Παιδί, Γονείς, Οικογένεια

Ο λόγος και το περπάτημα καθυστερούν

Αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου

Η ανάπτυξη του λόγου είναι μια πολύπλοκη, προοδευτική διαδικασία που έχει σχέση με τη λειτουργία των φωνητικών οργάνων και την απαρτίωση αυτής της λειτουργίας στον εγκέφαλο, την ικανοποιητική ποιότητα και ποσότητα των λεκτικών ερεθισμάτων που προέρχονται από το περιβάλλον και τη συναισθηματική σταθερότητα. Όταν ένα παιδί γεννηθεί σωματικά υγιές, οι δύο τελευταίοι παράγοντες αποκτούν καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη του λόγου. Η μητέρα πρέπει να μιλά στο βρέφος και μέσα από τα λόγια της να εκφράζονται τα συναισθήματα αγάπης.

Το βρέφος, επίσης, από τους πρώτους μήνες της ζωής του παράγει ήχους. Τον πέμπτο μήνα οι φωνητικές χορδές του έχουν ωριμάσει και αρχίζει να χρησιμοποιεί δικούς του διαφορετικούς ήχους για να επικοινωνήσει με τον ενήλικο. Μέχρι να συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο ζωής, θα πει πιθανότατα την πρώτη του λέξη· συνήθως, είναι μια απλή λέξη που σχηματίζεται από συγκεκριμένη επανάληψη ήχων, π.χ. "μαμά", "μπαμπά". Από την ηλικία των 15 μηνών και έπειτα το λεξιλόγιο του εμπλουτίζεται πολύ γρήγορα. Γύρω στα δύο έτη μπορεί να χρησιμοποιήσει περίπου 200 λέξεις και να συνδυάζει δύο έως τρεις λέξεις μαζί για να σχηματίσει μια σύντομη φράση. Στη συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας η ικανότητα του παιδιού να χρησιμοποιεί προτάσεις με όλο και περισσότερες λέξεις και πιο πολύπλοκες σημασίες αυξάνει σταδιακά.

Για να τεθεί διάγνωση καθυστέρησης του λόγου, θα πρέπει να διαφοροποιηθεί σαφώς από τις φυσιολογικές παραλλαγές της ανάπτυξης. Η κατάκτηση των γλωσσικών δεξιοτήτων ποικίλλει χρονολογικά από παιδί σε παιδί και πολλά παιδιά που παρουσιάζουν μικρή καθυστέρηση στο λόγο εξελίσσονται απόλυτα φυσιολογικά. Μελέτες που έχουν διενεργηθεί στο γενικό πληθυσμό δείχνουν ότι το 4% παιδιών με ηλικία τριών ετών παρουσιάζουν καθυστέρηση στο λόγο. Οι διαταραχές του λόγου παρουσιάζονται συχνότερα στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια (αναλογία 2:1) και συχνά αναφέρονται παρόμοια προβλήματα στην παιδική ηλικία των γονέων ή των μεγαλύτερων αδελφών.

Οι διαταραχές του λόγου περιλαμβάνουν:

α) διαταραχές στην άρθρωση (δυσαρθρία): το παιδί εκφέρει τους φθόγγους με τρόπο που αντιστοιχεί σε μικρότερη ηλικία από τη δική του, η προφορά είναι λανθασμένη, παρατηρούνται παραλείψεις, στρεβλώσεις ή υποκαταστάσεις φθόγγων. Επηρεάζεται η διαύγεια και η σαφήνεια της ομιλίας του παιδιού, παρ' όλο που οι εκφραστικές και αντιληπτικές του ικανότητες είναι φυσιολογικές. 
β) διαταραχή στην έκφραση του λόγου: η ικανότητα του παιδιού να εκφράζεται προφορικά είναι μικρότερη από αυτήν που αντιστοιχεί στην ηλικία του, ενώ η κατανόηση του λόγου είναι φυσιολογική. Τα μικρότερα παιδιά αδυνατούν να ονοματίσουν αντικείμενα ή να σχηματίσουν απλές φράσεις δύο έως τριών λέξεων. Τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο, δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν λέξεις με γενική σημασία, κάνουν λάθη στη σύνταξη και στη χρησιμοποίηση των στοιχείων της γραμματικής, όπως προθέσεων, αντωνυμιών, άρθρων, στην κλίση των ρημάτων και των ονομάτων.
γ) διαταραχή στην αντίληψη του λόγου: η ικανότητα του παιδιού να κατανοεί το λόγο είναι μικρότερη από αυτήν που αντιστοιχεί στην ηλικία του. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις συνυπάρχουν διαταραχές στην έκφραση του λόγου. Το παιδί δύο έως τριών ετών δεν μπορεί να ακολουθήσει απλές, συγκεκριμένες οδηγίες. Μεγαλώνοντας, δυσκολεύεται να κατανοήσει τις αφηρημένες έννοιες, τις ποικίλες σημασίες μιας λέξης, τις χωροχρονικές συνιστώσες και, επίσης, τη γραμματική δομή του λόγου (αρνήσεις, ερωτήσεις, συγκρίσεις). Έχει πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο και οι διαταραχές στην άρθρωση είναι συνηθισμένο φαινόμενο.

Η εξέλιξη ποικίλλει ανάλογα με το είδος και τη βαρύτητα της διαταραχής. Παιδιά μικρής ηλικίας με ελαφρά ή μέτρια καθυστέρηση λόγου ή με αρθρωτικά προβλήματα αναμένεται να βελτιωθούν σύντομα και να καλύψουν τη διαφορά. Οι διαταραχές έκφρασης και οι αντιληπτικές διαταραχές έχουν μακροχρόνια πορεία και ενδέχεται να οδηγήσουν σε μαθησιακές διαταραχές και ψυχολογικά προβλήματα. Οι διαταραχές του λόγου πρέπει να αντιμετωπίζονται όσο το δυνατόν νωρίτερα, για να προληφθούν επακόλουθα φαινόμενα τόσο στο μαθησιακό όσο και στο ψυχολογικό επίπεδο. Αντιμετωπίζονται με εξειδικευμένη λογοθεραπεία, μέσω τεχνικών που ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της διαταραχής. Σημαντική βοήθεια προσφέρει η συμβουλευτική γονέων. Οι γονείς καλούνται να αναπτύξουν μεγαλύτερη λεκτική επικοινωνία με το παιδί, να είναι υπομονετικοί και υποστηρικτικοί απέναντί του και να βοηθήσουν έτσι ώστε να μην εγκατασταθούν τα προβλήματα συμπεριφοράς που προέρχονται από την αδυναμία επικοινωνίας.

Τραυλισμός

Πρόκειται για διαταραχή της ομιλίας που χαρακτηρίζεται είτε από συχνή επανάληψη ή επιμήκυνση ήχων ή συλλαβών ή λέξεων είτε από συχνούς δισταγμούς και παύσεις που εμποδίζουν τη ρυθμική ροή του λόγου. Εμφανίζεται συχνότερα στα αγόρια από ό,τι στα κορίτσια (4:1) και στα παιδιά που άργησαν να μιλήσουν. Συνήθως, αρχίζει ανάμεσα στα δύο και στα έξι έτη. Ο τραυλισμός κατά κανόνα αναπτύσσεται σταδιακά και μπορεί να καταστεί πραγματικό πρόβλημα για την επικοινωνία του παιδιού με τους άλλους. Επιδεινώνεται όταν το παιδί προσπαθεί να μιλήσει γρήγορα, ωστόσο η έντασή του ποικίλλει. Μπορεί να είναι έντονος μία συγκεκριμένη περίοδο, να βελτιωθεί ή ακόμη και να εξαφανιστεί την επόμενη και μετά να επανέλθει. Ο τραυλισμός εκφράζει το άγχος του παιδιού και δεν είναι τυχαίο ότι ξεκινά σε μια περίοδο ψυχικής πίεσης, π.χ. γέννηση μικρότερου αδελφού, αποχωρισμός από τους γονείς, μετακόμιση της οικογένειας, παιδικός σταθμός.

Δεν πρέπει να κοροϊδέψουμε ούτε ποτέ να τιμωρήσουμε ένα παιδί επειδή τραυλίζει. Δεν χρειάζεται να το διορθώνουμε ή να το βάζουμε να επαναλαμβάνει σωστά την πρόταση. Οφείλουμε να είμαστε υπομονετικοί και να του δίνουμε χρόνο να πει με τον τρόπο του αυτό που θέλει. Αν δεν βιάζεται και δεν αγχώνεται, καλυτερεύει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όταν αλλάξουν οι συνθήκες που προκαλούν άγχος στο παιδί, τα συμπτώματα εξαφανίζονται μόνα τους μέχρι την ηλικία των πέντε έως έξι ετών χωρίς βοήθεια. Αν επιμείνουν, η λογοθεραπεία προτείνει ειδική αντιμετώπιση προκειμένου αυτά τα παιδιά να ξεπεράσουν το πρόβλημα.

Αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας

Το περπάτημα, βασική λειτουργία για τη γνώση και τον έλεγχο του περιβάλλοντος, αναπτύσσεται προοδευτικά με την ωρίμανση του νευρικού συστήματος και την απαρτίωση οπτικών, απτικών και ιδιοδεκτικών αισθητηριακών ερεθισμάτων.

Οι κινητικές ικανότητες του παιδιού αποκτώνται στις ακόλουθες ηλικίες:

  • 3 μηνών: μπορεί να κρατήσει το κεφάλι του.
  • 6 μηνών: κάθεται μόνο του χωρίς στήριγμα, απλώνει τα χέρια του και πιάνει 
    αντικείμενα.
  • 9 μηνών: αρχίζει να μπουσουλά και προσπαθεί να σταθεί όρθιο.
  • 12-14 μηνών: ξεκινά το περπάτημα, στην αρχή είναι αβέβαιο και χρειάζεται 
    κάποιο στήριγμα, σιγά σιγά όμως αποκτά εμπιστοσύνη στον 
    εαυτό του και αρχίζει να εξερευνεί το χώρο.
  • 2 ετών: περπατά με σίγουρο βήμα, ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες.
  • 3 ετών: χοροπηδά χωρίς να χάνει την ισορροπία του, κάνει συντονισμένες 
    κινήσεις, π.χ., μπορεί να πιάσει την μπάλα, χρησιμοποιεί τους 
    μαρκαδόρους και το ψαλίδι.

Κάθε παιδί ωριμάζει με διαφορετικούς ρυθμούς. Το άγχος και η πίεση εκ μέρους των γονέων πιθανόν να του δημιουργήσουν ψυχολογικά προβλήματα. Οι αναπτυξιακές διαταραχές της κινητικής λειτουργίας περιγράφονται ως "σύνδρομο του αδέξιου παιδιού". Το παιδί καθυστερεί να βαδίσει, να τρέξει, να ανέβει τις σκάλες, συχνά σκοντάφτει και προσκρούει σε εμπόδια. Αργεί επίσης να αναπτύξει δεξιότητες που απαιτούν συντονισμό των κινήσεων, όπως να φάει μόνο του, να ντυθεί, να κουμπωθεί, να δέσει τα κορδόνια του. Συχνά του πέφτουν αντικείμενα από τα χέρια και δυσκολεύεται να κρατήσει το μολύβι, να ζωγραφίσει, να χρησιμοποιήσει το ψαλίδι. Στο σχολείο γράφει άσχημα, δεν έχει επιδόσεις στη χειροτεχνία, ενώ δυσκολεύεται να συμμετάσχει στη γυμναστική και στα αθλητικά παιχνίδια.

Γενικά, το παιδί εκτελεί με αδέξιο τρόπο λεπτές και αδρές κινήσεις και ο συντονισμός είναι κατά πολύ κατώτερος από τον αναμενόμενο για την ηλικία του, με δεδομένη τη φυσιολογική νοημοσύνη. Συχνά, συνυπάρχουν διαταραχές στην ομιλία, κυρίως στην άρθρωση. Μαθησιακά προβλήματα αναπτύσσονται δευτερευόντως και μαζί με την αποτυχία του παιδιού να συμμετέχει σε ομαδικά παιχνίδια οδηγούν σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και προβλήματα συμπεριφοράς. Η αντιμετώπιση εξαρτάται από τη φύση και τη βαρύτητα του προβλήματος. Η συμβουλευτική στους γονείς και στους δασκάλους τούς επιτρέπει να αναγνωρίσουν το πρόβλημα και να σταματήσουν να πιέζουν το παιδί για επιδόσεις στους τομείς στους οποίους δεν τα καταφέρνει. Η φυσιοθεραπεία και η εργασιοθεραπεία μπορούν να το βοηθήσουν να βελτιώσει την κινητικότητά του και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Για το σπίτι προτείνονται δραστηριότητες όπως να χρωματίσει εικόνες, να κόψει φωτογραφίες ή να κάνει κατασκευές με ξυλάκια, τουβλάκια κ.λπ. Τα παιχνίδια σε εξωτερικούς χώρους, κυρίως στην παιδική χαρά, βοηθούν πολύ τα παιδιά που παρουσιάζουν κινητικά προβλήματα.