Ο φόβος είναι ένα πρωταρχικό συναίσθημα, πράγμα που σημαίνει ότι ανήκει στον «βασικό συναισθηματικό εξοπλισμό» του ανθρώπου. Είναι φυσικό: χωρίς το αίσθημα του φόβου δεν θα μαθαίναμε ποτέ να είμαστε προσεκτικοί, να αποφεύγουμε κινδύνους, να προφυλάσσουμε τον εαυτό μας και τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Η παιδική ηλικία διατρέχει φάσεις, καθεμία από τις οποίες έχει κάποιους δικούς της χαρακτηριστικούς φόβους: το φόβο των δυνατών θορύβων στην ηλικία έως 6 μηνών, το φόβο των άγνωστων προσώπων γύρω στους 8 με 10 μήνες, το φόβο του σκοταδιού και των ζώων μεταξύ 2 και 4 ετών, το φόβο των ληστών, των μαγισσών, των τραυματισμών μεταξύ 5 και 8 ετών, το φόβο του θανάτου, των φυσικών καταστροφών, του πολέμου και όσων κινδύνων εμφανίζονται στα ΜΜΕ μεταξύ 9 και 12 ετών.
Φυσικά κάθε παιδί έχει και τους δικούς του φόβους που αντανακλούν τα βιώματα του, την συναισθηματική του κατάσταση, την προσωπικότητα του όπως έχει και τους δικούς του τρόπους να βιώνει, να εκφράζει, να αντιμετωπίζει τους φόβους του. Όσο φυσιολογική και αναγκαία για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του είναι η ύπαρξη των φόβων αυτών άλλο τόσο απαραίτητη είναι η δυνατότητα έκφρασης και εξωτερίκευσης τους.
Το σημαντικότερο μέσο έκφρασης των παιδιών είναι το παιχνίδι με την ευρύτερη έννοια του όρου.. Λέγοντας «παιχνίδι» εννοούμε κάθε δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα σε μία περιοχή ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, ανάμεσα σ’ αυτό που το παιδί αντιλαμβάνεται σαν «εγώ» και στον κόσμο έξω απ’ αυτό.
Υπάρχει ένας «χώρος» που ο παιδοψυχαναλυτής D. Winnicott ονομάζει «μεταβατικό χώρο» που είναι για ένα παιδί αρκετά ασφαλής λόγω της αίσθησης της παρουσίας της μητέρας ή κάποιου άλλου ενήλικα που εμπιστεύεται αλλά και αρκετά «μη πραγματικός» ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει κάθε φανταστική, συμβολική, δημιουργική δραστηριότητα όπως είναι το παιχνίδι, η ανάγνωση βιβλίων, η ζωγραφική, η αφήγηση ιστοριών, η κατασκευή αυτοσχέδιων παιχνιδιών κλπ.
Μέσα στην προστατευμένη αλλά ταυτόχρονα συναρπαστική αυτή περιοχή κάθε παιδί δημιουργεί μια πραγματικότητα με τους δικούς του όρους: κάθε πραγματικό αντικείμενο είναι αυτό που είναι και ταυτόχρονα μπορεί να είναι και δεκάδες άλλα πράγματα, κάθε πραγματικό πρόσωπο μπορεί να ενσαρκώσει δεκάδες ρόλους, κάθε ιδέα να γίνει για λίγο πράξη και κάθε συναίσθημα να γίνει σύμβολο και εικόνα. Εκεί ο κόσμος των βιβλίων, των παραμυθιών, των φανταστικών ή των αληθινών ιστοριών πλησιάζει για λίγο την πραγματικότητα του παιδιού. Το ίδιο το παιδί γίνεται σκηνοθέτης της εμπειρίας του και των συναισθημάτων του και μπορεί έτσι να αναπαραστήσει με πολλούς τρόπους ξανά και ξανά τη χαρά, τη λύπη, την ανησυχία, τον φόβο του.
Το παιχνίδι με αυτή την ευρεία έννοια δεν έχει καμία σκοπιμότητα και θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι τα παιδιά παίζουν για να συμβεί κάτι με τα συναισθήματα τους. Το παιχνίδι δεν αποσκοπεί στο να αυξήσει τη χαρά, να απαλύνει τη λύπη, να διώξει το φόβο των παιδιών. Είναι όμως ο πιο δημιουργικός και ο πιο άμεσα διαθέσιμος σ’ αυτά τρόπος να δώσουν μορφή σ’ αυτά τα συναισθήματα και να τα εντάξουν όσο πιο ομαλά γίνεται στην προσωπικότητα τους που αναπτύσσεται.