «προσδιορισμένος». Σαν, δηλαδή, η φύση σου να είναι προκαθορισμένη ήδη από τη στιγμή της σύλληψής σου. Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να αναγνωριστεί και να εξηγηθεί κάτι τέτοιο επιστημονικά, αλλά μερικές φορές, τέτοιου τύπου ιδέες παίζουν τον δικό τους ρόλο στην σκέψη μου και στην ανάπτυξή μου. Δεν έχει σημασία τι υπάρχει και τι όχι, καθόλου, καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία σε έναν κόσμο ιδεών, είναι όλες οι ιδέες που σε επηρεάζουν θετικά, ώστε να μπορείς να βαδίζεις μια διαρκώς ανοδική πορεία. Οι ιδέες που σε επηρεάζουν αρνητικά είναι εξίσου σημαντικές, αφού έτσι κι αλλιώς όπως είπα σε επηρεάζουν, και γι’ αυτό πρέπει να ξέρεις και να μαθαίνεις πώς να τις ελέγχεις. Όταν μαθαίνεις να ελέγχεις τον δικό σου νου, τότε είσαι ο κύριος του εαυτού σου. Τότε τίποτα δεν σε πτοεί, τίποτα δεν μεταβάλλει την πορεία σου με κανέναν τρόπο, τίποτα δεν είναι δυνατόν να σε βλάψει.
Αλλά ας αφήσω κατά μέρος τα μεγάλα λόγια. Δεν ξέρω κατά πόσο είμαστε όλοι ικανοί να ασκήσουμε τέτοια δύναμη στο μυαλό μας. Κάποιοι άνθρωποι μπορούν, αλλά τουλάχιστον εγώ προσωπικά, δεν έχω αυτή την δυνατότητα, ούτε μπορώ να αναπτύξω σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές μου. Μπορώ, ωστόσο, να χρησιμοποιήσω την σκέψη μου και τα συναισθήματά μου, για να ζήσω μια ζωή τέτοια, όπως πιστεύω ότι μου αξίζει και μου αρμόζει. Γιατί αν δεχτώ ότι ο καθένας είναι προσδιορισμένος να γίνει κάτι, τότε αυτό που θέλει να γίνει, μπορεί μόνο να είναι ανάλογο των δυνατοτήτων του, και αυτό που παρεμβαίνει ενδιάμεσα και μας καθιστά αποτυχημένους, είναι πρώτα –και όχι πάντα- η οικογένεια, και κατόπιν αυτού, η κοινωνία και ο πολιτισμός.
Οι κοινωνικοί θεσμοί μπορούν να είναι περιοριστικός παράγοντας προς την ανάπτυξη του ατόμου, και αυτό είναι δεδομένο. Οι κοινωνικοί θεσμοί καθορίζουν τις ζωές μας και τις επιλογές μας, παρέα με όλους τους άγραφους νόμους που εμείς οι ίδιοι έχουμε θέσει. Και αυτό που μέσα μου πολλές φορές υποστηρίζω, και που με κάνει να νιώθω ειρήνη και ελευθερία, χωρίς να σχετίζεται με θυμό και μίσος, πια, είναι το εξής: Μόνο μακριά από την κοινωνία μπορεί κανείς να είναι πραγματικά ο εαυτός του. Μόνο μακριά από την κοινωνία μπορεί κανείς να οδηγηθεί στην αυτοπραγμάτωση. Αυτό που έκανε ο Πέτρος, καθώς και η δική μου κίνηση να παρατήσω τις σπουδές μου, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια απότομη στροφή προς την αυτοπραγμάτωση μας. Ο Πέτρος είχε καταφέρει ήδη τότε να κάνει πραγματικότητα τον εαυτό που είχε μέσα του, αλλά εντός των πλαισίων της κοινωνίας. Το ίδιο έκανα κι εγώ όταν τα παράτησα. Αυτή η ίδια η κοινωνία που μας περιορίζει με το να μας διαστρεβλώνει, μας περιορίζει επίσης με την επιλογή του να γίνουμε αυτό που θέλουμε μέσα της, και γι’ αυτόν τον λόγο περνάμε από διάφορα στάδια, ανάμεσα σε αυτά είναι και η απόρριψη που δεχόμαστε από άλλους, μέχρι αυτή η ίδια η κοινωνία να μας αποδεχτεί για αυτό ακριβώς που είμαστε.
Οι καλλιτέχνες, έχουν από μέσα τους την κλίση προς την τέχνη τους, την έντονη τάση για αυτοπραγμάτωση, αλλά όχι μόνο αυτοί. Την έχουν και όλοι οι άνθρωποι. Η διαφορά είναι ότι κάποιοι έχουμε την τύχη να ανακαλύπτουμε τη δική μας κλίση από νωρίς, ενώ άλλοι έχουν την ατυχία να μην την ανακαλύπτουν καθόλου. Κι έτσι, υποφέρουν οι καλλιτέχνες περισσότερο, καθώς η προσπάθεια για την πραγμάτωση του σκοπού καθορίζει την ίδια την φύση τους, την ψυχή τους, αλλά και το σώμα τους, σαν μια ενιαία ολότητα.
Αλλά αρκετά με τους καλλιτέχνες. Όλοι οι άνθρωποι είναι ιδιαίτεροι και μοναδικοί, ο καθένας με τον τρόπο του, και όλοι είναι άξιοι της επίτευξης των ονείρων και των στόχων τους. Προϋπόθεση, βέβαια, για όλα αυτά, είναι η απομάκρυνση από την διαστρέβλωση, και η ανακάλυψη του εαυτού.
Μερικές φορές κοιτάζω έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, στον κεντρικό δρόμο του χωριού, ενώ δεξιά και πιο μακριά, πίσω από τις κορυφές των σπιτιών, βλέπω το δημαρχείο, αλλά και την εκκλησία, και νιώθω ευγνωμοσύνη που μπορώ να κατανοώ καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου, αλλά και την σχέση που έχει αυτός με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ξέρω σε ποιον χρωστάω μια τέτοια ευγνωμοσύνη, αλλά υπάρχουν σίγουρα τέτοιες στιγμές για εμένα, στιγμές που μόνο γαλήνη μπορώ να νιώσω, κι ύστερα να αφεθώ ελεύθερος και να νιώσω εκείνο το είδος της ευτυχίας που διαρκεί τόσο, όσο σου παίρνει να το παρατηρήσεις, όπως έγραψε και ο Πέτρος πιο πάνω.Προσπάθησα να μιλήσω στην Ιωάννα αργότερα την ίδια μέρα. Της τηλεφώνησα στο σπίτι, κάτι που δεν μου είχε πει ποτέ αν θα την ενοχλούσε ή όχι. Σκέφτηκα ότι για να μου δώσει τον αριθμό γραμμένο σε ένα χαρτί, τότε μάλλον δεν θα ήταν πρόβλημα για εκείνην το να μιλήσω με κάποιον από την οικογένειά της. Εξάλλου, σκέφτηκα ότι ήμασταν λίγο μεγάλοι για να ζητάμε την άδεια των πρεσβύτερων.
Η μητέρα της το σήκωσε. Την χαιρέτησα, και πολύ ευγενικά, ζήτησα την Ιωάννα. Θεώρησα πολύ καλό το γεγονός ότι κι εκείνη, εξίσου ευγενικά, χωρίς να ρωτήσει καν ποιος την ζητάει, χωρίς να δείξει το παραμικρό ίχνος περιέργειας που είμαι σίγουρος ότι ένιωσα, μου είπε «μισό λεπτό», και μετά έδωσε το τηλέφωνο στην κόρη της.
Αυτό με έκανε να σκεφτώ μερικά πράγματα, και να θυμηθώ μερικά άλλα. Σκέφτηκα τους γονείς μου, και όλες τις απογοητεύσεις που είχα γευτεί εξαιτίας τους. Σκέφτηκα για άλλη μία φορά (είχα σταματήσει να τις μετράω, πλέον) πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα ανάμεσά μας. Και ύστερα ήρθαν αναμνήσεις. Ίσως να ένιωσα μια μικρή ζήλια για την οικογένεια της Ιωάννας, μια ευχάριστη ζήλια, παρέα με λίγο θαυμασμό, και αυτό πυροδότησε τις αναμνήσεις.
Όταν ήμουν μικρός, πολλές φορές, πριν καλά το καταλάβω, κατέληγα να λέω σε κάποιον από τους φίλους μου «είσαι πολύ τυχερός που οι γονείς σου είναι αυτοί που είναι», ή κάτι τέτοιο, και άλλα, παρόμοια πράγματα. Τα όσα έλεγα εκείνες τις στιγμές συνοδεύονταν από μια αίσθηση θλίψης, και ακριβώς η ίδια αίσθηση συνόδευε εκείνη τη στιγμή τις αναμνήσεις μου. Παράξενο πράγμα σε τι μπελάδες μπορεί να σε βάλει ένας απλός συνειρμός, ε;
«Ναι;»
Άκουσα την φωνή της, και για μια στιγμή δίστασα.
«Εγώ είμαι», της είπα. «Θες να μου μιλήσεις;»
Ησυχία, εκτός από την ανάσα της στο ακουστικό μου.
«Να συναντηθούμε κάπου έξω;» Με ρώτησε. «Όταν τελειώσεις από την δουλειά».
«Εντάξει».
Κι έτσι κανονίσαμε την ώρα. Είχε πει ότι θα περνούσε να με πάρει από το βιβλιοπωλείο, και όντως έτσι έγινε.
Περπατήσαμε για λίγο μαζί, και της ζήτησα συγνώμη. Προσπάθησα να κρατήσω το χέρι της, αλλά εκείνη δεν με άφησε να το κάνω. Πραγματικά είχε θυμώσει τόσο πολύ; Ή μήπως υπήρχε κάτι άλλο ανάμεσά μας;
«Ξέρω ότι υπάρχει κάτι που σε απασχολεί. Σε είδα τότε που δεν μπορούσες να κοιμηθείς, που περπατούσες μέσα στο δωμάτιο ανήσυχη. Πες μου, τι σε προβληματίζει;»
Της πήρε λίγα λεπτά μέχρι να μιλήσει ευθέως. Από εδώ το πήγε, από εκεί το έφερε, και όλο καθυστερούσε με δικαιολογίες, ώσπου τελικά κατάφερε να το βγάλει από μέσα της.
«Νιώθω πολύ μόνη όταν είμαι μαζί σου», μου είπε.
«Τι εννοείς;»
«Νιώθω ότι δεν σε καλύπτω συναισθηματικά, ότι δεν είμαι η κατάλληλη για εσένα, και αυτό με κάνει να νιώθω ανίκανη, ανάξια, και μόνη. Πολλές φορές είναι σαν να θέλω να απομακρυνθώ από κοντά σου, πολλές φορές μου φαίνεσαι σαν ξένος. Έχεις αλλάξει από τότε που σε γνώρισα, και αλλάζεις διαρκώς και πολύ γρήγορα. Είναι σαν να μη σε προλαβαίνω, γίνεσαι διαρκώς κάποιος άλλος, και νιώθω ότι σου είμαι βάρος. Κι επίσης… φοβάμαι ότι το μόνο που μπορώ να κάνω για σένα, είναι να σου προσφέρω το σώμα μου. Και δεν θέλω να μένεις κοντά μου μόνο γι’ αυτό».
Τα άκουσα όλα αυτά με περιέργεια, και πραγματικά παραξενεύτηκα. Δεν θυμόμουν να είχα κάνει τέτοιες σκέψεις για εκείνην ποτέ.
«Αν δεν έχω να σου προσφέρω κάτι σαν άνθρωπος, τότε καλύτερα να με αφήσεις. Ή να σε αφήσω εγώ».
«Δεν θα ήθελα να με αφήσεις», της είπα, «σε καμία περίπτωση».
Η Ιωάννα είχε ένα πρόβλημα με τον εαυτό της, κατά την γνώμη μου. Και το πρόβλημα αυτό συνδεόταν άμεσα με εμένα. Αυτό που ήθελε, ήταν να την αποδεχτεί κάποιος ως άνθρωπο, όχι απλά ως γυναίκα, και φοβόταν ότι αργά ή γρήγορα θα την απέρριπτα. Και φαίνεται πως αυτό ήταν που την είχε κάνει να «θυμώσει» τόσο πολύ. Είχε προσπαθήσει να με απορρίψει εκείνη, πριν την απορρίψω εγώ.
«Έχεις ανάγκη από κάποιον να σε νιώσει όπως πραγματικά είσαι, αυτό μου λες», της είπα. «Αλλά για να συμβεί αυτό, πρέπει να συμβεί σε ένα άλλο επίπεδο, και όχι μέσω μιας λεκτικής διαβεβαίωσης. Πρέπει εσύ η ίδια να νιώσεις ότι εγώ σε νιώθω, έτσι δεν είναι; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι διαφέρει τόσο πολύ το σώμα σου από τα υπόλοιπα κομμάτια του εαυτού σου; Τι σε κάνεις να πιστεύεις ότι το πώς φαίνεσαι, το ποιο είναι το σώμα σου, δεν είναι σχετικό με το ποια είσαι εσύ η ίδια; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι κάθε φορά που αγκαλιάζω το σώμα σου, δεν αγκαλιάζω και την ψυχή σου; Και με ποιο δικαίωμα με υποτιμάς έτσι;»
Με κοίταξε ξαφνιασμένη, σαν να μην ήξερε τι να πει, και ήμουν σίγουρος, δεν ήξερε. Τώρα εγώ ένιωθα θυμωμένος μαζί της, σχεδόν οργισμένος, θα έλεγα. Ένιωθα ότι ήθελα να της μιλήσω άσχημα, απότομα και επιθετικά. Ίσως να ήταν επειδή με υποτιμούσε μ’ αυτό τον τρόπο. Αντιθέτως, όμως, την τράβηξα κοντά μου και την αγκάλιασα όσο πιο ήρεμα και απαλά μπορούσα. Έβαλα τα χέρια μου γύρω της, και ένιωθα παράλληλα θυμό και αγάπη για εκείνην. Αγάπη… Ό,τι μου φαινόταν σαν αγάπη, τέλος πάντων.
Και κάπως έτσι, θέσαμε εγώ και η Ιωάννα τα νέα, σαθρά θεμέλια της σχέσης μας, τα οποία επρόκειτο να καταρρεύσουν και να μας οδηγήσουν στον οριστικό χωρισμό.Το βράδυ συνέχισα να δουλεύω πάνω στο διήγημά μου. Είχα σκεφτεί να γράψω μια σειρά από δύο ιστορίες. Δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες όμως θα είχαν τον ίδιο θεματικό πυρήνα. Την υποταγή. «Δύο ιστορίες δαιμονικής υποταγής», έτσι σκεφτόμουν τον τίτλο της μικρής αυτής «σειράς». Μάλλον θα επρόκειτο για δύο ιστορίες τρόμου. Εξάλλου, είχα ξεκινήσει γράφοντας ιστορίες τρόμου, και τώρα ήθελα να επιστρέψω για λίγο στο αρχικό μου στυλ.
Προς το παρόν δούλευα την πρώτη ιστορία, η οποία κατέληξε να αποτελείται από είκοσι τρεις σελίδες. Ίσως δηλαδή να ήταν λίγο μεγάλη για διήγημα, ή απλά ένα μεγάλο διήγημα, ποιος ξέρει; Ποτέ δεν με ένοιαζε το να καθορίζω με αριθμούς λέξεων ή σελίδων την κατηγορία στην οποία ανήκαν οι ιστορίες μου.
Ήδη από τότε, και ενώ έγραφα εκείνο το βράδυ, η Ιωάννα είχε αρχίσει μέσα μου να γίνεται παρελθόν. Το ανακάλυψα από όσα έγραφα, και από τον τρόπο με τον οποίο σχολίαζα την ζωή του πρωταγωνιστή της ιστορίας μου. Η Ιωάννα είχε αρχίσει να τελειώνει πια, και αυτό ήταν κάτι που πολύ λίγο με ενδιέφερε.
Αργότερα ξάπλωσα στο κρεβάτι κοιτάζοντας το ταβάνι. Άπλωσα το χέρι μου και έσβησα το φως. Οι κουρτίνες ήταν μόνο κατά το ήμισυ τραβηγμένες, έτσι ώστε να μπορώ να βλέπω τα άστρα. Οι βροχές είχαν σταματήσει εδώ και καιρό, πια, και τώρα είχαμε ήλιο και κρύο κάθε μέρα. Κάποιοι περίμεναν να χιονίσει κατά τα Χριστούγεννα, αλλά εγώ δεν ήμουν και τόσο αισιόδοξος σχετικά μ’ αυτό.
Όπως και στους περισσότερους ανθρώπους, μου άρεσε το χιόνι. Ήταν σπάνιο φαινόμενο στην πόλη που ήμουν φοιτητής, και το ίδιο ίσχυε και για την πατρίδα μου. Τώρα περίμενα κι εγώ, μαζί με τους άλλους, το χιόνι να έρθει και να με παρηγορήσει κάπως, τώρα που δεν θα είχα κανέναν να περιμένω στο μικρό δωμάτιό μου, μακριά από την Ιωάννα, μια Ιωάννα που είχα χάσει, και που με είχε χάσει στην μέχρι τότε κοινή μας πορεία.
Κατά κάποιο μαγικό τρόπο, τα αστέρια χάθηκαν. Άνοιξα το παράθυρο, και άφησα το κρύο να μπει μέσα, ενώ φορούσα μόνο την φανέλα μου και ένα παντελόνι. Κοίταξα τον κεντρικό δρόμο, κοίταξα τα δέντρα γύρω απ’ το χωριό, καθώς το σπίτι μου βρισκόταν πάνω στην πλαγιά, προς την έξοδο, και τότε παρατήρησα ότι είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτες νιφάδες. Ήταν λες και κάποιος είχε ακούσει τις επιθυμίες μας, όλων εμάς που περιμέναμε μια αλλαγή.
Ξέρετε, οι εποχές και οι αλλαγές του καιρού πάντα έπαιζαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τον άνθρωπο. Τόσο για τη σοδειά του, όσο και για άλλες ανάγκες. Κι έτσι, κυρίως σε σχέση με την γη, κάθε εποχή έχει τα δικά της έθιμα, σε σχέση πάντα με το γενικότερο κλίμα μιας περιοχής. Μέχρι τότε είχα μάθει λίγα πράγματα για το Παρεκκλήσι, αλλά φαίνεται πως δεν υπήρχαν και πολλά να μάθει κανείς.
Σύντομα το Φεστιβάλ τελείωσε, κράτησε μόνο μερικές μέρες ακόμα μετά από την δική μας παρουσίαση, την δική μου και του Πέτρου, κι ύστερα άρχισαν όλοι να φεύγουν. Τουρίστες κατέφταναν ακόμα, αλλά πολύ λιγότεροι, και μείναμε κυρίως εμείς οι ίδιοι, οι περισσότερο μόνιμοι κάτοικοι.
Το κρύο, είχα σκεφτεί τότε, μπροστά στο παράθυρο. Αυτό σκότωσε την αγάπη μου για την Ιωάννα.
Αυτή η σκέψη, όμως, δεν ήταν παρά ένα ψέμα, και το ήξερα. Δεν ήταν παρά μια δικαιολογία η οποία σκόπευε να καλύψει εκείνη την αίσθηση κενού που ένιωθα μέσα μου. Μήπως εγώ είχα σκοτώσει τα συναισθήματά μου για εκείνην; Μήπως έφταιγα εγώ που εκείνη είχε νιώσει έτσι κοντά μου; Σαν να μην είναι αρκετή;
Θυμάμαι όταν την είχα προσέξει να διαβάζει Κάφκα στο τρένο. Είχε συμβεί ό,τι συμβαίνει πάντα με μια γυναίκα που μου αρέσει. Υπάρχει ένας θαυμασμός από μέρους μου, και ύστερα νιώθω την αυτοπεποίθησή μου να υποχωρεί, και ύστερα έρχεται η αυτοκριτική, και μια σειρά από δήθεν αιτίες για τις οποίες δεν μπορώ να έχω εκείνη την γυναίκα. Μέσα σε όλα αυτά, η Ιωάννα υπήρξε η προσωποποίηση ενός θεού για εμένα, ενός θεού που τόσο πολύ είχα ανάγκη να λατρέψω. Αλλά ήξερα πώς να το χειριστώ τότε, ήξερα τι να παραγκωνίσω και από τι να επηρεαστώ. Και καθώς εγώ άλλαξα, όπως είπε κι εκείνη, ο θεός αυτός γκρεμίστηκε από την θέση που κατείχε, και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η δική μου εξέλιξη ήταν αυτή που είχε σκοτώσει τα δικά μου συναισθήματα, και που είχε κάνει τα δικά της να αλλάξουν με τέτοιο τρόπο που να μην υπάρχει γυρισμός. Ε, κι αν υπήρχε, τότε σίγουρα δεν ήμουν πρόθυμος να τον διεκδικήσω.
Βγήκα έξω εκείνο το βράδυ. Φόρεσα το παλτό μου, και βγήκα να περπατήσω. Δεν ήξερα καν πού πήγαινα, αλλά σίγουρα ήξερα ότι ήθελα να νιώσω το κρύο στο πρόσωπό μου. Το χιόνι πύκνωσε σε λίγο, και καθώς ο δρόμος ήταν άδειος, βρέθηκα να περπατάω ακριβώς στη μέση, παλεύοντας ταυτόχρονα να πιάσω τις νιφάδες με τα χέρια μου, μέσα στα οποία εκείνες διαλύονταν.
Οι σκεπές είχαν αρχίσει να ασπρίζουν, και αυτό μου άρεσε πολύ. Το ίδιο και ο δρόμος, αφού ήταν τελείως έρημος, το ίδιο και τα δέντρα. Ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκα εκείνην, την Ιωάννα, και νομίζω ότι για μια στιγμή με τρόμαξε το πόσο εύκολα ήμουν ικανός να διαγράψω έναν άλλο άνθρωπο από τη ζωή μου, αλλά και από μέσα μου. Ίσως στην πραγματικότητα να ήθελα εδώ και καιρό να την ξεγράψω. Πόσο κρύος άνθρωπος θα μπορούσα να είμαι;
Σκέφτηκα να περάσω από το σπίτι του Πέτρου, αλλά δεν το έκανα. Περπάτησα, ωστόσο, προς τα εκεί, μέχρι που βγήκα από το χωριό, πέρασα το σπίτι του, και συνέχισα. Δεν υπήρχε πολύ φως, αλλά το χιόνι είχε ήδη πέσει στον δρόμο, κι έτσι μπορούσα να δω λίγο πιο καθαρά, αφού η φωτεινότητα είχε αυξηθεί από το λευκό. Έτσι κι αλλιώς, δεν με ένοιαζε τίποτα εκείνη την ώρα. Ούτε το αν θα σκόνταφτα και θα έσπαγα τα μούτρα πέφτοντας σε κανένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου, ούτε το αν θα με χτυπούσε κανένα αυτοκίνητο χωρίς να με δει, και ίσως χωρίς να καταλάβει καν ότι με χτύπησε. Το μόνο που ήθελα ήταν εκείνη η αίσθηση ελευθερίας που είχα τόσο λίγο νιώσει στην ζωή μου.
Περπάτησα μέχρι το επόμενο και τελευταίο χωριό, όπου δεν βρήκα κανέναν. Έμεινα εκεί, μέσα στο κρύο, μέχρι το πρωί, και όταν τέσσερις ώρες αργότερα ξημέρωσε, μπήκα στο καφενείο, το πρώτο που άνοιξε, για να πιω έναν ζεστό καφέ. Η γυναίκα του ιδιοκτήτη προσπάθησε να με φροντίσει, είπε ότι είχε σούπα. Της είπα ότι δεν είχα λεφτά. Μου είπε ότι δεν πείραζε, ένα πιάτο δεν ήταν τίποτα. Της είπα ευχαριστώ, κι ύστερα εκείνη πήγε να φέρει το πιάτο μου.
Αργότερα, γύρω στις οχτώ το πρωί, πήρα τον δρόμο του γυρισμού, κουρασμένος πλέον. Ήταν Σάββατο εκείνη τη μέρα. Αναγκάστηκα να πάρω άδεια από την δουλειά, δεν είχα κουράγιο να τα βγάλω πέρα στο βιβλιοπωλείο. Μόνο πήγα στο σπίτι, κοιμήθηκα για δύο ώρες, και ύστερα έγραψα ξανά για την ιδέα της ελευθερίας που τόσο απεγνωσμένα αναζητούσα και είχα ανάγκη. Τα πάντα πέρασαν μέσα στο διήγημά μου, με εκείνη την μαγική διαδικασία στην οποία καταφεύγουν όλοι οι συγγραφείς όταν θέλουν και όταν πρέπει. Το θέλω και το πρέπει λειτουργούν σαν να τροφοδοτούν το ένα το άλλο, σε αυτή την περίπτωση, τώρα πια το ήξερα, και μπορούσα με τον καιρό να τα ρυθμίζω όλο και περισσότερο.
Ήταν μια μικρή περιπέτεια για εμένα το περπάτημα στο σκοτάδι και στο κρύο. Ήταν όντως μια αίσθηση ελευθερίας, αυτή της απομάκρυνσης, αυτή για την οποία έχω μιλήσει σε ένα κείμενό μου, το οποίο πρόσφατα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του χωριού.
Αργότερα τηλεφώνησα στον Πέτρο. Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα πώς ήταν, τι έκανε, αν έγραφε τίποτα, τι θα γινόταν με την έκδοση της νουβέλας μας, και συζητήσαμε λίγο περί ανέμων και υδάτων, και ύστερα έμεινα πάλι μόνος.
Αναρωτήθηκα για μια στιγμή πότε η απουσία της Ιωάννας θα γινόταν αισθητή, και αν αυτό θα σήμαινε ότι εξίσου αισθητή θα γινόταν και η απουσία της Χριστίνας. Μήπως η παρουσία ενός από τις δύο θα εξελισσόταν τώρα στο κυρίως ζητούμενο; Δεν θα έπρεπε αν επιτρέψω στον εαυτό μου να φτάσει σε τέτοιο στάδιο αθλιότητας, το ήξερα αυτό.
Έφτιαξα κάτι να φάω, και μετά έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα ξανά.Το τηλέφωνο που επρόκειτο να κάνω στους γονείς μου δεν καθυστέρησε παραπάνω. Μόνο ένα απόγευμα ακόμα πέρασε χωρίς να τους τηλεφωνήσω. Ένιωθα αγωνία καθώς άκουγα τους ήχους της άλλη γραμμής. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, έντονα, ενώ σκεφτόμουν τι θα έπρεπε να πω.
Είχα μετακινήσει κοντά μου το τραπεζάκι με την παλιά τηλεφωνική συσκευή, και είχα σχηματίσει τον αριθμό του σπιτιού των γονιών μου. Τώρα περίμενα, και περίμενα, και περίμενα, μέχρι που τελικά το σήκωσε η μητέρα μου. Δεν ακουγόταν περίεργα. Αντιθέτως έμοιαζε πολύ εντάξει, πολύ ήρεμη, λες και δεν είχα λείψει τόσο καιρό. Από την άλλη, βέβαια, τι θα έπρεπε να κάνει; Η ζωή συνεχίζεται, έτσι δεν είναι;
«Μαμά;»
Και σύντομα άκουσα κλάματα. Και μετά παράπονα και γκρίνιες, και πολλές ερωτήσεις, και παράκληση για να επιστρέψω, και μετά τον πατέρα μου από πίσω να θέλει να μου μιλήσει, και άλλα τέτοια.
Μιλήσαμε, λοιπόν, και ο διάλογός μου και με τους δύο δεν χαρακτηριζόταν τόσο από φωνές και διαφωνίες, αλλά από ευγένεια και καλοπροαίρετα λόγια.
«Θα μας πεις πού βρίσκεσαι;» Με ρώτησε η μητέρα μου.
Το σκέφτηκα για λίγα δευτερόλεπτα. Ήθελα πράγματι να έρθουν να με βρουν; Μάλλον όχι. Όχι ακόμα.
«Όχι ακόμα», της είπα. «Ίσως κάποια στιγμή, αλλά πρώτα θέλω να πάρω μερικές αποφάσεις μέσα μου. Είμαι καλά, έχω δουλειά, έχω μέρος να μείνω, και μπορώ και τα βγάζω πέρα καλύτερα από ποτέ. Να μην ανησυχείτε, και θα μιλήσουμε ξανά, εντάξει;»
Άκουσα τον πατέρα μου από πίσω να ρωτάει τι της έλεγα, αλλά εκείνη δεν του απάντησε.
«Εντάξει», μου είπε, «εντάξει. Εμείς εδώ θα είμαστε, να παίρνεις κανένα τηλέφωνο να τα λέμε, να μην χάνεσαι τόσο καιρό, καλά;»
«Ναι, εντάξει», της είπα κι εγώ. «Ωραία. Άντε, γεια σου».
Κι έτσι κλείσαμε το τηλέφωνο. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα καθόλου να γυρίσω πίσω, σε καμιά περίπτωση και για κανένα λόγο. Θα ήθελα να διατηρώ μια κάποια επαφή μαζί τους, αλλά ως εκεί, και αυτή την στιγμή δεν νιώθω σαν να θέλω να το συζητήσω άλλο.Ο Αλέξανδρος είχε απογοητευτεί πολύ από το Φεστιβάλ. Δεν ήταν αυτό που περίμενε, μάλλον, αλλά και πάλι, είμαι σίγουρος ότι είχε απογοητευτεί από τον εαυτό του. Δεν ήξερα τι μπορούσα να κάνω γι’ αυτό. Το μόνο που περνούσε απ’ το χέρι μου θα ήταν να του δώσω την ευκαιρία να έρθει ξανά σε επαφή με το θέμα της ανάγνωσης μπροστά στο κοινό. Έκανα την ανόητη σκέψη ότι ίσως έτσι να ξεπερνούσε τους φόβους του.
Είχα μέρες να δω την Έλλη. Όλα εντάξει, κανένα πρόβλημα, όλα κανονικά. Δεν θα ανησυχούσα. Καθώς ανέβαινα την σκάλα για τον δεύτερο όροφο σκέφτηκα εκείνη την κοπέλα για την οποία μου είχε μιλήσει ο Αλέξανδρος, την Χριστίνα. Παράξενος συνειρμός, ε; Η Έλλη οδήγησε με κάποιο τρόπο στην Χριστίνα. Και μετά σκέφτηκα: Κι αν κάποια μέρα η Χριστίνα εμφανιζόταν στον Αλέξανδρο; Τι θα συνέβαινε τότε;
Ξέθαψα εκείνο το παλιό κουτί παπουτσιών. Το άνοιξα και πάλι. Έκανα στην άκρη το ξύλινο κουτί, εκείνο που περιείχε το κολιέ της μητέρας μου, και κοίταξα τις φωτογραφίες.
«Συγνώμη», μουρμούρισα, και ακούμπησα τις εικόνες στο στήθος μου, λες και αγκάλιαζα τα πρόσωπα που απεικονίζονταν. «Συγνώμη», είπα ξανά.
Εκείνη την στιγμή, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, σκέφτηκα την αυτοκτονία. Σκέφτηκα να βρω έναν τρόπο και να πεθάνω, να τελειώνω μια και καλή, για πάντα, λες και τίποτα άλλο δεν είχε απομείνει να κάνω στην ζωή μου, λες και όλες οι ιστορίες που είχα γράψει ήταν και οι τελευταίες που θα έγραφα ποτέ. Και μετά σκέφτηκα:
Και οι άνθρωποι που γνώρισα; Τι θα απογίνουν οι άνθρωποι που γνώρισα; Ο Αλέξανδρος, η Ιωάννα, η παλιά συμμαθήτριά μου, η Έλλη… Όλοι οι κάτοικοι του χωριού που με θυμούνται, που με ξέρουν, που με αγαπάνε ως παλιό γνωστό και συμπατριώτη, και όχι ως συγγραφέα; Πώς θα μπορούσα να τους πληγώσω με τον θάνατό μου;
Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα τους ένοιαζε, και για κάποια λόγο περισσότερο η σκέψη μου στάθηκε στον Αλέξανδρο. Το αγαπούσα εκείνο το παιδί, και είχα αρχίσει να καταλαβαίνω ότι δεν ήταν ο Αντώνης. Ο Αντώνης είχε πεθάνει, ο Αντώνης ήταν νεκρός. Η Γεωργία είχε τελειώσει εξίσου, κι εγώ δεν είχα κανένα λόγο να επιμένω να την σκέφτομαι και να την θυμάμαι. Τώρα πια ήταν η Έλλη εδώ για εμένα. Μια κοπέλα που μου άρεσε, που την εκτιμούσα, που ήθελα να έχω κοντά μου.
Μου ήρθε η ιδέα να καταστρέψω τις φωτογραφίες και το κολιέ, για να τελειώνω μια και καλή με το παρελθόν και την νεκρή οικογένειά μου. Μήπως αυτό δεν είχα κάνει τότε που τους είχα εγκαταλείψει; Τους είχα εξαφανίσει μέσα μου, δεν με ενδιέφεραν, και σίγουρα δεν ήθελα πολλά πάρε δώσε μαζί τους. Απλά δεν με ένοιαζε, είχα γίνει ένας σκληρός άνθρωπος, είχα γίνει αυτός που οδηγήθηκε αργότερα στην επιτυχία πολλές φορές, και γνώριζα ήδη τότε, ανεξάρτητα από ό,τι έγραψα πιο πάνω, ότι κάποτε θα μετάνιωνα για εκείνη την στάση μου. Ε, λοιπόν, τώρα είχε έρθει η ώρα να μετανιώσω.
Ακούμπησα τις φωτογραφίες στο κρεβάτι, έσκυψα από πάνω τους, και έκλαψα.Είναι αλήθεια ότι η Χριστίνα δεν φάνηκε ποτέ ξανά στη ζωή μου. Τουλάχιστον όχι μέχρι σήμερα. Αν και είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να φανεί ποτέ ξανά. Εκείνη η ιστορία έχει τελειώσει μια και καλή, και καθώς περνάει ο καιρός γίνομαι όλο και πιο σίγουρος γι’ αυτό.
Ο Πέτρος είναι με την Έλλη, κι εγώ με την Ιωάννα είμαστε φίλοι… σχεδόν. Βασικά, για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω τι είμαστε πια. Κάθε τόσο βρισκόμαστε, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε πάρει την απόφαση να μείνουμε ξανά μαζί. Το γράψιμο πηγαίνει καλά, και η γνωριμία μου με τον Πέτρο σηματοδότησε την είσοδό μου στον χώρο των εκδόσεων. Η νουβέλα μας εκδόθηκε, και το όνομά του πούλησε καλά, για να πω την αλήθεια, ενώ παράλληλα έκανε το δικό μου λίγο γνωστό. Αυτό, παρέα με έναν πρόλογο που γράψαμε για τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, έκανε τους αναγνώστες του Πέτρου να με δεχτούν κάπως. Και τώρα γράφω ένα μυθιστόρημα, το τρίτο που πρόκειται να γράψω, και το πρώτο που έχει πιθανότητες να εκδοθεί. Πρότεινα στον Πέτρο να γράψει έναν πρόλογο, αφού πρώτα το διαβάσει, και ελπίζω ότι θα βρει κάτι καλό να πει για την ιστορία μου.
Δεν ξέρω πόσο ακόμα θα μείνω στο Παρεκκλήσι, αλλά ειλικρινά, δεν βρίσκω λόγο να φύγω. Μου αρέσει το μικρό μου δωμάτιο, οι αναγνώσεις μου στην βιβλιοθήκη, η δουλειά στο βιβλιοπωλείο… τα πάντα εδώ μου αρέσουν. Ακόμη και το ότι μπορώ να πάω περπατώντας μέχρι το διπλανό χωριό.
Τα χιόνια λιώνουν τώρα, και αυτή η δουλειά, αυτό το κείμενο που αποφασίσαμε να γράψουμε μαζί εγώ και ο Πέτρος, κλείνει. Δεν ξέρουμε αν θέλουμε να το εκδώσουμε, αλλά σίγουρα περάσαμε καλά γράφοντάς το. Γνωρίσαμε περισσότερο ο ένας τον άλλον, αλλά και ο καθένας τον εαυτό του. Προς το παρόν, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ειπωθεί.
Αν κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο, θα δω το κάτασπρο Παρεκκλήσι. Θα δω τον κεντρικό δρόμο, την εκκλησία, αλλά και ένα τμήμα του δημαρχείου. Θα θυμηθώ την παλιά μου ζωή, αλλά και την καινούρια, αυτήν που με τόσο πάθος θέλησα να δημιουργήσω, κι ας ήμουν γεμάτος αμφιβολίες. Θα σκεφτώ την Ιωάννα, την Έλλη και τον Πέτρο, θα σκεφτώ το Φεστιβάλ και την αποτυχία μου, θα σκεφτώ όλες τις στιγμές που πέρασα μέσα στο μικρό μου δωμάτιο γράφοντας, και μέσα από μια τέτοια αναπόληση και νοσταλγία, θα κοιτάξω το μέλλον με ελπίδα και ικανοποίηση, περιμένοντάς το να έρθει για εμένα, και να με οδηγήσει προς την κατεύθυνση που μου αρμόζει, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο των ιδεών.